«δαιμονίη, τί μοι ὧδ᾽ ἐπέχεις κεκοτηότι θυμῷ;
ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷμαι,
πτωχεύω δ᾽ ἀνὰ δῆμον; ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει.
τοιοῦτοι πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες ἔασι.
75 καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον
ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ
τοίῳ, ὁποῖος ἔοι καὶ ὅτευ κεχρημένος ἔλθοι·
ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι, ἄλλα τε πολλὰ
οἷσίν τ᾽ εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.
80 ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων· ἤθελε γάρ που·
τῷ νῦν μή ποτε καὶ σύ, γύναι, ἀπὸ πᾶσαν ὀλέσσῃς
ἀγλαΐην, τῇ νῦν γε μετὰ δμῳῇσι κέκασσαι·
μή πώς τοι δέσποινα κοτεσσαμένη χαλεπήνῃ,
ἢ Ὀδυσεὺς ἔλθῃ· ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα.
85 εἰ δ᾽ ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε καὶ οὐκέτι νόστιμός ἐστιν,
ἀλλ᾽ ἤδη παῖς τοῖος Ἀπόλλωνός γε ἕκητι,
Τηλέμαχος· τὸν δ᾽ οὔ τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν
λήθει ἀτασθάλλουσ᾽, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐστίν.»
Ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ ἤκουσε περίφρων Πηνελόπεια,
90 ἀμφίπολον δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«πάντως, θαρσαλέη, κύον ἀδεές, οὔ τί με λήθεις
ἔρδουσα μέγα ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις·
πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ᾽, ἐπεὶ ἐξ ἐμεῦ ἔκλυες αὐτῆς,
ὡς τὸν ξεῖνον ἔμελλον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν
95 ἀμφὶ πόσει εἴρεσθαι, ἐπεὶ πυκινῶς ἀκάχημαι.»
Ἦ ῥα καὶ Εὐρυνόμην ταμίην πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«Εὐρυνόμη, φέρε δὴ δίφρον καὶ κῶας ἐπ᾽ αὐτοῦ,
ὄφρα καθεζόμενος εἴπῃ ἔπος ἠδ᾽ ἐπακούσῃ
ὁ ξεῖνος ἐμέθεν· ἐθέλω δέ μιν ἐξερέεσθαι.»
100 Ὣς ἔφαθ᾽, ἡ δὲ μάλ᾽ ὀτραλέως κατέθηκε φέρουσα
δίφρον ἐΰξεστον καὶ ἐπ᾽ αὐτῷ κῶας ἔβαλλεν·
ἔνθα καθέζετ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε περίφρων Πηνελόπεια·
«ξεῖνε, τὸ μέν σε πρῶτον ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή·
105 τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γύναι, οὐκ ἄν τίς σε βροτῶν ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν
νεικέοι· ἦ γάρ σευ κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει,
ὥς τέ τευ ἢ βασιλῆος ἀμύμονος, ὅς τε θεουδὴς
110 ἀνδράσιν ἐν πολλοῖσι καὶ ἰφθίμοισιν ἀνάσσων
εὐδικίας ἀνέχῃσι, φέρῃσι δὲ γαῖα μέλαινα
πυροὺς καὶ κριθάς, βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ,
τίκτῃ δ᾽ ἔμπεδα μῆλα, θάλασσα δὲ παρέχῃ ἰχθῦς
ἐξ εὐηγεσίης, ἀρετῶσι δὲ λαοὶ ὑπ᾽ αὐτοῦ.
115 τῶ ἐμὲ νῦν τὰ μὲν ἄλλα μετάλλα σῷ ἐνὶ οἴκῳ,
μηδ᾽ ἐμὸν ἐξερέεινε γένος καὶ πατρίδα γαῖαν,
μή μοι μᾶλλον θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων
μνησαμένῳ· μάλα δ᾽ εἰμὶ πολύστονος· οὐδέ τί με χρὴ
οἴκῳ ἐν ἀλλοτρίῳ γοόωντά τε μυρόμενόν τε
120 ἧσθαι, ἐπεὶ κάκιον πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί·
μή τίς μοι δμῳῶν νεμεσήσεται, ἠὲ σύ γ᾽ αὐτή,
φῇ δὲ δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ.»
***
70 Λοξοκοιτάζοντας της αντιμίλησε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ακαταλόγιστη κι ανάποδη, γιατί τόσο μου ρίχνεσαι; γιατί ξεσπάς πάνω μου
τον θυμό σου; για τη βρωμιά μου μήπως; για τ᾽ άσχημα κουρέλια
που φορώ; που σέρνομαι εδώ κι εκεί ζητιάνος; Το θέλει ωστόσο
το μεγάλο ζόρι· έτσι είναι πάντα οι φτωχοί που γυροφέρνουν άστεγοι.
Κι όμως είχα κι εγώ πλούσιο σπίτι άλλοτε, ζούσα καλοστεκούμενος
μέσα στον κόσμο, έδινα κάθε τόσο στους ζητιάνους,
όποιος την πόρτα μου χτυπούσε, ό,τι ζητούσε κι είχε ανάγκη.
Είχα και δούλους αναρίθμητους κι άλλα πολλά αγαθά· ήμουνα
ένας απ᾽ αυτούς που ο κόσμος λέει εύπορους και καλοζωισμένους.
80 Αλλά ο Κρονίδης Δίας μού τα χάλασε — θα ᾽ταν δικό του θέλημα.
Γι᾽ αυτό κι εσύ, γυναίκα, πρόσεξε, μήπως και κάνουνε φτερά
όλα τα κάλλη σου κι οι χάρες σου, ας είσαι ανάμεσα στις άλλες δούλες
τώρα παραστολισμένη. Μην αγριέψει και θυμώσει κάποτε η κυρά σου
με τα καμώματά σου· μήπως και φτάσει ο Οδυσσέας εδώ —
υπάρχει κάποια ελπίδα ακόμη.
Αλλά κι αν πεις εκείνος χάθηκε και πως δεν έχει γυρισμό,
σκέψου τον γιο του, τον Τηλέμαχο, που με του Απόλλωνα τη χάρη
έγινε τώρα παλληκάρι. Δούλα καμιά μέσα σε τούτο το παλάτι
δεν πρόκειται να του ξεφύγει που φέρεται άτσαλα — δεν είναι πια μωρό.»
Ακούγοντας τα λόγια του η Πηνελόπη με το ξύπνιο της μυαλό
90 στην παρακόρη στράφηκε, βαριά της μίλησε, της είπε:
«Α όχι, ξιπασμένη, σκύλα ξεδιάντροπη, το βλέπω το μεγάλο
ανοσιούργημά σου, που σίγουρα μια μέρα θα πέσει στο κεφάλι σου.
Τα ᾽ξερες όλα, και με το παραπάνω· από το στόμα μου τ᾽ άκουσες όλα,
πως είχα λογαριάσει εγώ, μέσα σε τούτο το παλάτι, τον ξένο να ρωτήσω
για τον άντρα μου, στην τόση αγωνία που με δέρνει.»
Είπε, κι ευθύς στην Ευρυνόμη γύρισε, την οικονόμο της, και την προστάζει:
«Φέρε, Ευρυνόμη, ένα σκαμνί, βάλε από πάνω μια προβιά,
για να καθήσει ο ξένος, τα λόγια μου ν᾽ ακούσει, στα λόγια μου
ν᾽ αποκριθεί· θέλω πολλά να τον ρωτήσω.»
100 Της μίλησε, κι αυτή ολοπρόθυμη φέρνει και στήνει
σκαμνί μαστορεμένο, ρίχνοντας πάνω του προβιά,
για να καθήσει εκεί βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος.
Οπότε η Πηνελόπη, φρόνιμη και με γνώση, άρχισε να μιλά:
«Ξένε, μια πρώτη ερώτηση για σένα·
ποιος είσαι κι από πού; ποια η πατρίδα σου, ποιοι οι γονείς σου;»
Ανταποκρίθηκε πολύγνωμος ο Οδυσσέας μιλώντας:
«Ω δέσποινά μου, ποιος θνητός στη γη μας την ατέρμονη
ψεγάδι εσένα θα μπορούσε να σου βρει· έφτασε η δόξα σου
ψηλά κι απλώθηκε στον ουρανό, σαν κάποιου βασιλιά·
άψογος και θεοσεβής, ένα λαό μεγάλο και γενναίο κυβερνά,
110 με γνώμονα τη δίκαιη κρίση του,
κι εκεί το μαύρο χώμα βγάζει σιτάρι και κριθάρι,
απ᾽ τους καρπούς λυγίζουνε τα δέντρα, γεννοβολούν τα πρόβατα,
καλοκυβερνημένη η θάλασσα προσφέρει ψάρια,
κι ο κόσμος όλος, καλός κι ενάρετος, στον ίσκιο ζει του βασιλιά.
Γι᾽ αυτό ό,τι άλλο θες (έτσι κι αλλιώς, είσαι στο σπίτι σου)
μπορείς να το ρωτήσεις· μόνο μη με ρωτάς
ποια η πατρίδα μου, ποια η γενιά μου. Γιατί θα φούσκωνε
κι άλλο η καρδιά μου απ᾽ την οδύνη, αν κάνω
πως θυμάμαι, αφού βάρος ασήκωτο στενάζει μέσα μου.
Όμως δεν πρέπει, σε ξένο σπίτι, να βογγάω και να θρηνώ,
120 άσχημο πράγμα και το πένθος άμετρο·
μήπως και κάποια δούλη σου, ίσως κι η ίδια εσύ,
μαζί μου αγανακτήσει και πει πως το πολύ κρασί βάρεσε
το κεφάλι μου, γι᾽ αυτό και πνίγομαι στο κλάμα.»
70 Λοξοκοιτάζοντας της αντιμίλησε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ακαταλόγιστη κι ανάποδη, γιατί τόσο μου ρίχνεσαι; γιατί ξεσπάς πάνω μου
τον θυμό σου; για τη βρωμιά μου μήπως; για τ᾽ άσχημα κουρέλια
που φορώ; που σέρνομαι εδώ κι εκεί ζητιάνος; Το θέλει ωστόσο
το μεγάλο ζόρι· έτσι είναι πάντα οι φτωχοί που γυροφέρνουν άστεγοι.
Κι όμως είχα κι εγώ πλούσιο σπίτι άλλοτε, ζούσα καλοστεκούμενος
μέσα στον κόσμο, έδινα κάθε τόσο στους ζητιάνους,
όποιος την πόρτα μου χτυπούσε, ό,τι ζητούσε κι είχε ανάγκη.
Είχα και δούλους αναρίθμητους κι άλλα πολλά αγαθά· ήμουνα
ένας απ᾽ αυτούς που ο κόσμος λέει εύπορους και καλοζωισμένους.
80 Αλλά ο Κρονίδης Δίας μού τα χάλασε — θα ᾽ταν δικό του θέλημα.
Γι᾽ αυτό κι εσύ, γυναίκα, πρόσεξε, μήπως και κάνουνε φτερά
όλα τα κάλλη σου κι οι χάρες σου, ας είσαι ανάμεσα στις άλλες δούλες
τώρα παραστολισμένη. Μην αγριέψει και θυμώσει κάποτε η κυρά σου
με τα καμώματά σου· μήπως και φτάσει ο Οδυσσέας εδώ —
υπάρχει κάποια ελπίδα ακόμη.
Αλλά κι αν πεις εκείνος χάθηκε και πως δεν έχει γυρισμό,
σκέψου τον γιο του, τον Τηλέμαχο, που με του Απόλλωνα τη χάρη
έγινε τώρα παλληκάρι. Δούλα καμιά μέσα σε τούτο το παλάτι
δεν πρόκειται να του ξεφύγει που φέρεται άτσαλα — δεν είναι πια μωρό.»
Ακούγοντας τα λόγια του η Πηνελόπη με το ξύπνιο της μυαλό
90 στην παρακόρη στράφηκε, βαριά της μίλησε, της είπε:
«Α όχι, ξιπασμένη, σκύλα ξεδιάντροπη, το βλέπω το μεγάλο
ανοσιούργημά σου, που σίγουρα μια μέρα θα πέσει στο κεφάλι σου.
Τα ᾽ξερες όλα, και με το παραπάνω· από το στόμα μου τ᾽ άκουσες όλα,
πως είχα λογαριάσει εγώ, μέσα σε τούτο το παλάτι, τον ξένο να ρωτήσω
για τον άντρα μου, στην τόση αγωνία που με δέρνει.»
Είπε, κι ευθύς στην Ευρυνόμη γύρισε, την οικονόμο της, και την προστάζει:
«Φέρε, Ευρυνόμη, ένα σκαμνί, βάλε από πάνω μια προβιά,
για να καθήσει ο ξένος, τα λόγια μου ν᾽ ακούσει, στα λόγια μου
ν᾽ αποκριθεί· θέλω πολλά να τον ρωτήσω.»
100 Της μίλησε, κι αυτή ολοπρόθυμη φέρνει και στήνει
σκαμνί μαστορεμένο, ρίχνοντας πάνω του προβιά,
για να καθήσει εκεί βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος.
Οπότε η Πηνελόπη, φρόνιμη και με γνώση, άρχισε να μιλά:
«Ξένε, μια πρώτη ερώτηση για σένα·
ποιος είσαι κι από πού; ποια η πατρίδα σου, ποιοι οι γονείς σου;»
Ανταποκρίθηκε πολύγνωμος ο Οδυσσέας μιλώντας:
«Ω δέσποινά μου, ποιος θνητός στη γη μας την ατέρμονη
ψεγάδι εσένα θα μπορούσε να σου βρει· έφτασε η δόξα σου
ψηλά κι απλώθηκε στον ουρανό, σαν κάποιου βασιλιά·
άψογος και θεοσεβής, ένα λαό μεγάλο και γενναίο κυβερνά,
110 με γνώμονα τη δίκαιη κρίση του,
κι εκεί το μαύρο χώμα βγάζει σιτάρι και κριθάρι,
απ᾽ τους καρπούς λυγίζουνε τα δέντρα, γεννοβολούν τα πρόβατα,
καλοκυβερνημένη η θάλασσα προσφέρει ψάρια,
κι ο κόσμος όλος, καλός κι ενάρετος, στον ίσκιο ζει του βασιλιά.
Γι᾽ αυτό ό,τι άλλο θες (έτσι κι αλλιώς, είσαι στο σπίτι σου)
μπορείς να το ρωτήσεις· μόνο μη με ρωτάς
ποια η πατρίδα μου, ποια η γενιά μου. Γιατί θα φούσκωνε
κι άλλο η καρδιά μου απ᾽ την οδύνη, αν κάνω
πως θυμάμαι, αφού βάρος ασήκωτο στενάζει μέσα μου.
Όμως δεν πρέπει, σε ξένο σπίτι, να βογγάω και να θρηνώ,
120 άσχημο πράγμα και το πένθος άμετρο·
μήπως και κάποια δούλη σου, ίσως κι η ίδια εσύ,
μαζί μου αγανακτήσει και πει πως το πολύ κρασί βάρεσε
το κεφάλι μου, γι᾽ αυτό και πνίγομαι στο κλάμα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου