Λίγα είναι αυτά που γνωρίζουμε για τον Λεύκιππο, που γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στη Μίλητο, το 500 π.Χ. περίπου. Είχε δασκάλους τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα ενώ λέγεται ότι συνέγραψε ένα έργο με τίτλο Μέγας Διάκοσμος. Ο Δημόκριτος, ο σημαντικότερος μαθητής του, γεννήθηκε στα Άβδηρα γύρω στα 460 π.Χ. και πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία. Ήλθε σε επαφή τόσο με τη φιλοσοφία των Ελεατών όσο και μ’ αυτές του Πυθαγόρα και του Πρωταγόρα. Φέρεται να ταξίδεψε πολύ στην Ανατολή, το βέβαιο, πάντως, είναι ότι πήγε τελικά στην Αθήνα. Διέθετε εξαιρετικές μαθηματικές γνώσεις, σε σημείο που να λέγεται ότι ξεπερνούσε κι αυτούς ακόμα τους Αιγυπτίους γεωμέτρες. Κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ο Δημόκριτος είχε επονομασθεί Σοφία και είχε συγγράψει πλήθος έργων περί ηθικής, μαθηματικών, μουσικής και τεχνών, καθώς κι έναν Μικρό Διάκοσμο. Μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνουμε τι ανήκει στον Λεύκιππο και τι στον Δημόκριτο, μέσα σε ό,τι έχει διασωθεί από την αρχαία ατομική θεωρία.
Ι. Η κοσμοθεωρία των Ατομικών
Αποτελεί σαφώς χονδροειδή αναχρονισμό, τον οποίο ορισμένοι, ωστόσο, ιστορικοί δεν διστάζουν να διαπράξουν, το να αντιμετωπίζει κανείς την ατομική κοσμοθεωρία του Λεύκιππου και του Δημόκριτου σαν σύγχρονου τύπου επιστημονική αντίληψη, εδραζόμενη, μάλιστα, σε θεωρητικές αφετηρίες που προέκυψαν από την εμπειρική-πειραματική παρατήρηση. Οι αρχές τους είναι απόλυτα θεωρησιακές καθώς, όπως λέει κι ο Τσέλλερ, «μεταφέρουν στα άτομα όλα τα χαρακτηριστικά που οι Ελεάτες θα απέδιδαν στο Είναι» (II, σ. 289). Κατά βάθος, ο Λεύκιππος δεν έκανε άλλο από το να απαντήσει στην πρόκληση του Ελεάτη Μέλισσου του Σάμιου, που έλεγε πως αν υποθέσουμε, παρ' ότι είναι αδύνατο, ότι υπάρχουν πολλά πράγματα κι όχι ένα μόνο, τότε το καθένα τους θα πρέπει να διέθετε καθεαυτό τις ιδιότητες του ελεατικού Είναι. Είναι αλήθεια, βέβαια, πως σε αντίθεση με το παρμενίδειο Εν, που παραμένει σταθερά ακίνητο και εν ηρεμία, τα άτομα κινούνταν αυτό, όμως, δεν ελαττώνει τη σημασία του γεγονότος πως οι ιδιότητες που ο Παρμενίδης απέδιδε στο Είναι χρησιμοποιούνται, στο μεγαλύτερο μέρος τους, από τους Ατομικούς για τον χαρακτηρισμό των ατόμων.
Ο Αριστοτέλης είναι αυτός που μας παρείχε την, πλέον σαφή ίσως, έκθεση των σχέσεων ελεατισμού και Ατομικών:
Ο Λεύκιππος πίστευε πως διέθετε μια θεωρία σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αντίληψης, δίχως να καταργεί ούτε τη γένεση ούτε τη φθορά ούτε την κίνηση ούτε την πολλαπλότητα των όντων. Αυτή είναι η παραχώρηση που κάνει στη ν εμπειρία' ως προς τους φιλοσόφους, πάλι, που οικοδόμησαν τη θεωρία του Ενός, κάνει παραχωρήσεις, αποδεχόμενος πως είναι αδύνατη η κίνηση δίχως το κενό, και συμφωνεί πως το κενό είναι μη ον, καθώς και πως τίποτα το πραγματικό δεν είναι μη ον, διότι το Είναι καθ' εαυτό αποτελεί ένα Είναι απόλυτα πλήρες. Ένα τέτοιο Είναι, όμως, προσθέτει, δεν είναι ένα: αντίθετα, μάλιστα, υπάρχει μια απειράριθμη πολλαπλότητα τέτοιων είναι, αόρατων, λόγω του ελάχιστου της μάζας τους. Κινούνται μέσα στο κενό (γιατί κενό υπάρχει) και παράγουν με τη συγκέντρωση τους τη γένεση και, με τη διασπορά τους, τη φθορά. Ακόμα, κάθε φορά που έρχονται σε επαφή ενεργούν και πάσχουν, γιατί τότε ακριβώς δεν είναι μοναδικά, και προκαλούν, δια μέσου της σύνθεσης ή της περιέλιξης τους, την γέννηση διαφόρων πραγμάτων. Από μια άλλη άποψη όμως, σύμφωνα με τον Λεύκιππο, δεν θα μπορούσε ποτέ μια πολλαπλότητα να προέρχεται από κάτι το οποίο είναι πραγματικά ένα και μόνο: κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Όμως (όπως ακριβώς ο Εμπεδοκλής κι ορισμένοι άλλοι φιλόσοφοι λένε πως τα πράγματα πάσχουν δια μέσου των πόρων τους, έτσι και) κάθε αλλοίωση ή άλλο πάθος επέρχεται με τον τρόπο που σημειώσαμε· γιατί πράγματι, δια μέσου του κενού είναι που παράγεται η διάλυση και η φθορά, όπως ακριβώς, άλλωστε, κατ’ αντίστοιχο τρόπο παράγεται η διόγκωση από τη διείσδυση των στερεών στο κενό (Περί γενέσεως και φθοράς, Ι, 8, 325α23).
Θα μπορούσαμε, ίσως, να πούμε πως, κατά μια έννοια, η θεωρία των Ατομικών συνιστά, με τον τρόπο της βέβαια, μια σύνθεση ηρακλειτισμού και ελεατισμού. Από τον ελεατισμό συγκρατούν την ιδέα του διαρκούς και αμετακίνητου Είναι, ιδιότητες που αποδίδουν στα άτομα, ενώ από τον ηρακλειτισμό την αξίωση για αισθητή ποικιλία και πολλαπλότητα, ώστε να είναι δυνατή αλλά και αντιληπτή η μεταβολή.
Έτσι λοιπόν, στο κλασικό πρόβλημα «μπορούμε να ωθήσουμε τη διαίρεση των ουσιών ως το άπειρο;» οι Ατομικοί απαντούν «όχι»· κατ’ αυτούς, υπάρχουν κάποια σώματα συμπαγή (ναστά) που αποτελούν τα ελάχιστα δυνατά στοιχεία, στοιχεία που επειδή δεν τέμνονται περαιτέρω αποκαλούνται άτομα (ατομοι). Όσον αφορά πάλι το κενό, αυτό είναι το μη Είναι που χωρίζει τα άτομα μεταξύ τους, χωρίς να περιέχεται σ’ αυτά. Ο Λεύκιππος το αποκαλούσε τομή ον, ενώ ο Δημόκριτος προσπαθεί να συγκεκριμενοποιήσει το γεγονός ότι το κενό υπάρχει και είναι, κατά συνέπεια, «μη πραγματικό» (ουκ ον ή ουδέν). Ο Λεύκιππος είχε επινοήσει, για τον χαρακτηρισμό του ατόμου, τη λέξη δεν.
Το σύμπαν είναι άπειρον, γιατί δεν δημιουργήθηκε από κανέναν και από τίποτα· άρα δεν έχει αρχή. Μόνη η ανάγκη επιβάλλει ό,τι ήταν, είναι ή θα είναι. Για να εξηγήσουμε τον κόσμο, δεν θα πρέπει να καταφεύγουμε, όπως ο Εμπεδοκλής, στη Φιλότητα ή στο Νείκος, είτε πάλι στο Νου, όπως ο Αναξαγόρας, αλλ' ούτε και σε τελικά αίτια, γιατί η λειτουργία του είναι καθαρά μηχανική και διέπεται από νόμους που αυτοί μόνοι συγκροτούν τη φύση.
II. Τα άτομα
Τα άτομα, που αποτελούν το ελάχιστο δυνατό συστατικό του υπάρχοντος, δεν υπόκεινται, λόγω της σκληρότητας τους, σε οιαδήποτε μεταβολή και, καθώς είναι απλά (το αμερές), παραμένουν απαθή. Ο Δημόκριτος προσθέτει πως δεν μπορούν ούτε να ενεργούν ούτε να πάσχουν η δράση ή το πάθος δεν αφορούν παρά μόνον σύνθετα πράγματα, που υπάρχουν τα ίδια χάρη στο κενό, το οποίο επιτρέπει στα άτομα να μετατοπίζονται.
Τα άτομα, λοιπόν, είναι αδιαίρετα, στέρεα, πλήρη, πυκνά.
Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, χάρη σ' ένα κείμενο του Αριστοτέλη, πως, σύμφωνα με τους Ατομικούς, οι διαφορές του Είναι δεν προέρχονται παρά από αυτό που ο Δημόκριτος ονομάζει ρυσμόν, διατιγήν, τροπήν οι τεχνικοί αυτοί όροι δημιουργούν ορισμένο μεταφραστικό πρόβλημα, ακόμα και για τον ίδιο τον Αριστοτέλη, καθώς φαίνεται να προέρχονται από την αβδηριτική διάλεκτο. Έτσι λοιπόν, ο Αριστοτέλης μας τους μεταφράζει ως σχήμα, τάξιν και θέσιν αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, μας δίνει κι ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό παράδειγμα: «Έτσι διαφέρει το Α του Ν κατά το σχήμα, το ΑΝ του ΝΑ κατά την τάξη και το Ζ του Η κατά τη θέση» (Μετά τα Φυσικά, 1,4,985β). Όσον αφορά πάλι τον αριθμό των σχημάτων που ενδέχεται να σχηματίζουν τα άτομα, αυτός είναι απεριόριστος.
Όλα τα άτομα είναι ομοιογενή και ανέκαθεν μετακινούνταν εν κενώ. Ποια είναι όμως η κατεύθυνση αυτής της κίνησης; Κατά τον Λεύκιππο, τα άτομα μπορεί να κινούνται προς κάθε κατεύθυνση. Αίτιο αυτής της κίνησης είναι, όπως είδαμε, η αναγκαιότητα· κατά τον Αριστοτέλη μάλιστα, ο Λεύκιππος αρκούνταν να χαρακτηρίζει την κίνηση αυτή αιώνια, δίχως άλλες εξηγήσεις. Οι κινήσεις αυτές των ατόμων δημιουργούν, πάντως, συγκρούσεις μεταξύ τους. Όποτε τυχαίνει κάποια τέτοια σύγκρουση, τα άτομα είτε αναπηδούν το ένα πάνω στο άλλο είτε συγκολλούνται, δίχως ωστόσο να χάνουν ποτέ την ατομικότητα τους· πρόκειται για απλή παράθεση τους και όχι για ανάμειξη, όπου μεταβάλλεται η φύση του καθενός. Αυτή, κατά τον Αριστοτέλη, θα πρέπει να ήταν η θέση του Λεύκιππου.
Αυτή πρέπει να ήταν και η άποψη του Δημόκριτου, μόνο που στη δική του περίπτωση το ζήτημα που δημιουργείται είναι αν, τελικά, εισηγείται ή όχι το βάρος ως αίτιο της κίνησης. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα πολυσυζητημένο πρόβλημα· παρ’ ότι όμως ο Δημόκριτος κάνει λόγο για βαρύτερα ή ελαφρότερα άτομα, δεν φαίνεται να αντιμετώπισε ποτέ σοβαρά την ιδέα το βάρος να αποτελεί αίτιο της κίνησης. Η ιδέα αυτή θα πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να εμφανίστηκε αργότερα, μέσα στο έργο του Ναυσιφάνους και του Επίκουρου. Ο Δημόκριτος ακολουθεί την ιδέα, σύμφωνα με την οποία τα άτομα κινούνται προς κάθε κατεύθυνση, σε ένα είδος δόνησης (παλμός), και προσφεύγει στην εικόνα της σκόνης μεσ’ στο φως του ήλιου:
Παρατήρησε... κάθε φορά που μια αχτίδα ήλιου γλιστρά κι απλώνει τη φωτεινή της δέσμη μέσα στα σκοτάδια των σπιτιών μας· θα δεις αμέτρητα μικροσκοπικά σώματα να μπλέκονται με χίλιους δυο τρόπους στο κενό, μεσ' στην ίδια τη δέσμη των φωτεινών αχτίδων, και, σαν να ρίχτηκαν σε μια αιώνια πάλη, να πολεμούν, να μάχονται σε τάγματα, δίχως ανακωχές, ταραγμένα απ’ τους αναρίθμητους χωρισμούς και συναντήσεις· ίσως έτσι να μπορέσεις τελικά να φανταστείς τι είναι αυτή η αέναη αναταραχή των πρωταρχικών σωμάτων μεσ’ στο πελώριο κενό (Λουκρήτιος, II, στ. 114).
Αυτή η αιώνια κίνηση των ατόμων υφίσταται πέραν κάθε αιτίου κι είναι η ίδια αίτιο παντός. Ένα άτομο ενδέχεται να συμπαρασύρεται από τα γειτονικά του, οπότε πρόκειται για κίνηση βία, είτε πάλι να αναπηδά, οπότε γίνεται λόγος για κίνηση πληγή. Τα άτομα, λοιπόν, συμπεριφέρονται σαν να αντιπαλεύουν το ένα το άλλο (στασιάζειν). Σ’ αυτό ακριβώς αναφέρεται το παρακάτω κείμενο του Αριστοτέλη, απόσπασμα ενός έργου του αφιερωμένου στον Δημόκριτο, που έχει πια σήμερα χαθεί:
Ο Δημόκριτος υποστήριζε πως η φύση των αιώνιων πραγμάτων συνίσταται σε μικρές ουσίες, άπειρες στον αριθμό∙ παράλληλα μ’ αυτές υποθέτει, ακόμα, την ύπαρξη ενός απεριόριστα μεγάλου χώρου για τον οποίο χρησιμοποιεί τους εξής όρους: κενό, μηδέν, άπειρο· αντίθετα, καθεμιά από αυτές τις ουσίες αποκαλείται: κάτι, στερεό, όν. Θεωρεί πως οι ουσίες αυτές είναι τόσο μικρές που διαφεύγουν των αισθήσεων μας. Διαθέτουν τα πιο ποικίλα σχήματα, μορφές ή μεγέθη. Με αφετηρία αυτές ως συστατικά στοιχεία συγκροτούνται και σχηματίζονται κατόπιν τα ορατά πράγματα και οι απτές μάζες. Δονούνται και μεταφέρονται μέσα στο κενό εξαιτίας της ανομοιότητας τους και των άλλων ειδικότερων διαφορών τους. Μετατοπιζόμενες, προσκρούουν η μια στην άλλη, ανακατώνονται και σχηματίζουν μια σύνθεση, έτσι που να προσεγγίζουν και να εφάπτονται στενά, χωρίς όμως και να προκύπτει αληθινά μία μοναδική φύση· είναι πράγματι τελείως παράλογο δύο ή περισσότερα να γίνουν ποτέ ένα. Το ότι οι ουσίες μπορούν να παραμένουν ως ένα σημείο ενωμένες το αποδίδει στη διαπλοκή και στην αντίσταση των ατόμων. Ανάμεσα τους άλλα είναι σκαληνά, άλλα κοίλα, άλλα κυρτά κι άλλα παριστάνουν άπειρες ποικιλίες. Είναι της γνώμης πως δύο σωματίδια παραμένουν σε κατάσταση ένωσης όσο δεν παρεμβαίνει κάποια ισχυρότερη ανάγκη, προερχόμενη από το περιφερειακό περίβλημα του κόσμου, να τα ταράξει και να τα διασπείρει (68 Α 37).
III. Η κοσμική δίνη και η γέννηση των κόσμων
Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων, προερχόμενων από το άπειρον, βρέθηκαν μέσα στο μεγάλο κενό· συγκεντρωμένα εκεί, σχημάτισαν μια δίνη, μέσα στην οποία αλληλοσυγκρούονταν και συστρέφονταν με κάθε δυνατό τρόπο. Όταν πια η συγκέντρωση τους έφθασε σε σημείο που να τα εμποδίζει να περιδινούνται, τα μικρά σώματα διέφυγαν στο εξωτερικό κενό, σαν μέσα από κόσκινο, ενώ τα υπόλοιπα σχημάτισαν μια μάζα (67 Α1). Ο Λεύκιππος παραμένει εξαιρετικά ασαφής όσον αφορά την προέλευση αυτής της δίνης· ο Δημόκριτος μας λέει πως οφείλεται στους αδήριτους φυσικούς νόμους και προκύπτει από την κίνηση των πραγμάτων και των ατόμων. Έτσι λοιπόν, ο κόσμος δεν γεννήθηκε από μια εξωτερική βούληση αλλά είναι το αποτέλεσμα ενός concursus fortuitus (Κικέρων, De natura deorum, I, 24, 66)· καθώς θα πει κι ο Λουκρητίας:
Δεν είναι χάριν ενός συγκεκριμένου σχεδίου ή ενός διαυγούς πνεύματος που τα άτομα παρετάχθησαν το καθένα στη θέση του· και βέβαια, ούτε διακανόνισαν μεταξύ τους τις αντίστοιχες τους μετακινήσεις· αντίθετα, αφού υπέστησαν χιλιάδες μεταβολές κάθε είδους, διατρέχοντας το πελώριο όλον, συγκρούστηκαν, αποχωρίστηκαν την αιωνιότητα μέσω συνεχών πληγμάτων, κατέληξαν τελικά, μέσα από τις αδιάκοπες δοκιμαστικές κινήσεις και συνδυασμούς κάθε είδους, να σχηματίζουν τις διατάξεις που δημιούργησαν και απαρτίζουν το σύμπαν μας (Ι, στ. 1021).
Μόνο σε αναφορά με το πρόβλημα της δίνης είναι δυνατόν, κατά τον Bailey, να επιλυθεί το προαναφερθέν πρόβλημα του βάρους των ατόμων. Ο Bailey θεωρεί πως τα βαρύτερα άτομα είναι και τα μεγαλύτερα σε όγκο, αυτά που δυσκολεύονται, κατά συνέπεια, να κινηθούν κι έτσι κατευθύνονται προς το κέντρο της δίνης· κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί ο Δημόκριτος κάνει λόγο για λιγότερο ή περισσότερο βαριά άτομα, χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να δεχτεί το βάρος ως επιπρόσθετο, μαζί με το μέγεθος και το σχήμα, κατηγόρημα των ατόμων. Τα βαριά, μάλιστα, σώματα είναι αυτά ακριβώς που, ως σύνολα ατόμων, συντίθενται από περισσότερα άτομα και από πολύ κενό.
Τα άτομα αυτά, μετατοπιζόμενα μέσα στο σύμπαν χάρη σ’ αυτήν την περιδίνηση, δημιουργούν απειράριθμους κόσμους, που γεννώνται και φθείρονται αδιάκοπα: «Τίποτα δεν έρχεται απ' το μηδέν, και τίποτα, φθειρόμενο, δεν επιστρέφει σε αυτό» (68 Α 1). Ο δικός μας κόσμος απαρτίζεται από τη Γη, που 'ναι ένας κύλινδρος αιωρούμενος στους αιθέρες, τους αστέρες, που 'ναι γήινα σώματα φλεγόμενα από την ταχεία κίνηση του ουρανού, τον Ήλιο, τέλος, και τη Σελήνη, που ήταν κάποτε πυρήνες κάποιων ανεξάρτητων κόσμων. Ο Δημόκριτος αντίκριζε στον Γαλαξία «ελάχιστα και συνωστιζόμενα αστέρια, που λόγω της απόστασης του ουρανού από τη Γη μας φαίνονται να αποτελούν μια ενιαία μάζα, όπως ακριβώς μας φαίνεται και μια επιφάνεια που έχουμε καλύψει με αμέτρητους κόκκους λεπτό αλάτι» (68 Α 91).
Όσο απαρχαιωμένες κι αν είναι οι εξηγήσεις του Δημόκριτου για τα φυσικά φαινόμενα, παραμένουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, επειδή ακριβώς ποτέ δεν επικαλούνται κάποια τελικότητα, μυθολογία ή θεολογία, πράγμα για το οποίο θα του είναι υπόχρεος αργότερα ο Επίκουρος. Ο Δημόκριτος αναζητεί την εξήγηση των επί της Γης συμβάντων με αφετηρία άλλα γήινα φαινόμενα, επιχείρησε, με άλλα λόγια, να κατεβάσει τις αρχές εξήγησης από τον ουρανό των υπερβατικών ιδεών στον κόσμο των ανθρώπων. Με αυτό το πνεύμα προσπαθεί ν' αντιληφθεί τι είναι ο κεραυνός, η βροντή, το αστροπελέκι, ο σίφουνας κι ο άνεμος, ο σεισμός, το ξεχείλισμα του Νείλου κ.λπ. (βλ. σχετικά 68 Α 93, 68 Α 98, 68 Α 99). Δεν αρκέστηκε να ανατρέξει, όπως οι παλαιότεροι του στοχαστές, στην εξηγητική δύναμη των φυσικών στοιχείων, του νερού, του αέρα, της φωτιάς ή της γης. Κατ’ αυτόν τα στοιχεία αυτά δεν είναι καν πρωταρχικά, εφόσον όλα τους συντίθενται από άτομα διαφόρων τύπων και μεγεθών, όπως για παράδειγμα η φωτιά που, δεδομένης της κινητικότητας της, αποτελείται από άτομα μικρά και στρογγυλά.
Έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα γιατί ο Αριστοτέλης λέει: Ο Λεύκιππος κι ο Δημόκριτος είναι αυτοί που επιχείρησαν τον πιο μεθοδικό ορισμό και προσέφεραν τη συνολικότερη εξήγηση, γιατί, ακριβώς, εξέλαβαν ως αρχή αυτό που έρχεται κατά φύση πρώτο. (Περί γενέσεως και φθοράς, Ι, 8,325α).
IV. Ο άνθρωπος
Ο άνθρωπος και τα ζώα γεννήθηκαν από τη γη. Ο άνθρωπος άλλωστε είναι ένας μικρόκοσμος (68 Β 34). Η ψυχή είναι ενσώματη και έχει πύρινη φύση, της αυτής ποιότητας με τα φλεγόμενα ουράνια σώματα (68 Α 102). Μετακινεί τα σώματα, εντός των οποίων κατοικεί, όπως ακριβώς και τον εαυτό της (68 Α 104). Είναι μια ψυχή θνητή, που πεθαίνει μαζί με το σώμα καθώς αποδιαρθρώνονται, τη στιγμή εκείνη, τα άτομα που την συγκροτούν. Η επαφή με σώματα του έξω κόσμου μετακινεί την ψυχή μέσα στο σώμα, με αποτέλεσμα τη πρόκληση αισθητηριακών εντυπώσεων.
Οι εμπειρίες των αισθήσεων και οι ιδέες τοποθετούνται στην αφετηρία της γνωσιολογίας. Επιβάλλεται, ωστόσο, να υπογραμμίσουμε, πριν απ' όλα, πως η ατομική θεωρία έβαλε σαφώς κατά της έννοιας της αισθητής ποιότητας: «Σύμβαση το χρώμα, σύμβαση το γλυκύ, σύμβαση και το πικρό· στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν παρά άτομα και κενό», λέει ο Δημόκριτος, που πιστεύει πως όλες οι αισθητές ποιότητες που αντιλαμβανόμαστε προκύπτουν από τη συγκέντρωση ατόμων. «Γιατί μέσα στη φύση δεν υπάρχει ούτε άσπρο ούτε μαύρο ούτε κίτρινο ούτε κόκκινο ούτε γλυκό ούτε πικρό» (68 Α 49). Πολλά αποσπάσματα επιμένουν στην ιδέα πως «τα στοιχεία στερούνται ποιοτήτων, δεν υπάρχουν παρά συμπαγή σωματίδια και κενό· τα σύνθετα σώματα, που προέκυψαν από αυτά, απέκτησαν χρώμα χάρη στην τάξη, στο σχήμα και στη θέση των στοιχείων. Πέραν αυτών δεν υπάρχουν παρά απατηλές όψεις» (68 Α 125).
Έτσι λοιπόν οι ποιότητες προκύπτουν έμμεσα από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα μείγματα ατόμων. Σε αυτή την ατομική θεωρία, όπου τα πάντα είναι ή συναποτελούν σώμα, οι αισθήσεις περιορίζονται, τελικά, σε μια επαφή εξ αποστάσεως: «Ο Δημόκριτος κι οι περισσότεροι φυσιολόγοι, που πραγματεύονται τα περί αισθήσεως, κάνουν κάτι εξαιρετικά άτοπο γιατί θεωρούν όλα τα αισθητά απτά. Ωστόσο όμως, αν είχε έτσι το πράγμα», λέει ο Αριστοτέλης, αρνούμενος να υιοθετήσει αυτή τη θεωρία, «είναι φανερό πως και κάθε άλλο είδος αίσθησης είναι ένα είδος αφής» (Περί αισθήσεως και αισθητών, IV, 442α29).
Η αναγωγή αυτή των αισθήσεων στην αφή στηριζόταν στη θεωρία των ειδώλων (ως είδωλα θα πρέπει να νοήσουμε εδώ ρευστές εικόνες που πηγάζουν από τα αντικείμενα, των οποίων διατηρούν το σχήμα και, μόνες αυτές, έρχονται σε επαφή με τα αισθητήρια όργανα μας).
Έτσι λοιπόν «ο Δημόκριτος λέει πως η όραση συνίσταται στην πρόσληψη της εικόνας των ορατών αντικειμένων. Η εικόνα είναι το ανακλώμενο μέσα στην κόρη σχήμα (...). Έτσι λοιπόν πιστεύει, όπως ο Λεύκιππος πριν κι ο Επίκουρος μετά απ’ αυτόν, ότι ορισμένα είδωλα, που αποσπώνται διαρκώς από τα ορατά αντικείμενα, διατηρώντας, ωστόσο, το σχήμα τους, διεισδύουν μέσα στους οφθαλμούς παράγοντας έτσι την όραση» (67 Α 29)... Τα σώματα άρα εκπέμπουν αναθυμιάσεις (απόρροια) και το αποτέλεσμα που προκαλούν στις αισθήσεις μας παρομοιάζεται με αποτύπωμα πάνω σε κερί (εντύπωσις).
Όσον αφορά πάλι τη σκέψη (φρόνησις), αυτή είναι ομοειδής με την αίσθηση:
Ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος κι ο Επίκουρος υποστηρίζουν πως η αίσθηση και η νόηση γεννιούνται όταν προσπέσουν από έξω, πάνω μας, είδωλα· γιατί καμιά απ' τις δυο τους δεν μπορούμε να δοκιμάσουμε χωρίς την εικόνα που προσπίπτει πάνω μας (67 α 30).
Ανακαλύπτουμε, με άλλα λόγια, στον Δημόκριτο έναν γνωσιολογικό εμπειρισμό: η θεωρία αυτή, όμως, απολήγει πάντα, αν όχι σ’ έναν σχετικιστικό υποκειμενισμό ή στον σκεπτικισμό, πάντως, σε ορισμένο πεσιμισμό δίχως αυταπάτες. Πράγματι, και σ’ αυτή την περίπτωση:
Ο Δημόκριτος λέει ρητά πως αλήθεια και ψεύδος ταυτίζονται, πως η αλήθεια σε τίποτα δεν διαφέρει απ' τη ψευδαίσθηση, αλλ' ό,τι φαίνεται στον καθένα του φαίνεται κι αληθινό (68 Α 113).
Να, λοιπόν, που ο Δημόκριτος αρχίζει πλέον να προμηνύει τον Πρωταγόρα· η κινητικότητα των ατόμων ανακλάται, θα μπορούσαμε να πούμε, σε μια κινητικότητα της αλήθειας, που απολήγει, με τη σειρά της, σ' ένα είδος αγνωστικισμού. Όντως, μας λέει ο Δημόκριτος:
Εμείς, όμως, στην πραγματικότητα, δεν αντιλαμβανόμαστε τίποτα το αλάθητο, παρά μόνο ό,τι μεταπίπτει, σύμφωνα με τη σύνθεση του σώματος μας και τα άτομα, που εισρέουν μέσα σ’ αυτό ή το αντιπιέζουν... Έχει συχνά αποδειχτεί πως, στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε τι είναι και τι δεν είναι το καθετί (68 Β 9, 10).
Ο άνθρωπος, με άλλα λόγια, παραμένει αναγκαστικά μακριά από την αλήθεια, καθώς η αντίληψη του επαναπαύεται στη ροή των ειδώλων τελικά δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα (68 Β 6,7,8) κι η αλήθεια βρίσκεται εν βυθω (68 Β 117). Ο ίδιος, ωστόσο, ο Δημόκριτος δεν καταλήγει στον σκεπτικισμό, εφόσον αποδέχεται τουλάχιστον ως αληθή τη γνωστική προσέγγιση των ατόμων και του κενού. Ωστόσο όμως ο ίδιος ο Δημόκριτος θα βάλει τις αισθήσεις να μιλήσουν μ' έναν βαθύτατο σαρκασμό:
Ταλαίπωρε νου, πρώτα παίρνεις από μας τις αποδείξεις σου, και μετά θες να μας καταβάλεις! Η νίκη σου είναι η πτώση σου (68 Β 125).
V. Ηθική
Υπάρχει μια παραδοσιακή στερεότυπη εικόνα, που θέλει τον Ηράκλειτο να κλαίει και τον Δημόκριτο να γελά (Λουκιανού, Vitarum auctio, Σενέκα, De ιra, II, 10, 5, και De tranquillitate animi, 15,2)· οι κρίσεις του Δημόκριτου, που παρετέθησαν στο τέλος της προηγούμενης παραγράφου, δεν φαίνεται, βέβαια, να δικαιολογούν την άποψη πως όλες οι όψεις του έργου του διακατέχονται από αισιοδοξία· δεν μπορούμε, ωστόσο, με κανέναν τρόπο να πούμε πως οι ηθικές του απόψεις οδηγούν σε κάποιο τραγικό όραμα του κόσμου που να καλεί τον άνθρωπο να καταθλίβεται, και μόνον, για τη μοίρα του.
Αυτό που μας ζητά πριν απ’ όλα ο Δημόκριτος είναι να ξεφύγουμε από το φόβο· αυτή η απουσία του φόβου (αθαμβία) επανέρχεται με την, αγαπητή στον Επίκουρο, αταραξία. Η δημοκρίτεια αρετή συνίσταται κατ’ εξοχήν στη γαλήνη, το μέτρο και τη λιτότητα των απολαύσεων, εξού και το ακόλουθο απόσπασμα που φέρνει, ήδη, έντονα στο νου το suave mari magno του Λουκρήτιου:
Στους ανθρώπους η ευδιαθεσία της ψυχής γεννιέται με τη μετρημένη χαρά και τη συμμετρία της ζωής. Η έλλειψη και η υπερβολή συνήθως φέρνουν μεταπτώσεις και προκαλούν στην ψυχή μεγάλες μετακινήσεις. Κι όσες κινούνται μέσα σε μεγάλα διαστήματα, δεν είναι ούτε σταθερές ούτε καλοδιάθετες. Την αντίληψη μας πρέπει να τη στρέψουμε προς τα δυνατά και να αρκούμαστε σ' εκείνα που μας είναι πρόχειρα τώρα, έχοντας πολύ λίγο στο νου μας εκείνα που φθονούμε και θαυμάζουμε και μη μένοντας προσκολλημένοι σε αυτά με τη σκέψη, να προσβλέπουμε δε στις ζωές εκείνων που δυστυχούν, έχοντας στο νου μας τα κακά που παθαίνουν, για να μας φαίνονται όσα μας συμβαίνουν τώρα κι όσα έχουμε μεγάλα κι αξιοζήλευτα, και να μη μας τύχει, πεθυμώντας περισσότερα, να υποφέρει η ψυχή μας. Γιατί εκείνος που θαυμάζει όσους από τους άλλους ανθρώπους έχουν και καλοτυχίζονται, και με το νου του στριφογυρνά γύρω απ’ αυτούς την πάσαν ώρα, αναγκάζεται πάντα να επιχειρεί κάτι καινούργιο και να ρίχνεται από επιθυμία πάνω σ' αυτό, για να κάνει κάτι ολέθριο, απ' όσα οι νόμοι απαγορεύουν. Γι' αυτό πρέπει κανείς εκείνα να μην τα αναζητά και με τούτα να χαίρεται συγκρίνοντας τη ζωή του με τη ζωή όσων κακοπερνούν και να καλοτυχίζει τον εαυτό του, έχοντας στο νου του αυτά που παθαίνουν εκείνοι και πόσο καλύτερα περνά κι ευδοκιμεί. Γιατί, αν κρατιέσαι πάνω σε αυτή τη γνώμη, θα περάσεις τη ζωή σου πιο ευδιάθετα και θ’ αποδιώξεις όχι λίγες κακοτυχίες στη ζωή σου, το φθόνο και τη δοξομανία και την αντιπάθεια (68 Β 191).
Ο Δημόκριτος διέκρινε τρεις ουσιώδεις αρετές: το εν λογίζεσθαι, το ευ λέγειν και το πράττειν α δει (68 Β 2).
Όσον αφορά πάλι τους θεούς, ο Δημόκριτος τους θεωρούσε το προϊόν της φαντασίας και της λαϊκής ευπιστίας έναντι εξαιρετικών φυσικών φαινομένων. Δεχόταν, ωστόσο, πως υπάρχουν μέσα στους αιθέρες όντα συγγενή μεν του ανθρώπου, προικισμένα όμως με δυνάμεις, διαστάσεις και διάρκεια πολύ πιο σημαντικές: οι εκπομπές τους μάλιστα απλώνονται, κατά τον Δημόκριτο, σε εξαιρετικά μεγάλες εκτάσεις, και συχνά εμπίπτουν στις αισθήσεις μας. Τα όντα αυτά δεν είναι αθάνατα, άλλα όμως από αυτά είναι ευεργετικά κι άλλα κακοποιό.
Στους Λεύκιππο και Δημόκριτο θα πρέπει, τέλος, να προσθέσουμε κι ορισμένους άλλους αρχαίους Ατομικούς: τον σύγχρονο του Πλάτωνα Με τρόδωρο τον Χίο, τον Ανάξαρχο τον Αβδηρίτη, φίλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και τον Ναυσιφάνη, που ήταν και δάσκαλος του Επίκουρου.
VI. Το πεπρωμένο της ατομικής θεωρίας
Οι διάφορες ερμηνείες των ατομικών θεωριών έμελλαν να γνωρίσουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους. Έτσι ο Καρλ Μαρξ1, ο Πωλ Νιζάν2 και ο Σολόβιν3 τις αντιμετωπίζουν ως τους αληθινούς προδρόμους μιας πραγματικά επιστημονικής θεώρησης του κόσμου και ιδιαίτερα του υλισμού. Ο Μαρσελέν Μπερτελό τις θεωρεί κληρονόμους απόκρυφων και μαγικών παραδόσεων4. Και σε αυτή, όμως, την περίπτωση θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε με επιφυλακτικότητα παρόμοιες υπερχρονικές συσχετίσεις. Είναι αναμφισβήτητο, βέβαια, πως τις περισσότερες φορές ο Δημόκριτος επιχειρεί στο έργο του να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα ξεκινώντας από άλλα φυσικά φαινόμενα και αποφεύγοντας να καταφύγει σε παραδοσιακές θεολογικές ή τελολογικές κατασκευές. Από την άλλη, όμως, πλευρά, είχαμε ήδη την ευκαιρία να τονίσουμε πως ο Δημόκριτος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πατέρας ενός μαχητικού ρασιοναλισμού ή μιας επιστημονικής αντίληψης του κόσμου, όπου θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ενδεχομένως τις απαρχές του δικού μας επιστημονικοτεχνικού πολιτισμού. Η ιδέα της δυνατότητας του ανθρώπου να μεταπλάθει τη φύση μέσω της τεχνικής του επενέργειας δεν ανευρίσκεται στον Δημόκριτο κι είναι άλλωστε βαθύτατα ξένη προς τους Έλληνες. Μπορούμε στο κάτω κάτω να χαρακτηρίζουμε ρασιοναλιστή έναν φιλόσοφο που μας λέει ότι η αλήθεια βρίσκεται μέσα στο βυθό, πως δεν κατέχουμε τίποτα το βέβαιο, πως δεν ξέρουμε καν τι είναι και τι δεν είναι κάθε πράγμα;
Γεννημένη μέσα από θεωρησιακούς στοχασμούς περί του προβλήματος της διαίρεσης των όντων, η ατομική θεωρία καταλήγει σε ηθικές παραινέσεις στον άνθρωπο να επιβάλει στη ζωή του το μέτρο και την ευδιαθεσία (ενθυμίη). Θέλησε να μετατρέψει τον άνθρωπο σ’ ένα ον, που, παρ’ ότι δεμένο με τον κόσμο με όλα τα όργανα των αισθήσεων και το νου ακόμα, θα αντιμετώπιζε τα φαινόμενα της φύσης σαν κάτι που δεν θα έπρεπε να το απομακρύνει από το ορθό μονοπάτι της ζωής, αρνούμενη το άλλοθι του τραγικού πεπρωμένου, το λυτρωτικό αίσθημα του φόβου και την εγωιστική προσδοκία ανταμοιβής.
-------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Karl Marx, Διαφορά δημοκρίτειας και επικούρειας φιλοσοφίας της φύσης.
2. Paul Nizan, Οι υλιστές της αρχαιότητας.
3. Solovine, Δημόκριτος, φιλοσοφικές θεωρίες και ηθικοί στοχασμοί.
4. Marcelin Berthelot, Οι απαρχές της αλχημείας, σ. 145, αλλά και Zeller, τ. II, σ. 282.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου