Αλήθεια, θυμάστε καθόλου τις εποχές πριν από την κυριαρχία του Internet;
Η σημερινή γενιά των τριάντα, σίγουρα. Η σημερινή γενιά των είκοσι, δεν την έχει γνωρίζει. Δεν πρόκειται ν’ ασχοληθούμε με την παιδική ηλικία μεταξύ των δύο γενεών, αλλά με κάτι που επηρεάζει καθολικά όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως ηλικίας, μορφώσεως και επαγγελματικού προσανατολισμού κι αυτό είναι η ΜΝΗΜΗ. Αυτό που έχει παρατηρηθεί στις ημέρες μας και τ’ οποίο είναι αποτέλεσμα της διείσδυσης της τεχνολογίας στην καθημερινότητά μας, είναι το λεγόμενο Google Effect… Όπως καλά μπορεί να υποθέσει κάποιος, αυτό έχει να κάνει με την επίδραση που έχουν οι μηχανές αναζήτησης του Internet στο μνημονικό του ανθρώπου.
Η λογική πίσω από αυτό το σύγχρονο χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας, είναι απλή: Ο άνθρωπος, τείνει να ξεχνάει τις πληροφορίες οι οποίες μπορούν εύκολα να βρεθούν στις μηχανές αναζήτησης στο Internet, αντί να τις ανακαλεί με τη μνήμη του. Υπάρχει μία ενδιαφέρουσα επιστημονική μελέτη, δημοσιευμένη εδώ και δύο χρόνια στο Περιοδικό Science, σχετικά με το παραπάνω φαινόμενο, από την Betsy Sparrow του Columbia University, η οποία καταλήγει στα παρακάτω συμπεράσματα: Οι άνθρωποι θυμούνται, ότι ΔΕΝ μπορούν να βρουν μέσω του Internet. Θυμούνται επίσης που να πρέπει να ψάξουν για να βρουν την πληροφορία, αλλά όχι την ίδια την πληροφορία.
Αυτό πρακτικά τί σημαίνει; Έχεις άτομα τα οποία έχουν άμεση πρόσβαση μέσω smartphones, tablets και υπολογιστών μ’ έναν ασύλληπτο όγκο πληροφοριών, τις οποίες όμως πληροφορίες δεν τις κάνουν μνήμες – γνώση στον εγκέφαλό τους. Έτσι, δεν μπορούν ν’ ανακαλέσουν τις συγκεκριμένες πληροφορίες, αλλά μπορούν πολύ εύκολα να σου πουν, πού μπορείς να τις βρεις. Και τί γίνεται όταν δεν έχουμε ξαφνικά πρόσβαση στο Internet; Αυτό μπορείτε να το ρωτήσετε και στον ίδιο σας τον εαυτό. Αλήθεια, πόσοι από εσάς που μαθαίνετε μία ξένη γλώσσα, έχετε χρησιμοποιήσει το Google Translate για μία λέξη – φράση; Σχεδόν όλοι. Πόσοι άραγε θυμάστε την μετάφραση που σας έχει κάνει το παραπάνω λογισμικό; Σχεδόν κανένας.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, όμηρος του Internet;
Θα εξαλείψει η τεχνολογία την ανθρώπινη μνήμη
Η ψηφιακή επανάσταση οδηγεί τον άνθρωπο στο να χάνει τη μνήμη του, συμφωνούν οι επιστήμονες.
Μια γρήγορη ερώτηση για όποιον μένει σε πόλη και έχει αυτοκίνητο. Πώς μπορείτε να θυμηθείτε πού σταθμεύσατε το αυτοκίνητό σας το προηγούμενο βράδυ; Θα μπορούσατε να απομνημονεύσετε το όνομα της οδού και τον αριθμό, κάτι που δεν είναι και πολύ μοντέρνο (ο προϊστορικός άνθρωπος χρησιμοποιούσε ήδη την «εσωτερική» του μνήμη). Θα μπορούσατε να πάρετε ένα στυλό και γράψετε τη διεύθυνση, αν και αυτό είναι ένα τόσο ξεπερασμένο μέσο (η γραφή και ο πάπυρος εφευρέθηκαν πριν από 5.000 χρόνια τουλάχιστον). Ή θα μπορούσατε να τραβήξετε μια φωτογραφία με το smartphone σας. Καθόλου άσχημα.
Αλλά μπορείτε να κάνετε κάτι ακόμα πιο σύγχρονο: τη λήψη μιας εφαρμογής, όπως το Tuture που θυμάται αυτόματα που είναι το αυτοκίνητό σας. Το βαθύτερο ερώτημα είναι: Πόσο μακριά θα πάει η εξωτερίκευση της μνήμης μας; Το ανθρώπινο ον χρησιμοποιούσε πάντα τη δημιουργικότητά του για να βρει λύσεις και να γλιτώσει κόπο. Συνεχώς δίναμε μέρος της προσπάθειας των οργάνων μας, όπως η μυϊκή εργασία, σε άλλους (κρατούμενους, δούλους…), ζώα (άλογα, γαϊδούρια…) και, στη συνέχεια, σε εργαλεία ή μηχανήματα.
Η μνήμη δεν κατάφερε να αποφύγει αυτή την πάγια πρακτική. «Ζούμε την τρίτη πράξη της εξωτερίκευσης της μνήμης», δηλώνει ο Μισέλ Σερ. «Πρώτα συνέβη στη Μεσοποταμία γύρω στο 3.500 π.κ.ε. -η μετάβαση από την προφορική στην γραπτή επικοινωνία, που επέτρεψε στους ανθρώπους να μεταφέρουν τη μνήμη σε κώδικες, γραπτές λέξεις, σε ένα εξωτερικό αντικείμενο, σε πάπυρους. Στη συνέχεια, υπήρξε η εφεύρεση της τυπογραφίας τον 15ο αιώνα στην Ευρώπη». Γι ‘αυτόν τον φιλόσοφο και ιστορικό της επιστήμης, με την ψηφιακή εποχή διανύουμε και πάλι μια τεράστια αλλαγή σε αυτό το μέτωπο. «Κείμενα, ήχοι, εικόνες – Η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να σώσει σχεδόν τα πάντα και να εξαπλωθεί πολύ γρήγορα: η μισή ανθρωπότητα έχει τώρα κινητό τηλέφωνο».
Προσθέσεις μνήμης
Οι απαραίτητες προσπάθειες για να αποκτήσουμε και να αποστηθίσουμε τη μετάδοση της γνώσης έχουν μειωθεί δραστικά. Στο μακρινό παρελθόν, οι εκπαιδευτές, εκείνοι που προέρχονταν από την προφορική παράδοση, έπρεπε να μάθουν τα πάντα από μνήμης. Οι διάδοχοί τους, εκείνοι από τη γραπτή παράδοση, χρειάστηκε μόνο να θυμούνται πού και πώς να βρίσκουν ένα βιβλίο για οποιοδήποτε θέμα. Η προσπάθεια αυτή είναι πλέον περιττή. «Σήμερα, η πρόσβαση στην πληροφόρηση είναι πολύ καλύτερη από ό,τι κατά τις δύο προηγούμενες επαναστάσεις: Το μόνο που χρειάζεται είναι να πληκτρολογήσετε μερικές λέξεις-κλειδιά σε μια μηχανή αναζήτησης» προσθέτει Σερ.
Αυτό καθιστά δελεαστικό το να αναθέτουμε τα πάντα σε αυτές τις «προθέσεις της μνήμης». Μια μελέτη που διεξήχθη σε 6.000 Ευρωπαίους πριν από λίγους μήνες από το Kaspersky Lab, που ειδικεύεται στον τομέα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο, αποκάλυψε ότι το 43% των ερωτηθέντων ηλικίας μεταξύ 16 και 24 ετών πιστεύουν ότι το smartphone τους περιέχει σχεδόν όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζουν ή να θυμούνται. Ορισμένοι εμπειρογνώμονες, όπως ο Νίκολας Καρ, συγγραφέας του «Does the Internet Make You Dumber?» (Σε κάνει το Internet πιο χαζό;) ή σε μικρότερο βαθμό, η Betsy Sparrow, από το τμήμα ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, πιστεύουν ότι η σημερινή νεολαία υποφέρει από «ψηφιακή αμνησία».
Η διαπίστωση αυτή πρέπει να εξεταστεί με σχετικούς όρους. Κατ ‘αρχάς, οι απόψεις των εμπειρογνωμόνων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με προσοχή, απλά επειδή αισθάνονται ότι απειλούνται από την τρέχουσα επανάσταση και έχουν την τάση να τη διασύρουν. «Αν το βιβλίο ήταν ως επί το πλείστον μια επανάσταση στην ανάγνωση, η ψηφιακή είναι μια επανάσταση που υποβαθμίζει τη σημασία της γραφής για ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας», σχολιάζει η Λοράνς Αλάρντ, κοινωνιολόγος που ειδικεύεται σε καινοτόμες πρακτικές επικοινωνίας. «Έτσι, οι ελίτ, οι οποίες μέχρι τώρα ήταν οι μόνες που είχαν πρόσβαση στη γραφή και τη γνώση, ενοχλούνται».
Δεύτερον, εξακολουθούμε να στερούμαστε προοπτικής σχετικά με το φαινόμενο. «Είναι σημαντικό να σκεφτούμε τον αντίκτυπο των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση και στα παιδιά», σημειώνει ο Φρανσίς Οστάς, νευροψυχολόγος και διευθυντής μίας γαλλικής ερευνητικής μονάδας, της Inserm U1077, που είναι αφιερωμένη στη μελέτη της ανθρώπινης μνήμης. «Θα πρέπει να είμαστε σε θέση να διεξάγουμε μια αντικειμενική μελέτη αλλά μας λείπουν τα επιστημονικά δεδομένα».
Κριτικό μυαλό
Ένα πράγμα είναι σίγουρο: Αν θέλουμε να παραμείνουμε κοινωνικοί, να συνεχίσουμε να κατανοούμε τον κόσμο, να έχουμε φαντασία και να καθυστερούμε τις επιπτώσεις της γήρανσης, θα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι η μνήμη μας εξακολουθεί να λειτουργεί. «Πρέπει να δώσουμε στα παιδιά το χρόνο που χρειάζονται για να διαβάσουν, να μάθουν ποίηση, τραγούδια … τα πάντα που αποτελούν τη συλλογική μας μνήμη», λέει ο Οστάς. «Διαφορετικά, η κοινωνία μας μπορεί να χάσει κοινό έδαφος».
Η μνήμη είναι επίσης απαραίτητη για μια καλύτερη προσωπική ζωή. «Τα παιδιά μπορούν να κοιτούν το μέλλον όταν μπορούν να θυμηθούν το παρελθόν», εξηγεί ο Μισέλ Ντεσμιρζέ, ένας ερευνητής στις νευροεπιστήμες και διευθυντής έρευνας στην INSERM. «Η μνήμη είναι το απαραίτητο θεμέλιο της ευφυΐας και της δημιουργικότητας: Χωρίς αυτή, τα μεγάλα μυαλά δεν θα δημιουργούσαν δεσμούς μεταξύ δύο κομματιών πληροφοριών που ποτέ πριν δεν είχαν σχέση».
Αλλά εκτός από την ευφυΐα, η κριτική σκέψη και η περιέργεια θα παραμείνουν απαραίτητα. Αν μη τι άλλο, μόνο για να ταξινομούμε τις πληροφορίες που προτείνουν τα μελλοντικά στηρίγματα της μνήμης (συνδεδεμένα ρολόγια, ρομπότ σύντροφοι, κ.λπ.). «Η Google οργανώνει τη γνώση σύμφωνα με μυστηριώδεις αλγόριθμους: Πρέπει να παρέχουμε στα παιδιά μας τις ικανότητες κρίσης και κριτικής σκέψης που είναι το σήμα κατατεθέν της γαλλικής παιδείας, που κληρονομήσαμε από την εποχή του Διαφωτισμού», λέει η Κατρίν Μπεσέτ-Μπιζό, πρώην διευθύντρια του προγράμματος του Υπουργείου Παιδείας για την ψηφιακή εκπαίδευση.
Από την άλλη μεριά του κύκλου ζωής, πάλι, υπάρχει μια άλλη εκτίμηση: «Για την αναχαίτιση των επιπτώσεων των νευροεκφυλιστικών ασθενειών όπως το Αλτσχάιμερ, οι ερευνητές λένε ότι είναι σημαντικό να τονώσουμε την πνευματική δραστηριότητα που καλεί τη μνήμη, γνωστή και ως «γνωστική εφεδρεία».
Το διαδίκτυο μας κάνει πιο χαζούς;
Ένας χρήστης του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης λαμβάνει ένα τεράστιο πλήθος μηνυμάτων από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το Twitter, το Facebook κ.α. Όλες αυτές οι πληροφορίες απασχολούν τον εγκέφαλο και ο χρήστης στην ουσία γίνεται σκλάβος μιας «συνεχούς απόσπασης της προσοχής του». Σύμφωνα με μελέτη το 84% των χρηστών του Facebook λαμβάνει τουλάχιστον ένα μήνυμα την ώρα, 19% λαμβάνουν τουλάχιστον έξι μηνύματα και ένα 12% δηλώνει πως τα μηνύματα είναι τόσο συχνά μέσα σε μια ώρα που ο λογαριασμός έχει χαθεί. Ένα αμφιλεγόμενο δημοσίευμα στο Atlantic το 2008 με τίτλο «To Google μας κάνει ηλίθιους;» ανέφερε πως η συχνή απόσπαση της προσοχής αποτελεί κακό οιωνό για τον εγκέφαλό μας.
«Με την προσοχή μας θρυμματισμένη, το μυαλό σταδιακά στις νεότερες γενιές θα γίνεται όλο και λιγότερο ικανό για να κάνει βαθύτερες σκέψεις. Στην ουσία μέσω του διαδικτύου η στοχαστική σκέψη μετατρέπεται σε καθαρά χρηστική. Το κόστος των bit είναι η απώλεια του στοχασμού», είχε τονίσει ο δημοσιογράφος Nicholas Carr σε μια συζήτηση με αφορμή το άρθρο του στην Atlantic που διοργανώθηκε από το Pew Research Center’s Internet και το American Life Project.
Οι υποστηρικτές του Google υποστηρίζουν από την πλευρά τους πως του διαδικτύου και της μηχανής αναζήτησης απελευθερώνεται η ανθρώπινη σκέψη καθώς δίνεται η δυνατότητα πρόσβασης σε σημαντικά δεδομένα και πληροφορίες, ενώ γίνεται ευκολότερη και η ανάκτηση τους. «Το να κρατάς στο κεφάλι σου πληροφορίες που εύκολα μπορείς να εντοπίσεις μέσω Google δεν είναι δείγμα εξυπνάδας, αλλά περισσότερο μια περιττή πράξη», τονίζει ο Alex Halavais του Συλλόγου Ερευνητών του Διαδικτύου απαντώντας στον Carr στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης.
Όπως αναφέρεται σε άρθρο του Scientific American, τo Googling αναμφισβήτητα έχει επηρρεάσει την ικανότητα των τελευταίων γενεών να διατηρούν πληροφορίες στο μυαλό τους. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν πως το Google χρησιμοποιείται ως ένα είδος βοηθητικής μνήμης. Το 2011 μια ομάδα ψυχολόγων με επικεφαλής την Betsy Sparrow του Columbia πραγματοποίησε ένα πείραμα δίνοντας σε 60 φοιτητές ένα πλήθος παράξενων αλλά φαινομενικά περιττών πληροφοριών, όπως για παράδειγμα πως το μάτι μιας στρουθοκαμήλου είναι μεγαλύτερο από τον εγκέφαλό της. Στη συνέχεια τους ζήτησαν να καταγράψουν αυτές τις πληροφορίες στον υπολογιστή.
Οι μισοί από αυτούς είχαν πληροφορηθεί πως το αρχείο με τις πληροφορίες θα είναι προσβάσιμο αργότερα, ενώ οι άλλοι μισοί είχαν ενημερωθεί πως το αρχείο θα διαγραφεί. Αργότερα οι φοιτητές ρωτήθηκαν αν έχουν απομνημονεύσει τις πληροφορίες. Όσοι πίστευαν πως το αρχείο θα διαγραφόταν θυμόντουσαν πολλές περισσότερες σε σχέση με αυτούς που πίστευαν πως οι πληροφορίες θα αποθηκευτούν. Οι φοιτητές αυτοί δεν μπήκαν στη διαδικασία να κρατήσουν τις πληροφορίες στο μυαλό τους καθώς πίστευαν πως ανά πάσα στιγμή θα είχαν πρόσβαση σε αυτές και θα μπορούσαν να τις ανακτήσουν.
Δεν είναι μόνο το Googling που επηρεάζει τη μνήμη μας αλλά η εξάρτηση των σύγχρονων ανθρώπων από τον υπολογιστή, ακόμα και από το πληκτρολόγιο. Ορισμένες μελέτες δείχνουν πως η πληροφορία που θα καταγραφεί χειρόγραφα απομνημονεύεται καλύτερα σε σχέση με αυτή που καταγράφεται σε κάποιο κειμενογράφο μέσω του πληκτρολογίου. Όπως αναφέρεται η χειρόγραφη καταγραφή ενεργοποιεί μια «αίσθηση αφής» μεταξύ των λέξεων και του εγκεφάλου, κάτι που δεν συμβαίνει με το πληκτρολόγιο.
Πέρα όμως από τη μείωση της ικανότητας για απομνημόνευση υπάρχει όπως τόνισε ο Nicholas Carr ένα ακόμα ζήτημα και αυτό βασίζεται περισσότερο σε μια διαίσθηση παρά σε δεδομένα. Ο Carr εξέφρασε την ανησυχία του για την κλιμακούμενη αδυναμία να επικεντρωθεί το άτομο σε ένα μακροσκελές κείμενο λαμβάνοντας τις «πνευματικές δονήσεις» στις λέξεις. «Η διαρκής, απερίσπαστη ανάγνωση ενός βιβλίου ή οποιουδήποτε άλλου κειμένου μας βοηθάει να κάνουμε τους δικούς μας συνειρμούς, να εξάγουμε τα δικά μας συμπεράσματα και να προωθήσουμε τη σκέψη και τις ιδέες μας. Αυτή η δυνατότητα, ευκαιρία, για μια πνευματική βελτίωση και εξέλιξη διαλύεται».
Το άρθρο του Carr δημοσιεύτηκε το 2008 και προκάλεσε πλήθος συζητήσεων. Δημοσιεύτηκε πολύ πριν σημειωθεί η έκρηξη του Twitter, των smartphones και πριν το googling εξελιχθεί σε μια καθημερινότητα. Μέσα σε λίγα χρόνια περάσαμε από το υπολογιστή γραφείου στον φορητό υπολογιστή, σε κινητά-υπολογιστές, που χρησιμοποιούνται παντού και πάντα, στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο μπάνιο, ακόμα και στα μέρη που ποτέ κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. «Μέχρι στο μπάνιο, όπου κάνω μερικές από τις καλύτερες σκέψεις μου, έχουν εισβάλλει τα αδιάβροχα Ipods και smartphones», αναφέρεται στο δημοσίευμα του Scientific American, στο οποίο εμπεριέχονται αποσπάσματα από το βιβλίο «Είκοσικάτι: Γιατί οι νέοι ενήλικες μοιάζουν κολλημένοι;» των Robin Marantz Henig και Samantha Henig.
Ένα χρόνο αργότερα μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Carr, το 2009 και πάλι στο Atlantic δημοσιεύεται ένα άρθρο απάντηση από τον Jamais Cascio, του Ινστιτούτου Ηθικής και Αναδυόμενων Τεχνολογιών. «Με το διαδίκτυο όχι μόνο δεν γινόμαστε πιο χαζοί, αλλά αντίθετοι γινόμαστε εξυπνότεροι, καθώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος εξελίσσεται και επωφελείται από τη συλλογική νοημοσύνη του διαδικτύου. Η συγκέντρωση και η προσοχή μπορεί να θυσιάζεται, αλλά την ίδια στιγμή αυτή έχει αντικατασταθεί από μια διάχυτη ευφυΐα, την εξέλιξη της ικανότητας να βρίσκουμε την άκρη του νήματος μέσα σε ένα πλήθος πληροφοριών και την επίλυση νέων προβλημάτων από τις γνώσεις που αποκτήθηκαν», έγραφε στο κείμενό του.
Είναι λίγοι όμως οι νευροεπιστήμονες που έχουν μελετήσει τον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια «διαδικτυακών περιπλανήσεων» ώστε να μάθουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Μεταξύ αυτών είναι μια ομάδα από το Πανεπιστήμιο της California που με τη χρήση μαγνητικού τομογράφου κατέγραψαν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου μιας ομάδας ατόμων σε δύο διαφορετικές καταστάσεις: Την ώρα που διάβαζαν ένα βιβλίο και την ώρα που σέρφαραν στο διαδίκτυο.
Η επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής τον Gary Small, χώρισε τα 24 άτομα, ηλικίας 55-76 ετών, σε δύο ομάδες. Σε αυτούς που είχαν εμπειρία από το Google και σε αυτούς που δεν είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ ξανά το Google. Και στις δύο ομάδες η μαγνητική τομογραφία έδειξε πως η ανάγνωση ενός βιβλίου ενεργοποιεί το βρεγματικό, ινιακό και κροταφικό λοβό, που συνδέονται με την γλώσσα, την ανάγνωση, τη μνήμη και την όραση. Τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα και λογικά.
Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να κάνουν μια αναζήτηση στο Google για ένα θέμα που δήλωσαν πως τους ενδιέφερε: «Η σοκολάτα κάνει καλό στην υγεία μας;». Την ώρα της αναζήτησης η μαγνητική τομογραφία κατέγραψε ενεργοποίηση των ίδιων περιοχών του εγκεφάλου, όπως κατά τη διάρκεια ανάγνωσης ενός βιβλίου. Όμως σε ορισμένες στιγμές καταγράφηκε δραστηριότητα και του μετωπιαίου λοβού (πρόσθια κροταφική περιοχή, έλικα του προσαγωγίου και ιππόκαμπο, περιοχές που σχετίζονται με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, το σύνθετο συλλογισμό, τη μνήμη και το όραμα).
Εντυπωσιακό είναι επίσης πως μεγαλύτερη δραστηριότητα καταγράφεται στην ομάδα που ήταν εξοικειωμένοι με το Google. Αντίθετα στη δεύτερη ομάδα που δεν είχε γνώση του διαδικτύου και δεν μπορούσε να ακολουθήσει μια αντίστοιχη διαδικασία αναζήτησης δεν καταγράφηκε τόσο έντονη δραστηριότητα του εγκεφάλου.
«Μια απλή καθημερινή πράξη όπως είναι η αναζήτηση στο διαδίκτυο φαίνεται πως αυξάνει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου», δήλωσε ο Gary Small. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο American Journal of Geriatric Psychiatry. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν ηλικιωμένοι, ωστόσο, όπως σημειώνεται, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να αφορούν και τους νεότερους.
Σίγουρα πρόκειται για μια μικρή μελέτη με λίγους συμμετέχοντες και δεν είναι καθολική. Ωστόσο θα μπορούσε σίγουρα να αποτελέσει ένα χρήσιμο αντίβαρο στην κυρίαρχη άποψη πως οι νέες γενιές έχουν χάσει την ικανότητα της πολύπλοκης και βαθύτερης σκέψης λόγω της χρήσης των υπολογιστών και του διαδικτύου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου