Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΥΠΕΡ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΤΩΝ

ΔΗΜ 16.6–15

(ΔΗΜ 16. Πίστις §6–31) Κατά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής επιβάλλεται συνδυασμός του δικαίου και του συμφέροντος – Η συμμαχία με τους Αρκάδες δεν πλήττει την αξιοπιστία της Αθήνας

Η πολιτική "ισορροπίας δυνάμεων" που εισηγήθηκε ο ρήτορας προηγουμένως (§1–5) θα σήμαινε την απομάκρυνση των Αθηναίων από τους Λακεδαιμονίους, συμμάχους τους στη μάχη της Μαντίνειας (362 π.Χ.), όπου από κοινού είχαν αντιμετωπίσει, τους Θηβαίους και τους συμμάχους τους – ανάμεσά τους και τους Αρκάδες, τους οποίους τώρα παρότρυνε ο Δημοσθένης να βοηθήσουν. Ο ρήτορας ξεκινά την επιχειρηματολογία του (§6–31), για να αποδείξει ποιες πρέπει να είναι οι επόμενες ενέργειες της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής.

[6] Ἀλλὰ νὴ Δία ταῦτα μὲν οὕτως δεῖν ἔχειν φήσομεν,
δεινὸν δ’ εἰ, πρὸς οὓς παρεταττόμεθ’ ἐν Μαντινείᾳ, τούτους
συμμάχους αἱρησόμεθα, εἶτα βοηθήσομεν τούτοις ἐναντί’
ἐκείνοις μεθ’ ὧν τότ’ ἐκινδυνεύομεν. κἀμοὶ ταῦτα δοκεῖ,
προσδεῖσθαι δ’ ἔτι τοῦ «τὰ δίκαια ποιεῖν ἐθελόντων τῶν ἑτέ-
ρων.» [7] εἰ μὲν τοίνυν ἐθελήσουσιν εἰρήνην ἅπαντες ἄγειν, οὐ
βοηθήσομεν τοῖς Μεγαλοπολίταις· οὐδὲν γὰρ δεήσει· ὥστ’
οὐδ’ ὁτιοῦν ὑπεναντίον ἡμῖν ἔσται πρὸς τοὺς συμπαραταξα-
μένους, σύμμαχοι δ’ ἡμῖν οἱ μὲν ὑπάρχουσιν, ὥς φασιν, οἱ
δὲ προσγενήσονται νυνί. [8] καὶ τί ἂν ἄλλο βουλοίμεθα; ἐὰν
δ’ ἀδικῶσι καὶ πολεμεῖν οἴωνται δεῖν, εἰ μὲν ὑπὲρ τούτου
μόνον βουλευτέον, εἰ χρὴ Μεγάλην πόλιν ἡμᾶς προέσθαι
Λακεδαιμονίοις ἢ μή, δίκαιον μὲν οὔ, συγχωρῶ δ’ ἔγωγ’
ἐᾶσαι καὶ μηδὲν ἐναντιωθῆναι τοῖς γε τῶν αὐτῶν μετασχοῦσι
κινδύνων· εἰ δ’ ἅπαντες ἐπίστασθ’ ὅτι, ταύτην ἂν ἕλωσιν,
ἴασ’ ἐπὶ Μεσσήνην, φρασάτω τις ἐμοὶ τῶν νῦν χαλεπῶν
τοῖς Μεγαλοπολίταις, τί τόθ’ ἡμῖν συμβουλεύσει ποιεῖν.
ἀλλ’ οὐδεὶς ἐρεῖ. [9] καὶ μὴν πάντες ἐπίστασθ’ ὡς, καὶ παραι-
νούντων τούτων καὶ μή, βοηθητέον, καὶ διὰ τοὺς ὅρκους οὓς
ὀμωμόκαμεν Μεσσηνίοις, καὶ διὰ τὸ συμφέρον εἶναι κατοι-
κεῖσθαι ταύτην τὴν πόλιν. σκοπεῖσθε δὴ πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς
ποτέραν τὴν ἀρχὴν καλλίονα καὶ φιλανθρωποτέραν ποιή-
σεσθε τοῦ μὴ ’πιτρέπειν ἀδικεῖν Λακεδαιμονίοις, τὴν ὑπὲρ
Μεγάλης πόλεως ἢ τὴν ὑπὲρ Μεσσήνης. [10] νῦν μέν γε βοηθεῖν
δόξετ’ Ἀρκάσι, καὶ τὴν εἰρήνην σπουδάζειν εἶναι βεβαίαν,
ὑπὲρ ἧς ἐκινδυνεύσατε καὶ παρετάξασθε· τότε δ’ εὔδηλοι
πᾶσιν ἔσεσθε οὐ τοῦ δικαίου μᾶλλον εἵνεκα Μεσσήνην εἶναι
βουλόμενοι ἢ τοῦ πρὸς Λακεδαιμονίους φόβου. δεῖ δὲ
σκοπεῖν μὲν καὶ πράττειν ἀεὶ τὰ δίκαια, συμπαρατηρεῖν δ’
ὅπως ἅμα καὶ συμφέροντ’ ἔσται ταῦτα.

[11] Ἔστι τοίνυν τοιοῦτός τις λόγος παρὰ τῶν ἀντιλεγόντων,
ὡς κομίσασθαι τὸν Ὠρωπὸν ἡμᾶς ἐγχειρεῖν δεῖ, εἰ δὲ τοὺς
βοηθήσαντας ἂν ἡμῖν νῦν ἐπ’ αὐτὸν ἐχθροὺς κτησόμεθα, οὐχ
ἕξομεν συμμάχους. ἐγὼ δὲ τὸ μὲν κομίσασθαι Ὠρωπὸν
πειρᾶσθαι δεῖν φημι καὶ αὐτός· τὸ δ’ ἐχθροὺς ἡμῖν Λακε-
δαιμονίους ἔσεσθαι νῦν, ἐὰν ποιώμεθα συμμάχους Ἀρκάδων
τοὺς βουλομένους ἡμῖν εἶναι φίλους, μόνοις οὐδ’ εἰπεῖν ἐξεῖ-
ναι νομίζω τοῖς πείσασιν ὑμᾶς, ὅτ’ ἐκινδύνευον Λακεδαιμόνιοι,
βοηθεῖν. [12] οὐ γὰρ ταῦτα λέγοντες ἔπεισαν ὑμᾶς, πάντων
Πελοποννησίων ἐλθόντων ὡς ὑμᾶς καὶ μεθ’ ὑμῶν ἀξιούντων
ἐπὶ τοὺς Λακεδαιμονίους ἰέναι, τοὺς μὲν μὴ προσδέξασθαι
(καὶ διὰ τοῦθ’, ὅπερ ἦν ὑπόλοιπον αὐτοῖς, ἐπὶ Θηβαίους
ἦλθον), ὑπὲρ δὲ τῆς Λακεδαιμονίων σωτηρίας καὶ χρήματ’
εἰσφέρειν καὶ τοῖς σώμασι κινδυνεύειν· οὐδ’ ἂν ὑμεῖς ἠθελή-
σατε δήπου σῴζειν αὐτούς, εἰ τοῦτο προὔλεγον ὑμῖν, ὅτι
σωθέντες, ἐὰν μὴ ποιεῖν ὅ τι βούλονται πάλιν αὐτοὺς ἐᾶτε
καὶ ἀδικεῖν, οὐδεμίαν ὑμῖν χάριν ἕξουσι τῆς σωτηρίας. [13] καὶ
μὴν εἰ σφόδρ’ ἐναντίον ἐστὶ τοῖς Λακεδαιμονίων ἐπιχειρή-
μασιν τὸ τοὺς Ἀρκάδας ἡμᾶς συμμάχους ποιήσασθαι, προσ-
ήκει δήπου πλείω χάριν αὐτοὺς ἔχειν ὧν ἐσώθησαν ὑφ’
ἡμῶν εἰς τοὺς ἐσχάτους ἐλθόντες κινδύνους ἢ ὧν ἀδικεῖν
κωλύονται νῦν ὀργίζεσθαι. ὥστε πῶς οὐ βοηθήσουσιν ἡμῖν
ἐπ’ Ὠρωπόν, ἢ κάκιστοι πάντων ἀνθρώπων δόξουσιν εἶναι;
μὰ τοὺς θεοὺς ἔγωγ’ οὐχ ὁρῶ.

[14] Θαυμάζω τοίνυν καὶ τῶν λεγόντων τοῦτον τὸν λόγον, ὡς
εἰ συμμάχους ποιησόμεθ’ Ἀρκάδας καὶ ταῦτα πράξομεν,
μεταβάλλεσθαι δόξει καὶ οὐδὲν ἔχειν πιστὸν ἡ πόλις. ἐμοὶ
μὲν γὰρ δοκεῖ τοὐναντίον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. διὰ τί; ὅτι
τῶν πάντων οὐδέν’ ἂν ἀντειπεῖν οἴομαι ὡς οὐ καὶ Λακεδαι-
μονίους καὶ πρότερον Θηβαίους καὶ τὸ τελευταῖον Εὐβοέας
ἔσωσεν ἡ πόλις, καὶ μετὰ ταῦτα συμμάχους ἐποιήσατο, ἕν
τι καὶ ταὔτ’ ἀεὶ βουλομένη πράττειν. [15] ἔστι δὲ τοῦτο τί;
τοὺς ἀδικουμένους σῴζειν. εἰ τοίνυν ταῦθ’ οὕτως ἔχει, οὐκέτ’
ἂν ἡμεῖς εἴημεν οἱ μεταβαλλόμενοι, ἀλλ’ οἱ μὴ ’θέλοντες
τοῖς δικαίοις ἐμμένειν, καὶ φανήσεται τὰ πράγματ’ ἀεὶ διὰ
τοὺς πλεονεκτεῖν βουλομένους μεταβαλλόμενα, οὐχ ἡ πόλις
ἡμῶν.

***
[6] Αλλά μα τον Δία, ταύτα μεν θα είπωμεν, ότι πρέπει να έχουν τοιουτοτρόπως, αλλά είναι φοβερόν διότι θα αποκτήσωμεν συμμάχους εκείνους εναντίον των οποίων παρετάχθημεν εις την Μαντίνειαν, έπειτα δε διότι θα βοηθήσωμεν τούτους εναντίον εκείνων μαζί με τους οποίους τότε εκινδυνεύομεν. Και εγώ παραδέχομαι ταύτα, υπάρχει όμως ανάγκη και τα δύο μέρη να κάμνουν τα δίκαια. [7] Εάν μεν θελήσουν όλοι να διάγουν εν ειρήνη, δεν θα βοηθήσωμεν τους Μεγαλοπολίτας· διότι ουδεμία ανάγκη θα παραστή· ώστε τίποτε δεν θα συμβή εις ημάς το εχθρικόν προς εκείνους με τους οποίους συνεπολεμήσαμεν· σύμμαχοι δε ούτοι μεν υπάρχουν εις ημάς όπως διακηρύττουν, εκείνοι δε θα γίνουν τώρα. [8] Και τι άλλο καλύτερον θα ηυχόμεθα; Εάν δε οι Λακεδαιμόνιοι αδικούν και νομίζουν, ότι πρέπει να πολεμούν, εάν μεν υπέρ τούτου μόνον πρέπει να σκεπτώμεθα, δηλ. εάν πρέπη την Μεγάλην πόλιν να αφήσωμεν εις αυτούς ή όχι, τούτο δίκαιον μεν δεν είναι, συγκατατίθεμαι δ' εγώ τουλάχιστον να τους αφήσωμεν ελευθέρους να κάμουν ό,τι θέλουν και να μη εναντιωθώμεν εναντίον εκείνων, οι οποίοι τότε μετέσχον των αυτών κινδύνων· εάν δε όλοι γνωρίζετε καλώς, ότι, αν κυριεύσουν ταύτην, θα βαδίσουν εναντίον της Μεσσήνης, ας μου είπη κάποιος εξ εκείνων,οι οποίοι τώρα τόσον σκληρά επιτίθενται κατά των Μεγαλοπολιτών, τι θα μας συμβουλεύση τότε να πράττωμεν· αλλά κανείς δεν θα μας είπη τι να πράττωμεν. [9] Και όμως όλοι γνωρίζετε, ότι, είτε ούτοι μας παρακαλούν, είτε όχι, πρέπει να τους βοηθώμεν και ένεκα των όρκων που μας συνδέουν προς τους Μεσσηνίους και διότι είναι συμφέρον η πόλις αύτη να υπάρχη. Σκεφθήτε λοιπόν και ερωτήσατε τους εαυτούς σας τι θα έκαμνε εις σας μεγαλυτέραν τιμήν και θα σας έδειχνε περισσότερον γενναιόφρονας, η ανάληψις του πολέμου διά να εμποδίσετε να παραβιασθούν τα δίκαια των Μεγαλοπολιτών υπό των Λακεδαιμονίων ή η ανάληψις του πολέμου διά την Μεσσήνην. [10] Τώρα μεν βέβαια θα φανήτε ότι βοηθείτε τους Αρκάδας και φροντίζετε να είναι ασφαλής η ειρήνη, δια την οποίαν εκινδυνεύσατε και επολεμήσατε. Τότε δε θα είσθε φανεροί εις όλους ότι θέλετε να υπάρχη η ειρήνη όχι χάριν του δικαίου, αλλ' ένεκα του φόβου προς τους Λακεδαιμονίους. Πρέπει δε πάντοτε να ζητήτε και να πράττητε τα δίκαια αλλά συγχρόνως να εξετάζετε όπως αυτά είναι και συμφέροντα.

[11] Οι αντιφρονούντες λοιπόν λέγουν ότι πρέπει ημείς να επιχειρήσωμεν να ανακαταλάβωμεν τον Ωρωπόν, εάν δε κάμωμεν εχθρούς εκείνους οι οποίοι ήθελον βοηθήσει ημάς προς ανάκτησίν του, τότε δεν θα έχωμεν συμμάχους. Εγώ δε όσον αφορά μεν την ανάκτησιν του Ωρωπού συμφωνώ και ο ίδιος· αλλά το να γίνουν εις ημάς τώρα εχθροί οι Λακεδαιμόνιοι, εάν κάμωμεν συμμάχους τους Αρκάδας που θέλουν να είναι φίλοι μας, τούτο νομίζω, ότι ουδέ να το είπουν επιτρέπεται μόνοι εκείνοι, οι οποίοι σας έπεισαν ότε εκινδύνευον οι Λακεδαιμόνιοι να τους βοηθήτε. [12] Διότι ουχί ταύτα λέγοντες σας έπεισαν τότε, ότε όλοι οι Πελοποννήσιοι ήλθον προς σας και ηξίουν μαζί σας να βαδίσουν κατά των Λακεδαιμονίων, δηλαδή τούτους μεν να μη δεχθήτε ως συμμάχους ―και διά τούτο, επειδή δεν τους υπελείπετο τίποτε άλλο, ετάχθησαν με τους Θηβαίους― υπέρ της σωτηρίας δε των Λακεδαιμονίων και χρήματα να συνεισφέρητε και με τα σώματα να κινδυνεύητε. Και όμως ουδέ σεις βέβαια θα επεθυμείτε να σώζετε αυτούς, εάν τούτο προέλεγον εις σας, ότι, αφού σωθούν, καμμίαν ευγνωμοσύνην δεν θα χρεωστούν διά την σωτηρίαν των, εάν δεν τους αφήνετε να κάμνουν ό,τι θέλουν και να αδικούν. [13]Προσέτι εάν είναι πάρα πολύ αντίθετον εις τας βλέψεις των Λακεδαιμονίων να γίνουν σύμμαχοί μας οι Αρκάδες έχουν υποχρέωσιν βέβαια να χρεωστούν αυτοί προς σας μεγαλυτέραν ευγνωμοσύνην δι' όσα επράξατε διά την σωτηρίαν των, όταν έφθασαν εις τους εσχάτους κινδύνους, παρά να οργίζωνται δι' όσας αδικίας τώρα εμποδίζονται να κάμουν· ώστε πώς δεν θα βοηθήσουν ημάς εναντίον του Ωρωπού, εάν δεν θέλουν να φανούν οι χείριστοι των ανθρώπων; Μα τους θεούς, εγώ δεν πιστεύω τούτο δυνατόν.

[14] Παραξενεύομαι λοιπόν δι' εκείνους που λέγουν, ότι εάν κάμωμεν συμμάχους τους Αρκάδας και ταύτην την πολιτικήν εφαρμόσωμεν, θα φανή η πόλις ότι μεταβάλλει τακτικήν και δεν είναι αξία όλως διόλου εμπιστοσύνης. Εγώ βέβαια έχω όλως διόλου αντίθετον γνώμην, ω άνδρες Αθηναίοι. Διατί; Διότι νομίζω, ότι κανείς από όλους τους ανθρώπους δεν ήθελεν αντείπει, ότι και τους Λακεδαιμονίους και προηγουμένως τους Θηβαίους και τελευταίον τους Ευβοείς δεν έσωσεν η πόλις και μετά ταύτα τους έκαμε συμμάχους, εν και το αυτό θέλουσα πάντοτε να πράττη. [15] Ποίον δε είναι τούτο; Να σώζη τους αδικουμένους. Αφού λοιπόν αυτά έχουν τοιουτοτρόπως, δεν θα ήμεθα ημείς οι μεταβαλλόμενοι, αλλ' εκείνοι που δεν θέλουν να σέβωνται το δίκαιον· και θα φανούν τα πράγματα ότι μεταβάλλονται εξ αιτίας εκείνων που θέλουν να πλεονεκτούν και όχι ότι μεταβάλλεται η πόλις μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου