Ο όρος Αρχαία Ρώμη περιγράφει έναν πολιτισμό που είχε τις ρίζες του σε μια μικρή αγροτική κοινότητα η οποία ιδρύθηκε στην Ιταλική χερσόνησο κατά τον 10ο αιώνα π.Χ. Ανήκοντας γεωγραφικά στο χώρο της Μεσογείου Θάλασσας, εξελίχθηκε σε μια από τις εκτενέστερες αυτοκρατορίες στην ιστορία. Με την πάροδο των αιώνων, το Ρωμαϊκό πολίτευμα μετατράπηκε από μοναρχία σε ολιγαρχική δημοκρατία, και κατόπιν σε μια όλο και πιο συγκεντρωτική αυτοκρατορία. Κατέληξε να κυριαρχήσει στο σύνολο της Δυτικής Ευρώπης και της Μεσογείου διαμέσου της κατάκτησης και της αφομοίωσης…
Η παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επήλθε τον 5ο αιώνα μ.Χ. Μαστιζόμενη από πολιτική αστάθεια και αφού δέχτηκε πολυάριθμες επιθέσεις από μεταναστεύοντες πληθυσμούς, το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας, της Γαλατίας και της Ιταλίας, διαιρέθηκε σε ανεξάρτητα βασίλεια κατά τον 5ο αιώνα.
Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, του οποίου η κυβέρνηση είχε σαν έδρα την Κωνσταντινούπολη, επιβίωσε της κρίσης και συνέχισε να υφίσταται για μια ακόμη χιλιετηρίδα, μέχρι που τα υπολείμματά του κατακτήθηκαν από την ανερχόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το Μεσαιωνικό αυτό κράτος της Ανατολής συνήθως αναφέρεται από τους ιστορικούς ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία».
Ο Ρωμαϊκός πολιτισμός συχνά κατατάσσεται στην «Κλασική Αρχαιότητα» μαζί με την Αρχαία Ελλάδα, ενός πολιτισμού που επηρέασε καθοριστικά αυτόν της Αρχαίας Ρώμης. Ο τελευταίος είχε σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση της νομοθεσίας, της τέχνης, της λογοτεχνίας, της πολεμικής τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της τεχνολογίας και της γλώσσας στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, και η ιστορία του εξακολουθεί να επηρεάζει το σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό.
Ίδρυση του Ρωμαϊκού Βασιλείου
Με τον όρο Ρωμαϊκό Βασίλειο (Λατινικά: Regnum Romanum) εννοείται η περίοδος εκείνη της αρχαίας Ρωμαϊκής ιστορίας πριν από την ίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, κατά την οποία το πολίτευμα του κράτους ήταν η μοναρχία. Καμιά πληροφορία που είναι διαθέσιμη για τη συγκεκριμένη περίοδο δεν έχει απολύτως εξακριβωθεί, καθώς οι πηγές εντάσσονται σε μεταγενέστερες εποχές (δημοκρατική και αυτοκρατορική) και επιπροσθέτως συγχέουν τα ιστορικά γεγονότα με τον μύθο. Σύμφωνα με την παράδοση η εποχή αυτή έχει ως έτος έναρξης το 753 π.Χ., μυθική ημερομηνία ίδρυσης της Ρώμης, και τελειώνει το 510/509 π.Χ., με την εκθρόνιση του εβδόμου και τελευταίου βασιλιά της πόλης.
Κατά την πρώιμη Ρωμαϊκή ιστορία, κεφαλή του κράτους ήταν ο «Rex» (σημαίνει βασιλιάς), τον οποίο εξέλεγαν οι «patres», δηλαδή οι άρχουσες οικογένειες (εκτός από τον Ρωμύλο, τον ιδρυτή της πόλης), προκειμένου να κυβερνήσει την πόλη. Δεν υπάρχουν σωζόμενες αναφορές σχετικά με τα κριτήρια εκλογής των πρώτων τεσσάρων βασιλέων της Ρώμης, αν και για τους τρεις επόμενους υιοθετήθηκε μια γραμμή συγγενικής διαδοχής από την οικογένεια της μητέρας. Συνεπώς οι αρχαίοι ιστορικοί υιοθετούν την άποψη πως ο βασιλιάς επιλεγόταν βάσει της αρετής του.
Όσο για τις εξουσίες που κατείχε, οι ιστορικές πηγές του αποδίδουν αρμοδιότητες ανάλογες με αυτές των υπάτων της δημοκρατικής περιόδου. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν πως η πραγματική εξουσία άνηκε στο λαό και πως ο βασιλιάς ήταν απλώς το εκτελεστικό όργανο, ενώ άλλοι αποδίδουν στον βασιλιά απόλυτη εξουσία, με τον λαό και τη Σύγκλητο να περιορίζονται σε δευτερεύοντες ρόλους.
Υποθέτοντας πως όντως ίσχυαν οι εξουσίες τις οποίες η παράδοση αποδίδει στο πρόσωπο αυτό, αυτές θα ήταν: η εκτελεστική εξουσία, η διοίκηση του στρατού, η πρωτοκαθεδρία στη θρησκευτική ζωή, η νομοθετική και δικαστική εξουσία. Τέλος θεωρούνταν ο αντιπρόσωπος των Ρωμαίων απέναντι στους θεούς. Με την ιδιότητα αυτή επιβίωσε το αξίωμα μετά το πέρας της μοναρχίας, με τη μορφή του «rex sacrorum».
Οι λαοί που κατοικούσαν την Ιταλική χερσόνησο πριν από την άνοδο της Ρώμης δεν συνδέονταν γενετικά ή γλωσσικά με σαφή τρόπο. Ορισμένοι μιλούσαν γλώσσες Ιταλικές, άλλοι ήταν απόγονοι Ελλήνων αποίκων που διατηρούσαν την Ελληνική τους ταυτότητα, ενώ άλλοι άνηκαν σε άλλα Ινδοευρωπαϊκά παρακλάδια. Η κατηγοριοποίηση όλων αυτών των πληθυσμών είναι από δύσκολη έως αδύνατη λόγω έλλειψης αδιάψευστων στοιχείων.
Ωστόσο, εξαιτίας της μεγάλης επιρροής των Ετρούσκων σε όλους τους άλλους λαούς της χερσονήσου, μπορούμε να μιλάμε για έναν «Ετρουσκο-Ιταλικό πολιτισμό». Η χερσόνησος κατοικούταν ήδη από τη νεολιθική περίοδο. Ένα πρώτο μεταναστευτικό κύμα στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. έφερε τα φύλα που γνώριζαν να επεξεργάζονται τον μπρούτζο. Ένα δεύτερο κύμα στα τέλη της επόμενης χιλιετίας έφερε τα φύλα που είναι γνωστά κατά τους ιστορικούς χρόνους.
Σύμφωνα με τον Τζάκομο Ντεβότο, υπήρχαν τρία κύρια εθνικο-γλωσσικά παρακλάδια:
- Προϊνδοευρωπαίοι (νεολιθικοί): Ετρούσκοι, Λίγυες, Αλπίνοι, πρωτο-Ούμπρι, Ελύμοι, Σικανοί, Σάρδοι, Κόρσοι, κ.ά.
- Πρωτολατίνοι ή Πρωτοϊνδοευρωπαίοι: Λατίνοι, Σικελοί, Αύσονες, Όσκοι, Οινώτροι, Ιταλοί, κ.ά.
- Ιταλοί ή Νεοϊνδοευρωπαίοι: Σαβίνοι, νεο-Ούμπρι, Λουκανοί, Βρέττιοι, Μάρσοι, Φρεντανοί, Πραιτούττιοι, Αίκουοι, κ.ά.
Οι Ρωμύλος και Ρέμος ήταν εγγονοί του βασιλιά του Λατίου, που είναι γνωστός με το όνομα Νουμίτωρ. Τον μονάρχη αυτό εκθρόνισε ο μοχθηρός αδερφός του Αμούλιος, θανατώνοντας τους αρσενικούς του απογόνους. Τη δε κόρη του, Ρέα Συλβία, την ανάγκασε να γίνει μια από τις Εστιάδες Παρθένες, οι οποίες ορκίζονταν αγνότητα για τριάντα χρόνια. Ως αποτέλεσμα η γραμμή του Νουμίτορος δεν θα αποκτούσε άλλους απογόνους.
Η Ρέα Συλβία τελικά έφερε στον κόσμο δίδυμα αγόρια, τα οποία υποστήριξε πως της χάρισε ο θεός Μαρς. Ο νέος βασιλιάς, που φοβήθηκε πως οι δύο ημίθεοι θα του έκλεβαν το θρόνο διέταξε να θανατωθούν. Η ευσπλαχνία ενός υπηρέτη οδήγησε στην εγκατάλειψή τους στον Τίβερη, όπου τα βρήκε και τα θήλασε μια λύκαινα. Όταν μεγάλωσαν τα δίδυμα αποκατέστησαν την αδικία επιστρέφοντας το θρόνο στον παππού τους.
Τα δίδυμα ίδρυσαν τότε τη δική τους πόλη. Ωστόσο ο Ρωμύλος θανάτωσε τον αδερφό του, Ρέμο, έπειτα από σφοδρή διαφωνία. Κατά μία εκδοχή για το ποιος θα κυβερνήσει τη νέα πόλη, κατά μία άλλη για το ποιος θα χαρίσει το όνομά του στην πόλη. Από τον Ρωμύλο τελικά πήρε το όνομά της η Ρώμη. Καθώς ο γυναικείος πληθυσμός της ήταν ιδιαίτερα χαμηλός, οι Λατίνοι κάλεσαν τους Σαβίνους σε μια γιορτή και έκλεψαν τα νεαρά τους κορίτσια, γεγονός που οδήγησε τελικά στην ένωση και αφομοίωση των δύο λαών.
Η πόλη της Ρώμης αναπτύχθηκε γύρω από ένα οχυρό στον ποταμό Τίβερη, αποτελώντας σταυροδρόμι των ταξιδευτών και των εμπόρων. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες το χωριό της Ρώμης ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα κάποια στιγμή τον 8ο αιώνα π.Χ., αν και θα μπορούσε να προϋπήρχε από το 10ο αιώνα π.Χ., φιλοξενώντας Λατινικά φύλα, στην κορυφή του Παλατινού Λόφου.
Οι Ετρούσκοι, που παλαιότερα είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια, στην Ετρουρία, από ότι φαίνεται ασκούσαν πολιτική επιρροή στην περιοχή κατά τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., αποτελώντας την αριστοκρατική τάξη. Μέχρι τα τέλη του επόμενου αιώνα, οι Ετρούσκοι είχαν χάσει την εξουσία, και ήταν τότε που Λατίνοι και οι Σαβίνοι άλλαξαν τη μορφή διακυβέρνησης υιοθετώντας το δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο περιόριζε τη δύναμη των κυβερνώντων.
Η Ρωμαϊκή παράδοση, όπως και οι αποδείξεις που παρέχουν οι αρχαιολόγοι, καταδεικνύει ένα σύμπλεγμα στη Ρωμαϊκή Αγορά (Forum Romanum), ως έδρα του βασιλέως και του πρώτου θρησκευτικού κέντρου. Ο Νουμάς Πομπίλιος αποτέλεσε το δεύτερο βασιλιά της Ρώμης, ως διάδοχος του Ρωμύλου. Ήταν αυτός που έβαλε σε εφαρμογή τα πρώτα μεγάλα έργα ανοικοδόμησης της πόλης, το παλάτι του στη Ρετζία και τον Οίκο των Εστιάδων Παρθένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου