Συμπτώματα της ΔΕΠΥ
Σύμφωνα με το DSM-V για να δοθεί διάγνωση ΔΕΠΥ το παιδί πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον 6 από τα 9 συμπτώματα που σχετίζονται με την απροσεξία (για τους ενήλικες τουλάχιστον 5 από τα 9 συμπτώματα) ή και τουλάχιστον 6 από τα 9 συμπτώματα υπερκινητικότητας/ παρορμητικότητας (για τους ενήλικες 5 από τα 9 συμπτώματα).
Τα συμπτώματα αυτά πρέπει να είναι παρόντα για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών και ταυτόχρονα να προκαλούν έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου σε δύο ή παραπάνω πλαίσια (κυρίως στο σπίτι και στο σχολείο).
Ενδεικτικά, στα συμπτώματα απροσεξίας συγκαταλέγονται τα εξής:
- Αποτυχία να εστιάσει την προσοχή σε λεπτομέρειες ή κάνει λάθη απροσεξίας στις σχολικές εργασίες, τη δουλειά ή άλλες δραστηριότητες.
- Δυσκολία στη διατήρηση της προσοχής σε δουλειές ή στο παιχνίδι.
- Δημιουργία της εντύπωσης ότι δεν ακούει όταν του μιλούν.
- Δυσκολία στο να ακολουθήσει μέχρι τέλους οδηγίες και αποτυγχάνει να διεκπεραιώσει σχολικές εργασίες, δουλειές που του ανατίθενται ή καθήκοντα στον χώρο εργασίας (χωρίς αυτό να οφείλεται σε εναντιωματική συμπεριφορά ή αποτυχία κατανόησης των οδηγιών).
- Δυσκολία στην οργάνωση δουλειών και δραστηριοτήτων.
- Συχνή αποστροφή και απροθυμία να εμπλακεί σε δουλειές που απαιτούν αδιάκοπη πνευματική προσπάθεια (όπως οι σχολικές εργασίες).
- Απώλεια αντικειμένων απαραίτητων για δουλειές ή δραστηριότητες.
- Εύκολη διάσπαση της προσοχής από εξωτερικά ερεθίσματα.
- Συχνή λήθη καθημερινών δραστηριοτήτων.
- Η νευρική κίνηση χεριών ή ποδιών.
- Το να αφήνει τη θέση στην τάξη ή σε άλλες περιστάσεις, στις οποίες αναμένεται ότι θα παραμείνει καθισμένος(-η).
- Το να τρέχει εδώ κι εκεί και να σκαρφαλώνει με τρόπο υπερβολικό σε περιστάσεις οι οποίες δεν προσφέρονται για ανάλογες δραστηριότητες (στους εφήβους και ενηλίκους αυτό μπορεί να περιορίζεται σε υποκειμενικά αισθήματα ανησυχίας).
- Η δυσκολία να παίζει ή να συμμετέχει σε δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου με ήσυχο τρόπο.
- Η διαρκής κίνηση.
- Η φλυαρία.
- Η απερίσκεπτη απάντηση πριν την ολοκλήρωση μιας ερώτησης.
- Η δυσκολία να περιμένει στη σειρά του/της.
- Η διακοπή ή ενόχληση με την παρουσία του/της των άλλων (π.χ. παρεμβαίνει σε συζητήσεις ή σε παιχνίδια).
Γιατί όμως η διάγνωση ΔΕΠΥ στους ενήλικες είναι σπανιότερη;
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός πως η διάγνωση ΔΕΠΥ δεν είναι τόσο συχνή στον ενήλικο πληθυσμό, μπορεί να προκύψει σε όλη τη διάρκεια ζωής των ατόμων (Kessler et al., 2006. Ramsay & Rostain, 2006).
Τα συμπτώματα ΔΕΠΥ στους ενήλικες εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο από αυτό των παιδιών. Τα πιο κοινά εκ των οποίων είναι η αναβλητικότητα, η χαμηλή αυτοπεποίθηση, οι διακυμάνσεις της διάθεσης, το άγχος, τα μειωμένα κίνητρα και η απρόβλεπτη συμπεριφορά (Goldman et al., 1998. Wender, 1998).
Ωστόσο, όταν υφίστανται τα παραπάνω συμπτώματα, δίνεται συνήθως διάγνωση γενικευμένης αγχώδους διαταραχής, κατάθλιψης ή διπολικής διαταραχής (Biederman, 2004. Murphy & Adler, 2004).
Κεντρικό ζήτημα ερευνών τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος αποτελεί το γεγονός ότι τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ αποτελούν εμπόδιο στη σύναψη ουσιαστικών διαπροσωπικών σχέσεων.
Η εκδήλωση συμπεριφορών απροσεξίας καθώς και τα ελλείμματα στις εκτελεστικές λειτουργίες που αφορούν κυρίως την ικανότητα για ανασταλτικό έλεγχο, την αναστολή των παρορμητικών αντιδράσεων, τη μνήμη εργασίας, τη γνωστική ευελιξία, τον προγραμματισμό και την οργάνωση ενδέχεται να προκαλέσουν ρήξη των ανθρωπίνων σχέσεων.
Συγκεκριμένα, η δυσκολία στη διατήρηση της προσοχής σε ένα ερέθισμα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα (π.χ. στον συνομιλητή) καθώς και η μειωμένη ικανότητα αυτό-ρύθμισης του ατόμου και κατανόησης των κοινωνικών συνθηκών από την πλευρά ενός άλλου προσώπου συμβάλλουν στο να προκύψουν παρεξηγήσεις μεταξύ των συνδιαλεγόμενων και συνάμα κοινωνική απόρριψη και απομόνωση των ατόμων με ΔΕΠΥ.
Φιλικές σχέσεις και ΔΕΠΥ
Με βάση τους Bramham και Young (2007), η δημιουργία ουσιωδών φιλικών σχέσεων κρίνεται δυσκολότερη στους ενήλικες συγκριτικά με τα παιδιά. Οι ενήλικες με ΔΕΠΥ παρουσιάσουν ελλείμματα αναφορικά με τις κοινωνικές τους δεξιότητες, δηλαδή εντοπίζονται προβλήματα ως προς τη διαδικασία επικοινωνίας και αποτελεσματικής αλληλεπίδρασης με τους άλλους.
Οι δυσκολίες στην αναγνώριση και στην αποκωδικοποίηση των κοινωνικών σημάτων όπως οι χειρονομίες, η στάση του σώματος, οι εκφράσεις του προσώπου, ο τόνος της φωνής και τα όρια οδηγούν στην υιοθέτηση αρνητικής στάσης των ανθρώπων απέναντι στους συνομηλίκους τους με ΔΕΠΥ (Riggio, 1986. Spitzberg, 1987).
Επιπροσθέτως, οι Canu et al. (2007) επισημαίνουν ότι άλλος ένας παράγοντας που ενισχύει την απορριπτική και επικριτική στάση της κοινωνίας προς τα άτομα με ΔΕΠΥ είναι το στίγμα που υφίσταται γύρω από αυτή τη διαταραχή.
Πληθώρα ατόμων είναι λανθασμένως ή και ανεπαρκώς ενημερωμένη όσον αφορά τη ΔΕΠΥ και αρκετές φορές επιδεικνύει άγνοια σχετικά με τα θέματα ψυχικής υγείας και συμπεριφορικών διαταραχών.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προσδίδονται ταμπέλες όπως «αγενείς» και «ανεύθυνοι» στα άτομα που εκφράζουν συμπτώματα απροσεξίας και υπερδραστηριότητας (Barkley, 2005). Σαφώς, όσα προαναφέρθηκαν έχουν αρνητική επίδραση στην ψυχοσύνθεση των ατόμων με ΔΕΠΥ και συντείνουν στην μείωση της αυτοπεποίθησης και της αυτοεκτίμησής τους.
Συντροφικές σχέσεις και ΔΕΠΥ
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ επηρεάζουν την έναρξη, τη διάρκεια και την ποιότητα των συντροφικών σχέσεων. Τα άτομα με ΔΕΠΥ τείνουν να έχουν περισσότερους ερωτικούς συντρόφους κατά τη διάρκεια της ζωής τους, όμως η διάρκεια των σχέσεών τους είναι σημαντικά μικρότερη από αυτή των ατόμων που δεν έχουν ΔΕΠΥ.
Επιπλέον, η έναρξη της σεξουαλικής ζωής των νέων με συμπτωματολογία ΔΕΠΥ συμβαίνει νωρίτερα συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό (Rokeach & Wiener, 2018).
Έρευνες που εξετάζουν τη σεξουαλική συμπεριφορά των ενηλίκων με ΔΕΠΥ φανερώνουν ότι τα άτομα αυτά έχουν περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, να διαγνωστούν με κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα και να ενδώσουν σε περιστασιακές σεξουαλικές επαφές (Barkley et al., 2010. Flory et al., 2006. Huggins et al., 2012. White & Buehler, 2012. Winters et al., 2008).
Γενικότερα, λόγω των ελλειμμάτων σε μεταγνωστικές ικανότητες (όπως η ενσυναίσθηση και η υιοθέτηση κοινωνικής προοπτικής) τα άτομα με ΔΕΠΥ έχουν την τάση να παραβλέπουν/αγνοούν τα προβλήματα στις σχέσεις υπερεκτιμώντας τις ικανότητές τους σε ποικίλους κοινωνικούς τομείς.
Αναφορικά με τον έγγαμο βίο, συχνά βιώνουν χαμηλά επίπεδα ικανοποίησης μέσα στη συζυγική σχέση γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες διαζυγίου (Biederman et al., 1993. Murphy & Barkley, 1996).
Παράλληλα, οι σύζυγοι των ατόμων με ΔΕΠΥ εκφράζουν δυσαρέσκεια εξαιτίας της ανεπαρκούς συναισθηματικής υποστήριξης και της άνισης κατανομής των οικιακών καθηκόντων (Weiss et al., 1999).
Οικογενειακές σχέσεις και ΔΕΠΥ
Γονείς με συμπτώματα ΔΕΠΥ εκδηλώνουν λιγότερες θετικές γονεϊκές δεξιότητες, αφιερώνουν λιγότερες ώρες στην ενασχόληση με τα παιδιά τους και μειωμένη συνέπεια στην ανατροφή αυτών (Chronis-Tuscano et al. 2008). Οι επιπτώσεις της ΔΕΠΥ γεννούν άγχος στους γονείς, οι οποίοι πολλές φορές αισθάνονται ανίκανοι, ανεπαρκείς και αναποτελεσματικοί να ανταποκριθούν κατάλληλα στις ανάγκες των παιδιών τους.
Από την άλλη μεριά, η παρουσία ΔΕΠΥ στο παιδί επηρεάζει σε εξίσου σημαντικό βαθμό τη λειτουργία της οικογένειας.
Οι γονείς παρερμηνεύουν την εκδήλωση συμπτωμάτων ως έλλειψη πειθαρχίας ή αποτυχία στον ρόλο του γονέα γεγονός που τους κατακλύζει με αρνητικά συναισθήματα, οδηγώντας τους στην υιοθέτηση αναποτελεσματικών γονεϊκών στρατηγικών, καθώς και σε αυξημένα επίπεδα γονικού στρες και κατάθλιψης (Anastopoulos, Sommer & Schatz, 2009).
H κατάθλιψη των γονιών είναι άμεσα συνυφασμένη με το μειωμένο ενδιαφέρον για ανταπόκριση στις ανάγκες των παιδιών τους. Συμπερασματικά, η φτωχή ανατροφή των παιδιών ενδέχεται να οδηγήσει σε μελλοντική συννοσηρότητα με άλλες διαταραχές.
Ακόμα, οι Breen και Barkley (1988) αναφέρουν ότι η ύπαρξη ΔΕΠΥ σε ένα παιδί της οικογένειας αυξάνει τις πιθανότητες διαζυγίου, καθώς η ενοχοποίηση των γονιών αναπαράγει συνεχείς συγκρούσεις στο οικογενειακό περιβάλλον.
Θεραπευτικές παρεμβάσεις και ΔΕΠΥ
Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η καταλληλότερη θεραπεία των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ είναι ο συνδυασμός φαρμακοθεραπείας και συμπεριφορικής θεραπείας, διότι τα αποτελέσματα των φαρμακευτικών παρεμβάσεων περιορίζονται στο χρονικό διάστημα που το άτομο λαμβάνει τη θεραπεία, ενώ τα αποτελέσματα των ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων μπορούν να διατηρηθούν σε βάθος χρόνου μετά τη λήξη των συνεδριών (Waschbusch & Hill, 2003).
Για τη βελτίωση των γνωστικών λειτουργιών οι ψυχοδιεγερτικές ουσίες (μεθυλφαινιδάτη) αποτελούν τη βασική θεραπεία εκλογής. Κάποιες από τις παρενέργειες των ψυχοδιεγερτικών είναι η αϋπνία, η ευερεθιστότητα, οι κεφαλαλγίες, τα κοιλιακά άλγη και η απώλεια βάρους και όρεξης (Barkley, 2005), ενώ σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας προκύπτουν ψυχωσικά συμπτώματα, εκδηλώσεις άγχους και σύγχυσης (Biederman & Spencer, 1999).
Εκτός των ψυχοδιεγερτικών μπορούν να χορηγηθούν α2 νοραδρενεργικοί αγωνιστές (κλονιδίνη, γουανφασίνη) και εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης νορεπινεφρίνης (ατομοξετίνη).
Συμπληρωματικά, η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία συμβάλλει στην τροποποίηση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων που προκύπτουν ως συνέπεια της ΔΕΠΥ, στην εκμάθηση στρατηγικών οργάνωσης, σχεδιασμού και επίλυσης προβλημάτων, καθώς και μεταγνωστικών δεξιοτήτων (αυτό-ενημερότητα, ενσυναίσθηση, αυτό-παρακολούθηση), στοχεύοντας στη βελτίωση ορισμένων πτυχών της λειτουργικότητας των ατόμων αυτών (Daly et al., 2007).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου