Καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, τα πλαίσια έρχονται και παρέρχονται. Αναλογιστείτε τα εργασιακά πλαίσια. Θεωρούμε δεδομένη την εργάσιμη μέρα με τη σημερινή της μορφή: το οκτάωρο στο γραφείο ή στο εργοστάσιο είναι μια καθιερωμένη σύμβαση. Υπάρχουν κάποιες ελάσσονες παραλλαγές – ας πούμε το ελαστικό ωράριο, η εβδομάδα των τεσσάρων ημερών, η δουλειά που γίνεται στο σπίτι μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή – αλλά όλα αυτά δεν αποτελούν παρά παρεκκλίσεις από ένα απαράβατο, καθιερωμένο πρότυπο. Αυτό το πρότυπο είναι από μόνο του ένα κοινωνικό χάλκευμα, ένα υποπροϊόν της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Στις παραδοσιακές κοινωνίες, οι ώρες δουλειάς και ξεκούρασης είναι ενοποιημένες. Προτού αρχίσουν το παζάρεμα, ο έμπορος και ο πελάτης θα βραδυπορήσουν πάνω από τον καφέ τους κι όταν περνούν από το μαγαζί οι φίλοι, τότε η δουλειά μετατρέπεται σε κοινωνική συναναστροφή. ‘Οπως ξέρουμε, το εργασιακό πλαίσιο είναι μια ιδιαιτερότητα της μοντέρνας κοινωνίας. Τον 17ο και 18ο αιώνα, οι επιχειρηματίες που είχαν τα εργοστάσια επεξεργασίας πρώτων υλών στη Βρετανία ήταν αυτοί που γενικά επινόησαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο βρίσκεται σήμερα η εργάσιμη ημέρα μας. Στη Βρετανία ακόμα και στις αρχές του 18ου αιώνα, η εργασία πρόσφερε μεγάλο βαθμό ευελιξίας και ανεξαρτησίας: είτε ήταν αγρότες είτε έμποροι, οι άνθρωποι δούλευαν στο χώρο του σπιτιού τους. Γενικά, οι ρυθμοί της δουλειάς προχωρούσαν με κύκλους σκληρής εργασίας που διακόπτονταν από ελεύθερες, αργόσχολες ώρες.
Ο 18ος αιώνας έμελλε να δει μια ζωτική αλλαγή στη Βρετανική οικονομία: ενώ παλιά οι έμποροι απλώς αγόραζαν και διέθεταν προϊόντα, όπως τα χειροποίητα υφάσματα, άρχισαν τώρα να διευθύνουν το καθολικό σύστημα παραγωγής. Και ενώ παλιά η μαζική παραγωγή προϊόντων γινόταν από τις αγροτικές οικογένειες που έγνεθαν και ύφαιναν στα σπίτια τους, το σύστημα που όριζε την παραγωγική διαδικασία άρχισε να γίνεται πιο συγκεντρωτικό. Γεννήθηκε τότε το εργοστάσιο επεξεργασίας πρώτων υλών – που υπήρξε το πρότυπο του σύγχρονου εργοστασίου.
Ένας θεωρητικός της ιστορίας της εργασίας σχολιάζει αυτή την αλλαγή ως εξής:
«Ο ατομικός παραγωγός (αγρότης ή ελεύθερος βιοτέχνης) ήταν κατά κάποιο τρόπο και αφεντικό του εαυτού του. Οι δυνάμεις που κυβερνούσαν τη μοίρα του ήταν από μια άποψη έξω από την καθημερινή του ζωή. Ούτε πολιορκούσαν ούτε δέσποζαν στο σπιτικό του, στην οικογένειά του, στις δραστηριότητες και στις συνήθειές του, στις ώρες που θα δούλευε ή θα έτρωγε. Στον σύγχρονο κόσμο οι περισσότεροι άνθρωποι πρέπει να προσαρμοστούν σε κάποιο είδος πειθαρχίας και να συμμορφώνονται με τις εντολές των άλλων, αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτός ο πληθυσμός που εξακοντίστηκε μέσα στους βάρβαρους ρυθμούς δουλειάς του εργοστασίου, κέρδιζε μέχρι τότε “τα προς το ζειν” με σχετική ελευθερία και ότι η πειθαρχία που επιβαλλόταν στα πρώτα εκείνα εργοστάσια ήταν ιδιαίτερα σκληρή».
Το εργοστάσιο ήταν το σκηνικό μέσα στο οποίο έγινε μια εκτεταμένη επαναπλαισίωση της εργασίας. ‘Οπως παρατηρεί η Shoshana Zuboff, η δουλειά ορίστηκε εκ νέου με όρους «που επεξεργάζονταν αυστηρές οδηγίες για το τι θα έπρεπε νομίμως να αποτελεί την καθημερινή εμπειρία της εργασίας και επέβαλαν δια της βίας αυτή την πραγματικότητα σε μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων. Οι νέες απαιτήσεις για ταχύτητα και ακρίβεια δεν μπορούσαν να ανεχθούν τους ρυθμούς της αγροτικής ζωής».
Οι εργοδότες απέκτησαν το δικαίωμα να ελέγχουν τις κινήσεις των εργαζομένων και το χρόνο τους κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας. ‘Οπως παρατηρεί η Zuboff, πιο καταπιεστικοί ίσως απέναντι στους εργάτες της εποχής, οι εργοδότες ήθελαν να υπαγορεύουν ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες «οργάνωναν και διέθεταν την προσοχή τους στη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας. Για παράδειγμα, ένας παρατηρητής γράφει ότι” «Αν ένας εργάτης δει ένα φίλο του δεν μπορεί να τον πιάσει από τον ώμο και να τον τραβήξει στην κοντινότερη μπυραρία Το βιομηχανικό σύστημα και τα μηχανήματα έφεραν την ευλογία της ελαφρύτερης εργασίας αλλά και την κατάρα της μεγαλύτερης συμμόρφωσης σε καθορισμένα χρονικά όρια. Όταν ο ρυθμός άρχισε να καθορίζεται από τις μηχανές, η εργασία άρχισε να απαιτεί μεγαλύτερη συγκέντρωση»
Ο εργοδότης ορίστηκε πλέον ως ο αφέντης της ώρας και της προσοχής των εργατών στη διάρκεια του ωραρίου εργασίας τους. Αυτός αποφάσιζε για το περιεχόμενο και το ρυθμό των δραστηριοτήτων τους. Το πλαίσιο της εργάσιμης ημέρας εκσυγχρονιζόταν και ο προϊστάμενος ήταν αυτός που δημιουργούσε την καινούρια δομή του.
Τα καινούρια πλαίσια χρόνου και δραστηριοτήτων μορφοποιήθηκαν σταδιακά. Διαβάστε, για παράδειγμα, μια από τις πρώτες εκθέσεις που γράφτηκαν γύρω στο 1831 σχετικά με τις ώρες που σήμερα θεωρούνται ώρες κολατσιού και φαγητού του εργαζομένου:
«Η συρρίκνωση των διαλειμμάτων ήταν μια βαθμιαία καταπάτηση του δικαιώματος των εργαζομένων. Παλιότερα είχαν μια ώρα ελεύθερη για φαγητό, αλλά κάποιος μεγάλος εργοστασιάρχης, πιεσμένος από τις υποχρεώσεις του, ήθελε τους εργαζόμενους να επιστρέφουν πέντε λεπτά νωρίτερα. Αυτή η ρύθμιση υιοθετήθηκε τάχιστα και από άλλα εργοστάσια. Τα πέντε λεπτά έγιναν δέκα. Επίσης ανακαλύφθηκε πως το διάλειμμα για το απογευματινό τους μπορούσε να γίνεται στο χώρο εργασίας. Έτσι γινόταν εξοικονόμηση ώρας και έβγαινε περισσότερη δουλειά, με αποτέλεσμα τα βιομηχανοποιημένα προϊόντα να πουλιούνται φθηνότερα. Στην αρχή αυτό ήταν μερικό και προσωρινό, αλλά σύντομα έγινε γενικό και μόνιμο».
Η ρύθμιση του ωραρίου εργασίας, όπως αποδεικνύει η Ζuboff, ήταν μια κατακλυσμιαία αλλαγή σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες. Στον 16ο αιώνα, το ωράριο ήταν ασαφές και εποχιακό: η καταμέτρηση του χρόνου θεωρείτο πράγμα βάρβαρο. Ένας από τους ήρωες του Ραμπελέ λέει, «Δεν θα υποτάξω ποτέ τον εαυτό μου σε ώρες τακτικές. Οι ώρες φτιάχτηκαν για το χατίρι του ανθρώπου κι όχι ο άνθρωπος για το χατίρι των ωρών» Παρόλο που υπήρχαν ρολόγια σε δημόσιους χώρους, κανείς δε θεωρούσε απαραίτητο να έχουν και λεπτοδείκτη.
Στο τέλος όμως του 18ου αιώνα, το εργασιακό πλαίσιο οριοθετήθηκε από τους λεπτοδείκτες: η αγορά ρολογιών τοίχου και τσέπης παρουσίασε μεγάλη άνθηση, καθώς η ανάγκη για συγχρονισμένο εργατικό δυναμικό μεγάλωνε. Υπολογίζοντας πια την αξία της εργατοώρας, οι εργοδότες άρχισαν να ελέγχουν και την προσοχή του εργαζομένου. Η επιθυμητή κατάσταση ήταν η φιλόπονη, απερίσπαστη από συζητήσεις προσήλωση στην τρέχουσα εργασία – γεγονός που αποτελούσε μια πλήρη μεταστροφή από τις καθημερινές συνήθειες που είχαν μέχρι τότε οι εργάτες.
Γι’ αυτό το λόγο, δεν ήταν εύκολο να στρατολογήσει και να διατηρήσει κανείς το εργατικό προσωπικό. Για παράδειγμα, η Zuboff περιγράφει πως το 1830 χτίστηκε στο Νεντάκερ ένα εργοστάσιο στο οποίο, στην αρχή, συνέρρευσαν για να δουλέψουν γυναίκες και παιδιά (οι άντρες της πόλης ήταν φαλαινοθηρες). Ωστόσο, ύστερα από ένα μήνα είχαν φύγει τόσοι πολλοί που η εγκατάσταση έκλεισε. Τριάντα χρόνια μετά, ένα εργοστάσιο στο Λόουελ έθεσε κανόνες που έλεγαν πως οι πόρτες θα παρέμεναν κλειστές στη διάρκεια της ημέρας. Οι μηχανοδηγοί εξαγριώθηκαν από την ιδέα πως δεν θα μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα την ώρα της δουλειάς και κατέβηκαν σε απεργία διαμαρτυρίας.
Ο μεγάλος καινοτόμος του χώρου εργασίας, Χένρι Φορντ, χρησιμοποίησε τη γραμμή συναρμολόγησης για να αυξήσει τον έλεγχο του ρυθμού εργασίας των εργατών. Αυτή η εφεύρεση έκανε τη δουλειά πολύ ευκολότερη, επειδή την καταμέριζε σε μια σειρά από μεμονωμένες και επαναλαμβανόμενες διαδικασίες που γίνονταν με ένα ρυθμό που τον καθόριζαν οι ανάγκες του εργοστασίου για αύξηση της παραγωγής. Αυτό το καινούριο εργασιακό πλαίσιο βρήκε απέναντί του ένα κύμα “αντίστασης. Αν και ο Φορντ πλήρωνε τους καλύτερους μισθούς της πιάτσας, η φθορά που υπέστη το εργοστάσιό του από αυτή την αντίσταση ήταν τόσο μεγάλη που το 1913 για κάθε 100 επιπλέον εργάτες που χρειαζόταν, η επιχείρηση έπρεπε να προσλάβει 963.
Το εργασιακό πλαίσιο του αιώνα έχει υποστεί δύο σημαντικές μεταβολές: υπάρχει μεγαλύτερη πειθαρχία ως προς την ιεράρχηση και τον συγχρονισμό των καθηκόντων, καθώς και ένα πιο καταμερισμένο και άκαμπτο πρόγραμμα εργασίας. Όπως γράφει ο κοινωνιολόγος Harold Wilensky:
«Το χτύπημα της κάρτας εργασίας, οι κανόνες του εργοστασίου και το πλήθος επιστατών και άλλων ειδικών εποπτών, η στενή παρακολούθηση της ποιότητας και της ποσότητας των προϊόντων – όλα αυτά συναθροίζονται σε μια απαίτηση για πειθαρχία στη δουλειά. Σχεδόν ξεχνάμε πόση ακρίβεια επιδεικνύουμε στο γραφείο, στο εμπορικό κατάστημα ή στο εργοστάσιο – γιατί είμαστε πια συνηθισμένοι στο φαινόμενο»
Η στάση μας απέναντι στο εργασιακό πλαίσιο, στο μεγαλύτερο μέρος της, δεν χρειάζεται πια να μας επιβληθεί με απολύσεις ή απροκάλυπτη επιβολή πειθαρχίας. Όπως παρατηρεί η Zuboff, «Διδασκόμαστε αυτή τη στάση και μόνο από το γεγονός ότι βιώνουμε την ύπαρξη αδιόρατων δυνάμεων που κατευθύνουν την προσοχή, και οι οποίες διαμορφώνουν την εμπειρία μας μέσα σ’ αυτή την οργάνωση. Ή προσαρμοζόμαστε ή προσαρμόζονται οι άλλοι ή φεύγουμε. Δεν γίνεται καμία αιματηρή προσπάθεια για την επίτευξη αυτής της πειθαρχίας. Πρόκειται για μια πολιτισμένη διαδικασία».
Όπως το εργασιακό πλαίσιο, έτσι και ο κοινωνικός ρόλος είναι ένα υποτιθέμενο πλαίσιο που αδιόρατα καθοδηγεί και οριοθετεί το πώς – και το πόσο – θα προσέξουμε το άτομο που βρίσκεται μέσα σ’ αυτό. Το περίγραμμα του πλαισίου του ρόλου φαίνεται στα όρια της προσοχής που κρίνονται κατάλληλα, προκειμένου να παρατηρήσουμε το άτομο που βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο: το μονοδιάστατο των ανθρώπων που υποδύονται ένα ρόλο απαιτεί να ξεχάσουμε το “υπόλοιπο” της ύπαρξής τους.
Ο Σαρτρ περιγράφει την υποχρέωση των εμπόρων να περιορίζουν τη συμπεριφορά τους και το εύρος της προσοχής τους κατά πώς αρμόζει στο ρόλο τους.
«’Ολη η κατάσταση έχει κάτι το τελετουργικό. Το κοινό απαιτεί από εκείνους να αντιληφθούν ότι παίρνουν μέρος σε μια τελετή: και έρχεται ο χορός του μπακάλη, του ράφτη, του δημοπράτη, σε μια προσπάθεια να πείσουν την πελατεία τους πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από μπακάλη δες, δημοπράτες, ράφτες. “Ενας μπακάλης που έχει όνειρα είναι προσβολή για τον αγοραστή γιατί τότε δεν είναι καθ’ ολοκληρία μπακάλης. Η κοινωνία απαιτεί να περιορίσει τον εαυτό του στη λειτουργία του μπακάλη, ακριβώς όπως η προσοχή του στρατιώτη τον μετατρέπει σε “στρατιωτικό-αντικείμενο” που το βλέμμα του ατενίζει ίσια μπροστά, που δεν νοείται πλέον το να βλέπει, αφού ο κανόνας και όχι το ενδιαφέρον του είναι αυτό που καθορίζει το σημείο όπου θα καρφώσει το μάτι του (η ματιά του στα “δέκα βήματα”). Παίρνουμε στ’ αλήθεια πολλά προληπτικά μέτρα όταν πρόκειται να φυλακίσουμε έναν άνθρωπο μέσα σ’ αυτό που είναι, λες και ζούμε μέσα στον διαρκή φόβο πως θα μπορούσε να δραπετεύσει από αυτό, πως θα μπορούσε να περάσει τα σύνορα και απρόσμενα να διαφύγει από την κατάστασή του».
Η τήρηση ενός ρόλου απαιτεί τον αμοιβαίο περιορισμό της προσοχής, τόσο από τον “ηθοποιό” όσο και από το κοινό του. Για να στηρίξουμε την παραδοχή πως κάποιος είναι απλά και μόνο γκαρσόνι ή μπακάλης ή υπάλληλος σε βενζινάδικο, αποφεύγουμε να στρέψουμε την προσοχή μας σε πιο προσωπικές πλευρές της ύπαρξής του: ότι σήμερα δείχνει νευρικός, ότι φαίνεται να πάχυνε ή ότι είναι επιθετικός. Όπως το “στρατιωτικό αντικείμενο” του Σαρτρ, έτσι και εκείνος αποστρέφει το βλέμμα ώστε να παραβλέψει τις αντίστοιχες δικές μας πλευρές – ή οτιδήποτε άλλο θα βρισκόταν πέρα από τα όρια του ρόλου του. Όταν η κουβέντα είναι επιφανειακή δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αρκεί να παραμείνει επιφανειακή: αν ξεπεράσει τα όρια του ρόλου, θα γίνει ανάρμοστη συμπεριφορά, αν όχι ενόχληση.
Ο Σαρτρ αποδεικνύει πως το μονοδιάστατο των ανθρώπων μέσα στους κοινωνικούς ρόλους είναι σύμπτωμα μιας ευρύτερης αποξένωσης του ανθρώπου μέσα στη σύγχρονη κοινωνική του θέση. Μπορεί σ’ αυτή την άποψη να υπάρχει κάποιο ποσοστό αλήθειας, ο Σαρτρ όμως δεν αναγνωρίζει τα οφέλη που προκύπτουν από τη μονοδιάστατη φύση του πλαισίου.
Ένα κέρδος που προκύπτει από αυτή την επιπόλαιη θεώρηση είναι η εσωτερική αυτονομία. Αυτή η ιδιότητα του μονοδιάστατου παρέχει τη χίμαιρα του ιδιωτικού χώρου, που σημαίνει πως το άτομο είναι ελεύθερο να φαντασιώσει, να συλλογιστεί, να ονειροπολήσει – με λίγα λόγια, να στρέψει το υπόλοιπο της προσοχής του σε προσωπικές αναζητήσεις και χαρές, ακόμα και όταν βρίσκεται μέσα στον κύκλο της δημόσιας ζωής. Ενώ ο δεδομένος ρόλος έχει κάποιες απαιτήσεις, αυτές καλύπτονται πια μηχανικά αφήνοντας μεγάλο εύρος κινητικής ελευθερίας. Είναι πιθανότερο να βιώσει κανείς την εσωτερική ελευθερία μέσα από μια γήινη καθημερινότητα που είναι καλά μονωμένη ως προς το αντικείμενο της προσοχής του. Ο μπακάλης λοιπόν είναι ελεύθερος να κάνει όνειρα, ακριβώς γιατί αυτά τα όνειρα δεν χρειάζεται να τα μοιραστεί.
Αυτή η ελευθερία θα εξαφανιζόταν, αν η απόδοση του ρόλου απαιτούσε μια πιο ολοκληρωμένη και πιο “γνήσια” ανταλλαγή με κάθε άτομο που θα συναντούσαμε μέσα από τη διαδικασία πλήρωσης ενός πλαισίου. Η ευγενική απόσταση του σερβιτόρου τον γλυτώνει από την παρείσφρηση του πελάτη στην προσωπική του σφαίρα, και με τον ίδιο τρόπο παρέχει στους πελάτες την ψευδαίσθηση ότι έχουν το δικό τους προσωπικό χώρο αν και βρίσκονται μέσα σε ένα δημόσιο. Τα σχήματα αυτά κάνουν την προσοχή να παρεκκλίνει με τρόπο που, ακόμα και μέσα από τους περιορισμούς ενός ρόλου, να υπάρχει ένα είδος ελευθερίας.
Από την άλλη μεριά, φορώντας τη μάσκα του ρόλου μας διατρέχουμε τον κίνδυνο να μας κρύψει ολότελα _ ή να κρυφτούμε πίσω της εμείς. Αυτή η παγίδα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα πρότυπα της προσοχής που αρμόζουν σε κάθε περίσταση. Αν ο σερβιτόρος σχολιάσει τα προβλήματα που έχει το ζευγάρι που σερβίρει, έχει περάσει τη διαχωριστική γραμμή, ακόμα κι αν, άθελά του, το αυτί του έχει πάρει πολλά από αυτά που έλεγαν. Ο θεραπευτής τορπιλίζει το πλαίσιό του αν εξομολογηθεί τα προβλήματά του στο θεραπευόμενο, ακόμα κι αν αυτά τον απασχολούν στο έπακρο.
Ένα πλαίσιο για το τι μπορεί κανείς να ονομάσει προσοχή και τι όχι συνιστά επίσης ένα φραγμό. Οι ρόλοι εξασκούν την τυραννία τους όταν αυτοί οι φραγμοί στην προσοχή κρύβουν τα επιτακτικά συναισθήματα και τις έντονες ανησυχίες όσων σχετίζονται μ’ αυτούς τους ρόλους. Η τυραννία είναι το κρυμμένο νόημα στην ταινία “Το δείπνο με τον Αντρέ”. Ο Αντρέ Γκρέγκορι περιγράφει ένα παρόμοιο φραγμό:
«… Θυμάμαι μια νύχτα – θα ήταν δύο βδομάδες μετά το θάνατο της μητέρας μου και ήμουν σε κακή φόρμα που βγήκα για φαγητό με τρεις σχετικά στενούς φίλους οι δυο από αυτούς ήξεραν αρκετά καλά τη μητέρα μου και μένα με ήξεραν και οι τρεις τους από χρόνια. Περάσαμε λοιπόν όλο εκείνο το βράδυ δίχως να μπορέσω ούτε μια στιγμή να καταπιαστώ με το θέμα – προς Θεού, μη νομίσετε τώρα πως ήθελα να καθίσω και να περάσω ένα φριχτό βράδυ μιλώντας για τον πόνο που περνούσα και τα σχετικά – ούτε να το σκεφτώ κάτι τέτοιο. Αλλά το γεγονός ότι κανένας μα κανένας τους δεν μου είπε: “Για τον Θεό, τι κρίμα για τη μητέρα σου” ή “Πώς νιώθεις;” … Όλα ήταν σα να μη συνέβη τίποτα».
Η τυραννία του ρόλου που αναφέρει ο Σαρτρ αρχίζει όταν το πλαίσιο κρύβει τις αληθινές ανθρώπινες ανησυχίες σχετικά με κάποιο ζήτημα. Σε αυτό το σημείο, οι παρωπίδες που παρέχει ο ρόλος κάνουν το άτομο που βρίσκεται μέσα στο ρόλο μάλλον να χάσει το ανθρώπινό του στοιχείο παρά να απελευθερωθεί – παίρνοντας μ’ αυτό τον τρόπο λιγότερα από όσα του αξίζει να πάρει.
Στον παρακάτω διάλογο, οι Γουόλι Σον και Αντρέ Γκρέγκορι συμμερίζονται ο ένας τον άλλον:
«ΑΝΤΡΕ: … αν αφήναμε τους εαυτούς μας να δουν τι κάνουμε καθημερινά, θα ανακαλύπταμε πως είναι μια διαδικασία εμετική. Θέλω να πω, ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε στους άλλους ανθρώπους – ας πούμε, κάθε μέρα, πολλές φορές τη μέρα, μπαίνω στην πολυκατοικία μου. Ο θυρωρός με αποκαλεί κ. Γκρέγκορι και εγώ τον αποκαλώ Τζίμι. Την ίδια δοσοληψία, αλλά με άλλον τρόπο, πιθανόν να έχεις και εσύ με το μανάβη σου που τον συναντάς κάθε μέρα … Λοιπόν, νομίζω πως εκείνη τη « … Θυμάμαι μια νύχτα – θα ήταν δυο βδομάδες μετά στιγμή, τη στιγμή που μπαίνω στην πολυκατοικία μου, γίνεται μια εγκληματική πράξη. Γιατί εκεί στην πόρτα στέκεται ένας αξιοπρεπής, έξυπνος άντρας, συνομήλικός μου, και οταν εγώ τον αποκαλώ Τζίμι, τότε τον μετατρέπω σε παιδί και εγώ είμαι ο ενήλικος …
ΓΟΥΟΛΙ: Έχεις δίκιο. Θέλω να πω, Θεέ μου, όταν ήμουν καθηγητής Λατινικών, οι άνθρωποι μου φερόντουσαν – πώς να στο πω – αν πήγαινα σε μια συγκέντρωση όπου βρισκόντουσαν επαγγελματίες ή τίποτα γραμματιζούμενοι, μου φερόντουσαν – πφ! – στην καλύτερη περίπτωση σαν να ήμουν κανένα σκυλί. Μ’ άλλα λόγια, δεν έμπαινε θέμα αν εγώ μπορούσα να συμμετέχω σε ισότιμη βάση στη συζήτηση με τους άλλους. Ας πούμε, περιστασιακά είχα κουβέντες με τους άλλους, αλλά όταν με ρωτούσαν τι κάνω, πράγμα που κατά κανόνα θα γινόταν μετά από πέντε λεπτά – Θεούλη μου, ύφος που έπαιρναν – ακόμα κι αν είχαν ευχαριστηθεί την κουβέντα ή με φλέρταραν ή οτιδήποτε τέλος πάντων, έπαιρναν ένα ύφος, πώς να το πω, σαν την καστρόπορτα που κατεβαίνει με πάταγο – ξέρεις τι σου λέω, εκείνη την πόρτα που είχαν τα μεσαιωνικά κάστρα».
Η “καστρόπορτα που κατεβαίνει με πάταγο” δεν είναι τίποτα άλλο από την απόσυρση της προσοχής. Κάποιες ταπεινώσεις έχουν ως αποτέλεσμα να χάσει αυτός που τις εισπράττει την ανθρωπινή του υπόσταση , λόγω του ότι οι άλλοι εστιάζουν την προσοχή τους όχι στο ίδιο το άτομό του , αλλά στην κοινωνική του θέση. Αυτό κάνει τα πράγματα να μένουν επιφανειακά: δεν διαπερνά το πετσί του ρόλου για να δει το πρόσωπο που βρίσκεται από κάτω. Αυτή η αποτυχία να διαπεράσει κανείς το ρόλο του άλλου, να προσέξει το άτομο που τον παίζει, μπορεί να εξυπηρετήσει μια κατώτερης τάξης αντιστάθμιση άγχους και προσοχής. Όταν διαλέγουμε να μη δούμε – προτιμώντας να αγνοήσουμε παρά να αντιμετωπίσουμε κατά πρόσωπο ένα άτομο – και δίνουμε προσοχή μόνο στο ρόλο που παίζει, αυτό μας προσφέρει μια εύκολη, άμεση και, γιατί όχι, πλήρη παρηγοριά. Όπως λέει η Zuboff, πρόκειται για μια πολιτισμένη διαδικασία.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου