12.7. Και το πλοίο φεύγει…
Ο Μύρης χαιρετά τον Λεύκιο.
Έσχισα, φίλε μου, πολλούς παπύρους για να σου γράψω. Ένας έμεινε, ο τελευταίος. Θα σου γράψω ό,τι χωρέσει.
Έχεις δίκιο ότι ήμουν πολύ αυστηρός με τους Στωικούς και τους Κυνικούς. Ίσως όμως αν έμενες κι εσύ στη Ρώμη, θα μου έδινες κάποιο δίκιο, βλέποντάς τους να νοιάζονται απλώς για να υιοθετήσουν ένα στυλ ντυσίματος και φερσίματος. Έχεις δίκιο ότι αυτοαναγορεύτηκα κριτής των πάντων και δείχνω (ξέρω ότι θα ήθελες να γράψω: επιδεικνύω) υπερβολική σιγουριά για τις κρίσεις και τις ιδέες μου. Αν είναι κάτι να αλλάξει, θα αλλάξει. Ήδη έχω μετριάσει την εκτίμησή μου για τη φιλοσοφία των Ρωμαίων· έμαθα να μην τη συγκρίνω με την πλατωνική και την αριστοτελική σκέψη και να προσπαθώ να την αξιολογώ για αυτό που είναι η ίδια. Και είναι ωραίο που το συνειδητοποιώ τώρα που το πλοίο διαπλέει τα στενά της Μεσσήνης και αποχαιρετώ την Ιταλία.
Αλήθεια, όταν μου είχες ζητήσει να σου επιστρέψω τις επιστολές σου, φαντάστηκα ότι θα ήθελες να τις δημοσιεύσεις - μια και σε προηγούμενο γράμμα μου σου είχα αναφέρει ότι μερικοί Ρωμαίοι το έχουν κάνει. Πίστευα, βέβαια, ότι εσύ, τόσο τυπικός που είσαι, θα κρατούσες ένα βιβλίο αντιγραφής των γραμμάτων που στέλνεις. Ας είναι! Έψαξα, αλλά δεν τα βρήκα. Θα τα βρω όμως. Θα έχω τουλάχιστον μια πρόφαση να έρθω σπίτι σου για να σ᾽ τα δώσω και έτσι να σε δω. Άραγε, εσύ κρατάς τα δικά μου γράμματα; Όχι ότι αξίζουν κάτι, αλλά θα ήθελα να πιστεύω ότι σου έδωσαν μια εικόνα του οδοιπορικού μου.
Εικάζω από τα λεγόμενά σου αλλά και από όσα αποσιωπάς ότι τώρα πια με αντιμετωπίζεις συγκαταβατικά. Δεν σχολιάζεις ούτε καν τα φιλοσοφικά ζητήματα που σου γράφω! Δεν θα ήθελα ούτε καν να σκεφτώ ότι όσο πλησιάζει η μέρα που θα γυρίσω τόσο απομακρύνεται η ελπίδα να σε δω. Οι μέρες στο πλοίο περνούν γρήγορα. Ο άνεμος φυσά ευνοϊκός από τον βορρά. Αλλά δεν έχω κέφι να μοιραστώ τίποτε και με κανέναν. Κρίμα, γιατί ταξιδεύω με ενδιαφέρουσα συντροφιά, από κάθε άποψη - καταλαβαίνεις τι εννοώ.
Πριν το τέλος, η σιωπή είναι βασανιστική. Και όσο τα σκεφτόμουν αυτά μια αλλόκοτη εντύπωση με κυρίευε. Αόριστα, αισθανόμουν σαν να ᾽φευγεν από κοντά μου ο Λεύκιος και που γένομουν ξένος εγώ. Κι όμως ήταν ένα ταξίδι όπως το είχαμε φανταστεί μαζί - κι ακόμη καλύτερο. Δεν ξέρω πώς να κλείσω. Θα δανειστώ λόγια ξένα, κάποιου Νικολάου, ναυτικού και ποιητή:
Λεύκιε, νιώθω τώρα πὼς σ᾽ ἐκούρασα
Μπορεῖ κιόλας νὰ σ᾽ ἔκαμα νὰ κλάψεις.
Δὲ θά ᾽βρεις, βέβαια, λόγια γιὰ μι᾽ ἀπάντηση.
Μὰ δὲ θὰ λάβεις κόπο νὰ μοῦ γράψεις.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου