Μέσα στην σιωπή της νύχτας, έγραφα, έγραφα για πολύ ώρα. Στέλνοντας στο τραπέζι μου το φως της λάμπας, το αμπαζούρ άφηνε στη σκιά τα βιβλία που ανέβαιναν στα ράφια στις τέσσερις πλευρές του γραφείου μου. Η φωτιά σβήνοντας έσπερνε μέσα στις στάχτες τα τελευταία της ρουμπίνια. Οι στυφοί καπνοί του τσιγάρου βάρυναν τον αέρα. Μπροστά μου, μέσα σε ένα φλιτζάνι, πάνω σε ένα σωρό από στάχτες, ένα τελευταίο τσιγάρο σήκωνε ολόισια τον λεπτό μπλε καπνό του.
Και τα σκοτάδια αυτού του δωματίου δημιουργούσαν μυστήριο, επειδή αισθανόταν κάποιος συγκεχυμένα την ψυχή όλων των κοιμισμένων βιβλίων. Η πένα μου μισοκοιμόταν ανάμεσα στα δάκτυλα μου και σκεφτόμουν πολύ αρχαία πράγματα, όταν από τον καπνό του τσιγάρου μου, όπως από τους ατμούς ενός μαγικού φυτού, βγήκε ένα περίεργο πρόσωπο: τα μαλλιά του σε μπούκλες, τα μάτια του μεγάλα και λαμπερά, η μύτη του γαμψή, τα χείλη του παχιά, τα γένια του μαύρα, κατσαρά σύμφωνα με τη μόδα των Ασσυρίων, το χρώμα του μπρούτζινο ανοικτό, η έκφραση πονηριάς και άγριας ηδυπάθειας αποτυπώνεται στο πρόσωπό του, οι στιβαρές μορφές του σώματος του και τα πλούσια ρούχα του αποκάλυπταν έναν από αυτούς τους Ασιάτες τους οποίους οι Έλληνες αποκαλούσαν βαρβάρους.
Φορούσε στο κεφάλι ένα μπλε σκούφο φτιαγμένο σαν κεφάλι ψαριού και σπαρμένο με αστέρια. Φορούσε πορφυρή τήβεννο, κεντημένη με εικόνες ζώων, και κρατούσε στο ένα χέρι ένα κουπί, και στο άλλο πινακίδες. Δεν ταράχτηκα καθόλου στη θέα του. Το να εμφανίζονται φαντάσματα μέσα στη βιβλιοθήκη, τίποτα πιο φυσικό. Που θα εμφανίζονταν οι σκιές των νεκρών, εάν όχι στο μέσο σημείων τα οποία κρατούν την ανάμνησή τους; Κάλεσα τον ξένο να καθίσει. Δεν έκανε τίποτα.
– Αφήστε, μου λέει, και κάντε σαν να μην είμαι εδώ, σας παρακαλώ. Ήρθα να κοιτάξω αυτά που γράφετε πάνω σε αυτό το άσχημο χαρτί. Με ευχαριστούν, δεν με ανησυχούν με κανένα τρόπο οι ιδέες που μπορείτε να εκφράζετε. Αλλά έχω άπειρο ενδιαφέρον για τους χαρακτήρες που χαράζετε. Παρά τις τροποποιήσεις που έχουν υποστεί σε είκοσι οκτώ αιώνων χρήση, τα γράμματα που βγαίνουν από την πένα σας δεν μου είναι καθόλου ξένα. Αναγνωρίζω αυτό το B το οποίο, στην εποχή μου, ονομαζόταν beth, δηλαδή σπίτι. Να το L που το ονομάζαμε lamed,επειδή είχε τη μορφή του κεντριού. Αυτό το G προέρχεται από το δικό μας gimel, στο λαιμό της καμήλας, και αυτό το A, βγαίνει από το δικό μας aleph, με κεφάλι βοδιού. Σε ότι αφορά το D που το βλέπω εδώ, θα παρίστανε τόσο πιστά όσο το daleth, το οποίο το γέννησε, την τριγωνική είσοδο της σκηνής που ήταν φυτεμένη στην άμμο της ερήμου, εάν με πρόχειρη γραφή δεν είχατε στρογγυλέψει το περίγραμμα αυτού του σημείου μιας αρχαίας και νομαδικής ζωής. Έχετε αλλάξει το daleth όπως όλα τα γράμματα του αλφαβήτου μου. Αλλά δεν σας κατηγορώ. Ήταν για να πάνε πιο γρήγορα. Ο χρόνος είναι πολύτιμος. Ο χρόνος, είναι η σκόνη χρυσού, ελεφαντόδοντα και φτερά στρουθοκαμήλου. Η ζωή είναι σύντομη. Πρέπει, χωρίς να χάνουμε ούτε στιγμή, να διαπραγματευόμαστε και να ταξιδεύουμε, ώστε να κερδίζουμε πλούτη, για να γερνάμε ευτυχισμένοι και αξιοσέβαστοι…..
– Κύριε, του λέω, από την εμφάνιση σας όπως και από τα λόγια σας, σας αναγνωρίζω ως αρχαίο Φοίνικα.
Μου απάντησε απλά:
– Είμαι ο Κάδμος, η σκιά του Κάδμου.
– Σε αυτή την περίπτωση, απάντησα, δεν υπάρχετε κανονικά. Είστε μυθικός και αλληγορικός. Επειδή είναι αδύνατον να δώσουμε πίστη σε όλα αυτά τα οποία έχουν πει για σας οι Έλληνες. Διηγούνται ότι έχετε σκοτώσει, δίπλα στην πηγή του Άρη, έναν δράκο που από το στόμα του ξέρναγε φλόγες, και έχοντας ξεριζώσει τα δόντια του τέρατος τα είχατε σπείρει στη γη όπου μεταβάλλονταν σε ανθρώπους. Είναι μύθοι, και εσείς ο ίδιος, κύριε, είστε μυθικός.
– Ότι έχω γίνει τέτοιος με την πάροδο των ετών, μπορεί, και ότι τα μεγάλα παιδιά τα οποία ονομάζετε Έλληνες έχουν ανακατέψει μύθους στη μνήμη μου, το πιστεύω, αλλά δεν με ανησυχεί καθόλου. Δεν με ανησυχούσε ποτέ αυτό που θα σκεπτόντουσαν για μένα μετά τον θάνατο μου. Οι ανησυχίες μου και η ελπίδες μου δεν πήγαιναν πέραν από αυτή τη ζωή την οποίαν απόλαυσα πάνω στη γη, και είναι η μόνη την οποία γνωρίζω ακόμη.
Επειδή δεν ονομάζω ζωή το να πλανιέται κάποιος σαν μάταιη σκιά μέσα στη σκόνη των βιβλιοθηκών και να εμφανίζεται αμυδρά στον κ. Ερνέστο Ρενάν ή τον κ. Φιλίπ Μπερζέ . Και αυτή η κατάσταση του φαντάσματος μου φαίνεται τόσο περισσότερο θλιβερή μια και πέρασα, στη ζωή μου, την πιο ενεργητική και την πιο γεμάτη ύπαρξη. Δεν με ευχαριστούσε καθόλου να σπέρνω στα χωράφια της Βοιωτίας δόντια φιδιών, εκτός εάν αυτά τα δόντια δεν ήταν το μίσος και η ζήλια τα οποία γεννούσαν μέσα στην ψυχή των ποιμένων του Κιθαιρώνα ο πλούτος μου και η δύναμη μου.
Έχω ταξιδέψει σε όλη μου τη ζωή. Στο μαύρο μου πλοίο, που έφερε στην πλώρη του έναν κόκκινο και τερατώδη νάνο, φύλακα των θησαυρών μου, που παρατηρώντας τους επτά Καβίρους οι οποίοι πλέουν με τον ουρανό στην αστραφτερή βάρκα τους, οδηγώντας την πορεία μου με αυτό το ακίνητο άστρο το οποίο οι Έλληνες ονόμαζαν, εξ’ αιτίας μου, Φοινικικό, έχω διασχίσει όλες τις θάλασσες και πλεύρισα σε όλες τις ακτές. Πήγα να αναζητήσω το χρυσάφι της Κολχίδας, το σίδηρο των Χαλύβων , τα μαργαριτάρια της Οφίρ , το ασήμι της Ταρτησσου. Πήρα από την Μπετίκ το σίδηρο, τον μόλυβδο, τον κινναβαρίτη, το μέλι, το κερί και την πίσσα, και διασχίζοντας τα όρια του κόσμου, έτρεξα κάτω από τις ομίχλες του Ωκεανού μέχρι το σκοτεινό νησί των Βρετόνων, όπου γέρασα, με λευκά μαλλιά, πλούσιος από κασσίτερο που οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες και οι Ιταλιώτες μου αγόραζαν με το βάρος του χρυσού.
Η Μεσόγειος ήταν λοιπόν η λίμνη μου. Θεμελίωσα στις ακόμη άγριες ακτές της ορισμένα από τα εμπορικά πρακτορεία, και αυτή η περίφημη Θήβα δεν είναι παρά μια πολίχνη όπου φύλαγα το χρυσάφι. Βρήκα στην Ελλάδα άγριους οπλισμένους με κέρατα ελαφιών και με σπασμένες πέτρες. Τους έδωσα το χαλκό, και από μένα γνώρισαν όλες τις τέχνες. ….
Αισθανόμουν στο βλέμμα του και στα λόγια του μια σκληρότητα που πληγώνει, του απάντησα χωρίς φιλία:
– Ω! ήσασταν ενεργητικός και έξυπνος διαπραγματευτής. Αλλά δεν είχατε καθόλου ηθικούς ενδοιασμούς, και συμπεριφερόσασταν, ευκαιριακά, ως αληθινός πειρατής. Όταν πλευρίζατε σε μια ακτή της Ελλάδας ή σε νησιά, φροντίζατε να απλώνετε στην ακτή κοσμήματα και πλούσια υφάσματα, και εάν τα κορίτσια της ακτής, οδηγημένα από ακαταμάχητη έλξη, έρχονταν μόνα τους, εν αγνοία των γονέων τους, να θαυμάσουν επιθυμητά πράγματα, οι ναυτικοί σου άρπαζαν αυτές τις παρθένες οι οποίες μάταια φώναζαν και έκλαιγαν, και τις πέταγαν, δεμένες και τρέμοντας, στα βάθη των πλοίων σας, να τα φυλάει ο κόκκινος νάνος. Έτσι, εσείς και οι δικοί σας, δεν κλέψατε την νεαρή Ιώ , κόρη του βασιλιά Ίναχου , για να την πουλήσετε στην Αίγυπτο;
– Είναι πολύ πιθανόν. Αυτός ο βασιλιάς Ίναχος ήταν αρχηγός μια μικρής άγριας φυλής. Η κόρη του ήταν λευκή, με λεπτά και αγνά χαρακτηριστικά. Οι σχέσεις ανάμεσα στους άγριους και τους πολιτισμένους ανθρώπους ήταν πάντοτε οι ίδιες.
– Είναι αλήθεια, αλλά οι Φοίνικες σας διέπραξαν φοβερές κλοπές στον κόσμο. Δεν φοβόντουσαν να κλέψουν σαρκοφάγους και να ξεγυμνώσουν τους υπόγειους ναούς και τάφους για να εμπλουτίσουν τις νεκροπόλεις του Τζουμπάϊλ .
– Ειλικρινά, κύριε, είναι αυτές εδώ κατηγορίες να κάνει κανείς ενάντια σε έναν πολύ αρχαίο άνδρα, ενάντια σε αυτόν τον οποίον ο Σοφοκλής ονόμαζε ήδη αρχαίο Κάδμο; Εδώ και μόλις πέντε λεπτά συνομιλούμε μέσα στο γραφείο σας και ξεχνάτε εντελώς ότι είμαι παλαιότερος από σας κατά είκοσι οκτώ αιώνες. Να αναγνωρίσετε σε μένα, αγαπητέ κύριε, έναν γέρο Χαναναίο που δεν πρέπει να φιλονικεί για μερικά κιβώτια από μούμιες και μερικά άγρια κορίτσια κλεμμένα στην Αίγυπτο και την Ελλάδα. Να θαυμάζετε μάλλον τη δύναμη της εξυπνάδας μου και την ομορφιά της δεξιοτεχνίας μου.
Σας μίλησα για τα ταξίδια μου. Θα μπορούσα να σας δείξω τα καραβάνια μου που πήγαιναν να βρουν στην Υεμένη λιβάνι και μύρο, στην Χαρράν τους πολύτιμους λίθους και τα μπαχαρικά, στην Αιθιοπία το ελεφαντόδοντο και τον έβενο. Αλλά η δραστηριότητα μου δεν εκδηλωνόταν μόνο στην ανταλλαγή και την διαπραγμάτευση. Ήμουν επιδέξιος κατασκευαστής, τότε που ο κόσμος γύρο μου κοιμόταν μέσα στη βαρβαρότητα. Μεταλλουργός, βαφέας, υαλουργός, κοσμηματοποιός, ασκούσα το πνεύμα μου σε αυτές τις τέχνες της φωτιάς, τόσο θαυμάσιες που μοιάζουν με μαγικές. Κοιτάχτε τα αγγεία τα οποία έχω σκαλίσει και θαυμάστε το λεπτό γούστο του παλαιού κοσμηματοποιού της Χαναάν!
Και δεν ήμουν λιγότερο αξιοθαύμαστος στις αγροτικές εργασίες. Από αυτή την στενή λωρίδα γης τη στρυμωγμένη ανάμεσα στον Λίβανο και τη θάλασσα, έφτιαξα έναν θαυμάσιο κήπο. Βρίσκουν ακόμη τις στέρνες τις οποίες έσκαψα. Ένας από τους καθηγητές σας είπε: « Μόνο ο άνθρωπος τη Χαναάν μπορούσε να κτίσει πατητήρια για μια αιωνιότητα».
Γνωρίστε καλύτερα τον γέρο Κάδμο. Έκανα να περάσουν όλοι οι λαοί της Μεσογείου από την λίθινη εποχή στην εποχή του χαλκού. Έμαθα στους Έλληνες σας τις βασικές αρχές όλων των τεχνών. Σε ανταλλαγή του σιταριού, του οίνου και των δερμάτων των ζώων τα οποία μου έφερναν, τους έδινα αγγεία όπου φιλιόντουσαν μεταξύ τους περιστέρια και γήινα ειδώλια, τα οποία έχουν αντιγράψει έκτοτε, κανονίζοντας τα σύμφωνα με το γούστο τους. Τελικά, τους έδωσα το αλφάβητο χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσαν ούτε να αποτυπώσουν ούτε ακόμη να καθορίσουν τις σκέψεις τους τις οποίες εσείς θαυμάζετε.
Να τι έκανε ο γέρο Κάδμος. Δεν το έκανε ούτε από φιλανθρωπία για το ανθρώπινο γένος ούτε από την επιθυμία μιας μάταιης δόξας, αλλά από την αγάπη της κερδοσκοπίας και ενόψει ενός απτού και βέβαιου κέρδους. Το έκανε για να πλουτίσει και με την επιθυμία να πίνει στα γεράματα του οίνο μέσα από χρυσά κύπελα, πάνω σε ένα τραπέζι από ασήμι, ανάμεσα σε λευκές γυναίκες που να χορεύουν αισθησιακούς χορούς και να παίζουν άρπα.
Επειδή ο γέρος Κάδμος δεν πιστεύει ούτε στην καλοσύνη ούτε στην αρετή. Γνωρίζει ότι οι άνθρωποι είναι κακοί και ότι, πιο ισχυροί από τους ανθρώπους, οι θεοί είναι χειρότεροι. Τους φοβάται, προσπαθεί να τους κατευνάσει με αιματηρές θυσίες. Δεν του αρέσουν καθόλου. Δεν αγαπά παρά τον ίδιο τον εαυτό του. Ζωγραφίζω τον εαυτό μου όπως είμαι. Αλλά να θεωρήσετε ότι, εάν δεν είχα αναζητήσει τις βίαιες ηδονές των αισθήσεων, δεν θα είχα εργαστεί για να πλουτίσω, δεν θα είχα εφεύρει τις τέχνες τις οποίες απολαμβάνετε ακόμη και σήμερα.
Και επειδή τελικά, αγαπητέ κύριε, μην έχοντας αρκετό μυαλό για να γίνετε έμπορος, είστε γραφιάς και γράφετε με τον τρόπο των Ελλήνων, θα έπρεπε να με τιμάτε όμοια με έναν θεό, εμένα, στον οποίον οφείλετε το αλφάβητο. Είμαι ο εφευρέτης του. Νομίζετε ότι δεν το δημιούργησα παρά για την ευκολία του εμπορίου μου και χωρίς να προβλέψουν οι λιγότεροι στον κόσμο τη χρήση την οποίαν θα έκαναν αργότερα οι μορφωμένοι λαοί.
Μου χρειαζόταν ένα σύστημα σημείων απλό και ταχύ. Πήρα ευχαρίστως από τους γείτονες μου, έχοντας τη συνήθεια να παίρνω από αυτούς ότι μπορούσε να μου ταιριάζει. Δεν καυχιέμαι ότι έχω πρωτοτυπία, η γλώσσα μου είναι σημιτική, η γλυπτική μου είναι πότε Αιγυπτιακή και πότε Βαβυλωνιακή. Εάν είχα καλή γραφή στα χέρια μου, δεν θα έμπαινα στα έξοδα της εφεύρεσης σε αυτό το θέμα. Αλλά ούτε τα ιερογλυφικά των λαών τους οποίους ονομάζετε σήμερα, χωρίς να γνωρίζετε, Χεττίτες ή Χεταίους, ούτε η ιερή γραφή των Αιγυπτίων θα κάλυπτε τις ανάγκες μου. Αυτές ήταν πολύπλοκές και αργές γραφές, κατασκευασμένες καλύτερα για να απλώνονται στους τοίχους των ναών και στους τάφους παρά για να τυπώνονται πάνω στις πινακίδες ενός διαπραγματευτή.
Το ίδιο σύντομη και πρόχειρη, η γραφή των Αιγυπτίων κρατούσε ακόμη, από τον πρώτο της τύπο, το βάρος, τη δυσκολία και την αναποφασιστικότητα. Ολόκληρο το σύστημα ήταν κακό. Τα απλοποιημένα ιερογλυφικά παρέμεναν ακόμη ιερογλυφικά, δηλαδή κάτι τρομερά συγκεχυμένο. Γνωρίζετε πως οι Αιγύπτιοι αναμίγνυαν στα ιερογλυφικά τους, τόσο τέλεια όσο και σύντομα, τα σημεία που αναπαριστούσαν ιδέες με σημεία που αναπαριστούσαν ήχους. Με εξυπνάδα, πήρα είκοσι δύο από αυτά τα αναρίθμητα σημεία και έφτιαξα από αυτά τα είκοσι δύο γράμματα του αλφαβήτου μου. Γράμματα, δηλαδή σημεία που αντιστοιχούν το καθένα σε έναν μοναδικό ήχο, και που παρέχουν με τον γρήγορο και εύκολο συνδυασμό τους το μέσο να περιγράψουμε πιστά όλους τους ήχους! Δεν ήταν καθόλου πανέξυπνο; ..
Ανατόλ Φρανς, Le jardin d’Épicure, 1894 (Ο κήπος του Επίκουρου),
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου