Με τον πρώτο συνομιλητή του, ο μεγάλος φιλόσοφος, επιχειρεί να συνεξετάσει τι αποτελεί περιουσία και τι όχι.
Ο Κριτόβουλος φαίνεται να αναρωτιέται, λοιπόν, πώς είναι δυνατόν κάποιοι να μην μπορούν να ευδοκιμήσουν, ενώ διαθέτουν και γνώσεις και κεφάλαια. Ο Σωκράτης, τότε επισημαίνει ότι ο Κριτόβουλος αναφέρεται σε δούλους. Παρόλα αυτά ο συνομιλητής του επιμένει ότι μιλά για ελεύθερους ανθρώπους. Ο τρόπος που του απαντά ο φιλόσοφος έχει όπως φαίνεται διαχρονικό χαρακτήρα.
«Ξέρεις δα, ότι είναι πολύ κακά αφεντικά η κακία, η τεμπελιά, η μαλθακότητα της ψυχής και η αμέλεια. Υπάρχουν και μερικές δέσποινες, που προσποιούνται ότι είναι ηδονές. Οι κυβείες και οι ανώφελες συναναστροφές με ανθρώπους, που καθώς περνάει ο καιρός, γίνεται φανερό ακόμη και στους εξαπατημένους ότι είναι ουσία λύπες που φορούν το προκάλυμμα της ηδονής, τους εμποδίζουν να κάνουν έργα ωφέλιμα και τους εξουσιάζουν. Αυτοί που επινοούν τρόπους να κερδίσουν εύκολα χρήματα είναι δούλοι πολύ σκληρών αφεντικών: της λαιμαργίας, της ασέλγειας της μέθης, δούλοι ανόητων και δαπανηρών φιλοδοξιών. Όλα αυτά τα κακά τους κυριεύουν, κι όσο τους βλέπουν να εργάζονται ακμαίοι και δυνατοί, τους παρασύρουν και τους κάνουν να ξοδεύουν όσα βγάζουν από την εργασία τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους».
Φτάνουν λοιπόν, οι δύο συνομιλητές, ο Σωκράτης και ο Κριτόβουλος, να συμφωνούν ότι κάτι γίνεται περιουσία μας, μόνο αν γνωρίζουμε πώς να το χρησιμοποιούμε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου