«Γιατί ανάμεσα στους εξαίρετους και πράγματι θεϊκούς θεσμούς που η Αθήνα σας έχει γεννήσει και φέρει στην ανθρωπότητα, καμία κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καλύτερη από αυτά τα Μυστήρια. Γιατί μέσω αυτών αποβάλαμε το βάρβαρο και άγριο τρόπο ζωής και μορφωθήκαμε και εκπολιτιστήκαμε. Και «μύησις» καθώς αποκαλείται, πράγματι μάθαμε τις απαρχές της ζωής και αποκτήσαμε τη δύναμη όχι μόνο να ζούμε ευτυχισμένοι, αλλά και να πεθαίνουμε με μια καλύτερη ελπίδα.»
Κικέρων, Περί νόμων, Βιβλίο Β΄, 36.
Τα Ελευσίνια Μυστήρια καλύπτουν μια περίοδο χιλίων ετών (από το 1450 π.Χ. περίπου έως το 392 π.Χ) κατά την διάρκεια των οποίων χιλιάδες άνθρωποι μυήθηκαν από την Ελλάδα και τη Ρώμη.
Περί το 1500 π.Χ., κατά τη διάρκεια της Μυκηναϊκής περιόδου, εμφανίζεται το μέγαρον στη θέση του οποίου θα ανεγερθεί την εποχή του Σόλωνα το πρώτο κτίσμα τελεστηρίου, το οποίο αργότερα επεκτάθηκε σημαντικά από τον Πεισίστρατο, το Τελεστήριον.
Κατά τους Ομηρικούς χρόνους όταν μετατρέπεται σε πανελλήνια γιορτή της Δήμητρας και της Κόρης, τον 7ο αι. π.Χ. το ιερό στην Ελευσίνα επεκτείνεται με μεγαλύτερη επέκταση να σημειώνεται στα χρόνια του Περικλή τον 5ο αι. π.Χ.
Οι τελετές της Δήμητρας και της Περσεφόνης στα Ελευσίνια μυστήρια, συνδέονται με τον αγροτικό και βλαστικό κύκλο και διακρίνονταν στα Μικρά και Μεγάλα.
Τα Μικρά Μυστήρια πραγματοποιούνταν κατά το μήνα Ανθεστηριώνα (Φεβρουάριος/Μάρτιος - εαρινή ισημερία) στο δήμο της Άγρας ή των Αγρών, και ήταν προπαρασκευαστικά των Μεγάλων Μυστηρίων με καθαρμούς που τελούνταν στον Ιλισσό.
Τα Μεγάλα Ελευσίνια πραγματοποιούνταν στην Ελευσίνα κατά το μήνα Βοηδρομιώνα (περίπου τον Σεπτέμβριο-αρχή Οκτωβρίου - φθινοπωρινή ισημερία.), περίπου έξι μήνες μετά τα Μικρά Μυστήρια, και διαρκούσαν δέκα ημέρες, από τις 14 έως τις 23 του μήνα.
Τα Μικρά Μυστήρια σχετίζονταν με τα Θαλύσια, μια αγροτική εορτή συγκομιδής του σίτου πριν την καλοκαιρινή ξηρασία και την αποθήκευσή του σε υπόγειες αποθήκες.
Παρά τον προπαρασκευαστικό τους χαρακτήρα και τις ελάχιστες μαρτυρίες που υπάρχουν, εντούτοις διέθεταν τις δικές τους ιεροτελεστίες, απλούστερες εκείνων των Μεγάλων Μυστηρίων, οι οποίες περιλάμβαναν θυσία στις δύο θεαινές Δήμητρα και Περσεφόνη, νηστεία, καθάρσεις και εξαγνιστικά λουτρά των μυστών στον Ιλισσό ποταμό, και διδασκαλία των υποψηφίων.
Απαράβατος κανόνας και απαραίτητη προϋπόθεση συμμετοχής στα Μεγάλα Μυστήρια αποτελούσε η εκπλήρωση των Μικρών Μυστηρίων, κατάσταση που παρέμεινε ως τέτοια μέχρι τον 4ο αι. π.Χ.
Οι υποψήφιοι και για τα Μικρά και για τα Μεγάλα Μυστήρια κατέβαλαν χρηματικό ποσό κατά ημέρα σε διάφορους ιερείς ως επιτίμια.
Βασικός σκοπός των Μυστηρίων είναι η κάθαρση, ο εξαγνισμός, η τελετουργία, και η «κοινωνία» των μυστών με τις συμμετέχοντες θεότητες.
Η συμμετοχή σε μια μυστηριακή λατρεία προϋπόθετε τη μύηση του ενδιαφερόμενου μέσα από τελετές που έχουν μυστικό χαρακτήρα, οι οποίες υπόσχονταν να οδηγήσουν τον μυημένο σε μία προσωπική ένωση με τη λατρευόμενη θεότητα.
Η μύηση ταυτίζεται με την αποκάλυψη ενός μυστικού, την εισαγωγή στα μυστήρια και τη διδασκαλία των μυστικών τελετών. Τα μυστήρια μέσα από τους σχετικούς μύθους, φαίνεται πως απόβλεπαν σε μία καλύτερη ζωή (πέθαινε ο παλιός εαυτός του μύστη και αναγεννιόταν ίσως σε ένα νέο συνειδησιακό επίπεδο), και και μια καλύτερη μοίρα των μυημένων στον Κάτω Κόσμο, καθώς οι μύστες φαίνεται πως θα έχαιραν προνομιακής αντιμετώπισης κατά τη μεταθανάτια ζωή.
Οι μυημένοι μέσω της μύησης υφίσταντο μια μετατροπή της εσωτερικής τους κατάστασης, η οποία διατηρούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, γεγονός που δηλώνει τον παιδαγωγικό χαρακτήρα που ενέχει η διαδικασία της μύηση. Η μυστικότητα ήταν απόλυτη, το μυστικό δεν έπρεπε να κοινολογηθεί, ήταν «απόρρητον», «άρρητον».
Πίσω από τον μύθο των Ελευσινίων αναδύονται τέσσερις κυρίως θεότητες, η Δήμητρα, η κόρη της Περσεφόνη, ο Πλούτωνας, και ο Ιάκχος. Η απώλεια και απαγωγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, υποχρεώνει την μητέρα της Δήμητρα στην αναζήτηση της, η οποία διαρκεί εννέα ημέρες (όσες και οι ημέρες μυησης).
Η Δήμητρα η κόρη και ο Πλούτων είναι γνωστές Θεότητες της Ολύμπιας θρησκείας, με εμφανή την χθόνια προέλευση τους. Ο Ίακχος αποτελεί ένα αίνιγμα, το οποίο θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε.
Το τελετουργικό πρόγραμμα των Ελευσινίων μυστηρίων, προέβλεπε μετάβαση των ιερών της Ελευσίνας στην Αθήνα, ευλογία της πόλης και επιστροφή των ιερών δια μέσου της Ιεράς Οδού στην Ελευσίνα με όλο το πλήθος των μυστών να ακολουθούν πεζοί. Το ιερό της Δήμητρας και της Περσεφόνης, το Ελευσίνιον, ήταν κάτω από την Ακρόπολη.
Οι τελετουργίες ξεκινούσαν με θυσία και καθαρμούς, τις δημόσιες προπαρασκευαστικές τελετουργίες και θυσίες με τη συνάθροιση των μυστών για τον τελετουργικό χορό ή την πομπή, τη λεγόμενη «σύστασης», την πομπή των μυστών από το κέντρο της δημόσιας λατρείας στον ιερό χώρο (τέμενος) της λατρευόμενης θεότητας και τη μύηση (τελετή) τη συνάντηση δηλαδή με το ιερό στοιχείο, παρουσία της θεϊκής επιφάνειας.
Οι μύστες και πλήθος κόσμου, με αφετηρία την Αθήνα και μετά από εξαγνιστικές προπαρασκευές, κατέληγαν δια μέσου της ιεράς οδού στο ιερό της Ελευσίνας. Η 19η του μηνός Βοηδρομιώνος ήταν η ημέρα επιστροφής των ιερών αντικειμένων πίσω στην Ελευσίνα. Τα ιερά αντικείμενα μεταφέρονταν από τους κιστοφόρους στην Ελευσίνα. Αρχικά πορεύονταν πεζοί και στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. πάνω σε άμαξες.
Σε αυτό το σημείο έχουμε αναφορά στον Ίακχο, καθώς φέρεται το άρμα με το άγαλμα του, να ήταν επικεφαλής της πομπής. Το έπαιρναν οι ιερείς από το Ἰακχείον όπου φυλασσόταν το οποίο ήταν στεφανωμένο με μυρτιές και το συνόδευε ο Ἰακχαγωγός.
Το άγαλμα του Ίακχου έφερε στο χέρι έναν πυρσό και στο κεφάλι μύρτινο. Ο Ίακχος, μας πληροφορεί σε χρησμό ο Στράβων, είναι πνεύμα του κύκλου της Δήμητρας και ο οδηγός της πομπής.
Η πομπή ξεκινούσε από το Ελευσίνιο της Ακροπόλεως, και αφού ενωνόταν με το πλήθος των πιστών των άλλων πόλεων που περίμενε στο Πομπείο, (ένας χώρος όπου συγκεντρώνονταν πιστοί για να λάβουν μέρος στις πομπές στην Αθήνα προς τιμήν των Ολύμπιων θεοτήτων), όλοι μαζί ακολουθούσαν την Ιερά Οδό.
Οι μύστες ήταν ενδεδυμένοι λιτά και κατά την πομπή μετέφεραν σάκους που περιείχαν εφόδια και την εορταστική τους περιβολή για τα Μυστήρια. Κατά τη διαδρομή των είκοσι χιλιομέτρων πραγματοποιούνταν στάσεις, θυσίες, σπονδές και ικεσίες.
Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί πως οι αποδιδόμενες τιμές στον Ίακχο ήταν το αποτέλεσμα της δικής του συμβολής και βοήθειας στη νίκη των Αθηναίων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Στον Πλούταρχο ο θεός εμφανίζεται ως ο ίδιος ο Διόνυσος, ως η πανηγυρική πομπή, ως η προσωποποιημένη φωνή των πιστών και ως ο αδόμενος ύμνος τους. Ο Στράβων τον αποκαλεί αρχηγέτη των μυστηρίων, της Δήμητρος δαίμονα.
Ο Νόννος στα «Διονυσιακά» γράφει ότι ήταν παιδί του Διονύσου και της νύμφης Αύρας που το ανέθρεψε η Αθηνά και μετά τον έδωσε στις Βάκχες της Ελευσίνας. Τον ονομάζει επίσης «τρίτον Διόνυσον», μετά τον Ζαγρέα και τον γιο της Σεμέλης.
Η πομπή οδεύοντας προς την Ελευσίνα περνούσε από τη γέφυρα του Κηφισού, όπου περίμεναν άντρες έχοντας καλυμμένα τα κεφάλια τους, περιέπαιζαν τους διερχόμενους πιστούς εκτοξεύοντας υβριστικούς χαρακτηρισμούς στους επιφανείς πολίτες, που συμμετείχαν στην πομπή.
Οι πιστοί, παραμένοντας ψύχραιμοι και αμέτοχοι, διέσχιζαν τη γέφυρα χωρίς να ανταποδίδουν τις ύβρεις.
Οι «γεφυρισμοί», όπως ονομαζόταν το επεισόδιο που διαδραματιζόταν στον Κηφισό, γίνονταν προς ανάμνηση των αστεϊσμών που έκανε η Ἰάμβη στη λυπημένη Δήμητρα, στην προσπάθειά της να την κάνει να γελάσει.
Η πομπή έφθανε στην Ελευσίνα, όταν έπεφτε η νύχτα την ώρα που ξεκινούσε η 20η Βοηδρομιώνος. Οι εορταστικές εκδηλώσεις την πρώτη νύχτα στην Ελευσίνα ολοκληρώνονταν με μια τελετή που γινόταν προς τιμήν του Ἰάκχου.
Η Υποδοχή του Ἰάκχου, όπως ονομαζόταν, τελούνταν με τις δέουσες τιμές και σεβασμό, όπως άρμοζε στον επικεφαλής της πομπής.
Ο Ίακχος ήταν επισκέπτης στην Ελευσίνα και οι κάτοικοι της πόλης φρόντιζαν για τη φιλοξενία του. Δεδομένου, ότι ο θεός δεν είχε στην Ελευσίνα κάποιον προσωπικό ναό ή κάποιον ιερό χώρο όπου θα μπορούσε να τοποθετηθεί το άγαλμά του, οι ελευσίνιοι το φιλοξενούσαν σε έναν ναό ή στην οικία κάποιου ιδιώτη.
Την 21η ημέρα του μήνα οι υποψήφιοι μύστες εισέρχονταν στο Τελεστήριο για να λάβουν μέρος στην τελετουργική διαδικασία της μύησης. Οι τελετουργίες της µύησης περιελάμβαναν τα «δρώµενα», τα «δεικνύµενα» και τα «λεγόµενα».
Οι μύστες παρακολουθούσαν μέσα στο τελεστήριον, από τους ιερείς, ένα θείο δράμα, την αρπαγή και το γάμο του Πλούτωνα με την Περσεφόνη, δηλαδή του Άδη, του θανάτου, με την κόρη της Δήμητρας, την γενεσιουργό δύναμη της φύσης.
Ο γάμος αυτός με την κατάβαση στον Άδη και την άνοδο κατόπιν της Περσεφόνης ξανά στη γη συμβόλιζε και θαυματουργικά ενεργοποιούσε για τους μύστες τον ανανεωτικό ρυθμό της φύσης, που με το θάνατο του παλιού προκαλεί τη γέννηση του καινούριου και εξασφαλίζει την αιωνιότητα.
Το θείο παιδί που γεννιόταν από αυτό τον γάμο, προσαγορευόταν Ίακχος, από το επιφώνημα, την ιαχή για την έλευσή του. Φαίνεται πως στα πλαίσια της αλληλοσύνδεσης και αλληλοεξάρτησης ανθρώπου και φύσεως (βλέπε σχετικά τον Ερμητικός νόμος της αναλογίας), υπάρχει συσχέτιση του αφανή βλαστικού σπόρου ο οποίος κρύβεται στα σπλάχνα της γης (Περσεφόνη), με την αθάνατη ψυχή του ανθρώπου (Ίακχος), η οποία ενσαρκώνεται στο υλικό πεδίο με την γέννηση του ανθρώπου στην Γη (Γαία- Δήμητρα). Το Θείο παιδί είναι πλέον τέκνο ενός ιερού γάμου, κατ' αντιστοιχία της τεκνοποίησης σε ανθρώπινο επίπεδο.
Δεν ίσως είναι τυχαίο, πώς ένα από τα ιερά αντικείμενα στις Ελευσίνιες στις τελετουργίες ήταν το λίκνο το οποίο φαίνεται πως περιείχε κάποιους ιερούς καρπούς, και τον οποίο κουνούσαν πάνω από το κεφάλι του μυούμενου (Βλέπε την τεφροδόχο η οποία είναι γνωστή σαν Urna Lovatelli.Το ανάγλυφο απεικονίζει την μύηση του Ηρακλή στα Ελευσίνια).
Λίκνος είναι το γεωργικό καλάθι με το οποίο λίχνιζαν- κοσκίνιζαν τους κόκκους των δημητριακών. Ο Ησύχιος ετυμολογεί την λέξη Λικνίτης ως προσωνυμιών του Θεού, από το λίκνο που βάζουν να κοιμηθούν τα παιδιά.
Σε αυτό επίσης τοποθετούσαν τα νεογέννητα παιδιά τους θεοί και άνθρωποι σε μια πράξη ίσως ομοιοπαθητικής μαγείας. Το νιογέννητο βρέφος ξεχωρίζει- καθαρίζει από όλα τα μιαρά, και ξεκινά ως νέο βλαστάρι τον αιώνιο κύκλο της ανάπτυξης και του θανάτου.
Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, τα καλαθόπλεκτα σκεύη τα έφτιαξε ο Κέλεος για τον άνθρωπο, πυκνά πλέγματα από κουμαριά, το μυστικό λίκνο του Ίακχου. Το λιχνιστήρι (λίκνο) ήταν ιερό σκεύος της Θεάς Δήμητρας, καθώς το χρησιμοποιούσαν για να αερίζουν, να λιχνίζουν το σιτάρι της. (Βιργ. Γεωργικα i.165).
Κατ’ αντιστοιχία, το μυστικό λίκνο του Ίακχου, είναι σαν το κόσκινο του αλωνιού, διότι η τελετές του Ίακχου σχετίζονταν με τον καθαρμό της ψυχής, συνεπώς οι μύστες εξαγνίζονταν με τα μυστήρια του, όπως καθαρίζονταν ο σπόρος με τα λιχνιστήρια (λίκνα).
Φαίνεται πως ο Ίακχος, σχετίζεται με τον Θεό Διόνυσο όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο οποίος αναγνωρίζεται και ως βλαστική θεότητα, για αυτό και αναφέρεται ως Δενδρίτης.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί η σχέση της Δήμητρας με το Διόνυσο, καθώς μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, χθόνια φύση, η σύνδεσή τους με τη γονιμότητα της γης, η οποία παρουσιάζεται ως θεϊκή προσφορά των θεοτήτων αυτών προς την ανθρωπότητα.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο T. A. Spencer: «Ο Διόνυσος, φυσικά, συνδέεται με τη Δήμητρα καθώς και οι δυο είναι θεότητες του κρασιού και του ψωμιού αντίστοιχα: το σώμα και το αίμα της γης. Το μοναδικό ανάμεσα σε αυτούς του θεούς είναι το ότι είναι καλοκάγαθοι προς τους θνητούς με τις θείες δωρεές τους, το ψωμί και το κρασί. Το ψωμί για να συντηρούνται και το κρασί για να ξεχνούν».
Η λατρεία της Δήμητρας βέβαια προηγείται του Διονύσου ο οποίος φαίνεται πως εισήχθη κάποια στιγμή στο Ολύμπιο Πάνθεο.
Στοιχεία σχετικά με τον Ίακχο βρίσκουμε επίσης στους βάτραχους του Αριστοφάνη. Ο Ίακχος εδώ, παρουσιάζεται ως δαίμων της Δήμητρας, και ως το φωτεινό άστρο της νυκτερινής πομπής των μυστών «Ἴακχ᾽ ὦ Ἴακχε, νυκτέρου τελετῆς φωσφόρος ἀστήρ» (στ. 341-42).
Σε ένα άλλο χωρίο των βατράχων ο χορός αναφέρει στην επίκληση του : «Ἴακχ᾽ ὦ Ἴακχε, ἐλθὲ τόνδ᾽ ἀνὰ λειμῶνα χορεύσων» (στ. 325-6), ζητά από τον θεό να έλθει να δώσει την χαρά, καθώς αυτός είναι ο «φωσφόρος ἀστὴρ νυκτέρου τελετῆς (στ. 342), ο οποίος φλογὶ φέγγεται λειμών » (στ.343).
Ο λειμών για τους μύστες είναι ο ἀσφόδελος λειμών που αναφέρει ο Όμηρος στην Οδύσσεια (λ 539), ο τόπος όπου οι ψυχές των νεκρών περιπλανώνται χωρίς σκοπό και οπού δέχονται τις σπονδές που τους προσφέρουν οι ζωντανοί.
Το ταξίδι, λοιπόν, το οποίο αποτελούσε πρότυπη εικόνα της μυητικής διαδικασίας των Ελευσινίων Μυστηρίων, εξασφαλίζει στους νέους μύστες τη μεταθανάτια ευδαιμονία.
Όσοι λάμβαναν μέρος για πρώτη φορά στις τελετουργίες ονομάζονταν «μύσται», και ο καθένας είχε τον «μυσταγωγό» του.
Μύστης αποκαλείται ο μυούμενος και μυσταγωγός ο διδάσκαλος. Με τις τελετουργικές αυτές πράξεις οι μύσται από το φόβο του θανάτου περνούσαν στην αγαλλίαση για μια ευτυχισμένη μεταθανάτια ζωή που υποσχόταν η λατρεία.
Στον Ομηρικό Ύμνο, η Δήμητρα δίνει την εξής υπόσχεση:
«Μακάριος ο θνητός που είδε αυτά τα πράγματα. Όποιος δεν έχει μυηθεί στις ιερές τελετές και δεν συμμετέχει σ’ αυτές, δεν θα μοιραστεί ποτέ τα ίδια πράγματα όταν πεθάνει και πάει κάτω από το μουχλιασμένο σκοτάδι». Οι ανόσιοι και οι αμύητοι έπρεπε να απομακρυνθούν από τη λιτανεία των μυημένων.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου