Ο Χέγκελ περιγράφει τη διαλεκτική κίνηση ως μια σειρά διεργασιών οι οποίες διεξάγονται κατά ορισμένες φάσεις- ή, στιγμές διαλεκτικής- που ονομάζονται: θέση, αντίθεση και σύνθεση. Η θέση είναι κατάφαση, επιβεβαίωση κάποιου πράγματος. Η άρνηση -ή αντίθεση-, σημαίνει αντίθεση μαζί και σύγκρουση. Η διαλεκτική ώθηση οδηγεί στο όραμα του συνόλου, σε μια τρίτη στιγμή παρέμβασης ή πρόθεση λύσης της αντίφασης. Όλα αυτά καταλήγουν σε μια νέα θέση, η οποία περιλαμβάνει και συγχρόνως υπερβαίνει το αρχικό σημείο της αφετηρίας, και από κει μπορεί και πάλι ν’ αρχίσει η διαλεκτική διαδικασία.
Η διαδικασία πρέπει να τελειώνει με την πλήρη κατανόηση της πραγματικότητας και του εαυτού μας ως ολοκληρωτικής, απόλυτης γνώσης, χωρίς σύγκρουση. Στο κορυφαίο σημείο, της σύνθεσης (της ευτυχίας;), έχουν ξεπεραστεί οι αντιφάσεις, και οι στιγμές που μας επέτρεψαν να φτάσουμε ως εδώ, σ’ αυτή τη νέα φάση, τώρα πια μας αποκαλύπτονται ως αναγκαίες.
Κοιτάζουμε πίσω και συνειδητοποιούμε πως οι στιγμές εκείνες που θα θέλαμε να μην είχαμε ζήσει ποτέ, μας έκαναν να φτάσουμε στην απόλυτη ικανοποίηση που αισθανόμαστε τώρα.
Θέση: Συνάντηση με τον εαυτό μου και τους άλλους. Αγάπη.
Αντίθεση: Θάνατος, χωρισμός, απώλεια.
Σύνθεση: Ευτυχία, υπέρτατη φάση, ολοκλήρωση του ατόμου.
Οι δυσκολίες, λοιπόν, μας αποκαλύπτονται ως θετικές φάσεις στη ζωή μας, αφού αυτές είναι που μας επιτρέπουν να φτάσουμε στην ευτυχία.
Νομίζουμε συχνά ότι η σύγκρουση και η ματαίωση σηματοδοτούν την απώλεια της ευτυχίας. Το δίχως άλλο, αυτό συμβαίνει μόνο αν ταυτίζει κανείς την ευτυχία με μια παιδαριώδη στάση απέναντι στη ζωή, μια στάση που διέπεται από την επιθυμία της απέραντης ικανοποίησης, λειτουργώντας με την αρχή της ευχαρίστησης.
Οι απώλειες οδηγούν πάντα το άτομο σε συνθήκες κρίσης, όχι όμως αναγκαστικά και στην απώλεια της ευτυχίας.
Η λέξη κρίση- το λέω πάντα- είναι ένας όρος που συνδέεται αδικαιολόγητα με κάτι αρνητικό. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι “κρίση” σημαίνει, κατά βάση, “αλλαγή”, και η κοινωνία μας φοβάται την αλλαγή- προτιμά να μένει στη σιγουριά της σταθερότητας.
Το διαφορετικό το φοβόμαστε και το απορρίπτουμε.
Ασφαλώς, προχωρώ σημαίνει: “αφήνω πίσω αυτό που δεν υπάρχει πια, κι έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι άλλο.”
Ο μόνος φόβος που θα ’θελα να νιώθεις μπροστά
σε μια αλλαγή, είναι μήπως δεν μπορείς ν’ αλλάξεις.
Να νομίζεις πως είσαι δεμένος στο παρελθόν
και να συνεχίζεις όπως παλιά, απαράλλαχτος.
Η Δύση νομίζει πως η ζωή είναι μικρή. Λένε πως από την ώρα που γεννιόμαστε, κάθε λεπτό, ερχόμαστε και λίγο πιο κοντά στον θάνατο, κι αυτό φέρνει ένταση, άγχος, αγωνία.
Όλα τα καλά, κάθε πολυτέλεια, όλα τα πλούτη χάνουν το νόημά τους, αφού δεν μπορούμε να τα πάρουμε μαζί μας.
Στη Δύση, προχωράει κανείς μόνο προς τον θάνατο.
Η Ανατολή, αντίθετα, είναι πιο χαλαρή. Πρώτον, γιατί δεν δίνει τόση σημασία στον θάνατο. Τον θεωρεί, απλώς, μια αλλαγή μορφής. Δεύτερον, μιας και δεν υπάρχει τέλος (παρά μόνο αλλαγή), μπορεί κανείς να ζει χαλαρός, έχοντας συναίσθηση του εσωτερικού του πλούτου που θα τον συνοδεύει όπου κι αν πάει- ακόμη και πέρα απ’ τη ζωή. Ο θάνατος δεν μπορεί να του τον αφαιρέσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου