ΞΕΝΟΦΩΝ, περ. 430-μετά 355 π.Χ.
Απομνημονεύματα Δ’, II, 36 κ.εξ.
— Επειδή ετοιμάζεσαι να κυβερνήσεις μια πόλη με δημοκρατικό πολίτευμα, είπε ο Σωκράτης, είμαι σίγουρος ότι ξέρεις τι είναι δημοκρατία.
— Οπωσδήποτε, απάντησε ο Ευθύδημος.
— Νομίζεις λοιπόν ότι είναι δυνατό να γνωρίζει κάποιος τι είναι δημοκρατία, χωρίς να ξέρει τι είναι λαός;
— Όχι βέβαια.
— Και τι νομίζεις ότι είναι λαός;
— Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι είναι οι φτωχοί πολίτες.
— Γνωρίζεις λοιπόν τους φτωχούς;
— Πώς είναι δυνατόν να μην τους γνωρίζω;
— Ξέρεις, επομένως, και τους πλουσίους;
— Όσο και τους φτωχούς.
— Ποιους ονομάζεις λοιπόν φτωχούς και ποιους πλούσιους;
— Φτωχοί είναι, νομίζω, όσοι δεν έχουν αρκετά για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, και πλούσιοι όσοι έχουν περισσότερα από τα αρκετά.
— Ξέρεις όμως ότι μερικοί, ενώ έχουν πολύ λίγα, όχι μόνο τους είναι αρκετά αλλά και τους περισσεύουν, ενώ άλλοι έχουν πάρα πολλά που δεν τους είναι αρκετά;
— Μα τον Δία, είπε ο Ευθύδημος, σωστά μου το υπενθυμίζεις. Ξέρω και κάποιους τυράννους που από τη φτώχεια τους αναγκάζονται να διαπράττουν αδικίες, όπως οι πάμπτωχοι.
– Άρα, είπε ο Σωκράτης, αν βέβαια αυτά είναι έτσι, θα συμπεριλάβουμε και τους τυράννους στον λαό, ενώ όσους έχουν λίγα αλλά είναι οικονόμοι θα τους θεωρήσουμε πλούσιους;
Τότε ο Ευθύδημος απάντησε:
— Η μηδαμινότητά μου με αναγκάζει φανερά να συμφωνήσω και με αυτά. Σκέφτομαι μάλιστα μήπως είναι καλύτερο για μένα να μη μιλάω, γιατί είναι πιθανό να μη γνωρίζω απολύτως τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου