Στην αρχή, όταν κάναμε τα πρώτα μας βήματα ως παιδιά, ο δρόμος ήταν πλαισιωμένος από δέντρα, άνθη, πουλιά και αγρούς. Στην πορεία, καθώς μεγαλώναμε, άρχισαν να προβάλλουν μικρά τοιχάκια που οριοθετούσαν τα περίχωρα κι έπειτα ακόμα μακρύτερα κάποιοι φράχτες, που ψήλωναν συνεχώς.
Εμείς, ωστόσο, έπρεπε να ακολουθούμε τον δρόμο των μεγάλων, ήταν αδύνατο να γυρίσουμε πίσω, ήταν αδύνατο να απομακρυνθούμε απ’ αυτόν ή να κάνουμε όπισθεν κάποια στιγμή. Και συνεχίσαμε να προχωράμε ευθεία μπροστά.
Μετά τα τοιχάκια, άρχισαν να ξεπετάγονται στην άκρη του δρόμου φράγματα και περιφράξεις, φτιαγμένα από σταυρωτά ξύλα, μέχρι που χτίστηκαν, λιθαράκι λιθαράκι, τούβλο τούβλο, οι πρώτοι τοίχοι, που ψήλωναν ολοένα και περισσότερο.
Έφτασαν μάλιστα να γίνουν τόσο ψηλοί, που έπειτα από μια συγκεκριμένη ώρα ο ήλιος δυσκολευόταν να ξεμυτίσει για να μας φωτίσει, για να μας ζεστάνει. Και μαζί με τους θεόρατους τοίχους γεννήθηκαν οι σκιές, ολοένα και πιο πελώριες, οι οποίες πέφτουν πάνω τους βαριές.
Όσο, λοιπόν, συνεχίζαμε να προχωράμε, δίχως άλλη επιλογή, τόσο απομακρυνόμασταν από την ιστορία και τη μαγεία του κόσμου της παιδικής μας ηλικίας.
Κι όλα έγιναν τετράγωνα, υπολογισμένα, ορθολογιστικά, λογικά, πραγματικά, συγκεκριμένα, χειροπιαστά, ευαπόδεικτα. Έπρεπε να αποκτήσουν όλα νόημα πάνω σε μια σκακιέρα, ανάμεσα σε τετράγωνα στα οποία έπρεπε να εφαρμόσουμε, να τα γεμίσουμε, να μετακινηθούμε.
Και στο σημείο αυτό, έχοντας πια συντελεστεί η ενηλικίωσή μας, άρχισε να κυριαρχεί η ακλόνητη άποψη, που επαναλάμβανε αδιάκοπα: «Πιστεύω μόνο ό,τι βλέπω».
Η μαγεία είχε πάψει να λειτουργεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου