Ἀχιλλέως παῖ, τόνδε τὸν ξυνέμπορον,
ὃς ἦν νεὼς σῆς σὺν δυοῖν ἄλλοιν φύλαξ,
ἐκέλευσ᾽ ἐμοί σε ποῦ κυρῶν εἴης φράσαι,
545 ἐπείπερ ἀντέκυρσα, δοξάζων μὲν οὔ,
τύχῃ δέ πως πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς πέδον.
πλέων γάρ ὡς ναύκληρος οὐ πολλῷ στόλῳ
ἀπ᾽ Ἰλίου πρὸς οἶκον ἐς τὴν εὔβοτρυν
Πεπάρηθον, ὡς ἤκουσα τοὺς ναύτας ὅτι
550 σοὶ πάντες εἶεν συννεναυστοληκότες,
ἔδοξέ μοι μὴ σῖγα, πρὶν φράσαιμί σοι,
τὸν πλοῦν ποιεῖσθαι, προστυχόντι τῶν ἴσων.
οὐδὲν σύ που κάτοισθα τῶν σαυτοῦ πέρι,
ἃ τοῖσιν Ἀργείοισιν ἀμφὶ σοῦ νέα
555 βουλεύματ᾽ ἐστί, κοὐ μόνον βουλεύματα,
ἀλλ᾽ ἔργα δρώμεν᾽, οὐκέτ᾽ ἐξαργούμενα.
ΝΕ. ἀλλ᾽ ἡ χάρις μὲν τῆς προμηθίας, ξένε,
εἰ μὴ κακὸς πέφυκα, προσφιλὴς μενεῖ·
φράσον δ᾽ ἅπερ γ᾽ ἔλεξας, ὡς μάθω τί μοι
560 νεώτερον βούλευμ᾽ ἀπ᾽ Ἀργείων ἔχεις.
ΕΜ. φροῦδοι διώκοντές σε ναυτικῷ στόλῳ
Φοῖνιξ ὁ πρέσβυς οἵ τε Θησέως κόροι.
ΝΕ. ὡς ἐκ βίας μ᾽ ἄξοντες ἢ λόγοις πάλιν;
ΕΜ. οὐκ οἶδ᾽. ἀκούσας δ᾽ ἄγγελος πάρειμί σοι.
565 ΝΕ. ἦ ταῦτα δὴ Φοῖνίξ τε χοἱ ξυνναυβάται
οὕτω καθ᾽ ὁρμὴν δρῶσιν Ἀτρειδῶν χάριν;
ΕΜ. ὡς ταῦτ᾽ ἐπίστω δρώμεν᾽, οὐ μέλλοντ᾽ ἔτι.
ΝΕ. πῶς οὖν Ὀδυσσεὺς πρὸς τάδ᾽ οὐκ αὐτάγγελος
πλεῖν ἦν ἑτοῖμος; ἢ φόβος τις εἶργέ νιν;
570 ΕΜ. κεῖνός γ᾽ ἐπ᾽ ἄλλον ἄνδρ᾽ ὁ Τυδέως τε παῖς
ἔστελλον, ἡνίκ᾽ ἐξανηγόμην ἐγώ.
ΝΕ. πρὸς ποῖον αὖ τόνδ᾽ αὐτὸς οὑδυσσεὺς ἔπλει;
ΕΜ. ἦν δή τις—ἀλλὰ τόνδε μοι πρῶτον φράσον
τίς ἐστίν· ἃν λέγῃς δὲ μὴ φώνει μέγα.
575 ΝΕ. ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ κλεινός σοι Φιλοκτήτης, ξένε.
ὃς ἦν νεὼς σῆς σὺν δυοῖν ἄλλοιν φύλαξ,
ἐκέλευσ᾽ ἐμοί σε ποῦ κυρῶν εἴης φράσαι,
545 ἐπείπερ ἀντέκυρσα, δοξάζων μὲν οὔ,
τύχῃ δέ πως πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς πέδον.
πλέων γάρ ὡς ναύκληρος οὐ πολλῷ στόλῳ
ἀπ᾽ Ἰλίου πρὸς οἶκον ἐς τὴν εὔβοτρυν
Πεπάρηθον, ὡς ἤκουσα τοὺς ναύτας ὅτι
550 σοὶ πάντες εἶεν συννεναυστοληκότες,
ἔδοξέ μοι μὴ σῖγα, πρὶν φράσαιμί σοι,
τὸν πλοῦν ποιεῖσθαι, προστυχόντι τῶν ἴσων.
οὐδὲν σύ που κάτοισθα τῶν σαυτοῦ πέρι,
ἃ τοῖσιν Ἀργείοισιν ἀμφὶ σοῦ νέα
555 βουλεύματ᾽ ἐστί, κοὐ μόνον βουλεύματα,
ἀλλ᾽ ἔργα δρώμεν᾽, οὐκέτ᾽ ἐξαργούμενα.
ΝΕ. ἀλλ᾽ ἡ χάρις μὲν τῆς προμηθίας, ξένε,
εἰ μὴ κακὸς πέφυκα, προσφιλὴς μενεῖ·
φράσον δ᾽ ἅπερ γ᾽ ἔλεξας, ὡς μάθω τί μοι
560 νεώτερον βούλευμ᾽ ἀπ᾽ Ἀργείων ἔχεις.
ΕΜ. φροῦδοι διώκοντές σε ναυτικῷ στόλῳ
Φοῖνιξ ὁ πρέσβυς οἵ τε Θησέως κόροι.
ΝΕ. ὡς ἐκ βίας μ᾽ ἄξοντες ἢ λόγοις πάλιν;
ΕΜ. οὐκ οἶδ᾽. ἀκούσας δ᾽ ἄγγελος πάρειμί σοι.
565 ΝΕ. ἦ ταῦτα δὴ Φοῖνίξ τε χοἱ ξυνναυβάται
οὕτω καθ᾽ ὁρμὴν δρῶσιν Ἀτρειδῶν χάριν;
ΕΜ. ὡς ταῦτ᾽ ἐπίστω δρώμεν᾽, οὐ μέλλοντ᾽ ἔτι.
ΝΕ. πῶς οὖν Ὀδυσσεὺς πρὸς τάδ᾽ οὐκ αὐτάγγελος
πλεῖν ἦν ἑτοῖμος; ἢ φόβος τις εἶργέ νιν;
570 ΕΜ. κεῖνός γ᾽ ἐπ᾽ ἄλλον ἄνδρ᾽ ὁ Τυδέως τε παῖς
ἔστελλον, ἡνίκ᾽ ἐξανηγόμην ἐγώ.
ΝΕ. πρὸς ποῖον αὖ τόνδ᾽ αὐτὸς οὑδυσσεὺς ἔπλει;
ΕΜ. ἦν δή τις—ἀλλὰ τόνδε μοι πρῶτον φράσον
τίς ἐστίν· ἃν λέγῃς δὲ μὴ φώνει μέγα.
575 ΝΕ. ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ κλεινός σοι Φιλοκτήτης, ξένε.
***
ΕΜΠΟΡΟΣΓιε του Αχιλλέα, ζήτησ᾽ απ᾽ αυτό
το ναύτη σου που φύλαε το καράβι
μαζί με δυο άλλους να μου πει πού να ᾽σουν
αφού τον βρήκ᾽ ανέλπιστα μπροστά μου
στο ίδιο το μέρος που και μένα η τύχη
ολωσδιόλου μ᾽ έφερε ν᾽ αράξω.
Γιατί γυρνούσα εγώ καραβοκύρης
μ᾽ όχι μεγάλη αρματωσιά, απ᾽ την Τροία
στην πολυστάφυλή μου την πατρίδα
Πεπάρηθο κι άμα ήκουσ᾽ απ᾽ τους ναύτες
550 πως όλοι μαζί ταξίδευαν μαζί σου,
νόμισα πως δεν έπρεπε να φύγω
έτσι σκιαχτά πρι σου μιλήσω πρώτα
κι όποια ᾽ναι δίκια πλερωμή να λάχω·
γιατ᾽ είδηση δε θα᾽ χεις βέβαια για όσα
σου τρέχουνται και τί σχέδια οι Αργείοι
έχουν για σένα και δεν είναι μόνο
σχέδια να πεις, παρ᾽ έργα πια, που μπήκαν
σε πράξη κιόλας δίχως χασομέρια.
ΝΕΟ. Μα η χάρη για την τόση προθυμιά σου,
ξένε, αν δεν είμαι αχάριστος, θα μένει
μες στην καρδιά μου· μα έλα πε μου τώρα
για να μάθω κι εγώ, ποιά είναι για μένα
560 τα νέα των σχέδια που λες πως ξέρεις.
ΕΜΠ. Κίνησαν με καράβια από την Τροία
ο γέρο Φοίνικας και του Θησέα
τα δυο παιδιά για να σε κυνηγήσουν.
ΝΕΟ. Για να με πάρουν πίσω με τη βία
ή αφού με πείσουν; ΕΜΠ. Δε γνωρίζω, εγώ ήρθα
να σου πω εκείνα π᾽ άκουσα. ΝΕΟ. Μα αλήθεια
δείχνουν ο Φοίνικας κι οι σύντροφοί του
τέτοια μεγάλη προθυμία για χάρη
των Ατρειδών; ΕΜΠ. Ξέρε πως δε θ᾽ αργήσουν,
μα έβαλαν κιόλα τη δουλειά στο δρόμο.
ΝΕΟ. Και πώς δεν ετοιμάστηκε ο Δυσσέας
να ᾽βγαινε στα πανιά, για να μας φέρει
ο ίδιος την προσταγή; μην κάποιος φόβος
να τον κρατούσε; ΕΜΠ. Εκείνος για έναν άλλο
570 τοιμάζονταν να πάει, με του Τυδέα
το γιο, σαν ξεκινούσα. ΝΕΟ. Αυτός ποιός να ᾽ταν,
για να πηγαίνει ο ίδιος ο Οδυσσέας;
ΕΜΠ. Ήταν — μα πρώτα πε μου, αυτός ποιός είναι;
και μίλα μου σιγά. ΝΕΟ. Ο Φιλοχτήτης
ο ξακουσμένος σού είν᾽ αυτός, ω ξένε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου