Δεδομένων των πολλαπλών ευρημάτων από την εξελικτική ψυχολογία, δεν είναι περίεργο ότι κάποιος που «δεν μπορεί να ταιριάξει» θα βιώσει ακραίο άγχος. Πηγαίνοντας πίσω στην εποχή των σπηλαίων, το να μην ήμασταν ασφαλώς συνδεδεμένοι με μία ομάδα θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Κατά συνέπεια, είναι στο DNA μας να επιδιώκουμε να ενταχθούμε και να συμπορευθούμε με άλλους οι οποίοι, ελπίζουμε να είναι ομοϊδεάτες μας, ώστε να μας αποδεχθούν. Φυσικά διαπιστώνουμε πολλά προβλήματα που προκύπτουν από αυτή την συνθήκη.
Αρχικά, ας αναρωτηθούμε: έχουμε ποτέ αισθανθεί ότι είμαστε ξένοι, παρίες, «άσχετοι» σε μία παρέα, τρελοί, παράξενοι ή ανησυχητικά διαφορετικοί; Αν τώρα ή στο παρελθόν αισθανθήκαμε έτσι – πώς ήταν αυτό για εμάς; Το πιθανότερο είναι ότι θα μας έκανε να αισθανθούμε όχι απλώς άβολα, αλλά και εντελώς αποξενωμένοι και αποκλίνοντες από το περιβάλλον μας.
Εάν, ωστόσο, η αίσθηση του εαυτού μας είναι πολύ πιο εξελιγμένη, μπορεί στην πραγματικότητα να αντιλαμβανόμαστε τους παραπάνω χαρακτηρισμούς θετικά, σαν να σηματοδοτούν την ατομικότητα και την μοναδικότητά μας (δηλαδή την «ιδιαιτερότητά μας»). Παρόλα αυτά, ίσως οι περισσότεροι από εμάς, αισθανόμαστε ότι κάτι μας λείπει, ότι ενδεχομένως «δυσλειτουργούμε», κάτι που για άλλους θεωρείται και μοιάζει δεδομένο.
Από πού προέρχεται όμως αυτή η σκληρή αυτο-αξιολόγηση;
Μόλις γεννηθούμε, σαφώς δεν κρίνουμε τον εαυτό μας. Δεν μπορούμε καν να αναγνωρίσουμε αυτή την πιο πρωτόγονη εκδοχή του εαυτού μας, ως αντικείμενο αξιολόγησης. Αρκετά σύντομα, όμως, αρχίζουμε να λαμβάνουμε επικριτικά μηνύματα από τους φροντιστές μας, συνήθως τους γονείς μας. Άμεσα, παρά το ότι βρισκόμαστε στο προ-λεκτικό στάδιο, εγγράφονται βαθιά μέσα μας όλες αυτές οι επικρίσεις. Αρκεί και μόνο ο μορφασμός του φροντιστή – γονέα όταν κάνουμε κάτι που δεν του αρέσει, για να δημιουργήσει δυσάρεστα συναισθήματα. Ένα τέτοιο συμβάν σηματοδοτεί ένα διάλειμμα σε αυτή την πολύ σημαντική σύνδεση φροντιστή – φροντιζόμενου. Ενστικτωδώς λοιπόν, γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς αυτές τις επικρίσεις και συναισθήματα.
Καθώς αναπτυσσόμαστε γνωσιακά, ανακαλύπτουμε όλο και περισσότερο ποιες από τις συμπεριφορές μας, δυσαρεστούν τους γονείς μας. Χωρίς να έχουμε ακόμη καμία «νόμιμη» εξουσία, είναι πιθανό να κατακρίνουμε τον εαυτό μας τόσο αρνητικά, όσο και οι γονείς μας. Επιπλέον, αν εισπράττουμε από τους γονείς το μήνυμα ότι δεν τους αρέσουμε και πολύ, θα ακολουθήσουμε ασυνείδητα το παράδειγμά τους – θα αντιπαθήσουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Κατά αντιφατικό τρόπο, ίσως αυτή είναι μία ασυνείδητη, ύστατη προσπάθεια να «ενωθούμε» μαζί τους, (έχοντας τελικά ενστερνιστεί την αρνητική για εμάς, άποψή τους), όταν διαφορετικά θα αισθανόμασταν τρομακτικά αποκομμένοι από εκείνους. Αυτή είναι γενικά, μία συχνή αμυντική τακτική, να ενστερνιζόμαστε ασυνείδητα απόψεις εσωτερικεύοντάς τις, και να προβαίνουμε σε συμπεριφορές που δεν μας ταιριάζουν, ώστε να κατανοήσουμε τον άλλον ή να γίνουμε αποδεκτοί από εκείνον.
Πολλές από τις προκλήσεις που μπορεί να αντιμετωπίσουμε αργότερα, τόσο με τα παιδιά της γειτονιάς και τους συμμαθητές μας στο σχολείο, όσο και με τους συναδέλφους μας, σχετίζονται με την υπερβολική γενίκευση των υποτιθέμενων ελλειμμάτων μας. Αυτές οι προφανείς αποτυχίες βασίζονται στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύσαμε πως μας συμπεριφέρθηκαν οι φροντιστές μας – ακόμα και αν δεν μας παρείχαν την απαραίτητη κατανόηση, τη συμπόνια και τον σεβασμό που αξίζει σε κάθε παιδί.
Πέρα από το γεγονός ότι εξωτερικά γεγονότα ή ο εσωτερικός προβληματισμός και σκέψη μας, επιτρέπουν να διορθώσουμε την αρνητικά ενδοβεβλημένη εικόνα του εαυτού μας (η οποία θα μπορούσε να προκύψει από άτομα ή γεγονότα εκτός των πρώτων φροντιστών μας), το να μην διακείμεθα πολύ ευνοϊκά για τον εαυτό μας, μπορεί να οδηγήσει τελικά σε επαναλαμβανόμενη απόρριψη και αποτυχία.
Ως άνθρωποι είμαστε «προγραμματισμένοι» να ανησυχούμε για το πώς σκέφτονται οι άλλοι για εμάς. Έτσι, όταν δεν μας δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεν μπορούμε να μην ανησυχούμε. Το να λαμβάνουμε ακόμη και μικρές ενδείξεις περιφρόνησης μπορεί πολύ εύκολα να βλάψει τα συναισθήματά μας ή να ενισχύσει τις όποιες αμφιβολίες έχουμε ήδη για τον εαυτό μας.
Παραδόξως, ακόμα κι αν δεν μας αρέσει ένα συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα, εξακολουθούμε να είμαστε ευάλωτοι στις συνέπειες μίας πιθανής απόρριψης προερχόμενης από εκείνους.
Η σχετικότητα του να «Μην Ταιριάζουμε»
Πριν αναφερθούμε στο γιατί δεν ταιριάζουμε πρέπει να το ερευνήσουμε με βάση τα «συμφραζόμενα». Τελικά, δεν είναι οι άλλοι που μας κάνουν να νιώθουμε άσχημα με τον εαυτό μας, είναι οι επαχθείς «αποσκευές» που, ασυνείδητα, φέρνουμε στις σχέσεις μας. Και αυτό δεν έχει να κάνει ακριβώς με τα όσα βιώσαμε νωρίτερα στη ζωή μας, αλλά περισσότερο με το πώς αξιολογήσαμε το νόημά τους.
Οι Gebauer and Eck (2020), στην εκτεταμένη έρευνά τους για αυτό το θέμα, σε ένα άρθρο με τίτλο – Being a Misfit Doesn’t Bother Everybody – παρατηρούν ότι οι ψυχολογικές και κοινωνιολογικές μελέτες υποστηρίζουν συνήθως την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι υποφέρουν ψυχολογικά όταν «δεν ταιριάζουν». Για παράδειγμα, η αυτοεκτίμηση των εξωστρεφών είναι υψηλότερη σε χώρες όπου η πλειοψηφία των κατοίκων είναι εξωστρεφής, αλλά βυθίζεται σε χώρες όπου ο πληθυσμός είναι εσωστρεφής.
Ωστόσο, οι προαναφερθέντες συγγραφείς διαπίστωσαν ότι δεν αισθάνονται όλοι οι άνθρωποι δυστυχισμένοι, ή λιγότερο ευτυχισμένοι, επειδή «δεν ταιριάζουν». Συγκεκριμένα, η έρευνά τους δείχνει ότι άτομα με υψηλά επίπεδα διεκδικητικότητας, δημιουργικότητας και εξωστρέφειας (σε σύγκριση με εγκάρδια, ευγενικά και ευχάριστα άτομα) επηρεάζονται πολύ λιγότερο από εκείνα που είναι χαμηλότερα σε αυτά τα χαρακτηριστικά. Χαριτολογώντας τους αποκαλούσαν «χαρούμενους αταίριαστους».
Εάν η πιο συχνή μορφή άγχους είναι το κοινωνικό άγχος, τότε μία από τις χειρότερες πτυχές του να «μην ταιριάζουμε» είναι, ότι τόσο συχνά βιώνουμε αυτό το άγχος. Συγκεκριμένα, προκαλείται φόβος κυρίως, σε όλους όσοι αγωνίζονται συνεχώς για να συνδεθούν με τους άλλους, παρά το γεγονός ότι «οι άλλοι» δεν αντικατοπτρίζουν τα ενδιαφέροντα ή τα ιδανικά τους.
Στην πραγματικότητα, σαφώς και οι διαφορές μας από τους άλλους μπορεί να είναι τεράστιες. Όσο όμως συνεχίζουμε να αναζητούμε συγγενικά με εμάς «πνεύματα», είναι πιθανό ότι τελικά θα βρούμε άτομα ή ομάδες που θα μας καλωσορίσουν στην παρέα τους. Δηλαδή, είναι σπάνιο να «καταδικαστεί» κάποιος για τις έμφυτες πεποιθήσεις και την προσωπικότητά του.
Οι διαστάσεις της Μη Προσαρμογής (Not Fitting In)
Αξιοσημείωτο είναι, ότι είναι δυνατό να ταιριάξουμε με μία ομάδα και να αισθανόμαστε ακόμα απόρριψη (ίσως και εξοστρακισμένοι) από μία άλλη. Τα παιδιά και οι έφηβοι το βιώνουν αυτό συνεχώς, και γίνεται ακόμα δυσκολότερο, καθώς δεν έχουν ακόμη αναπτύξει επαρκείς συναισθηματικούς πόρους για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά μία τέτοια κατάσταση. Η αίσθηση του «να μην ταιριάζουν» είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο τα παιδιά βιώνουν άγχος και κατάθλιψη, καθώς επίσης και αισθήματα φθόνου, θυμού, επιθετικότητας, ακόμη και βίας.
Όταν τα παιδιά μετακομίζουν σε μία νέα γειτονιά ή ξεκινούν σε νέο σχολικό περιβάλλον, χρειάζεται λίγος χρόνος για να εγκλιματιστούν. Συνήθως, τα παιδιά που είναι ήδη εξοικειωμένα μεταξύ τους δεν υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες νέα πρόσωπα, αντιδρώντας όχι και τόσο φιλικά σε αυτά τα «πρωτάκια» και αντιμετωπίζοντάς τα, σχεδόν ως ανεπιθύμητα.
Όπως αναφέρθηκε από τους Mulvey, Boswell και Zheng (2017), «ο κοινωνικός αποκλεισμός και η απόρριψη των συνομηλίκων είναι διάχυτα φαινόμενα στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις των παιδιών και των εφήβων, και μπορεί να προκύψουν για πολλούς λόγους». Παραθέτοντας πολλές ερευνητικές μελέτες, αυτοί οι ερευνητές επεξεργάζονται τις μαρτυρίες από τα θύματα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά την συναισθηματική και ψυχική υγεία, τις ακαδημαϊκές συνθήκες, τη μείωση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Επιπλέον, τα παιδιά μπορεί να απορριφθούν για πολλούς λόγους εκτός από την προσωπικότητά τους. Πιθανόν να υποστούν διακρίσεις λόγω φυσικής εμφάνισης, φύλου, σχολικών ή αθλητικών ικανοτήτων, γλώσσας, εθνικότητας και θρησκείας.
Αν και δεν υπάρχει χώρος για αναλυθεί περαιτέρω στο παρόν κείμενο, επίσης συμβαίνει η «ατυχία» του να μην ταιριάζουμε με την οικογένειά μας (ίσως να νιώθουμε σαν το μαύρο πρόβατο) ή και με το εργασιακό μας περιβάλλον (δεν κατανοούμε τους κανόνες ή δεν είμαστε σε θέση ή δεν επιθυμούμε να τους τηρήσουμε).
Σίγουρα, υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να αντιμετωπίσουμε το συναίσθημα του not fitting in, πάντα μέσα από την κατάλληλη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, συμβατή με το άτομο και την περίσταση. Αυτό που αξίζει να αναφέρουμε όμως, είναι ότι το να «μην ταιριάζεις» μέχρι τώρα, δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς τελικά «να ταιριάξεις» στο μέλλον. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να μάθουμε ποιες τροποποιήσεις μπορούμε να εφαρμόσουμε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, όταν αισθανόμαστε απομονωμένοι από εκείνους, με τους οποίους θα θέλαμε να είμαστε ουσιαστικά κοντά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου