θερμὰ λουτρὰ καὶ πάγους
635 Οἴτας παραναιετάοντες, οἵ τε μέσσαν
Μαλίδα πὰρ λίμναν,
χρυσαλακάτου τ᾽ ἀκτὰν Κόρας,
ἔνθ᾽ Ἑλλάνων ἀγοραὶ
Πυλάτιδες κλέονται,
640 ὁ καλλιβόας τάχ᾽ ὑμῖν [ἀντ. α]
αὐλὸς οὐκ ἀναρσίαν
ἀχῶν καναχὰν ἐπάνεισιν, ἀλλὰ θείας
ἀντίλυρον μούσας.
ὁ γὰρ Διὸς Ἀλκμήνας κόρος
645 σοῦται πάσας ἀρετᾶς
λάφυρ᾽ ἔχων ἐπ᾽ οἴκους·
ὃν ἀπόπτολιν εἴχομεν [στρ. β]
παντᾷ, δυοκαιδεκάμηνον ἀμμένουσαι
χρόνον, πελάγιον, ἴδριες οὐ-
650 δέν· ἁ δέ οἱ φίλα δάμαρ
τάλαιναν δυστάλαινα καρδίαν
πάγκλαυτος αἰὲν ὤλλυτο·
νῦν δ᾽ Ἄρης οἰστρηθεὶς
ἐξέλυσεν ἐπίπονον ἁμέραν.
655 ᾽ ἀφίκοιτο· μὴ [ἀντ. α]
σταίη πολύκωπον ὄχημα ναὸς αὐτῷ,
πρὶν τάνδε πρὸς πόλιν ἀνύσει-
ε, νασιῶτιν ἑστίαν
ἀμείψας, ἔνθα κλῄζεται θυτήρ·
660 ὅθεν μόλοι πανάμερος,
τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ
συντακεὶς θηρὸς ὕπο παρφάσει.
635 Οἴτας παραναιετάοντες, οἵ τε μέσσαν
Μαλίδα πὰρ λίμναν,
χρυσαλακάτου τ᾽ ἀκτὰν Κόρας,
ἔνθ᾽ Ἑλλάνων ἀγοραὶ
Πυλάτιδες κλέονται,
640 ὁ καλλιβόας τάχ᾽ ὑμῖν [ἀντ. α]
αὐλὸς οὐκ ἀναρσίαν
ἀχῶν καναχὰν ἐπάνεισιν, ἀλλὰ θείας
ἀντίλυρον μούσας.
ὁ γὰρ Διὸς Ἀλκμήνας κόρος
645 σοῦται πάσας ἀρετᾶς
λάφυρ᾽ ἔχων ἐπ᾽ οἴκους·
ὃν ἀπόπτολιν εἴχομεν [στρ. β]
παντᾷ, δυοκαιδεκάμηνον ἀμμένουσαι
χρόνον, πελάγιον, ἴδριες οὐ-
650 δέν· ἁ δέ οἱ φίλα δάμαρ
τάλαιναν δυστάλαινα καρδίαν
πάγκλαυτος αἰὲν ὤλλυτο·
νῦν δ᾽ Ἄρης οἰστρηθεὶς
ἐξέλυσεν ἐπίπονον ἁμέραν.
655 ᾽ ἀφίκοιτο· μὴ [ἀντ. α]
σταίη πολύκωπον ὄχημα ναὸς αὐτῷ,
πρὶν τάνδε πρὸς πόλιν ἀνύσει-
ε, νασιῶτιν ἑστίαν
ἀμείψας, ἔνθα κλῄζεται θυτήρ·
660 ὅθεν μόλοι πανάμερος,
τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ
συντακεὶς θηρὸς ὕπο παρφάσει.
***
ΧΟΡ. Σεις που καθόσαστε πλάιστ᾽ ακροθαλασσινά και στα βουνίσια
θερμά λουτρά και στης Οίτης τους βράχους,
κι όσοι ακόμα τριγύρω στις όχθες
του κόρφου της Μηλίδας
και στις ακτές της χρυσότοξης Κόρης,
όπου η Πυλαία φημίζεται
σύναξη εκεί των Ελλήνων.
Γρήγορα θα γυρίσει
640 για σας η λυγερόφωνη η φλογέρα,
κι όχι σκοπούς θλιβερούς, μα σαν λύρα
θεϊκές θ᾽ αντηχήσει υμνωδίες.
Γιατί όπου να ᾽ναι και φτάνει
ο διογέννητος γιος της Αλκμήνης
στα παλάτια του, φέρνοντας
ασύγκριτα λάφυρ᾽ αντρείας.
Που ενώ μακριά αυτός στα ξένα
γυρνούσε παντού, δώδεκα μήνες εμείς
τον προσμέναμε, πέρ᾽ απ᾽ τα πέλαγα,
δίχως να ξέρομε τίποτα·
650 κι η ακριβή του η γυναίκα
με βαριά πάντα καρδιά η βαριόμοιρη
μες στο δάκρυ της έλιωνε.
Τώρα όμως ο Άρης λυσσάζοντας
μια για πάντα τον γλίτωσε πια
απ᾽ της κάθε του ημέρας τους μόχτους.
Μ᾽ ας έρθει τέλος ας έρθει,
και του καραβιού το μυριόκουπο άρμενο
ας μη σταματήσει το δρόμο του
πουθενά, πριν τον βγάλει ίσα εδώ
στο δικό μας λιμάνι,
μια και φύγει απ᾽ το νησί, που, όπως μάθαμε,
μένει ακόμα θυσιάζοντας·
660 κι απ᾽ όπου ας ερθεί ποθοπλάνταχτος,
με τα μάγια αλειφτός της Πειθώς
καθώς το ᾽χει ορμηνέψει το Αγρίμι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου