Ο ήρωάς μας πάλευε με τον εαυτό του εδώ και δυο μήνες ν’ αυτοκτονήσει, γι’ αυτό και είχε αγοράσει ένα περίστροφο. Τα βράδια δεν έκλινε μάτι γιατί προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη στιγμή για την αυτοκτονία. Εκείνο το βράδυ που γύρισε στο σπίτι αισθάνθηκε πως ήρθε η κατάλληλη στιγμή και γι’ αυτό έβαλε το περίστροφο πάνω στο τραπέζι κι έκατσε στην καρέκλα κοντά του. Όμως όλως παραδόξως εκείνο το βράδυ αποκοιμήθηκε και είδε ένα όνειρο, ότι πράγματι αυτοκτόνησε και κάποιος τον μετέφερε σ’ ένα μέρος που έμοιαζε πολύ με τη γη μας. Ξανάβλεπε τον ήλιο και το μέρος του φαινόταν σαν ένα από τα ελληνικά νησάκια του αρχιπελάγους. Έβλεπε μια σμαραγδένια θάλασσα, δέντρα με υπέροχους βλαστούς και το λιβάδι έλαμπε ανθόσπαρτο. Τα πουλιά έσχιζαν τον αέρα κοπαδιαστά κι έρχονταν χωρίς φόβο να κάτσουν στους ώμους του. Οι κάτοικοι τον περιτριγύρισαν και τον αγκάλιασαν. Ήταν άνθρωποι όμορφοι, που ακτινοβολούσαν σοφία και γαλήνη, με πρόσωπα χαρωπά και ήρεμα και αμέσως σκέφτηκε πως έτσι θα ήταν η γη πριν από το προπατορικό αμάρτημα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν του έκαναν ερωτήσεις και το μόνο τους μέλημα ήταν να διώξουν τον πόνο που ήταν χαραγμένος στο πρόσωπό του. Δεν είχαν φιλοδοξίες, γιατί είχαν φτάσει στην τελειότητα. Η γνώση τους ήταν πιο βαθιά και πιο υψηλή από τη δική του. Κοιτούσαν τα δέντρα τους με πολλή αγάπη και τους μιλούσαν σαν να ήταν όμοιοί τους.
Με τα ζώα ζούσαν ειρηνικά χωρίς να τα πειράζουν, απλά τα εξημέρωναν με την αγάπη τους και μ’ αυτό τον τρόπο έδειχναν την εκτίμησή τους στη φύση. Μέχρι και με τ’ αστέρια τ’ ουρανού επικοινωνούσαν. Αναρωτιόταν δε με έκπληξη πως γινόταν και δεν είχαν προσβάλλει τόσο καιρό ένα πλάσμα σαν αυτόν και επίσης δεν του είχαν ξυπνήσει μέσα του αισθήματα ζήλειας και φθόνου. Μοιράζονταν την αγάπη και αποκτούσαν παιδιά, αλλά ποτέ δεν είδε σ’ αυτούς την έξαψη της σκληρής ηδονής, που έβλεπε στη δική του γη και που είναι η πηγή για σχεδόν όλα τα αμαρτήματα της ανθρωπότητας. Δεν υπήρχαν καυγάδες, ούτε ζήλιες μεταξύ τους, αλλά ούτε θλίψη και δάκρυα ακόμα και στο θάνατο. Δεν είχαν καθόλου ναούς, ούτε θρησκεία, αλλά ζούσαν σ’ ένα είδος αδιάκοπης επικοινωνίας με το σύμπαν. Το απόβραδο έψελναν χορικά, για ν’ αποχαιρετήσουν με ευχές την ημέρα που έφευγε. Υμνούσαν τη φύση, τη γη, τη θάλασσα, τα δάση, μέχρι που υμνούσαν ο ένας τον άλλον με απλά λόγια που έβγαιναν από την καρδιά και άγγιζαν την καρδιά. Κι αυτός με τη σειρά του τους είπε πως υπήρξαν στιγμές, όταν ζούσε στη γη του, που είχε αισθανθεί αυτούς και τη δόξα τους και ότι του είχαν τύχει στιγμές που δάκρυσε αντικρύζοντας ένα ηλιοβασίλεμα και ότι πόναγε πάντα όταν ένιωθε το μίσος των ανθρώπων ενώ αυτός δεν μπόρεσε να τους μισήσει και πάντα τους συγχωρούσε.
Κάποια στιγμή μέσα στο όνειρό του φτάνει στη δική του γη και προσπαθεί να βρει τρόπους, ώστε να περιγράψει στους ανθρώπους αυτά που είδε και έζησε όμως του ήταν αδύνατο να ενσωματώσει όλα αυτά στα αδύνατα λόγια. Έλεγε πως μπορεί και να μην τον πιστέψουν αν τους τα έλεγε όλα αυτά ή ακόμα και να τον κοροϊδέψουν γιατί αυτό ήταν ένα απλό όνειρο. Γι’ αυτόν όμως μπορεί και να μην ήταν όνειρο, γιατί έζησε όλα αυτά τόσο φανερά που του φανερώθηκε η αλήθεια που έψαχνε. Προσπάθησε να τους πει ότι η αιτία που δημιούργησε το κακό είναι το ψέμα που εμφανίστηκε μετά το προπατορικό αμάρτημα. Οι άνθρωποι έμαθαν να ψεύδονται και το σπέρμα του ψέματος τρύπωσε μέσα στην καρδιά τους και τους φάνηκε αρεστό. Λίγο αργότερα γεννήθηκε η ηδονή, που γέννησε τη ζήλεια και η ζήλεια τη σκληρότητα, που αυτή γέννησε την εκδίκηση με αίμα και αυτή η αιτία άρχισε να τους χωρίζει. Σχηματίστηκαν συμμαχίες που όμως η μια στράφηκε εναντίον της άλλης. Κατόπιν έμαθαν να ντρέπονται και την ντροπή την έκαναν αρετή. Σιγά σιγά γεννήθηκε το αίσθημα της τιμής και κάθε συμμαχία ύψωσε το φλάμπουρό της. Άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώα και τα ζώα κρύφτηκαν στα δάση κι έγιναν επιθετικά. Άρχισε τότε ο τοπικισμός, ο ατομικισμός και η διάκριση μεταξύ δικού μου, δικού σου. Έμαθαν τη θλίψη και την αγάπησαν, αναζήτησαν τον πόνο και είπαν πως η αλήθεια κατακτιέται μέσα από τον πόνο. Αφού έγιναν κακοί, άρχισαν να μιλούν για ανθρωπισμό και αδελφότητα. Αφού έγιναν εγκληματίες, επινόησαν τη δικαιοσύνη και έβαλαν νόμους και για να υποχρεώσουν τους ανθρώπους να τους τηρούν θέσπισαν τη λαιμητόμο. Δεν τους έμενε πια παρά να σκέφτονται την ευτυχία της παλιάς εποχής, που την ονόμαζαν όνειρο. Τόση μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξαναγίνουν αθώοι που έχτισαν ναούς, δημιούργησαν θρησκείες, αλλά αν τους ρωτήσεις αν θέλουν να ξαναγυρίσουν εκεί θα σου πουν όχι. Σαν αντιστάθμισμα σου λένε πως έχουνε την επιστήμη και χάρη σ’ αυτή θα ξαναβρούν την αλήθεια, που αυτή τη φορά θα την αποδεχτούν συνειδητά. Έτσι ο καθένας κατάντησε να προσκολληθεί στον εαυτό του τόσο ζηλότυπα που πάσχισε να ταπεινώσει και να μειώσει με κάθε μέσο τους άλλους. Εμφανίστηκε η δουλεία, οι αδύνατοι υποτάχτηκαν με τη θέλησή τους στους πιο δυνατούς, ώστε να τους βοηθήσουν να συντρίψουν τους ακόμα πιο αδύνατους. Όταν εμφανίστηκαν άνθρωποι δίκαιοι που τους μιλούσαν για την αλαζονεία τους , τους κορόιδεψαν και τους λιθοβόλησαν και αίμα Αγίων έβαψε τους ναούς τους. Πολύ γρήγορα όμως εμφανίστηκαν και μακροχρόνιοι πόλεμοι για να επιβάλλουν οι πιο δυνατοί τις δικές τους αρχές και αξίες που ζητούσαν όλα ή τίποτα. Στο τέλος οι άνθρωποι εξαντλούνταν από τον αδιάκοπο μόχθο και τα πρόσωπά τους έφερναν τα στίγματα του πόνου και διακήρυτταν οι άνθρωποι αυτοί, ότι ο πόνος είναι ομορφιά, αφού η σκέψη δεν υπάρχει παρά χάρη στον πόνο. Κι έτσι δημιούργησαν τραγούδια που εξυμνούν τον πόνο. Στο τέλος τους ικέτευε να τον σταυρώσουν για να πάρει επάνω του όλη τη δυστυχία του κόσμου, εκείνοι όμως εξακολουθούσαν να τον χλευάζουν και να τον λένε τρελό. Τότε μια θλίψη πλημμύρισε την ψυχή του, σφίχτηκε η καρδιά του και ένιωσε να πεθαίνει, όμως εκείνη την ώρα ξύπνησε.
Τώρα που ξύπνησε επιθυμεί να ζήσει. Να ζήσει για να κηρύξει και να διακηρύξει την Αλήθεια . Γιατί είδε την Αλήθεια και τώρα ξέρει πως οι άνθρωποι μπορούν να είναι ωραίοι και ευτυχισμένοι χωρίς να χάσουν την επίγεια ζωή, γιατί είναι τόσο απλό ώστε μπορεί μέσα σε μια μόνο ώρα να έχουν όλα επανορθωθεί.
«Η ουσία είναι να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, αυτό είναι όλο και δε χρειάζεται άλλο. Αμέσως θα μάθεις πως χτίζεται ο Παράδεισος».
Η ζωντανή εικόνα αυτού που είδε, θα είναι πάντοτε παρούσα μέσα του, θα μπορεί πάντα να τον ξεσηκώνει και να τον καθοδηγεί.
Κάποια στιγμή μέσα στο όνειρό του φτάνει στη δική του γη και προσπαθεί να βρει τρόπους, ώστε να περιγράψει στους ανθρώπους αυτά που είδε και έζησε όμως του ήταν αδύνατο να ενσωματώσει όλα αυτά στα αδύνατα λόγια. Έλεγε πως μπορεί και να μην τον πιστέψουν αν τους τα έλεγε όλα αυτά ή ακόμα και να τον κοροϊδέψουν γιατί αυτό ήταν ένα απλό όνειρο. Γι’ αυτόν όμως μπορεί και να μην ήταν όνειρο, γιατί έζησε όλα αυτά τόσο φανερά που του φανερώθηκε η αλήθεια που έψαχνε. Προσπάθησε να τους πει ότι η αιτία που δημιούργησε το κακό είναι το ψέμα που εμφανίστηκε μετά το προπατορικό αμάρτημα. Οι άνθρωποι έμαθαν να ψεύδονται και το σπέρμα του ψέματος τρύπωσε μέσα στην καρδιά τους και τους φάνηκε αρεστό. Λίγο αργότερα γεννήθηκε η ηδονή, που γέννησε τη ζήλεια και η ζήλεια τη σκληρότητα, που αυτή γέννησε την εκδίκηση με αίμα και αυτή η αιτία άρχισε να τους χωρίζει. Σχηματίστηκαν συμμαχίες που όμως η μια στράφηκε εναντίον της άλλης. Κατόπιν έμαθαν να ντρέπονται και την ντροπή την έκαναν αρετή. Σιγά σιγά γεννήθηκε το αίσθημα της τιμής και κάθε συμμαχία ύψωσε το φλάμπουρό της. Άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώα και τα ζώα κρύφτηκαν στα δάση κι έγιναν επιθετικά. Άρχισε τότε ο τοπικισμός, ο ατομικισμός και η διάκριση μεταξύ δικού μου, δικού σου. Έμαθαν τη θλίψη και την αγάπησαν, αναζήτησαν τον πόνο και είπαν πως η αλήθεια κατακτιέται μέσα από τον πόνο. Αφού έγιναν κακοί, άρχισαν να μιλούν για ανθρωπισμό και αδελφότητα. Αφού έγιναν εγκληματίες, επινόησαν τη δικαιοσύνη και έβαλαν νόμους και για να υποχρεώσουν τους ανθρώπους να τους τηρούν θέσπισαν τη λαιμητόμο. Δεν τους έμενε πια παρά να σκέφτονται την ευτυχία της παλιάς εποχής, που την ονόμαζαν όνειρο. Τόση μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξαναγίνουν αθώοι που έχτισαν ναούς, δημιούργησαν θρησκείες, αλλά αν τους ρωτήσεις αν θέλουν να ξαναγυρίσουν εκεί θα σου πουν όχι. Σαν αντιστάθμισμα σου λένε πως έχουνε την επιστήμη και χάρη σ’ αυτή θα ξαναβρούν την αλήθεια, που αυτή τη φορά θα την αποδεχτούν συνειδητά. Έτσι ο καθένας κατάντησε να προσκολληθεί στον εαυτό του τόσο ζηλότυπα που πάσχισε να ταπεινώσει και να μειώσει με κάθε μέσο τους άλλους. Εμφανίστηκε η δουλεία, οι αδύνατοι υποτάχτηκαν με τη θέλησή τους στους πιο δυνατούς, ώστε να τους βοηθήσουν να συντρίψουν τους ακόμα πιο αδύνατους. Όταν εμφανίστηκαν άνθρωποι δίκαιοι που τους μιλούσαν για την αλαζονεία τους , τους κορόιδεψαν και τους λιθοβόλησαν και αίμα Αγίων έβαψε τους ναούς τους. Πολύ γρήγορα όμως εμφανίστηκαν και μακροχρόνιοι πόλεμοι για να επιβάλλουν οι πιο δυνατοί τις δικές τους αρχές και αξίες που ζητούσαν όλα ή τίποτα. Στο τέλος οι άνθρωποι εξαντλούνταν από τον αδιάκοπο μόχθο και τα πρόσωπά τους έφερναν τα στίγματα του πόνου και διακήρυτταν οι άνθρωποι αυτοί, ότι ο πόνος είναι ομορφιά, αφού η σκέψη δεν υπάρχει παρά χάρη στον πόνο. Κι έτσι δημιούργησαν τραγούδια που εξυμνούν τον πόνο. Στο τέλος τους ικέτευε να τον σταυρώσουν για να πάρει επάνω του όλη τη δυστυχία του κόσμου, εκείνοι όμως εξακολουθούσαν να τον χλευάζουν και να τον λένε τρελό. Τότε μια θλίψη πλημμύρισε την ψυχή του, σφίχτηκε η καρδιά του και ένιωσε να πεθαίνει, όμως εκείνη την ώρα ξύπνησε.
Τώρα που ξύπνησε επιθυμεί να ζήσει. Να ζήσει για να κηρύξει και να διακηρύξει την Αλήθεια . Γιατί είδε την Αλήθεια και τώρα ξέρει πως οι άνθρωποι μπορούν να είναι ωραίοι και ευτυχισμένοι χωρίς να χάσουν την επίγεια ζωή, γιατί είναι τόσο απλό ώστε μπορεί μέσα σε μια μόνο ώρα να έχουν όλα επανορθωθεί.
«Η ουσία είναι να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, αυτό είναι όλο και δε χρειάζεται άλλο. Αμέσως θα μάθεις πως χτίζεται ο Παράδεισος».
Η ζωντανή εικόνα αυτού που είδε, θα είναι πάντοτε παρούσα μέσα του, θα μπορεί πάντα να τον ξεσηκώνει και να τον καθοδηγεί.
Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, Το όνειρο ενός γελοίου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου