Σημείωσις. Το άρθρο πραγματεύεται περί των δυνάμεων της ψυχής και μάλιστα περί των αισθήσεων, πρώτον δε ορίζει τί εστι ψυχή. Κατά τον Αριστοτέλην τα φυσικά όντα διαιρούνται εις έμψυχα και άψυχα. Το ιδιάζον χαρακτηριστικόν των οργανικών όντων είναι η ψυχή, ήτις είναι η αρχή της ζωής και της κινήσεως. Η ζωή είναι η _γενική_ μορφή της οργανικής ενεργείας. Η θρεπτική δε ζωή, η αισθητική και η διανοητική είναι _μερικαί_ μορφαί αυτής. Το ον, όπερ έχει την ικανότητα να διανοήται, να αισθάνηται, να κινήται τοπικώς και να τρέφηται, λέγομεν ότι ζη. Η μεν εσωτερική κίνησις, ήτοι η θρέψις, αύξησις και φθίσις, είναι κοινή εις πάντα τα ζώντα, μόνη δε υπάρχει εις τα φυτά. Υψηλοτέρα ανάπτυξις της ζωικής αρχής είναι η αίσθησις, είτα η τοπική κίνησις και τέλος η νόησις, ήτις είναι ο ανώτατος βαθμός, της εξελίξεως της ψυχής. Η ψυχή άρα είναι ενότης περιλαμβάνουσα τας αρχάς της ζωής, της αισθήσεως και της νοήσεως. Εκάστη βαθμίς είναι ύλη, μέσον και όρος της ανωτέρας, ήτις είναι τέλος και σκοπός της κατωτέρας. Εκάστη είναι διάφορος τρόπος ενεργείας και εκδηλώσεως της μιας ψυχής προσδιοριζόμενος υπό της διαφοράς του υλικού ή του αντικειμένου αυτής.
Παν ό,τι ζη είναι σύνθετον εκ ψυχής και σώματος· και η μεν ψυχή 1) είναι η αιτία της κινήσεως και μεταβολής αυτού, είναι άρα ποιητική αιτία· 2) προσδιορίζει την μορφήν, την ατομικότητα, την έννοιαν του οργανισμού, είναι άρα ειδική αιτία· 3) είναι ο τελικός σκοπός του σώματος, είναι άρα τελική αιτία. Το σώμα δ’είναι η υλική αιτία, ο όρος ου άνευ δεν δύναται να υπάρχη το όλον, είναι η δύναμις του πράγματος. Ψυχή λοιπόν και σώμα διακρίνονται απ’ αλλήλων, αλλ’ ουδέτερον δύναται να υπάρχη άνευ του ετέρου. Το σώμα είναι όργανον, η ψυχή είναι η ζωική αρχή. Η ζωή περιέχει στοιχείον ενεργητικόν και έτερον παθητικόν, αρχήν κινούσαν και πράγμα κινούμενον, είδος και ύλην. Το είδος είναι η κινούσα, η ποιητική αιτία, ήτις πραγματοποιεί τας δυνάμεις του μερικού σώματος και υψώνει αυτό εις την τελείαν, την αληθή πραγματικότητα αυτού. Άνευ της ψυχής το σώμα είναι άμορφος ύλη. Επειδή δε η πλήρης ανάπτυξις, η τελεία ενεργοποίησις της δυνάμεως πράγματός τινος λέγεται εντελέχεια, άρα η ψυχή είναι η εντελέχεια σώματος φυσικού (ουχί τεχνητού) όπερ έχει όργανα και δύναται να ζη. Η κίνησις, η πορεία της μεταβάσεως από του δυνατού εις το πραγματικόν, από της δυνάμεως εις την εντελέχειαν λέγεται ενέργεια, τον όρον δε τούτον ο Αριστοτέλης πολλάκις μεταχειρίζεται αντί της εντελέχειας (τελείας ενεργείας, εντελούς έξεως).
Εν τοις τελείοις οργανισμοίς το φυσιολογικόν και ψυχικόν κέντρον είναι η καρδία, ουχί ο εγκέφαλος, όστις απλώς κανονίζει την θερμοκρασίαν αυτής. Η θερμότης, τα στοιχείον εν ω η ψυχή αμέσως ενσαρκούται, συντηρείται υπό της τροφής. Η αναπνοή δε των πνευμόνων και ο ψυχρός εγκέφαλος εμποδίζουσιν υπέρμετρον παραγωγήν ζωικής θερμότητος. Η θερμότης είναι απαραίτητον μέσον της θρέψεως. Αλλ’ η απόλυτος αιτία της θρέψεως είναι η ψυχή, ήτις τρέφει και συντηρεί το σώμα διά των τροφών ας αφομοιούται. Πρώτη λοιπόν εντελέχεια είναι η θρεπτική ψυχή, ης έργον είναι η χρήσις της τροφής προς συντήρησιν του ατόμου και η γέννησις ομοίων όντων προς διατήρησιν του γένους. Η ψυχή μεταχειρίζεται προς ταύτα την θερμότητα και τα τρόφιμα, όπως ο πλοίαρχος την χείρα και το πηδάλιον. Τα μεν φυτά μόνην έχουσι την ψυχήν ταύτην. Τα ζώα όμως πλην της θρεπτικής έχουσι και την αισθητικήν ψυχήν.
Τα αισθητήρια είναι όργανα αντιλήψεως του εξωτερικού κόσμου. Η αίσθησις είναι κίνησις ή αλλοίωσις του αισθητηρίου. Τα αισθητικόν (υποκείμενον) και τα αισθητόν (αντικείμενον) είναι έν εν τη ενεργώ αισθήσει. Το αισθητήριον είναι δυνάμει ό,τι είναι το αισθητόν ενεργεία· αισθανόμενον δε αφομοιούται το είδος του πράγματος άνευ της ύλης, δέχεται ποιοτικά στοιχεία ανήκοντα εις ατομικόν τι πράγμα, αλλ’ ουχί το άτομον. Το υποκείμενον πριν ή αισθανθή είναι διάφορον του αισθητού, αλλά μετά την αίσθησιν είναι ως το αισθητόν. Η διαφορά αυτών έγκειται εις τον τρόπον καθ’ ον έκαστον υπάρχει.— Το αίσθημα είναι φαινόμενον ψυχικόν, αλλά το όργανον της αισθήσεως είναι φυσικόν. Όμμα και όψις συνδέονται ως ύλη και είδος.— Μετά του οργάνου και του αισθητού αντικειμένου τρίτος αναγκαίος παράγων εκάστης αισθήσεως είναι το μεταξύ, το διάμεσον στοιχείον. Της όψεως λ.χ. το μεταξύ είναι το διαφανές, ήτοι ο αήρ, το ύδωρ και άλλα διαφανή σώματα.
Τα ατομικά και μεμονωμένα αισθήματα και τας αναφοράς αυτών η ψυχή ανάγει εις την ενότητα κοινής αντιλήψεως. Αντιλαμβανόμεθα ότι δρώμεν, ακούομεν κ.λ., συγκρίνομεν έπειτα και συνδυάζομεν ή χωρίζομεν τα αισθήματα ταύτα. Ούτω πλην των 5 μερικών αισθήσεων υπάρχει κοινή αίσθησις, περί ης κατωτέρω πραγματεύεται ο Αριστοτέλης.
Συνεζητήσαμεν αρκετά τα υπό των πρότερον φιλοσοφησάντων παραδοθέντα περί ψυχής. Ας επανέλθωμεν δε οπίσω, ίνα επαναλάβωμεν τα πράγματα τρόπον τινά εξ αρχής και ας προσπαθήσωμεν να προσδιορίσωμεν τι είναι η ψυχή και τις δύναται να είναι ο γενικώτατος ορισμός αυτής.
Λέγομεν λοιπόν ότι μία τάξις όντων είναι η ουσία· εν αυτή δε διακρίνομεν πρώτον την ύλην, ήτις καθ’ εαυτήν δεν είναι τούτο το ωρισμένον πράγμα, έπειτα δε μορφήν και είδος, κατά το οποίον το πράγμα λέγεται ότι είναι τούτο το πράγμα, και τρίτον το εκ των δύο τούτων σύνθετον. Είναι δε η μεν ύλη δύναμις, το δε είδος εντελέχεια, και αυτή είναι διττή, ούτως ως η επιστήμη και η θεωρία (ήτοι ως έξις και κατοχή γνώσεως η δεξιότητος και ως εν ενεργεία γνώσις).
Ουσίαι δε προ πάντων φαίνονται ότι είναι τα σώματα, και εκ τούτων τα φυσικά (γη, ύδωρ κλπ.). Διότι ταύτα είναι αι αρχαί των άλλων σωμάτων (των τεχνητών). Εκ των φυσικών δε σωμάτων άλλα μεν έχουσι ζωήν, άλλα δε δεν έχουσι. Ζωήν λέγομεν την αρχήν της δι’ εαυτού θρέψεως και αυξήσεως και φθοράς του σώματος. Ώστε παν σώμα φυσικόν έχον ζωήν είναι ουσία, αλλ’ ουσία σύνθετος, σύνθετος δε εξ ύλης και είδους, ως είπομεν.
Επειδή δε τούτο είναι σώμα τοιούτον, έχον δήλα δή ζωήν, το σώμα δεν δύναται να είναι ψυχή. Διότι το σώμα δεν είναι εξ εκείνων τα οποία κατηγορούνται εις υποκείμενόν τι, αλλά αυτό μάλλον είναι υποκείμενον και ύλη. Αναγκαίως άρα η ψυχή είναι ουσία, ήτοι είναι είδος σώματος φυσικού, όπερ έχει δυνάμει ζωήν. Αλλ’ η ουσία είναι εντελέχεια. Η ψυχή λοιπόν είναι εντελέχεια σώματος τοιούτου, οίον είπομεν.
Αλλ’ η εντελέχεια λέγεται κατά δύο τρόπους αναλόγους ο μεν προς την επιστήμην, ο δε προς την θεωρίαν. Φανερόν είναι λοιπόν ότι η ψυχή είναι ως η επιστήμη. Διότι εν τη υπάρξει της ψυχής εμπεριέχεται και ύπνος και εγρήγορσις, αναλογεί δε η μεν εγρήγορσις προς την θεωρίαν, ο δε ύπνος προς την έξιν ή κατοχήν της γνώσεως άνευ ενεργείας. Προτέρα όμως κατά την γένεσιν εφ’ ενός και του αυτού πράγματος είναι η επιστήμη 97. Διά ταύτα η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια 98 φυσικού σώματος, όπερ δυνάμει έχει ζωήν,
και όπερ είναι οργανικόν. Όργανα δε είναι και τα μέρη των φυτών, αλλά είναι όργανα εντελώς απλά· λ.χ. το φύλλον, είναι σκέπασμα του περικαρπίου, το δε περικάρπιον είναι σκέπασμα του καρπού. Αι ρίζαι δε αναλογούσι προς το στόμα, διότι και τα δύο ταύτα παραλαμβάνουσι την τροφήν. Εάν λοιπόν πρέπει να δώσωμεν ορισμόν κοινόν εις παν είδος ψυχής, λέγομεν, ότι είναι η πρώτη εντελέχεια σώματος φυσικού οργανικού.
Διά τούτο δεν πρέπει να ζητώμεν αν η ψυχή και το σώμα είναι έν, όπως ούτε αν ο κηρός (η ύλη) και το σχήμα (το είδος) αυτού είναι έν, όπως εν γένει δεν πρέπει να ζητώμεν αν είναι έν η ύλη εκάστου πράγματος και το πράγμα του οποίου είναι η ύλη. Διότι το έν και το είναι λέγονται μεν κατά πολλάς σημασίας, αλλ’ η κυρία σημασία αυτών είναι η εντελέχεια.
Είπομεν λοιπόν καθόλου τι είναι ψυχή· είναι δήλα δή ουσία ενεργοποιούσα μίαν έννοιαν (λόγον)· είναι η ουσιώδης έννοια τοιούτου τινός σώματος. Ούτως έστω ότι έν των οργάνων τέχνης τινός είναι φυσικόν σώμα· λ.χ. ο πέλεκυς. Η έννοια του πελέκεως θα είναι η ουσία αυτού (το να κόπτη), αυτή δε θα είναι και η ψυχή αυτού· και, αν αυτή αφαιρεθή, δεν θα υπάρχη πλέον πέλεκυς, ειμή καθ’ απλήν ομωνυμίαν. Πραγματικώς όμως τόρα είναι πέλεκυς (ουχί ζώον) και τοιούτου σώματος η ουσία και ο λόγος δεν είναι η ψυχή, αλλ’ η ψυχή είναι ο λόγος τοιούτου φυσικού (όχι τεχνητού ως ο πέλεκυς), όπερ έχει εν εαυτώ την αρχήν της κινήσεως και της στάσεως.
Ανάγκη δε το λεγόμενον να παρατηρήσωμεν και επί των μελών του σώματος. Εάν δήλα δή ο οφθαλμός ήτο ζώον, ψυχή αυτού θα ήτο η όψις· η όψις δήλα δή είναι η ουσία του οφθαλμού κατά λόγον (νοητή). O δε οφθαλμός είναι η ύλη της όψεως, αν δε εκλείψη η όψις, δεν υπάρχει πλέον οφθαλμός ειμή καθ’ ομωνυμίαν, όπως είναι ο λίθινος και ο εικονισμένος οφθαλμός. Πρέπει δε να εφαρμόσωμεν το λεγόμενον περί του σώματος εις το όλον ζων σώμα. Διότι ως η μερική αίσθησις αναφέρεται εις το μερικόν όργανον ούτω η όλη αίσθησις αναλογεί προς το όλον σώμα το αισθητικόν, καθόσον είναι αισθητικόν.
Είναι δε το δυνάμει ον, όπερ είναι ικανόν να ζη, ουχί το αποβαλόν την ψυχήν (και νεκρωθέν), αλλά το έχον την ζωήν εν εαυτώ. Το σπέρμα και ο καρπός είναι δυνάμει τοιαύτα σώματα ζώντα. Όπως λοιπόν η τμήσις (το να κόπτη) είναι εντελέχεια του πελέκεως και η δράσις 103 είναι η εντελέχεια του οφθαλμού, ούτω και η εγρήγορσις είναι η εντελέχεια του σώματος, η δε ψυχή είναι προς το σώμα, ως η όψις και η δύναμις προς το όργανον. Τα δε σώμα είναι το δυνάμει ον Αλλά καθώς ο οφθαλμός είναι η κόρη άμα και η όψις, ούτω και εδώ το ζώον είναι η ψυχή άμα και το σώμα.
Ότι λοιπόν η ψυχή δεν δύναται να υπάρχη χωριστά από του σώματος ούτε μέρη τινά αυτής, εάν εκ φύσεως αυτή διαιρήται εις μέρη, είναι ήδη προφανές· διότι ενίοτε η ψυχή είναι εντελέχεια των μερών τούτων. Αλλ’ όμως τίποτε δεν εμποδίζει μέρη τινά της ψυχής να είναι χωριστά, διότι δεν είναι εντελέχεια κανενός σώματος, λ.χ. ο νους.
Αλλά προσέτι δεν είναι φανερόν αν η ψυχή είναι τοιαύτη εντελέχεια του σώματος, όπως ο κυβερνήτης του πλοίου (όστις είναι μεν εντελέχεια, αλλά χωριστή). Εν γένει λοιπόν δι’ όσων είπομεν προσδιωρίσαμεν την ψυχήν δώσαντες υποτύπωσιν αυτής.
Σημείωσις.— Η ψυχή είναι το είδος, η μορφή του σώματος και επομένως ψυχή και σώμα είναι αχώριστα, είναι έν. Αλλ’ η ενότης αυτών δεν πρέπει να νοήται ως ένωσις δυο υλικών και ανεξαρτήτων πραγμάτων. Τοιαύτας παχυλάς παραστάσεις είδομεν με πόσην δύναμιν επολέμησεν ο Αριστοτέλης. Ενταύθα έχομεν λογικήν και ζώσαν ενότητα. Τω όντι η ζωή, η ενότης της ψυχής και του σώματος σύγκειται εκ τριών στοιχείων· είναι 1) ζωή εσωτερική και αδιόριστος, αφηρημένη καθολική αρχή, 2) πραγματοποιείται και μερικεύεται εν τω σώματι και 3) επανάγει τα δύο ταύτα στοιχεία εις την ενότητα αυτών εν τη ατομικότητι του ζώντος όντος. Εκάστη στιγμή της ζωής αποτελείται εκ των τριών τούτων σημείων: εκ της ορμής του υποκειμένου, ήτις αναγκάζει τα ζώον να θέτη τους διορισμούς του, τα μέλη του σώματος, να πραγματοποιήται εν αυτοίς και τέλος διά τούτων να επιστρέφη εις εαυτό ως κέντρον αισθανόμενον κλπ. Αύτη είναι η αληθής ενότης της ψυχής και του σώματος. Διά τούτο λέγει ο Αριστοτέλης, ότι το είδος, το καθόλου, η ψυχή είναι αυτό το είναι και η ουσία. Εάν λ.χ. ο πέλεκυς ήτο φυσικόν σώμα έχον εν εαυτώ αρχήν κινήσεως, εάν δήλα δή ήτο έμψυχον σώμα, τότε η έννοια του πελέκεως, το τέμνειν, θα απετέλει την ψυχήν αυτού, και αν τούτο το είδος αυτού αφηρείτο δεν θα υπήρχε πλέον πέλεκυς. Αλλ’ ο πέλεκυς είναι σώμα τεχνητόν, έχει εκτός εαυτού την αρχήν της κινήσεως και της στάσεως εαυτού, και δεν ποιεί αυτός εαυτόν πέλεκυν.
Η έννοια, το είδος του πελέκεως δεν είναι το είναι και η ουσία αυτού, δεν ενεργοποιεί αυτή εαυτήν εν τω πελέκει, δεν είναι εντελέχεια. Η ψυχή τουναντίον αυτή πλάττει τα μέλη και το όλον σώμα, αυτή συνέχει και ποιεί και συντηρεί αυτά και διά τούτων εαυτήν· είναι ο δημιουργός άμα και η πρόνοια του μικρού κόσμου της, είναι ο ναυπηγός άμα και κυβερνήτης του πλοίου, όπερ απαύστως τείνον εις διάλυσιν αδιαλείπτως υποτάσσεται, συντηρείται και αναπλάττεται υπό της κυριάρχου ψυχής. Εάν δε παύση η σχέσις αυτή ψυχής και σώματος, το σώμα δεν είναι πλέον σώμα, αλλά πτώμα, ύλη νεκρά. Ό,τι λέγομεν περί του όλου, αληθεύει και περί των μερών και αντιστρόφως Αν ο οφθαλμός λ.χ. ήτο ζώον, η όψις θα ήτο η ψυχή αυτού, διότι αυτή είναι η ουσία, η έννοια αυτού· αυτός δε ο υλικός οφθαλμός, τα νεύρα, τα υγρά, οι χιτώνες κλπ. είναι υλικά, άτινα άμα λείψη η δράσις είναι κενά ονόματα. Όπως δε ο ζων οφθαλμός είναι η κόρη (δύναμις) και η δράσις (ενέργεια), ούτω το όλον ζώον είναι η ψυχή και το σώμα αχωρίστως ηνωμένα. Ούτω νοούμεν νυν πώς η ψυχή είναι α’) η αρχή η κινούσα και ποιούσα το σώμα, β’) το είδος ή η έννοια ήτις ενεργεί και πραγματοποιεί εαυτήν εν τω σώματι, γ’) ο κοινός τελικός σκοπός πάντων των μελών, ων έκαστον είναι μέσον άμα και σκοπός των άλλων, διότι έκαστον είναι μία εμφάνισις του κοινού κέντρου, μία πραγμάτωσις της εσωτερικής αρχής, ήτις πανταχού παρούσα σκοπόν έχει μόνον εαυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου