[4.24.6] Ὑπερβαλὼν δὲ τὰ ὄρη Ἀλέξανδρος ἐς πόλιν κατῆλθεν, ᾗ ὄνομα ἦν Ἀριγαῖον· καὶ ταύτην καταλαμβάνει ἐμπεπρησμένην ὑπὸ τῶν ἐνοικούντων καὶ τοὺς ἀνθρώπους πεφευγότας. ἐνταῦθα δὲ ἀφίκοντο αὐτῷ καὶ οἱ ἀμφὶ Κρατερὸν ξὺν τῇ στρατιᾷ πεπραγμένων σφίσι ξυμπάντων ὅσα ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἐτέτακτο. [4.24.7] ταύτην μὲν δὴ τὴν πόλιν, ὅτι ἐν ἐπικαίρῳ χωρίῳ ἐδόκει ᾠκίσθαι, ἐκτειχίσαι τε προστάσσει Κρατερῷ καὶ ξυνοικίσαι ἐς αὐτὴν τούς τε προσχώρους ὅσοι ἐθελονταὶ καὶ εἰ δή τινες ἀπόμαχοι τῆς στρατιᾶς. αὐτὸς δὲ προὐχώρει ἵνα ξυμπεφευγέναι ἐπυνθάνετο τοὺς πολλοὺς τῶν ταύτῃ βαρβάρων. ἐλθὼν δὲ πρός τι ὄρος κατεστρατοπέδευσεν ὑπὸ ταῖς ὑπωρείαις τοῦ ὄρους.
[4.24.8] Καὶ ἐν τούτῳ Πτολεμαῖος ὁ Λάγου ἐκπεμφθεὶς μὲν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐς προνομήν, προελθὼν δὲ προσωτέρω αὐτὸς ξὺν ὀλίγοις ὡς ἐς κατασκοπήν, ἀπαγγέλλει Ἀλεξάνδρῳ πυρὰ κατιδεῖν τῶν βαρβάρων πλείονα ἢ ἐν τῷ Ἀλεξάνδρου στρατοπέδῳ. [4.24.9] καὶ Ἀλέξανδρος τῷ μὲν πλήθει τῶν πυρῶν ἠπίστησεν, εἶναι δέ τι ξυνεστηκὸς τῶν ταύτῃ βαρβάρων αἰσθόμενος μέρος μὲν τῆς στρατιᾶς αὐτοῦ καταλείπει πρὸς τῷ ὄρει ὡς εἶχον ἐστρατοπεδευμένους· αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν ὅσοι ἀποχρῶντες ἐς τὰ ἀπηγγελμένα ἐφαίνοντο, ὡς πλησίον ἤδη ἀφεώρων τὰ πυρά, τρίχα διανέμει τὴν στρατιάν. [4.24.10] καὶ τῷ μὲν ἑνὶ ἐπέταξε Λεοννάτον τὸν σωματοφύλακα, ξυντάξας αὐτῷ τήν τε Ἀττάλου καὶ τὴν Βαλάκρου τάξιν· τὴν δευτέραν δὲ μοῖραν Πτολεμαίῳ τῷ Λάγου ἄγειν ἔδωκε, τῶν τε ὑπασπιστῶν τῶν βασιλικῶν τὸ τρίτον μέρος καὶ τὴν Φιλίππου καὶ Φιλώτα τάξιν καὶ δύο χιλιαρχίας τῶν τοξοτῶν καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τῶν ἱππέων τοὺς ἡμίσεας· τὴν δὲ τρίτην μοῖραν αὐτὸς ἦγεν ἵνα οἱ πλεῖστοι τῶν βαρβάρων ἐφαίνοντο.
[4.24.8] Καὶ ἐν τούτῳ Πτολεμαῖος ὁ Λάγου ἐκπεμφθεὶς μὲν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐς προνομήν, προελθὼν δὲ προσωτέρω αὐτὸς ξὺν ὀλίγοις ὡς ἐς κατασκοπήν, ἀπαγγέλλει Ἀλεξάνδρῳ πυρὰ κατιδεῖν τῶν βαρβάρων πλείονα ἢ ἐν τῷ Ἀλεξάνδρου στρατοπέδῳ. [4.24.9] καὶ Ἀλέξανδρος τῷ μὲν πλήθει τῶν πυρῶν ἠπίστησεν, εἶναι δέ τι ξυνεστηκὸς τῶν ταύτῃ βαρβάρων αἰσθόμενος μέρος μὲν τῆς στρατιᾶς αὐτοῦ καταλείπει πρὸς τῷ ὄρει ὡς εἶχον ἐστρατοπεδευμένους· αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν ὅσοι ἀποχρῶντες ἐς τὰ ἀπηγγελμένα ἐφαίνοντο, ὡς πλησίον ἤδη ἀφεώρων τὰ πυρά, τρίχα διανέμει τὴν στρατιάν. [4.24.10] καὶ τῷ μὲν ἑνὶ ἐπέταξε Λεοννάτον τὸν σωματοφύλακα, ξυντάξας αὐτῷ τήν τε Ἀττάλου καὶ τὴν Βαλάκρου τάξιν· τὴν δευτέραν δὲ μοῖραν Πτολεμαίῳ τῷ Λάγου ἄγειν ἔδωκε, τῶν τε ὑπασπιστῶν τῶν βασιλικῶν τὸ τρίτον μέρος καὶ τὴν Φιλίππου καὶ Φιλώτα τάξιν καὶ δύο χιλιαρχίας τῶν τοξοτῶν καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τῶν ἱππέων τοὺς ἡμίσεας· τὴν δὲ τρίτην μοῖραν αὐτὸς ἦγεν ἵνα οἱ πλεῖστοι τῶν βαρβάρων ἐφαίνοντο.
***
[4.24.3] Όταν ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, παρατήρησε ότι ο ίδιος ο αρχηγός των Ινδών της περιοχής αυτής ήταν πλέον κοντά σε κάποιο λόφο και ότι είχε μαζί του μερικούς μόνο υπασπιστές του, άρχισε παρ᾽ όλα αυτά να τον καταδιώκει έφιππος, αν και είχε πολύ λιγότερους άνδρες. Επειδή όμως ο λόφος ήταν ανηφορικός και δεν μπορούσε να ανέβει το άλογό του, το άφησε εκεί και το παρέδωσε σε κάποιον από τους υπασπιστές του να το οδηγεί και ο ίδιος ακολούθησε πεζός, όπως ήταν, τον Ινδό. [4.24.4] Όταν είδε ο Ινδός να τον πλησιάζει ο Πτολεμαίος, έκανε και αυτός μεταβολή και οι υπασπιστές μαζί του. Ο Ινδός με το μακρύ δόρυ του χτύπησε τον Πτολεμαίο από κοντά στο στήθος και ο θώρακας συγκράτησε το χτύπημα. Ο Πτολεμαίος όμως χτυπώντας πέρα-πέρα τον μηρό του Ινδού, τον έριξε στο έδαφος και του αφαίρεσε τα όπλα. [4.24.5] Όταν οι βάρβαροι που ήταν μαζί του είδαν πεσμένο στο έδαφος τον αρχηγό τους, δεν παρέμειναν άλλο στη θέση τους, ενώ οι βάρβαροι που ήταν στα βουνά βλέποντας ότι οι εχθροί έσερναν το πτώμα του υπάρχου τους λυπήθηκαν πολύ και τρέχοντας προς τα κάτω συνήψαν πεισματώδη μάχη κοντά στο λόφο για να το πάρουν. Γιατί και ο Αλέξανδρος ήταν πλέον κοντά στο λόφο έχοντας μαζί του τους πεζούς που είχαν κατεβεί από τα άλογά τους. Όταν έφθασαν και αυτοί, απώθησαν με δυσκολία τους Ινδούς προς τα βουνά και έγιναν κύριοι του νεκρού.
[4.24.6] Αφού πέρασε τα βουνά, ο Αλέξανδρος κατέβηκε σε μια πόλη που ονομαζόταν Αριγαίο. Τη βρήκε και αυτή πυρπολημένη από τους κατοίκους της και τους ανθρώπους της να έχουν φύγει. Εδώ έφθασε στον Αλέξανδρο και ο Κρατερός και οι άλλοι αρχηγοί με τον στρατό τους, αφού εκτέλεσαν όλα όσα τους είχε αναθέσει ο βασιλιάς. [4.24.7] Επειδή, λοιπόν, φαινόταν ότι αυτή η πόλη είχε χτισθεί σε επίκαιρη θέση, διέταξε ο Αλέξανδρος τον Κρατερό να την περιτειχίσει και να εγκαταστήσει σε αυτήν όσους ήθελαν από τους πλησιόχωρους βαρβάρους και από τους στρατιώτες του, αν μερικοί ήταν ανίκανοι για μάχη. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος προχώρησε προς το μέρος όπου τον πληροφόρησαν ότι είχαν καταφύγει οι περισσότεροι βάρβαροι της περιοχής και όταν έφθασε σε ένα βουνό, στρατοπέδευσε στους πρόποδές του.
[4.24.8] Στο μεταξύ ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, που τον είχε στείλει ο Αλέξανδρος να φροντίσει για τον επισιτισμό αλλ᾽ αυτός με λίγους άνδρες του είχε προχωρήσει πιο μακριά για να κατασκοπεύσει, ειδοποίησε τον Αλέξανδρο ότι παρατήρησε φωτιές των βαρβάρων περισσότερες από τις φωτιές στο στρατόπεδο του Αλεξάνδρου. [4.24.9] Ο Αλέξανδρος δεν πίστεψε ότι ήταν τόσο πολλές οι φωτιές, αντιλήφθηκε όμως ότι ήταν συγκέντρωση των βαρβάρων της περιοχής και άφησε εκεί κοντά στο βουνό ένα μέρος του στρατού του όπως ήταν στρατοπεδευμένο. Ο ίδιος πήρε μαζί του όσους στρατιώτες θεώρησε αρκετούς για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που του ανήγγειλαν και, επειδή φαίνονταν κοντά πλέον οι φωτιές, διαίρεσε σε τρία τμήματα τον στρατό του. [4.24.10] Στο ένα όρισε αρχηγό τον Λεοννάτο τον σωματοφύλακα και του παραχώρησε τις φάλαγγες του Αττάλου και του Βάλακρου. Στον Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, έδωσε να διοικεί το δεύτερο τμήμα έχοντας μαζί του το ένα τρίτο των βασιλικών υπασπιστών και τις φάλαγγες του Φιλίππου και του Φιλώτα και δύο χιλιαρχίες των τοξοτών και τους Αγριάνες και τους μισούς από τους ιππείς. Και το τρίτο τμήμα οδηγούσε ο ίδιος εκεί όπου φαινόταν ότι ήταν οι περισσότεροι βάρβαροι.
[4.24.6] Αφού πέρασε τα βουνά, ο Αλέξανδρος κατέβηκε σε μια πόλη που ονομαζόταν Αριγαίο. Τη βρήκε και αυτή πυρπολημένη από τους κατοίκους της και τους ανθρώπους της να έχουν φύγει. Εδώ έφθασε στον Αλέξανδρο και ο Κρατερός και οι άλλοι αρχηγοί με τον στρατό τους, αφού εκτέλεσαν όλα όσα τους είχε αναθέσει ο βασιλιάς. [4.24.7] Επειδή, λοιπόν, φαινόταν ότι αυτή η πόλη είχε χτισθεί σε επίκαιρη θέση, διέταξε ο Αλέξανδρος τον Κρατερό να την περιτειχίσει και να εγκαταστήσει σε αυτήν όσους ήθελαν από τους πλησιόχωρους βαρβάρους και από τους στρατιώτες του, αν μερικοί ήταν ανίκανοι για μάχη. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος προχώρησε προς το μέρος όπου τον πληροφόρησαν ότι είχαν καταφύγει οι περισσότεροι βάρβαροι της περιοχής και όταν έφθασε σε ένα βουνό, στρατοπέδευσε στους πρόποδές του.
[4.24.8] Στο μεταξύ ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, που τον είχε στείλει ο Αλέξανδρος να φροντίσει για τον επισιτισμό αλλ᾽ αυτός με λίγους άνδρες του είχε προχωρήσει πιο μακριά για να κατασκοπεύσει, ειδοποίησε τον Αλέξανδρο ότι παρατήρησε φωτιές των βαρβάρων περισσότερες από τις φωτιές στο στρατόπεδο του Αλεξάνδρου. [4.24.9] Ο Αλέξανδρος δεν πίστεψε ότι ήταν τόσο πολλές οι φωτιές, αντιλήφθηκε όμως ότι ήταν συγκέντρωση των βαρβάρων της περιοχής και άφησε εκεί κοντά στο βουνό ένα μέρος του στρατού του όπως ήταν στρατοπεδευμένο. Ο ίδιος πήρε μαζί του όσους στρατιώτες θεώρησε αρκετούς για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που του ανήγγειλαν και, επειδή φαίνονταν κοντά πλέον οι φωτιές, διαίρεσε σε τρία τμήματα τον στρατό του. [4.24.10] Στο ένα όρισε αρχηγό τον Λεοννάτο τον σωματοφύλακα και του παραχώρησε τις φάλαγγες του Αττάλου και του Βάλακρου. Στον Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, έδωσε να διοικεί το δεύτερο τμήμα έχοντας μαζί του το ένα τρίτο των βασιλικών υπασπιστών και τις φάλαγγες του Φιλίππου και του Φιλώτα και δύο χιλιαρχίες των τοξοτών και τους Αγριάνες και τους μισούς από τους ιππείς. Και το τρίτο τμήμα οδηγούσε ο ίδιος εκεί όπου φαινόταν ότι ήταν οι περισσότεροι βάρβαροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου