[1.1.1] Πόλις ἐστὶ τῆς Λέσβου Μιτυλήνη, μεγάλη καὶ καλή· διείληπται γὰρ εὐρίποις ὑπεισρεούσης τῆς θαλάσσης, καὶ κεκόσμηται γεφύραις ξεστοῦ καὶ λευκοῦ λίθου. Νομίσαις οὐ πόλιν ὁρᾶν ἀλλὰ νῆσον. [1.1.2] Ταύτης τῆς πόλεως τῆς Μιτυλήνης ὅσον ἀπὸ σταδίων διακοσίων ἀγρὸς ἦν ἀνδρὸς εὐδαίμονος, κτῆμα κάλλιστον· ὄρη θηροτρόφα, πεδία πυροφόρα· γήλοφοι κλημάτων, νομαὶ ποιμνίων· καὶ ἡ θάλασσα προσέκλυζεν ἠϊόνι ἐκτεταμένῃ ψάμμου μαλθακῆς.
[1.2.1] Ἐν τῷδε τῷ ἀγρῷ νέμων αἰπόλος, Λάμων τοὔνομα, παιδίον εὗρεν ὑπὸ μιᾶς τῶν αἰγῶν τρεφόμενον. Δρυμὸς ἦν καὶ λόχμη βάτων καὶ κιττὸς ἐπιπλανώμενος καὶ πόα μαλθακή, καθ᾽ ἧς ἔκειτο τὸ παιδίον. Ἐνταῦθα ἡ αἲξ θέουσα συνεχὲς ἀφανὴς ἐγίνετο πολλάκις καὶ τὸν ἔριφον ἀπολιποῦσα τῷ βρέφει παρέμενε. [1.2.2] Φυλάττει τὰς διαδρομὰς ὁ Λάμων οἰκτείρας ἀμελούμενον τὸν ἔριφον, καὶ μεσημβρίας ἀκμαζούσης κατ᾽ ἴχνος ἐλθὼν ὁρᾷ τὴν μὲν αἶγα πεφυλαγμένως περιβεβηκυῖαν, μὴ ταῖς χηλαῖς βλάπτοι πατοῦσα, τὸ δὲ ὥσπερ ἐκ μητρῴας θηλῆς τὴν ἐπιρροὴν ἕλκον τοῦ γάλακτος. [1.2.3] Θαυμάσας, ὥσπερ εἰκὸς ἦν, πρόσεισιν ἐγγὺς καὶ εὑρίσκει παιδίον ἄρρεν, μέγα καὶ καλὸν καὶ τῆς κατὰ τὴν ἔκθεσιν τύχης ἐν σπαργάνοις κρείττοσι· χλανίδιόν τε γὰρ ἦν ἁλουργὲς καὶ πόρπη χρυσῆ καὶ ξιφίδιον ἐλεφαντόκωπον.
[1.3.1] Τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἐβουλεύσατο μόνα τὰ γνωρίσματα βαστάσας ἀμελῆσαι τοῦ βρέφους· ἔπειτα αἰδεσθεὶς εἰ μηδὲ αἰγὸς φιλανθρωπίαν μιμήσεται, νύκτα φυλάξας κομίζει πάντα πρὸς τὴν γυναῖκα Μυρτάλην, καὶ τὰ γνωρίσματα καὶ τὸ παιδίον καὶ τὴν αἶγα αὐτήν. [1.3.2] Τῆς δὲ ἐκπλαγείσης εἰ παιδία τίκτουσιν αἶγες, πάντα αὐτῇ διηγεῖται, πῶς εὗρεν ἐκκείμενον, πῶς εἶδε τρεφόμενον, πῶς ᾐδέσθη καταλιπεῖν ἀποθανούμενον. Δόξαν δὴ κἀκείνῃ, τὰ μὲν συνεκτεθέντα κρύπτουσι, τὸ δὲ παιδίον αὑτῶν νομίζουσι, τῇ δὲ αἰγὶ τὴν τροφὴν ἐπιτρέπουσιν. Ὡς δ᾽ ἂν καὶ τοὔνομα τοῦ παιδίου ποιμενικὸν δοκοίη, Δάφνιν αὐτὸν ἔγνωσαν καλεῖν.
[1.4.1] Ἤδη δὲ διετοῦς χρόνου διικνουμένου, ποιμὴν ἐξ ἀγρῶν ὁμόρων νέμων, Δρύας τὸ ὄνομα, καὶ αὐτὸς ὁμοίοις ἐπιτυγχάνει καὶ εὑρήμασι καὶ θεάμασι. Νυμφῶν ἄντρον ἦν, πέτρα μεγάλη, τὰ ἔνδοθεν κοίλη, τὰ ἔξωθεν περιφερής. [1.4.2] Τὰ ἀγάλματα τῶν Νυμφῶν αὐτῶν λίθοις ἐπεποίητο· πόδες ἀνυπόδητοι, χεῖρες εἰς ὤμους γυμναί, κόμαι μέχρι τῶν αὐχένων λελυμέναι, ζῶμα περὶ τὴν ἰξύν, μειδίαμα περὶ τὴν ὀφρύν· τὸ πᾶν σχῆμα χορεία ἦν ὀρχουμένων. Ἡ ὤα τοῦ ἄντρου τῆς μεγάλης πέτρας ἦν τὸ μεσαίτατον. [1.4.3] Ἐκ πηγῆς ἀναβλύζον ὕδωρ ῥεῖθρον ἐποίει χεόμενον, ὥστε καὶ λειμὼν πάνυ γλαφυρὸς ἐκτέτατο πρὸ τοῦ ἄντρου, πολλῆς καὶ μαλακῆς πόας ὑπὸ τῆς νοτίδος τρεφομένης. Ἀνέκειντο δὲ καὶ γαυλοὶ καὶ αὐλοὶ πλάγιοι καὶ σύριγγες καὶ κάλαμοι, πρεσβυτέρων ποιμένων ἀναθήματα.
***
ΒΙΒΛΙΟ Α’
[1.1.1] Στη Λέσβο είναι μια μεγάλη κι ωραία πόλη, η Μυτιλήνη. Την αυλακώνουν διώρυγες όπου μπαίνει η θάλασσα, και τη στολίζουν γέφυρες από άσπρη γυαλισμένη πέτρα. Θαρρείς πως δε βλέπεις πόλη, αλλά νησί.
[1.1.2] Κάπου σαράντα χιλιόμετρα έξω απ᾽ αυτή την πόλη της Μυτιλήνης βρισκόταν το υποστατικό ενός καλότυχου ανθρώπου. Ήταν ένα θαυμάσιο κτήμα: βουνά με κυνήγι, κάμποι με σπαρτά, βοσκές για κοπάδια κι απέραντος γιαλός όπου χάιδευεν η θάλασσα τη μαλακή αμμουδιά. [1.2.1] Σ᾽ αυτό το κτήμα έβοσκε το κοπάδι του ένας γιδάς —Λάμων τ᾽ όνομά του—, όταν βρήκε ένα μωρό να βυζαίνει μιαν από τις γίδες. Στο δάσος ήταν, μέσα σε μια λόχμη από βάτα που τη σκέπαζε από πάνω κισσός, και το μωρό ήταν πλαγιασμένο σε τρυφερό χορτάρι. Εκεί πήγαινε ολοένα τρεχάτη εκείνη η γίδα και συχνά χανόταν, παρατώντας το γίδι της για να μένει με το μωρό. [1.2.2] Ο Λάμων, που λυπόταν το έρημο το γίδι, άρχισε να την παραφυλάει να δει πού πηγαίνει και μια φορά, καταμεσήμερα, ακολουθάει τ᾽ αχνάρια της και τη βρίσκει να στέκεται πάνω απ᾽ το μωρό, με τα σκέλια προσεκτικά ανοιγμένα μην το πατήσει και το πληγώσει με τα νύχια της, ενώ εκείνο ρούφαγε το γάλα της λες και βύζαινε τη μάνα του. [1.2.3] Κατάπληκτος, όπως ήταν φυσικό, σιμώνει και βρίσκει ένα όμορφο, μεγαλοκαμωμένο αγοράκι με φασκιά που ᾽δειχναν μεγαλύτερη γενιά απ᾽ ό,τι θα περίμενε κανένας σ᾽ έκθετο: πορφυρό πανωφοράκι, χρυσή καρφίτσα και σπαθάκι με φιλντισένια λαβή.
[1.3.1] Η πρώτη σκέψη του Λάμωνος ήταν να σηκώσει μονάχα τα φασκιά και ν᾽ αφήσει το μωρό· κατόπι ωστόσο ντράπηκε να δειχτεί λιγότερο σπλαχνικός κι από μια γίδα. Περίμενε λοιπόν να νυχτώσει και τα κουβάλησε όλα στη γυναίκα του Μυρτάλη — και τα φασκιά, και το παιδάκι, και την ίδια τη γίδα. [1.3.2] Και καθώς εκείνη σάστισε, πώς γίνεται γίδες να γεννάνε παιδιά, της τα διηγήθηκε όλα: πώς το βρήκε παραριγμένο, πώς το είδε να βυζαίνει, πώς ντράπηκε να τ᾽ αφήσει να πεθάνει. Εκείνη συμφώνησε μαζί του. Έκρυψαν λοιπόν τα φασκιά, υιοθέτησαν το παιδί και κανόνισαν να το τρέφει η γίδα. Και για να ταιριάζει τ᾽ όνομά του σε τσοπάνο, αποφάσισαν να τ᾽ ονομάσουν Δάφνη.
[1.4.1] Είχαν περάσει κιόλας δυο χρόνια από τότε, όταν ένας προβατοβοσκός που δούλευε σε γειτονικό υποστατικό και λεγόταν Δρύας, έτυχε ν᾽ απαντήσει όμοιο θέαμα και να κάνει όμοια ανακάλυψη. Υπήρχε εκεί μια σπηλιά των Νυμφών, ένας μεγάλος βράχος κούφιος από μέσα και κυρτός απ᾽ έξω. [1.4.2] Τ᾽ αγάλματα των ίδιων των Νυμφών ήταν πέτρινα και τις έδειχναν ξυπόλητες, με γυμνά τα μπράτσα ως τους ώμους, μαλλιά που χύνονταν στο λαιμό, ζωνάρι στη μέση και χαμόγελο στο πρόσωπο: το σύνολο παράσταινε μια γραμμή από χορεύτριες. Το άνοιγμα της σπηλιάς ήταν στη μέση ακριβώς του μεγάλου βράχου. [1.4.3] Από μια πηγή ανάβλυζε νερό και σχημάτιζε ρυάκι, έτσι ώστε μπρος στη σπηλιά απλωνόταν ένα πανέμορφο λιβάδι μ᾽ άφθονο μαλακό γρασίδι που τρεφόταν από την υγρασία. Κρέμονταν εκεί και καρδάρες, σουραύλια, φλογέρες και σφυρίχτρες, αφιερώματα παλιότερων βοσκών.
ΒΙΒΛΙΟ Α’
[1.1.1] Στη Λέσβο είναι μια μεγάλη κι ωραία πόλη, η Μυτιλήνη. Την αυλακώνουν διώρυγες όπου μπαίνει η θάλασσα, και τη στολίζουν γέφυρες από άσπρη γυαλισμένη πέτρα. Θαρρείς πως δε βλέπεις πόλη, αλλά νησί.
[1.1.2] Κάπου σαράντα χιλιόμετρα έξω απ᾽ αυτή την πόλη της Μυτιλήνης βρισκόταν το υποστατικό ενός καλότυχου ανθρώπου. Ήταν ένα θαυμάσιο κτήμα: βουνά με κυνήγι, κάμποι με σπαρτά, βοσκές για κοπάδια κι απέραντος γιαλός όπου χάιδευεν η θάλασσα τη μαλακή αμμουδιά. [1.2.1] Σ᾽ αυτό το κτήμα έβοσκε το κοπάδι του ένας γιδάς —Λάμων τ᾽ όνομά του—, όταν βρήκε ένα μωρό να βυζαίνει μιαν από τις γίδες. Στο δάσος ήταν, μέσα σε μια λόχμη από βάτα που τη σκέπαζε από πάνω κισσός, και το μωρό ήταν πλαγιασμένο σε τρυφερό χορτάρι. Εκεί πήγαινε ολοένα τρεχάτη εκείνη η γίδα και συχνά χανόταν, παρατώντας το γίδι της για να μένει με το μωρό. [1.2.2] Ο Λάμων, που λυπόταν το έρημο το γίδι, άρχισε να την παραφυλάει να δει πού πηγαίνει και μια φορά, καταμεσήμερα, ακολουθάει τ᾽ αχνάρια της και τη βρίσκει να στέκεται πάνω απ᾽ το μωρό, με τα σκέλια προσεκτικά ανοιγμένα μην το πατήσει και το πληγώσει με τα νύχια της, ενώ εκείνο ρούφαγε το γάλα της λες και βύζαινε τη μάνα του. [1.2.3] Κατάπληκτος, όπως ήταν φυσικό, σιμώνει και βρίσκει ένα όμορφο, μεγαλοκαμωμένο αγοράκι με φασκιά που ᾽δειχναν μεγαλύτερη γενιά απ᾽ ό,τι θα περίμενε κανένας σ᾽ έκθετο: πορφυρό πανωφοράκι, χρυσή καρφίτσα και σπαθάκι με φιλντισένια λαβή.
[1.3.1] Η πρώτη σκέψη του Λάμωνος ήταν να σηκώσει μονάχα τα φασκιά και ν᾽ αφήσει το μωρό· κατόπι ωστόσο ντράπηκε να δειχτεί λιγότερο σπλαχνικός κι από μια γίδα. Περίμενε λοιπόν να νυχτώσει και τα κουβάλησε όλα στη γυναίκα του Μυρτάλη — και τα φασκιά, και το παιδάκι, και την ίδια τη γίδα. [1.3.2] Και καθώς εκείνη σάστισε, πώς γίνεται γίδες να γεννάνε παιδιά, της τα διηγήθηκε όλα: πώς το βρήκε παραριγμένο, πώς το είδε να βυζαίνει, πώς ντράπηκε να τ᾽ αφήσει να πεθάνει. Εκείνη συμφώνησε μαζί του. Έκρυψαν λοιπόν τα φασκιά, υιοθέτησαν το παιδί και κανόνισαν να το τρέφει η γίδα. Και για να ταιριάζει τ᾽ όνομά του σε τσοπάνο, αποφάσισαν να τ᾽ ονομάσουν Δάφνη.
[1.4.1] Είχαν περάσει κιόλας δυο χρόνια από τότε, όταν ένας προβατοβοσκός που δούλευε σε γειτονικό υποστατικό και λεγόταν Δρύας, έτυχε ν᾽ απαντήσει όμοιο θέαμα και να κάνει όμοια ανακάλυψη. Υπήρχε εκεί μια σπηλιά των Νυμφών, ένας μεγάλος βράχος κούφιος από μέσα και κυρτός απ᾽ έξω. [1.4.2] Τ᾽ αγάλματα των ίδιων των Νυμφών ήταν πέτρινα και τις έδειχναν ξυπόλητες, με γυμνά τα μπράτσα ως τους ώμους, μαλλιά που χύνονταν στο λαιμό, ζωνάρι στη μέση και χαμόγελο στο πρόσωπο: το σύνολο παράσταινε μια γραμμή από χορεύτριες. Το άνοιγμα της σπηλιάς ήταν στη μέση ακριβώς του μεγάλου βράχου. [1.4.3] Από μια πηγή ανάβλυζε νερό και σχημάτιζε ρυάκι, έτσι ώστε μπρος στη σπηλιά απλωνόταν ένα πανέμορφο λιβάδι μ᾽ άφθονο μαλακό γρασίδι που τρεφόταν από την υγρασία. Κρέμονταν εκεί και καρδάρες, σουραύλια, φλογέρες και σφυρίχτρες, αφιερώματα παλιότερων βοσκών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου