Άρχοντες και αρχόμενοι: Διαλεκτική αγελαίας συνείδησης και ηθικής υποκρισίας
§1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Σε ένα από τα πολλά αποκαλυπτικά του κείμενα ο Νίτσε προσδιορίζει με απαράμιλλη ευστροφία την ασυναρτησία του Πολιτικού, ως εφαρμοσμένου πολιτικού συστήματος με υπηκόους: κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Οι ιδέες του κειμένου που ακολουθεί δίνουν σαφείς απαντήσεις όχι μόνο για το τι σημαίνουν ασυνάρτητοι γενικά, απαίδευτοι, δουλόφρονες, αμοραλιστές πολιτικοί με παρόμοιας νοο-τροπίας υπηκόους-οπαδούς, αλλά και ειδικά για το πώς εκδηλώνονται οι πιο σκοτεινές στιγμές του φαύλου πολιτικού συστήματος της Ευρώπης, όπως και της Ελλαδικής ενδοχώρας.
Η νοηματική ακρίβεια του εν λόγω κειμένου έγκειται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι εισχωρεί σε πτυχές του κοινωνικού-πολιτικού γίγνεσθαι, οι οποίες για την ελαφρότητα του ιδεολογικού Είναι ορισμένων –που έχουν μείνει τη λίθινη εποχή– θεωρούνται ιερουργικές και απαράβατες αρχές. Η θεμελιακή σκέψη του κειμένου συνοψίζεται στο εξής: οι άνθρωποι, είτε ως κυβερνήτες είτε ως κυβερνώμενοι –σε επίπεδο θεσμών, ομάδων, τάξεων, λειτουργικών, θεολογικών σχέσων, κρατικών δομών κ.λπ.– έχουν να επιδείξουν ως τώρα μια αγελαία συμπεριφορά, γίνονται δούλοι των ίδιων τους των «αξιών». Γιατί; Επειδή ιστορικά έχουν εθίσει, σαν να πρόκειται για έμφυτο χαρακτηριστικό τους, στην υπακοή ως υποτέλεια, ως αποδοχή και εφαρμογή ξένων εντολών. Έτσι συμβαίνει να απλώνεται παντού μια πολιτεία αγέλης, όπου απουσιάζει η στοιχειώδης αλληλοκατανόηση ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας και κάθε μορφή αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου αποβαίνει δυσεύρετο προϊόν, για να επιβεβαιωθεί ακόμη μια φορά πως το επίπεδο των προσώπων που ασκούν εξουσία είναι ανάλογο με το επίπεδο αυτών που τους εκλέγουν και αντίστροφα.
§2 Αποσπάσματα
[1] «Σε όλες τις εποχές, όσο υπάρχουν άνθρωποι, έχουν υπάρξει και ανθρώπινες αγέλες (σύνδεσμοι-συνασπισμοί οικογενειών, κοινότητες, φυλές, λαοί, κράτη, εκκλησίες) και πάντοτε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων που υπακούουν αναλογικά προς τον μικρό αριθμό εκείνων που δίνουν εντολές, που διοικούν. –Εάν λοιπόν λάβουμε υπόψη πως η υπακοή ως τώρα έχει εφαρμοστεί και καλλιεργηθεί με τον καλύτερο τρόπο και για τον περισσότερο χρόνο ανάμεσα στους ανθρώπους, μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε ότι κατά μέσο όρο μια ανάγκη για υπακοή είναι έμφυτη στον καθένα σήμερα, ως ένα είδος τυπικής συνείδησης, που προστάζει: «οφείλεις να κάνεις άνευ όρων αυτό και άνευ όρων να μην κάνεις το άλλο», συνοπτικά: «οφείλεις». Η εν λόγω ανάγκη πασχίζει να ικανοποιείται και να πληροί τη μορφή της με ένα περιεχόμενο· ενεργώντας έτσι αδράχνει χωρίς περιθώρια επιλογής, ανάλογα με τη δύναμη, την ανυπομονησία και την έντασή της, ως παμφάγος όρεξη, και αποδέχεται οτιδήποτε της φωνάζει στ’ αυτιά της ο οποιοσδήποτε από εκείνους που δίνουν εντολές, που διοικούν: γονείς, δάσκαλοι, νόμοι, ταξικές προκαταλήψεις, κοινή γνώμη» (Nietzsche, KSA 5 ‒Πέραν του καλού και του κακού‒ σ. 119).
Ένα σχόλιο: γενεαλογικά καταδεικνύεται πως στον κόσμο του ιστορικού ανθρώπου οι λίγοι άρχουν και οι πολλοί προορίζονται να υπακούουν δουλικά. Ο άνθρωπος έτσι, ως προς την ιστορικο-οντολογική του παρουσία, δεν παύει να είναι πειθήνιο όργανο εντολών που επιβάλλονται έξωθεν. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή έχει αγελαία συνείδηση: οι περισσότεροι άνθρωποι διέπονται από μια ηθική υπακοής, υπηρέτησης νόμων, αρχών και προσώπων, χωρίς να υποψιάζονται ούτε κατ’ ελάχιστο ότι πρόκειται για μια ηθική, κατασκευασμένη από τους κυρίαρχους με βάση τις δικές τους αξιώσεις και προορισμένη για δούλους. Οι εκάστοτε διατάζοντες, από την πλευρά τους, υποκρίνονται πως εφαρμόζουν ανώτερες ηθικές αρχές και πως εκτελούν ιερές διαταγές, ριζωμένες με έναν θεόσταλτο τρόπο, στην παράδοση. Έτσι εμφανίζονται να εκπληρώνουν το πιο ιερό χρέος, που κινεί την ιστορία του λαού, ως αγνοί υπηρέτες του. Στην πράξη καταργούν την αυτονομία του ανθρώπινου ατόμου, την πνευματικότητα του ανθρώπινου προσώπου, και μετατρέπουν το λαό σε υποτακτική μάζα. Πρόκειται για βάρβαρα στίφη που υπηρετούν με χαρά πολλές φορές τους ποικίλους μηχανισμούς ως δάσκαλοι, ως δεσμοφύλακες, ως ταξικοί εκπρόσωποι, ως πολιτικό προσωπικό, ως δημοσιογράφοι, ως κομματικοί σωλήνες, ως πολιτικοί μισθοφόροι, ως οπαδοί, ως ψηφοφόροι, ως αθλητές κ.λπ. Τις περισσότερες φορές απουσιάζει ολότελα η ελεύθερη άσκηση της σκέψης και της κρίσης, με τις φωτεινές εξαιρέσεις πάντοτε. Γενικώς όμως ταυτίζονται με ό,τι δεν είναι ο εαυτός τους: με αντικείμενα, με πολιτικούς αγύρτες ‒ανδρείκελα αλλότριων συμφερόντων‒με κάθε είδους πραγμοποιημένο ον της εξουσίας. Ως εκ τούτου είναι υπήκοοι που έχουν μάθει να εκτελούν και να εκτελούνται αγόγγυστα. Κατά κανόνα λοιπόν έχουν μεταποιηθεί σε μια τυποποιημένη συνείδηση που ξέρει μόνο να αναπαράγει τις εντολές που δέχεται: οφείλεις να κάνεις το… να τις αναπαράγει ως μιμητικός πίθηκος του δικού του εξουσιαστή. Και οι κυρίαρχοι, οι εκάστοτε κυβερνώντες, είναι ελεύθεροι; Γι’ αυτό μας μιλάει το παρακάτω απόσπασμα.
[2] «Ο παράδοξος περιορισμός της ανθρώπινης ανάπτυξης, ο δισταγμός, οι παρελκύσεις της, οι συχνές παλινδρομήσεις και περιστροφές της, οφείλονται στο γεγονός ότι το αγελαίο ένστικτο της υπακοής έχει κληρονομηθεί με τον καλύτερο τρόπο και σε βάρος της τέχνης του διατάζειν, του διοικείν. Άμα σκεφτούμε τούτο το ένστικτο ως την πιο ακραία του υπερβολή, θα λείπουν στο τέλος εντελώς οι διατάζοντες, οι διοικούντες, και τα ανεξάρτητα άτομα· ή η κακή τους συνείδηση θα τους κάνει να υποφέρουν μέσα τους και θα πρέπει κατ’ ανάγκη, για να μπορούν να διατάζουν, να δημιουργήσουν στον εαυτό τους μια ψευδαίσθηση, δηλαδή ότι και αυτοί προορίζονται μόνο να υπακούουν. Τέτοια είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα πράγματι στην Ευρώπη: την ονομάζω ηθική υποκρισία των κυβερνώντων. Αυτοί-εδώ δεν ξέρουν πώς αλλιώς να προστατευθούν από την κίβδηλη ηθική τους-συνείδηση παρά με το να παρουσιάζονται ως εκτελεστές παλαιότερων και ανώτερων εντολών –όπως εντολές των προγόνων, του συντάγματος, του δικαίου, των νόμων ή και του ίδιου του θεού– ή να δανείζονται από τον αγελαίο τρόπο σκέψης αγελαίες ρήσεις-γνώμες και να αυτο-δικαιολογούνται, για παράδειγμα, ότι είναι οι «πρώτοι υπηρέτες του λαού τους» ή «όργανα του κοινού καλού» (ό.π., σσ. 119-120).
Ένα σχόλιο: Και οι κυβερνώντες, αυτοί που προστάζουν, δεν είναι λιγότερο αγελαίοι και υπήκοοι, με το νόημα ότι στερούνται το ελεύθερο φρόνημα, δεν αποτελούν συναφώς καμιά άξια λόγου αυθεντία –έστω και της εξουσίας αυθεντία–, διακρίνονται για την ίδια τυποποιημένη συνείδηση, που προαναφέραμε, και γι’ αυτό αποδεικνύονται ανίκανοι να σκέπτονται και να ενεργούν ως ανεξάρτητα άτομα. Αποτελούν τη άλλη όψη των αδύναμων, παθητικών υπηκόων Ως αντιστάθμισμα της ανικανότητάς τους προβάλλουν διάφορες, όχι λιγότερο αγελαίες, ηθικολογικές επινοήσεις ότι εργάζονται για το δημόσιο συμφέρον, είναι δηλαδή υπ-ουργοί. Εδώ ο Νίτσε γίνεται προάγγελος των κακών από τη «δημοκρατική» μαζοποίηση των πάντων, ανθρώπων και πραγμάτων, κατά τη νεωτερική εποχή. Προοικονομεί ό,τι πρόκειται να συμβεί, κατ’ απόλυτο τρόπο, στις εποχές μας και στους οικείους μας χώρους: το πιο ύπουλο επιτήδευμα, εκείνο της μαζικής δημοκρατίας και της μαζικής κουλτούρας, όπου έρχονται συνήθως στο πολιτικό, πολιτισμικό και επιστημονικό προσκήνιο –σχεδόν πάντοτε με το προσωπείο του λαϊκού ή μεγάλου «δημοκράτη»– τα πιο ασήμαντα, τα πιο ακόλαστα και αδίστακτα όντα της αγέλης. Ας σημειωθεί πως για τον Νίτσε ο ανώτερος άνθρωπος, ο αυθεντικά ευγενής είναι εκείνος που καλλιεργεί και αναπτύσσει ελεύθερα τις ικανότητές του· όχι εκείνος που υποτάσσεται στο Δέον-είναι: στο «οφείλεις ή πρέπει να …». Χαρακτηριστική προς τούτο είναι και η σχετική κριτική του στον Καντ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου