Κρυμμένο σε ένα παλιό εκκλησάκι στο Παρίσι, το Grand Guignol ήταν το σπίτι του τρόμου επί σκηνής, με τρομερά ειδικά εφέ -συν σεξ- για να δελεάσει τα πλήθη. Ήταν τέτοια η φήμη του, που το όνομά του έγινε συνώνυμο της φρίκης.
Στο θέατρο αυτό ανέβαιναν παραστάσεις τρόμου, με εντυπωσιακά τρομακτικά εφέ για την εποχή. Αποκεφαλισμοί, βασανιστήρια, δολοφονίες, ακρωτηριασμοί. Μην ξεχνάμε ότι τότε τα μέσα ήταν πολύ λιγότερα και πιο απλά, ενώ η τηλεόραση και ο κινηματογράφος δεν μπορούσαν να αποτυπώσουν στην οθόνη τις φρικιαστικές σκηνές και την αγωνία, όπως συμβαίνει στις μέρες μας.
Το θέατρο άνοιξε το 1897 σε ένα παλιό εκκλησάκι στο Πιγκάλ, μια κακόφημη περιοχή κοντά στη Μονμάρτη, δίπλα στο Moulin Rouge. Ξεκίνησε ως ένα συνηθισμένο θέατρο για τους απλούς Παριζιάνους. Όμως, η παράσταση που άναψε φωτιές και έκανε το κοινό να μιλά συνεχώς γι' αυτό ήταν μια διασκευή ενός διηγήματος του Γκυ ντε Μωπασσάν κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού Πολέμου, όπου μια Γαλλίδα πόρνη σκοτώνει έναν Γερμανό αξιωματικό.
Εντοπίζοντας αυτήν τη λαχτάρα, ο δεύτερος ιδιοκτήτης του θεάτρου Max Maurey έδωσε γρήγορα μια ξεχωριστή ταυτότητα στο Grand Guignol: έγινε το σπίτι των τρομερά πειστικών ιστοριών τρόμου, που βασίζονται συχνά σε πραγματικά παραδείγματα αρρωστημένης βίας. Με έξυπνες τεχνικές και ιστορίες που προέρχονταν από αναφορές σε εφημερίδες για πραγματικά εγκλήματα και ανήθικά πράγματα, το Grand Guignol αποδείχθηκε πολύ πιο τρομακτικό και δημοφιλές από τις παραδοσιακές αφηγήσεις τρόμου για φαντάσματα ή τέρατα.
«Έγινε ένα θέατρο τρόμου, αλλά όχι ένα υπερφυσικό θέατρο -τους ενδιέφεραν οι κατά συρροήν δολοφόνοι, οι δραπέτες που το έσκαγαν, οι επιθέσεις εκδίκησης. Τα οποία αναμφίβολα προσέλκυαν τους ανθρώπους: το διάβασαν στην εφημερίδα και μετά το έβλεπαν στη σκηνή», λέει ο Richard J Hand, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας.
Ένας ηθοποιός, ο Paul Ratineau, ο οποίος ήταν επίσης τεχνικός της σκηνής, πρωτοστάτησε σε τρομερά, lo-fi ειδικά εφέ. «Ήταν πολύ διάσημος για την εφεύρεση του αίματος επί σκηνής. Ανέπτυξε καταπληκτικές ψευδαισθήσεις, συχνά βασισμένες σε μαγικά κόλπα, όπως το να πετάγονται τα μάτια έξω, να κόβονται κεφάλια ή οξύ να λιώνει ένα πρόσωπο». Οι επιθέσεις με οξέα ήταν στις ειδήσεις τότε, όπως τώρα, και αποδείχθηκαν πηγή φρικτής έμπνευσης. Οι ηθοποιοί του Grand Guignol θα χρησιμοποιούσαν μια πρώιμη μορφή λάτεξ για να κάνουν ένα πρόσωπο να δείχνει πως λιώνει.
Για να μη γίνονται τα πράγματα πολύ ζοφερά, τα σύντομα έργα τρόμου ήταν διανθισμένα με μια σκηνή σεξ. Για τα μέλη του κοινού που δεν άντεχαν το θέαμα, υπήρχε βοήθεια. Λέγεται πως το κοινό λιποθυμούσε σε κάθε παράσταση, έκαναν εμετό, ενώ άλλοι διεγείρονταν ερωτικά. Έτσι το θέατρο είχε πάντα έναν γιατρό εκεί.
Το θέατρο Γκραν Γκινιόλ έγινε τόσο δημοφιλές που έφτασε σε φήμη και τον Πύργο του Άιφελ για ένα διάστημα, όπως λένε. Ο χώρος, ο οποίος είχε περίπου 150 καθίσματα, είχε τη δική του ξεχωριστή ατμόσφαιρα. Οι σκαλιστοί πέτρινοι άγγελοι ύψους 2,1 μέτρων που ήταν μέρος του παρεκκλησίου παρέμειναν, κοιτάζοντας το κοινό, ενώ η μυρωδιά του θυμιάματος εξακολουθούσε να αιωρείται στον αέρα. «Ως μέρος για θεάματα ταμπού ήταν ακούσια τέλειο», λέει ο Hand.
Στο πίσω μέρος του θεάτρου υπήρχε μια σειρά από ιδιωτικά δωμάτια με πλέγματα που επέτρεπαν σε όσους έμπαιναν να παρακολουθήσουν την παράσταση, αλλά οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να τους δουν, κάτι που πολλά ζευγάρια εκμεταλλεύτηκαν πλήρως.
Γιατί, όμως, το κοινό προσελκύεται από την παρακολούθηση ανείπωτων πράξεων; Από δημόσιους απαγχονισμούς μέχρι βίαια αθλήματα, έχουμε εδώ και χρόνια όρεξη για βία. Αυτό είναι ακόμα ζωντανό σήμερα, επισημαίνει ο Hand: από εφημερίδες που επιλέγουν δυσάρεστα περιστατικά, έως την τρέχουσα μόδα για δράματα αληθινών εγκλημάτων. Οι άνθρωποι ξέρουν ότι δεν πρέπει, λέει ο Hand, αλλά έχουν την επιθυμία να το δουν με τα μάτια τους.
Υπάρχει μια έντονη γοητεία εκεί, σίγουρα, αλλά η επιθυμία να δούμε πραγματικά μια τρομακτική σκηνή μπορεί, με έναν αστείο τρόπο, να είναι επίσης μια τεχνική για την εξουδετέρωση των φόβων μας. «Αυτό είναι ενδιαφέρον με το ρεπερτόριο του Grand Guignol: θα έμπαιναν και θα έβγαιναν με την αδρεναλίνη στα ύψη, καθώς μόλις είχαν δει να συμβαίνει κάτι φρικιαστικό σε κάποιον άλλον», δηλώνει ο Hand.
Σήμερα σε εμάς έμεινε η έκφραση γκραν γκινιόλ και τη χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε κάτι φρικτό ή που έχει αγωνία.
Υπήρχε μια ανησυχία ότι το Γκραν Γκινιόλ τροφοδοτούσε τα βασικότερα ένστικτά μας, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το θέατρο να δεχθεί επίθεση από κριτικούς. Παρ' όλα αυτά, το σέβονταν στο καλλιτεχνικό κομμάτι.
«Είχε υπέροχους ηθοποιούς. Πολλοί κριτικοί θαύμαζαν την Paula Maxa, η οποία ήταν η μεγάλη “βασίλισσα της κραυγής” του Γκραν Γκινιόλ. Ήταν ένα must-see στη μέρα της. Και ήταν ένα θέατρο όπου είχε υπέροχη γραφή -ακόμη και κριτικοί που κατήγγειλαν την ηθική του, είπαν ότι τα έργα ήταν τουλάχιστον καλογραμμένα», ανέφερε ο Hand.
Προσέλκυσε μεγάλους συγγραφείς, όπως ο Gaston Leroux, συγγραφέας του «The Phantom of the Opera», και ο Maurice Renard, ο οποίος έγραψε το «The Hands of Orlac».
Η δημοτικότητά του παρέμεινε ψηλά επί δεκαετίες. Εκτοξεύθηκε τη δεκαετία του 1920, αλλά μετά το ξέσπασμα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου το θέατρο αντιμετώπισε δυσκολίες. Είχε μείνει ανοιχτό καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, καθώς ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις.
Το θέατρο έκλεισε το 1962. Μετά τη φρίκη της κατοχής, τους θανάτους, τις ιστορίες για το τι συνέβη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα απάνθρωπα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο κόσμος δεν ήταν το ίδιο πρόθυμος να παρακολουθήσει ψεύτικα βασανιστήρια και εκτελέσεις στη σκηνή του θεάτρου.
Άλλος ένας λόγος που λέγεται ότι συνετέλεσε στην πτώση και στο κλείσιμό του ήταν η άνοδος του κινηματογράφου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αν θέλατε να δείτε τρόμο, θα πηγαίνατε στον κινηματογράφο για το «Psycho» ή το «Les Diaboliques». «Το κοινό βλέπει τις κοντινές λήψεις του κινηματογράφου και το Grand Guignol φαίνεται ξαφνικά λίγο περίεργο και λίγο παλιό», λέει ο Hand.
Πιστεύει, ωστόσο, ότι το πνεύμα του είναι ακόμα ζωντανό σήμερα. Οι ταινίες τρόμου σίγουρα έμαθαν από αυτό, όπως υποστηρίζει, ειδικά σε αυτήν την ανάγκη να δημιουργήσουμε έναν τρόμο ή να αλλάξουμε μεταξύ τρόμου και κωμωδίας. Αλλά η επιρροή του μπορεί επίσης να φανεί και στο θέατρο σήμερα. Φαίνεται ότι, ακόμη και αν δεν υπήρχαν φαντάσματα στη σκηνή, αυτό το ασυνήθιστο μικρό παρισινό θέατρο συνεχίζει να μας στοιχειώνει μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου