5.2. Όμορφος και φιλοκίνδυνος Ο Μέγας Αλέξανδρος φόρεσε το περσικό διάδημα. Εκτός από κατακτητής του βασιλείου, εμφανιζόταν πλέον ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Είχε ήδη αποτίσει φόρο τιμής στον τάφο του ιδρυτή της δυναστείας, του Κύρου, και έσπευσε να αποδώσει τιμητική ταφή στον Δαρείο, τιμωρώντας ταυτοχρόνως τον δολοφόνο του με σκληρό τρόπο. Περιστοιχιζόταν άλλωστε από συγγενείς του τελευταίου Πέρση βασιλιά και πολλούς ανώτατους αξιωματούχους του, στους οποίους περιλαμβανόταν ο σατράπης Αρτάβαζος. Αναγκαία έκρινε επίσης τη στρατολόγηση ανδρών από τα κατακτημένα έθνη. Για πρώτη φορά, αντί να τιμωρήσει παραδειγματικά τους ηττημένους Έλληνες μισθοφόρους, τους κατέταξε στον στρατό του. Ήταν καιρός άλλωστε να αποστρατεύσει τα συμμαχικά στρατεύματα. Κράτησε έτσι κοντά του μόνο τους Μακεδόνες - μολονότι αρκετοί από αυτούς έδειχναν όλο και πιο απρόθυμοι να συνεχίσουν την εκστρατεία.
Ο Αλέξανδρος προχώρησε περισσότερο. Ως κληρονόμος των Αχαιμενιδών, άρχισε να απομακρύνεται από τα ήθη των Μακεδόνων, υιοθετώντας βασικά χαρακτηριστικά της περσικής τελετουργίας. Μάλιστα, η απαίτησή του να τον προσκυνούν τον αποξένωσε από πολλούς φίλους και εταίρους. Οι συζητήσεις για συνωμοσίες και συνωμότες, που δεν είχαν άλλωστε εκλείψει ποτέ, αναζωπυρώθηκαν.
Ο Αλέξανδρος αντέδρασε άμεσα. Έδωσε εντολή να δολοφονηθεί ο γηραιός στρατηγός Παρμενίων και να εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες ο γιος του Φιλώτας, που είχε διακριθεί σε όλες τις μεγάλες μάχες. Με παρόμοιο τρόπο εξόντωσε και άλλους επιφανείς Μακεδόνες. Το πιο ακραίο ήταν ότι σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον Κλείτο, έναν από τους προσωπικούς του φίλους, που του είχε σώσει τη ζωή στον Γρανικό. Λίγο αργότερα άφησε να λιθοβοληθούν πολλά τέκνα επιφανών Μακεδόνων, που αποκαλούνταν βασιλικοὶ παῖδες και του πρόσφεραν προσωπικές υπηρεσίες. Είχαν κατηγορηθεί για συνωμοσία, την οποία ομολόγησαν ύστερα από σκληρά βασανιστήρια. Αμέσως μετά θανάτωσε τον ιστορικό Καλλισθένη ως εμπνευστή της συνωμοσίας, αλλά και επειδή χλεύαζε την απαίτησή του να τον προσκυνούν.
Η εκστρατεία συνεχιζόταν χωρίς οι στόχοι της να είναι πλέον σαφείς στους πολεμιστές. Μετά την οριστική ήττα των περσικών στρατευμάτων, ο πόλεμος πήρε μάλιστα άλλη τροπή. Αντί για μεγάλες και καθοριστικές μάχες, οι άνδρες του Αλεξάνδρου άρχισαν να αντιμετωπίζουν την αντίσταση μαχητικών λαών, πολλοί από τους οποίους είχαν παραμείνει έως τότε ανεξάρτητοι. Οι νέες συγκρούσεις γίνονταν συχνά σε περιοχές δύσβατες, ορεινές και χιονισμένες. Ο Αλέξανδρος, αναπροσαρμόζοντας ταχύτατα την τακτική του, διασπούσε τον στρατό του σε μικρότερα τμήματα, αναθέτοντας στους στρατηγούς του ειδικές αποστολές. Στις κρίσιμες αναμετρήσεις ήταν ωστόσο πάντα παρών, κάποτε στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος ακόμη και πεζός ή σκαρφαλώνοντας τα τείχη στις πολιορκίες. Σε αρκετές περιπτώσεις τραυματίστηκε και κινδύνεψε.
Η νικηφόρος πορεία του Αλεξάνδρου απαιτούσε διαρκώς μεγαλύτερες θυσίες και κατέληγε σε αβέβαια αποτελέσματα. Οι νικημένοι συχνά ανασυντάσσονταν και οι σύμμαχοι συχνά αποσκιρτούσαν. Στα πεδία των μαχών οι νεκροί αντίπαλοι πολλαπλασιάζονταν, περιλαμβάνοντας ορισμένες φορές γυναίκες που αγωνίζονταν για τις εστίες τους με αυτοθυσία. Μετά από μια δύσκολη πολιορκία και νίκη στη Βακτριανή, ο Αλέξανδρος επέλεξε από τις αιχμάλωτες ως σύζυγο τη Ρωξάνη, θυγατέρα ενός τοπικού αρχηγού, που ξεχώριζε για την ομορφιά της. Η επιλογή αυτή του επέτρεψε να συμφιλιωθεί με τον πατέρα της και να εξασφαλίσει την υποταγή του. Με τη Ρωξάνη έμελλε να αποκτήσει έναν ακόμη γιο, τον οποίο ωστόσο δεν πρόλαβε να γνωρίσει.
Το 326 ο Αλέξανδρος έφτασε στον Ινδό ποταμό και αναμετρήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον βασιλιά Πώρο, που διέθετε 50.000 πεζούς, 3.000 ιππείς, πάνω από 1.000 άρματα και 130 ελέφαντες. Επιπλέον, είχε να αντιμετωπίσει και άλλο βασιλιά με πολυπληθή στρατό, ο οποίος συνέπραττε με τον Πώρο. Ύστερα από μία ακόμη νίκη, άφησε στο πεδίο της μάχης περισσότερους από 12.000 νεκρούς Ινδούς και περίπου 1.000 Μακεδόνες. Επίσης, αιχμαλώτισε περισσότερους από 9.000 άνδρες. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας την ανδρεία του Πώρου, του απέδωσε το βασίλειό του, καθιστώντας τον σύμμαχο και υποτελή.
Οι μάχες με τους τοπικούς πληθυσμούς συνεχίζονταν χωρίς ανάπαυλα. Υπήρχαν περιπτώσεις που ο στρατός του Αλεξάνδρου σκότωνε ή εξανδραπόδιζε, καθώς λεγόταν, πολλές δεκάδες χιλιάδες άνδρες. Οι μαζικές σφαγές και η λεηλασία μεγάλων εκτάσεων ήταν διαρκείς. Μολονότι οι αριθμοί αυτοί παραδίδονται συχνά από αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Αριστόβουλος και ο Πτολεμαίος, υπερβαίνουν κάθε φαντασία. Υποδεικνύουν ωστόσο την κλίμακα των επιχειρήσεων. Βαριές απώλειες είχε άλλωστε και ο στρατός του Αλεξάνδρου, όχι μόνο από τις συγκρούσεις με λαούς πολεμικούς που αντιστέκονταν σθεναρά και έκαναν αιφνιδιαστικές επιθέσεις, αλλά και από τα καιρικά φαινόμενα.
Μετά από οκτώ χρόνια αδιάκοπων μαχών σε μια πορεία που δεν έδειχνε να τελειώνει, οι άνδρες του Αλεξάνδρου αποφάσισαν ότι δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να τον ακολουθήσουν. Ο Αλέξανδρος επέμεινε. Ήθελε να φτάσει στον Γάγγη, θεωρώντας ότι η ανατολική θάλασσα δεν θα ήταν μακριά. (Προφανώς αγνοούσε την ύπαρξη της Κίνας.) Κατακτώντας ολόκληρη την Ινδία, πίστευε ότι η κυριαρχία του σε ολόκληρο τον κόσμο βρισκόταν πλέον κοντά. Ο έλεγχος της Λιβύης (δηλαδή της Αφρικής) του φαινόταν σχετικά εύκολος, και θα απέμενε μόνο μια επιχείρηση στον Εύξεινο Πόντο. (Για τη δυτική Ευρώπη δεν φαίνεται να έδειχνε ενδιαφέρον και μάλλον αγνοούσε την ύπαρξη των Ρωμαίων.) Ισχυρίστηκε έτσι ότι τα όρια της εξουσίας του θα ταυτίζονταν με τα όρια που οι θεοί είχαν δώσει στη γη. (Στα λόγια που του αποδίδονται, οι αναγνώστες του Ηροδότου δεν θα είχαν δυσκολία να αναγνωρίσουν τους πανομοιότυπους ισχυρισμούς του Ξέρξη όταν ξεκινούσε να καταλάβει την Ελλάδα.) Πίστευε επιπλέον ότι άξιζε τον κόπο να πεθάνει κανείς αφήνοντας πίσω του αθάνατη δόξα.
Αλλά οι άνδρες του αγνόησαν όλες τις προτροπές και επέμεναν να τερματιστεί η εκστρατεία. Αναλογίζονταν πόσοι ξεκίνησαν και πόσοι είχαν απομείνει. Πολλοί είχαν σκοτωθεί στις μάχες και περισσότεροι είχαν πεθάνει από αρρώστιες. Αλλά και από αυτούς που διασκορπίζονταν σε διάφορα μέρη ως απόστρατοι δεν παρέμεναν όλοι στην Ασία με τη θέλησή τους. Από τη μεγάλη στρατιά είχαν διασωθεί λίγοι, αδύναμοι στο σώμα και με πεσμένο ηθικό. Διατηρούσαν τον πόθο να ξαναδούν τους γονείς τους, εάν ζούσαν ακόμη, τις γυναίκες, τα παιδιά και τη γη τους. Οργισμένος και απογοητευμένος, ο Αλέξανδρος υποχρεώθηκε να συγκατατεθεί, προκαλώντας ένα παραλήρημα χαράς στους στρατιώτες. Παρόμοια χαρά έδειξαν ασφαλώς και οι Ινδοί. Παρακολουθώντας τη στρατιά που αποχωρούσε διαπλέοντας τον Ινδό ποταμό, θεώρησαν ότι η ώρα ήταν κατάλληλη για τραγούδια.
Η επιστροφή δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ενισχύσεις που κατέφθασαν από την Ελλάδα ήταν ασφαλώς πολύτιμες για τις νέες κατακτήσεις και τους νέους πολύνεκρους αγώνες που σχεδίαζε ο Αλέξανδρος. Αλλά η πορεία μέσα από την έρημο της Γαδρωσίας αποδείχθηκε καταστροφική. Οι ταλαιπωρίες από τον καύσωνα, τη λειψυδρία και τις πλημμύρες ήταν μεγαλύτερες από όσες είχε αντιμετωπίσει η στρατιά διασχίζοντας ολόκληρη την Ασία. Όσα από τα άλογα και τα υποζύγια δεν πέθαιναν από τις κακουχίες γίνονταν τροφή των ανδρών. Οι άρρωστοι και οι καταπονημένοι εγκαταλείπονταν στη μοίρα τους, ενώ μεγάλο πλήθος των αιχμάλωτων γυναικών και παιδιών πνίγηκαν από την υπερχείλιση ενός χειμάρρου. Από τους 60.000 άνδρες με τους οποίους ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την πορεία της επιστροφής διασώθηκαν μόλις 15.000. Ο αριθμός των νεκρών αμάχων παρέμεινε άγνωστος.
Φτάνοντας στα Σούσα, ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Στάτειρα, τη μεγαλύτερη θυγατέρα του Δαρείου, και την Παρύσατη, θυγατέρα του Αρταξέρξη Γ', ενώ αρκετοί από τους επιφανείς φίλους του παντρεύτηκαν ευγενείς Περσίδες. Στο μεταξύ πολλές χιλιάδες Μακεδόνες είχαν τεκνοποιήσει με αιχμάλωτες. Το σοβαρότερο εγχείρημα πάντως ήταν η αξιοποίηση Περσών για τις ανάγκες του στρατού. Επιλέχθηκαν 30.000 εύρωστοι νέοι από τις οικογένειες των κατακτημένων και ασκούνταν επίμονα στην τέχνη του πολέμου, σύμφωνα με τα μακεδονικά ήθη. Την ίδια στιγμή, οι Μακεδόνες πολεμιστές αποστρατεύονταν μαζικά, ενώ πολλοί από όσους απέμεναν αποξενώνονταν από τον βασιλιά τους. Για να διατηρήσει την τάξη, ο Αλέξανδρος χρειάστηκε να εκκαθαρίσει ορισμένους από τους άνδρες του που διαμαρτύρονταν εντόνως. Αποκατάσταση χρειαζόταν και η διοίκηση της αυτοκρατορίας, εφόσον αρκετοί από τους νεοδιορισμένους σατράπες, Έλληνες και Πέρσες, θεωρήθηκαν ακατάλληλοι - ορισμένοι εκτελέστηκαν.
Όταν το 324 πέθανε στα Εκβάτανα ο επιστήθιος φίλος του Ηφαιστίων, ο Αλέξανδρος βυθίστηκε σε βαρύ πένθος που θύμιζε στην υπερβολή του την αντίδραση του Αχιλλέα μετά τον θάνατο του Πατρόκλου. Συνέχισε ωστόσο εντατικές προετοιμασίες για την κατάκτηση της Αραβίας. Μερικούς μήνες αργότερα, το 323, αρρώστησε και πέθανε, σε ηλικία 32 ετών. Είχε βασιλέψει 12 χρόνια και 8 μήνες. Πριν ξεψυχήσει, οι Μακεδόνες που είχαν παραμείνει κοντά του τον αποχαιρέτησαν σιωπηλοί. Όπως σημειώνει ο Αρριανός, ξεχώριζε για την ομορφιά του, την εργατικότητά του, την ευφυΐα του, την αγάπη του για τις τιμές, την περιφρόνηση των κινδύνων και την ευσέβειά του. Τετρακόσια χρόνια αργότερα οι Μακεδόνες έπαιρναν ακόμη χρησμούς προς τιμήν του. Σύμφωνα με γενική εκτίμηση, ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο επιφανέστερος στρατηγός της αρχαιότητας.
Για να διοικήσει τη μεγάλη αυτοκρατορία που κατακτούσε, ο Αλέξανδρος διατήρησε όλες σχεδόν τις μεθόδους των Περσών προκατόχων του. Αναγνώρισε τον πολυεθνικό της χαρακτήρα και διόρισε σατράπες, όχι μόνο δικούς του ανθρώπους αλλά και ανώτατους αξιωματούχους του Δαρείου. Οι φόροι που επέβαλε στους κατακτημένους δεν ήταν συνήθως μεγαλύτεροι από αυτούς στους οποίους ήταν συνηθισμένοι - με μόνη βεβαίως διαφορά τον βαρύ φόρο αίματος που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν. Στον θρησκευτικό τομέα υπήρξε ανεκτικός όσο και οι Πέρσες, δείχνοντας μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεγαλύτερο σεβασμό από αυτούς στους τοπικούς θεούς. Σε ένα μόνο ζήτημα διαφοροποιήθηκε ριζικά. Ίδρυσε νέες πόλεις, δίνοντας σε πολλές το όνομά του - ο Πλούταρχος κάνει λόγο για περισσότερες από εβδομήντα. Είχε την εύλογη προσδοκία ότι μέσα από αυτές θα μπορούσε να διοικήσει καλύτερα και αποτελεσματικότερα.
Οι νέες πόλεις κατοικούνταν από τοπικούς πληθυσμούς, συγκεντρωμένους από τις γύρω περιοχές, αλλά παραδίδονταν από την αρχή σε αξιωματούχους του Αλεξάνδρου και είχαν, ως πυρήνα, απόστρατους άνδρες του. Στη μορφή και τις συνήθειες θύμιζαν πολύ τις ελληνικές, ενώ οι διοικητές τους μιλούσαν ελληνικά. Πρωταρχικός στόχος ήταν να συγκεντρώνονται σε αυτές στρατεύματα ικανά για την αντιμετώπιση εξεγέρσεων. Επιπλέον, μεταφύτευαν σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον τον πολιτισμό των Ελλήνων, με θέατρα, γυμνάσια, στοές και λουτρά. Χάρη στις νέες αυτές πόλεις δημιουργήθηκαν δίγλωσσες ομάδες τοπικών πληθυσμών, εξοικειωμένες με τον κόσμο και τη σκέψη των Ελλήνων.
Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου άλλαζαν ριζικά και τον παλαιό ελληνικό κόσμο. Κατακτημένες και υποταγμένες, οι σημαντικότερες πόλεις του δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης πολιτικής. Όπου διασώζονταν τα πάτρια πολιτεύματα, λειτουργούσαν συνήθως μέσα στα όρια που τους επέτρεπαν οι Μακεδόνες. Ταυτοχρόνως επερχόταν μια άλλη βαθύτερη μεταβολή, που άλλαζε την όψη των πόλεων και τη δομή των κοινωνιών τους.
Ο πλούτος της Περσίας (τα ταμεία των βασιλέων, οι θησαυροί που συσσωρεύονταν για αιώνες, τα χρήματα πολλών αριστοκρατών αλλά και τα αγαθά ιδιωτών) βρέθηκε στα χέρια των κατακτητών, άλλοτε με κατάσχεση, άλλοτε με τη λεηλασία και άλλοτε με διαρπαγή, μέσα στις έκρυθμες συνθήκες που επικρατούσαν. Ένα πολύ μεγάλο μέρος δαπανήθηκε για τις ανάγκες του παρατεινόμενου πολέμου, για τη συγκρότηση νέων διοικήσεων και για την οικοδόμηση πόλεων. Αλλά ένα σημαντικό μέρος διοχετεύτηκε στην Ελλάδα, καθώς ο Αντίπατρος και άλλοι Μακεδόνες λάμβαναν τακτικά ενισχύσεις από τον βασιλιά τους. Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος είχε στείλει έναν ολόκληρο στόλο για να μεταφέρει περσικούς θησαυρούς στη Μακεδονία. Αλλά με χρήματα και αγαθά επέστρεφαν στις πατρίδες τους και οι άνδρες που αποστρατεύονταν, ιδίως οι πάμπλουτοι πλέον στρατηγοί.
Η διάθεση του τεράστιου πλούτου στον ελληνικό κόσμο γινόταν με τρόπο άνισο, που όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις. Πολλοί ιδιώτες άρχισαν να επιδεικνύουν τη νέα τους θέση, οικοδομώντας λαμπρές κατοικίες σε βαθμό πρωτόγνωρο έως την εποχή εκείνη. Εμφανιζόμενοι ως ευεργέτες των πόλεων, νέοι μεγιστάνες χρηματοδοτούσαν δημόσια κτίρια, λουτρά, γυμνάσια και θέατρα. Επιπλέον, στον ελληνικό κόσμο κατέφθαναν διαρκώς πλήθη από υποδουλωμένους άνδρες και γυναίκες για να προσφέρουν τις φθηνές υπηρεσίες τους. Η δουλεία λάμβανε πλέον διαστάσεις άγνωστες στον ελληνικό κόσμο.
Όταν έγινε γνωστή η είδηση για τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Ρόδιοι έδιωξαν τη μακεδονική φρουρά, ενώ πολλοί Αθηναίοι εκδήλωσαν τον τρομερό τους ενθουσιασμό - ιδιαιτέρως οι μεγάλες μάζες των φτωχότερων πολιτών. Μάταια συντηρητικοί ηγέτες, όπως ο Φωκίων, που εξέφραζαν περισσότερο τα αισθήματα των πλουσίων, προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους Αθηναίους. Από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό ότι η αντίδραση στη μακεδονική κυριαρχία θα ήταν δυναμική. Υπήρχαν άλλωστε πρόσφατες εξελίξεις που οδηγούσαν σε μια νέα σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Μακεδονία.
Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να αφαιρέσει από την Αθήνα τον έλεγχο της Σάμου, να διώξει τους Αθηναίους κληρούχους από το νησί και να αποκαταστήσει τους παλαιούς κατοίκους του. Είχε εκδώσει διαταγή άλλωστε όλες οι ελληνικές πόλεις να δεχτούν πίσω τους εξορίστους τους, που υπολογίζονταν σε περίπου 20.000. Επιπλέον, υποδείκνυε στους Έλληνες να του αποδίδουν θεϊκές τιμές. Μέσα στη γενική αναταραχή συνέβη και ένα τελείως απροσδόκητο γεγονός. Ο θησαυροφύλακάς του, ο Άρπαλος, είχε εγκαταλείψει τον βασιλιά του και με έναν μεγάλο θησαυρό ζητούσε καταφύγιο από τη Βαβυλώνα στην Αθήνα.
Οι Αθηναίοι, με τη σύμφωνη γνώμη του Δημοσθένη, υποχώρησαν στο ζήτημα των θεϊκών τιμών, με την ελπίδα ότι θα μεταπείσουν τον Αλέξανδρο στην υπόθεση της Σάμου και των εξορίστων, άφησαν ωστόσο τον Άρπαλο να διαφύγει. Σύντομα διαπίστωσαν ότι από τον θησαυρό, τον οποίο είχαν καταθέσει στην Ακρόπολη, έλειπαν περίπου τα μισά χρήματα. Υπεύθυνος θεωρήθηκε, μεταξύ άλλων, και ο Δημοσθένης, που καταδικάστηκε σε βαρύ πρόστιμο. Κατήγορός του ήταν ο πρώην συνεργάτης του Υπερείδης. Αδυνατώντας να καταβάλει το πρόστιμο (εάν είχε καταχραστεί χρήματα, αυτά είχαν αξιοποιηθεί προφανώς για τον αντιμακεδονικό αγώνα), ο φυλακισμένος Δημοσθένης δραπέτευσε από την πόλη.
Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ο Αθηναίος στρατηγός Λεωσθένης άρχισε να συγκροτεί έναν αντιμακεδονικό συνασπισμό, έχοντας τη συνδρομή των Αιτωλών και πολλών άλλων Ελλήνων, εκτός βέβαια από τους Λακεδαιμόνιους, που δεν ήταν πλέον σε θέση ούτε να σκεφτούν για νέο εγχείρημα. Υπήρχαν όμως διαθέσιμες αρκετές χιλιάδες έμπειρων μισθοφόρων, από αυτούς που είχαν πολεμήσει με τον στρατό του Αλεξάνδρου στην Ασία και βρίσκονταν σε αποστρατεία. Όλοι οι Αθηναίοι έως 40 ετών στρατεύτηκαν, και ένας στόλος 240 πλοίων (στα οποία έμελλε να προστεθούν περισσότερα) ετοιμάστηκε. Η γενική αμνηστία που δόθηκε επέτρεψε στον Δημοσθένη να επιστρέψει στην πόλη του και να δώσει, σε συνεργασία με τον Υπερείδη, την τελευταία του μάχη. Ο Δημάδης, που είχε εισηγηθεί τις θεϊκές τιμές για τον Αλέξανδρο, καταδικάστηκε επειδή είχε εισαγάγει καινὰ δαιμόνια, δηλαδή νέους θεούς.
Ο Ελληνικός Πόλεμος, όπως τον αποκάλεσαν οι εξεγερμένοι, ξεκίνησε το 323 με σημαντικές επιτυχίες και ο Αντίπατρος βρέθηκε πολιορκημένος στη Λαμία. (Οι μεταγενέστεροι ιστορικοί τον αποκάλεσαν, για τον λόγο αυτό, Λαμιακό.) Σκοτώθηκε ωστόσο ο ικανός στρατηγός Λεωσθένης, ενώ οι Μακεδόνες έλαβαν ισχυρές ενισχύσεις από την Ασία, στις οποίες περιλαμβάνονταν πολλοί Πέρσες στρατιώτες. Τον επιτάφιο για τον νεκρό Λεωσθένη και τους πρώτους πεσόντες εκφώνησε ο Υπερείδης - πρόκειται για τον τελευταίο ίσως σπουδαίο λόγο που σώζεται από τη δημοκρατική Αθήνα. Το 322, σε δύο ναυμαχίες και σε μία αποφασιστική μάχη, ηττήθηκαν όσοι είχαν απομείνει από τους συνασπισμένους Έλληνες, και οι Αθηναίοι έχασαν τον τελευταίο τους στόλο. Ο Δημάδης και ο Φωκίων διαπραγματεύτηκαν μαζί με τον πλατωνικό φιλόσοφο Ξενοκράτη τους ταπεινωτικούς όρους της συνθηκολόγησης.
Μια μακεδονική φρουρά εγκαταστάθηκε στη Μουνιχία, και οι Αθηναίοι ανέλαβαν να πληρώσουν όλα τα έξοδα του πολέμου. Επιπλέον, η δημοκρατία καταργήθηκε ή, πάντως, συρρικνώθηκε σε βαθμό που έγινε αγνώριστη. Δικαιώματα πολίτη είχαν πλέον μόνο οι εύποροι και, συνεπώς, πολλές χιλιάδες Αθηναίοι υποβιβάστηκαν. Αρκετοί αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Με πρόταση του Δημάδη, οι Αθηναίοι πολιτικοί που είχαν αναλάβει το βάρος του πολέμου εναντίον των Μακεδόνων καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Υπερείδης σκοτώθηκε και ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε. Σύντομα οι Αθηναίοι που ήταν εγκαταστημένοι στη Σάμο υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην πόλη τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου