Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

Και όμως… Η Μήδεια Δεν Σκότωσε τα Παιδιά της

 «Το δίκιο δε φωλιάζει στα μάτια των θνητών · δίχως να μάθεις τι κρύβει κάποιος στην καρδιά του τον μισείς μ’ ένα σου βλέμμα μοναχά, χωρὶς ποτέ κακό να σου ’χει κάνει.» -Μήδεια-Ευριπίδη

Έχουμε πληθώρα συνθέσεων-ανακατασκευών του μύθου της Μήδειας με την ευριπίδειο μορφή να θεωρείται πρωτότυπη. Έτσι η πρωταγωνίστρια δεν είναι ποτέ η ίδια, αλλά αλλάζει ώστε σήμερα πια να μιλάμε για Μήδειες και για ένα πλουραλισμό των προσωπείων της ηρωίδας…

Όλες τους όμως εισάγουν, πρώτο διδάξαντα τον Ευριπίδη, την παιδοκτονία στη δράση τους: αυτό είναι γεγονός οξύμωρο, αν σκεφτεί κανείς ότι η παράδοση μιλά για τη Μήδεια και τα παιδιά της ως παρουσίες αλληλένδετες και ότι η Μήδεια εμφανίζεται συγχρόνως ως θεότητα της γονιμότητας και της μητρότητας.

Η Μήδεια είναι η ηρωίδα που «μήδεται» δηλαδή προνοεί, νοιάζεται, γνωρίζει τις τελετές των μυστών και μεταφέρει τη γνώση της στην Ελλάδα.

Το όνομα Μήδεια προέρχεται από το ρήμα μέδομαι, το οποίο σημαίνει προνοώ, μελετώ, διαλογίζομαι και φροντίζω, καθώς και επινοώ, μηχανεύομαι και εν τέλει κυβερνώ, άρχω. 

Στη ενεργητική του διάθεση, μέδω, το ρήμα αποκτά τη σημασία του εξουσιάζω, προστατεύω. Φορέας και εκπρόσωπος ενός αρχαϊκού πολιτισμού, ανήκει σ’ ένα είδος «ορφισμού». Είναι ερωμένη, ερωτευμένη μάγισσα που σώζει τον εραστή και τους συντρόφους της, είναι μάνα αλλά και «Μέδουσα» και «Σκύλλα», η «πανφάρμακη ξείνα» κατά τον Πίνδαρο. Θεωρείται μάγισσα, γιατί: Παρασκευάζει προστατευτικές αλοιφές, χρησιμοποιεί ξόρκια, δηλητηριάζει, μαγνητίζει με το βλέμμα, προκαλεί ύπνο, έχει μαντικές ικανότητες, φονεύει (θυσιάζει, ανθρωποθυσία) ή βάζει άλλους να φονεύουν τελετουργικά και κομματιάζει. Επίσης υπόσχεται και επιδιώκει με τελετουργικές δράσεις, ξόρκια και ουσίες την αναπαραγωγή, αιώνια νιότη και την αθανασία.

Ως «Θεοειδής μάγισσα» την κοσμεί ο Page, ο οποίος της αποδίδει μαγικοθρησκευτικές αρετές. Κάνει θετική ή αρνητική χρήση τους: πρόκειται για μια ηθική αντιπαράθεση ανάμεσα στην «λευκή» και τη « μαύρη» μαγεία, μια διχοτόμηση ανάμεσα στο θείο και το δαιμονικό, μια σχάση ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Κι όμως η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της· η Μήδεια του μύθου γιατί η Μήδεια του Ευριπίδη, ναι, το έκανε, τα σκότωσε και τα δύο. Όχι πως έκανε λίγα εγκλήματα η Μήδεια του μύθου: έκοψε κομματάκια τον αδελφό της και τον σκόρπισε στη θάλασσα, αργότερα έβαλε τις κόρες του Πελία να σκοτώσουν τον πατέρα τους, αλλά τα παιδιά της όχι, δεν τα σκότωσε.

Ούτε η Μήδεια του Πίνδαρου σκότωσε τα παιδιά της. Αγάπησε τον Ιάσωνα και τον βοήθησε με τα μαγικά της να κλέψει το χρυσόμαλλο δέρας αλλά ως εκεί. Το ίδιο κι η Μήδεια του Απολλώνιου του Ρόδιου. Μετά από εντολή της Αφροδίτης, ο Έρωτας σημάδεψε την καρδιά της κι αγάπησε παράφορα τον Ιάσωνα με τον οποίο, μετά από πολλές περιπλανήσεις, κατέληξαν στην Αίγινα και τέλος καλό.
Η Μήδεια λοιπόν δεν σκότωσε τα παιδιά της. Τώρα πώς του ήρθε του Ευριπίδη, τέτοια ιδέα είναι μεγάλη ιστορία. Μια ιστορία που θα την πούμε παρακάτω.

Όμως ποια ήταν η Μήδεια; Τι λέει η μυθολογία μας για αυτήν;

Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι.

Στην ελληνική μυθολογία, η Μήδεια είναι κόρη του βασιλιά της Κολχίδας, Αιήτη και της Ωκεανίδας Ιδυίας ή Εκάτης και εγγονή του θεού Ήλιου. «Με τον θεών το θέλημα, την ομορφομάγουλη Ιδυία κι από τον έρωτά του αυτή του γέννησε τη Μήδεια την ομορφοστράγαλη» μας λέει ο Ησίοδος στην Θεογονία του. Αδερφή της η Χαλκιόπη η οποία παντρεύτηκε τον Φρίξο. Από τη θεία της, Κίρκη, είχε μάθει την τέχνη της μαγείας, την οποία χρησιμοποιούσε σ’ όλη την ζωή της ενώ το όνομα της μητέρας της αλλάζει, με αποτέλεσμα να αλλάζει και η συγγένεια που έχει με την Κίρκη και την Εκάτη. Άλλοτε μητέρα της είναι η Ωκεανίδα Ιδυία ή η Εκάτη (Διόδωρος), άλλοτε είναι ανιψιά και άλλοτε αδελφή της Κίρκης. Πάντως, και οι τρεις ανήκουν στον ίδιο κύκλο των μαγισσών, με προστάτιδα την Εκάτη και τη Μήδεια να αποκτά αυτόν τον ρόλο και στην αττική τραγωδία στον μύθο των Αργοναυτών. Η Μήδεια ήταν ιέρεια της Άρτεμης στην Κολχίδα, το οποίο είχε ιδρύσει η Εκάτη.

Για τη Μήδεια εξιστορούν πως έμαθε από τη μητέρα και την αδελφή της όλες τις ιδιότητες των φαρμάκων, αλλά τα χρησιμοποίησε για εντελώς αντίθετους σκοπούς· γιατί έβαλε στόχο της να γλιτώνει από τους κινδύνους τους ξένους που κατέπλεαν, πότε με το να παρακαλεί τον πατέρα της να χαρίσει τη ζωή στους μελλοθάνατους και πότε να τους απελευθερώνει η ίδια από τη φυλακή και να προνοεί για την ασφάλεια των άτυχων ανθρώπων γιατί ο Αιήτης, τόσο ένεκα της δικής του ωμότητας όσο και από την επίδραση της γυναίκας του της Εκάτης, είχε δεχτεί το έθιμο της ξενοκτονίας.

Την έθεσε λοιπόν υπό «ελευθέρα φυλακή»· όμως η Μήδεια κατάφερε να δραπετεύσει και κατέφυγε σε κάποιο τέμενος του Ήλιου κοντά στη θάλασσα. Τότε ήταν που μια νύχτα κατέπλευσαν στην Κολχίδα στο εν λόγω τέμενος και οι Αργοναύτες ερχόμενοι από την Ταυρική. Εκεί, λοιπόν, συνάντησαν τη Μήδεια να περιπλανιέται στην ακτή κι έμαθαν από αυτή για το έθιμο της ξενοκτονίας, χάρηκαν με την πολιτισμένη στάση της κοπέλας και, αφού της φανέρωσαν τον σκοπό τους, έμαθαν, πάλι από εκείνη, τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε για κείνη ο πατέρας της, επειδή η ίδια σεβόταν τους ξένους. Μετά απ’ αυτά, οι Αργοναύτες άφησαν φύλακες στο πλοίο και ξεκίνησαν νύχτα μαζί με τη Μήδεια για το χρυσόμαλλο δέρας.

Η Μήδεια υποσχέθηκε να τους βοηθήσει μέχρις ότου εκτελέσουν τον προκείμενο άθλο, και ο Ιάσονας της έδωσε όρκο πίστης ότι θα την παντρευτεί και θα την έχει σύζυγο για όλη του τη ζωή με τον όρο να την πάρει από τη βάρβαρη χώρα της, ώστε να μην χρειάζεται να επιτελεί τις θυσίες των ξένων.

Ο βασιλιάς των Κόλχων, Αιήτης, ζήτησε με τη σειρά του από τον Ιάσωνα να επιτελέσει δύο άθλους. Να ζέψει δύο άζευτους μέχρι εκείνη τη στιγμή ταύρους με χάλκινα πόδια, που έβγαζαν φλόγες από τα ρουθούνια τους, δώρο του Ηφαίστου στον Αιήτη. Και να οργώσει με αυτούς ένα χωράφι και να το σπείρει με τα δόντια του δράκου που είχε σκοτώσει ο Κάδμος στη Βοιωτία, τα μισά από τα οποία είχε δώσει ο Κάδμος στον Αιήτη. Επειδή η Μήδεια ερωτεύτηκε τον Ιάσωνα -οι δύο νέοι συναντήθηκαν στον ναό της Εκάτης, τον βοήθησε.

«και πως απ΄ τους παρθενικούς της πόθους νικήθηκε η Μήδεια κι έκανε απαίσιο γάμο χάρη στο θέλημα της Ήρας. Γιατί η Κυθέρεια, του έρωτα τροφός, ξύπνησε μέσα της σφοδρή επιθυμία και πέρασε το βέλος μες στα σπλάχνα της η Ερινύα των κακών ερώτων» (Ορφέως «Αργοναυτικά»).

Του έδωσε μιαν αλοιφή που είχε φτιάξει από το προμήθειο, βότανο που είχε φυτρώσει από το αίμα της πληγής του Προμηθέα. Με αυτό ο Ιάσωνας άλειψε το σώμα του και επικάλυψε τα όπλα του και παρέμεινε προστατευμένος για εικοσιτέσσερις ώρες -τόσο διαρκούσε η δύναμη της αλοιφής. Πριν από αυτό ο Ιάσωνας έπρεπε να επικαλεστεί τη θεά Εκάτη. Προμήθειο και προσευχή τον προφύλαξαν από τις πύρινες ανάσες και τα χάλκινα πόδια των ταύρων.

Η Μήδεια αποκάλυψε στον Ιάσωνα ότι, καθώς θα έσπερνε τα δόντια του δράκου, θα φύτρωναν οπλισμένοι πολεμιστές, που θα επεδίωκαν να τον σκοτώσουν, όπως είχε συμβεί και με τον Κάδμο στην Αρεία πηγή, και ότι θα έπρεπε να κάνει ό,τι και ο Κάδμος: να ρίξει μια πέτρα ανάμεσα στους πολεμιστές που «έσπειρε», οπότε αυτοί θα αλληλοσκοτώνονταν θεωρώντας ότι κάποιος από τους ίδιους την έριξε.

Με τις συμβουλές της Μήδειας ο Ιάσωνας κατάφερε να ζέψει τους ταύρους χωρίς να καεί από τις φλόγες τους και να γλυτώσει από την επιθετική μανία των «Σπαρτών» της Κολχίδας.

Ο Ιάσονας έπρεπε να πάρει το δέρας μόνος του, κάτι που δεν θα κατόρθωνε χωρίς τις ιδιαίτερες ικανότητες της Μήδειας που με τα μάγια της αποκοίμισε τον ακοίμητο δράκο που το φυλούσε. Τότε ο Ιάσονας πλησίασε, ξεκρέμασε το δέρας από το δέντρο όπου ήταν κρεμασμένο και το πήρε μαζί του.

Ύστερα απ’ αυτό ακολούθησε τον εραστή της και για να αργοπορήσει τον Αιήτη, ο οποίος τους καταδίωκε, τεμάχισε τον αδελφό της, Άψυρτο και σκόρπισε στη θάλασσα τα μέλη του. Έτσι απελπισμένος ο Αιήτης άρχισε να μαζεύει τα μέλη του γιου του. Ο Γρέιβς υποστηρίζει ότι το όνομα «Άψυρτος» δεν είναι παρά ένα προσωνύμιο του Ορφέως και ότι ο μύθος αναφέρεται στον διαμελισμό του από τις μαινάδες.

Τις καταλογίζουν ένα φόνο που ποτέ δεν έκανε γιατί όπως γράφει ο Στράβων (Ζ 5,5) αρχηγός του κοχλικού στόλου ήταν και μετά ο Άψυρτος και ότι η Μήδεια –δήθεν – τον σκότωσε στις Αψυρτίδες νήσους κοντά στα ιλλυρικά παράλια. Φαίνεται ότι στα νησιά αυτά εδόθη στον Άψυρτο από την ιέρεια και αδελφή του η τελική μύηση της αθανασίας. Το συμβολικό κομμάτιασμα (όπως το κομμάτιασμα του Διόνυσου αλλά και του Ορφέως) ήταν μέσα στις τεχνικές της αθανασίας, ήταν ένας πανάρχαιος αιματηρός ίσως τρόπος απόρριψης του παλιού αίματος ενσωματωμένος στις όλες τεχνικές της αθανασίας. Βλέπουμε λοιπόν ολοκάθαρα ότι η Μήδεια σαν ιέρεια της Άρτεμης κατείχε μαγικές δυνάμεις και συνάμα τεχνικές αθανασίας που εφάρμοσε στον αδελφό της.

Η Μήδεια προτού φύγει προφανώς θέλησε να κάνει σωματικά αθάνατο τον αδελφό της, αλλά βέβαια το ιερατείο το οποίο έλεγχε τα γραπτά διαστρέβλωσε την πραγματικότητα και την παρουσίασε σαν φόνισσα του αδελφού της.

Ο γάμος του Ιάσωνα και της Μήδειας έγινε κρυφά στο σπήλαιο της Μάκριδος στη Σχερία, που έκτοτε θεωρούνταν ιερό της Μήδειας. Το γάμο τέλεσε κρυφά η βασίλισσα των Φαιάκων Αρήτη, επειδή ο σύζυγός της βασιλιάς Αλκίνοος υποσχέθηκε στους διώκτες της Μήδειας, Κόλχους να τους την παραδώσει αν δεν είχε ακόμη δεθεί ερωτικά με τον Ιάσωνα. Γάμος και ένωση επισπεύσθηκαν. Σύμφωνα με μεταγενέστερη εκδοχή, οι γάμοι τελέστηκαν στην Κολχίδα, όπου παρέμεινε ο Ιάσωνας για τέσσερα χρόνια πριν τελέσει τους άθλους του.

Την «συναντάμε» έπειτα στην Κρήτη να τρελαίνει με ξόρκια και με το μαγικό της βλέμμα τον γίγαντα Τάλω, του έστειλε απατηλά οράματα και τον έκανε να σχίσει τη φλέβα του αστραγάλου του, κέντρο της ζωής του, πάνω σε βράχο. Κατά άλλη εκδοχή του είπε πως αν του τραβήξει έξω το καρφί που συγκρατούσε το αίμα της φλέβας θα γινόταν αθάνατος.

Στην Ιωλκό αργότερα, ο Ιάσωνας την παρακάλεσε να εκδικηθεί τον Πελία. Λίγο νωρίτερα η Μήδεια είχε ξαναδώσει τα νιάτα στον ταλαιπωρημένο από τα γηρατειά πατέρα του Ιάσωνα, Αίσωνα, αφού άδειασε όλο το αίμα από το σώμα του με κάποιο μυστηριώδες τρόπο και κατόπιν τον παρουσίασε νέο και ρωμαλέο στο παλάτι που έμενε ο σφετεριστής βασιλιάς Πελίας.

Η Μήδεια «υπακούοντας» την εντολή του Ιάσωνα για εκδίκηση τότε έπεισε τις κόρες του Πελία να τεμαχίσουν το σώμα του πατέρα τους και να το βράσουν, γιατί έτσι δήθεν θα κατόρθωναν να τον κάνουν πάλι νέο. Για να γίνει πιο πιστευτή άλειψε το δέρμα της με αλοιφή για να φαίνεται ρυτιδωμένο, έβαψε τα μαλλιά της άσπρα και ντύθηκε σαν τις ιέρειες της Άρτεμης, μπήκε στο παλάτι φορώντας ιερατικό προσωπείο. Σε μικρό κούφιο άγαλμα της θεάς έκρυψε τα μαγικά φάρμακα και με το άγαλμα στο χέρι γυρνούσε στους δρόμους χορεύοντας με θρησκευτική έκσταση. Φώναζε ότι είχε φέρει το άγαλμα από τους Υπερβόρειους για το καλό του βασιλιά και της πόλης και πως όλοι οι πολίτες έπρεπε να το καλοδεχτούν. Κυριευμένη από θεϊκό οίστρο μπήκε στο παλάτι και τους έκανε να πιστέψουν πως η θεά είχε έρθει στο σπίτι για καλό. Είπε στον Πελία ότι η Άρτεμη θέλει να τον ανταμείψει για την ευσέβειά του δίνοντας πίσω τα νιάτα του. Τον υπνώτισε με μάγια και ο Πελίας πείστηκε και ζήτησε από τις κόρες του να την υπακούσουν. Οι θυγατέρες τότε κατέσφαξαν τον γέροντα Πελία προσδοκώντας τη μετατροπή του σε νέο.

Αμέσως μετά τον θρόνο ανέλαβε ο γιος του Πελία, ή του τον παραχώρησε ο Ιάσωνας, μια και μετά το φονικό δεν θα μπορούσαν να μείνει εκεί, ούτε ο ίδιος ούτε η Μήδεια.

Κατόπιν η Μήδεια και ο Ιάσωνας έφυγαν για την Κόρινθο, όπου οι Κορίνθιοι την αναγνώρισαν σαν κόρη και συνεχιστή της βασιλείας του Αιήτη ο οποίος είχε φύγει για την Κολχίδα και είχε αφήσει κάποιον αντιβασιλέα.

Ο Ιάσωνας έγινε βασιλιάς και η Μήδεια επιδίδεται στις τεχνικές της αθανασίας στην Ακροκόρινθο στο ιερό της Ήρας που αυτή ίδρυσε δίνοντας την αθανασία σε πολλά αγόρια και κορίτσια των Κορινθίων.

Ο ναός της Ήρας όπως διαφαίνεται από τις διηγήσεις γίνεται ένα κέντρο όπου η Μήδεια απλόχερα δίνει την αθανασία σε όσους την ζητήσουν αλλά ήταν άξιοι για αυτή την αλλαγή. Σύμφωνα με τον Διόδωρο έζησαν δέκα χρόνια μαζί και απέκτησαν παιδιά, δύο ή τρία, οι δυο πρώτοι δίδυμοι, ο Θεσσαλός και ο Αλκιμένης, και ο τρίτος, πολύ μικρότερος απ’ αυτούς, ο Τίσανδρος. Κατά μία άλλη παραλλαγή τα παιδιά που αποκτήσανε ήταν παραπάνω από τρία και φτάνουν στο σύνολο τα δεκατέσσερα, με τα ονόματα να αλλάζουν και ανάμεσά τους να μαθαίνουμε και για άλλους δύο γιους τον Φέρητα και τον Μέρμερο.

Και ενώ στην αρχή την τιμούσε ο Ιάσωνας, αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση του βασιλιά Κρέοντα να τον παντρέψει με την κόρη του Γλαύκη ή Κρέουσα, είτε για να συνδέσει τα παιδιά του με τον βασιλικό οίκο της Κορίνθου είτε γιατί η Μήδεια είχε πια μεγαλώσει και η ομορφιά της ήταν πιο θαμπή μπροστά στη νεαρή Γλαύκη. Η Μήδεια θα εξοριζόταν. Με την προθεσμία μιας μέρας που κέρδισε η Μήδεια ετοίμασε την εκδίκησή της.

«Η μεγάλη αγωνία της γυναίκας είναι αν θα πετύχει άνδρα κακὸ ή καθωσπρέπει.
Άτιμη θα την πουν αν τον αφήσει, πιότερο οι χωρισμοί τις γυναίκες στιγματίζουν
.» μας λέει ο Ευριπίδης στην Μήδεια του.

Της τότε έστειλε δηλητηριασμένο χιτώνα σαν δώρο για το γάμο της, ο οποίος έβγαζε φλόγες και την έκαψε. Το κορίτσι κάηκε, το ίδιο και ο πατέρας της που έτρεξε να τη βοηθήσει και το παλάτι.

Και κάπου παρακάτω συνεχίζει:

«Κι αν η γυναίκα με φόβο στέκεται μπροστὰ στα όπλα και στον πόλεμο
όταν της γίνει στο γάμο αδικία, πιο φονικὴ ψυχὴ δε γίνεται να υπάρχει
»
Και εδώ είναι που ο μύθος «χάνεται»…

Λέγεται λοιπόν πως στην συνέχεια η εκδίκησή της δε σταμάτησε εδώ, αλλά έφτασε στο πιο αποτρόπαιο έγκλημά της. Σκότωσε τα δύο της παιδιά Φέρητα και Μέρμερο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η Μήδεια όχι μόνο δεν σκότωσε τα παιδιά της αλλά είχε προσπαθήσει να τα κάνει αθάνατα. Γι’ αυτό τα έκρυβε στον ναό της Ήρας, επειδή πίστευε ότι η θεά θα τα έκανε αθάνατα· όμως τα παιδιά πέθαιναν. Κατά άλλες εκδοχές οι Κορίνθιοι σκότωσαν τα παιδιά της. Ο Κarl Kerenyi γράφει χαρακτηριστικά ότι οι Κορίνθιοι ήσαν εκείνοι που δεν ανέχονταν την κυριαρχία της ξένης μάγισσας και σκότωσαν τους εφτά γιους και τις εφτά κόρες της. πάνω στον βωμό της Ακραίας Ήρας, επειδή κουβάλησαν με τα χέρια τους τα φονικά δώρα της μητέρας τους. Τότε ξέσπασε λιμός στην πόλη και πέθαιναν τα μωρά.

Και κάπου εδώ είναι που ξεκινά η ευριπίδειος εκδοχή του μύθου.

Φαίνεται πως έφτασε στ’ αυτιά του (Ευριπίδη)η ιστορία του Εύμηλου, ενός Κορίνθιου ποιητή του 8ου αιώνα π. Χ., που φαντάστηκε πως η Μήδεια, προσπαθώντας να κάνει τα παιδιά της αθάνατα, χρησιμοποίησε μαγικά που δυστυχώς είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα και τα παιδιά πέθαναν.
Επομένως το έγκλημα έγινε άθελά της.

Την ιστορία την πήρε ο Παυσανίας και τη διέσωσε στα Κορινθιακά του.

Ο δε Παρμενίσκος προτίμησε την αρχική εκδοχή με μια παραλλαγή: η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της, της τα σκότωσαν Κορίνθιες γυναίκες στο ναό της Ήρας. Πάντως τον καιρό που ο Ευριπίδης έγραφε τη δική του Μήδεια, δημοφιλής στην Αθήνα ήταν και η εκδοχή του Κρεώφυλου: η Μήδεια σκότωσε τον βασιλιά της Κορίνθου και οι Κορίνθιοι -έχει σημασία αυτό- για εκδίκηση σκότωσαν τα παιδιά της και διέδωσαν ότι φονιάς ήταν η μάνα τους.

Επομένως για τους Αθηναίους, η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της, οι Κορίνθιοι το έκαναν, οι εχθροί των Αθηναίων -βρισκόμαστε στα 431 π. Χ., τη χρονιά που ξεσπάει ο Πελοποννησιακός πόλεμος, και η Κόρινθος είναι σύμμαχος της μισητής Σπάρτης-, και μάλιστα οι Κορίνθιοι φόρτωσαν το έγκλημα στη Μήδεια.

Βλέποντας λοιπόν οι Αθηναίοι στα Μεγάλα Διονύσια πως οι Κορίνθιοι είναι αθώοι και πως όλα τα έκανε η Μήδεια, είναι λογικό να δυσανασχέτησαν, γι’ αυτό ίσως έδωσαν το α΄ βραβείο στον Ευφορίονα, τον γιο του Αισχύλου και το δεύτερο στον Σοφοκλή αφήνοντας τον Ευριπίδη τρίτο και βάζοντας ένα ακόμα λιθαράκι στην αντιδημοτικότητα του Ευριπίδη που ολοκληρώθηκε με τις φοβερές ‘Τρωάδες” του. Υπάρχει, φυσικά, η περίπτωση να μην άρεσε το έργο, πάντως στην απόφαση των κριτών θα πρέπει να μέτρησε το γεγονός πως για τους Αθηναίους η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της.

Το μοτίβο της θανάτωσης του παιδιού από τη μάνα επανεμφανίστηκε στον Ευριπίδη αργότερα στις «Βάκχες» όπου η Αγαύη διαμέλισε το γιο της υπό το κράτος διονυσιακής μανίας. Έτσι ο Ευριπίδης με τόσες αναφορές σε σφάγια αναπαρίσταται μέσα μας ως «ανατόμος» η ακόμα ως «σφάχτης ψυχών».

Ήταν άραγε πρώτος ο Ευριπίδης που ισχυρίστηκε κάτι τόσο φοβερό, πως δηλαδή η Μήδεια σκότωσε εσκεμμένα τα παιδιά της; “Άλυτο πρόβλημα” θεωρείται για τους μελετητές. Πάντως, είτε ήταν δική του η αρχική ιδέα είτε όχι, γεγονός είναι πως η Μήδεια του Ευριπίδη σκότωσε τα παιδιά της.

Όμως ακόμη και αυτή η Μήδεια, του Ευριπίδη, μιλά με τα λόγια μάνας που σβήνουν όλα ολόγυρα, όταν χάνονται οι καρποί της. Τα παιδιά της:

«Λοιπόν, παιδιά μου, άδικα σας ανάστησα;
Άδικα μοχθούσα και παιδευόμουνα με βάσανα;
Του κάκου τράβηξα τους σκληρούς της γέννας σας τους πόνους;
Κι είχα σε σας η δύστυχη πολλές ελπίδες να με γεροκομήσετε
και πως σαν πεθάνω όμορφα με τα χέρια σας θα με στολίσετε
που οι άνθρωποι το λαχταράν.
Μα τώρα πάει κάθε γλυκιά μου συλλογή, γιατί μακριά σας
άθλια ζωή γεμάτη πίκρες θα περάσω


Η Μήδεια του Ευριπίδη είναι η γυναίκα που την ύβρισαν, η βασίλισσα που αφόπλισαν, το θηλυκό που δεν αμείφθηκε ο έρωτάς του. Επιπροσθέτως διεκδικεί χαρακτηριστικά και αρετές που αποδίδονταν μόνο στους άνδρες όπως η σοφία, η επιστήμη, το θάρρος, η τόλμη, ο ηρωισμός, η εκδίκηση.

Άλλωστε την βλέπουμε να αναδεικνύεται νικήτρια σε μια σειρά από ρητορικούς αγώνες με τον Κρέοντα, τον Ιάσωνα, τον Αιγέα. Ο ποιητής μας τόλμησε να δημιουργήσει μια πρωταγωνίστρια που δε θα συνδέσει τη μοίρα της με τη παθητικότητα: η Μήδεια του Ευριπίδη δεν παραδίδεται στην «παράδοση».

Η Μήδεια δεν αποχαιρετά, είναι νηπενθής δηλαδή δεν πενθεί δε δέχεται την έλλειψη, αρνείται το γεγονός έχασε τον άντρα της, θέλει να συγκρατεί το αντικείμενο, δε διαπραγματεύεται την απόδρασή του. Αρνούμενη να θρηνήσει τον Ιάσωνα που έχασε παλινδρομεί, τρελαίνεται στιγμιαία μη δυνάμενη να πενθήσει εν μέρει, δηλαδή να καμφθεί λίγο, σπάει κομματιάζεται και βουλιάζει μαζικά μέσα σε μια ασυγκράτητη μανία αφανισμού. Η Μήδεια είναι (από τις σωζόμενες τραγωδίες) ο μοναδικός δολοφόνος που μένει ατιμώρητη και θριαμβευτής. Τον Ευριπίδη δεν τον ενδιαφέρει να αποδώσει δικαιοσύνη αλλά να δείξει την εναλλαγή μεταξύ ψυχής και ισχύος.

Ειρωνεία: αυτή που δεν καταδέχεται να χάνει τον ένα καταλήγει να τα χάνει όλα. Σκοτώνοντας τα παιδιά της- δηλαδή τις ναρκισσιστικές προεκτάσεις της- σκοτώνει και τον εαυτόν της: πρόκειται για έναν αυτοκτόνο φόνο μια πράξη διευρυμένης αυτοκτονίας όπου ο αυτοκτόνος παρασύρει στον θάνατο όλους τους αγάπη μένους: ιδού μια εκδήλωση της ενόρμησης του θανάτου, η αρνητικοποίηση της ζωής. Η Κολχίδα γίνεται, εν τέλει, μια ερωμένη του Πένθους η οποία «ηδονίζεται από ένα βαθύ έρωτα του πένθους». “Φοβού την γελασμένη-εξαπατημένη γυναίκα» συμπληρώνει ο Shakespeare.

Και η Μήδεια θα ανταπαντούσε: «από όσα έχουν ψυχή και νου, οι γυναίκες είμαστε το πιο δυστυχισμένο πλάσμα» (στ. 230)

Τι απέγινε όμως η Μήδεια;

Μετά την εξορία της από την Κόρινθο λέγεται ότι η Μήδεια κατέφυγε στον Ηρακλή, στις Θήβες, βρήκε όμως τον ήρωα να έχει πάθει μανία και να έχει σκοτώσει τους γιους του. Από τη μανία του τον γιάτρεψε με τα φάρμακα της. Πριν εξοριστεί από την Κόρινθο, η Μήδεια είχε εξασφαλίσει τη βοήθεια του Αιγέα, γιατί του είχε υποσχεθεί ότι με τα βότανά της θα τον απάλλασσε από την ατεκνία του. Έτσι την βλέπουμε να φτάνει στην Αθήνα πάνω σε ένα άρμα που το έσερναν φτερωτοί δράκοντες όπου και ενώθηκε με τον Αιγέα και απέκτησαν ένα γιο, τον Μήδο, τον μετέπειτα επώνυμο ήρωα των Μήδων. Μετά την αποτυχημένη προσπάθειά της να σκοτώσει τον γιο του Αιγέα Θησέα, εξορίστηκε και από εκεί. Επέστρεψε στην Ασία με τον γιο τους και στη συνέχεια στην πατρίδα της, όπου αποκατέστησε τον πατέρα της στον θρόνο, τον οποίο είχε πάρει με τη βία ο αδελφός του Πέρσης.

Στα παλιά χρόνια η Μήδεια λατρευόταν ως θεά στην Κόρινθο, παραμερίστηκε όμως όταν η λατρεία της Ήρας πέρασε από το Άργος στην Κόρινθο.

Ο μύθος της Μήδειας έχει σχετιστεί με λατρευτικές παραδόσεις τόσο στην Αθήνα, όσο και στην Κόρινθο. Στο Δελφίνιο της Αθήνας το όνομά της είχε συνδεθεί με ένα μνημείο όπου εορταζόταν κάθε χρόνο η αποτυχημένη απόπειρά της να δολοφονήσει το Θησέα.

Τέλος, στην Κόρινθο η Μήδεια σχετιζόταν με μια ετήσια εκδήλωση η οποία περιλάμβανε επτά νεαρά αγόρια και επτά νεαρά κορίτσια (όσα και τα παιδιά που της σκότωσαν οι Κορίνθιοι). Για να εξιλεωθούν οι Κορίνθιοι, έστησαν στον τάφο τους το άγαλμα μιας γυναικείας μορφής με άγρια έκφραση που το ονόμαζαν Δείμα = Φόβητρο. Τα έντυναν στα μαύρα, τους έκοβαν τα μαλλιά και έκαναν θυσίες. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να εξευμενίσουν και τα παιδιά της Μήδειας και την οργή της θεάς Ήρας.

Η Μήδεια, για όσα διαπράττει ή σκέφτεται να διαπράξει, διώκεται από την πατρίδα της, από την Ιωλκό, από την Κόρινθο, από την Αθήνα. Ωστόσο, μετά το πέρας του τελευταίου της «εγκλήματος» ανέρχεται στους ουρανούς με άρμα που στέλνει ο Ήλιος και μεταφέρεται στα Ηλύσια πεδία, όπου παντρεύεται στον Αχιλλέα...!

Για το τέλος της γράφει ο Ρόμπερτ Γκρέιβς: «Η Μήδεια δεν πέθανε ποτέ αλλά έγινε αθάνατη και βασίλευε στο Ηλύσιο Πεδίο, όπου λέγεται από μερικούς ότι εκείνη ήταν που παντρεύτηκε τον Αχιλλέα και όχι η Ελένη όπως γράφτηκε…».

Για την σωματική της αθανασία το βεβαιώνει και ο Karl Kerenyi:

«Η Μήδεια ήταν αθάνατη…» γράφει μεταξύ άλλων για την πριγκίπισσα από την Κολχίδα που ήρθε στην Ελλάδα.

Η έρευνα έγινε σαν μια αποκατάσταση στον μύθο και στο όνομα αυτής της γυναίκας. Η Μήδεια εκδιώχθηκε και μυθολογικά αλλά και μέσα από τις σκέψεις των ανθρώπων σαν μίασμα, σαν την ντροπή, το στίγμα που δεν αντέχεται να ζει όχι μόνο στην μνήμη, αλλά να προκαλεί απέχθεια ακόμα και στο άκουσμα του ονόματός της… ποτέ πια μανάδες δεν ξαναδώσανε στις κόρες τους το όνομα Μήδεια.

Η Μήδεια πλέον είναι η μάγισσα που τιμάται.

Είναι η γυναίκα που αγάπησε.

Είναι ο άνθρωπος που χάρισε απλόχερα τις γνώσεις της όταν το δίκαιο ήταν παρών και άξιζε να φανερωθεί.

Όχι λοιπόν! Όχι!! Η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της.

Αλλά ακόμη και να το έκανε… ας κρατήσουμε για το τέλος τα λόγια του Ντοστογιέφσκι:
«Γιατί σε τελευταία ανάλυση η Μήδεια μόνο να κατηγορείται ως εγκληματίας την ίδια στιγμή που απαλλάσσονται όσοι κάνουν τους πολέμους κι ευθύνονται για εκατομμύρια θανάτους παιδιών σ’ όλο τον κόσμο»…
 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου