Ἡ θεμελιώδης αὐτή ρῆσις τοῦ Ἐφεσίου φιλοσόφου ἐπαναδιετυπώθη ἄλλως πως ὑπό τοῦ Παρμενίδου στήν ἑλληνική πόλη Ἐλέα στήν Ἰταλία. Ὁ κόσμος τῶν ἀπείρων τῷ πλήθει ὄντων, εἶπεν ὁ Παρμενίδης, ἀποτελεῖ ἕνα καί μόνον ὄν καί τό ὄν αὐτό εἶναι τό Πάν. Τό Πάν καταλαμβάνει ὅλον τόν ἄπειρο χῶρο. Ἄλλωστε καί ὁ χῶρος ἀποτελεῖ συστατικό τοῦ παντός καί ὡς ἐκ τοῦ λόγου τούτου τό Πάν ὡς σύνολον εἶναι ἀκίνητον, «οὐλομελές καί ἀτρεμές». Τό Πάν συμφώνως πρός τίς δύο αὐτές διατυπώσεις - τήν τοῦ Ἡρακλείτου καί τήν τοῦ Παρμενίδου - εἶναι ἀεί ὑπάρχον, προ-ελθόν ἀφ’ ἑαυτοῦ. Τοῦτο, διότι αὐτή ὑπῆρξε ἡ μοῖρα τοῦ κόσμου ὡς ἐκ τοῦ λόγου, ὅτι ἡ δυνατότης αὐτή ἔλαχε νά εἶναι ἀεί ὑπάρχουσα ὡς ἐκ τῆς ἀνάγκης, αὐτή δέ ἀπέκλεισε τήν ὕπαρξιν πάσης ἄλλης δυνατότητος. Ὡς ἐκ τοῦ ἀκινήτου ὅμως τοῦ ὅλου, τοῦ Παντός, κατά τόν Παρμενίδην, και, ἵνα τό Πάν μή ἀσφυκτιᾷ ἐν ἀκινησίᾳ εὐρισκόμενον, ἦλθεν ὡς ἐκ τῆς ἀνάγκης ἡ νομοτέλεια ἐκείνη, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει εἰς τό Πάν νά κινῆται ἀεί ἐσωτερικῶς καί οὕτω «νά λειτουργῇ ὡς ζῶν ὄν.
Πέραν τῶν δύο αὐτῶν διατυπώσεων οἱ Πυθαγόρειοι ἔλεγον, ὅτι τό Πάν εἶναι ἀριθμός παμμέγιστος, ἀεί συντελούμενος. Τοῦτο ἐσήμαινε, ὅτι τό Πάν ἀεί ὑπάρχει, ἀλλά καί ἀεί ἐξελίσεται. Ὅπως ὅμως ὁ Ἡράκλειτος ἐθεώρει, ὅτι τό Πάν διέπεται ὑπό μίας ἀρχῆς, τήν ὁποία ὠνόμασε πῦρ: («ἐκ πυρός τά πάντα συνιστᾶναι καί εἰς τοῦτο ἀναλύεσθαι· πάντα δέ γίγνεσθαι καθ’ εἱμαρμενην καί διά τῆς ἐναντιοτροπῆς ἡρμόσθαι τά ὄντα· καί πάντα ψυχῶν εἶναι πλήρη»), ἔτσι καί οἱ Πυθαγόρειοι, οἱ ὁποῖοι ἐουμβόλιζον ἑκάστη ἔννοιαν δι’ ἑνός ἀριθμοῦ, καί τήν μίαν ἀρχήν, δηλαδή τό πῦρ τοῦ Ἡρακλείτου, ἡ ὁποία καί κατ’ αὐτούς διέπει τό Πάν, ἐσυμβόλισαν διά τοῦ ἀριθμοῦ 1. Ὁ ἀριθμός 1, εἶπον, ὑποδιαιρεῖται εἰς δύο λειτουργίας - δύο «οὐσίας» - ὡς οἱ Πυθαγόρειοι ὠνόμαζον τίς λειτουργίες αὐτές, εἰς τήν μονάδα καί τήν ἀόριστον δυάδα. Καί τήν μέν μονάδα ὠνόμαζον αἰθερικήν καί ἄτμητον ἤ συνεχῆ οὐσίαν, τήν δέ δυάδα ὠνόμαζον μεριστήν οὐσίαν.
Ἀντίστοιχος ἔννοια τῶν δύο οὐσιῶν τῶν Πυθαγορείων ἦτο κατά τόν Ἡράκλειτο τό ἀδιαίρετο καί τό διαιρετό πῦρ - τό ἀθάνατο καί τό θνητό πῦρ. Οὕτω τό πῦρ ὑπό γενικήν ἔννοιαν ἀντιστοιχεῖ εἰς τόν ἀριθμόν 1 τῶν Πυθαγορείων, τό ἀδιαίρετο ἤ ἀθάνατο πῦρ εἰς τήν πυθαγορική μονάδα καί τό διαιρετό ἤ θνητό πῦρ εἰς τήν πυθαγορική ἀόριστον δυάδα. Ἐπειδή ἡ ἀριθμοποίησις τῶν πάντων προϋπέθετε μαθηματικό νοῦ καί ἐπειδή οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων δέν διαθέτουν τέτοιο νοῦ, ὁ Ἀριστοτέλης ἀργότερα προέβη εἰς τήν ἀπομαθηματικοποίησι τῆς Φιλοσοφίας, γιά νά μή δημιουργοῦνται παρεξηγήσεις.
Καί κατά τίς τρεῖς αὐτές διατυπώσεις περί Κόσμου, ὡς καί κάθε ἄλλη ἑλληνική διατύπωσι, οἱ ὁποῖες ὅλες μαζί συνιστοῦν τήν μία καί μόνη ἑλληνική θέσι περί Κόσμου, ἀντιστρατευόμενες τήν μίαν ἀρχή, ἡ ὁποία διέπει τό Πάν, δυνάμεις δέν ὑπάρχουν. Τά πάντα διέπονται ὑπό τῆς παγκοσμίου νομοτέλειας, διά τῆς ὁποίας τά ὄντα φύονται καί ἀποφύονται καί κατά τόν Ἡράκλειτο «τά πάντα ρεῖ καί οὐδέν μένει καί πάντα ψυχῶν εἶναι πλήρη». Οὕτω εἰς τήν παγκόσμιον αὐτή ροή, ἡ ὁποία κινεῖται δίκην ποταμοῦ, προπορεύονται πρῶτον οἱ μεγάλες, οἱ θεῖες ψυχές καί ἕπονται οἱ μικρές, οἱ μή θεῖες ψυχές (Πλάτων, «Φαῖδρος»). Εἶναι δέ μεγάλες ψυχές, αὐτές, πού ὑπάρχουν στά αὐτόφωτα ἀστέρια, ὡς αἰτία ὑπάρξεως αὐτῶν, ἑδραζόμενες καταστάσεις· καί εἶναι μικρές ψυχές οἱ ὡς αἰτία ὑπάρξεως καταστάσεις τῶν ὄντων, τά ὁποῖα φύονται ἐπί τῶν θερμοκοιτίδων τῶν δημιουργούμενων ὑπό τοῦ φυσικοῦ νόμου, ὡς ἐκ τῶν ἐπί μέρους ἐπικρατουσῶν συνθηκῶν. Μία δέ θερμοκοιτίς εἶναι καί ἡ Γῆ.
Ὅλες ὅμως οἱ ψυχές, καί οἱ μεγάλες καί οἱ μικρές, ἔχουν κοινή τύχη, διότι ὅλες ἀκολουθοῦν τόν παγκόσμιο ρυθμό. Τοῦτο, διότι «πάντα γίνεται δι’ ἀνάγκην θείην» κατά τόν Ἡράκλειτο. Οἱ δέ ψυχές ἀπό σημείου τίνος καί ἄνω - μᾶλλον ἀπό τοῦ σημείου τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως αὐτῶν καί ἄνω - μετέχουν τῆς παγκοσμίου πολιτείας, ὅλες δέ μαζί, ἀκόμη καί οἱ κάτω της ἀνθρώπινης ὑποστάσεως ψυχές, ἀποτελοῦν τήν παγκόσμιο πολιτεία, τήν ὑφή τῆς ὁποίας κατά τόν Πλάτωνα («Φαῖδρος») ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δέν δύναται νά συλλάβῃ, καί ἡ γλῶσσα τῶν ἀνθρώπων δέν δύναται. νά ἱστορήσῃ. Ἡ κοινή συνισταμένη τῆς παγκοσμίου αὐτῆς πολιτείας εἶναι ἡ ψυχή τοῦ Παντός. Τό Πάν ὅθεν εἶναι ἔμψυχο ὄν. Ὅπως ὅμως στούς ἀνθρώπους τό σῶμα, τό φέρον τήν ψυχή ἑκάστου ἀνθρώπου, ἔρχεται στήν κατάστασι ἐκείνη, τήν ὁποία, ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι, ὠνομάζομε θάνατο, δηλαδή ἀποφύεται τοῦτο, ἔτσι ἐν τῷ ἀπωτέρῳ μέλλοντι τό ὑλικό μέρος τοῦ Παντός, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ ἐμψύχου τούτου Ὄντος, θά ἀποφυῇ στό σύνολό του, καί θά ἔλθῃ ἡ παγκόσμιος ἠρεμία τῶν πάντων, ἡ ἐκπύρωσις κατά τόν Ἡράκλειτο. Διότι κατ’ αὐτόν ἡ μέν ἐπί τήν γένεσιν ροή τῶν πάντων καλεῖται πόλεμος· («πόλεμος δέ πατήρ πάντων»), ἡ δέ ἐπί τήν ἐκπύρωσιν καλεῖται ὁμολογία καί Εἰρήνη.
Ἐν καιρῷ ὅμως τῷ δέοντι ἐκ τοῦ βάθους τῆς παγκοσμίου αὐτῆς ἠρεμίας θά ἀναδυθῇ κατά τόν Ἡράκλειτο, βοηθούσης πρός τοῦτο καί τῆς εἱμαρμένης, ἕνα νέο Πάν, καί τοῦτο θά συνεχίζεται εἰς τόν ἄπειρο χρόνον, διότι καί αὐτή τήν ἔννοιαν ἔχει τό λεχθέν ἀνωτέρω, ὅτι «ὁ κόσμος ἦν, ἔστι καί ἔσται πῦρ ἀείζῳον ἁπτόμενον μέτρα καί ἀποσβενύμενον μέτρα». Τοῦτο ἔχει καί τήν ἔννοια ὅτι, ἐρχομένου εἰς τήν κατάστασι τοῦ θανάτου ἀστερισμοῦ τινός ἤ ἀνθρώπου τινός ἐπί τῆς Γῆς, ἕνας ἄλλος ἀστερισμός ἤ ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος εἰς ἕνα ἄλλο σημεῖον τοῦ Παντός ἤ τῆς Γῆς, προκειμένου περί τῶν ἀνθρώπων, γεννᾶται. Οἱ Πυθαγόρειοι ἀπεκάλουν τήν παγκόσμιον αὐτή διεργασία οὐράνιον μουσικήν, τῆς ὁποίας μέρος ἀποτελεῖ καί ἡ κίνησις τῶν ἀστέρων, ἡ κατά τό ὑλικόν μέρος αὐτῶν ὑπάρχουσα.
Ἐρωτᾶται: ἡ Γῆ ἔχει ψυχή; Ἡ Γῆ εἶναι ἀστήρ ἑτερόφωτος καί ἀποτελεῖ μέρος τοῦ ὅλου σώματος τοῦ Ἡλίου. Ἑπομένως αὐτή καθ’ ἑαυτήν ἡ Γῆ δέν ἔχει ἰδίαν ψυχήν, διότι ἡ ψυχή τοῦ ὅλου πλανητικοῦ συστήματος, τό ὁποῖο ἔχει ὡς κέντρο τόν Ἥλιο καί ἀποτελεῖ ἕνα κοσμικό ἄτομο, ἕνα κοσμικόν ὄν, ἑδράζεται στόν Ἥλιο.
Ποιά ὅμως εἶναι ἡ φύσις τῆς ψυχῆς; Μολονότι κατά τούς νεωτέρους χρόνους πολλά συγγράμματα φέρουν τόν τίτλον «Ψυχολογία», δέν ἔχει διατυπωθῆ σ’ αὐτά κάτι τό συγκεκριμένο περί τῆς φύσεως τῆς ψυχῆς. Ὁ Ἡράκλειτος ὅμως ἀναφερόμενος στήν ἀνθρώπινην ψυχή, λέγει: «Περί μέν οὖν τῶν ἄλλων ζῴων ἐάσω, περί δέ τοῦ ἀνθρώπου δηλώσω: Ἐσέρπει γάρ ἐς ἄνθρωπον ψυχή πυρός καί ὕδατος σύγκρησιν ἔχουσα· ψυχῆς δέ πείραιτα οὐκ ἄν ἐξεύροι ὁ πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν. Οὕτω βαθύν λόγον ἔχει· ψυχῆς ἐστίν λόγος ἑαυτόν αὔξων.»
Ἡ ψυχή κατά τόν Ἡράκλειτο εἶναι πῦρ καί εἶναι μέρος ἐκ τοῦ λεγομένου ὑπ’ αὐτοῦ ἀθανάτου πυρός, τό ὁποῖον στήν περίπτωση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς εἶναι ἐξατομικευμένο καί εἶναι ὄν ἀφ’ ἐαυτοῦ πάντοτε αὐξάνον. Εἶναι δέ ἀόρατο στούς ἀνθρώπινους ὀφθαλμούς καί μέχρι σήμερον καί στούς ὀφθαλμούς τῆς Ἐπιστήμης. «Ὀκοῦν ὁπότε (ἡ ψυχή) μηδενός ἀπόλλυται κακοῦ μήτε οἰκείου μήτ’ ἀλλοτρίου δῆλον ὅτι ἀνάγκη αὐτή ὄν εἶναι» (Πλάτων, «Πολιτεία», 611, Α). Εἶναι δέ καί ἡ ψυχή ἕνα μικρό οὕτως εἰπεῖν ἄστρο, καθ’ ὅτι μετά τήν ἀπώλεια τοῦ σκαφάνδρου διά τοῦ ὁποίου αὐτή διαπλέει τόν παρόντα κόσμον, ἤτοι μετά τήν ἀπώλεια τοῦ φυσικοῦ σώματος, ἀκολουθοῦσα τόν φυσικό νόμο ἔρχεται στά ἀστέρια, στόν Γαλαξία. «Ἔριφος ἐς Γαλ’ ἐπετόμην», λέγει ρητό τοῦ 4ου πρό σημερινῆς χρονολογίας αἰῶνος, ἀποδιδόμενον στούς «Ὀρφικούς, τό ὁποῖο ἑρμηνεύεται: «Ἄστρον (ἐγώ) πετοῦσα πρός τόν Γαλαξία.» (Σαράντος Πᾶν, «Περί Θανάτου»)
Ἀπό τά ἀστέρια ἡ ψυχή ἐπανέρχεται στήν Γῆν, ἄν ἡ ἀνάγκη ἐπιβάλλῃ τοῦτο. Ἡ ἐπάνοδος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς συντελεῖται ὑπό τοῦ φυσικοΰ νόμου τῇ βοηθείᾳ καί τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, ἡ ὁποία στήν περίπτωσι αὐτή συνιστᾷ τόν πανίσχυρο νόμον τοῦ Εἰδέναι. Ἡ Ἀθηνᾶ λοιπόν φέρει τήν ἀνθρώπινη ψυχή, ἐρχόμενη ἀπό τους ἀστέρας, στούς Φαίακας. Οἱ δέ Φαίακες, οἱ ὁποῖοι κατά τόν Ὅμηρον «πάντα ξένον πέμπουσι», πέμπουν αὐτήν στήν Γῆ διά πλοίου. Τά δέ πλοῖα τῶν Φαιάκων πάντοτε κατά τόν Ὅμηρο δέν φοβοῦνται τούς ἀνέμους καί τήν ταραχή τῆς θαλάσσης, διότι εἶναι πλοῖα τά ὁποῖα τρέχουν «ὡς εἰ πτερόν ἠέ νόημα», δηλ. τρέχουν «σάν τό πουλί καί σάν τήν σκέψι», ὅπιυς μεταφράζει τόν στίχο ὁ Ἐφταλιώτης.
Πλήν τῶν ἀνωτέρω καί ἄλλες πλεῖστες ὅσες διατυπώσεις - ἀπόψεις περί ψυχῆς ὑπῆρξαν στούς ἀρχαίους Ἕλληνες, οὐδέποτε ὅμως ἐλέχθη ἀπό αὐτούς ὅτι ἡ ψυχή εἶναι πνεῦμα. Ὁ λόγος περί πνευμάτων ἦλθε ἐπί σκηνῆς σέ μία ἄλλη ἐποχή, μεταγενέστερη τῆς μεγάλης ἐποχῆς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί εἶναι ἔργο τοῦ ἀνθρώπου τῆς Ἀνατολῆς καί δή τοῦ ἀνθρώπου τῆς Ἐρήμου. Ἡ περί Κόσμου θέσις αὐτή ὀνομάζεται, ὡς ἤδη ἐλέχθη, καί Δυαρχική περί Κόσμου θέσις, Ἀσιατική ἤ περί Κόσμου θέσις τῆς Ἀνατολῆς. Κατά τήν θέσι αὐτή τά πνεύματα εἶναι ἀερώδεις ὀντότητες περιφερόμενες τῆδε κακεῖσε. Τά πνεύματα εἰσέρχονται καί ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, πάντοτε κατά τήν θέσι αὐτή, ἕνα ἤ πολλά μαζί καί τότε ὁ ἄνθρωπος πάσχει. Οὐδέν παραδοξότερον τούτου βεβαίως. Ὡς πνεύματα θεωροῦνται καί οἱ λεγόμενοι ἄγγελοι. Ἡ λέξις προῆλθε ἐκ βαναύσου κακοποιήσεως τῆς ἑλληνικῆς λέξεως ἄγγελος, ἡ ὁποία ἐσήμαινε τόν κατά τόν πόλεμον κυρίως ἀποστελλόμενον ἀνθρωπον, γιά νά μεταφέρῃ κάποιο μήνυμα. Ὡς πνεῦμα ἐπίσης ἐθεωρήθη καί ἡ ψυχή. Πνεύματα ὅμως δέν ὑπάρχουν καί ὅλα αὐτά εἶναι πλάσματα τῆς φαντασίας τῶν ἀνθρώπων καί δή τῶν ἀνθρώπων τῶν μή σκεπτόμενων κατά τόν ἑλληνικό τρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου