Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Γιατί απορρίπτουμε τον Χριστιανισμό

 «Ανέγνων, έγνων, κατέγνων»
Απόδοση: «Εμελέτησα, εγνώρισα, απέρριψα» -Αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Μέγας

Ο μέγας Γερμανός διανοητής και φιλόσοφος, θαυμαστής του Ελληνικού Πολι­τισμού ο ελληνίζων Friedrich Nietzsche, στο «Werke in drei Βänden» (hg. von Κ. Schlechta, I I, 1914, Seite1234), γράφει:

«Καταδικάζω τον Χριστιανισμό. Απαγγέλλω κατά της χριστιανικής Εκκλησίας την εσχάτη όλων των κατηγοριών. Τον θεωρώ ως την μεγαλύτερη διαφθορά. Μετέβαλε κάθε αξία σε απαξία, κάθε αλήθεια σε ψέμα, καθετί έντιμο σε αχρειότητα. Τον θεωρώ ως την μεγαλύτερη κατάρα και διαστροφή, το μεγαλύτερο εκδικητικό ένστικτο, που προκειμένου να επιβληθεί χρησιμοποίησε κάθε μηχανορραφία και υποχθόνιο μέσο, δεν εδίστασε μπροστά σε καμιά μικροπρέπεια. –Τον ονομάζω το ανεξίτηλο στίγμα της ανθρωπότητας.»

Αυτά τα συμπεράσματα τού Nietzsche περί Χριστιανισμού που αλλού τον κατονομά­ζει φοβερό­τερη ασθένεια και παρά φύση πειθαρχία, τα έχουν διατυ­πώσει ίδια ή πιο εμφα­τικά πολλοί και διάφοροι ανεξάρτητοι ερευνητές σε διάφορους τόπους και χρό­νους!

Φιλοσοφικές Αντιρρήσεις: Μια φορά στο χώρο του πανεπιστημίου, ένα καλοκαιρινό μεση­μέρι του 2019, παρακολουθούσα την λο­γομαχία του μαθητή μου ΚΚ, με τον γνωστό του ΓΑ, ο οποίος ήταν της προσκολ­λή­σεως στην παρέα του φίλου μου. Ο ΚΚ ήταν (και είναι) δεινός φιλόσοφος παγκο­σ­μί­ου ακτινοβολίας, άπιστος, άθ­ρησκος, άθεος. Ο ΓΑ ήταν δι­κηγόρος και Χριστιανός του «πί­στευε και μη ερεύνα», ως συνήθως, δη­λα­δή δεν είχε διαβάσει ουσιαστικά τί­ποτα από χριστια­νι­κή θρη­σ­κεία ή περί αυτής· ήταν πλή­ρως αν­εξέταστος και βασιζόταν μόνο σε ό,τι έτυχε να ακού­σει από άλλους Χριστια­νούς, στις εκκλησίες, στις οποίες όμως πή­γαινε σπα­νί­ως, και στην κα­τευ­θυ­νο­μένη γνώση του δημοτικού σχο­λεί­ου και του τότε εξα­ταξίου γυμ­νασίου. Η λο­γομαχία επι­κεντρώθηκε στη θρη­σκευτική πίστη γενικώς και ει­δι­κώς στην πί­στη στον Χρισ­τια­νι­σ­μό.

Ο ΚΚ ξόδεψε πολύ χρόνο να επιχειρηματολογεί εναντίον της θρη­σκευτικής πίστεως γενικώς και να ρωτά τον ΓΑ διάφορες ερωτήσεις, άλ­λες γενικές και άλλες ει­δικές, για να του δώσει να καταλάβει τους λόγους για τους οποίους πίστευε γενι­κώς και στην συγκεκριμένη θρησκεία του Χριστιανισμού ιδιαιτέρως. Περιττό να προσθέ­σω ότι κάθε απάντηση του ΓΑ συνοδευόταν από κάποια αντίρρηση ή αν­τε­πι­χείρημα του ΚΚ. Σε μια στιγμή όμως ο ΓΑ ρωτά τον ΚΚ: «Εγώ τόση ώρα σου εξηγώ και σου απαντώ γιατί πιστεύω. Τώρα εξήγησέ μου, εσύ γιατί δεν πιστεύεις;».
Θα περίμενε κανείς μια μακροσκελή απάντηση· αλλά ήταν πολύ σύντομη και απλή: «Διότι δεν υπάρχουν αποδείξεις όλων αυτών που εσύ δια­τείνεσαι για να τα πισ­τέ­ψω». Όπως ακριβώς μια άλλη φορά ένας άλλος γνωστός μου, ο ΑΑ, μου εδικαιλό­γησε την απιστία του προς τον Χρι­στι­α­νισμό με το εξής και μόνο: «Ήλθε κάποιος στη γη και μας είπε (ή άλλοι μας το σερβίρανε) ότι αυτός είναι ο Θεός (εννοώντας τον Χριστό) και ‘μεις πρέπει να το χάψο­με;» Τόσο απλό, τόσο λίγο! Αυτό αρκούσε για να μην πιστεύει και ο ΑΑ, και ο ΚΚ, όπως ακριβώς κάνει κάθε σκεπτικιστής. Έχω συναντήσει πολλούς οι οποί­οι κλείνουν τόσο σύντομα και τόσο ικανοποιητικά γι’ αυ­τούς το όλο ζήτημα
Βέβαια, ο φιλόσοφος ΚΚ ήξερε ότι κυριολεκτικά η απάντησή του είχε κάποιο λογικό σφάλμα στη διατύπωση. Όταν έχεις επαρκείς αποδεί­ξεις για κάτι, τότε οι απ­ο­δείξεις αυτές θέ­τουν αυτό το κάτι εντός του πε­δίου της γνώσεως και όχι της πί­σ­τεως και προπαντός της θρησ­κευτικής. Στην θρησκευ­τική πίστη ουσιαστικά ισχύει το πίσ­τευε και μη ερεύνα, χω­ρίς να ζητάς αποδείξεις. Μόλις αποκτήσεις δεκτές απο­δεί­ξεις ή εμπειρία, τότε έχεις γνώση και η πίστη είναι πε­ριττή ως παραπανίσια. Ο σκεπ­τι­κι­στής λοιπόν ενδιαφέρεται για τη γνώση του «κάτι» και όχι για την πίστη σε «κάτι».

Έτσι ο ΚΚ, ως δεινός γνώστης της αναλυτικής φιλοσοφίας, διευ­κρίνισε ευθύς αμέσως ότι με αυτή την απάντηση εννοούσε ακρι­βώς πως αυτόν τον ενδιέφερε η γνώ­ση και όχι η πίστη. Θέλω να γνωρίζω και όχι να πιστεύω! Αλλιώς με το να πιστεύω, μπορώ να πι­σ­τεύω ως αλήθεια και πραγματικότητα ό,τι θέλω και ό,τι μου αρέσει, ακόμα και τα παραμύθια της Χα­λιμάς! Δεν υπάρχει κανένας εμπειρικός ή επιστη­μο­νι­κός τρόπος για να διαψευσθεί η πίστη μου οπότε είμαι ασφαλής.
Αλλά αν αυτό που πιστεύω ισχύει στην πραγ­μα­τικότητα ή όχι είναι άλλο θέμα! Το να πιστεύω ότι κάτι είναι «έτσι και έτσι» δεν σημαίνει κα­λά και σώνει ότι στην πραγματικότητα έτσι εί­ναι. Αν δεν ξέρω κάτι, τότε το καλλίτερο που έχω να κά­νω είναι να αποδεχθώ την άγ­νοιά μου και να επαναπαυτώ με αυτήν. Οπότε όταν δεν ξέρω κάτι, ομολογώ την άγ­νοιά μου ευθαρσώς και παρα­μένω μ’ αυτήν μέχρις ότου και αν ποτέ γνωρίσω, και δεν μου χρει­άζεται να κάνω το υπερβατικό άλμα σύμφωνα με το οποίο λέγω: «επειδή δεν το ξέρω το Α, τότε εγώ θα πιστεύω ότι εκείνο ή το άλλο ισχύει όσον αφορά το Α». Το «δεν ξέ­ρω», «δεν γνωρίζω», «αγνοώ την απάν­τηση» είναι σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι μό­νες ει­λικρινείς και θεμιτές απαντήσεις που μπορούμε να δώσομε σε θεμιτές ερω­τή­σεις, των οποίων οι απαντήσεις παραμένουν άγνωστες.
Αυτή ήταν ουσιαστικά και η ιδέα της επιχειρηματολογίας του με­γάλου Άγ­γ­λου διανοητή και φιλοσόφου Bertrand Russell προδρόμου της αναλυτικής φιλοσο­φί­ας, όταν σε μια ομιλία του, στις 6 Μαρτίου 1927 στο Battersea Town Hall του Λον­δί­νου, εκλήθη να εξηγήσει στο ακρο­α­τήριο γιατί δεν ήταν Χριστιανός (Αυτή η ομιλία έχει εκδοθεί στο βιβλίο με τίτλο: “Why I am not a Christian”, που έχει με­τα­φραστεί και εκδοθεί στα Ελληνικά με τίτλο «Γιατί δεν είμαι Χριστιανός» εν­τός του συλλογι­κού βιβλίου «Τι Πι­σ­τεύω» Εκδόσεις Αρσενίδη.)

Πέραν όμως αυ­­τής της γενικής φιλοσο­φι­κής ιδέας και στάσεως έναντι της θρησκευτικής πί­στεως, η οποία εφαρμόζεται το ίδιο για κάθε θρησκεία και όχι μόνο για τον Χριστι­α­νι­σμό, ο Russell καταρρίπτει λογικώς και φιλο­σοφικώς και ένα προς ένα τα επιχειρή­ματα-σο­φίσ­μα­τα περί υπάρξεως θεού δημιουργού, τα οποία είχαν προ­ταθεί κυρίως από τον Ιε­ρό Αυγουστίνο, τον Θω­μά Ακυϊ­νά­τη, την Καθολι­κή Εκκλη­σία, τον Γερμανό μετα­φυ­σικό φι­λόσοφο Ιμμάνουελ Καντ, τον αρχιεπίσκοπο Anselm της Canterbury, κ. ά. Αυ­τά τα ψευδο­επι­χειρήματα μάς τα σερβίρουν συ­χνά-πυκνά όλοι ανεξαιρέτως οι επιτή­δειοι όλων των θρησκειών και αιρέσεων που βασίζονται σε θεό δημιουργό. Πρόκει­ται για βλακωδέσ­τατες σοφι­στείες.

Όλα αυτά τα δήθεν αποδεικτικά επιχειρήματα, ─ της πρώτης αιτίας, του τελεί­ου σχεδίου, της οντολογίας, της τελεολογίας, της δικαιοσύ­νης, της ηθικής, της συ­νει­δήσεως, κλπ. ─ έχουν εμφανή λογι­κά και υπερβατικά άλματα και επιδέχονται και άλ­λες δικαι­ολογήσεις πέραν της αυθαιρέτου δικαιολογίας ότι κάποιος θεός θέλησε και τα κανό­νι­σε έτσι. Μερικά έχουν και εσφαλμένες ή μη ελέγξιμες αυθαίρετες προϋπο­θέσεις. Συνε­πώς δεν αποδει­κ­νύουν τίποτα και όλοι οι αντι­κειμε­νικοί φιλό­σοφοι και οι ειδικοί της Μαθηματικής Λογικής τα έχουν εξαρθρώσει(Εκτός από το βιβ­λίο του Russell, Why I am not a Christian, βλέπε π.χκαι το εξαιρετικό βιβλίο του Michael Martin (editor) The Cambridge Companion to Atheism, Cambridge University Press, 2007, κεφάλαια 5 και 9-12, κά.). 

Πολλοί έχουν μά­θει από την κοι­νωνία να τα πα­ρα­δέ­χονται ως εύλο­γα και τους αρέσει απλούστατα να τα δικαιολο­γούν ως δεδομένα εκ θεού. Έτσι μ’ αυτή την εύκολη και απλοϊκή απάντηση δεν βα­σανίζουν καθόλου το κεφάλι τους και έληξε το ζήτημα! Είναι μια απλοϊκή απάντηση που ο καθένας μπορεί να προφέρει χωρίς καμία σκέψη και που «απαντά τα πάντα» αμέσως, χωρίς βάσανα και χωρίς ελεγξιμότητα! Έτσι σ’ αυ­τήν την πε­ρίπτωση έχομε να κάνομε με αυθαίρε­τες μη ελέγξιμες παραδο­χές και τί­ποτα παραπά­νω. Όμως η έρευνα και η πραγματικό­τητα χρειά­ζονται βάσανα και κούραση και είναι ελέγξιμες· δεν είναι απλά πράγματα για τον σύντομο βίο και πεπερασ­μένο νου του ανθρώπου, κλπ!

Αλλά και σαν αξιώματα να τα δούμε και να τα πα­ρα­δεχθούμε, οδηγούν το πο­λύ-πολύ στον Θεϊσμό και όχι στον Χριστιανισμό ή τον Μου­σουλμανι­σ­μό ή τον Εβρα­ϊ­σ­μό, κλπ. Πέ­ραν του Θεϊ­σ­μού δεν έπεται απολύτως καμιά απ’ αυτές τις θρησκείες βά­σει αυτών των αξιωμάτων. Άλλο το να λες ότι πιστεύω σ’ έναν ακα­θόριστο Θεό ως ανω­τέρα δύ­ναμη που έφτιαξε τα πάντα όσο καλλίτερα μπο­ρούσε κλπ., και άλλο το να λες ότι ο Θεός στον οποί­ον πι­στεύω είναι καλά και σώνει ο Γιαχβέχ, η Αγία Τριάς, ο Αλλάχ, κλπ.

Πλην όμως οι ανειλικρινείς και πο­νη­ροί οπα­δοί αυτών των θρησκειών χρησι­μο­ποιούν αυτά τα ψευ­δοεπιχειρήματα για να εδραι­ώ­σουν και να δι­καιολογή­σουν την δι­κή τους θρησκεία και πίστη, κάνοντας έτσι άλλο ένα παράλογο άλμα που θα το απο­καλούσαμε «άλμα αλμάτων» Ο Χριστιανός π.χ. δεν λέγει απλώς: «Πισ­τεύω εις έναν Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα» αλλά λέγει ότι αυ­τός ο ένας Θε­ός Πατέ­ρας Παν­τοκράτορας, στον οποίον πιστεύει, είναι οπωσδή­ποτε και εδώ κά­νει το «άλ­μα αλμά­των» η Αγία Τριάς -Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύ­μα- εκ πηγών Ισ­ρα­ήλ και επο­μένως ο Γιαχβέχ του Αβραάμ και του Μωυσέως. (Πάλι κα­λά που δεν βγή­κε Αγία Τε­τράς αφού 2×2=4)

Ο Μουσουλμάνος πάλι θα ισχυριστεί ότι ο Θεός αυτός είναι οπωσδήποτε ο Αλλάχ που στην ουσία είναι ο Εβραϊκός Γιαχβέχ κ. ο. κ.

O Russell όμως δεν σταμάτησε μέχρι εκεί. Θέλησε να υποδείξει και μερικά σημεία παρμένα από τον Χριστιανισμό τον ίδιο, τα οποία αντι­βαίνανε προς κάθε έν­νοια πί­στεως περί θείου ή λογικής. Παρέκαμψε τε­λείως το ζήτημα της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού και μίλησε για τον Ιησού Χριστό έτσι όπως τον παρουσιάζουν τα Ευαγγέ­λια, ανεξαρ­τή­τως του αν δεν υπήρχε ή όχι. Μας λέγει λόγου χάρη ότι έχει βρει μερικά σοφά λόγια και ηθικές αρχές στον Ιησού, αλλά δεν τον θεωρεί πιο σοφό ή πιο ηθικό από έναν Σωκράτη, Βού­δα, Κομφούκιο και άλλους.

Πολλά από τα σοφά και ηθικά λό­για στα οποία αναφέρεται τα είχε ήδη βρει και σε πολ­λούς άλλους σοφούς πριν τον Ιησού. Όμως, πολλές άλλες ηθικές παραινέσεις του Ιησού ήταν ανεφάρ­μο­σ­τες διότι ήταν ή παράλο­γες, ή αφύσικες, ή εξωπραγματικές υπερβολές και επομένως δεν ήταν σο­φές. Ακόμα προ­σ­έ­θεσε ότι είχε βρει και πολλές ανοησίες τόσο στα λόγια όσο και στα έρ­γα του Ιησού. Λόγου χάρη: Δεν κατάβαλε ποτέ του τί νόημα είχε το να ξε­ρά­νει μια συ­κιά επειδή δεν βρή­κε σύκα να φάει, ενώ δεν ήταν ακόμα και­ρός των σύκων. Δεν μπό­ρεσε να κα­ταλάβει γιατί έβαλε τα δαιμόνια μέσα σε χοίρους οι οποίοι τρό­μα­ξαν και πνίγηκαν, ενώ κάλ­λι­στα θα μπορούσε να τα διώξει μακριά σαν παν­το­δύναμος θε­ός που υποτί­θε­ται πως ήταν κλπ. κλπ.
Ο Russell δεν επεξετάθη σε πολλά τέτοια σημεία έργων και λόγων του Ιησού, μόνο σε ολίγα. Όσα ανάφερε του άρκεσαν για να μεταδώσει αυτό που ήθελε. Αυτού του εί­δους τα σημεία λαθών, ανοησιών, βλακειών, βαρβαροτήτων, θηριωδιών, αν­τι­φά­σεων, ανηθικο­τή­των, υπερβο­λών, κλπ στην Βίβλο ανέρχον­ται σε κά­που (7000) επ­τά χιλιά­δες και έχουν κατα­γρα­φεί σε κα­ταλό­γους της διεθ­νούς βιβλιογραφίας. Παρ’ όλα ταύ­τα οι Χριστιανοί έχουν θέσει ως δόγμα τους ότι: «Η Βίβλος είναι βιβλίο θεό­π­νευστο και εκ τούτου αλάν­θα­στο!» Χωρίς αυτό το δόγμα ο Χριστιανισμός κρημνί­ζε­ται σαν χάρ­τι­νος πύργος «Πολύ πε­ρίεργο!»
Στο παρόν κείμενο λοιπόν θα ασχοληθούμε με το διατί ιδιαιτέ­ρως απορρίπτο­με τον Χριστιανισμό πέραν της γενικής φιλοσοφικής ιδέας και επιχειρήματος του απί­στου, αγνωστικιστή και αθέου που περιγράψαμε παραπάνω. Επειδή θέλομε το παρόν άρθρο να είναι μικρού μεγέθους και να μην επεκταθεί, θα υποδείξομε επιγραμματικά όλα τα σημεία εκείνα που πρέπει να λάβει υπ’ όψη και να ερευνήσει ο κάθε λογικά και ελεύ­θε­ρα σκε­πτόμενος, ακόμα και ο πιστός που δεν έχει ακόμα υποστεί καθολι­κή αγκύλωση σκέ­ψεως και εγκεφαλικών διεργασιών, και θρησκευτικό παραλή­ρημα από την χριστιανική πίστη και τους Χριστιανούς.

Έτσι δεν θα αναφέρομε τις αναφορές από την Βίβλο (Αγία Γραφή) Ιερά Παράδοση και Ιστορία. Όλες υπάρχουν στην διε­θ­νή βιβλιογραφία, σε καταλόγους, σε περιοδικά, σε άρθρα, κλπ. Είναι εύκολο και προ­σιτό για τον καθένα να ελέγξει αυτά που αναφέρομε εδώ, αρκεί να ξοδέψει λίγο χρό­νο και να αγοράσει και μερικά βιβλία.

Επειδή πολλοί Χριστιανοί δεν έχουν τελικά τίποτα άλλο να προβάλουν παρά το επιχείρημα των θαυ­μάτων και των ιδιαιτέρων όπως λένε ατομικών εμπειριών και βιωμάτων, έχομε να τους πούμε τα εξής: (α) Αυτό το επιχείρημα το προ­βά­λουν εξ ίσου όλες οι θρησκείες και όχι μόνον ο Χριστιανισμός. Αν ίσχυε ούτως, τότε όλες οι θρησκείες θα ήταν εξ ίσου σωστές, πράγμα αντιδιαμετρικώς αδύνατο.

(β) Πολλά πα­ράξενα, ιδιάζοντα και απ­ροσδόκητα φαινό­μενα συμβαίνουν παν­τού και πάντοτε. Πέ­ραν των συμπτώσεων, τις πιο πολλές φορές κανείς δεν ασχολείται μαζί τους για τους δώσει εξήγηση ή ακόμα μπορεί η εξήγηση να είναι εξαιρετικά δύσκολη για να βρεθεί. Μετά όμως διάφορες θρη­σ­κευτικές κλίκες ιδιοποιούνται όλα αυτά τα φαινό­μενα και τα παρουσιάζουν ως θαύ­ματα για να αποδεικνύουν την δήθεν ορθότη­τά τους πλανεύ­οντας έτσι τους αδα­είς, τους ολίγον ευφυείς και απερισκέ­πτους.

(γ) Κύριοι, δεν μπο­ρούμε να πι­στεύομε ότι 2+3=12 επει­δή αυ­τός που το ισχυρίζεται μπο­ρεί να περπα­τά επάνω στα νερά, είτε μπορεί και περπατά επάνω στα νερά είτε όχι το 2+3 ισούται με 5 και όχι με 12. Αλλιώς να πα­ρα­δε­χθείτε ότι δεν δέχεστε την λογική και τό­τε, αν εί­στε ειλικρινείς και συνεπείς, να ζήσετε χωρίς αυτήν και να απολαύσετε τις συνέπειες αυτής της επιλογής σας.

Χριστιανισμός, η άλλη όψη του ζητήματος: Μερικές θρησκείες ανεξαρτήτως του αν ήταν επιστημονικά αλη­θείς ή όχι επέ­φε­ραν αρκετά θε­­τικά απο­τε­λέσματα στην ανθρώπινη ζωή, κοινωνία και πο­λιτισμό. Πολλές τέτοιες θρησκείες συμπεριφέρονταν ως κοσμοθεάσεις μάλλον παρά ως αξιω­ματικές θρησκείες δογματικών και αυθαιρέτων «αληθειών» Διά τούτο, αν εξαιρέ­σο­με την «πλάνη» τους, συνετέλεσαν στη παρα­γωγή θετικού έργου διά μέσου της ανθ­ρώπινης ψυχολογί­ας.

Πολλές τέτοιες «θρησκείες» σε διάφορα μέρη του κόσμου, με­ταξύ των οποίων και πάνω απ’ όλα είναι η Ελλάς, επέτρεπαν να ανα­πτυχθούν η φιλο­σοφία, η ιατρι­κή, η αστρονομία, η ιστορία, και πάσα επι­στήμη και τέχνη. Πέραν ολί­γων γε­νι­κών συμπαντικών αρχών οι οποίες και αυτές είχαν την δυνατότητα να εξε­λίσσονται κάτω από τις συνεχείς προόδους του πνεύματος και της γνώσεως, διαφω­νί­ες και αιρέσεις εθεω­ρούντο αυτο­νόητες και δεν προκαλούσαν κανέναν δισ­ταγμό ή φόβο, πολλώ μάλλον διωγμό.

Αλλά ο Χρι­στι­α­νι­σμός ως τέτοια θρησκεία τί έκανε; Κατά την ιστορική δια­δ­ρομή του, αν τα βάλομε όλα κάτω, έδρασε θετικά ή αρνητικά πάνω στην ζωή του αν­θ­ρώ­που και στον ανθρώπινο πο­λιτι­σμό; Ο Χρι­στια­νι­σμός τι απο­τελέ­σμα­τα είχε επά­νω στις ανθρώπινες δραστηριότητες; Πώς καθοδήγησε και πώς διαπαιδαγώγησε τον κόσμο; Ποιο είναι το καθαρό χρεόγραφο της ιστορίας του; Η απάντηση που τεκμη­ρι­ώνεται από τα ει­δι­κά σημεία κατά του Χριστια­νισμού τα οποία εκτίθενται ευθύς αμέ­σως, εί­ναι πέ­ρα για πέρα οικ­τ­ρή και φρικτή.

Κάποιος που δεν ξέρει περισσότερα μπορεί να φέ­ρει ως αντίρρηση έναν κα­τά­λογο ορισμένων ηθικών αρχών, για τις οποίες συνεχώς δια­τεί­νονται οι αδαείς Χρισ­τι­ανοί, όπως π.χ. να κάνεις ελε­ημοσύνη, να συγ­χω­ρείς, να αγα­πάς τους πλησίον σου, ο χρυσούς κανών, κ. ά. Ο Χριστιανισμός όμως δεν φτιάχτηκε για να μας πει αυτά. Αυ­τές οι ηθι­κές αρχές ήταν ήδη γνωστές προτού εμφανισθεί ο Χριστιανι­σμός ο οποί­ος απλώς τις επανέλαβε ή μάλλον τις αντέγραψε χωρίς να ανα­φέρει τις αρχαιότερες πη­γές. Ήδη αναφέραμε παραπάνω ότι ο Bertrand Russell έχει καταγγείλει το γεγονός αυτό στην ομιλία του. Αλλά κατά την ιστο­ρι­κή διαδρομή του, προ­κειμένου να επι­τύ­χει την εδραίωση και το συμφέ­ρον του, ο Χριστιανισμός παρέβη κατά συρροή ακό­μα και αυτές τις ηθικές αρχές όπως και κάθε άλλη ηθική αρχή.

Τα ειδικά σημεία του χριστιανισμού:

Α) Θεολογία

Το μήνυμα του Χριστιανισμού, η θεολογική καταξίωσή του, είναι ένα ανό­ητο παραμύθι για να φο­βε­ρίζει τα μωρά παιδιά και να καταντά μωρά τους με­γάλους. Αυτό εί­ναι: «Η σωτηρία από την διαρκή οργή του Πανα­γά­θου και Παν­τοδυνάμου Θεού Γιαχβέχ, ο οποίος καταράστηκε και καταδίκασε όλη την δημι­ουρ­γία του και εις πάντας τους αιώ­νας, ένεκα του προπατορικού αμαρτήματος που δι­έ­πρα­ξαν οι μυθικοί πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα κάπου 6500 χρόνια πριν  κλπ» (Παύλος: Πρός Ρωμαίους 5: 14, 6: 23, Α΄ Πρός Κορινθίους 15: 22, 45, Β΄ Πρός Κορινθίους 11: 3, Α Πρός Τιμόθεον 2: 13-14, όλες οι επεξη­γήσεις των Πατέρων κλπ.)

Αν κα­νείς αμφι­βάλει ότι αυτό είναι παραμύθι, δεν έχει παρά να σκεφ­τεί και να κρί­νει λιγάκι αυτή την θεολογική δικαιολογία, να μελετήσει τα πο­ρίσματα των επιστημών διά την ηλικία της γης και της εξελί­ξεως τού αν­θρώ­που επ’ αυ­τής, να μελετήσει τα πέντε πρώτα κεφά­λαια της Γε­νέσεως για να δι­απιστώσει την τρο­μα­κτικότατη ασυ­ναρτη­σία που υπάρ­χει εκεί μέσα, και ακό­μα να μελετήσει τα Ασ­συ­ριακά, Βα­βυλω­νι­ακά, Ινδικά, Αιγυπτι­ακά, Ελ­λη­νικά και Ερμητικά έπη και μυθολογίες.

Όσον αφορά την δημιουργία του κόσ­μου, ο Θεός Γιαχβέχ εδημιούργησε το σύμπαν και τον άνθρωπο, πριν 6500 χρό­νια περίπου, έτσι χάρη γούστου. Κάποια στιγμή βαρέθηκε να είναι μό­νος του και αποφάσισε να δημι­ουργήσει την παρέα του για να ασχο­λείται μαζί της και να της μεταδώσει την ευ­τυχία του! (αλλά και να σφάξει όσους διαφωνούν) Από τότε όχι μόνο δεν είναι πια μόνος του, αλλά πριν 2000 χρόνια περίπου έγινε και τρι­αδικός. Επειδή όμως η Εύα και ο Αδάμ έφαγαν από τον καρπό του δένδρου της γνώ­σε­ως του καλού και του κακού, ο πανάγαθος Θεός που είναι όλος αγάπη, ορ­γίστηκε σε τέτοιο βαθμό, που κατα­ράστηκε όλη την δημι­ουργία του απ’ άκρη σ’ άκρη και από τότε πάει και η ευτυ­χία …

Βασίζεται στην υφαρπαγή, παρεξήγηση, διαστροφή και επί τούτου κακοποί­η­ση των Εβ­ραϊκών Γραφών, οι οποίες με τη σειρά τους δεν είναι τίποτα το σπουδαίο και κατά μέγα μέρος αποτελούν οικ­τρή συρραφή μωριών, βαρβαρο­τήτων, θηριωδι­ών, αντιφάσε­ων, αντιεπιστημονισμού και όλο το κακό συνα­πάντημα.   

Βασίζεται στον Ιησού Χριστό ο οποίος όχι μόνο δεν έχει ιστορι­κώς αποδειχ­θεί ότι υπήρξε ποτέ, έστω ως κάποιος απλός ή ασήμαντος άνθρωπος, αλλά επιστη­μο­νι­κώς και ιστορικώς αποδεικνύεται πλήρως ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευ­αγγε­λίων είναι μύθος, δηλαδή κατασκευασμένο ψέμα! Δηλαδή μιλάμε, θεολο­γού­με και επι­χειρηματολογούμε στο κενό.   

Η αρχική θεολογία του Χριστιανισμού (για δύο αιώνες περίπου) ήταν άμεσα εσχατολογική. Δεν ησχoλεί­το δηλαδή με τη θεoλoγι­κή θε­ώ­ρη­ση των εσχά­των, αλ­λά με τo άμεσο τέ­λoς τoυ κό­σ­μoυ το οποίο βρι­σκό­ταν πρo των θυ­ρών και θα συνέβαινε εντός ολίγου. Συνεπώς δεν χρειαζόταν καμία κοινωνική πρόνοια και αντιμετώπιση του αύριο. Η κυριαρχία του κόσμου ανήκε στον σατανά, στους διαβόλους του και στην αμαρτία. Έτσι ο άρχων της δικαιοσύνης θα εμ­φανιζόταν λίαν συντόμως για να αποκαταστήσει τα κακώς κείμενα. Η αποτυ­χία της αμέσου αυτής εσχατολογίας, ανάγκασε τους χριστιανούς να την ανα­βάλουν στο άγνωστο απώτερο μέλλον.   

Εκτός από ολίγες γνωστές ηθικές εντολές, τις οποίες επανέλαβε, (για να εί­μα­σ­τε πιο ακριβείς, αντέγραψε) η θεολογία του εί­ναι, πλα­σ­τή, τεχνητή, αντι­φατική, ανόητη και λανθασμένη. Παίζει με την ψυ­χολογία και πατά και τοκίζει επί των αδυναμιών και των φόβων των ανθ­ρώ­πων και όχι επί της εξ αντι­κειμένου αλήθειας. Διά ταύτα, η θεολογία και δογ­μα­τική του Χρισ­τιανισμού είναι διαρκώς εκφοβιστικές και καθίστανται άκρως επικίνδυνες και καταστρο­φικές τόσο για το άτομο ως μονά­δα όσο και για την κοινωνία ως σύ­­νολο!

Πολλές ηθικές εν­το­λές και προτρο­πές της χριστιανικής θεολογίας και ηθικής είναι γε­νικολο­γίες και υπερ­βολές οι οποίες χωρίς τρο­πο­ποιήσεις κατά περίπτωση κα­ταντούν ανόητες ή αποβαίνουν επικίνδυνες. Αυ­τές ούτε η Βίβλος, ούτε οι Χρι­στιανοί τις ετήρη­σαν ποτέ !   

Η χριστιανική θεολογία έρχεται σε αγεφύρωτη αντίθεση προς κάθε αρχή, ση­μείο, επι­τυχία, έκφανση, δραστηριότητα, επιστήμη, φιλοσοφία, τέχνη και επί­τευγμα του Ελληνικού και του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.   

Πρόκειται για θεολογία και δογματισμό: Ανοησίας, αντιφάσεως, τρέλας, σχιζο­φ­ρένιας, ακατα­σ­τασίας, λά­θους, ψεύδους, στρεψοδικίας, αοριστίας, υπεκφυ­γής, γενικολο­γί­ας, συγκαλύ­ψε­ως, παραλο­γι­σμού, θη­ριω­δί­ας, φό­βου, εκφο­βισ­μού, κατα­ναγ­κα­σμού, πολ­λών κα­κών, απα­ξίας της εδώ ζω­ής και του κό­σμου, καταστροφής, εσχατολο­γίας, αποκαλύ­ψεως, θαυμα­το­ποι­ίας, αι­ωνίου τι­μωρίας ή αν­ταμοι­βής, μισαλλο­δοξίας, αντιγ­νώσεως, αντιεπισ­τήμης, αντισο­φί­ας, αντι­φιλο­σοφίας, πέν­­θους, εναντίον κάθε χαράς της εδώ ζωής. Αλλού άλ­λα είναι θέσεις και αλ­λού τα ίδια αντιθέσεις! Αλ­λού άλ­λα επι­τ­ρέ­πονται και αλλού τα ίδια απαγορεύ­ονται! Άκρη δεν βρίσκεις! Παν­τού αλ­λο­π­ρό­σ­αλλη, στρεψόδικη, κλπ.   

Αποτέλεσμα όλης αυτής της αλλοπρόσαλλης, καταστροφικής, αν­τιφατικής, ακατάστατης, μισαλλοδόξου, εσχατολογικής, κλπ, θεο­λογίας ήταν ο κατακερ­ματισμός του Χριστιανι­σμού, από τον πρώτον αι­ώ­να μέχρι και σήμερα, σε χι­λι­ά­δες αιρέσεις οι οποίες στο παρ­ελθόν αλληλοσπα­ράχτηκαν χειρότε­ρα από τα άγρια θηρία με τρο­μακτικές δια­χ­ρονικές συνέπειες για ολό­κληρη την ανθ­ρωπότητα και τον πολιτισμό.

Σήμερα, ενώ η κάθε χριστιανική αίρεση επιμένει ότι αυτή και μό­νον πρεσβεύει την ορ­θή και αληθι­νή χριστιανική πίστη και όλες οι άλλες είναι εσφαλμένες, όλες τους τε­λούν εν ειρήνηι λυκοφιλίας λό­γω αλλοτρίων αι­τί­ων, συμφερόντων και επιβιώσεως! Επί­σης η άκρατη και συ­νε­χής μισαλ­λο­δο­ξία οδήγη­σε τους Χριστιανούς να κατασπαράξουν ή να εξαφα­νίσουν πλεί­στους όσους λαούς και πολιτισμούς οι οποίοι δεν επείθοντο από το χρισ­τιανικό κή­ρυγμα αλλά ηρκούν­το σε μια ήσυ­χη συνύπαρξη.

Β) Γραμματεία

Βίβλος, Δευτεροκανονικά Βιβλία, Ιερά Παράδοσις, Σύνοδοι, Δογματικές, Κατηχήσεις, Νομοκάνονα, Πηδάλια, Βίοι Αγίων, κλπ. δεν περιέχουν τίποτα το βα­ρύγδουπο ή έστω σημαντικό, αντίθετα περι­έχουν ένα τεράστιο πλή­θος από:

    Πρωτότυπες Ανοησίες
    Απίθανες Βλακείες
    Αμέτρητες Κραυγαλέες Αντιφάσεις
    Εσφαλμένα Επιχειρήματα
    Τρελές Ασυναρτησίες
    Σχιζοειδείς και Ανήκουστους Παραλογισμούς
    Αδιανόητες Θηριωδίες
    Τρομακτικές Κακίες
    Τετριμμένες Κοινοτυπίες Κοινοτοπίες
    Καταστροφικές ή Ανήθικες Παραινέσεις
    Επιστημονικά Λάθη – Μαθηματικά Λάθη
    Ασύστολα Ψεύδη
    Σκόπιμες Στρεψοδικίες
    Ακατάσχετες Αοριστίες
    Επικίνδυνες Γενικολογίες
    Βλακώδη Παραμύθια

Γ) Ιστορία

 Στα μέρη όπου επικράτησε ο Χριστιανισμός και εδραιώθηκε σύμφωνα με τις βασικές αρχές του (βιβλικές, πατερικές, των συνόδων, κλπ.) και αποφάσεις του συνέβησαν:   

Καταστροφές πάντων των τοπικών ή οικουμενικών πολιτισμικών στοιχείων. Ήταν το μεγαλύτερο δυστύχημα κατά της γνώσεως, της ιστορίας, και του πο­λιτισμού του ανθρώπου! Έχομε ολοκληρωτική εξάλειψη πλήθους πολιτι­σμών όπως: Ελληνικός, Ελληνο-Αλε­ξαν­δρινός, Ελληνο-Ρωμαϊκός, των Σαξόνων, των Σκανδιναβών, των Μάγια, του Μεξικού, του Περού, κλπ.   

Καταστροφές πολλών κοινωφελών έργων και ιδρυμάτων: νοσο­κομείων, ασ­κ­ληπιείων, βιβλιοθηκών, γυμναστηρίων, λουτρών, ναών, στα­δί­ων, των βιβ­λί­ων, πασών αρχιτεκτονημάτων και κτηρίων, των έργων τέχνης, κλπ.   

Εξάλειψη τοπικών ηθών και εθίμων, γραμμάτων, τεχνών, αθ­λη­τι­σμού, αγώ­νων, κλπ, (Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Αφρικής, Αμερικής, Ειρη­νι­κού Ωκεα­νού, κλπ.).   

Οι αιρέσεις ήταν ο φόβος και τρόμος διά τον Χριστιανισμό. Διά τούτο, εκτός από τα αναθέματα και τους αφορισμούς, οι ορθόδοξοι εξαπέλυσαν τρομακ­τι­κούς αιματηρούς και καταστροφικούς διωγμούς εναντίον τους. Κάθε διαφω­νία ή ελαφρά παρέκκλιση εθεωρείτο αίρεση και εδιώκετο πάση θυσία.   

Κατάργηση και αναθεματισμός, των μαθηματικών, της αστρονομίας, της ιατ­ρικής, των επι­στημών, των γραμ­μάτων, του θεάτρου, των τεχνών, της φιλο­σο­φίας, κλπ.   

Η χριστιανική θεολογία και δογματική είχε σαν αποτελέσματα και τα εξής: Γενοκτονίες, θρησκευτικοί και μη θρη­σκευ­τι­κοί πόλε­μοι, σταυροφορίες, ιερές εξετάσεις, πρωτοφανείς εξοντωτικοί νόμοι, εξολόθρευση των αιρετικών, αφάνταστα βασανιστήρια, εκα­τομ­μύρια αθώ­ων θυμάτων, όλο το κακό συν­α­πάντημα, αμορφωσιά, συμφορά, βία, με­σαίωνας, κλπ, με τρομακτικές διαχρο­νικές συνέπειες για ολόκληρη την ανθρωπότη­τα.

Δ) Κοινωνικότητα και Ψυχολογία

Στα μέρη όπου επι­κρά­τη­σε ο Χριστιανι­σμός έκανε τα πάντα μαντάρα. Τα πράγματα έγι­ναν τρισ­χειρότερα από ότι ήταν πριν! Από την χριστιανική θεο­λο­γία, γραμματεία και δογματική κατά εποχές και κατά τόπους προέκυψαν:

Άνευ Προηγουμένου Δεισι­δαι­μο­νία
Σατανολογία
Δαιμονολογία
Διαβολικά τάγματα
Προστάτες άγγελοι
Αγγελικά τάγματα
Εξορκισμοί
Αγιασμοί
Εσχατολογία
Φό­βος

Τρόμος
Αναχωρη­τι­σμός
Ερημιτισμός
Στηλιτισμός
Μοναχισμός
Ενίοτε Ευ­νου­χι­σμός

Αντισεξουαλισμός
Αντιερωτι­σμός
Παρθενία
Μισογυ­νι­σμός
Αγαμία

Ανωμαλία
Παιδεραστία
Μυστικά Όργια
Ομοφυλοφιλία
Εμμονή αμαρτίας
Μυστικοκοπάθεια
Νεύ­ρωση
Καχυπο­ψία
Ενοχή

Απομονωτισμός
Αντικοινωνικότης
Συμπλεγματισμός
Πόνος
Θλί­ψη
Φό­νος
Καταστροφή
Αθλιό­τητα
Απαξία
Βασανιστήρια
Βία
Θάνατος
Εξοντωτικοί Νόμοι
Αγραμ­μα­το­σύ­νη
Αντιεπιστημονικότης
Κατάπτωση των Τεχνών
Απόρριψη της Φιλοσοφίας
Οπισθοδρόμηση
Καταρράκωση της Προσωπικότητας
Νηστεία
Βρωμιά
Απλυσιά
Αρρώστια
Ευχέλαια

Παραλήρημα
Μισαλλοδοξία
Κατήφεια
Δυστυχία

Εκ­με­τάλ­λευ­ση
Αιρέσεις, Διχοστασίες και Σχίσματα
Σφαγές
Εξοστρακισμός
Απόλυτος ρατσισμός
Αφορισμός
Ανάθεμα
Καταναγκασμός
Άγνοια
Εκφοβισμός
Παραλογισμός
    ...κλπ. κλπ. κλπ

Αυτά τα ειδικά σημεία λοιπόν ας τα προσέξουν όλοι όσοι ενδια­φέρονται. Εδώ τα ανακοινώσαμε απλώς και γενικώς ως συμπεράσματα. Λόγω της εδώ συντομίας θα αποφύ­γο­με την οιαν­δήποτε καταγραφή αναφορών, θεολογικών και ιστορικών στοι­χείων και παρα­δειγμά­των που τα πιστοποιούν ενταύθα. Πάρα πολλά απ’ αυτά τα πα­ρουσιάζομε στις ερ­γασί­ες μας που έπονται ευθύς αμέσως. Η κα­τα­γραφή όλων των υπαρκτών στοιχείων που πιστοποιούν πέραν πάσας αμφιβολίας τα συμπεράσματά μας εί­ναι έργο υπέρ­ογκο εκα­τοντά­δων τόμων.

Για να δώσουν απαντήσεις στις απορίες που πιθανόν έχουν και για να πιστοποι­ήσουν την αλήθεια όλων των στοιχείων που προβάλομε εδώ τους προ­τεί­νομε να ερευ­νή­σουν: Την Βίβλο, την Ιερά Πα­ράδοσιν, τα Απόκρυφα, τα Ψευ­δεπί­γρα­φα, τις Συ­νό­δους, τις Δογματικές, τις Κατηχή­σεις, τα Νο­μο­κάνονα, τα Πη­δά­λια, τους Βίους Αγί­ων, τους Συναξαριστές, την αντικειμενική Ιστορία, την διεθνή Βι­βλι­ο­γραφία και διάφορα άρθρα πάνω στα θέματα αυτά.

Κυ­κλοφορούν και διάφοροι κατά­λογοι δημο­σιευμένοι ως βιβλία ή ευρίσκονται στο διαδίκτυο οι οποίοι περιέχουν τε­ράστιους αρι­θμούς παρα­δειγμά­των και αναφορών. Σε όλες αυτές τις πηγές οι ενδια­φε­ρό­με­νοι θα εντοπίσουν όλα τα θεολογικά, αν­τι­κει­με­νικά, ιστο­ρι­κά, και επιστη­μο­νι­κά στοι­χεία, ζητήματα, αναφορές και απαντήσεις που θα υπεραρ­κέ­σουν για να καλύ­ψουν τα κενά και τις απορίες τους.

Εν κατακλείδι περιληπτικώς: Αν κανείς τότε απορεί πως επεκράτησε ο Χριστιανισμός, η Εβραιο­χριστιανική ή και Γνωστικοχριστιανική μάστιγα δηλαδή, έστω στα μέρη όπου επεκράτησε, η απάν­τη­ση είναι απλή. Τους τρεις πρώτους αιώνες ήταν ολιγάριθμος και του περιθω­ρίου και έτσι οι υπόλοιποι δεν του έδιναν μεγάλη σημασία. Τον πρώτον αιώνα και στις αρχές του δευτέρου αιώνα ήταν καθαρά Ιουδαϊκή υπόθεση, και τίποτα παραπά­νω. Μόνο μερικοί μορφωμένοι Εβραίοι και λί­γο αργότερα μερικοί Εθνικοί έφερναν στην επι­φάνεια ιστορικά δεδομέ­να και ακαδη­μαϊκά ή φιλοσοφικά επιχειρή­ματα εναν­τίον του.

Αποτελεί πραγματική ειρωνεία το γεγονός ότι χωρίς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατο­ρία αυτή η παράξενη και αλλοπρόσαλλη δοξασία δεν θα είχε την τύχη να εξαπλωθεί. Κάτω από την Ρωμαϊκή Ειρήνη (Pax Romana) και γνωρίζοντας κάπως την Ελληνική ή την Λατινική γλώσσα μπορούσε κανείς να έλθει σε επαφή με ένα τεράστιο πλήθος λαών. Η διά ξηράς και διά θαλάσσης συγκοινωνία ήταν αρκετά ασφαλής και εύκολη για την μεταβίβαση από τ’ ένα μέρος στ’ άλλο.

Έτσι λοιπόν αυτή η Ιουδαϊκή αιρετική υπό­θε­ση, όταν αυτή το θέλησε, εύκολα μεταπήδησε εκτός του Παλαιστινιακού χώρου και των συναγωγών της διασποράς. Η ελευθερία λόγου που υπήρχε τότε δεν την εμ­πό­δι­σε να κάνει κάτι τέτοιο. Αυτή λοι­πόν την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την ασφά­λεια που παρείχε, αυτήν βρήκαν να κατηγορούν και να καταδικάζουν οι Χριστιανοί ένεκα δή­θεν διωγμών

Ουδείς διωγμός κατά των πεποι­θή­σε­ων υπήρξε στη Ρωμαϊκή αυτο­κρατορία όπου επικρατούσε τέτοια θρη­σκευτική ελευθερία που ο σημερινός κόσμος είναι αδύ­νατο να τη φανταστεί. Έχει μείνει παροιμιώδες ότι: «Εις την Ρώμη συναν­τού­σες ευ­κολότερα έναν θεό παρά έναν άν­θρω­πο!» Οι λεγόμενοι «διωγμοί» ήταν τοπικές αντι­δράσεις του κράτους κατά των συνεχών κρουσμάτων απειθείας και των συ­ν­ω­μο­τικών ανατρε­πτικών ενεργειών των χριστιανών. Αν­ε­ζητούντο οι ένοχοι των εγκληματικών πράξε­ων και ου­δείς εθίγετο λόγω των πεποιθήσεών του! Ουδείς συ­στηματικός διωγ­μός υπήρξε! Αντι­θέτως ο Χριστιανι­σμός όταν κατέλαβε την εξουσία εγκαινίασε και εξ­απέ­λυσε τον πραγματι­κό, ανελέητο, ολοκλη­ρωτικό και ιδεολογικό διωγμό!

Οι δήθεν διωγμοί επί Νέρωνος (+64) και Δομιτιανού (+94 – 96) αναφέ­ρονται διά πρώτην φορά το +170 από τον επίσκοπο των Σάρδεων Μελίτωνα τον ευ­νούχο. Αυτά που γράφει είναι καθαρές υπερβολές. Την εποχή του Νέρωνος οι χριστι­ανοί (αν υπ­ήρχαν) στη Ρώμη ήταν ελάχιστοι και όχι μυριάδες! Άλλες έρευνες, βασι­σμέ­νες σε ισ­τορικά στοιχεία και σε παραδόσεις των ιδίων των χριστιανών έχουν απ­αλ­λάξει τον Αυτοκράτορα Δομιτιανό (+81 – 96 Κ. Ε.) από την χριστιανική φήμη ότι εξαπέλυσε δι­ωγμό κατά των χριστιανών και αι­ματοκύλι­σε την αυτοκρατορία. (Π.χ. βλέ­πε: Κυρ­τά­ταs Ι. Δημήτρης, Απόκρυφες Ιστορίες, Μύθοι και Θρύλοι από τον Κόσ­μο των Πρώτων Χριστιανών, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2003-2004, σελίδες 64-65, και Ευ­σεβίου, Εκκλη­σιαστική ιστορία 10: 20 που βασίζεται στον Εβραιοχριστιανό ιστορικό του 2ου αιώνα Ηγήσιππο, ειδικά για το επεισόδιο των δύο εγγονών του Ιούδα, του μικ­ρού αδελφού του Ιησού, στον οποίον και έχει αποδοθεί η ομώνυμος Επιστολή εν­τός της Καινής Δι­αθήκης.).

Εκείνο που ο Δομιτιανός έκανε ήταν ότι, ανέκρινε μερι­κούς χριστι­α­νούς τα­ρα­ξίες τους οποίους και τιμωρούσε εάν ευρίσκονταν ένοχοι εγκληματι­κών πράξεων. Άλλους φτωχούς, κακομοί­ρηδες και αθώους τους ρωτούσε να του εξη­γήσουν τί πίσ­τευαν και τί έκαναν και μετά τους άφη­νε ελευ­θέρους, αισθανό­μενος κά­ποια περιφρό­νηση για την κα­τάντια και την βλα­κεία τους. Αυτό ακριβώς γράφουν ότι συνέβη με τους δύο εγγονούς του Ιούδα, του μικρού αδελφού του Ιησού, πράγμα που είτε είναι αληθές είτε παραμύθι φανερώνει ότι η Ρωμαϊκή εξουσία δεν εδί­ωκε ανθρώ­πους έτσι χά­ρη γούστου ή για τα πιστεύω τους ή την συγγένειά τους.

Ο Μέγας Δέκιος δεν πρόφθασε να δώσει λύση στο καινοφανές χρι­σ­τιανικό πρόβλημα διότι εφο­νεύ­θει σε μάχη κατά των Γότθων σε ελώδη περιοχή πα­ρά το δέλ­τα του Δουνάβεως το 251 Κ. Ε. προτού καν κλείσει δύο έτη ως αυτοκρά­τωρ. Ο λεγό­μενος διωγμός του Διο­κλητιανού (+302 – 303 Κ. Ε.) δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η μό­νη γενικότερη προσπάθεια ελέγχου των χριστιανών (όχι όμως της ιδεολογί­ας των), οι οποί­οι είχαν πλέον αποθρασυνθεί πέραν κάθε ανοχής και επυρ­πό­λησαν το αυτοκρα­τορικό ανάκτορο στην Βι­θυ­νία της Μικράς Ασίας.

Το αίτιο του διωγμού ήταν το γε­γονός ότι κατά την κα­τοχή της Αλε­ξανδρείας υπό της Παλμύρας (+269 – 274) οι χρισ­τια­νοί της πό­λεως ταχ­θέντες υπέρ της Ζηνοβίας (+240 – ;;; , κυ­βερνήτου της Παλ­μύ­ρας) και του εγ­καθέτου της χριστιανού επισκό­που Παύ­λου του Σα­μο­σα­τέως, άρχι­σαν να αποσφάτ­τουν συσ­τηματικώς όσους Έλλη­νες, Ρωμαίους και Εβραίους ηδύναντο!

Πέραν των καρπών της Ρωμαϊκής ειρήνης και ανεξιθρησκίας που ο Χριστιανι­σμός έδρεψε κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, στις αρχές του τε­τάρτου αιώνα τού έτυ­χε και το πρώτο λαχείο! Αυτό ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Ο Χριστιανισμός λοι­πόν, ή η Εβ­ραι­ογνωστικοχριστι­α­νι­κή μάστιγα, αυτή η φτιαχτή και κα­ταστ­ροφική θρησκεία, επ­εκράτησε επει­δή μονομε­ρώς και καπ­ριτσιόζικα το θέ­λησε έτσι ο «Άγιος και Μέ­γας» δια­τα­ραγ­μένος και ανι­σόρ­ρο­πος αυτο­κ­ρά­τωρ Κωνσταντί­νος.

Επ­ρόκειτο για δια­τα­ραγμένη, πονηρή, εγ­κλημα­τική και βίαια φυσιογνω­μία με πολλά ει­δε­χθή εγ­κλήματα στο εν­εργητικό της! Αυτός εξόντωσε είτε διά πολέμων είτε διά δό­λου κάθε άλλον υψηλά ιστάμενο πολιτικό της αυτοκρατο­ρίας (όχι αντίπαλό του όπως συνηθίζουν ψευδώς να λένε) που δεν του  έφταιξε σε τίποτα και ούτε του έδωσε οποι­αδήποτε αφ­ορμή για να τον φονεύσει ή να τον δολοφονήσει. Μετά χρησι­μοποι­ών­τας κάθε παρα­νο­μία και αυθαι­ρε­σία και με την επιρροή και τις μηχανορραφίες της μάνας του Ελέ­νης, έστριψε απ­λώς έναν διακό­πτη για να παρα­δώσει εν λευ­κώ όλη την Ρω­μαϊ­κή Αυ­τοκρατο­ρία στους ολιγάριθμους Χρισ­τιανούς συν­ωμότες ενώ ταυτοχρό­νως απέκ­λεισε την συντριπτική πλει­ονότητα των υπολοίπων από το κά­θε τι.

Έχει καθιερωθεί ως γεγονός ότι το 313 Κ. Ε. εξεδόθη το κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κό διά­ταγμα των Με­διο­λά­νων από τον Κων­στα­ν­τί­νο με τον επ’ αδελφή γαμπρό του Λι­κι­νί­ο. Με το διά­ταγμα αυτό νο­μο­θε­τή­θη­κε η ανε­ξι­θρησ­κία και ως εκ τού­του ο Χρι­στια­νισ­μός έ­γι­­νε ισό­τι­μη θρη­σκεία με κά­θε άλ­λη. Τού­το ήταν το δεύ­τε­ρο διά­ταγ­μα ανε­ξι­θρη­σκί­ας, εφ­ό­σον το πρώ­το εί­χε εκ­δο­θεί ενά­μι­ση χρό­νο πρω­τύ­τε­ρα από τον σο­βα­ρά ασ­θε­νού­ντα καίσαρα Γαλέριο.

Αυ­τή η αν­ε­ξι­θρησκία ως εκ θαύ­μα­τος κρά­τη­σε πο­λύ μικ­ρό χρο­νι­κό διάστη­μα, δι­ό­τι αυτός ο κε­νό­δο­ξος, μαται­ό­δο­ξος και εγκλη­μα­τί­ας Κων­σ­τα­ντί­νος σχεδόν αμέ­σως έδω­σε στους Χριστια­νούς μα­ζί με την «α­νε­ξι­θρη­σκί­α» και το «σιδη­ρούν πά­νω χέ­ρι», ή ακριβέστε­ρα ολόκληρη την αυ­τοκρατορία εν λευκώ! Τό­τε οι Χρι­στια­νοί ξέ­χα­σαν τι θα πει ανε­ξι­θρη­σκί­α, ει­ρή­νη, συγγνώμη, συγχώρεση, άφεση αμαρ­τιών, αγά­πη προς τον πλη­σί­ον, δι­καί­ω­μα σε άλ­λη γνώ­μη, άλ­λη αντί­λη­ψη, κλπ. Ένεκα όλων των συμβάντων και της λύσσας των άρτι νομιμοποιηθέντων Χρισ­τι­ανών που επακολούθησαν, πολλοί ερευνη­τές έφτασαν στο σημείο να αμφιβάλλουν πάρα πολύ εέν έναν τέτοιο διά­ταγμα ανε­ξι­θρησκί­ας εξεδόθη ποτέ από τον Κων­σταν­τίνον.

Εν πά­ση περιπτώσει, το αναμφι­σβή­τητο γε­­γονός που ισχύει και παραμένει εί­ναι το εξής: «Αν το διάταγ­μα της ανε­ξιθρησκίας πράγματι εξεδόθη, ου­δέποτε εφ­αρμόστηκε, εκτός ίσως (και πάλι ίσως) για έξη μόνο με­ταβατικά χρόνια μετά την έκδοσή του!». Από το +320 Κ. Ε. πε­ρί­που και εφε­ξής, πέ­ραν των πολλών ιδιο­τελών, πολι­τι­κών και συγγενικών φόνων που διέπραξε ο Κων­σ­ταντίνος, έγι­ναν οι με­γα­λύ­τε­ρες κα­τα­στροφές, διώ­ξεις και εξοντώσεις που γνώ­ρι­σε πο­τέ η ανθ­ρώ­πι­­νη ιστο­ρία από τους Χριστια­νούς, ενα­ντί­ον όχι μό­νο όλων των άλ­λων θρη­σκει­ών αλ­λά και με­τα­ξύ των χρι­στιανι­κών αι­ρέ­σε­ων και σχι­σμά­των. Η εκκ­λη­σία έκα­νε τον Κωνσταντίνον Άγιο και Ισαπόστολο και τον ονόμασε «Μέ­γα» για τις υπη­ρε­σίες του, παρά το δυσθε­όρα­το πλήθος και την βαρβα­ρότητα των εγκλημάτων του!

Μόλις ο ορθόδοξος καθολικός Χριστια­νι­σμός με την λεγομένη πρώτη οικου­μενική σύνο­δο της Νικαίας, το +325, κατέλαβε πλήρως την εξουσία, ταυτοχρόνως εγ­καινίασε και εξα­πέ­λυσε τον πραγματικό, ανελέητο, εξοντωτικό, ολοκλη­ρω­τικό και ιδεο­λογικό διωγμό! Στους επό­με­νους δυό­μι­σι αιώ­νες, σχη­μα­τί­σθη­κε εκτε­νής νο­μο­θε­σία για την εξά­λει­ψη και κα­τα­βα­ρά­θρω­ση του αρ­χαί­ου κό­σμου και ει­δι­κό­τε­ρα του Ελλη­νι­κού και Ελ­λη­νο­ρω­μα­ϊ­κού Πολι­τι­σμού και όλων των χριστιανικών αιρέσεων, που απλώς ζη­τού­σαν συ­νύπαρξη.

Η νο­μο­θε­σία αυτή υπάρχει στους κώ­δικες του Θεο­δοσίου (του «Με­γά­λου») και του Ιουσ­τι­νια­νού, κ. α. Οι κα­τα­στρο­φές βι­βλιο­θη­κών, σχο­λών, έρ­γων κοι­νής ωφε­λεί­ας, έρ­γων τέχ­νης, βι­βλί­ων, διωγ­μοί κα­θη­γη­τών και κά­θε επι­στη­μο­νι­κής και φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψε­ως και με­λέ­της μα­ζί με όλα τα ανα­πά­ντε­χα κα­κά, συ­να­πε­τέ­λε­σαν την με­γα­λύ­τε­ρη μη­χα­νή κα­τα­στρο­φής πο­λι­τι­σμού που γνώ­ρι­σε η ιστο­ρία ολό­κλη­ρης της ανθ­ρωπότητας.

Εκτός της εξαφανίσεως του τεραστίου όγκου των στοιχείων που δεν άρε­σαν στον Κωνσταντίνο, στον Ευσέ­βιο και στην παρέα τους, η αρχαιολογία έχει διαπιστώ­σει τόσο ελάχισ­τα πράγματα ώστε να αδυνα­τεί να δώσει μια κάποια εικόνα του αρχέ­γονου μη Ιουδαϊ­κού Χριστιανισμού από το +135 Κ. Ε. μέχρι τον Κωνσταντίνο. Οι κατακόμβες της Ρώμης και τα νεκρο­ταφεία που περιέχουν δεν είναι χριστιανικό ζήτη­μα, όπως ψευδώς οι χριστιανοί έχουν διαδώ­σει. Οι κατακόμβες δεν ήταν χριστιανικές, παρ’ όλον ότι άρεσε σε χριστιανούς να συ­χνά­ζουν εκεί κάτω!

Εντός αυτών βλέπει κα­νείς βέβαια χριστιανι­κές και μη χριστιανι­κές τοιχογραφίες, αρκε­τά ενδεικτικές για τα ολίγα πράγματα που συν­έβαιναν εκεί μέσα τότε και για τις λοι­δορίες μεταξύ χριστια­νών και μη χριστιανών. Έχουν διασωθεί επίσης ολίγα αιρετικά, ψευδε­πίγραφα, απόκ­ρυφα, Γνωστικοχρι­στια­νικά βιβλία, μερικά των οποίων ευρέθη­σαν το 1945 στην περι­οχή Ναγκ Χαμ­μάντι της Άνω Αι­γύπτου και μερικά κομμάτια παπύρων. Γνωρίζομε και την ύπαρξη μιας πληθώρας Εβραιογνωστικοχριστιανικών και μη ορθοδόξων χρι­στιανι­κών κειμέ­νων τα οποία εξαφάνισαν οι πατέρες του τε­τάρτου αιώνος.

Πέραν τούτων όμως, το μόνο προκωνσ­ταντίνιο ανα­σκαφέν αρχαιολο­γικό χριστιανικό εύρη­μα είναι ένα μικρό και ενδε­ές χριστι­α­νικό σπί­τι στην πόλη Δού­ρα Ευρω­πό που βρίσ­κεται στην ανατολι­κή όχ­θη του ποταμού Ευφράτη στην βόρεια Μεσο­πο­ταμία εντός της σημε­ρι­νής Συρί­ας. Η Ελληνι­στική και μετά Ελ­ληνορωμαϊκή αυτή πόλη (300 Π. Κ. Ε. – 256 Κ. Ε.) ήταν με­γάλος εμπορι­κός κόμ­βος και διέθετε πλούσια Ιου­δαϊκή συ­ναγωγή και πλούσιο Μιθ­ραίο. Τα εν­τός των κτισμά­των αυτών ευρήματα φυ­λάσσον­ται στο μου­σείο της Δαμα­σ­­κού και οποιοσδήποτε μπορεί να πάει να τα δει σήμερα.

Επί αυτοκράτορος Δεκίου, το +250 στην Σμύρνη κατά τις εορτές της αυτοκ­ρα­το­ρίας, εμφανίσθηκαν μερικοί τα­ρα­χοποιοί μπροστά στον έπαρχο οι οποίοι είχαν αλυσοδέσει τους εαυτούς των και απαιτούσαν να μαρτυρή­σουν (να αποθάνουν δηλα­δή διά μαρ­τυρίου) διότι όπως εφω­νασκούσαν ήταν Χριστιανοί. Ο έπαρχος έκπληκ­τος ανεφώνησε τότε: «Μου φαίνε­ται ότι τρελαθήκαμε όλοι» και συ­νέχισε: «Αν αυτοί θέ­λουν να αποθάνουν τότε να πάνε να πηδήξουν από τον κρημνόν εδώ πλησίον».

Αυτή είναι η πρώτη ιστορικώς αποδεδειγμένη μη χριστιανική μαρτυρία περί δημοσίας εμ­φανίσεως των χριστιανών. Κά­θε άλλη μαρτυρία περί χριστιανών προ του +250, προ­έρχεται από εσω­τερικές χριστιανικές πηγές ενώ κάθε εξωχριστιανική μαρτυρία φαίνε­ται να είναι απ­λώς με­τα­γε­νε­σ­τέρα παραχάραξη. Όθεν, άπαντα τα προ του +250 συμ­βάντα που αφο­ρούν τον Χριστιανισμό παρα­μένουν σκο­τεινά! Προ του +250 έχομε μόνο μια σταθε­ρά χρονολογία. Βασιζόμενοι στα έργα του Ειρη­ναί­ου Λυώνος γνωρί­ζομεν ότι τα Ευ­αγγέλια εκυκλοφόρησαν κατά τα έτη +180-185, αλλά υπό κά­ποια μορ­φή κατά μάλλον ή ήττον άγνωστη σε ‘μας!

Επομένως οι γνώσεις μας περί Χριστιανισμού από το +135 μέχρι τον Κωνσ­ταν­τί­νο είναι εξαιρετικά περιορισμένες και προέρχονται σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν από εσω­τερικές ή ψευδεπίγραφες ή ανώνυμες, κλπ. πηγές. Δεν υπάρχουν επιβεβαιωτικές, ανεξάρτητες και αμερόληπτες διασ­ταυρώσεις. Δεν γνωρίζομε πόσα καθαρά Εβραϊκά, πόσα Εβιωνιτικά, πόσα γνωστικιστικά, πόσα νεοπλα­τω­νικά, πόσα αρχαία φιλοσο­φι­κά, πόσα παγανιστι­κά, πόσα Περσικά–Ζωροστρικά  κλπ. στοιχεία περιέλαβε.

Δεν γνωρίζομε όλες τις δοξασίες, τις αιρέσεις και αποχ­ρώσεις (μόνο μερικές) που εδημι­ούργησε και τί ακ­ριβώς η κάθε μία ομολογούσε. Οι Χριστια­νισμοί των εποχών εκεί­νων βρίσκονται εν­τός μίας πυκνής ομίχλης και από τα ολίγα εσωτερικά (των χριστια­νικών ομάδων δη­λαδή) στοιχεία που επέζησαν μέχρις ημών και αυτά που δια­κρίνομε μέσα σ’ αυτή την ομίχλη προσπα­θούμε να σχη­ματίσο­με κά­ποια ιδέα ή εικό­να. Οι Χριστιανισμοί αυτοί παραμένουν ου­σιαστι­κά άγ­νωστοι, ο δε αλλο­πρόσαλλος Χριστι­α­νισμός που προ­έκυ­ψε μετά ταύτα είναι δημιούργημα τού Κωνσ­ταντίνου και των επι­τελείων του.

Επίσης, η ορθόδοξη μετακωνσταντίνια εκκλησία δεν εφρόντισε να ξεχωρίσει και μας δώ­σει τον κα­τά­λο­γο των μη αιρε­τι­κών και θεοπνεύστων Πατε­ρι­κών κειμένων από τον απέραντο κυκε­ώνα των ανοήτων έρ­γων των Πατέρων της. Έτσι άλ­λα είναι εντελώς αιρετικά, άλ­λα ολί­γον αιρε­τι­κά, άλλα εί­ναι εντάξει ως προς τα μέτρα της, κ. ο. κ., με όλες τις δια­βα­θ­μίσεις αιρετικότητας, χωρίς να βρί­σκει κανείς άκρη ή συν­εν­νόηση. Αυ­τό συμ­βαίνει πολλές φορές και με τα κείμενα ενός και του αυ­τού Πα­τρός. Όπως μας λένε μερικοί θεολόγοι το ίδιο ισχύει και για ορισμένα κεί­με­να της Αγίας Γραφής, (αν είναι δυ­να­τόν!)

Επειδή το θέ­μα αυ­τό είναι βεβαί­ως πάρα πολύ μακ­ροσ­κελές δεν θα επε­κ­τα­θούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες. Αναφέρομε μόνον ότι η ορ­θόδοξη με­τακωνσταντίνια εκκλησία κατέστρεψε τα περισσότερα γραπτά των τριών πρώτων αιώνων. Πολλά γραπτά, όπως π. χ. αρκετά του Ωριγένη, του Τατι­ανού κ. ά. τα απ­εκήρυξε ως αιρετικά. Ένεκα των ευλόγων λόγων των νέων καιρών έθεσε εκτός των κανόνων της τον ευνουχι­σ­μό, την επίτηδες πρόκληση μαρτυρίου, την παντελή αποχή από την ερωτική πράξη μεταξύ νομίμων συζύγων και άλλες τακτικές και συνή­θειες για τις οποίες οι χριστι­α­νοί των προηγουμένων αι­ώνων όχι μόνο εφήρμοζαν πολύ συχνά αλλά και υπεραίρονταν δι’ αυτές.
Επομένως ο μετακωνσταν­τί­νιος Χρι­στιανισμός δεν εί­ναι συνέχεια τού προ­κωνσταντι­νίου, αλλά μια ριζοσπαστική αίρεσή του προσαρμοσμένη στους σκο­πούς του Κωνσταντίνου και του κράτους που αυτός διαμόρφωσε, στις κατασ­τάσεις και απ­αιτήσεις των νέων καιρών και των χριστιανικών ομάδων που επεκράτησαν, κλπ. Επί­σης έχει πάρει τα μαθήματά της από την πρώ­ην αποτυχημένη εσχατολογία, την άρνη­ση των Ιουδαίων να γίνουν χριστιανοί και την πολεμική Ιουδαίων και Εθνικών. Αλ­λά και πάλι η αποτυχία αυτής της νέας αιρέ­σεως ήταν ολοκλη­ρωτική και παταγώ­δης.
Η εναπομείνασα μη χριστιανική πλειο­ψηφία που προαναφέραμε δεν ήταν ομοι­ογενής. Υπήρχαν πολλές ομά­δες και τά­σεις. Ποτέ όμως μια ομάδα δεν επεδίωκε επικράτηση εις βάρος των υπολοίπων. Όλες τελούσαν σε μια αφα­νά­τιστη ει­ρηνική συνύπαρξη, ίσως και κάπως αδρανή. Αυτή η αδράνεια, η αβου­λία, η απροσεξία, αλ­λά και η κούραση εκ των μα­κ­ροχρονίων πολέ­μων και οικο­νο­μι­κών δυσχερειών, έδωσε το πράσινο φως στους ολι­γάριθμους, φανα­τι­κούς, νεοφω­τί­σ­τους Χριστιανούς. Με την απόλυτη συνδρομή του Κωνσταντίνου, τις μηχανορραφίες της μάνας του Ελένης και την συμπαράσταση των κρατι­κών μηχανισμών του Κωνσταντίνου αυ­τοί άρπαξαν την ευ­και­ρία και αναρριχή­θηκαν στην εξουσία σαν θηρία ανήμερα.

Μην απορείτε με το ότι μια μικρή μειοψηφία κατάφερε να καπελώσει την συντριπτική πλειοψη­φία. Έχει συμβεί πολλές φορές. Μπορούμε να παραθέσομε αρ­κετά παραδείγματα μερικά των οποίων τα γνωρίζετε. Εκτός του Χριστιανισμού, ένα εξ αυτών είναι και η πιο πρόσ­φατη περίπ­τω­ση του Μουσουλμανισμού. Στην αρχή ο Μωάμεθ (γύρω στο +622-623) κατάφερε να πείσει μια φούχτα αν­θρώπων στην Με­δί­να και Μέκκα. Εε… αυτό ήταν. Μετά αυτοί οι ολίγοι κατάφεραν με όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα να επικρατήσουν στην Αραβία και στην συνέχεια να εξαπλωθούν.

Σή­μερα δε είναι παρόντες σχεδόν σε όλα τα μέρη του πλανήτη. Αυτό δε το γεγονός, ότι δηλαδή ο αμόρφωτος προφήτης τους και ολί­γοι αμόρφωτοι οπαδοί του κατάφεραν αυτό το κατόρθωμα, το χρη­σι­μο­ποιούν οι Μου­σουλμάνοι για να αποδείξουν την εκ θεού προέλευση και αλήθεια της θρησκείας των και ότι η εξάπλωσή της ήταν το θέ­λημα του θεού τους, Αλλάχ. Ακό­μα δε σκοπό και κα­θήκον έχουν την καθολική επικ­ρά­τη­σή τους. Τέτοια ανάλογα επι­χει­ρή­ματα έχομε και με τους χριστιανούς. Καυχών­ται για την αγραμματοσύνη των «αλι­έ­ων» και την «εξ αγί­ου πνεύματος» βάλε Κωνσ­ταντί­νου «με­τέ­πει­τα καταπληκτική επιτυχία των» … και πολλά τοιαύτα.

Έτσι ο Κων­σ­ταντίνος κατάφερε και επέβαλε έναν Χριστιανισμό που διαμόρ­φω­σαν ο ίδιος με τον Ευσέ­βιο και τα επιτελεία τους, με ανυπολόγιστες καταστροφι­κές συν­έπειες για την αυτοκρατορία, τους λαούς της, την ιστορική πορεία της υδρο­γείου και τον πο­λι­τι­σμό! Ο Μέγας Ιουλιανός ως αυτοκράτωρ  προειδοποίησε τους μη χριστι­α­νούς, πολ­λές φορές έκρουσε κώδωνα κινδύνου, αλλά αυτοί δεν έδειξαν το απαι­τού­μενο σθένος. Φαίνε­ται, δεν φαντάζονταν τι επρόκει­το να επακολου­θήσει και τι τύχη θα είχαν οι ίδιοι στα νύχια των χριστιανών.

Μετά την δολοφονία του Ιουλια­νού (το + 363) τα πράγ­ματα είχαν πλέον πάρει εξαιρετικά άσχημη τροπή. Όταν πλέον οι μη χρι­στιανοί κατάλα­βαν τι τους πε­ριμένει στα σιδερέ­νια νύχια των χριστιανικών θηρίων ήταν πλέον αργά. Η επ­ανα­φο­ρά ή έσ­τω μια υπο­τυπώδης δικαιοσύνη και συνύπαρξη, παρά μερικές ύστατες και απελπισμένες εκκλήσεις και προσπάθειες, ήταν πλέον φευ­γα­λέα! Αυτές οι προσπάθειες και οι διαμαρτυρίες ήταν ολίγες καθυστερημένες και ασθενικές ώστε εύκολα να αγνοηθούν πλήρως από την εκκλησια­στική και πολιτική εξου­σία.

Τί να κάνομε; Η ιστο­ρία έχει ατυχήματα και δυστυ­χή­μα­τα. Αυτό ήταν το με­γα­λύ­τε­ρο δυστύ­χη­μα που έφερε στο προσκήνιο τον Χριστιανισ­μό, την μεγα­λύτερη κα­ταστροφι­κή μηχανή της ιστορίας…

Το δυστύχημα αυτό δεν οφείλεται καθόλου σε κανένα χάσμα που δημιουργή­θηκε κατά τους καιρούς εκείνους ούτε σε καμία αναγκαιότητα η οποία επεβάλλετο από τις τότε επικρατού­σες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Οι επιδ­ρο­μές και επιθέσεις των διαφόρων γειτόνων λαών κατά της  αυτοκρατορίας ανήκουν σε άλλο φαινόμενο και είναι άλλο κεφάλαιο. Ο μετά ταύτα αναρριχηθείς Χριστιανισ­μός ούτε τις σταμάτησε ούτε τις κατέστειλε, και αντιθέτως όλα τα πράγματα και προ­βλήματα χειροτέ­ρε­­ψαν. Το κράτος διαλύθηκε σε 150 χρόνια μέσα.

Αυτή την δι­καιολογία πολύ ατυχώς την ισ­χυρίζονται πολλοί και διάφοροι, με­τα­ξύ των οποίων και σοβαροί επιστήμο­νες. Αυτό το κάνουν επει­δή είτε είναι παιδιό­θεν θύματα της καθιερωμένης προπαγάνδας είτε πι­σ­τεύουν ότι τα πάν­τα βαδί­ζουν βά­σει κάποιας νομοτελείας και η ιστορία δεν μπορεί να έχει τρελές μετα­πτώσεις. Κα­νέ­νας τους όμως δεν μας αποδεικνύει ποια είναι επι­τέλους αυ­τή η νομο­τέλεια που επι­καλούνται, αλλά μας ξεφεύγει ή δεν την γνωρίζομε, ούτε το διατί η ιστο­ρία του ανθ­ρώπου δεν μπο­ρεί να έχει τρελές μεταπτώσεις.

Το ίδιο ισχύει και διά την ίδρυση της νέας πρω­τεύουσας, Κωνσ­ταν­τινου­πό­λε­ως! Δεν υπήρχε απολύτως καμία ανάγκη ούτε για καλλίτερη πρωτεύουσα ούτε για άμυνα όπως λένε. Η Ρώμη ήταν μια χαρά πρωτεύουσα και στη Βιθυνία, δίπλα στο αρ­χαίο Βυζάντιο, υπήρχε πλήρης στρατιωτικός σταθμός με πολύ στρατό και αυτοκρατο­ρικό ανάκτορο. Η ενέργεια αυτή μαζί με την παράδοση των πάντων στους φανατι­κούς χριστια­νούς και δη τους επισκόπους και τους καλογήρους, απετέλεσαν δύο μοι­ραία συμ­βάντα για την πορεία του κράτους.

Με τις ζημιογόνες ενέργειες μερικές των οποίων ήταν: οι άσκοπες σπατάλες, η νέα πρωτεύουσα, η καταστρο­φή των υπαρχόν­των κτισ­μάτων, τα υπέρογ­κα έξοδα και άχρηστα κτίσματα των χρισ­τιανικών εκκλησι­ών και μοναστηρίων, η έλλειψη νέων ανδρών και ικανού στρατού, η βα­ριά φορολο­γία, κλπ., το κρά­τος κατέρ­ρευσε οικο­νο­μικώς. Μετ’ ολίγον διχοτο­μήθηκε και η Ρώμη έμεινε έκ­θετη σε κάθε εισ­βολέα και κακοποιό. Το +476 κατελύθη πλή­ρως από τους Γότθους! Μετά ταύτα προέκυψε ο υπερχιλιε­τής Μεσαίων, μια σκοτεινή και βάρβαρη εποχή οπισθοδ­ρομήσεως και βίας για την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό.

Ατυχώς και εσφαλ­μέ­νως ο αντιχριστιανός (τι ει­ρωνεία) ισ­τορικός Edward Gibbon (1737-1794) έγ­ραψε ότι η μεταφορά της πρω­τεύουσας ήταν μια μεγαλοφυής εν­έργεια εκ μέρους του Κων­σ­ταντίνου και μετά ταύ­τα αυτή η εσφαλμένη άποψη παρ­έμεινε ούτως! Βάσει όλων των στοιχείων και δεδομένων που έχομε στην δι­ά­θεσή μας σήμερα, οι απόψεις αυτές έχουν ανατρα­πεί από τους νεωτέρους ιστορικούς και ερευ­νητές (βλέπε π. χ. Σιμό­που­λος Κυριάκος, Ο Μύθος των «Μεγάλων» της Ιστορίας, Τρίτη Έκ­δοση, Εκδό­σεις Στά­χυ, 2000, και Παν. Μαρίνης, Ελληνισμός και Χριστιανισ­μός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2003, Φωνή Εξυπνισμού εν τώ Αιώνι τής Νυκτός, Εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήναι 2005.).

Οι Χριστι­ανοί συ­νεχίζουν να προπαγανδί­ζουν τα ψευδοεπιχει­ρήματα αυτά ακρι­βώς επειδή τους συμφέ­ρουν, παρ’ όλον ότι πολλοί μορ­φωμέ­νοι απ’ αυτούς, γνω­ρίζουν πολύ καλά ότι δεν εί­ναι αλήθεια!

Βεβαίως ο ενσυνείδητος και υπεύθυνος άνθρωπος οφείλει αφ’ εαυτού να επα­γρυπνά και να μην αφήνει τις τύχες του σε έναν ανώμαλο Κωνσταντίνο και μερικούς ψεύτες και απατεώνες επιτελείς  του. Αυτό το οφείλει για να μην περιέλθει ο ίδιος και ολόκληρος ο πολιτισμός στην αθλιότητα. Μπορεί να διαλέξει να αδρανεί, αλλά τότε θα βρεθεί προ απροόπτων και θλιβερών κατα­στάσεων και θα πληρώσει πολύ ακ­ριβά την αδράνεια αυ­τή. Στην περίπτωση του Χριστιανισμού αυτό συνέβη πέραν κά­θε προσδοκιών!

Σκέψου να έχεις στο κεφάλι σου έναν αρχηγό δικτάτορα σαν τον Κων­σταν­τίνο! Θα ευτυχήσεις με τέτοιον αρχηγό; Πόσοι όμως μέσα σε μια κοινωνία είναι ενσυνεί­δητοι και υπεύθυ­νοι; Μόνον ολίγοι! Κάτι τέτοιο φαίνεται να συνέβηκε τότε και η αδ­ρα­νής και απρόσεκτη πλειοψηφία έπεσε στην παγίδα των ολίγων. Τα επακο­λουθή­σαν­τα αποτελέσματα ήταν θλιβερά, καταστροφικά και μοιραία.

Όπως δείχνει η Ιστορία, η Ρώμη κατά τον 3ον αιώνα, παρ’ όλο που είχε μερι­κούς καλούς αυτοκράτορες, έχασε τους μηχανισμούς των ασφαλιστικών δικλείδων του πολιτεύματος πέρα για πέρα. Το πείραμα της τετραρχίας του Διοκλητιανού δεν απέδωσε και ανετράπει πολύ σύντομα από τον Κωνσταντίνο μετά τον θάνατο τού πρώτου. Έτσι όσο οι αυτοκράτορες ήταν καλοί τα πράγματα πήγαιναν κα­λά. Αλλά οι άνομοι αυτοκράτορες με τον μισθοφορικό στρατό τους που τώρα πλέον είχε καταντή­σει περισσότερο όργανο παρά συνειδητός θεσμός, μπορούσαν και έφερ­ναν τα πά­νω κάτω, χωρίς να υπάρχει κάποια νομική πρόβλεψη και εκτελεστική πράξη εναν­τίον τους! Μοιραίο σφάλμα!

Πιθανόν σ’ αυτό να ευθύνεται και η δεισιδαιμονία διότι επίσ­τευαν ότι οι θε­οί της Ρώμης εφώτιζαν τους αυτοκράτορες και θα έσωζαν την αυτοκ­ρα­τορία. Τέτοιο πράγμα όμως δεν έγινε ! π.χ. αρκετά χρόνια πριν τον Κων­σταντίνο, η δια­δο­χή του λαμπρού αυτοκράτορα και αληθινά Μεγάλου Μάρκου Αυρηλίου [9] από τον ανώμαλο γιο του Κόμμο­δον, την 17η Μαρτίου του +180, ήταν ένα μοιραίο γεγονός, χωρίς να το εμπο­δίσει κα­νένας μη­χανισμός! Πολλοί ιστορικοί, με­τα­ξύ των οποίων ο Γίββων και ο Ερ­νέστος Ρενάν, θε­ω­ρούν το γεγονός αυτό ως την απ­αρχή της πτώσεως του Ρωμαϊ­κού κράτους.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρομε και ένα προηγούμενο μοιραίο γεγο­νός. Δεν υπάρχει αμφι­βο­λία ότι ο Οκταβιανός Αύγουστος ήταν σπουδαία προσω­πικό­τητα, ικανός στρατιωτικός και κυ­βερνήτης, και πεφωτισμένος αυτοκράτωρ. Ακόμα ήταν μέγας θαυμαστής του Ελληνικού Πολιτισμού και θεράπων των Ελληνικών Γραμμάτων. Έκανε όμως ένα μοι­ραίο σφάλμα διά την ιστορία και την ανθρωπότητα. Διά νό­μου απαγόρεψε την αθεΐα. Χα­ρακτηριστικά την εποχή του η αθεΐα είχε μεγάλη άνοδο.
Είναι παροιμιώδης η φράση των αθέων της εποχής αυτής στην Ρωμαϊκή Αυτο­κρατορία: «Εάν οι θεοί αδικούνται, ας φροντίσουν μόνοι τους να διορθώσουν τις αδι­κίες που διαπράττονται εις βάρος τους!»
Άραγε, το έκανε αυτό επειδή ο ίδιος ήταν προϊόν της επο­χής του και δεν μπο­ρούσε να δει πιο πέρα, λόγω ειλικρινούς θρησκευτικότητας, λόγω θρησ­κολη­ψίας, λόγω πο­λιτικών λόγων, επει­δή του άρεσε να τιμάται ως υιός θεού (divi figlius) ή επει­δή έτσι κα­τά­φερνε να διοικεί το πλήθος; Άγνωσ­τον! Όπως και να ‘χει το πράγμα όμως, κάθε θρη­σκεία και άποψη επιτρεπόταν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ενόσω οι οπαδοί της απέ­διδαν τις νομοθε­τημένες τιμές στην αυτοκρατορία και στον αυτοκρά­τορα, εκτός από την ουδέτερη στάση της αθεΐας.

Έτ­σι φτάσαμε κατά τον τρίτο αιώνα και τις αρχές του τετάρ­του να έχομε έναν τε­ρά­σ­τιο και ανεπανάληπτο συγκρητισμό θρησκειών απ’ Ανατο­λή και Δύση. Πραγματοποιήθηκε και μια αλλεπάλ­ληλη εισαγω­γή Ηλιακών, Περσι­κών, Αι­γυπτιακών θεοτήτων, της Ίσιδος, κ. ά., στη Ρώμη. Κάθε ψίθυρος και θρόισμα ήταν ομιλία θεού ή κάποιου πνεύ­ματος. Τα πάντα ψιθύριζαν και μιλούσαν. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα ήταν πολύ εύκολο για τον Κωνσταντίνο, τη μά­να του την Ελένη, τον Αθανάσιο, τον Ευσέβιο και όλους αυτούς να εισαγάγουν και αυτοί τις δικές τους θρησ­κοληψίες και δολιότητες. Αυτές ήταν ένας παρά­ξενος και δόλιος συγκρητισμός του Χριστιανισμού με πολλά στοιχεία των υπολοίπων θρησ­κει­ών. Γιατί όχι, αφού τόσοι άλλοι είχαν κάνει το ίδιο πριν απ’ αυ­τούς! Μετά ταύτα, τα  πάντα πήραν την κακίστη τροπή καταστ­ροφής, μεσαίωνος και σημερινής καταστάσε­ως που γνωρίζομε.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο ζοφερό κλίμα δεισιδαιμονίας, επόμενο ήταν ένας πονη­ρός αυτο­κ­ράτωρ, όπως ο Κωνσταντίνος, με ένα συνωμοτικό επιτελείο, όπως του Ευ­σεβί­ου και των άλλων, εύ­κολα να μπορεί να κάνει ότι θέλει. Εφ’ όσον, φέρ’ ειπείν, ο οκνηρός και ανίκανος αυτοκράτορας Ελαγάβαλος – Ηλιογάβαλος (+218-222) μπόρε­σε να εισαγά­γει με την βοήθεια της γιαγιάς του Ιουλίας, την Συρια­κή ηλιακή θεότητα, τότε γιατί δη­λαδή και ο δαι­μόνιος Κωνσταντίνος να μην επιβάλει την θρησκεία που άρεσε σ’ αυ­­τόν και στη μάνα του την Ελένη έναν αιώνα αργότερα;

Όταν οι πολίτες δεν έχουν σώ­ας «τάς φρένας» με ικα­νό­τη­τα να κρίνουν και να λαμ­βάνουν αποφάσεις και αντί να στέκονται στα πό­δια τους στέ­κονται σε δεκανίκια θρη­σκοληψίας και περιμένουν τα πάντα από άλλους, τότε τα πάντα μπο­ρεί να κατα­φέρει ακό­μα και ένας ανί­κανος, πόσον μάλ­λον ο πανούργος και ικανός Κωνσταν­τί­νος. Αυ­τό το κλίμα του τρίτου αιώνος οπωσδή­πο­τε συνέ­βα­λε στην απά­θεια και στην αδια­φορία του πλή­θους του τε­τάρτου αι­ώνος, του οποίου μια μεγάλη μερίδα και ο στρατός πήγαιναν όπου φυσού­σε ο άνεμος.

Το ίδιο κλίμα πρέπει να βοήθησε και την διά πυ­ρός και σι­δή­ρου μετέ­πειτα επι­κ­ράτη­ση του Χριστιανι­κού τύ­που που εισή­γαγε ο Κων­σταν­τί­νος με την αρωγή του Ευσε­βί­ου. Επει­δή έτσι το θέ­λη­σε αυτός για τους λό­γους του, χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση και απο­λογία σε κα­νένα εύκολα έστ­ριψε έναν διακόπτη και προκάλεσε το με­γαλύτερο δυ­στύ­χημα της ισ­τορίας. Όταν οι άλλοι κατάλαβαν τι τους περιμένει ήταν πλέον αρ­γά. Ούτε βρέθηκε κανένας θεός να σώσει τους ίδιους, την Ρώμη και την αυ­τοκρατο­ρία!

(Βλέπετε: «Έτσι να μάθετε πως οι Θεοί εκδικούνται αυ­τούς που περιφρονούν τη χάρη τους και τους αποστρέ­φον­ται!», αναφωνεί η παγανίστ­ρια Ortrud, στο κλείσιμο της πανέμορφης όπερας «Lohengrin» του Richard Wagner.).

Αυτή όμως η υπάρχουσα δεισιδαιμονία δεν σημαίνει ότι δημιούργησε μια αναγκαι­ό­τητα για να την αντικαταστήσει μια νέα πολύ χειρότερη! Ο κόσμος θα μπο­ρούσε να συνεχίσει στον ίδιο τρόπο ζωής και θρησκευτικότητας με κάποια εξελικτική πορεία. Αλλά της νέας δεισιδαιμονίας της έτυχε το πρώτο λαχείο και επικράτησε εις βάρος της πα­λαιάς. Βεβαίως δεν ισχυριζόμαστε ότι, εκτός από τις επιδρομές και επι­θέσεις των γει­τό­νων λαών κα­τά τον 3ον και 4ον αιώνα, δεν υπήρχαν τότε άλλα σοβαρά κοι­νωνικά προβ­λήματα και ότι όλα ήταν ρόδι­να και ωραία!

Υπήρχαν πολλά κοινωνι­κά και οικονο­μι­κά προβλήματα, που είχαν δημιουργηθεί από τους μακροχρόνιους πο­λέ­­μους και εισβολές, την αυτοκρατορική αναρχία, τις σπατάλες, την υψηλή φορολο­γία, το από πολλές απόψεις ζημιογόνο δουλοκτητικό σύστημα, την στασιμότητα και μη μεταρρύ­θμιση της παραγωγής, τις φυγόκεντρες τάσεις, κλπ. Αυ­τά όλα ήταν ακόμα επι­λύσι­μα, αλλ’ όχι διά της λύσεως του Κωνσταντίνου. Η λύση του, αν την νόμισε ως τέτοια, απέτυχε παταγωδώς. Τα πράγματα έγιναν τρισχειρότερα.

Όλες οι πα­ρά­νο­μες και αυθαίρε­τες εν­­έρ­γειες του Κωνσταντίνου, όλα όσα επακο­λού­θησαν με­τά απ’ αυ­τόν και το γε­γονός ότι κάθε κοινωνική και οι­κονομι­κή δραστη­ριό­τητα εξα­θ­­λι­ώθη­κε σε βαθμό που χρειά­σ­τη­καν τουλάχιστον χίλια χρό­νια για να επ­αν­έλθει το βι­ο­τικό επί­πεδο στο ίδιο ση­μείο, αποδεικνύουν ακριβώς αυτό που εμείς ισχυ­ριζό­μαστε εδώ: «Δεν υπήρχε απο­λύ­τως καμία αναγκαιότης για την επικράτηση του Χριστιανισμού. Η επικράτησή του ήταν δυσ­τύχημα!» Εκτός και ταυ­τολογι­κά δεχθούμε ότι το χάσμα ήταν η απ­ροσεξία και η αδράνεια της πλειο­ψη­φίας, η δε αναγκαιότης ήταν ο ίδιος ο Κωνσ­ταν­τίνος και η καπριτσιοσύνη του, καθ’ όσον δεν υπήρχε μηχανι­σ­μός για να τον βάλει στην θέση του! Μετά δε ταύτα, ο νεοσύστατος υπερφανατικός Χρισ­τια­νισμός, παρ’ ελπίδα, έβα­λε τους πάντες στη φάκα! Μόνο έτσι!

Ο Χριστιανισ­μός όχι μόνο δεν απεσόβησε τις έξωθεν επιθέσεις αλλά μέσα σε 150 χρόνια απωλέσ­θηκαν τα δύο τρίτα της αυτοκρατορίας κατόπι ανυπολογίστων κα­ταστροφών. Ο Χρι­στιανισμός δεν έλυσε κανένα από τα κοινωνικά προβλήματα των οποίων την λύση έστω και υπο­τυπωδώς επαγγέλθηκε. Τα πάντα έγιναν πολύ χειρότε­ρα από πριν. Οι μη πιστεύσαντες ή οι αιρετικοί εθανατώθηκαν. Η προηγούμενη δεισι­δαιμονία αντικατεστάθη με μια άλλη πολύ χειρότερη, φανατική και εκδικητική.

Η δι­καστική εξουσία εδόθη στα χέρια των χριστιανών και δη των επισκόπων. Το δημόσιο χρήμα, όσο είχε απομείνει μετά τις αλόγιστες σπατάλες του Κωνσταντίνου, εδόθη στους χριστιανούς και ειδικά στους επισκόπους. Αυτοί το εξανέμισαν με το να χτί­ζουν εκκλησίες και μοναστήρια και στα δικά τους ενδιαφέροντα. Ακόμα οι ηλικιω­μέ­νοι, οι χή­ρες και τα ορ­φανά, που σε με­ρι­κές περιπτώσεις μπόρεσαν να περιθάλψουν, ζού­σαν κά­τω από τη σκληρή καταπίεση της χριστιανικής τους δικτατορίας, π.χ. δεν επέ­τ­ρε­παν στις νέες χήρες να ξαναπαντρευτούν και όλη η περιου­σία τους όπως και των θανόν­των ανδρών τους περιήρχετο στα χριστιανικά ιδ­ρύματα αυτοδι­καίως (όπως π. χ. στην Βασι­λειάδα του Αγίου Βασιλείου κ.ο.κ.) (Για δεύτερη παντρειά, χήρες και ζων­τοχήρες διαβάσετε να χαρείτε: Ματθαίος 19: 9-10, Μάρκος 10: 11-12, Λουκάς 16: 18, Α΄ Πρός Κοριν­θίους 7: 8-9, Α΄ Πρός Τιμόθε­ον 5: 5-16, κλπ.).

Τελι­κά ού­τε η χριστι­α­νι­κή οι­κου­μένη έγι­νε μία ποίμ­νη με έναν ποι­μένα, αλλ’ αντιθέτως πολλές φανατικά αν­τιμα­χόμενες μερί­δες και αι­ρέσεις. Ούτε η αγάπη επε­κ­ράτησε ως οδηγός του κοινωνι­κού βί­ου, αλλ’ αν­τιθέτως η βία, η εκδίκηση και η κατα­­στροφή. Ο Ελλη­νορω­μαϊκός πολιτισμός ισοπε­δώθηκε. Όλα τα επιτεύγ­ματα ενός πολι­τισμού πολλών λαών και άνω των χιλί­ων ετών διεγράφησαν και κατεδαφίστηκαν με μια μο­νοκον­δυ­λιά.

Η εμφάνιση χιλιάδων αλληλομισουμένων και αλληλοσκοτωμένων αιρέσεων από την απαρ­χή του Χριστιανισ­μού μέχρι σήμερα και η συνεχής προσπά­θεια για να βρεθεί η σωσ­τή ερμηνεία των Εβραιογνωστικοχριστιανικών Αγίων Γρα­φών και Παραδόσεων απο­τελεί την καλλίτερη απόδειξη του ότι ο Χριστιανισμός (Εβ­ραιογνωστικοχριστιανισ­μός) είναι μια ψεύτικη, φτιαχτή και καταστροφική θρησκεία και όχι η εξ αποκαλύψεως μόνη και αληθινή.

Ο Θεός έγινε άνθρωπος και ήλθε στην γη για να μας αποκαλύψει τις αλή­θειές του και να τις επικυρώσει διά της σταυρικής θυσίας και αναστάσεώς του αλλά εμείς ακόμα σκοτωνόμαστε για να βρούμε ποια εί­ναι η σωστή ερμηνεία των αποκα­λυφθεισών θεϊκών αληθειών και ποια η ορθόδοξη αίρεση! Σ’ αυτή την ακατάσ­χετη τραγέλαφο και απόδειξη προστίθεται και ο ολοκλη­ρωτικά βίαιος τρόπος επι­βο­λής και διαδόσεως της Χριστιανικής αλήθειας !

Αν προς στιγμήν δεχθούμε την εκδοχή πως ο Κωνσταν­τίνος νόμισε ή πίστεψε ότι κα­τά την εποχή του ο Χρι­σ­τιανισμός ήταν η καλ­λίτερη ενοποιητική δύναμη και ότι σ’ αυτόν η αυτοκρατορία θα έβρι­σ­κε τις λύ­σεις των προβλημάτων της, υπόθεση που έχει προταθεί από πολλούς και την προπαγανδί­ζουν οι χριστιανοί, τότε όπως ανα­λύσαμε παραπάνω απατήθηκε οικτρά. Δεν έζησε άλλα 250 χρόνια ακόμα για να δει τα χάλια της επιλογής του σε όλο της το μεγαλείο! Πολλοί έχουν απορρί­ψει την άπο­ψη αυτή, πολλοί την θεωρούν πολύ απίθανη και για μας δεν είναι καθό­λου δεδομένη.

Όπως φαίνεται τον Χριστιανισμό τον επέβαλε διά ψυχολογικούς και προσωπικούς λό­γους του ιδίου και της μάνας του της Ελένης, και τίποτα παραπάνω. Για τους ίδι­ους λόγους οικοδόμησε και τη νέα πρωτεύουσα. Προς το τέλος της ζω­ής του μάλλον και ο ίδιος εί­χε καταλάβει το σφάλμα του και γι’ αυτό πα­ρακαθόταν εδώ και ‘κει στη νέα πρω­τεύουσά του σαν αχαμνός και άβουλος βρίσκοντας ευχαρί­σ­τηση μόνο στις υπερ­βολι­κές κολακείες των χαμερπών αυλοκολά­κων και χριστιανών σω­τηριολό­γων του και υποκύπτοντας στις απαιτήσεις των επισ­κόπων, όσο παράλογες και αν ήταν.

Τόσο είχε υποστεί το σύνδρομο παραιτήσεως που δεν έκανε ούτε την κί­νηση για την σωστή και ομαλή διαδοχή του. Πέθανε το +337 και παράτησε την αυ­τοκρα­το­ρία σύξυλη στους τρεις γιους και δύο ανη­ψιούς του. Αυτοί αλλησ­κοτώθηκαν μέχρις ότου επεκ­ρά­τησε ο γιος του Κων­στάν­τιος 2ος, αφού οι άλλοι τέσσερις εφονεύθησαν!

Οπότε λοιπόν, ποιά ήταν αυτή η εκ των πραγμάτων αναγκαι­ό­της ή το χάσμα που έφε­ραν τον Χρισ­τια­νι­σ­μό στο προσκήνιο με σκοπό να την ή να το καλύψει και να δώσει τις αναγκαίες λύσεις στα υπάρχοντα σοβαρά προβλήματα; Απο­λύτως καμία και κανένα! Απ­λώς ήταν κακή τύχη μέσω του Κωνσταντίνου της μάνας του και της πα­ρέας του. Στον Χριστια­νι­σ­μό λοιπόν έπεσε το πρώτο λαχείο καθαρά από τύχη, απρο­σεξία αν θέ­λετε, και όχι από αναγ­καιότητα! Για την τε­λι­κή επικράτησή του όμως εκ­τός από την κακή τύχη των ετών εκείνων ευθύνονται επίσης η αδράνεια, η κούραση, η δει­σι­δαι­μονία, ή μιζέρια, κλπ. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι κανείς δεν πρόσεξε διό­τι κανείς δεν περίμενε ή δεν φανταζόταν την χριστιανική συμπεριφορά και συμφορά που επη­κο­λού­θησε. Τα λόγια, οι εκκλήσεις και οι προειδοποιήσεις του Ιου­λια­νού, όπως διαβάζομε ακόμα και σήμερα στα έργα του, καθώς και η περιφρόνησή τους από τον κοσμάκη φανερώνουν ακριβώς αυτά τα συμπε­ράσματα.

Μετά τον Κωνσταντίνο τα μέσα διαδόσεως και επικρατήσεως του Χρι­σ­τι­α­νι­σ­μού ήταν τα εξής: Βία, κα­τα­σ­τροφή, ψεύ­δος, δόλος, απάτη, άγνοια, αγραμματο­σύνη, καταρράκωση της λογι­κής, προσηλυτισμός ηγεμόνων (πολλές φορές μετ’ αντιτίμων) εις βάρος των λαών τους, καταστρο­φή της επιστήμης, απεμπόληση της φιλοσοφίας, απόρριψη της ιατρικής, εκφο­βι­σμός, κα­τα­ναγκα­σμός, καταπίεση, εξον­τω­τι­κοί νόμοι, σφα­γές, πό­­λεμοι, ιε­ροί πόλεμοι, ιερές εξε­τάσεις, αρπακτικότητα, μαζί με όλα τα βι­αία, ψυχολογι­κά, συμ­π­λεγματικά και κατα­ναγκαστικά μέ­σα.

Ό,τι χειρότερο δηλαδή, πέραν κάθε λογικής, πειθούς και θεμιτής αναγκαιό­τητος! Αν υπήρχε έστω μια κάποια αναγκαιότης, ο Χρι­στιανισμός δεν θα χρειαζόταν στα επόμενα 1600 χρόνια τέτοια μέ­σα καταστρο­φής και νομοθετημένης βίας για να διαδοθεί και να επικρατήσει! Σε μερικά σχετικά άρθρα παρακάτω θα μι­λήσομε εκ­τενέστερα περί αυτών. Αλλέως πως, διά τον Χρισ­τι­ανισμό τα πράγματα θα έβαιναν ομαλά και ωραία, παρέχοντας και κα­λή λύση σ’ αυτή την απροσπέλασ­τη αναγκαιότη­τα, χωρίς να έχει καμίαν ανάγκη κα­ταστροφικότητας και νομοθε­τημένης βίας! Τόσο απλό!

Η διά της πει­θούς και κατά τόπους επι­τυχία της μά­στιγας αυτής έχει υπολογι­στεί με με­γά­λη ακρί­βεια. Τους τρεις πρώτους αιώνες κυμαίνεται με­ταξύ 1 και 10 %. (Η διακύμανση αυτή εξηρτάτο από την χρονολογία, την περιοχή και τον υπό εξέταση πλη­θυσ­μό.). Τίποτα παραπάνω! Ο διά της πει­θούς προσηλυτι­σ­μός της ήταν κυ­ρί­ως επιτυ­χής μετα­ξύ των περιθωριακών και περι­έρ­γων στοι­χεί­ων της κοι­νω­νίας και ατό­μων που αντιμετώπι­ζαν διάφορα σοβαρά προ­β­λή­μα­τα (κοινωνι­κά, ψυχολογι­κά, οικο­νομικά, προβλήματα υγείας, κ. ά.) και τα οποία επί­στεψαν ότι θα βρουν τη λύ­ση των προ­βλη­μά­των τους στον Χριστιανισμό.

Ήταν άτομα που η τότε κοινωνία περιφρο­νούσε και απέρριπτε και συνήθως ήταν συγκεντρωμένα σε γκέτος μεγαλουπόλεων. Π.χ. βλέπε Α΄ Πρός Κορινθίους 4: 12-13, 5: 1-5, Β΄ Πρός Κοριν­θίους 12: 21, Πρός Εφεσίους 4: 28, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς 2: 2, κλπ. Ήταν δηλαδή με­τα­ξύ αμορφώτων ατό­μων της κοι­νω­νίας που δεν ήταν σε θέση να έχουν αντικειμενική γνώση, απε­ρί­σ­πα­στη κρί­ση, κα­θαρή ευ­θυ­κ­ρισία και φιλοσοφική σκέψη.

Συνεπώς, ακόμα και αυτή η μικρή επι­τυχία του Χρι­στιανισμού δεν ήταν προϊόν καθαρής σκέ­ψεως και γνώσεως αλλά μιας θολής κατα­σ­τάσεως, μια καταναγκαστικής εξαθλιώσε­ως και αγραμματο­σύνης, ενός ψυχολογικού πα­ραλη­ρήμα­τος και ενός υστεροβούλου μεταφυσικού και εσ­χατολογι­κού συμφέροντος. Σπανιότατα οι Χρισ­τιανοί εκέρδι­ζαν «υπό κα­νο­νι­κάς συν­θή­κας» αξιόλογα άτο­μα εκτός των κατη­γοριών αυ­τών [άραγε την πορφυρο­πώλιδα Λυδία (;), Πράξεις 16: 14.].

Υπάρχουν πολλοί που θα αντιτείνουν ότι όλα όσα καταμαρτυρούμε εδώ δεν γί­νονται σήμερα ή έχουν παύσει να γίνονται εδώ και πολλά χρόνια. Με αυτό το άσ­το­χο επιχείρημα προσπαθούν τεχνηέντως να αθωώσουν τον Χριστιανισμό. Μας συστή­νουν δηλαδή να λησμονήσομε μια καταστροφική ιστορία 1700 ετών! Αλλά διατί να την λησμονή­σομε; Δεν είμαστε προϊόντα αυτής της φρικτής ιστορίας; Ακόμα αποσιω­πούν το γε­γο­νός ότι την αλλαγή αυτή δεν την επέφερε ο Χριστιανισμός επειδή άλλα­ξε, μετανόησε και ζήτησε συγγνώμη αλλά την επέφεραν άλλοι λόγοι τους οποίους θα αναφέρομε αμέσως περιληπτικά παρακάτω και σε άλλα κεφάλαια.

Άλλοι πάλι θα ισχυριστούν ότι στις χριστιανικές χώρες έχομε την μεγίστη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Είναι και αυτό ένα στερεότυπο επιχεί­ρημα των προπαγανδιστών του Χριστιανισμού που είχε τεθεί και στον μέγα διανοητή Bertrand Russell. Η απάν­τηση είναι αυτή που έδωσε ο Russell και είναι πολύ απλή. Αυτό το γεγονός οφεί­λε­ται εντελώς σε άλλα αίτια και όχι στον Χριστιανισμό. Δεν θα καταγράψομε εδώ τα αίτια αυτά. Είναι πολύ απλά και γνωστά.

Απλώς ας ενθυμηθού­με τους πολυαί­μα­κτους αγώνες, επα­ναστάσεις, εκδόσεις νόμων και συνταγμάτων, και ένα σωρό άλλα επεισό­δια, που λάμ­βαναν χώρα για πολλούς αιώνες στις χριστιανικές χώρες μέχρι ότου φτάσαμε στο σημερινό ση­μείο σχετικής ελευθερίας και προό­δου. Ας μνημονεύομε πότε–πότε τα πολυάριθμα θύμα­τα που έπε­σαν λόγω της χριστιανι­κής μανίας και παραληρήματος στον βωμό της γνώ­σε­ως και της προόδου, κλπ.

Μετά μιλάμε για «σήμερα». Σκέφθηκε ποτέ κανείς απ’ αυ­τούς πό­σο θα είχε προοδεύσει η γνώση, η φιλοσοφία, η επιστήμη και η τεχνολογία εάν ο Χρι­στι­α­νι­σμός βρισκόταν στο περιθώριο για τα 1700 χρόνια κατά τα οποία ασκούσε τη στυ­γνή και καταδυνασ­τευτική εξουσία του στα μέ­ρη εκείνα όπου είχε επικρατήσει;

Παρά τα ολίγα χωρία που περιέχουν την λέξη «επιστήμη», τις περισσότερες φορές απλώς ασαφώς επιγραμματικώς και αορίστως, και τα οποία σημειώστε, εκτός από ένα στον Ησαΐα 3: 15, αναφέρονται μόνο σε ύστερα και ψευδεπίγραφα βιβλία της Παλαιάς Δι­α­θή­κης (το ύστερο δευτεροκανονικό Σοφία Σειράχ 1: 24, 10: 30, 16: 24, 19: 22, 21: 15, 38: 3, 6, 39: 7, στο κλεμμένο βιβλίο του Ιώβ 12: 12, 28: 15, 28 και στο ψευδεπίγ­ραφο Σοφία Σολομώντος 7: 16-17, η λέξη «επιστήμη» δεν υπάρχει στην Καινή Διαθή­κη)

Ο Χρισ­τιανισμός παν­τού και πάν­τοτε ήταν κατά της γνώσεως, της επιστήμης, των τεχνών και της προ­ό­δου, πράγμα που θεμε­λιώ­νε­ται μέσα σε πολλά χωρία της Καινής Διαθή­κης, το απο­φθεγματικό «πίστευε και μη ερεύ­να» και όπως το αποδεικνύει πλή­ρως ολό­κλη­ρη η παράδοση και ισ­τορία του. Μόνο το κάψιμο όλων των βι­βλι­ο­θηκών και των επι­στημόνων μέ­χρι την Αναγέν­νηση φτάνει. Αν σήμερα έχομε πα­τήσει στην Σελήνη, χω­ρίς αυτή την κατασ­τ­ροφική λαίλα­πα θα είχαμε πατήσει τον εξώ­τα­το πλα­νήτη Πλού­τωνα!

Ο επίσημος Χριστιανισμός ουδέποτε ομολόγησε τα λάθη του, τα εγ­κλήματά του, τις κα­ταστροφές που διέπραξε, κλπ. Ουδέποτε ζήτησε συγγνώμη και συγχώρεση για τα απειράριθμα κακά που επέφερε. Ουδέποτε υποσχέθηκε ότι δεν θα ξανακάνει τα ίδια. Ου­δέ­ποτε άλλαξε τα καταστατικά του και τα δόγμα­τά του. Ουδέποτε εγκα­τέ­λει­ψε οτιδήποτε επισήμως. Παραμένει στα ίδια και καιροφυ­λακτεί! Πώς να ομολο­γή­σει όλα αυτά άλλωστε; Τί να πει; Ότι ο Θεός έκανε λάθη, από τον Αδάμ μέχρι σήμερα, δηλαδή για 6000 χρόνια; Τί σόι θεός θα ήταν αυτός.

Ακόμη όπως εξηγεί ο Max Weber στο βιβλίο του, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, Μετάφραση από τα Γερμανικά Μ. Γ. Κυπραίου, Εκδό­σεις Gutenberg, Αθήνα 2002, και ο R. H. Tawney στο βιβλίο του, Religion and the Rise of Capitalism, Transaction Publishers, 1926-1998, με μια διαστροφική δια­δι­κα­σία και εξέλιξη πραγμάτων, ψυχολογία, προτεσταντική εμμονή περί εργασίας, κλπ., προέκυψε το καταστροφικό σύστημα του κα­πιταλισμού μέσω του Προτεσταντισμού.

Τί να κάνομε τώρα; Μπορούμε να προτείνομε πάρα πολλά. Δεν θα κάνομε όμως εδώ ανάλυση της σημερινής καταστάσεως. Είναι αρκετά γνωστή στους ενδια­φερομένους. Συνοπτικά προ­τείνομε: Μελέτη, κρί­ση, λογική, έρευνα, γνώση, επα­γρύ­πνηση, πολιτική και οικονομική δικαιοσύνη, κα­λώς νοουμένην ελευθερία, υπευθυ­νό­τητα και υπεύθυνη απόφαση με στάση. Όμως, ουαί και αλί­μο­νο στην ανθρωπότητα αν επέλ­θει δεύτερος Μεσαί­ων. Ξέφυγε ανάπηρη και ανήμπορη, κα­κήν κακού, από τον πρώτον, αλλά από τον πι­θανόν δεύτερο; Θα δυνηθεί ποτέ άραγε να τον ξεπε­ράσει;

Αλήθεια τί χάσμα υπάρχει ανάμεσα στην εκτίμηση του Γερμανού ελληνίζον­τος F. Nietzsche για τον Ελληνικό πολιτισμό και λαό και σ’ αυτήν της Εβραιογνωστι­κοχρισ­τιανικής μάστιγας! Ελπίζομε αυτά τα συνοπτικά στοιχεία και αυτές οι συνοπτι­κές σκέψεις να δώ­σουν το έναυσμα σε πολλούς για να ερευνήσουν μόνοι τους και με­τά να επαναλάβουν την μεγάλη ιστορική φράση του Μεγάλου Ιουλιανού:

«Ανέγνων, έγνων, κατέγνων»
«Εμελέτησα, εγνώρισα, απέρριψα».
-Ιουλιανός ο Μέγας

Διά την ενημέρωση του αναγνώστη παραθέτομε εννέα ειδεχθή εγκλήματα τού «Μεγάλου» Αγίου Ισαποστόλου Κων­σταντί­νου που αφορούν τον άμεσο πολιτι­κό και συγγενι­κό περί­γυ­ρό του. Όλα τα εγκλή­ματά του είναι πάρα πολλά για να τε­θούν σε καταλόγους. Η βαρβαρότητά των ήταν μάλλον πρωτο­φανής και άκρως ανατ­ριχιαστι­κή. Για ατιμίες, πολέμους, φόνους, δολοφονίες, φρικαλεό­τητές, αυθαιρεσίες, απάτες, κλπ., του ιδίου και της μάνας του Ελένης ανα­φερθείτε τουλάχισ­τον στα σχε­τικά κε­φάλαια των εξής πέντε βιβλίων:

    Σιμόπουλος Κυριάκος, Ο Μύθος των «Μεγάλων» της Ιστορίας, Τρίτη Έκ­δοση, Εκδό­σεις Στάχυ, 2000.

    Joseph Wheless, Forgery in Christianity, Kessinger Publishing.

    Robert Taylor, Rev., The Diegesis, Kessinger Publishing, or Health Research.

    Christopher Bush Coleman, Ph. D., Constantine the Great and Christianity, Columbia University Press 1914.

    Karlheinz Deschner, Η Εγκληματική Ιστορία του ΧριστιανισμούΜετά­φραση Ρουμπίνη Ζαρκάδη,Δέσποινας ΒλασσοπούλουΜΑργυροηλιοπού­λουΤΦατσέαΞΑλμυρού από τ αΓερμανι­κάμε τίτλ οπρωτοτύπου: Kri­mina l­geschi­chte des Christentums. 10 Τόμοι, Εκδόσεις Κάκτος, 2004-2006.

Στην βιβλιογραφία που έπε­ται έχομε συμπεριλάβει περισσότερα βιβλία τα οποία μπο­ρείτε να εξετάσετε.

Έχομε και λέμε περιληπτικώς:

    Μαξιμιανός. Πενθερός του και Πενθερός του Πατέρα του. Πατέρας της δεύ­τε­ρης γυναίκας του, Φαύστας. Αυτοκράτωρ. Τον συνέλαβε στην Μασσαλία διά δόλου και τον εκρέμασε. +309-310.

    Μαξέντιος. Κουνιάδος του. Γιος του προηγουμένου. Αυτοκράτωρ. Τον εσκό­τωσε διά πολέμου που εκήρυξε ο ίδιος χωρίς λόγο, στην Μιλβία Γέφυρα του ποταμού Τίβερη. +312.

    Ρέμος. Γιος του Μαξεντίου και της Γαλερίας. Βρέφος στην κούνια. Έβαλε δι­κούς του ανθρώπους να το στραγγαλίσουν με κορδόνια την ώρα που κοιμόταν δίπλα στη μάνα του. +312.

    Βασσιανός. Γαμπρός του. Άνδρας της αδελφής του Αναστασίας. Καίσαρ. Τον δολοφόνησε. +314-315.

    Φαύστα. Δεύτερη γυναίκα του. Κόρη του Μαξιμιανού. Την εζεμάτιξε μέσα σε καζάνι με καυτό νερό. +320. (Για τον θάνατο της ενέχεται και η μάνα του, Αγία Ελένη!).

    Σώπατρος. Διδάσκαλος, σύμβουλος και στενός φίλος του. Φιλόσοφος. Τον εφόνευσε αφού επενόησε και προφασίστηκε ψευδείς κατηγορίες. +321.

    Λικίνιος. Γαμπρός του. Άνδρας της αδελφής του Κωνσταντίνας. Συναυτοκρά­τωρ. Κατόπι πολέμου τον εκρέμασε, +325-326.

    Λικινιανός. Ανιψιός του. Γιος της αδελφής του Κωνσταντίνας. Δεκατετράχ­ρονο αγόρι που δεν έφταιξε σε τίποτα. Το σκότωσε μπροστά στα μάτια, τα πα­ρακάλια και τους απαρηγόρητους σπαραγμούς της μάνας του, και αδελφής του απτοήτου «Μεγάλου». +326.

    Κρίσπος. Πρώτος του γιος από την πρώτη του γυναίκα, Μινερβίνα. Ναύ­αρ­χος και Καίσαρ. Τον αποκεφάλισε ή τον δηλητηρίασε. +326.

Για λεπτομέρειες, αίτια, αφορμές, τοποθεσίες, τρόπους εκτελέσεων, κλπ., εκ­τός της δικής μας βιβλιογραφίας, μπορείτε να αναφερθείτε και σε μεγάλες έγκυρες δι­εθνείς εγκυκ­λοπαίδειες.

Πρέπει να πούμε ότι οι διάδοχοί αυτοκράτορες και πολιτικοί του Μεγάλου Αγίου Ισαποστόλου Κωνσταντίνου αρχίζοντας από τους γιους και ανιψιούς του, με μόνη εξ­αίρεση τον Μεγάλο Ιουλιανόν που ήταν αυτοκράτωρ μόνο 20 μήνες, +362-363, τον μιμή­θη­καν και τον συναγωνίστηκαν πολύ κοντά στο έγκλη­μα, την δολοφο­νία, την μηχανορραφία και την κα­ταστροφή.

Μπορεί να λένε ότι οι ιδρυτές του Χριστιανισμού ήταν ο μυθικός Ιησούς, οι μυθικοί απόστολοι και ο ημιμυθικός Παύλος, αλλά οι δημιουργοί του επισήμου, κα­θολικού και ορ­θοδόξου Χριστιανισμού ως έχει από τον τέταρτο αιώνα μέχρι σήμερα, ήταν: ο Μέγας Άγιος Ισαπόστολος Κωνσταντί­νος, η μάνα του Αγία Ελένη (για τους οποίους αναφέραμε ήδη και θα αναφέρομε και άλλα στοιχεία), οι απατεώνες και γλοι­ώδεις αυλο­κόλακες που τους περιστοίχι­ζαν, τύπου: Ευσεβίου Και­σα­ρείας, Λακταντί­ου, Ευσεβί­ου Νικομηδείας, και αγριανθρώπων τύπου Αθανασίου Αλεξανδ­ρείας, κλπ. Λόγω αυτών υπάρχει ως έχει και επιβιώνει! Ο Παύλος έπεισε ελαχίστους! Το πυρ και ο σίδηρος από τον Κωνσταντίνο και εφεξής έπεισε όσους έπεισε και τους υπολοίπους τους εθανάτωσε! Έτσι φτάσαμε μέχρι και σήμερα!

Το μόνο ζεύγος «ανδρός – γυναι­κός» Αγίων που έχει να παρουσι­άσει ο Χρισ­τιανισμός είναι: «υιός και μήτηρ», Κωνσ­ταντίνος και Ελένη. Τους συνεορ­τάζει την 21η Μαΐου κάθε έτους. Έκτός από κάτι απόκρυφα ονόματα τύπου «Ζηνοβίου και Ζη­νοβίας», κλπ., που κανείς δεν ξέρει τίπο­τα έξω από τις απόκρυφες χριστιανικές μικ­ροαφηγήσεις και συναξαριστές, δεν έχει να παρου­σιάζει κα­νένα γνωστό και διάσημο κανονικό ζεύγος «ανδρός – γυναικός» συζύγων.

Χριστιανοί σκεφτείτε και αποφασίσετε !

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου