625 συνθέντες ἄρθρα στόματος· οὐδὲ πνεῖν ἐῶ,
οὐ σκαρδαμύσσειν οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα,
ὡς μὴ ᾽ξεγερθῆι τὸ κακόν, ἔστ᾽ ἂν ὄμματος
ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῆι πυρί.
ΧΟ. σιγῶμεν ἐγκάψαντες αἰθέρα γνάθοις.
630 ΟΔ. ἄγε νυν ὅπως ἅψεσθε τοῦ δαλοῦ χεροῖν
ἔσω μολόντες· διάπυρος δ᾽ ἐστὶν καλῶς.
ΧΟ. οὔκουν σὺ τάξεις οὕστινας πρώτους χρεὼν
καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκαίειν τὸ φῶς
Κύκλωπος, ὡς ἂν τῆς τύχης κοινώμεθα;
635 ΧΟ.Α ἡμεῖς μέν ἐσμεν μακροτέρω πρὸ τῶν θυρῶν
ἑστῶτες ὠθεῖν ἐς τὸν ὀφθαλμὸν τὸ πῦρ.
ΧΟ.Β ἡμεῖς δὲ χωλοί γ᾽ ἀρτίως γεγενήμεθα.
ΧΟ.Α ταὐτὸν πεπόνθατ᾽ ἆρ᾽ ἐμοί· τοὺς γὰρ πόδας
ἑστῶτες ἐσπάσθημεν οὐκ οἶδ᾽ ἐξ ὅτου.
640 ΟΔ. ἑστῶτες ἐσπάσθητε; ΧΟ.Α καὶ τά γ᾽ ὄμματα
μέστ᾽ ἐστὶν ἡμῖν κόνεος ἢ τέφρας ποθέν.
ΟΔ. ἄνδρες πονηροὶ κοὐδὲν οἵδε σύμμαχοι.
ΧΟ. ὁτιὴ τὸ νῶτον τὴν ῥάχιν τ᾽ οἰκτίρομεν
καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκβαλεῖν οὐ βούλομαι
645 τυπτόμενος, αὕτη γίγνεται πονηρία;
ἀλλ᾽ οἶδ᾽ ἐπωιδὴν Ὀρφέως ἀγαθὴν πάνυ,
ὥστ᾽ αὐτόματον τὸν δαλὸν ἐς τὸ κρανίον
στείχονθ᾽ ὑφάπτειν τὸν μονῶπα παῖδα γῆς.
ΟΔ. πάλαι μὲν ἤιδη σ᾽ ὄντα τοιοῦτον φύσει,
650 νῦν δ᾽ οἶδ᾽ ἄμεινον. τοῖσι δ᾽ οἰκείοις φίλοις
χρῆσθαί μ᾽ ἀνάγκη. χειρὶ δ᾽ εἰ μηδὲν σθένεις,
ἀλλ᾽ οὖν ἐπεγκέλευέ γ᾽, ὡς εὐψυχίαν
φίλων κελευσμοῖς τοῖσι σοῖς κτησώμεθα.
οὐ σκαρδαμύσσειν οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα,
ὡς μὴ ᾽ξεγερθῆι τὸ κακόν, ἔστ᾽ ἂν ὄμματος
ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῆι πυρί.
ΧΟ. σιγῶμεν ἐγκάψαντες αἰθέρα γνάθοις.
630 ΟΔ. ἄγε νυν ὅπως ἅψεσθε τοῦ δαλοῦ χεροῖν
ἔσω μολόντες· διάπυρος δ᾽ ἐστὶν καλῶς.
ΧΟ. οὔκουν σὺ τάξεις οὕστινας πρώτους χρεὼν
καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκαίειν τὸ φῶς
Κύκλωπος, ὡς ἂν τῆς τύχης κοινώμεθα;
635 ΧΟ.Α ἡμεῖς μέν ἐσμεν μακροτέρω πρὸ τῶν θυρῶν
ἑστῶτες ὠθεῖν ἐς τὸν ὀφθαλμὸν τὸ πῦρ.
ΧΟ.Β ἡμεῖς δὲ χωλοί γ᾽ ἀρτίως γεγενήμεθα.
ΧΟ.Α ταὐτὸν πεπόνθατ᾽ ἆρ᾽ ἐμοί· τοὺς γὰρ πόδας
ἑστῶτες ἐσπάσθημεν οὐκ οἶδ᾽ ἐξ ὅτου.
640 ΟΔ. ἑστῶτες ἐσπάσθητε; ΧΟ.Α καὶ τά γ᾽ ὄμματα
μέστ᾽ ἐστὶν ἡμῖν κόνεος ἢ τέφρας ποθέν.
ΟΔ. ἄνδρες πονηροὶ κοὐδὲν οἵδε σύμμαχοι.
ΧΟ. ὁτιὴ τὸ νῶτον τὴν ῥάχιν τ᾽ οἰκτίρομεν
καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκβαλεῖν οὐ βούλομαι
645 τυπτόμενος, αὕτη γίγνεται πονηρία;
ἀλλ᾽ οἶδ᾽ ἐπωιδὴν Ὀρφέως ἀγαθὴν πάνυ,
ὥστ᾽ αὐτόματον τὸν δαλὸν ἐς τὸ κρανίον
στείχονθ᾽ ὑφάπτειν τὸν μονῶπα παῖδα γῆς.
ΟΔ. πάλαι μὲν ἤιδη σ᾽ ὄντα τοιοῦτον φύσει,
650 νῦν δ᾽ οἶδ᾽ ἄμεινον. τοῖσι δ᾽ οἰκείοις φίλοις
χρῆσθαί μ᾽ ἀνάγκη. χειρὶ δ᾽ εἰ μηδὲν σθένεις,
ἀλλ᾽ οὖν ἐπεγκέλευέ γ᾽, ὡς εὐψυχίαν
φίλων κελευσμοῖς τοῖσι σοῖς κτησώμεθα.
***
ΟΔΥ. Βουλώστε το, βρε κνώδαλα, και βγάλτε τον σκασμό,625 ράψτε το τό ρημάδι. Τσιμουδιά κανένας σας μη βγάλει,
ούτε βλέφαρο να παίξει ούτε κιχ να μην ακούσω!
Μην ξυπνήσει το θεριό πριν να του νικήσει η φλόγα
το φως του και το μάτι στον αγώνα που αρχινά!
ΧΟΡ. Το βουλώνω: την ανάσα μου την ίδια καταπίνω.
630 ΟΔΥ. Άντε λοιπόν μέσα κι εσείς, και βάλτε ένα χεράκι·
έχει πυρώσει το δαυλί καλά, και περιμένει.
ΧΟΡ. Πες μας όμως ποιούς θα βάλεις πρώτους το καυτό παλούκι
να τ᾽ αδράξουν, και το μάτι του θεριού να ζεματίσουν;
Στον κοινό μας τον αγώνα θέλω να ᾽χω γω μερίδιο!
(Οι Σάτυροι τώρα χωρίζονται σε δύο ημιχόρια.)
635 ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α. Εμείς πάντως απ᾽ τη θύρα παραείμαστε μακριά:
δεν βολεύει να του χώσουμε τον πάσσαλο στο μάτι.
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β. Κι εμάς τώρα δα μας ήρθε μια βαρβάτη κουτσαμάρα…
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α. Κοίτα σύμπτωση, ρε φίλε! Ούτ᾽ εγώ δεν ξέρω πώς,
αλλά εκεί καθώς στεκόμουν ξαφνικά στραμπουλιχτήκαν
και τα δυο μου τα ποδάρια.
ΟΔΥ. (Σαρκαστικά) Τί μου λες; Καθώς στεκόσουν έπαθες στραμπούλιγμα;
640 ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α. Ναι, σου λέω. Άσε που μπήκε μες στα μάτια μου μια σκόνη
ή σαν στάχτη ένα πράμα…
ΟΔΥ. Σύμμαχοι σου λέει μετά… Ουστ, λεχρίτες! Τιποτένιοι!
ΧΟΡ. Τιποτένιοι; Και γιατί; Επειδή τηνε λυπάμαι
την πλατούλα μου εγώ και τη ραχοκοκκαλιά μου
645 και τα δόντια μου, που θέλω να μη σπάσουν απ᾽ το ξύλο;
Κάτσε, κάτσε, ξέρω εγώ ένα ξόρκι πρώτης τάξης,
που θα κάνει το δαυλί μοναχό να περπατήσει
και να πάει στο κρανίο του μονόφθαλμου θεριού,
και φωτίτσα να τ᾽ ανάψει.
ΟΔΥ. Σ᾽ ήξερα κι από τα πριν που ᾽σουνα καλό κουμάσι,
τώρα όμως πιο καλά σ᾽ έμαθα. Πάω να ζητήσω
650 τη βοήθεια των παλιών μου, των καλών μου των συντρόφων.
Κι αν δεν έχεις το κουράγιο να μας δώσεις ένα χέρι,
με συνθήματα προσπάθα να μας δίνεις τον ρυθμό,
μ᾽ «έγια-μόλα» και με «άιντε» να ψυχώνεις τους συντρόφους.
ΧΟΡ. Σύμφωνοι· στο κάτω κάτω, του κασίδη είν᾽ το κεφάλι!
Άμα είναι να φωνάζω «έγια μόλα» μοναχά,
τότε απάνω του, παιδιά: φάτε τον τόν Κύκλωπα!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου