Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Sir Richard Winn Livingstone: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

Τό πνεῦ­μα τοῦ Βρετ­τα­νι­κοῦ λα­οῦ ὑ­πῆρ­χε στήν οὐ­σί­α του πο­λύ πρίν ἀ­πό τίς πι­ό με­γά­λες του ἐ­πι­τεύ­ξεις. Οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες πού μᾶς ἔ­κα­μαν μι­ά δύ­να­μη πού κυ­βερ­νᾶ, ἐμ­πο­ρι­κή, ἀ­ποι­κιστι­κή, ἦ­ταν φα­νε­ρές πρίν ἀ­πο­κτή­σω­με στό­λο ἤ αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Ἕ­νας σύγ­χρο­νος τοῦ Σαίξ­πηρ θά μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­λύ­ση καί νά ἐ­πι­δεί­ξη τό χαρακτήρα τῆς φυ­λῆς μας σέ και­ρούς πού τή βι­ο­μη­χα­νι­κή ἐπανάσταση οὔ­τε τήν εἶχαν ὀ­νει­ρευ­τῆ, καί τίς ἀ­ποι­κι­α­κές μας κτή­σεις τίς ἀν­τι­προ­σώ­πευ­εν ἡ Βιρ­τζί­νι­α: ἀ­κόμη καί στίς ἡ­μέ­ρες μας ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας θά μπο­ροῦ­σε νά γρά­ψη βι­βλί­ο γιά τό Βρετ­τα­νι­κό πνεῦ­μα, χω­ρίς κα­μι­ά μνεί­α τῶν με­γά­λων ἐκείνων ἐ­πι­τευγ­μά­των, καί ὅμως ἴσως νά μήν πα­ρά­λει­πε τί­πο­τα πού νά ἦ­ταν ζω­τι­κό γιά τό σκο­πό του. Κά­τι πα­ρό­μοι­ο ἀ­λη­θεύ­ει καί γιά τούς Ἕλ­λη­νες. Τό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα ὑπῆρχε πρίν ἀ­πό τά με­γά­λα ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, πρίν ἀρ­χί­ση ὁ πέμ­πτος αἰώνας, πρίν γεν­νη­θῆ ὁ Πε­ρι­κλῆς ἤ ὁ Πλά­των. Ζοῦ­σε, ὅταν σύν­τα­ξαν τά Ὁ­μη­ρι­κά ποι­ή­μα­τα. Οἱ με­τα­γε­νέ­στε­ροι Ἕλληνες δέν πρό­σθε­σαν τί­πο­τα σ’ αὐτό. Τό μό­νο πού ἔ­κα­μαν ἦ­ταν νά τό ἀ­πο­τυ­πώ­σουν μέ πλου­σι­ό­τε­ρους συν­δυ­α­σμούς καί τε­λει­ό­τε­ρες ἀ­να­πτύ­ξεις. Ἄν τό κα­τα­λά­βω­με αὐτό, θά κα­τα­λά­βω­με τούς Ἕλ­λη­νες. Ἄν κα­τα­λά­βω­με τόν Ὅμηρο καί τόν Ἡ­σί­ο­δο, θά κα­τα­λά­βω­με τόν Εὐ­ρι­πί­δη καί τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη­—­θα κα­τα­λά­βω­με του­λά­χι­στο τί πι­ό ἔ­ξο­χο καί αἰ­ώ­νι­ο ἔ­χουν: ἀκρι­βῶς ὅπως, ἄν κα­τα­λά­βω­με τόν Ντραί­ϊκ καί τόν Κρόμ­βελλ, θά κα­τα­λά­βω­με τό Βρε­ταν­νι­κό κα­τόρ­θω­μα τοῦ τε­λευ­ταί­ου αἰώνα.

Αὐ­τή τή θε­ω­ρί­α ἀ­κο­λου­θή­σα­με ὡς τώ­ρα.. γυ­ρεύ­ον­τας τό γε­νι­κό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα, ἕ­να πνεῦ­μα ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἀ­πό χρό­νο καί τό­πο, ἕ­να κοι­νό κτῆ­μα σέ ὅλες τίς ἐποχές καί τά πρό­σω­πα πού εἶναι γνή­σι­α Ἑλ­λη­νι­κά· γυ­ρεύ­ον­τας γνω­ρί­σματα ἤ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πού βρί­σκον­ται μα­ζί στόν Ὅμηρο καί τό Λου­κι­α­νό, στόν Ἡ­ρό­δο­το καί τούς ὕ­στε­ρους ποι­η­τές ἐ­πι­γραμ­μά­των τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου. Τώ­ρα πρέ­πει νά προ­χω­ρή­σω­με πε­ρισ­σό­τε­ρο: πρέ­πει νά ρί­ξω­με τό βλέμ­μα μας πέ­ρα ἀ­πό τίς οὐ­σι­α­στι­κές ἰ­δι­ό­τη­τες τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Πρέ­πει νά προ­ση­λώ­σου­με τή μα­τιά μας πά­νω σέ μί­αν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­νά­πτυ­ξή του, πού εἶ­ναι τό­σο ση­μαν­τι­κή, ὥ­στε γιά τό πο­λύ κοι­νό σχε­δόν πα­ρα­μέ­ρι­σε ὅ,τι ἔ­γι­νε πρίν καί ὕ­στε­ρα καί δι­εκ­δί­κη­σε γιά τόν ἑαυτό του ἀ­γέ­ρω­χα τό δι­καί­ω­μα νά ἀν­τι­προ­σω­πεύ­η τήν Ἑλ­λά­δα. Κα­μι­ά ἱ­στο­ρί­α, ἀ­λή­θει­α, τοῦ Ἀγ­γλι­κοῦ πνεύ­μα­τος δέ θά ἦ­ταν τέ­λει­α, ἄν ἀ­γνο­ο­ῦ­σε τό δέ­κα­το ἔ­να­το αἰώνα: κα­μι­ά ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος δέν εἶ­ναι πλή­ρης, ἄν ξε­χά­ση τή μορ­φή πού πῆ­ρε κά­που γύ­ρω στά 500 π.Χ.

Στή νό­τι­α πα­ρα­λί­α τοῦ κόλ­που τοῦ Λά­τμου κοι­τά­ζον­τας στό ση­μεῖ­ο ὅπου ὁ Μαί­αν­δρος ἑ­νώ­νε­ται μέ τή θά­λασ­σα βρί­σκε­ται ἡ πό­λη Μί­λη­τος. Ἐ­δῶ, γύ­ρω στίς ἀρ­χές τοῦ ἕ­βδο­μου αἰώνα, ἕ­νας Ἕλ­λη­νας πού τόν ἔ­λε­γαν Θαλῆ εἶδε σάν αἴ­νιγ­μα τό γύ­ρω του κό­σμο καί ἀ­πο­ροῦ­σε τί πραγ­μα­τι­κά ἦ­ταν. Τί βρί­σκε­ται πί­σω ἀ­πό τόν κόλ­πο καί τά βου­νά, τίς ἐ­λιές καί τά ἀμ­πέ­λια καί τίς ἄ­σπρες οἰ­κο­δο­μές τῆς πα­τρί­δας του; Σκέφ­τη­κε καί κατά­λη­ξε στήν κρί­ση ὅτι ὅλα σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση ἦ­ταν νε­ρό. Ἀ­πό τό νε­ρό γεν­νή­θη­καν ὅλα. Πα­ρά­ξε­νη ἰ­δέ­α φαί­νε­ται σέ μᾶς. Ὁ Θαλῆς ὅμως εἶ­χε ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα γι’ αὐ­τήν. Τό νε­ρό, πα­ρα­τή­ρη­σε, εἶναι παν­τοῦ καί μπαί­νει μέ­σα στό κα­θε­τί. Γα­λά­ζιο ὑ­γρό, ἔ­γλει­ψε τίς ἀ­κτές τῆς πα­τρί­δας του· ἄ­σπρο στε­ρε­ό, ἔ­πεφτε πά­νω στά βου­νά ὡς χα­λά­ζι καί χιό­νι· ἐ­φή­με­ρος ὑ­δρα­τμός, φυ­σοῦ­σε μέ­σα στά βου­νά μέ στε­φά­νι­α δι­ά­φα­νης ὁ­μί­χλης. Βρι­σκό­ταν στόν οὐ­ρα­νό, πά­νω ἀ­πό τήν κε­φα­λή του, καί τίς βρο­χε­ρές ἡ­μέ­ρες ἔ­πε­φτε καί ἔ­δι­νε τήν εὐ­φο­ρί­α στό ἔ­δα­φος τῶν ἀ­γρῶν του» Πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ξαφ­νι­κά πά­νω στό ἔ­δα­φος σά δρό­σος, ἀ­νάβλυζε ἀ­πό πη­γές, τίς ἡ­λιό­λου­στες ἡ­μέ­ρες ἀ­νέ­βαι­νε στόν οὐ­ρα­νό σέ σχῆ­μα με­γά­λων ἀ­δρα­χτιῶν. Αἷ­μα γι­νό­ταν καί ἔ­τρε­χε μέ­σα στίς ἴ­διες του τίς φλέ­βες, καί χυ­μός καί δι­ά­σχι­ζε τούς κορ­μούς τῶν ἐ­λιῶν του· μπο­ροῦ­σε νά τό ἐκ­θλί­ψη ἀ­πό τά κου­κού­τσια τους· λά­δι, ἔ­τρεφε τή φλό­γα τῆς λυ­χνί­ας του. Ἄσφαλῶς αὐ­τό τό πράγμα τό παν­τα­χοῦ πα­ρόν ἦ­ταν τό στοι­χεῖ­ο ἀ­πό τό ὁποῖο ἔ­γι­ναν ὅλα. Ἀ­κό­μη καί οἱ θρύ­λοι ἐ­πι­κύ­ρω­ναν τού­τη τήν πί­στη· ἡ Τη­θύς καί ὁ Ὠ­κε­α­νός δέν ὀ­νο­μά­ζον­ταν γο­νεῖς ὅ­λων τῶν πραγ­μά­των καί δέν ὁρ­κί­ζον­ταν οἱ θε­οί στά «ὕ­δα­τα τῆς Στυ­γός»; [1].

Λίγα χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα ὁ συμ­πο­λί­της καί μα­θη­τής τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀ­να­χω­ρών­τας ἀπο τή σκέ­ψη ὅτι στόν κό­σμο ὑ­πῆρ­χαν τέσ­σε­ρα ἁ­πλά στοι­χεῖ­α, ἡ γῆ, ὁ ἀ­έ­ρας, ἡ φω­τιά, τό νε­ρό, ἔ­κρι­νε ὅτι ἦ­ταν ἄ­το­πο νά τά ἀ­νά­γη κα­νείς στό νε­ρό καί ἔ­πε­σε ἀ­πά­νω στή σκέ­ψη ὅτι ἡ πρω­ταρ­χι­κή πη­γή καί τῶν τεσ­σά­ρων ἦ­ταν κά­τι τό ἀ­κα­θό­ρι­στο (ἄ­πει­ρον), πού δέν ἦ­ταν γῆ, ούτε ἀέρας, φω­τιά, ἤ νε­ρό, ἀλ­λά πού εἶ­χε τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά γί­νε­ται ὅτι­δή­πο­τε ἀ­πό αὐ­τά· ἀπ’ αὐ­τό, σκέφ­τη­κε, σχη­μα­τί­στη­κε ὁ κό­σμος.

Ὁ ἕ­βδο­μος αἰώνας, μέ τό Θαλῆ γιά μα­μή, γέν­νη­σε ἕ­να πα­ρά­ξε­νο παι­δί. Ὡς τό­τε ἡ Συ­νή­θει­α ἦ­ταν ὁ κύ­ρι­ος του κό­σμου, χω­ρίς ἀν­τί­πα­λο. Οἱ ἄν­θρω­ποι πί­στευ­αν χω­ρίς ἀμ­φι­βο­λι­α ἤ ἐ­ρώτη­ση ὅ,τι δι­ά­τα­ζεν ἡ αὐ­θεν­τί­α. «Ὅταν δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ κό­σμος, ὁ Μαρ­ντούκ, ὁ ἡ­λι­α­κός θε­ός, ἐ­νί­κη­σε τόν Τι­α­μάτ, τό Χά­ος, πού ἀ­πό τήν κοι­λιά του βγῆ­καν ὅλα τά πράγ­μα­τα, καί τόν ἔ­σκι­σε σέ δύ­ο, γιά νά κά­μη τόν οὐ­ρα­νό ἀ­πό πά­νω, τή γῆ ἀ­πό κά­τω»· αὐ­τά σκέ­φτη­καν οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῆς Βα­βυ­λώ­νας. «Ὅταν δη­μι­ουρ­γήθη­κε ὁ κό­σμος, ὁ Σού ἀ­πό­σπα­σε τή θε­ά Νουίτ ἀ­πό τήν ἀγ­κα­λιά τοῦ Κέμπ, καί τώ­ρα ἐ­κεί­νη κρέ­με­ται ἀ­πό πά­νω του καί αὐ­τός εἶναι ἡ γῆ ἀ­πο­κά­τω ἀ­πό τή Νου­ίτ»· ἔ­τσι σκέψ­τη­κε ὁ Αἰ­γύ­πτι­ος. «Τά ἱ­ε­ρά μας βι­βλί­α τό ἀ­να­γρά­φουν, οἱ ἱ­ε­ρεῖς μας τό δι­α­κη­ρύτ­τουν». Ἀλ­λά τώ­ρα ὁ Θαλῆς καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἐ­ρευνοῦν ποιά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἡ σύν­θε­ση τοῦ κό­σμου καί ἀν­τί γιά τόν Τι­α­μάτ καί τή Νου­ίτ βρί­σκουν μό­νο τό νε­ρό, ἤ κά­ποιο ἀ­κα­θοόριστο στοι­χεῖ­ο, νά ἐ­νερ­γῆ. Ἡ θε­ω­ρί­α τους, ἀ­πό­λυ­τα κοι­ταγ­μέ­νη, δέν εἶ­ναι πο­λύ κοι­λύ­τε­ρη ἀ­πό τή θε­ω­ρί­α τῶν Ἀσ­συ­ρίων ἱ­ε­ραρ­χῶν. Ἀλ­λά ἡ στά­ση τους ἀ­πέ­ναν­τι στό ζή­τη­μα εἶ­ναι νέ­α, καί ἔ­χει μέ­σα της τά σπέρ­μα­τα ἀ­τε­λεί­ω­της με­τα­βο­λῆς, πού φτά­νουν ὡς τήν ἡ­μέ­ρα πού ὁ πνευ­μα­τι­κός τους ἀ­πό­γο­νος, ὁ Δη­μό­κρι­τος, θά ἀ­να­κα­λύ­ψη ὅτι ὁ οὐ­ρα­νός καί ἡ γῆ σχη­μα­τί­στη­καν ἀ­πό ἄ­το­μα μέ­σα στό κε­νό. Κι οὔ­τε θά μεί­νη ἐ­δῶ τό νέ­ο πνεῦ­μα. Μα­θαί­νον­τας τό μά­θη­μά τους σέ τοῦ­το τό σχο­λεῖ­ο, ἄλ­λοι στο­χα­στές θά στρα­φοῦν σέ πε­δί­α πι­ό σπου­δαῖ­α ἀ­πό τήν κο­σμο­λο­γί­α. Παίρ­νον­τας τίς ἁ­πλές ἀ­ρε­τές, πού ἡ γη­ραι­ή Ἑλ­λά­δα ἀ­σκοῦ­σε, χω­ρίς νά σκέ­φτε­ται τό για­τί, θά ἀ­να­λύ­σουν τή φι­λο­πα­τρί­α, τή δι­και­ο­σύ­νη, τήν ἀν­τρεί­α, τήν ἀρετή, καί πολ­λές ἄλ­λες ἀ­κό­μη, ἐ­ρευ­νών­τας τί εἶ­ναι αὐ­τές οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες καί για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι ὄφει­λαν νά εἶ­ναι πα­τρι­ῶ­τες, δί­και­οι, γεν­ναῖ­οι, κα­λοί. Θά ὁ­ρίσουν στόν ἑαυτό τους ἕ­να νέ­ο κα­θῆ­κον σέ ὅλες τίς πε­ρι­ο­χές τῆς ζω­ῆς,—νά ὑ­ψω­θοῦν πά­νω ἀ­πό τό ἁ­πλό ἔν­στι­κτο καί τή συ­νή­θει­α­—­να ἀ­νοι­κο­δο­μή­σουν ὅ,τι βροῦν φρό­νι­μο καί σω­στό μέ­σα τους πά­νω στόν ἀ­σύν­τρι­φτο βρά­χο τοῦ λό­γου, γιά νά ἔ­χουν ἕ­να λό­γο καί ἕ­να ἐ­πι­χεί­ρη­μα γιά ὅ,τι κά­νουν. Ἔ­τσι οἱ ἀφε­λεῖς ἐ­κεῖ­νες θε­ω­ρί­ες τοῦ Θαλῆ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πό τά με­γά­λα γε­γο­νό­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἱ­στο­ρί­ας. Κά­τι τό και­νούρ­γιο μπῆ­κε μέ­σα στόν κό­σμο, τέ­τοιο πού δέν μπο­ροῦ­με νά τό βροῦ­με στίς ἀρ­χαῖ­ες ἑ­στί­ες τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, οὔ­τε στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, οὔ­τε στή Βα­βυ­λώ­να, οὔ­τε στήν Αἴ­γυ­πτο. Ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ ἐ­θί­μου καί τῆς συ­νή­θει­ας πα­ρῆλ­θε· ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα οἱ ἄν­θρω­ποι θά βα­σί­ζουν τή ζω­ή τους στό λό­γο. Στε­κό­μα­στε δί­πλα στό λί­κνο τῆς νε­ο­γεν­νη­μένης σκέ­ψης.

Εἴ­δα­με τίς σκο­τει­νές ἀρ­χές τῆς φι­λο­σο­φί­ας· πρέ­πει τώ­ρα ν’ ἀ­φή­σω­με πί­σω μας κον­τά δυ­ό αἰ­ῶ­νες, χω­ρίς νά ξε­χνοῦ­με βέ­βαι­ος ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς μπο­ροῦ­με νά κά­νω­με πη­δή­μα­τα, ἡ φύ­ση δέν κά­νει (natura nihil facit per soltum), καί ὅτι ἡ σκέ­ψη, πού βρι­σκό­ταν σέ σπέρ­μα­τα στήν Ἑλ­λά­δα πρίν ἀ­πό τό Θαλῆ, πρίν ἀ­πό τό δεύ­τε­ρο μι­σό του πέμ­πτου αἰώνα, εἶ­ναι πιά φα­νε­ρή, ἀ­κό­μη καί στήν ποί­η­ση· ὁλο­φά­νε­ρη στόν Πίν­δα­ρο καί ὑ­ψη­λά ἀ­να­πτυγ­μέ­νη στόν Αἰ­σχύ­λο. Ὅμως τά ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό 460 π.Χ. χρό­νι­α ἀ­πο­τε­λοῦν τόν πραγ­μα­τι­κό αἰώνα τοῦ Λό­γου. Πρίν ἀ­πό τό 460 ἡ σκέ­ψη ἦ­ταν σπο­ρα­δι­κή, εὐ­και­ρι­α­κή, ἀ­βέ­βαι­η γιά τόν ἑαυτό της. Με­τά τό 460 ἔ­γι­νε κτῆ­μα τοῦ λα­ο­ῦ, κα­θο­λι­κή, συ­στη­μα­τι­κή: καί γι’ αὐ­τό, ἄν δέν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με ν’ ἀ­κο­λου­θή­σω­με τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀ­νά­πτυ­ξής της, ἀλ­λά νά δο­ῦμε τό οὐ­σι­α­στι­κό της πνεῦ­μα, θά στρα­φοῦ­με στήν ἐ­πο­χή τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, τοῦ Σω­κράτη, τοῦ Θου­κυ­δί­δη, θά ἀ­φή­σω­με τόν Ἡ­ρό­δο­το μέ τό κρά­μα του ἀ­πό σκε­πτι­κι­σμό καί εὐ­πι­στί­α, μέ τήν ἁ­γνή του ἐ­πι­θυ­μί­α νά κά­μη τήν ἱ­στο­ρί­α μί­α «ζή­τη­ση», καί τίς συ­χνές του ἀ­πο­τυχίες στήν προ­σπά­θει­ά του αὐ­τή, μέ τούς ἀ­τε­λεί­ω­τους κα­κούς οἰ­ω­νούς του, τά ὄ­νει­ρα, καί τίς θε­ϊ­κές ἐ­πεμ­βά­σεις, μέ τίς ἐμ­φανί­σεις τοῦ τοῦ Πα­νός, τῆς Ἑ­λέ­νης καί τοῦ Ἀ­στρο­βά­κου, καί ἄλ­λων, μέ τή θε­ω­ρί­α του ὅτι ἕ­να ὄνει­ρο δέν ἀ­πο­τε­λεῖ οἰ­ω­νό, δυ­ό ὅμως ὄ­νει­ρα ἀ­πο­τε­λοῦν, μέ τό ἄ­λο­γο πού γέν­νη­σε ἕ­να λα­γό, καί τό ἐ­λιό­δεν­τρο πού με­γά­λω­σε ἕ­ναν πή­χη σέ μι­ά μέ­ρα· καί θά στρα­φοῦ­με πρός τό Θου­κυ­δί­δη, πού δέ λέ­γει τί­πο­τα γιά ὄ­νει­ρα ἤ οἰ­ω­νούς, καί λί­γα πράγ­μα­τα γιά τούς θε­ούς, καί πού εἶ­ναι τό­σο ψυ­χρά ἐ­πι­στη­μο­νι­κός στήν ἀ­φή­γη­σή του γιά τό λοι­μό. Ὁ Θου­κυ­δί­δης ἦ­ταν νε­ώ­τε­ρος σύγ­χρο­νος τοῦ Ἡ­ρο­δό­του, δι­α­βά­ζον­τάς τον ὅμως συ­ναι­σθα­νό­μα­στε με­τα­βο­λή σά νά πέ­ρα­σαν αἰ­ῶ­νες. Τό κύ­μα τῆς σκέ­ψης πού κα­τα­βρέ­χει τόν Ἀ­θηναῖ­ο τοῦ αἰώνα τοῦ Πε­ρι­κλέ­ους, ἔ­χει ὑ­γρά­νει τά πό­δια τοῦ προκα­τό­χου του· ὄ­χι πε­ρισ­σό­τε­ρο. Εἶναι φα­νε­ρό, στήν Ἀ­θή­να ἔ­γι­νε ἡ πραγ­μα­τι­κή ἐρ­γα­σί­α, καί ἐ­δῶ ἔ­βγα­λαν τίς πι­ό βα­ρυ­σή­μαν­τες συ­νέ­πει­ές της. Οἱ Ἴ­ω­νες φι­λό­σο­φοι ἦ­ταν οἱ με­ταλ­λο­δί­φες· ἀλ­λά ἡ Ἀ­θή­να ἔ­φτι­α­σε τούς δρό­μους καί ἄ­νοι­ξε τό ἔ­δα­φος. Οἱ Ἴ­ωνες συ­νέ­λα­βαν τή σκέ­ψη· ἡ Ἀ­θή­να τήν ἀ­νά­πτυ­ξε. Ἡ σκέ­ψη ἄρ­χι­σε ἔ­ξω ἀ­πό τήν Ἀτ­τι­κή, χω­ρίς τήν Ἀτ­τι­κή ὅμως, θά ἀ­στοχο­ῦσε στό με­γα­λύ­τε­ρο ἔρ­γο της. Οἱ Ἴ­ω­νες τήν εἶ­χαν με­τα­χει ρι­στῆ στά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να. Εἶ­χαν δου­λέ­ψει στή φυ­σι­κή ἐ­πιστή­μη καί ἔ­κα­μαν ἀρ­χή στή με­τα­φυ­σι­κή καί τήν ἠ­θι­κή. Ἀλ­λά δέν προ­χώ­ρη­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, οἱ θε­ω­ρί­ες τους ἁ­πλώ­νον­ταν μό­νο σέ μι­ά μι­κρή τά­ξη· Οἱ Ἴ­ω­νες στο­χα­στές ζοῦ­σαν στή μό­νω­ση τῆς με­λέ­της· ὁ κό­σμος περ­νοῦ­σε δί­πλα ἀ­πό τίς σπου­δές τους χω­ρίς ἐν­δι­α­φέ­ρον, χω­ρίς συγ­κί­νη­ση. Ὅταν ἡ σκέ­ψη ἦρ­θε στήν Ἀ­θή­να, ὅλα ἄλ­λα­ξαν. Ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­στή­μη πῆ­γε στό βά­θος, καί τό ἐν­δι­α­φέ­ρον πέ­ρα­σε στά προ­βλή­μα­τα τῆς ἠ­θι­κῆς καί τῆς πο­λι­τι­κῆς. Σ’ αὐ­τά ἀ­να­πτύ­χτη­κε μέ γορ­γό βῆ­μα· εἶ­χε βρῆ ἕ­να με­σά­ζον­τα μέ­σα στόν ὁ­ποῖο ἡ ζύ­μω­ση τοῦ ἔρ­γου προ­χω­ρεῖ γρή­γο­ρα. Για­τί ἡ κοι­νω­νι­κή ζω­ή καί ἡ δι­α­γω­γή τοῦ ἀτό­μου ἀ­φο­ρο­ῦν τόν κα­θέ­να, ἐνῶ ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­στή­μη εἶναι πε­ρι­ο­χή τῶν λί­γων. Κά­ποια στιγ­μή ὅλη ἡ Ἀθήνα ἄ­να­ψε μέ τή νέ­α αὐ­τή καί ἐ­πα­να­στα­τι­κή καλ­λι­έρ­γει­α. Πι­ό πέ­ρα: ἀ­πό μο­νο­μα­νί­α λί­γων πού ἦ­ταν ἡ Σκέ­ψη, ἔ­γι­νε κτῆ­μα ὅ­λων, καί ἦρ­θε στή μέ­ση, αὐ­τό πού πρίν ἀ­πό τή δι­κή μας ἐ­πο­χή δέν ἔ­χει τόν ὅ­μοι­ό του στήν Ἱ­στο­ρί­α, ἕ­να Σκε­πτό­με­νο Ἔ­θνος.

Γιά νά γί­νη τού­τη ἡ πνευ­μα­τι­κή με­τα­μόρ­φω­ση, πού μέ τόν τρό­πο της δέν εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο σπου­δαί­α ἀ­πό τήν Ἀ­να­γέν­νη­ση ἤ τήν ἀ­να­το­λή τοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ, δυ­ό πράγ­μα­τα ἦ­ταν ἀ­ναγ­καῖ­α —ἡ εὐ­και­ρί­α καί οἱ ἄν­θρω­ποι. Καί τά δυ­ό αὐ­τά πα­ρου­σι­ά­στη­καν στήν Ἀθήνα τόν πέμ­πτον αἰώνα. Πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α. Οἱ νί­κες πρῶ­τα στούς Περ­σι­κούς πο­λέ­μους ἔ­φε­ραν μι­άν αἴ­σθη­ση ἀ­νύ­ψω­σης καί ἐ­ξά­πλω­σης στήν ἐ­θνι­κή ζω­ή. Ὅπως στήν Ἀ­να­γέν­νη­ση καί στή Γαλ­λι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση, οἱ καρ­διές καί οἱ φαν­τα­σί­ες ὑ­ψώ­θη­καν πά­νω ἀ­πό τό ἐ­πί­πε­δο τῶν κοι­νῶν πραγ­μά­των. Νέ­ες φι­λο­δο­ξί­ες καί δρα­στη­ρι­ό­τη­τες μπῆ­καν στή ζω­ή. Ἡ Ἀθήνα βρι­σκό­ταν σέ μι­ά ἔ­ξα­ψη, σέ εὐ­αί­σθη­τη δι­ά­θε­ση. Τόν ἴδιον και­ρό ἡ αὔ­ξη­ση τοῦ ἐμ­πο­ρί­ου ἔ­φε­ρε πλοῦ­το καί ὁ πλο­ῦτος ἔφε­ρε τή χει­ρα­φέ­τη­ση ἀ­πό τίς τα­πει­νές ἀ­νάγ­κες, καί ἡ χει­ρα­φέ­τη­ση ἔ­φε­ρε τήν ἄ­νε­ση, καί ἡ ἄ­νε­ση ἄ­φη­σε τούς ἀν­θρώ­πους ἐ­λεύ­θε­ρους γιά σκέ­ψη. Μί­α δη­μο­κρα­τί­α, τέ­λος, ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε, μέ­σα στήν ὁ­ποί­α κά­θε πο­λί­της ἔ­παιρ­νε ἄ­με­σα μέ­ρος στήν κυ­βέρ­νη­ση τῆς χώ­ρας του. Ἡ πο­λι­τι­κή ἔ­γι­νε ἡ πι­ό σπου­δαί­α ὑ­πό­θε­ση τῆς ζω­ῆς. Τό τε­λευ­ταῖ­ο τοῦ­το γε­γο­νός ἦ­ταν ἡ ἄ­με­ση αἰ­τί­α γιά τόν ἐρ­χο­μό τῆς Σκέ­ψης.

Τό Ἀγ­γλι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον τρέ­χει τό­σο πο­λύ πρός τήν πρα­κτι­κή ζω­ή, πού δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά φαν­τα­στῆ κα­νείς ἕ­να ἔ­θνος πού ἀ­πό ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α ἀ­γα­ποῦ­σε τή γνώ­ση γί αὐ­τή τήν ἴ­δια, πού δέν κα­τα­φρο­νοῦ­σε τέ­τοια ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ὡς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κά, πού θά συ­νέρ­ρε­αν στίς δη­μό­σι­ες πλα­τεῖ­ες κά­θε μέ­ρα μό­νο καί μό­νο μέ τήν ἐλ­πί­δα νά δοῦν ἤ ν’ ἀ­κού­σουν κα­νέ­να νέ­ο πράγμα. Ἄς φαν­τα­στοῦ­με ὅμως μί­α τέ­τοια κα­τά­στα­ση πραγ­μά­των. Ἄς φαν­τα­στοῦ­με ἀ­κό­μη ὅτι αὐ­τό τό ἔ­θνος στε­ρεῖ­ται ὁ­λό­τε­λα ἀπ’ αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζο­με ἀ­νώ­τε­ρη παι­δεί­α. Ἔ­χουν με­ρι­κά στοι­χει­ώ­δη σχο­λεῖ­α, ὅπου δι­δά­σκον­ται ἀ­νά­γνω­ση, γρα­φή, ἀ­θλη­τι­κά, καί μου­σι­κή. Ἀλ­λά δέν ἔ­χουν δη­μό­σι­α σχο­λεῖ­α, οὔ­τε πα­νε­πι­στή­μι­α. Με­γά­λες λαν­θά­νου­σες δι­α­νο­η­τι­κές δυ­νά­μεις: ἀλ­λά τί­πο­τα γιά νά τίς ἀ­να­πτύ­ξη ἤ νά τίς ἱ­κα­νο­ποιή­ση. Ἀ­πέ­ραν­τα καί ἀ­έ­να­α νε­ρά, μό­νο πού τό ἀν­θρώ­πι­νο ὄν δέν ἔ­χει ἀ­κό­μη ἐ­κεῖ­νον πού θά μπο­ροῦ­σε νά τά τρυ­πή­ση νά χυ­θοῦν ἔ­ξω. Ἄς φαν­τα­στοῦ­με ἀ­κό­μη ὅτι γί­νε­ται μι­ά αἰφ­νί­δι­α πο­λι­τι­κή με­τα­βο­λή στό κρά­τος τους πού ἐ­ξαι­τί­ας της ἀ­πό κεῖ καί πέ­ρα ἡ γε­νιά καί τά πλού­τη —ἐ­κτός ἀ­πό τά τυ­χαῖ­α πλε­ο­νε­κτή­μα­τα του­ς— δέ λο­γα­ρι­ά­ζον­ταν κα­θό­λου. Ὅλοι οἱ πο­λί­τες πα­ρα­κά­θον­ται στή βου­λή· κά­θε ἀ­ξί­ω­μα ἀ­πό τόν κυ­βερ­νή­τη ὡς τόν ὑ­πάλ­λη­λο τῆς πο­λι­τι­κῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας εἶ­ναι ἀ­νοι­χτό σέ ὅ­ποι­ον ἔ­χει τά­λαντο· ἕ­νας ἀ­ρι­στο­κρά­της, ἕ­νας παν­το­πώ­λης, ἕ­νας βι­ο­τέ­χνης τό ἴ­διο μπο­ροῦν νά γί­νουν πρῶ­τοι ἄρ­χον­τες: τό μό­νο πού ἔ­χουν νά κά­μουν εἶ­ναι νά πεί­σουν τή βου­λή νά τούς ἐ­κλέ­ξη. Σέ τέ­τοιο κρά­τος ἡ πρώ­τη ἀ­νάγ­κη εἶ­ναι τό δῶ­ρο τοῦ λό­γου: εὔ­γλωτ­τη, εὔ­λο­γη, πει­στι­κή γλώσ­σα. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἕ­νας δρό­μος γιά τήν ἐ­ξου­σί­α. Μ’ αὐ­τόν μπο­ρεῖ κα­νείς νά κα­τορ­θώ­ση ὁτι­δή­πο­τε. Ἀλ­λά ποῦ θά μά­θη τήν τέ­χνη νά μι­λᾶ, καί, ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­ναι σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­πό τό λό­γο, τήν τέ­χνη νά ξέ­ρη τί θά πῆ; Ἄν μπο­ροῦ­με νά συλ­λά­βω­με μέ τό νοῦ μας ἔ­θνος σέ τού­τη τήν κα­τά­στα­ση, τό­τε θά ξέ­ρω­με πῶς ἦ­ταν ἡ Ἀθήνα ὕ­στε­ρα ἀ­πό τά Μη­δι­κά. Ἡ φαν­τα­σί­α μας θά βο­η­θη­θῆ, ἄν σκεφ­τοῦ­με τό πρό­σφα­το αἴ­τη­μα γιά παι­δεί­α πού ὑ­πό­βα­λαν οἱ δι­κές μας ἐρ­γα­τι­κές τά­ξεις, τίς ὁ­ποῖες, ὅπως καί τούς Ἀ­θη­ναί­ους, ξαφ­νι­κά τούς κά­λε­σαν σ­τά πο­λι­τι­κά, καί βρῆ­καν τόν ἑ­αυ­τό τους ἀ­κα­τάρ­τι­στο γι' αὐτό τό κα­θῆ­κον. Καί ἴ­σως σέ με­ρι­κές σει­ρές φρον­τι­στη­ρι­α­κῶν μα­θη­μά­των πού τώ­ρα ὀρ­γα­νώ­νον­ται κά­τω ἀ­πό τήν κα­θο­δή­γη­ση τῆς Ἐκ­παι­δευ­τι­κῆς Ἕ­νω­σης τῶν Ἐρ­γα­τῶν, μπο­ροῦ­με νά δοῦ­με, σέ ἀν­θρώ­πους ἱ­κα­νούς γιά γνώ­ση, στούς ὁ­ποί­ους ὡς τώ­ρα τήν εἶ­χαν ἀρ­νη­θῆ, κά­ποιαν εἰ­κό­να τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ ἔρωτος φιλο­σοφίας.

Αὐτή ἦ­ταν ἡ εὐ­και­ρί­α, καί αὐ­τή ἔ­φε­ρε ἄ­με­σα στήν ἐ­πι­φά­νει­α καί τούς ἀν­θρώ­πους πού χρει­ά­ζον­ταν. Κά­θε σπου­δα­στής τῶν κλασ­σι­κῶν ἔ­χει σχε­τι­στῆ μέ τό ὄ­νο­μά τους· γιά τή φύ­ση τους εἶναι ἱ­κα­νός νά ἔ­χη ἀ­ό­ρι­στες ἰ­δέ­ες. Ἦ­ταν οἱ κεν­τρι­κές φυ­σι­ο­γνω­μί­ες στήν Ἑλ­λά­δα τοῦ πέμ­πτου αἰώ­να, ἐνῶ σή­με­ρα μό­λις πού ξε­χω­ρί­ζο­με τίς μορ­φές τους πά­νω στό ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο του πα­νί. Τά ἔρ­γα τους χά­θη­καν, τά ὀ­νό­μα­τά τους σέ με­γά­λο βαθ­μό ξε­χά­στη­καν, καί τή γνώ­ση μας γι' αὐ­τούς τήν ἀν­τλοῦ­με προ­πάν­των ἀπό τά ἔρ­γα τοῦ ἐ­χθροῦ τους καί ἐ­πι­κρι­τῆ τους, τοῦ Πλά­τω­να. Πρό­κει­ται γιά τούς σο­φι­στές.

Δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά με­τα­φρά­ση κα­νείς σέ νε­ώ­τε­ρη γλώσ­σα τή λέ­ξη σο­φι­στής. Τήν πρώ­τη στιγ­μή τό ἰ­σο­δύ­να­μο πού φαί­νε­ται πι­ό πο­λύ νά τήν πλη­σι­ά­ζη εἶ­ναι «ἐκ­παι­δευ­τι­κός ἀ­πα­τε­ώνας». Ἄν ἕ­νας ξέ­νος ἔρ­χο­ταν στό Λον­δί­νο καί ἀνάγ­γελ­νε ὅτι ἦ­ταν δά­σκα­λος τῆς ἀρετῆς καί ἔμ­πο­ρος τῶν ἀ­γα­θών τῆς ψυ­χῆς, ὅτι ἀ­σκοῦ­σε φα­νε­ρά ὅ,τι ὁ Σαίξ­πηρ, ὁ Μίλ­των καί ὁ Βύ­ρων ἀ­σκοῦ­σαν κρυ­φά, ὅτι, μέ λί­γα λό­γι­α, ἦ­ταν ἐκ­παι­δευ­τής τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, θά τόν ἀ­πό­πεμ­παν σάν ἀ­γύρ­τη καί μά­λι­στα φτω­χό ἀ­γύρ­τη. Ὅμως, σύμ­φω­να μέ τόν Πλά­τω­να, ἔ­δι­νε ἐ­παγ­γε­λί­ες ἰ­σο­δύ­να­μες μέ αὐ­τές πού εἶ­πα[2]. Καί ἄν ἀ­πό ἁ­πλή πε­ρι­έρ­γει­α πη­γαί­να­με στήν αἴ­θου­σα τῶν ὁ­μι­λι­ῶν τοῦ ξέ­νου μας καί τόν ἀ­κού­α­με νά λέ­γη: «ὅ­σο γιά τούς θε­ούς δέν μπο­ρῶ νά ξέ­ρω ὅτι ὑ­πάρ­χουν ἤ ὅτι δέν ὑ­πάρ­χουν: τό σκο­τει­νό αὐ­τῶν τῶν ζη­τη­μά­των καί ἡ βρα­χύ­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς ἐμ­πο­δί­ζουν τέ­τοια γνώ­ση·»[3] θά μπο­ρού­σα­με νά προ­χω­ρή­σω­με ἐ­μεῖς πε­ρισ­σό­τε­ρο καί νά τόν κα­τηγο­ρή­σω­με γιά κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἀ­γυρ­τεί­α.

Ὅμως, ὅταν πλη­σι­ά­σω­με πε­ρισ­σό­τε­ρο καί τούς δ­οῦ­με ἀ­πό κον­τά, εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά σκε­φτοῦ­με ὁ­λό­τε­λα μέ δυ­σμέ­νει­α γιά τούς σο­φι­στές. Ἀ­κά­λυ­πτη ἀ­γυρ­τεί­α μέ δυ­σκο­λί­α θά ἔ­φερ­νε στά πό­δια της τούς μορ­φω­μέ­νους Ἀ­θη­ναί­ους. Οὔ­τε εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά στη­ρι­χτοῦν οἱ κα­τη­γο­ρί­ες γιά ἀ­νη­θι­κό­τη­τα. Τί­πο­τα τό ἀ­νή­θι­κο στήν ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ Πρω­τα­γό­ρα ὅτι ἕ­νας μα­θη­τής συν­δε­δε­μέ­νος μα­ζί του θά γύ­ρι­ζε κά­θε μέ­ρα στό σπί­τι του κα­λύ­τε­ρος ἄν­θρω­πος, ἤ στήν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Γορ­γία ὅτι δι­δά­σκει τά ὑ­ψη­λό­τα­τα καί τά ἄ­ρι­στα ἀ­πό τά ἀν­θρώ­πι­να πράγ­μα­τα[4]. Ὁ Πρό­δι­κος ἦ­ταν ὁ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ γε­μά­του ἠ­θι­κή εὐ­γέ­νει­α μύ­θου γιά τήν ἐ­κλο­γή τοῦ Ἡ­ρα­κλέ­ους, καί τόν κα­λο­δέ­χτη­καν στήν ἀν­τι­πνευ­μα­τι­κή Σπάρ­τη γιά τή γε­μά­τη ὑ­γεί­α δι­δα­σκα­λί­α του. Ἄν ὁ Πρω­ταγό­ρας δι­α­κή­ρυ­ξε τήν ἀ­βε­βαι­ό­τη­τά του γιά τήν ὕ­παρ­ξη τῶν θε­ῶν ὁ Γορ­γίας καί ὁ Πρό­δι­κος πα­ρι­στά­νον­ται νά προ­σεύ­χων­ται στούς θε­ούς. Ἄν με­ρι­κοί σο­φι­στές ἦ­ταν ρι­ζο­σπά­στες, ἕ­νας του­λά­χι­στο ὑ­πο­στή­ρι­ξε τόν Κί­μω­να ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Πε­ρι­κλέους, τούς πα­λιούς δρό­μους ἐ­ναν­τί­ον τῶν νέ­ων. Ὄ­χι, οἱ σο­φι­στές δέν ἦ­ταν ἐ­πανα­ο­τα­τι­κοί ἤ ρι­ζο­σπά­στες, ἐ­κτός σέ ὅ­σο βαθ­μό κά­θε σκέ­ψη φέρ­νει μα­ζί της ἕ­να στοι­χεῖ­ο τα­ρα­χῆς. Ἄν χρει­α­ζό­μα­στε ἕ­να σύγ­χρο­νο ἀν­τί­στοι­χό τους, μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅτι ἔ­κα­μαν γιά τήν Ἑλ­λά­δα ὅ,τι οἱ σχο­λές τῶν ἀν­θρω­πι­στι­κῶν γραμ­μά­των καί ἡ νε­ώ­τε­ρη ἱ­στο­ρί­α κά­νουν γιά τούς σπου­δα­στές τους τῆς Ὀξ­φόρ­δης· ἤ ὅ,τι ὀρ­γα­νώσεις τό­σο ποι­κί­λες ὅσο ἡ ἐ­πέ­κτα­ση τῶν πα­νε­πι­στη­μι­α­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, τά φρον­τι­στη­ρι­ακά μα­θή­μα­τα, ἡ βι­βλι­ο­θή­κη γιά ὅλο τόν κό­σμο, καί ἄλ­λες συλ­λο­γές κα­λῶν βι­βλί­ων, συγ­γρα­φεῖς σάν τόν Σῶ, τόν Γου­έλς καί τόν Τσέ­στερτον, προ­σπα­θοῦν νά κά­μουν γιά τήν Ἀγ­γλί­α σά σύ­νο­λο. Καί ὅμως, ἄν καί ὑ­πάρ­χη κά­τι σέ τοῦ­τες τίς ἀ­να­λο­γί­ες, μι­κρή ἰ­δέ­α δί­νουν γιά τό τί ἦ­ταν ὁ σο­φι­στής. Εἶ­χε κά­τι ἀπό ὅ­λες αὐ­τές τίς ἐ­πι­δρά­σεις, ὅμως ἦ­ταν κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὁ­ποι­αν­δή­πο­τε ἀ­πό αὐ­τές. Ἦρ­θε ἴσως πο­λύ κον­τά στόν πα­νε­πι­στη­μι­α­κό δι­δά­σκα­λο, τόν δό­ξα­σε, τόν ἅ­πλω­σε καί τόν ἔ­φε­ρε σέ ἐ­πα­φή μέ τήν πρα­κτι­κή ζω­ή.

Ἕνας πει­να­σμέ­νος λα­ός φώ­να­ζε τούς σο­φι­στές καί αὐ­τοί τόν ἔ­τρε­φαν μέ κά­θε τρό­πο μέ πνευ­μα­τι­κή τρο­φή. Ἔ­γρα­ψαν γιά λο­γα­ρια­σμό του γραμ­μα­τι­κή, μου­σι­κή, ἰ­α­τρι­κή, γε­ω­με­τρί­α, ἀ­στρο­νο­μί­α, ἔρ­γα τα­κτι­κῆς: ἔ­γρα­ψαν γιά κα­θε­τί πού μπο­ροῦ­σε νά ἔ­χη ἐν­δι­α­φέ­ρον ἤ νά εἶναι δι­δα­κτι­κό. Ἀλ­λά τό κύ­ρι­ο θέ­μα τους ἦ­ταν ἡ ἀ­γω­γή τῆς ζω­ῆς. Πή­γαι­νε σ’ αὐ­τούς, καί θά μπο­ρέ­σης νά μά­θης «πῶς νά κυ­βερ­νᾶς τό σπί­τι σου μέ τόν κα­λύ­τε­ρο τρό­πο, καί πῶς θά εἶ­σαι ἱ­κα­νός νά λέ­γης καί νά πράττης τά ἄ­ρι­στα γιά τήν πό­λη»[5]. Γε­λοῦ­με μέ μι­ά τέ­τοιαν ἰ­δέ­α. Ὅμως ἦ­ταν ἔ­ξο­χη καί εὔ­λο­γη. Ἡ Μου­σι­κή καί ἡ Ἰ­α­τρι­κή μπο­ροῦ­σαν νά δι­δα­χτοῦν, καί ὅ­ποιος θά σπού­δα­ζε σκλη­ρά, θά μπο­ροῦ­σε νά μά­θη ἀρ­κε­τά νά τρα­γου­δᾶ ἤ νά θε­ρα­πεύ­η. Για­τί νά μήν ἐκτεί­νω­με τήν ἀρχή αὐ­τή στή ζω­ή; Ὑ­πῆρ­χαν ἀ­σφα­λῶς κα­νό­νες γι’ αὐτό, κα­νό­νες νά κυ­βερ­νᾶς ἀν­θρώ­πους ἤ νά βά­ζης σέ πει­θαρ­χί­α τόν ἑαυτό σου. Γι­α­τί νά μή τούς προσ­δι­ο­ρί­ση, καί νά δι­δά­σκη πῶς νά γί­νης κα­λός ἄν­θρω­πος ἤ με­γά­λος ἀρχη­γός, ὅπως θά μπο­ροῦ­σε νά σέ μα­θαί­νη νά γί­νης ἐ­πι­τή­δει­ος για­τρός ἤ κα­λός μου­σι­κός;

Ἔ­τσι ὁ νε­α­ρός Ἀ­θη­ναῖ­ος πού ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νά σπου­δά­ση τήν πο­λι­τι­κή, πή­γαι­νε στό Γορ­γί­α καί στόν Πρω­τα­γό­ρα: καί τόν δί­δα­σκαν ρη­το­ρι­κή­—­πῶς νά ὑπο­στη­ρί­ζη μι­ά κα­τη­γο­ρί­α καί πῶς νά το­πο­θε­τῆ μι­άν ὑ­πό­θε­ση, πῶς νά τα­κτο­ποι­ῆ τά ἐ­πι­χειρή­μα­τά του μέ τήν κα­λύ­τε­ρη τά­ξη καί τό κα­λύ­τε­ρο ὕ­φος: πῶς νά χρη­σι­μο­ποι­ῆ τίς με­τα­φο­ρές, τά σχή­μα­τα, τούς ρυθ­μούς: πῶς νά κα­τέ­χη τήν τέ­χνη γιά διή­γη­ση, ἀ­πόδειξη, πα­ραί­νε­ση, γιά ἐγ­κώ­μι­α καί γιά σά­τυ­ρα: πῶς νά δι­α­γεί­ρη ἤ νά γα­λη­νεύ­η τά ἀν­θρώ­πι­να πά­θη, πῶς νά τά φέρ­νη σέ ὄ­φε­λος τοῦ ὁ­μι­λη­τῆ. Καί ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό αὐτό, ἐ­πει­δή ἕ­νας ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά ξέ­ρη καί τί νά λέ­γη, ὅσο καί πῶς νά τό λέ­γη, με­τάδι­ναν ἰ­δέ­ες, ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, τρό­πους, πα­ρα­δείγ­μα­τα, πού ἦ­ταν δυ­να­τό νά τά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν στήν πο­λι­τι­κή. Αὐ­τό τούς ἔ­φερ­νε σέ πλα­τύ­τε­ρα πε­δί­α. Τή θε­ω­ρί­α ἁ­πλῶς τῆς πο­λι­τι­κῆς πρῶ­τα πρῶ­τα, τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ὑ­πέρ ἤ κα­τά τῆς δη­μο­κρα­τί­ας ἤ τῆς βασι­λεί­ας, τούς κοι­νούς τό­πους, πού ἦ­ταν χρή­σι­μοι σέ κά­θε πο­λι­τι­κή συ­ζή­τη­ση—-ὅλα τοῦ­τα ὁ κα­λός πο­λι­τι­κός ἄρ­χον­τας πρέ­πει νά τά ξέ­ρη. Ἔ­πει­τα πρέ­πει νά σχε­τι­στῆ τούς ἀνθρώπους, νά βρί­σκε­ται σέ ἀ­να­στρο­φή μα­ζί τους, καί μέ τίς ἀ­πό­ψεις πού τούς προ­κα­λοῦν ἐν­τύ­πω­ση. Πρέ­πει νά δι­α­τρέ­χη τό ἀ­τέ­λειω­το πε­δί­ο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης μέ ὀ­ξυ­δέρ­κει­α, καί νά εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ὑ­πο­κρί­νε­ται τά ἐ­λατ­τώ­μα­τα, τίς ἀ­ρε­τές, τά πά­θη, τίς προ­λή­ψεις τοῦ ἀ­κρο­α­τη­ρί­ου του. Αὐτό ἔ­φε­ρε τό σο­φι­στή στήν ἠ­θι­κή φι­λο­σο­φί­α, ὅπου ὁ Πρω­τα­γό­ρας πα­ρου­σί­α­σε τίς πραγ­μα­τεῖ­ες του «πε­ρί ἀ­ρε­τῶν» καί «πε­ρί φι­λο­τι­μί­ας»· καί ἡ ἠθική φι­λο­σο­φί­α τόν ἔ­φε­ρε στή με­τα­φυ­σι­κή, ὅπου ὁ Πρω­τα­γό­ρας θά ἤ­θε­λε νά συ­ζη­τή­ση τή θε­ω­ρί­α γιά τή γνώ­ση καί τή φύ­ση τῆς ὕ­παρ­ξης. Κα­μι­ά γνώ­ση δέν ἦ­ταν τό­σο πο­λύ μι­κρή ἤ τό­σο ἀ­πο­μακρυ­σμέ­νη, ὥ­στε νά μή χρει­ά­ζε­ται σ’ ἐ­κεῖ­νον πού ξό­δευ­ε τή ζω­ή του στήν κυ­βέρ­νη­ση τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Κι­κε­ρω­ν—­ό πι­ό με­γά­λος ἀ­πό ὅλους τούς δι­κη­γό­ρου­ς—ἀ­πη­χο­ῦ­σε ἁ­πλῶς τή σο­φι­στι­κή θε­ω­ρί­α, ὅταν ἀ­παι­τοῦ­σε ἀ­πό τόν ἰ­δα­νι­κό του ρή­το­ρα νά ξέ­ρη τή δι­α­λε­κτι­κή, τήν ἠ­θι­κή, τή φυ­σι­κή, τούς νό­μους, τήν ἱ­στορί­α καί τή ρη­το­ρι­κή: πε­ρι­γρά­φει μό­νο τή σο­φι­στι­κή πρα­κτι­κή, ὅταν λέ­γη ὅτι θά ἤθελε νά ἐκ­παι­δεύ­η τό ρή­το­ρά του μέ γρα­πτή ἔκ­θε­ση ἰ­δε­ῶν, μέ ὁ­μι­λί­α ἐκ τοῦ προ­χεί­ρου, μέ πα­ρά­φρα­ση ποι­ή­μα­τος ἀ­πό μνή­μης, ἀ­νά­γνω­ση καί κρι­τι­κή λο­γο­τε­χνι­κοῦ κει­μέ­νου, συ­ζή­τη­ση θέ­σε­ων ἀ­πό δι­ά­φο­ρες πλευ­ρές, ἡ μι­ά ἀν­τί­θε­τη στήν ἄλ­λη, με­λέ­τη τῆς νο­μι­κῆς ἐ­πι­στή­μης, τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­πιστή­μης, τῆς ἱ­στο­ρί­ας[6]. Μέ τούς μα­θη­τές τους οἱ σο­φι­στές δι­α­σχί­ζαν ὅλα αὐτά τά θέ­μα­τα· ἔ­τσι πού ὅταν ἡ ἐκ­παί­δευ­ση τους τε­λεί­ω­νε, εἶ­χαν οἱ μα­θη­τές τους ρί­ξει τή μα­τιά τους σέ πά­ρα πολ­λά πράγ­μα­τα στόν οὐ­ρα­νό καί στή γῆ, καί, σέ ὅσο βαθ­μό μι­ά ἐ­πι­φα­νει­α­κή μόρ­φω­ση μπο­ρεῖ νά κά­μη τόν ἄν­θρω­πο ἔ­τσι, εἶ­χαν τά προ­σόν­τα νά «κυ­βερ­νοῦν τό σπί­τι τους καί νά μι­λοῦν καί νά πράτ­τουν τά ἄ­ρι­στα γιά τήν πό­λη». Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ πα­νε­πι­στη­μι­α­κή μόρ­φω­ση τοῦ Ἀ­θη­ναί­ου.

Ἄς κά­νω­με τή γνω­ρι­μί­α ὁ­ρι­σμέ­νου Ἕλ­λη­να πού δο­κί­μα­σε τήν ἐ­πί­δρα­ση τῶν σο­φι­στῶν καί μπο­ρεῖ νά μᾶς δ­είξη τί ἔ­καναν γιά ὅσους μπο­ροῦ­σαν νά ἀ­πορ­ρί­ψουν ὅ,τι κα­κό εἶ­χε ἡ δι­δα­σκα­λί­α τους καί νά ὠ­φε­λη­θοῦν ἀ­πό ὅ,τι ἄ­ξι­ο εἶ­χε. Εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος μα­θη­τής πού εἶχαν πο­τέ, καί τό ἔρ­γο του, πού τό ἔ­χο­με, μπο­ρεῖ νά μᾶς δώ­ση μι­άν ἰ­δέ­α γιά τήν ἀ­τμό­σφαι­ρα πού δη­μι­ούρ­γη­σαν στήν Ἀθήνα. Ἐν­νο­ῶ τό Θου­κυ­δί­δη.

Κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά δι­α­βά­ση τόν Ἡ­ρό­δο­το καί τό Θου­κυ­δί­δη, τόν ἕ­να δί­πλα στόν ἄλ­λον, καί νά μήν το­ῦ κά­μη με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση τό χά­σμα πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σ­τούς δυ­ό ἱ­στο­ρι­κούς. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος εἶναι πο­λύ εὐ­χά­ρι­στος, δι­δα­κτι­κός, καί, μέ τό δι­κό του τρό­πο, φί­λος της ἀ­λή­θει­ας: εἶ­χε ἀ­νοι­κτά τά μά­τια, εἶ­δε πράγ­μα­τα πού ἄ­ξι­ζε νά τά δῆ κα­νείς, καί ξέ­ρει νά λέ­γη τί εἶ­δε. Ἀλ­λά μᾶς δι­δά­σκει πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση (πού την κα­τά­λα­βε κα­λά) πα­ρά γιά τήν ἴ­δια τήν ἱ­στο­ρί­α, Ἀ­πό τό ἄλ­λο μέ­ρος, βρί­σκο­με στό Θου­κυ­δί­δη τόν πραγ­μα­τι­κά ἐ­πι­στη­μο­νι­κό ἱ­στο­ρι­κό, πού ὅλα τά ὑ­πο­βάλ­λει στή βά­σα­νο τῆς ἀ­λή­θει­ας. Δέν ἔ­χο­με πιά τήν ἄ­τα­κτη εὐ­πι­στί­α, τήν κα­λό­καρ­δη ἀ­συ­νέ­πει­α τοῦ Ἡ­ρο­δό­του. Τά γε­γο­νό­τα ζυ­γί­ζον­ται καί δι­α­λέ­γον­ται: ἀ­να­ζη­τοῦν αἰ­τί­ες γιά τά ἀ­πο­τε­λέ­σματα: τό φῶς τοῦ λό­γου εἶ­ναι παν­τοῦ σέ ἐ­νέρ­γει­α. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος εἶ­χε γεν­ναι­ό­ψυ­χο ἐν­δι­αφέ­ρον γιά τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα: ὁ Θου­κυ­δί­δης εἶ­χε καί κρι­τι­κό νο­ῦ. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος ἦ­ταν πνεῦ­μα: ὁ Θου­κυ­δί­δης ἦ­ταν μα­ζί καί ἕ­νας μορ­φω­μέ­νος ἄν­θρω­πος. Ποῦ μορ­φώ­θη­κε;

Τή μόρ­φω­σή του τήν πῆ­ρε ἀ­πό τους σο­φι­στές· μι­ά τυ­πι­κή συ­νή­θει­ά του δεί­χνει τό εἶ­δος τῆς δι­δα­σκα­λί­ας πού τοῦ ἔ­δω­σαν. Ἀ­δι­ά­κο­πα ἔρ­χον­ται καί ξα­νάρ­χον­ται στήν ἱ­στο­ρί­α του χω­ρί­α ὅπως τό ἀ­κό­λου­θο: «Γε­νι­κά οἱ ἁ­πλοί ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι κα­λύ­τε­ροι πο­λί­τες ἀ­πό τούς πα­νούρ­γους. Για­τί τοῦ­τοι δῶ ἐ­πι­θυ­μοῦν νά φαί­νων­ται σο­φώ­τε­ροι ἀ­πό τούς νό­μους· ἐ­πι­δι­ώ­κουν πάν­τα νά νι­κοῦν στίς δη­μό­σι­ες συ­ζη­τή­σεις· σκέ­πτον­ται ὅτι σέ ἄλ­λα σπου­δαι­ό­τε­ρα ζη­τή­μα­τα θά ἔ­χουν τήν εὐ­και­ρί­α νά φα­νε­ρώ­σουν τή σκέ­ψη τους καί τού­τη τους ἡ ἀ­φρο­σύ­νη γε­νι­κά δη­μι­ουρ­γεῖ κα­τα­στρο­φές στήν πα­τρί­δα τους: ἐνῶ οἱ ἄλ­λοι μέ τό νά μήν ἔ­χουν ἐμ­πι­στο­σύ­νη στή δι­κή τους ἱ­κα­νό­τη­τα, δέ­χον­ται ὅτι οἱ νό­μοι εἶ­ναι σο­φώ­τε­ροι ἀ­πό αὐ­τούς τούς ἴ­διους, καί ὅτι δέν εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ἐ­πι­κρί­νουν ἐ­κεί­νους πού βγά­ζουν κα­λούς λό­γους. Καί ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἀ­με­ρό­λη­πτοι κρι­τές καί ὄ­χι φι­λό­δο­ξοι ἀντί­πα­λοι, τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές ἐ­πι­τυ­χαί­νουν τό στό­χο»[7]. Ἤ πά­λι: «ὅταν ἐ­χω­με εἰ­ρή­νη, τό­τε καί τά πράγ­μα­τα πη­γαί­νουν κα­λά καί οἱ πό­λεις καί τά ἄ­το­μα ἔ­χουν ἀ­νώ­τε­ρες δι­α­θέ­σεις, για­τί δέ βρί­σκον­ται στήν ἐ­ξου­σί­α ἐ­πι­τα­κτι­κῶν ἀ­ναγ­κῶν: ἀλ­λά ὁ πό­λε­μος πού δι­ώ­χνει μα­κρι­ά τόν ἄ­νε­το πο­ρι­σμό τοῦ κα­θη­με­ρι­νοῦ εἶ­ναι «βί­αι­ος δι­δά­σκα­λος» καί τεί­νει νά προ­σαρ­μό­ζη τό χαρακτήρα τῶν πολ­λῶν «πρός τά πα­ρόν­τα»[8]. Ὁ­που­δή­πο­τε μι­λᾶ ἕ­νας πο­λι­τι­κός, σκέ­ψεις σάν αὐ­τές ρέ­ουν ἀ­πό τά χεί­λη του, ἐνῶ λί­γα πράγ­μα­τα θά ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο κα­τάλ­λη­λα ἤ εὔ­λο­γα ἀ­πό τά τέ­τοια ἀ­φη­ρη­μέ­να ὀ­νει­ρο­πο­λή­μα­τα. Εἶ­ναι μᾶλ­λον στο­χα­σμοί φι­λο­σό­φου. Ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν ψυ­χο­λο­γί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, καί ἰ­δι­αί­τε­ρά τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης στήν πο­λι­τι­κή, Ὁ Θου­κυ­δί­δης πάν­τα στο­χά­ζε­ται αὐ­τά τά θέ­μα­τα. Πάν­τα ἀ­να­λύ­ει πο­λι­τι­κές πρά­ξεις καί κα­τα­στά­σεις. Ἡ ἱ­στο­ρί­α του εἶ­ναι με­ταμ­φι­ε­σμέ­νο ἐγ­χει­ρί­δι­ο πο­λι­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας. Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας: ποιά ἡ δι­και­ο­λο­γί­α της, ποιός ὁ κα­λύ­τε­ρος τρό­πος νά τήν ἀ­πο­κτή­σης καί νά τή δι­α­τη­ρή­σης: για­τί συ­νε­πά­γε­ται ἐ­ξά­πλω­ση καί τί κιν­δύ­νους φέρ­νει ἡ ἐ­ξά­πλω­ση: ποιά θέ­ση ἔ­χει μέ­σα στό κρά­τος ἡ ἐ­πι­εί­κει­α καί ἡ με­γα­λο­ψυ­χί­α: για­τί εἶ­ναι ἀ­σφα­λέ­στε­ρο νά ἀφή­νη ἐ­λεύ­θε­ρούς τους ὑ­πη­κό­ους: τί ὁ­δη­γεῖ στήν ἀν­ταρ­σί­α· πό­τε ἡ στά­ση εἶναι δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη. Ἡ θε­ω­ρί­α γιά τήν πό­λη: τό πρό­βλη­μα τῶν δι­και­ω­μά­των τοῦ στό­μου ἀ­πέ­ναν­τι τῆς πο­λι­τεί­ας: για­τί εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νά ἀ­νή­κη κά­νεις σέ μί­α πό­λη πα­ρά νά μέ­νη ἐ­γω­ϊ­στι­κά ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος. Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς πο­λι­τι­κῆς γε­νι­κά: τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ πο­λέ­μου στήν ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α ἕ­νος λα­οῦ: ὁ κίν­δυ­νος τῆς πο­λι­τι­κῆς στα­θε­ρό­τη­τας, τῶν εὐ­γλώτ­των ὀ­μι­λη­τῶν, τῆς μόρ­φω­σης, τοῦ κρι­τι­κοῦ πνεύ­μα­τος: ἡ λει­τουρ­γί­α τοῦ νο­ῦ σέ μί­α πό­λη,—οἱ ἔ­ξυ­πνοι ἤ οἱ βλά­κες εἶναι οἱ κα­λύ­τε­ροι πο­λί­τες;—­ἡ θέ­ση πού ἔ­χουν στήν πο­λι­τι­κή τά θρη­σκευ­τι­κά ἐ­λα­τή­ρι­α καί οἱ ἀπόψεις «πε­ρί τι­μῆς»: τό πρό­βλη­μα τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἀ­πέ­ναν­τι στή σκο­πι­μό­τη­τα κα­τά τήν ἄ­σκη­ση τῆς πο­λι­τι­κή­ς· σ’ αὐ­τό ὁ Θου­κυ­δί­δης, ὕ­στε­ρα ἀ­πό πολ­λή σκέ­ψη, κα­τα­λή­γει μέ σα­φή­νει­α στό ὁ­ρι­στι­κό συμ­πέ­ρα­σμα ὅτι τό ἔ­σχα­το κρι­τή­ρι­ο σέ τοῦ­τα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἡ σκο­πι­μό­τη­τα καί ὄ­χι ἡ δι­και­ο­σύ­νη: ἐνῶ ὅπως ὁ Burke θά ἤθελε νά ὑ­πο­στη­ρί­ξη ὅτι «ἡ Με­γα­λο­ψυ­χί­α εἶ­ναι συ­χνά ἡ κα­λύ­τε­ρη πο­λι­τι­κή». Τέ­λος ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης: τά ἀ­πο­τε­λέ­σματα γιά τούς ἀν­θρώ­πους ἀ­πό ξαφ­νι­κές κα­τα­στρο­φές καί ξαφ­νι­κές ἐ­πι­τυ­χί­ες: ἡ ψυ­χο­λο­γί­α τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος (πο­λύ δου­λε­μέ­νη καί δι­εισ­δυ­τι­κή με­λέ­τη): τά ὅρια τῆς ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας τῆς ποι­νῆς: ἡ ἐ­πί­δρα­ση στό χαρα­κτή­ρα ἀ­πό τήν ἐκ­δί­κη­ση καί ἀ­πό τήν ἐλ­πί­δα. Ὅ­λα αὐ­τά τά θέ­μα­τα καί ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρα τά πραγ­μα­τεύ­ε­ται ὁ Θου­κυ­δί­δης, ἤ ρί­χνει τό βλέμ­μα του σ’ αὐ­τά. Συ­χνά οἱ σκέ­ψεις του εἰ­σά­γον­ται ὠ­μά, μέ τόν τρό­πο τῶν ἔ­ξυ­πνων νέ­ων πού ξαφ­νι­κά ἀ­να­κά­λυ­ψαν τήν ψυ­χο­λο­γί­α, καί ἔ­μα­θαν ὅτι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­νέρ­γει­α κρύ­βει ἕ­να δί­χτυ ἀ­πό προ­θέ­σεις καί σκο­πούς· καί εἶ­ναι τό­σο εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος ἀ­πό τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη, πού γιά λί­γα ἄλ­λα μπο­ρεῖ νά μι­λή­ση. Ὅμως οἱ ἴ­διοι οἱ στο­χα­σμοί γε­νι­κά εἶ­ναι βα­θεῖς. Διά­βα­σε τό ἐ­ξαι­ρε­τι­κό ἐ­κεῖ­νο χω­ρί­ο ὅπου πε­ρι­γρά­φει τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα το­ῦ κομ­μα­τι­σμοῦ στίς ἡ­μέ­ρες του, χα­ρά­ζον­τας τή ζο­φε­ρή γε­νε­α­λο­γί­α του καί τόν ἀ­πο­τρό­παι­ο γό­νο του, καί ἀ­να­ρω­τή­σου ἄν ἔ­γρα­ψε πο­τέ πέ­να πι­ό λε­πτή, πι­ό βα­θι­ά καί πι­ό τρα­γι­κή σε­λί­δα ἀ­νά­λυ­σης[9].

Ἐ­δῶ λοι­πόν εἶναι ὁ μα­θη­τής τῶν σο­φι­στῶ­ν—­αὐ­το τό εἶ­δος ἀν­θρώ­που ἐτόρ­νευ­α­ν—­αὐ­τη τήν ἀ­τμό­σφαι­ρα γέν­νη­σαν. Τοῦ­τες τίς συ­ζη­τή­σεις θά ἀ­κού­αμε, ἄν εἴ­χα­με μπῆ σέ κα­μι­άν ἀ­πό τίς αἴ­θου­σες τῶν μα­θη­μά­των τους καί βρί­σκα­με μέ­σα στούς τέσ­σε­ρεις τοί­χους τόν Πρω­τα­γό­ρα, καί τούς νέ­ους πού μά­θαι­ναν «πο­λι­τι­κή» καί «ἀ­ρε­τή» πλη­ρώ­νον­τας δι­α­κό­σι­ες λί­ρες τή σει­ρά τῶν μα­θημά­των[10]. Συ­ζη­τοῦ­σαν γιά τίς με­θό­δους καί τίς ἀρχές τῆς πο­λι­τι­κῆς- δι­ε­ρευ­νοῦ­σαν τό ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἡ πρώ­τη ὕ­λη τῆς πο­λι­τι­κῆς. «Κά­νει κα­λά ἡ Ἀ­θή­να νά ἔ­χη ἡ­γε­μο­νί­α; Ἔ­χον­τας ἡ­γε­μο­νί­α πῶς μπο­ρεῖ νά τή δι­α­τη­ρή­ση; Ἔ­χει κά­μει ἡ εὐ­τυ­χί­α ἀ­κό­λα­στους τούς ψη­φο­φό­ρους; ὁ πό­λε­μος θ’ ἀ­να­τρέ­ψη τό ἰ­σο­ζύ­γι­ό τους; Ποιό εἶ­ναι τό μυ­στι­κό τῆς φύ­σης τους, ὥ­στε νά μπο­ροῦ­με νά τό ξε­ρω­με καί νά τούς κα­θο­δη­γοῦ­με;». Στό κά­τω κά­τω εἶναι τά ἴ­δια θέ­μα­τα πού ὁ Γκράχαμ Γου­άλ­λας κα­τά ἕ­ναν, καί ὁ Γκαλ­σγου­όρ­θυ κα­τά ἄλ­λον τρό­πο, πραγμα­τεύ­ον­ται στίς ἡ­με­ρές μας.

Ὁ Θαλῆς ἔρ­ρι­ξε ἕ­να σπό­ρο στή γῆ. Οἱ Ἴ­ω­νες καί οἱ Σικε­λιῶ­τες φι­λό­σο­φοι φρόν­τι­σαν τό φυ­τό πού φύ­τρω­σε ἀ­πό τό σπό­ρο. Οἱ Σο­φι­στές τό με­τα­φύ­τε­ψαν στήν Ἀθήνα, ὅπου τό πό­τι­σαν καί τό πολ­λα­πλα­σί­α­σαν καί τό μπό­λι­α­σαν ὥ­σπου ἁι­πλώ­θη­κε σέ με­γά­λο δά­σος. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ φυ­σι­κή ἱ­στο­ρί­α τῆς σκέ­ψης στήν Ἑλ­λά­δα—καί στόν κό­σμο. Ἄς δοῦ­με τώ­ρα μέ πε­ρισ­σότέ­ρες λε­πτο­μέ­ρει­ες τά δέν­τρα τοῦ δά­σους της.

Ἔ­χο­με πρῶ­τα ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ κρι­τι­κοῦ πνεύ­μα­τος, γιά τό ὁ­ποῖο εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά ποῦ­με ἀ­κό­μη κά­τι. Ὁ Θου­κυ­δί­δης θά εἶ­ναι τό πα­ρά­δειγ­μα αὐ­τοῦ τοῦ πνεύ­μα­τος, καί ὅ,τι εἴ­πα­με γιά ἐ­κεῖ­νον μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θῆ ὅτι εἰ­πώ­θη­κε καί γι’ αὐ­τό. Νά ἀ­ναλύ­ουν τήν ψυ­χή τῶν γει­τό­νων τους καί τή δι­κή τους, νά ζυ­γί­ζουν, νά ὑ­πο­βάλ­λουν σέ βά­σα­νο, νά δυ­σπι­στοῦν, νά δι­ε­ρευ­νοῦν, νά μή λυ­ποῦν­ται τά νεῦ­ρα, ἐ­πει­δή ἦ­ταν εὐ­αί­σθη­τα, νά μήν κά­νουν οἰ­κο­νο­μί­α στίς δυ­νά­μεις, ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τες, νά βά­ζουν ὅλα τά πράγ­μα­τα δί­χως ἔ­λε­ος κά­τω ἀ­πό τό μα­χαί­ρι τοῦ ἀ­να­τό­μου, καί νά ἀ­πο­φα­σί­ζουν γιά πάν­τα τί ἦ­ταν ἄρ­ρω­στο καί τί γε­ρό­—ὅλα αὐ­τά ἡ Ἀθήνα ἄρ­χι­σε νά τά κά­νη. Κά­νον­τας αὐτά, δη­μι­ούρ­γη­σε νέ­ες λο­γο­τε­χνι­κές μορ­φές. Στόν πε­ζό λό­γο­—­την πρώ­τη ἱ­στο­ρί­α τήν ἄ­ξι­α τῆς ἐ­τυ­μο­λο­γί­ας τοῦ ὀ­νό­μα­τος, καί τό με­γά­λο ρεῦ­μα τῆς φι­λο­σο­φι­κῆς ἔ­ρευ­νας πού τρέ­χει ἀ­πό τόν Πλά­τω­να καί τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, περ­νᾶ στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α καί τή Ρώ­μη καί στό Βυ­ζάν­τι­ο καί χύ­νε­ται βα­θι­ά στό Με­σαί­ω­να. Στήν ποί­η­ση κά­τι ἀ­κό­μη πι­ό με­γάλο­—­γι­ατί τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα, ἄν καί ξέ­νο πρός τά ἔρ­γα τῆς φαν­τα­σί­ας, καί στό τέ­λος ἴσως κα­τα­στρε­πτι­κό τῶν ἔρ­γων αὐ­τῶν, εἶναι, ὅπως πολ­λά δη­λη­τή­ρι­α, δυ­να­τό το­νω­τι­κό σέ μι­κρές δό­σεις. Ἡ ἐ­πι­κή ποί­η­ση, πού εἶναι ἀ­φή­γη­ση ἱ­στο­ρι­ῶν, ἡ λυ­ρι­κή ποί­η­ση, πού εἶ­ναι ξέ­σπα­σμα αὐθόρ­μη­του αἰ­σθή­μα­τος, ἄ­νοι­ξαν δρό­μο γιά μι­ά σο­βα­ρό­τε­ρη καί πι­ό βα­θι­ά μορ­φή. Τή θέ­ση τους τήν πῆ­ρε τό δρά­μα. Ἡ ὑ­περο­χή τοῦ δρά­μα­τος εἶναι τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ποί­η­σης τοῦ πέμ­πτου αἰώνα, καί ἡ οὐ­σί­α τοῦ δρά­μα­τος εἶναι ὅτι προιγ­ματεύ­ε­ται ἠ­θι­κά καί δι­α­νο­η­τι­κά προ­βλή­μα­τα. Αὐ­τοί εἶναι οἱ κλά­δοι τοῦ κρι­τι­κοῦ πνεύ­μα­τος πού ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ἐ­πίδο­ση τοῦ πέμ­πτου αἰώνα,

Ἡ δεύ­τε­ρη ἐ­πί­δο­ση, συγ­γε­νής πρός τήν πρώ­τη, εἶναι τό πνεῦ­μα τῆς Ἐ­πι­στή­μης. Τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα εἶναι κά­τι τό ἄ­στα­το καί τυ­χαῖ­ο, πού πε­τᾶ ἐ­δῶ κι ἐκεῖ, χω­ρίς κα­νέ­να σκο­πό ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἴ­δια τή δι­κή του ἐ­νέρ­γει­α,—ἕ­νας δι­α­νο­ού­με­νος Πάκ[11]. Δέν ὑ­πο­τάσ­σε­ται σέ τί­πο­τα καί δέ δέ­χε­ται ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ἀλ­λά μά­χε­ται σάν ἐ­λεύ­θε­ρος σκο­πευ­τής γιά τήν εὐ­χα­ρί­στη­ση τῆς μά­χης, ἤ, μπο­ρεῖ κι αὐ­τό νά γί­νη, γιά τήν κα­λύ­τε­ρη πλη­ρω­μή. Δέν μπο­ρεῖς νά στη­ρί­ζε­σαι ἀ­πά­νω του· τό ξί­φος πού ἦ­ταν ἄλ­λο­τε στή δι­κή σου ὑ­πη­ρε­σί­α, τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα, μπο­ρεῖ νά τό στρέ­ψη ἐ­ναν­τίον τοῦ πα­λιοῦ του κυ­ρί­ου, ἤ, ἄν ἡ δι­ά­θε­ση τό κα­λεῖ, ἐ­ναντί­ον τοῦ ἴ­διου του ἐ­αυ­τοῦ του. (Ὁ φό­βος αὐ­τῆς τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας ἔ­κα­με τούς συν­τη­ρη­τι­κούς Ἀ­θη­ναί­ους νά βλέ­πουν μέ δυ­σπι­στί­α τούς σο­φι­στές, ὅπως στήν Ἀγ­γλί­α σή­με­ρα δυ­σπι­στοῦν στό Μπέρ­ναρ Σώ). Ἀλ­λά πά­ρε αὐ­τό τό ἀ­νεύ­θυ­νο πνεῦ­μα καί ἠ­θι- κο­ποί­η­σέ το, δῶ­σε του σκο­πό καί ἰ­δε­ῶ­δες, καί δέ θά τό βλέπης πιά τυ­χαῖ­ο καί αὐ­θαί­ρε­το, ἀλ­λά ἐ­ξα­γνι­σμέ­νο ἀ­πό τό σο­βα­ρό του σκο­πό καί ἀ­φο­σι­ω­μέ­νο σέ μιάν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­πι­δί­ω­ξη. Ὁ Πάκ γί­νε­ται Ἄ­ρι­ελ, ὁ πι­ό πι­στός, φι­λό­πο­νος, καί ἔμπι­στος θε­ρά­πον­τας, φο­ρᾶ τή στο­λή τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας καί ἐ­ξα­σκεῖ τίς τέ­χνες του στόν οἶ­κο τῆς Ἀ­λή­θει­ας. Τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα ἀ­να­πτύσσε­ται καί γί­νε­ται Ἐ­πι­στή­μη.

Ὁ Σω­κρά­της ἦ­ταν τό μέ­σο γι’ αὐ­τή τήν ἀ­νά­πτυ­ξη στήν Ἀ­θή­να. Δι­δά­χτη­κε ἀ­πό τούς σο­φι­στές καί ἦ­ταν καί ὁ ἴ­διος σο­φι­στής. Ἀλ­λά πρό­σθε­σε ἠ­θι­κό πνεῦ­μα στή δι­α­νο­η­τι­κή δύ­να­μη. Ἐ­κεῖ πού οἱ σο­φι­στές ἦ­ταν ἐ­πι­φα­νει­α­κοί, αὐ­τός ἦ­ταν με­στός. Ἐ­κεῖ­νοι ἦ­ταν δά­σκα­λοι, πού δού­λευ­αν γιά χρή­μα­τα, ζη­τοῦ­σαν μα­θη­τές, καί πλη­ρώ­νον­ταν ἀ­πό τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ ἔρ­γου τους. Οἱ μα­θη­τές ἤ­θε­λαν ν’ ἀ­κο­νι­στῆ τό μυα­λό τους γιά τήν πρα­κτι­κή ζω­ή, καί πε­ρί­με­ναν ἀ­πό τή μόρ­φω­ση γρή­γο­ρη ἀν­ταπό­δο­ση. Ἡ ἐ­πι­στή­μη δέν ἀκ­μά­ζει κά­τω ἀ­πό τέ­τοιους ὅ­ρους, καί ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ σο­φι­στῆ ἔ­τει­νε νά εἶ­ναι χω­ρίς βά­θος, μη­δα­μι­νή: τούς ἔ­με­νε νά κο­λα­κεύ­ουν τήν ἀ­γο­ρά καί νά που­λοῦν σ’ ὅ­ποιον ἀ­γο­ρά­ζει. Ἀλ­λά ὁ Σω­κρά­της δέν ἔ­παιρ­νε χρή­μα­τα καί δέν κο­λά­κευ­ε μα­θη­τές. Μι­λοῦ­σε μ’ ἐ­κεί­νους πού ἤ­θε­λαν νά τοῦ μι­λοῦν, ἀλ­λά μι­λοῦ­σε ὅπως καί γιά ὅ,τι ἐ­κεῖ­νος ἤθελε. Δού­λευ­ε κά­τω ἀ­πό ὅ­ρους εὐ­νο­ϊ­κούς γιά τήν Ἐ­πι­στή­μη. Ὄ­χι φυ­σι­κά ὅτι θά βροῦ­με στήν Ἀθήνα τί­πο­τα σάν τή σύγ­χρο­νη Ἐ­πι­στή­μη. Δέν ὑ­πάρ­χουν ἐκεῖ δου­λε­μέ­να συ­στή­μα­τα γιά πει­ρα­μα­τι­σμό καί τα­ξι­νό­μη­ση: οὔ­τε ἐρ­γα­στή­ρι­α καί δο­κι­μα­στι­κοί σω­λῆ­νες: κα­νέ­να ἀ­πό τά μη­χα­νή­μα­τα τῆς γνώ­σης. Οὔ­τε ὑ­πάρ­χουν τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα πού κα­τορ­θώ­θη­καν μ’ αὐ­τά, οἱ μά­ζες τῶν ἀ­πο­θη­κευμέ­νων καί ἀ­πο­δελ­τι­ω­μέ­νων γε­γο­νό­των, οἱ τε­ρά­στι­ες ἀ­πο­θῆ­κες ὅπου κα­θη­με­ρι­νῶς συσ­σω­ρεύ­ε­ται ἡ βε­βαι­ό­τη­τα μέ τήν ὁ­ποία μπο­ροῦν νά τρέ­φων­ται τά ἔ­θνη. Τέ­τοια πράγ­μα­τα ἀρ­χί­ζουν μέ τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, καί μά­λι­στα καί τό­τε μό­νο ἀρχή γί­νε­ται. Ἀλ­λά ὁ Σω­κρά­της ἔ­χει κά­τι πι­ό ση­μαν­τι­κό, ἄν καί λι­γό­τε­ρο ἐν­τυ­πω­σι­α­κό ἀ­πό αὐ­τά­—­το πνεῦ­μα τῆς Ἐ­πι­στή­μης.

Ἐ­ξέ­τα­σε γιά λί­γο τόν ἄν­θρω­πο καί τούς τρό­πους του. Ἔ­χει τήν ἐρ­γα­τι­κό­τη­τα, τήν ὑ­πο­μο­νή τοῦ ἐ­πι­στή­μο­να. «Θά σᾶς δι­η­γη­θῶ μι­ά ἱ­στο­ρί­α γιά τό Σω­κρά­τη τόν και­ρό πού ἦ­ταν στήν ἐκ­στρα­τεί­α» (λέ­γει ὁ Ἀλ­κι­βι­ά­δης στό Συμ­πό­σι­ο)· «ἕ­να πρω­ι­νό ἔ­βα­λε κά­τι στό νο­ῦ του καί δέν μπο­ροῦ­σε νά βρῆ λύ­ση. Δέν τό ἔ­βα­λε κά­τω, ἀλ­λά ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε νά σκέ­πτε­ται ἀ­πό τήν αὐ­γή ὡς τό με­ση­μέ­ρι­—­στά­θη­κε ἐ­κεῖ, καρ­φω­μέ­νος στό ἴ­διο μέ­ρος, καί σκε­φτό­ταν. Καί ὅταν πιά ἦρ­θε τό με­ση­μέ­ρι, τόν πῆ­ρε εἴ­δη­ση ὁ στρα­τός καί πα­ρα­ξε­νε­μέ­νοι ἔ­λε­γαν ἕ­νας στόν ἄλ­λον ὅτι ὁ Σω­κρά­της στε­κό­ταν καί ἐ­ρευ­νο­ῦ­σε κά­τι ἀ­φό­του ἔ­σκα­σε ἡ μέ­ρα. Τέ­λος τό βρά­δυ, ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό δεῖ­πνο, κά­ποιοι ἀπ’ αὐ­τούς πού τόν εἶ­δαν (ἦ­ταν καί κα­λο­καί­ρι τό­τε) πῆ­ραν τά στρω­σί­δια τους καί κοι­μή­θη­καν στό ὕ­παι­θρο μέ­σα στό νυ­κτε­ρι­νό ψύ­χος γιά νά μπο­ρέ­σουν νά πα­ρα­κο­λου­θή­σουν ἄν θά στε­κό­ταν καί ὅλη τή νύ­κτα ὄρ­θι­ος. Καί κεῖ­νος στά­θη­κε ἐκεῖ ὥ­σπου ξη­μέ­ρω­σε καί βγῆ­κεν ὁ ἥ­λι­ος· κι ὕ­στε­ρα προ­σευ­χή­θη­κε στόν ἥ­λι­ο καί κί­νη­σε κι ἔ­φυ­γε»[12]

Αὐ­τό ἔ­γι­νε κα­τά τήν ἐκ­στρα­τεί­α στήν Πο­τεί­δαι­α. Ἀ­κοῦ­στε τον τώ­ρα στό σπί­τι ἑ­νός φί­λου του στήν Ἄ­θή­να[13]. Συ­ζη­τοῦν γιά τή δι­και­ο­σύ­νη. «Τί εἶ­ναι τό δίκαι­ο»; ἐ­ρω­τᾶ ὁ Σω­κρά­της, «νά ἀ­πο­δί­δη κα­νείς στόν ἄλ­λον ἐκεῖ­νο πού τοῦ ἀ­νή­κει», ἀ­παν­τᾶ κά­ποιος. «Καί θά ἔ­δι­νες πί­σω σέ μαι­νό­με­νον ἄν­θρω­πο ἕ­να σπα­θί, ἐ­πει­δή εἶ­ναι δι­κό του, ὅταν τόν βλέ­πης ἕ­τοι­μο νά κά­μη φό­νο;» «Ὄ­χι». «Τό­τε πρέ­πει νά ζη­τή­σω­με κά­ποιον ἄλ­λον ὁ­ρι­σμό». «Ἡ δι­και­ο­σύ­νη εἶ­ναι νά κά­νη κα­νείς κα­κό στούς ἐ­χθρούς του καί κα­λό στούς φί­λους του». «Ἄν ὅμως ὁ ἐ­χθρός μας εἶ­ναι κα­λός ἄν­θρω­πος, εἶ­ναι δί­και­ο νά τόν βλά­ψω­με; Δέν εἶ­ναι βέ­βαι­ο, ὅτι δέν εἶ­ναι δί­και­ο; Θά πρέ­πει καί τοῦ­το τόν ὁ­ρι­σμό νά τόν ἐγ­κα­τα­λεί­ψης». Καί προ­χω­ροῦν ἔ­τσι· ὕ­στε­ρα ἀ­πό κά­θε ὁ­ρι­σμό, ὑ­ψώ­νε­ται ἄλ­λος πού κι αὐτόν τόν βρί­σκουν ἐλ­λι­πῆ, καί στό τέ­λος, μπο­ρεῖ νά βρι­σκό­μα­στε μέ­σα σέ μι­άν ὁ­μί­χλη. Αὐ­τό γί­νε­ται σέ κά­θε δι­ά­λο­γο. Οἱ συ­ζη­τή­σεις τοῦ Σω­κρά­τη λί­γο ὁ­δη­γοῦν στό δρό­μο τοῦ συμ­πε­ρά­σμα­τος· εἶ­ναι «σκε­πτι­κοί»· πο­τέ δέ φτά­νουν τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό μι­άν προ­σω­ρι­νή ἀ­λή­θει­α· εἶναι πάν­τα ἕ­τοι­μοι νά πε­τά­ξουν μα­κρι­ά τά ἀ­πο­τε­λέσμα­τα, νά θυ­σι­ά­σουν μι­ά θέ­ση πού θά μπο­ροῦ­σε νά φα­νῆ ὅτι τήν κέρ­δι­σαν. Ὁ Σω­κρά­της εἶ­ναι ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος νά προ­χω­ρῆ μέ ἀρ­γό ρυθ­μό. Βρί­σκει ὅτι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ξί­ζει νά ἀ­να­ζη­τᾶς πα­ρά νά βρί­σκης, κα­λύ­τε­ρα νά μή φτά­νης πο­τέ στό τέρ­μα πα­ρά νά φτά­νης σέ ὄ­χι σω­στό τέρ­μα.

Τοῦ­το ἦ­ταν τό πνεῦ­μα του σέ ὅλη του τή ζω­ή, κι οὔ­τε τό ἐγ­κα­τά­λει­ψε τήν ὥ­ρα τοῦ θα­νά­του του. Κα­τά τήν τε­λευ­ταί­α συ­νο­μι­λί­α τοῦ Σω­κρά­τη καί τῶν φί­λων του, ἐνῶ πε­ρί­με­ναν τόν ἄν­θρω­πο πού θά ἔ­φερ­νε τό κύ­πελ­λο μέ τό κώ­νει­ο, ἡ συ­ζή­τη­σή τους στρά­φη­κε γύ­ρω στήν ἀ­θα­να­σί­α. Τού­τη τήν ὥ­ρα ἡ ἀν­θρώπι­νη ἀ­δυ­να­μί­α μπο­ροῦ­σε πο­λύ κα­λά νά ἀ­παι­τή­ση ὅ,τι τῆς ὀ­φείλουν, καί ὁ δά­σκα­λος καί οἱ μα­θη­τές του, πού ἡ συν­τρο­φιά τους ἐ­πρό­κει­το γρή­γο­ρα νά δι­α­λυ­θῆ, ξό­δε­ψαν τίς τε­λευ­ταῖ­ες αὐ­τές στιγ­μές στήν ἐ­πι­εί­κει­α μιᾶς ἐλ­πί­δας πού γα­λη­νεύ­ει. Με­ρι­κοί ἀ­πό τή συν­τρο­φιά ἤ­θε­λαν νά γί­νη αὐ­το· ὁ Σω­κρά­της ὄ­χι πο­λύ. Νά τά λό­γι­α του: «Αἰ­σθά­νο­μαι τού­τη τή στιγ­μή ὅτι δέν ἔ­χω τή δι­ά­θε­ση τοῦ φι­λο­σό­φου· ὅπως ἀ­κρι­βῶς οἱ ἀ­παί­δευ­τοι, αἰ­σθά­νο­μαι ὅτι εἶ­μαι «φι­λό­νι­κος». Αὐ­τοί, ὅταν πέ­σουν σέ συ­ζή­τη­ση γιά κά­τι, δέ φρον­τί­ζουν κα­θό­λου γιά τά δι­και­ώ­μα­τα τοῦ λό­γου· ἡ μό­νη τους προ­θυ­μί­α εἶ­ναι νά πεί­σουν τούς ἀ­κρο­α­τές τους γιά ὅ,τι αὐ­τοί βε­βαι­ώ­νουν. Ἡ μό­νη δι­α­φο­ρά πού ἔ­χω ἀ­πό αὐ­τούς τώ­ρα εἶναι τού­τη-νά, ἐ­γώ δέν κοι­τά­ζω πῶς νά πεί­σω τούς παρόν­τες, ὅπως ἐκεῖ­νοι, γι’ αὐ­τά πού νο­μί­ζω ὅτι εἶναι σω­στά, κοι­τά­ζω μᾶλ­λον πῶς νά πεί­σω τόν ἴ­διο τόν ἑαυτό μου. Γι­α­τί σκέ­πτο­μαι, ἀ­γα­πη­τέ μου φί­λε (δές μέ πό­ση πλε­ο­νε­ξί­α) ὅτι, ἄν εἶναι ἀ­λή­θει­α ὅσα λέ­γω, κα­λό εἶναι νά πει­στῶ σ’ αὐ­τά (εἶ­χε ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὁ Σω­κρά­της τήν ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς)· ἄν ὅμως δέν ὑ­πάρ­χη τί­πο­τα ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό θά­να­το, πά­λι, σέ τοῦ­το τό λί­γο χρό­νο πού μου μέ­νει, δέ θά τα­λαι­πω­ρή­σω τούς φί­λους μου μέ ὀ­δυρ­μούς, κι οὔ­τε θά εἶ­χα πο­λύ και­ρό νά σκε­φτῶ ἀ­πά­νω στήν ἄ­γνοι­ά μου (θά ἦ­ταν κα­κό ἀλ­λι­ῶς), μό­νο θά χα­θῆ κι αὐ­τή σέ λί­γο μα­ζί μου. Ἔ­τσι ἑ­τοι­μα­σμέ­νος, Σιμ­μί­α καί Κέ­βη, ἔρ­χο­μαι στό ἐ­πι­χεί­ρη­μά μας. Καί σᾶς πα­ρα­κα­λῶ νά μή νοι­ά­ζε­στε γιά τό Σω­κρά­τη, νά ἐν­δι­α­φερ­θῆ­τε μᾶλ­λον γιά τήν ἀ­λή­θει­α· συμ­φω­νῆ­στε μα­ζί μου, ἄν σᾶς φαί­νω­μαι ὅτι λέ­γω τήν ἀ­λή­θει­α· ἄν ὄ­χι, νά προ­βά­λε­τε ἐ­ναν­τίον μου ὅλα σᾶς τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα· προ­σέ­ξε­τε μήν ἀ­πα­τή­σω μέ τό ζῆ­λο μου καί σας καί τόν ἴ­διο τόν ἑαυτό μου καί, χώ­νον­τας σάν τή μέ­λισ­σα τό κεν­τρί μου, σᾶς ἀ­φή­σω καί φύ­γω. Καί τώ­ρα ἄς προ­χω­ρή­σω­με»[14].

Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Μπάρ­νετ γρά­φει γιά τόν Σέρ Χάρ­ρυ Βαί­ϊν ὅτι ἀ­νῆ­κε «στήν αἵ­ρε­ση πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν «Ζη­τη­τές», για­τί κα­μι­ά μορ­φή γνώ­μης ἀ­πό ὅσες ὑ­πάρ­χουν δέν τούς ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σε· πέρί­με­ναν πάν­τα ἄλ­λες πα­ρα­πέ­ρα ἀ­πο­κα­λύ­ψεις»[15]. Κι ὁ Σω­κρά­της ἀ­νῆ­κε σ' αὐ­τή τήν αἵ­ρε­ση. Αὐ­τό τόν κά­νει ἐ­ξορ­γι­στι­κό στό διά­βα­σμα· οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό μᾶς προ­τι­μοῦν ὁ­ρι­στι­κές ἀ­πο­φάν­σεις, καί βρί­σκουν ἐ­ξορ­γι­στι­κή τήν ἀ­ο­ρι­στί­α τοῦ Ἕλ­λη­να φι­λο­σό­φου. Γι­α­τί ἡ μέ­θο­δος τοῦ Σω­κρά­τη πη­γαί­νει ἀν­τίθε­τα πρός τό ἀν­θρώ­πι­νο ἔν­στι­κτο, πού ζη­τᾶ ὁ­ρι­στι­κά ἀ­πο­τε­λέσμα­τα, πού προ­σκολ­λᾶ­ται στίς κλη­ρο­νο­μη­μέ­νες ἰ­δέ­ες του καί δέ θέ­λει νά τίς θυ­σι­ά­ση γιά τέ­τοια προ­βλη­μα­τι­κά κέρ­δη. Ὅμως αὐ­τός ὁ σκε­πτι­κι­σμός, αὐ­τή ἡ προ­θυ­μί­α νά ἐ­ξε­τά­ζης καί πά­λι νά ἐ­ξε­τά­ζης ὡς ὅτου φτά­σης τήν ἀ­πό­λυ­τη βε­βαι­ό­τη­τα, εἶ­ναι τό προ­οί­μι­ο τῆς πραγ­μα­τι­κῆς γνώ­σης. Γι­α­τί ση­μαί­νει τέ­λει­α ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιά ὁτι­δή­πο­τε ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἀ­λή­θει­α.

Ἐ­πει­δή ὁ Σω­κρά­της ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος πού τό κα­τά­λα­βε καί τό ἐ­φάρ­μο­σε, ση­μει­ώ­νει ἐ­πο­χή στόν κό­σμο. Ἄν ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­χε να­ούς σάν τίς «κα­θε­δρά­λες» μέ πο­λύ­χρω­μες ὑ­α­λο­γρα­φί­ες, μπο­ροῦ­με νά φαν­τα­στοῦ­με ἕ­ναν καλ­λι­τέ­χνη νά πα­ρα­δί­νη στή μνή­μη μας τή γε­νε­α­λο­γί­α της μέ σχέ­δι­ο ἀ­νά­λο­γο πρός ὑ­α­λο­πί­να­κα πού ἀ­πει­κο­νί­ζει τή γε­νε­α­λο­γί­α τοῦ Ἰ­εσ­σαί. Στό κά­τω κά­τω μέ­ρος, ἐ­κεῖ ὅπου ἡ θρη­σκεί­α ἐν­θρο­νί­ζει τόν Ἑ­βραῖ­ο γαι­ο­κτή­μο­να, πού ἀ­πό τά νε­φρά του φύ­τρω­σε τό δέν­τρο τῆς χρι­στι­α­νο­σύ­νης, ἡ Ἐ­πι­στή­μη θά μπο­ροῦ­σε πο­λύ σω­στά νά το­πο­θε­τή­ση τόν Ἀ­θη­ναῖ­ο, πού εἶ­ναι ὁ πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας τῶν πι­ό με­γά­λων γιῶν της. Κι οὔ­τε, ἄν χρει­ά­ζον­ταν ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κές φρά­σεις καί κεί­με­να, θά ἦ­ταν εὔ­κο­λο νά πα­ρα­βλέ­ψω­με λό­γι­α πού, ἄν δέν εἶ­ναι δι­κά του, ἦ­ταν ἐμ­πνευ­σμέ­να ἀ­π’ αὐ­τόν. «Εἶ­μαι ἀ­πό ἐ­κείνους πού μέ εὐ­χα­ρί­στη­ση θά δέ­χον­ταν τόν ἔ­λεγ­χο, ἄν λέ­γω κά­τι πού δέν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νό, καί πού μέ εὐ­χα­ρί­στη­ση πά­λι θά ἔ­λεγ­χαν τόν ἄλ­λον, ὅταν λέ­γη κά­τι πού δέν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νό, καί πού δέ θά δέ­χον­ταν μέ λι­γό­τε­ρη εὐ­χα­ρί­στη­ση τόν ἔ­λεγ­χο, για­τί τοῦ­το δῶ νο­μί­ζω ὅτι εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­γα­θό, ὅσο πι­ό με­γά­λο ἀ­γα­θό εἶ­ναι νά ἀ­παλ­λα­γῆς ὁ ἴ­διος ἀ­πό τό με­γα­λύ­τε­ρο κα­κό πα­ρά νά ἀ­παλ­λά­ξης ἄλ­λον»[16]. Ἤ πά­λι: «Πα­ρα­κα­λῶ τό θε­ό νά κά­μη νά δι­α­σω­θοῦν τά λό­γι­ά μου, ὅσα εἰ­πώ­θη­καν σω­στά· κι ἄν κά­τι εἶ­πα, χω­ρίς νά τό θέ­λω, ὄ­χι σω­στό, νά μοῦ βά­λη τήν πρέ­που­σα τι­μω­ρί­α σέ ὅ­ποιον πλα­νι­έ­ται. Καί ἡ σω­στή τι­μω­ρί­α εἶ­ναι νά μέ δι­ορ­θώ­ση»[17]. Ἄν ὁ Σω­κρά­της δέν ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ἐ­πι­στήμονας, ἤ­ξε­ρε τό πνεῦ­μα μέ τό ὁ­ποῖο ζῆ ἡ ἐ­πι­στή­μη.

Αὐ­τή τό­τε ἦ­ταν ἡ δεύ­τε­ρη ἐ­πί­δο­ση τόν πέμ­πτο αἰώνα στήν Ἀθήνα.

Εἶ­ναι δυ­σκο­λο­τε­ρο νά πε­ρι­γρά­ψω­με τήν τρί­τη ἐ­πί­δο­ση. Θά ἦ­ταν πα­ρα­πλα­νη­τι­κό νά τήν ὀ­νο­μά­σω­με ἠ­θι­κή ἐ­πί­δο­ση. Θά μπο­ρού­σα­με ἴ­σως νά τήν πού­με ζω­ο­γό­νη­ση τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά τήν ἠ­θι­κή. Ὑ­πῆρ­χε στήν Ἀθήνα μί­α κί­νη­ση πού πο­λύ ἔ­μοι­α­ζε μέ τήν κί­νη­ση πού εἴ­χα­με στίς ἡ­μέ­ρες μας. Στή σύγ­χρο­νη Εὐ­ρώ­πη οἱ ἐ­πι­θέ­σεις πού ἔ­γι­ναν ἀ­πό τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα ἐ­ναν­τί­ον τῶν γιά πο­λύ και­ρό ἀ­δι­α­φι­λο­νί­κη­των πα­ρα­δό­σε­ων τῆς θρη­σκεί­ας καί τῆς δι­α­γω­γῆς γέ­μι­σαν τήν ἀ­τμό­σφαι­ρα μέ συ­ζη­τή­σεις γι’ αὐ­τά τά πράγ­μα­τα. Ἡ ἠ­θι­κή πέ­ρα­σε ἔ­ξω ἀ­πό τή με­λέ­τη τοῦ φι­λο­σό­φου, τή θρη­σκεί­α τήν κή­ρυτ­ταν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν. Οἱ μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φοι καί οἱ δρα­μα­τουρ­γοί ἔ­γι­ναν κή­ρυ­κες· Οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες μᾶς προ­μη­θεύ­ουν κα­θη­με­ρι­νῶς νέ­ες πί­στεις. Οἱ δη­μο­σι­ο­γρά­φοι τίς ἀν­τι­γρά­φουν οἱ ἐκ­δό­τες τίς ἐκ­δί­δουν σέ ἀ­κρι­βά ἐγ­χει­ρί­δι­α. Κά­τι ἀ­νά­λο­γο ἔ­γι­νε τόν πέμ­πτο αἰώνα πρό Χρι­στοῦ. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἐν­δι­α­φέ­ρον­ταν βα­θι­ά γιά τήν ἠθική, ὅπως ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά κά­μουν μέ τίς τό­τε συν­θῆ­κες. Για­τί στήν Ἀθήνα τό κα­θε­τί τό­τε τό ἔ­λεγ­χαν καί ἡ ἠθική ἡ ἴ­δια δέν ξέ­φυ­γε τόν ἔ­λεγ­χο. Ὅπως ὁ Σῶ καί ὁ Γου­έλ­λς προ­σβάλ­λουν τούς νό­μους μας γιά τό γά­μο, ἔ­τσι κι οἱ σο­φι­στές ἄ­νοι­γαν τρύ­πες στά ἰ­δε­ώ­δη τῆς παλι­ᾶς ἐ­πο­χῆς τῶν «Μ α ρ α θ ω ­ν ο ­ μ ά χ ω ν» καί τά συ­νέ­θλιβ­σν γιά νά βρο­ῦν ἔ­δα­φος γιά τίς ἀ­ρε­τές τους. Ἔ­τσι τά προ­βλή­μα­τα τῆς δι­α­γω­γῆς τά ἔ­φε­ραν μέ δύ­να­μη στό νο­ῦ τῶν ἀν­θρώ­πων.

Αὐ­τό δέ σή­μαι­νε ἀ­ναγ­κα­στι­κά ὅτι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­γι­ναν κα­λύ­τε­ροι. Ἡ σκέ­ψη γύ­ρω στήν ἠθική συ­χνά ὑ­πο­κα­θι­στᾶ τήν πρά­ξη τῆς ἠ­θι­κῆς, καί φαί­νε­ται κα­τά κά­ποιο νό­μο τῆς φύ­σης μας νά ἐ­πι­τε­λῆ, ὅπως θά μπο­ροῦ­σε νά πῆ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, μι­ά κά­θαρ­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς. Ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη καί ἡ ὑ­πό­θε­ση, ὅτι, ὅταν οἱ ἄν­θρω­ποι μι­λοῦν πο­λύ γιά τό σω­στό, θά τό ἐ­φαρ­μό­ζουν λί­γο καί στήν πρά­ξη, καί εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅτι με­ρι­κοί ἄν­θρω­ποι στήν Ἀθήνα προ­σπα­θοῦ­σαν νά κά­νουν ὅ,τι ἐ­κή­ρυτ­ταν, καί νά πεί­θουν καί τούς ἄλ­λους νά κά­νουν τό ἴ­διο. Πρῶ­τος πρῶ­τος σ' αὐ­τό ἦ­ταν ὁ Σω­κρά­της. Μέ τόν ξη­ρό του τρό­πο μᾶς ἀ­φη­γεῖ­ται ὁ Ξε­νο­φῶν πῶς ὁ Σω­κρά­της «συ­ζη­τοῦ­σε πάν­τα γιά ὅσα ἀ­να­φέ­ρον­ται στόν ἄν­θρω­πο ἐ­ξε­τά­ζον­τας «τί εὐ­σε­βές, τί ἄ­σε­βες, τί κα­λόν, τί αἰ­σχρόν, τί δί­και­ον, τί ἄ­δι­κον, τί σω­φρο­σύ­νη, τί μα­νί­α, τί ἀνδρεί­α, τί δει­λί­α, τί πό­λις, τί πο­λι­τι­κός, τί ἀρχή ἀνθρώπων, τί ἀρ­χι­κός ἀνθρώπων» καί ὅσα ἄλ­λα ἐ­νό­μι­ζε ὅτι ὅσους τά ξέ­ρουν τούς κά­νουν κα­λούς κ' ά­γαθούς, κι ὅσους δέν τά ξέ­ρουν ὅτι σω­στό εἶ­ναι νά τούς ὀ­νο­μά­ζουν ἀν­δρά­πο­δα»[18]. Ὁ Πλά­των, μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη γρα­φι­κό­τη­τα, βά­ζει τό δά­σκα­λό του νά δι­α­κη­ρύσ­ση ὁ ἴ­διος τήν ἀ­πο­στο­λή του. «Ὅ­σο ἀ­να­πνέ­ω, ἄν­τρες Ἀ­θη­ναῖ­οι, καί ἔ­χω δύ­να­μη, πο­τέ δέ θά πά­ψω νά φι­λο­σο­φῶ πα­ρο­τρύ­νον­τας καί συμ­βου­λεύ­ον­τας ὅ­ποιον βρί­σκω μπρο­στά μου, καί λέ­γον­τάς του κα­τά τή συ­νή­θει­ά μου: ἄ­κου­σε, ἄ­ρι­στε ἄν­θρω­πε· εἶ­σαι Ἀ­θη­ναῖ­ος, πο­λί­της τῆς πι­ό με­γά­λης πο­λι­τεί­ας, αὐ­τῆς πού ἔ­χει τή με­γα­λύ­τε­ρη φή­μη γιά τή δύ­να­μη καί τή σοφί­α της· δέ ντρέ­πε­σαι λοι­πόν νά φρον­τί­ζης πῶς θά μα­ζέ­ψης τά πι­ό πολ­λά πλού­τη καί δό­ξα καί τι­μές, καί νά μήν νοι­ά­ζε­σαι οὔ­τε νά φρον­τί­ζης γιά τή σο­φί­α καί τήν ἀ­λή­θει­α καί γιά τήν ψυ­χή σου, πῶς θά τήν κά­νης ὅλο καί πι­ό κα­λή; Αὐ­τά θά τά ἐ­πα­ναλά­βω σέ ὅ­ποιον συ­ναν­τή­σω, καί νέ­ο καί γέ­ρο, καί συμ­πο­λί­τη καί ξέ­νο, ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο στούς συμ­πο­λί­τες, για­τί μου εἴσα­στε πι­ό δι­κοί μου. Για­τί, νά ξέ­ρε­τε κα­λά, αὐ­τά μέ προ­στά­ζει ὁ θε­ός. Καί πι­στεύ­ω ἐ­γώ ὅτι πο­τέ δέν ἔ­γι­νε με­γα­λύ­τε­ρο κα­λό στήν πό­λη μας ἀ­πό τή δι­κή μου ὑ­πη­ρε­σί­α πρός τό θε­ό. Για­τί ἐγώ δέν κά­νω ἄλ­λο ἀ­πό τό νά τρι­γυ­ρί­ζω τήν πό­λη καί νά προ­σπα­θῶ νά σᾶς πεί­σω καί νέ­ους καί γέ­ρους νά μή φρον­τί­ζε­τε γιά τό σῶ­μα σας μή­τε γιά τήν πε­ρι­ου­σί­α σας πρῶ­τα, οὔ­τε τό­σο πο­λύ, ἄλ­λα νά φρον­τί­ζε­τε πρῶ­τα γιά τήν ψυ­χή σας, πῶς θά γί­νη ὅσο τό δυ­να­τό ἄ­ρι­στη. Ἐ­γώ εἶ­μαι σάν ἀ­λο­γό­μυ­γα προ­σκολλη­μέ­νος ἀ­πό τό θε­ό στήν πό­λη, πού ἀ­πό τό πρω­ί ὡς τό βρά­δυ σέ ὅλα τά μέ­ρη δέν παύ­ω νά σᾶς προ­τρέ­πω, νά σᾶς πεί­θω, ν­ά σᾶς μαλ­λώ­νω»[19].

Ἡ ἀ­πο­στο­λή του εἶναι ἡ ἀ­πο­στο­λή τοῦ Ἑ­βραί­ου προ­φή­τη: ὁ Σω­κρά­της θέ­λει νά πεί­ση τό λα­ό του γιά τήν ἁ­μαρ­τί­α του. Ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει κά­τι στή μέ­θο­δό του πού δέν τό βρί­σκο­με στόν Ἠ­σα­ΐα καί τούς ὁ­μο­τί­μους του. Ὁ Σω­κρά­της δέ γε­μί­ζει τήν Ἀθήνα μέ κα­ταγ­γε­λί­ες τοῦ κα­κοῦ, οὔ­τε βρον­τᾶ ἐ­ναν­τί­ον ἑ­νός ἔ­νο­χου λα­ο­ῦ, οὔ­τε ἀ­γω­νί­ζε­ται, οὔ­τε φω­νά­ζει, οὔτε γε­μί­ζει τούς δρό­μους τῆς πα­τρί­δας του μέ τή λα­κω­νι­κή προ­ει­δο­ποί­η­ση ὅτι σέ σα­ράν­τα μέ­ρες θά κα­τα­τρο­πω­θῆ ἡ Ἀθήνα. Ἀ­πει­λές καί τρό­μος δέν ὑ­πῆρ­χαν στή δι­κή του τή μέ­θο­δο. Συ­νι­στο­ῦ­σε ἀν­τί­θε­τα ἥ­συ­χα στούς ἀ­κρο­α­τές του ἕ­να πα­λιό Ἑλ­λη­νι­κό γνω­μι­κό: γνῶ­θι σαυ­τόν. Νά γνω­ρί­ση κα­νείς τόν ἑ­αυ­τό του, τίς δυ­νά­μεις του καί τά ὅρι­ά του, νά γνω­ρί­ζη σέ πό­σο βαθ­μό αὐ­τός ὁ ἴδι­ος ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται πραγ­μα­τι­κά μέ χρή­μα­τα, ἤ δό­ξα, ἤ δύ­να­μη, νά ξέ­ρη τά πράγ­μα­τα πού ἀ­νή­κουν στήν ἡ­συ­χί­α τοῦ ἑ­αυ­το­ῦ του­—­αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀ­δι­ά­κο­πη συμ­βου­λή του. Λό­γος, κοι­νός νοῦς, κοί­ταγ­μα τῶν πραγ­μά­των κα­τά προ­σω­πο­—­μέ αὐ­τό (σκε­φτό­ταν) μπο­ροῦ­σε νά σω­θῆ ὁ κό­σμος. Ἔ­τσι κά­θε μέ­ρα «πρω­ί πρω­ί[20] τόν ἔ­βρι­σκες στούς «πε­ρι­πά­τους καί τά γυ­μνά­σι­α» καί τήν ἀ­γο­ρά «νά ἐ­ρω­τᾶ καί νά ἀ­παν­τᾶ σέ ἐ­ρώ­τη­σεις», μέ τήν ἁ­πλή πί­στη ὅτι τε­λι­κά τό «ἄ­λο­γον» εἶναι πι­ό ἀ­δύ­να­το ἀ­πό «τόν λό­γον», ἡ πρό­λη­ψη ἀ­πό τήν ἀ­λή­θει­α.

Ἐ­δῶ λοι­πόν ἔ­χο­με τό γά­μο τῆς σκέ­ψης μέ τήν ἠθική, τῆς σο­φί­ας μέ τήν ἀρετή, πού τό­σο χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν Ἑλ­λά­δα καί πού, ἀ­πό ὅλα της μά­λι­στα τά φαι­νό­με­να, εἶ­ναι ἴσως τό πι­ό πα­ρά­ξε­νο γιά μᾶς. Αἰ­σθά­νε­ται ὁ Ἀγ­γλος λο­γι­κή ἀ­γά­πη γιά τήν κα­λο­σύ­νη, δέν εἶναι ὅμως ἡ ἀγάπη πού γι' αὐ­τήν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἔ­γρα­φε:

«τᾷ Σο­φίᾳ πα­ρέ­δρους πέμ­πειν Ἔ­ρω­τας,
παν­τοί­ας ἀ­ρε­τάς ξυ­νερ­γούς
» [21]

(Νά στέλ­νη στή Σο­φί­α συμ­πα­ρα­στά­τες
Ἔ­ρω­τες, βο­η­θούς σέ κά­θε ἀρετή).

Τί θαυ­μά­σι­α φρά­ση, ἀλ­λά καί πό­σο ξέ­νη ἀ­πό τους δι­κούς μας τρό­πους αἰ­σθή­μα­τος! Ση­μεί­ω­σε τά τρί­α στοι­χεῖ­α τά ἀ­ξεδι­ά­λυ­τα συ­νυ­φα­σμέ­να­—­σο­φί­α, ἀ­ρε­τή, ἔ­ρω­ς—­τήν ἀ­ρε­τή νά πηγά­ζη ἀ­πό τή σο­φί­α καί νά δι­ε­γεί­ρη τή γε­μά­τη πά­θος ἐ­πι­θυ­μί­α μέ τήν ὀ­μορ­φιά της. Ἡ ἀ­ρε­τή μας δέν εἶ­ναι τέ­τοιου εἴ­δους. Πη­γά­ζει μέ ποι­κί­λους τρό­πους ἀ­πό τήν εὐ­συ­νει­δη­σί­α, ἀ­πό τό σε­βα­σμό, ἀ­πό Που­ρι­τα­νι­κό ἔν­στι­κτο νά νε­κρώ­σουν τή σάρ­κα. Ἀλ­λά δέν εἶναι «κα­θι­σμέ­νη δί­πλα στή σο­φί­α»· ἤ ὅπου εἶ­ναι κα­θι­σμέ­νη δί­πλα στή σο­φί­α, ὅπως σέ ἀν­θρώ­πους σάν τόν Τζών Στού­αρτ Μίλλ, τό­τε μα­ζί της βρί­σκε­ται κά­τι τό ἄ­χα­ρο, πού δέ δι­ε­γεί­ρει κα­θό­λου τόν γε­μά­το πά­θος ἔ­ρω­τα γιά τόν ὁ­ποῖο ἔ­γρα­ψεν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης: Εἶ­ναι μό­νο «νε­κρό σῶ­μα τῆς εὐ­σέ­βει­ας μέ λί­γο ἀ­πό τήν ὀ­μορ­φιά της, ἀλ­λά μέ τήν πε­ρισ­σό­τε­ρη οὐ­σί­α της»[22]. Μᾶς κι­νεῖ πρός τή φιλία, ὄχι πρός τόν ἔρωτα. Ἴσως μό­νο κα­τά τήν ἐ­πο­χή πού ἡ Ἀγ­γλι­κή σκέ­ψη ἀ­πο­χω­ρί­στη­κε ἀ­πό τή Ρώ­μη καί ξα­νά­χτι­ζε τή θε­ο­λο­γί­α, καί χαι­ρό­ταν τή δύ­να­μη τῆς νέ­ας ἀ­λή­θει­ας πού βρῆ­καν, ἴ­σως μό­νο τό­τε βρί­σκο­με ὅτι ὁ λό­γος ἦ­ταν ἀ­ξι­α­γά­πη­τος, ἐ­πει­δή ὁ­δη­γοῦ­σε στήν ἀ­ρε­τή, καί ὅτι ἡ ἀρετή ἦ­ταν σω­στή, ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἔλ­λο­γη, καί ὡ­ραί­α καί γιά τή λο­γι­κό­τη­τά της καί γιά τόν ἴ­διο τόν ἑαυτό της. «Ὁ σκο­πός, λοι­πόν, τῆς μά­θη­σης εἶναι νά ἐ­πισκευ­ά­σω­με τά ἐ­ρεί­πι­α τῶν πρώ­των μας γο­νέ­ων ξα­να­κερ­δί­ζον­τας σω­στά τή γνώ­ση γιά τό θε­ό, κι ἐ­κτός ἀ­πό αὐ­τή τή γνώ­ση νά τόν ἀ­γα­ποῦ­με, νά τόν μι­μού­μα­στε, νά τοῦ μοιά­ζωμε, ὅσο μπο­ροῦ­με ἀ­πό πι­ό κον­τά, νά κα­τα­κτοῦ­με τίς ψυ­χές μας μέ ἀ­λη­θι­νή ἀρετή». Καί πά­λι:

«Πό­σο γο­η­τευ­τι­κή εἶν’ ἡ θεί­α φι­λο­σο­φί­α!
Τρα­χιά, στυ­φή, οἱ τρε­λοί, οἱ ἠ­λί­θι­οι τή νο­μί­ζουν.
Αὐ­τή εἶναι μου­σι­κή σάν ἀ­πολ­λώ­νι­α λύ­ρα,
συμ­πό­σι­ο ἀ­δι­ά­κο­πο ἀ­πό γλύ­κες ὅλο νέ­κταρ
» [23].

Σ’ αὐ­τά τά χω­ρί­α βρί­σκε­ται τό ἀ­λη­θι­νό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα. Ἀλλά τό ἔ­σβη­σε καί ἡ παι­δεί­α μας καί ἡ φι­λο­σο­φί­α μας: καί ὥ­σπου νά ξα­να­γυ­ρί­ση, οὔ­τε ἡ παι­δεί­α μας οὔ­τε ἡ φι­λο­σο­φί­α μας θά φτά­σουν τά ὕ­ψη ὅπου εἶναι ἡ θέ­ση πού τούς ται­ριά­ζει νά κά­νουν τόν πε­ρί­πα­τό τους.

Ἄς στα­μα­τή­σω­με ἐ­δῶ γιά λί­γο, νά ρί­ξω­με τό βλέμ­μα μας σέ ἕ­να δεῖγ­μα τῆς ἀ­νά­πτυ­ξης τοῦ πέμ­πτου αἰώνα, σέ ἕ­να «σύγ­χρο­νο» ἄν­θρω­πο. Τό πα­ρά­δειγ­μά μας δέν εἶ­ναι ὁ Σω­κρά­της, πού εἶ­ναι μο­να­δι­κός σχε­δόν γιά τήν ἐκ­κεν­τρι­κό­τη­τά του. Εἶ­ναι ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῶν στί­χων πού μό­λις πρίν πα­ρα­θέ­σα­με.

Με­λέ­τη­σε τίς ὀ­νο­μα­στι­κές πε­ποι­θή­σεις τῆς κοι­νω­νί­ας μέ­σα στήν ὁ­ποία γεν­νή­θη­κε, τίς πε­ποι­θή­σεις πού κλη­ρο­νό­μη­σε ἀ­πό τή γέν­νη­σή του ὡς δι­και­ώ­μα­τα. Με­λέ­τη­σε τή Βί­βλο του, τήν πα­ρα­δο­μέ­νη μυ­θο­λο­γί­α. Τοῦ δί­δα­ξε ὅτι ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί θε­οί, ἀρ­σε­νι­κοί καί θη­λυ­κοί, καί ὅτι μό­νο ἕ­νας ἀπ’ αὐ­τούς (μι­ά θε­ά) δέν εἶχε νό­θα παι­διά· ἡ θε­ά αὐτή εἶ­χε ἕ­να βω­μό πά­νω στόν ὁ­ποῖο θυ­σί­α­ζαν ἀν­θρω­πι­νά ὄν­τα. Ὁ Δί­ας πλά­νευ­ε τίς γυ­ναῖ­κες καί τίς θυ­γα­τέ­ρες ἀν­θρώ­πων, κι ἡ δι­κή του γυ­ναί­κα πα­ρη­γο­ρι­ό­ταν βα­σα­νί­ζον­τας αὐ­τές τίς γυ­ναῖ­κες καί τά παι­διά τους· ἡ Ἀ­φρο­δί­τη τι­μω­ροῦ­σε τήν ὑ­περ­βο­λι­κή ἁ­γνό­τη­τα, ἡ Ἀρ­τέ­μι­δα τήν ἐ­πλή- ρω­νε κα­τα­δι­ώ­κον­τας τίς εὐ­νο­ού­με­νές της. Οἱ ἀν­θρώ­πι­νοι ἥ­ρω­ες αὐ­τῆς τῆς Βί­βλου μό­λις πού ἦταν λι­γό­τε­ρο ἀ­κη­λί­δω­τοι κι ἄς ἔ­φερ­ναν ὀ­νό­μα­τα σάν τοῦ­τα ἐ­δῶ: Ἀ­γα­μέ­μνο­νας, Ἑ­λέ­νη, Με­νέ­λα­ος, Ὀ­δυσ­σέ­ας, κι ἄς τούς εἶ­χαν ὑ­μνή­σει οἱ ποι­η­τές τῆς χώ­ρας του. Ἡ Ἑ­λέ­νη, ἀφοῦ ἄ­φη­σε τόν ἄν­τρα της κι ἔ­φυ­γε μα­κρι­ά μέ ἕ­ναν ξέ­νο, δέ­χτη­κε νά σκο­τώ­νων­ται γι’ αὐ­τήν χι­λιά­δες ἄν­θρω­ποι μέ­σα στήν κα­τα­στρε­πτι­κή ἀ­θλι­ό­τη­τα τοῦ δε­κά­χρο­νου πο­λέ­μου. Ὁ Ἀ­γα­μέ­μνο­νας, γιά νά εὐ­ο­δω­θῆ ἡ ἐκ­στρα­τεί­α του γιά τήν ἐ­πα­να­φο­ρά αὐ­τῆς τῆς γυ­ναί­κας, τῆς ἀ­κό­λα­στης συ­ζύ­γου τοῦ ἀ­δελ­φο­ῦ του, πῆ­ρε μέ δό­λο τήν κό­ρη του, ὅταν ἔ­φευ­γε ἀ­πό τό σπί­τι του, δι­α­κη­ρύσ­σον­τας ὅτι ἐ­πι­θυ­μεῖ νά τήν παντρέ­ψη μέ τόν Ἀ­χιλ­λέ­α, καί ὕ­στε­ρα τή θυ­σί­α­σε σέ μι­ά θε­ά· ἅρ­πα­ξε ἀ­πό τόν κα­λύ­τε­ρο σύμ­μα­χό του μι­ά σκλά­βα κό­ρη πού τήν ἐ­ποφθαλ­μι­οῦ­σε γιά παλ­λα­κί­δα του, καί μέ τήν προ­σβο­λή πού τοῦ ἔ­κα­με πα­ρά λί­γο νά κα­τα­στρέ­ψη τό στρα­τό του· στό τέ­λος πρό­σβα­λε βα­ρι­ά τά αἰ­σθή­μα­τα τῆς γυ­ναί­κας του μέ τό νά φέρ­νη μα­ζί του στό σπί­τι του, μέ­σα στό ἅρ­μα του, δεύ­τε­ρη σύ­νευ­νο[24].

Ὁ Ὅμηρος ὅμως δέν ἔ­βλε­πε ἀ­δυ­να­μί­α σ’ αὐ­τούς τούς θε­ούς καί τούς ἀν­θρώ­πους, μό­νο λά­τρευ­ε τούς πρώ­τους καί ὑ­μνοῦ­σε τούς ἄλ­λους, μέ ὅ­λη τήν κα­λή πί­στη, τι­μών­τας τό Δί­α σάν «ἀ­νώ­τα­το κυ­βερ­νή­τη» καί τόν Ἀ­γα­μέ­μνο­να σάν «ἄ­να­κτα ἄν­δρων» Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης τό βρῆ­κε δύ­σκο­λο νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση.

Ὅ­μοι­α δύ­σκο­λο βρῆ­κε, μέ τό ὀ­ξύ, τό κρι­τι­κό μυα­λό του, νά ἀ­κο­λου­θή­ση ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες πού οἱ προ­γε­νέ­στε­ροί του τίς δέ­χτη­καν. Ὅταν ὁ Ὀ­ρέ­στης σκό­τω­σε τή μη­τέ­ρα του, ὁ Αἰ­σχύ­λος πί­στευ­ε ὅτι ὁ τό­πος γέ­μι­σε μέ γυ­ναῖ­κες, φι­δο­πλό­κα­μες, πού κυ­νη­γοῦ­σαν τό φο­νιά, φω­νά­ζον­τας, ὅταν μυ­ρί­ζον­ταν αἷ­μα· καί ὅτι τίς γυ­ναῖ­κες αὐ­τές τίς ἔ­βλε­παν καί ὅσοι ἦ­ταν ἐκεῖ. Μπρο­στά στό κρι­τι­κό μά­τι τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη ἡ ἱ­στο­ρί­α αὐ­τή ἔ­γι­νε κομ­μά­τια.

Εἶναι ἀ­λή­θει­α ὅτι στήν Ἰ­φι­γέ­νει­α ὁ Ὀ­ρέ­στης ὑ­πο­θέ­τει ὅτι τόν κυ­νη­γοῦν αὐ­τά τά πλά­σμα­τα. Ἀλ­λά τά πλά­σμα­τα αὐτά δέν πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στή σκη­νή καί κα­νείς ἄλ­λος δέν τά β­λέπει οὔ­τε μι­λᾶ γι’ αὐ­τά. Ἕνας χω­ρι­κός πε­ρι­γρά­φει πῶς πα­ρα­κο­λού­θη­σε τόν Ὀρέστη νά πα­λεύ­η μέ κά­τι πού ἐ­κεῖ­νος τό ὀ­νό­μα­ζε Ἐ­ρινύ­ες. Ὁ ἴ­διος ὁ ἀ­γρό­της δέν εἶ­δε τέ­τοια πράγ­μα­τα, εἶ­δε μό­νο τόν Ὀ­ρέ­στη νά σκο­τώ­νη κά­τι ἀ­γε­λά­δες καί νά κα­λῆ τόν κό­σμο γιά μάρ­τυ­ρα ὅτι θα­να­τώ­νει τούς ἐ­χθρούς του[25]. Δί­χως ἀμ­φιβο­λί­α, σάν τόν Αἴ­αν­τα σέ προ­γε­νέ­στε­ρη πε­ρί­πτω­ση, ὁ Ὀ­ρέ­στης ἐ­κεί­νη τή στιγ­μή ἦ­ταν ἔ­ξω φρε­νῶν.

Ἤ­ξε­ρε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ὅτι τά παι­διά πού σκό­τω­σαν τή μη­τέ­ρα τους δέν τά ἐ­πι­σκέ­πτον­ται γυ­ναῖ­κες μέ φί­δια στήν κό­μη τους, ἀλ­λά ἤ­ξε­ρε καί τοῦ­το: ὅτι ἡ μη­τρο­κτο­νί­α τι­μω­ρι­έ­ται. Μᾶς δεί­χνει στόν Ὀ­ρέ­στη μέ τί τι­μω­ρί­α. Ὅταν ἀρ­χί­ζη τό ἔρ­γο, ὁ Ὀ­ρέ­στης πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ξα­πλω­μέ­νος στό κρεβ­βά­τι, χλω­μός καί ἀ­δύ­να­τος, μέ ἀ­φρούς στά χεί­λη, μέ τή μα­κρι­ά του κό­μη σέ ἀ­κατα­στα­σί­α· ἡ ἀ­δελ­φή του τόν προ­σέ­χει. Δέ θέ­λει νά φά­γη: δέ θέ­λει νά πλυ­θῆ: σφίγ­γε­ται ἄ­τα­κτα μέ τά σκε­πά­σμα­τά του καί βα­ρι­α­να­στε­νά­ζει. Ἀ­πό ὥ­ρα σέ ὥ­ρα βλέ­πει στόν ἀ­έ­ρα σκυ­λό­μορ­φα ὄν­τα νά τόν ἀ­πει­λοῦν, τι­νά­ζε­ται, φαν­τά­ζε­ται πώς θά τά σκο­τώ­ση, καί κά­νει κι­νή­σεις ὅτι τεν­τώ­νει τή σφεν­δό­νη καί τι­νά­ζει τό βέ­λος. Αὐ­τοί πού τόν προ­σέ­χουν τόν κρα­τοῦν γε­ρά στό κρεβ­βά­τι, ὥ­σπου νά πε­ρά­ση ὁ πα­ρο­ξυ­σμός. Τό­τε συ­νέρ­χε­ται καί ξα­πλω­μέ­νος ἐ­κεῖ φω­νά­ζει ἀ­πελ­πι­σμέ­να καί «ἔμφρων δακρύ­ει»—σέ κα­τά­στα­ση πι­ό κου­ρα­στι­κή γιά τήν τρο­φό του ἀ­πό τή μα­νί­α του. Σκέ­ψου τή φρί­κη αὐ­τῆς τῆς σκη­νῆς. Καί βά­στα­ξε αὐ­τό πέν­τε μέ­ρες[26]. Ἔ­τσι τό παι­δί τοῦ αἰώνα τοῦ Λό­γου με­λέ­τη­σε τήν ποι­νή τοῦ μη­τρο­κτό­νου. Ἦταν μι­ά νευ­ρι­κή δι­α­νο­η­τι­κή ἀ­να­τα­ρα­χή. Ἦ­ταν, σέ χει­ρό­τε­ρη μορ­φή, ἡ τι­μω­ρί­α τῆς Λαί­δης Μάκ­βεθ.

Πά­ρε ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα. Ἡ μυ­θι­κή πα­ρά­δο­ση ἔ­λε­γε πώς ἡ Ἑ­λέ­νη πα­ρά­τη­σε τόν Ἕλ­λη­να σύ­ζυ­γό της, γιά νά γί­νη γυ­ναί­κα τοῦ Πά­ρη, καί πώς οἱ Ἕλληνες τόν ἀ­κο­λού­θη­σαν στην Τροί­α, καί τήν κυ­ρί­ε­ψαν, καί πώς ἔ­γι­νε πά­λι ἡ Ἑ­λέ­νη γυ­ναί­κα τοῦ Με­νέ­λα­ου. Ἱ­στο­ρί­α πού φέρ­νει σέ ἀ­μη­χα­νί­α, ἄν θέ­λο­υ­με νά τήν ἐ­λέγ­ξω­με, καί νά ρω­τή­σω­με ἀ­πό κον­τά τί λο­γῆς γυ­ναί­κα θά ἔ­τρε­πε νά εἶ­ναι γιά νά ἐ­νερ­γή­ση ἔ­τσι. Ὁ ἴ­διος ὁ Ὅμηρος ἔ­νι­ω­σε τή δυ­σκο­λί­α, καί ἡ Ἑ­λέ­νη του δέ­χε­ται τό σφάλ­μα της. Εἶναι «κυ­νῶ­πις», ἀ­ναί­σχυν­τη σά σκύ­λα. Γε­νι­κά ὅμως γιά τόν Ὅμηρο εἶ­ναι ἡ δῖα γυναι­κῶν, ἡ ἐ­ξαί­ρε­τη γυναίκα, μέ τούς ἄ­σπρους βρα­χί­ο­νες καί τό κυ­μα­τι­στό ἱ­μά­τι­ο, πού ἡ ὀ­μορ­φιά της κά­νει ἀ­κό­μη καί τούς Τρω­α­δί­τες νά σκέ­φτων­ται ὅτι ἄ­ξι­ζε τό δε­κά­χρο­νο πό­λε­μο. Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης εἶναι πι­ό δι­ε­ρευ­νη­τι­κός στήν ἀ­νά­λυ­σή του γιά τή φύ­ση αὐ­τῆς τῆς γυ­ναί­κας πού ἐγ­κατά­λει­ψε σπί­τι καί κό­ρη γιά ἕ­να ξέ­νο. Γι’ αὐ­τόν ἡ Ἑ­λέ­νη εἶναι οὐ­σι­α­στι­κά ἡ μα­ται­ό­δο­ξη, ἡ γε­μά­τη ἰ­δι­ο­τέ­λει­α, ἡ γυναίκα πού τῆς ἀ­ρέ­σει ἡ πο­λυ­τέ­λει­α, καί δέ λυ­πᾶ­ται κό­πους νά κά­μη φανε­ρή τή σκέ­ψη του.

Ὁ ὄ­μορ­φος Πά­ρης τήν γο­ή­τε­ψε, καί τό πλού­σι­ο ἀ­να­το­λί­τι­κο ντύ­σι­μό του· ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν καρ­διά της τήν κέρ­δι­σαν ἀ­σή­μαν­τες μα­ται­ο­δο­ξί­ες·—τό χρυ­σό πε­ρι­λαί­μι­ο τοῦ Πάρη, οἱ πλα­τιές ἀ­να­το­λί­τι­κες πε­ρι­σκε­λί­δες του. Ἡ φαν­τα­σί­α της μα­γεύ­τη­κε. Καί τό­τε το Ἄρ­γος τῆς φά­νη­κε μι­ά φτω­χή Ἑλ­λη­νι­κή πό­λη. Ἡ Τροί­α τῆς πρό­σφε­ρε τά μυ­θι­κά πλού­τη καί τίς πο­λυ­δά­πα­νες ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς Ἀ­να­το­λῆς:

«Σπάρ­της δ’ ἁ­παλ­λα­χθεῖ­σα τήν Φρυ­γῶν πό­λιν
χρυ­σῷ ρέ­ου­σαν ἤλ­πι­σας κα­τα­κλύ­σειν
δα­πά­ναι­σιν οὐδ’ ἦν ἱ­κα­νά σοι τά Με­νέ­λε­ω
μέ­λα­θρα ταῖς σα­ῖς ἐγ­κα­θυ­βρί­ζειν τρυ­φαῖς
» [27].

Ἔ­τσι πα­ρά­τη­σε τήν πα­τρί­δα της. Κι ὅταν ἔ­φτα­σε στήν Τροί­α, ἔ­δει­ξε ὅτι ἦ­ταν ἡ τέ­λει­α φι­λά­ρε­σκη, πού ἐ­χλεύ­α­ζε τόν Πά­ρη κά­θε φο­ρά πού οἱ Ἕλληνες κέρ­δι­ζαν στή μά­χη, καί ἔ­τσι ἐ­ξε­ρέ­θι­ζε τήν ἀ­γά­πη του. Ἀ­γα­ποῦ­σε τήν πε­ρί­τε­χνη ἁ­βρο­φρο­σύ­νη, τίς γο­νυ­κλι­σί­ες καί τόν ἀ­να­το­λί­τι­κο χαι­ρε­τι­σμό, πού τό­σο προ­σβλη­τι­κά καί τό­σο γε­λοῖ­α ἦ­ταν γιά τό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα. Καί ὅταν ἦρ­θε τό τέ­λος καί ἔ­πε­σε ἡ Τροί­α καί σκο­τώ­θη­κε ὁ Πά­ρης, ντύ­θη­κε μέ λαμ­πρό­τη­τα­—­δέν της ἔ­λει­ψε πο­τέ ἡ μαται­ο­δο­ξί­α—καί βγῆ­κε νά προϋ­παν­τή­ση τούς Ἕλ­λη­νες[28].

Γυ­ρί­ζον­τας σι­ό Ἄρ­γος, με­σό­κο­πη πιά, ἡ ἴ­δια ἦ­ταν: ἔστι δ’ ἡ πάλαιγυνή. Τά ἐν­δι­α­φέ­ρον­τά της εἶναι τά ἐν­δύ­μα­τα, Οἱ κα­θρέ­φτες, καί τά ρι­πί­δια: ἔ­φε­ρεν ἕ­ναν Φρύ­γα εὐ­νο­ῦ­χο ἀ­πό τήν Τροί­α νά τήν ὑ­πη­ρέ­τη, καί οἱ ἀ­κό­λου­θές της ἔ­χουν εἰ­δι­κό­τη­τα στά ἀ­ρώ­μα­τα καί στά κα­θρε­φτί­σμα­τα. Ἀ­κό­μη καί ὅταν ἡ εὐ­πρέ­πει­α τοῦ πέν­θους ἐ­πι­βάλ­λει νά κό­ψη τήν κό­μη της, δέ θά χα­λά­ση τήν κα­λή της ἐμ­φά­νι­ση· μό­νο τίς ἄ­κρες τῶν μαλ­λιῶν της θά ψα­λι­δί­ση. Ἔ­τσι εἶ­δε τήν Ἑ­λέ­νη ὁ αἰώνας τοῦ Λό­γου.

Τό ἴ­διο καί γιά τόν πό­λε­μο πού αἰ­τί­α του στά­θη­κε ἡ Ἑ­λέ­νη. Γιά τόν Ὅμηρο ὁ πό­λε­μος ἦ­ταν ὑ­πέ­ρο­χος. Οἱ ἥ­ρω­ές του βρῆ­καν σ’ αὐ­τόν τήν ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κή τους κλί­ση καί τά κα­κά του τά ξε­περ­νο­ῦσε ἡ με­γα­λό­πρε­πη ἀν­τρεία τους καί ὁ ἀ­ριθ­μός τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἦ­ταν ἱ­κα­νοί νά σκο­τώ­σουν. Ἀλ­λι­ῶς τά σκέ­φτη­κε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης, ὅπως δεί­χνει ἡ ὑ­πό­θε­ση μί­ας τρα­γῳ­δί­ας του.

Μι­ά πό­λη κυ­ρι­εύ­τη­κε: Οἱ ἄν­τρες πού ἦ­ταν μέ­σα σκο­τώ­θη­καν, καί οἱ γυ­ναῖ­κες πού πε­ρι­μέ­νουν νά τίς βά­λουν στά πλοῖ­α γιά τή δου­λεί­α λέ­νε ὅ,τι αἰ­σθά­νον­ται, καί συ­ζη­τοῦν γιά τό μέλ­λον τους. Οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες πού μι­λοῦν εἶναι προ­σε­κτι­κά δι­α­λεγ­μέ­νοι γιά τήν ἀ­νο­μοι­ό­τη­τα πού ἔ­χουν, κι ἔ­τσι θά μπορέ­σω­με νά δοῦ­με τή σκη­νή μέ λογῆς μά­τια καί μέ ποι­κί­λο φω­τι­σμό. Εἶναι οἱ ἁ­πλές γυ­ναῖ­κες, πού τό πα­ρά­πο­νό τους εἶναι ἕ­νας μι­σο-ζω­ώ­δι­κος πό­νος για­τί χά­θη­καν οἱ ἀ­νέ­σεις καί για­τί δι­α­λύ­θη­καν οἱ εὐ­τυ­χι­σμέ­νες ἑ­στίες τους. Εἶ­ναι ἡ γυναίκα τοῦ βα­σι­λιᾶ τῆς Τροί­ας. Εἶναι γρι­ά, τά θερ­μά της αἰ­σθή­μα­τα ἔ­χουν σβή­σει, καί οἱ βα­θύ­τε­ρες ἀν­θρώ­πι­νες συμ­πά­θει­ές της ἔ­χουν πε­θά­νει, ὡς ἕ­να μέ­ρος ἐ­πει­δή εἶναι γρι­ά, ὡς ἕ­να μέ­ρος ἀ­πό τήν πομ­πι­κή καί τε­λε­τουρ­γι­κή ζω­ή τῆς βα­σι­λεί­ας, σέ ση­μεῖ­ο πού ὅ,τι πε­ρισ­σό­τε­ρο αἰ­σθά­νε­ται εἶναι ἡ πί­κρα, για­τί χά­θη­κε τό βα­σί­λει­ο, καί ἡ κα­τα­στρο­φή τῆς δυ­να­στεί­ας. Εἶ­ναι ἡ νύ­φη της, πού ἡ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη συ­ζυ­γι­κή της ζω­ή ἔ­σπα­σε μέ τό θά­να­το τοῦ ἀν­τρός της, καί πρέ­πει τώ­ρα νά τήν δι­α­δε­χτῆ μι­ά ζω­ή σκλά­βας, παλ­λα­κί­δας τοῦ γιοῦ ἐ­κεί­νου πού σκό­τω­σε τόν ἄν­τρα της. Εἶ­ναι μι­ά προ­φή­τισ­σα πού βλέ­πει τήν κα­τα­στρο­φή μέ πλα­τύ­τε­ρο μά­τι, ὅπως ται­ριά­ζει στόν ὑ­πη­ρέ­τη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πό τό στρα­τό τῶν νι­κη­τῶν, πού λυ­πᾶ­ται τούς νι­κη­μέ­νους, ἀλ­λά κά­νει στό τέ­λος ὅ,τι οἱ ἀ­νώ­τε­ροί του προ­στά­ζουν, καί αἰ­σθά­νε­ται τήν αὐ­τα­ρέ­σκει­α τοῦ νι­κη­τοῦ καί κοι­τά­ζει μπρο­στά του, πῶς θά εἶ­ναι, ὅταν θά δῆ πά­λι τό σπί­τι του. Τέ­τοιο εἶ­ναι τό σχέ­δι­ο στίς Τρω­ά­δες. Ὅ­λο τό ἔρ­γο παί­ζε­ται στήν ἀ­κρο­θα­λασ­σιά, ὅπου οἱ σκλά­βες γυ­ναῖ­κες εἶ­ναι στρι­μωγ­μέ­νες σέ μί­α γω­νί­α κον­τά στή σκη­νή τήν ὁ­ρι­σμέ­νη γι’ αὐ­τές. Σέ ἀ­πό­στα­ση βλέ­πο­με τούς νι­κη­τές νά τρα­βοῦν κλή­ρους γιά τούς αἰχ­μα­λώ­τους πού θά πά­ρουν, νά με­τα­φέ­ρουν τή λεί­α στά κα­ρά­βια καί νά ἑ­τοι­μά­ζων­ται γιά τήν ἀν­αχώ­ρη­ση. Ὅπως τό ἔρ­γο ἀρ­χί­ζει μέ τούς θρή­νους τῶν σκλα­βω­μέ­νων γυ­ναι­κῶν, ἔ­τσι τε­λει­ώ­νει μέ τή σάλ­πιγ­γα πού μέ τό σάλ­πι­σμά της τίς κα­λεῖ στά Ἑλ­λη­νι­κά κα­ρά­βια: ἡ πο­λι­τεί­α βυ­θί­ζε­ται μέ­σα στίς φλό­γες, ἡ Τροί­α χά­νε­ται μέ­σα στή στά­χτη καί τόν κα­πνό.

Πέ­ρα ὡς πέ­ρα κα­μι­ά λάμ­ψη ἀ­πό φῶς: ὡς τό τέ­λος τό ἔρ­γο εἶ­ναι γε­μά­το ἀ­πελ­πι­σμό. Οἱ αἰχ­μά­λω­τες ἔ­χα­σαν τούς ἄν­τρες καί τά παι­δι­ά τούς, σέ λί­γο θά τίς σύ­ρουν στή δου­λεία καί θά τίς χω­ρί­σουν κα­τά τόν κλῆρο πού πέ­φτει, ἡ πα­λιά τους ζω­ή τε­λεί­ω­σε καί δέν ἔ­χουν κα­μι­άν ἐλ­πί­δα γιά τή νέ­α ζω­ή τους. Ὑ­πάρ­χουν δύ­ο ση­μεῖ­α ὑ­περ­βο­λι­κῆς χα­ρᾶς στό ἔρ­γο, μό­νο δυ­ό, καί εἶναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Τό πρῶ­το εἶ­ναι ἡ χα­ρά τῆς Κασ­σάν­δρας ὅτι φέρ­νει μα­ζί της στήν Ἑλ­λά­δα τήν κα­τα­στρο­φή τοῦ ἀ­φέν­τη της, τοῦ Ἀ­γα­μέ­μνο­να. Τό δεύ­τε­ρο εἶ­ναι ἡ χα­ρά τοῦ Με­νε­λά­ου ὅτι ἐ­πί τέ­λους μπο­ρεῖ νά τι­μω­ρή­ση τήν ἄ­πι­στη γυναίκα του. Για­τί, ἀ­κό­μη καί στούς νι­κη­τές, ἡ νί­κη δέ φέρ­νει εὐ­τυ­χί­α. Μέ τό στό­μα τῆς Κασ­σάν­δρας ὁ Εὐ­ρι­πί­δης δη­λώ­νει ἐν­δει­κτι­κά ὅτι ἀ­πό τους δυ­ό, λι­γό­τε­ρο ἀ­ξί­ζει κα­νείς νά ζηλέ­ψη τούς κα­τα­κτη­τές ἀ­πό τους κα­τα­κτη­μέ­νους. Μι­ά στιγ­μι­αί­α ἐκ­δί­κη­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­μοι­βή του Με­νε­λά­ου γιά μά­χες δέ­κα χρο­νῶν: κι ἐ­κεῖ­νοι πού σ’ αὐ­τά τά δέ­κα χρό­νι­α ἀ­πο­ξε­νώ­θη­καν ἀ­πό τή ζω­ή τοῦ σπι­τιοῦ τους, γυ­ρί­ζον­τας θά βροῦν νά τούς πε­ρι­μέ­νη στήν Ἑλ­λά­δα, ἄλ­λον ὁ θά­να­τος, ἄλ­λον ἡ ἀ­πι­στί­α καί ὅλους ἡ ἀλ­λα­γή. Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἀ­να­ρω­τή­θη­κε τί εἶ­ναι ὁ πό­λε­μος, ὅταν τόν κοι­τά­ζης ὅπως εἶναι: καί αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ[29].

«Νά βλέπη κα­θα­ρά ἐκεῖ­νο πού εἶναι»: ἔ­τσι ὅ­ρι­σε ὁ Σταντάλ τό χρέ­ος τοῦ συγ­γρα­φέ­α, καί θά μπο­ροῦ­σε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης νά πά­ρη αὐτά τά λό­γι­α γιά μότ­το του, για­τί, ἄν καί ὑ­πάρ­χουν πολ­λές τά­σεις σ­τά ἔρ­γα του, στήν οὐ­σί­α του ὅλο του τό ἔρ­γο εἶ­ναι μί­α ἀ­πό­πει­ρα νά δῆ τά πράγ­μα­τα ὅπως εἶναι.

Νά δῆ τόν Ἀ­πόλ­λω­να ὅπως ἦ­ταν, θε­ό πού δι­ά­τα­ξε τόν Ὁρέ­στη νά σκο­τώ­ση τή μη­τέ­ρα του, ἐ­πει­δή σκό­τω­σε αὐτή τόν πα­τέ­ρα του τόν Ἀ­γα­μέ­μνο­να: πού πλά­νε­ψε μι­ά κό­ρη καί φαρ­μά­κω­σε ὅ­λη της τή ζω­ή[30].

Νά δῆ τό φό­νο τῆς Κλυ­ται­μνή­στρας, ὅπως ἦ­ταν· μι­ά πρά­ξη πού δέν ἔ­κα­με κα­λό στόν Ἀ­γα­μέ­μνο­να καί πού θά ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος πού θά τήν ἀ­πό­τρε­πε: ὠ­μή ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ νό­μου τῆς βεν­τέ­τας σέ ἐ­πο­χή ὅπου ὁ νό­μος εἶ­χε πα­ρα­με­ρί­σει πιά τό πρω­τό­γο­νο αὐτό ἔθιμο[31].

Νά δῆ τή μα­νί­α τοῦ Ὀρέστη, ὅπως ἦ­ταν: ὄ­χι ὁ­ρα­τά στοι­χειά μέ φί­δια καί μέ μα­στί­γι­α, Ἐ­ρι­νύ­ες πού τόν κα­τα­δι­ώ­κουν, ἀλ­λά ἕ­να κα­θό­λου λι­γό­τε­ρο φρι­χτό πράγμα, μι­ά φυ­σι­κή ἀρ­ρώ­στει­α, ἕ­να προ­ϊ­όν τῆς συ­νεί­δη­σης πού φθεί­ρει τό σῶ­μα καί τα­ρά­ζει τό νο­ῦ: συ­νο­δευ­μέ­νο ἀ­πό νο­ση­ρές ὑ­πο­ψί­ες πού ἔρ­χον­ται καί φεύ­γουν μέ τούς πα­ρο­ξυ­σμούς τῆς μα­νί­ας: πού τρέ­φε­ται καί τρέ­φει τόν ἔν­το­νο αὐτο-συγ­κεν­τρω­μέ­νο ἐ­γω­ι­σμό, τό ἀ­με­τά­βλη­το αὐτό γνώ­ρι­σμα τέ­τοιων κα­τα­στά­σε­ων.

Νά βλέ­πη τίς με­γά­λες μορ­φές τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς μυ­θο­λο­γί­ας ὅπως εἶ­ναι: τό Με­νέ­λα­ο, ὄ­χι ὅπως τόν δεί­χνει ὁ Ὅμηρος ἕ­να με­γά­λο κα­τα­κτη­τή καί βα­σι­λιά, ἀλ­λά ἕ­ναν ἐ­γω­ι­στή, φρό­νι­μο καί δει­λό ἄν­τρα[32] Τήν Ἑ­λέ­νη, ὄ­χι μό­νο θε­ϊ­κά ὄ­μορ­φη, ὅπως τή δεί­χνει ὁ Ὅμηρος, ἄλ­λα μα­ται­ό­δο­ξη, ἐ­γω­ί­στρι­α καί ἄ­πι­στη γυναίκα.

Νά δῆ τόν Τρω­ι­κό πό­λε­μο καί τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά του, ὅπως εἶναι: φρι­χτή, γε­μά­τη αἶ­μα λε­η­λα­σί­α μί­ας με­γά­λης πόλη­ς—­σε με­ρι­κά ἔρ­γα τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη ἔ­χει σχε­δόν τήν ἴ­δια θέ­ση πού ἔ­χει στό Αἰ­σχύ­λει­ο δρά­μα ἡ οἰ­κο­γε­νει­α­κή κα­τά­ρα-—πού οἱ συ­νέ­πει­ές της κολ­λοῦν σέ ὅλους ὅσοι πῆ­ραν μέ­ρος σ’ αὐ­τό τόν πό­λε­μο, καί, παίρ­νον­τας ποι­κί­λες μορ­φές, στοι­χει­ώ­νουν τά σπίτια τους, φέρ­νον­τας δυ­στυ­χί­α ἀ­κό­μη ὡς καί στήν τρί­τη καί τήν τέ­ταρ­τη γε­νε­ά.

Ἀλ­λά πρό­σε­ξε ὅτι ὁ Εὐ­ρι­πί­δης εἶ­ναι ἠ­θι­κο­λό­γος ὅσο καί κρι­τι­κός. Καί σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο συν­δέ­ε­ται μέ τό Σω­κρά­τη καί χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τόν Ὅμηρο. Ὁ Ὅμηρος ἔ­χει ἠθικό κα­νό­να, ἀλ­λά ἡ κρί­ση του εἶ­ναι μα­κρό­θυ­μη καί ἐ­λαφ­ρές οἱ ἐ­πι­κρί­σεις του. Εἶ­ναι τό­σο γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­πό τήν πλη­ρό­τη­τα καί τήν ὀ­μορ­φιά τῆς ζω­ῆς πού συ­χνά ξε­χνᾶ νά κα­τα­δι­κά­ζη. Δέν εἶ­ναι ἔ­τσι ὁ Εὐ­ρι­πί­δης. Φέρ­νει τόν ἔ­νο­χο χω­ρίς οἶ­κτο στό δι­κα­στή­ρι­ό του καί ἐ­ξε­τά­ζει τήν πα­λιά πα­ρα­δο­μέ­νη φή­μη του μέ­σα στό γυ­μνό ἄ­το­μό του: τό Με­νέ­λα­ο, τόν Ὀ­δυσ­σέ­α, τόν Ἰάσω­να, τόν Ὀρέστη, τήν Ἑ­λέ­νη, τήν Ἐρ­μι­ό­νη, τόν Ἀ­πόλ­λω­να, τήν Ἀ­φρο­δί­τη, τήν Ἥ­ρα, τήν Ἄρ­τε­μη: βλέ­πο­με τήν ψυ­χή τους «ση­μα­δε­μέ­νη ἀ­πό τό μα­στί­γι­ο, γε­μά­τη ση­μά­δια καί πλη­γές ἀ­πό ἐ­πι­ορ­κί­ες καί ἐγ­κλή­μα­τα, κυρ­τω­μέ­νη ἀ­πό ψευ­τιά καί ἀ­γυρ­τεί­α». Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης δέ ρω­τᾶ ἄν αὐ­τοί οἱ ἥ­ρω­ες καί οἱ θε­ό­τη­τες ἦ­ταν πλού­σι­οι ἤ ἔν­δο­ξοι· ἄλ­λα μό­νο ἄν συμ­μορ­φώ­νον­ταν μέ τόν ὕ­ψι­στο κα­νό­να τοῦ ἀ­γα­θοῦ, πού αὐ­τός καί ἡ Ἀ­θή­να ἤ­ξε­ραν. Ἦ­ταν δί­και­οι, γεν­ναῖ­οι, εὐ­σπλα­χνι­κοί, φί­λοι τῆς ἀ­λή­θει­ας; Ἄν ὄ­χι, ὅ­λες οἱ πα­νη­γυ­ρι­κές ἐ­πι­δο­κι­μα­σί­ες τῆς μυ­θι­κῆς πα­ρά­δο­σης δέ θά τούς ἔ­σῳ­ζαν. Θά τούς πε­ρί­με­νε ἀ­τιμω­τι­κή τι­μω­ρί­α.

Ἔ­χο­με ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα συγ­γε­νι­κό μ’ αὐ­τά πού πα­ρα­θέ­σα­με, πού φα­νε­ρώ­νει κα­θα­ρά τήν ἠθική ρο­πή τοῦ νέ­ου δρά­μα­τος. Εἶ­ναι τό με­τα­χεί­ρι­σμα πού κά­νει ὁ Εὐ­ρι­πί­δης σέ μι­άν ἀπ’ αὐ­τές τίς τό­σο κοι­νές ἱστο­ρί­ες τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ μύ­θου. Πολ­λές ἀ­πό τίς ἔν­δο­ξες οἰ­κο­γέ­νει­ες τῆς μυ­θι­κῆς πα­ρά­δο­σης ὄ­φειλαν τήν ἀρ­χή τους σέ κά­ποιο θε­ό. Ὁ Ἀ­πόλ­λων ἡ ὁ Δί­ας ἐ­ρωτεύ­τη­καν κά­ποια ὄ­μορ­φη θυ­γα­τέ­ρα ἀνθρώπων: στήν πρώ­ι­μη ἐ­κεί­νη ἐ­πο­χή οἱ θε­οί «συμ­με­ρι­ζό­ταν τίς ἀ­δυ­να­μί­ες τῶν θνη­τῶν, καί οἱ θνη­τοί τίς χα­ρές τῶν θε­ῶν». Καί τί­πο­τα ἄλ­λο δέν ἦρ­θε στόν κό­σμο, ἀ­πό τόν ἐ­φή­με­ρο τοῦ­το δε­σμό πα­ρά ἡ γέν­νη­ση ἑ­νός ἥ­ρω­α. Ἡ Ἑλ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γί­α εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό τέ­τοιες ἀ­φη­γή­σεις: ὁ ἔ­νατος Πυ­θι­ο­νί­κης τοῦ Πιν­δά­ρου δεί­χνει μέ πό­σο χα­ρι­τω­μέ­νη ὀ­μορ­φιά ἕ­νας ποι­η­τή­ς—­μό­λις θά ἔ­λε­γα ἕ­νας στο­χα­στή­ς—μ­πό­ρε­σε νά ντύ­ση μι­άν ἀ­πό αὐ­τές τίς συγ­γνω­στές ἀ­τα­ξί­ες οὔ­τε μι­σό αἰώ­να πρίν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἀ­νε­βά­ση ἔρ­γο στό θέ­α­τρο.

Ἄλ­λά ὁ Εὐ­ρι­πί­δης εἶ­δε ἀλ­λι­ῶς αὐ­τά τά θέ­μα­τα, καί, κα­τά τίς δι­κές μας ἰ­δέ­ες, πι­ό κον­τά ὅπως εἶναι. Μί­α νέ­α κό­ρη τῆς Ἀ­θή­νας μά­ζευ­ε κά­πο­τε τά κί­τρι­να λου­λού­δια πού φυ­τρώ­νουν στούς με­γά­λους βρά­χους στά βό­ρει­ά της Ἀ­κρό­πο­λης. Ἐ­κεῖ τή βρῆ­κε ὁ Ἀ­πόλ­λων, τήν ἔ­πι­α­σε καί τήν ἔ­συ­ρε, κι ἄς φώ­να­ζε αὐ­τή, μέ­σα σέ μι­ά σπη­λιά,—ἀρ­κε­τά με­γά­λη, ὅπως εἶ­ναι τώ­ρα, μπο­ρεῖ νά θυ­μᾶ­ται τά λευ­κά χέ­ρια πού τήν ἅρ­παξαν καί τή λάμ­ψη ἀ­πό χρυ­σό φῶς πού σκόρ­πι­ζε γύ­ρω του ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα[33]. Ἐ­γέν­νη­σε ἕ­να παι­δί καί γιά νά τό κρύ­ψη ἀ­πό τή μη­τέ­ρα της, νύ­χτα τό ἔ­φε­ρε στή σπη­λιά: ἐ­κεῖ τό ἄ­φη­σε, ἐλ­πί­ζον­τας ὅτι κά­πως θά τή βο­η­θοῦ­σε ὁ Ἀ­πόλ­λων. Μά ἐκεῖ­νος, ἀ­φοῦ χά­ρη­κε τήν ἡ­δο­νή του, τήν ἄ­φη­σε μό­νη νά βα­στά­ξη τούς πό­νους τῆς γέν­νας, καί τό μαρ­τύ­ρι­ο τῆς ἀ­πόκρυ­ψης. Ἄς ἀ­κού­σω­με τήν ἱ­στο­ρί­α καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα, ὅπως ἡ ἴ­δια ἡ κό­ρη, ὕ­στε­ρα ἀ­πό χρό­νι­α τό δι­η­γή­θη­κε σέ ἕ­να πα­λιό ὑ­πη­ρέ­τη της:

ΚΡΕΟΥΣΑ. Ξέ­ρεις τούς βρά­χους τοῦ Κέ­κρο­πα πού τούς λέ­με Μα­κρούς βρά­χους—καί μι­ά σπη­λιά μέ­σα σ’ αὐ­τούς πού βλέ­πει τό βο­ριά; Ἐ­κεῖ ἀ­γω­νί­στη­κα φο­βε­ρόν ἀ­γώ­να· ἐ­κεῖ ἀ­ναγ­κά­στη­κα νά συ­νά­ψω «δύ­στη­νον γά­μον» μέ τόν Ἀ­πόλ­λω­να.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ. Καί πῶς ἔ­κρυ­ψες τούς γά­μους σου μέ τόν
Ἀ­πόλ­λω­να;


ΚΡ. Γέν­νη­σα παι­δί· (ὁ ὑ­πη­ρέ­της τρο­μά­ζει)· κρα­τή­σου γέ­ρο
νά τ’ ἀ­κού­σης ἀ­πό μέ­να.

ΠΡ. Πο­ῦ; Ποιός σου πα­ρα­στέ­κε­ται; ἤ ἤ­σουν μό­νη σ’ αὐτούς τούς πό­νους;

ΚΡ. Μό­νη, στή σπη­λιά, ἐ­κεῖ πού ἑ­νώ­θη­κα μέ γά­μους.

ΠΡ. Καί ποῦ εἶ­ναι τό παι­δί σου; δέ θά ’σαι πιά χωρίς παι­δί.

ΚΡ. Πέ­θα­νε, γέ­ρον­τά μου, ἀ­φη­σμέ­νο στά ἄ­γρι­α ζῷ­α
νά τό φά­νε.


ΠΡ. Πέ­θα­νε; Κα­μι­ά βο­ή­θει­α δέν ἔ­δω­σε ὁ Ἀ­πόλ­λων ὁ
«κα­κός»;


ΚΡ. Κα­μι­ά· καί τό παι­δί μου τώ­ρα ἀ­να­τρέ­φε­ται στά
πα­λά­τια τοῦ Ἅ­δη.


ΠΡ. Καί ποιός τό ἄ­φη­σε στά θε­ριά; ὄ­χι βέ­βαι­α ἐ­σύ.

ΚΡ. Ἐ­γώ ἡ ἴ­δια, μι­ά σκο­τει­νή νύ­χτα, σπαρ­γα­νω­μέ­νο
μέ πέ­πλους.


ΠΡ. Κι ἄλ­λος κα­νείς δέν ἤ­ξε­ρε μα­ζί σου τήν ἔκ­θε­ση
τοῦ παι­διοῦ;


ΚΡ. Ὄχι ἄλ­λος ἀ­πό τή συμ­φο­ρά κι ἀ­πό τό κλει­δωμέ­νο στό­μα.

ΠΡ. Καί πῶς βά­στα­ξες νά ἀ­φή­σης μέ­σα στή σπη­λιά
τό δι­κό σου τό παι­δί;

ΚΡ. Πῶς ἀ­λή­θει­α; Πολ­λά πρίν ἔ­βγα­λα ἀ­πό τό στό­μα
μου λό­γι­α, πι­κρά.


ΠΡ. Ὦ ἐ­σύ δυ­στυ­χι­σμέ­νη γιά τήν τόλ­μη σου· μά πι­ό-
τε­ρο ἀ­πό σέ­να ὁ θε­ός.


ΚΡ. Ναι· κι ἄν εἶ­χες δε­ϊ τό παι­δί νά ἁ­πλώ­νη σέ μέ­να
τά χέ­ρια του
![34]

Τί­πο­τα δέν ἀ­κού­στη­κε γιά τό παι­δί, καί ἡ Κρέ­ου­σα, ἡ μη­τέ­ρα του, παν­τρεύ­τη­κε τό βα­σι­λιά τῶν Ἀ­θη­νῶν. Στό ἔρ­γο εἶναι τώ­ρα μι­ά με­σό­κο­πη Βα­σί­λισ­σα τῶν Ἀ­θη­νῶν: ἀλ­λά δέ μᾶς ἀ­φήνουν νά ξε­χά­σω­με αὐ­τό τό πα­λιό πε­ρι­στα­τι­κό στούς βρά­χους τῆς πα­τρί­δας της. Ἀ­ρέ­σει στόν Εὐ­ρι­πί­δη νά χα­ρά­ζη τά κα­κά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῶν πό­νων πά­νω στό χαρακτήρα τῆς γυ­ναί­κας, καί ἡ Κρέ­ου­σα εἶ­ναι ἡ ἄ­τε­κνη γυναίκα. Δέ γέν­νη­σε παι­δί ἀ­πό τό­τε πού ἔ­χα­σε τό πρῶ­το ἐκεῖ­νο· καί ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κή εὐ­τυ­χί­α δέν μπο­ρεῖ νά γε­μί­ση αὐ­τό τό κε­νό της ζω­ῆς της. Ὁ νε­α­ρός ὑ­πη­ρέ­της τοῦ να­οῦ στούς Δελ­φούς θαυ­μά­ζει καί ζη­λεύ­ει τήν πα­τρί­δα της καί τή γε­νιά της. « Ἴ­σαμ’ ἐ­κεῖ πά­ει ἡ εὐ­τυ­χί­α μου, ὄ­χι πι­ό πέ­ρα», εἶ­ναι ἡ πι­κρή της ἀ­πάν­τη­ση[35]. Ἔ­πα­θον ἄ­χος ἄβιον, λέ­γει γιά τόν ἑαυτό της. «Ἡ λύ­πη μου εἶ­ναι ἀ­βά­σταχτή γιά τή ζω­ή». Καί ὅταν στό τέ­λος τοῦ ἔρ­γου, ὕ­στε­ρα ἀ­πό ζη­λοφθο­νί­ες, βλα­στή­μιες, σα­τα­νι­κές πρά­ξεις, καί ἀ­πό­πει­ρα φό­νου, ὁ Ἀ­πόλ­λων, πού βά­ζει σέ κί­νη­ση ὅλη αὐ­τή τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῆς δυ­στυ­χί­ας καί ἐ­νε­δρεύ­ει στό βά­θος γιά νά προ­α­σπί­ση τή φή­μη του ἀ­πό τήν ντρο­πή τοῦ ἔκ­θε­του παι­διοῦ, πε­ρι­βάλ­λε­ται τέ­λος μέ ἄλ­λη θε­ό­τη­τα γιά νά ἀ­πο­κα­τα­στή­ση τό χα­μέ­νο παι­δί (τώ­ρα με­γα­λω­μέ­νο ἄν­τρα), βλέ­πο­με ὅτι ἡ ἐ­πα­νόρ­θω­ση τοῦ θε­οῦ δέν εἶναι τέ­λει­α, καί ὅτι ἡ εὐ­τυ­χί­α ἔρ­χε­ται πο­λύ ἀρ­γά στήν Κρέ­ου­σα γιά νά τήν ἀ­πο­ζη­μιώ­ση γιά μι­ά ἐ­ρει­πω­μέ­νη καί τραγι­κή νε­ό­τη­τα. Ἔ­τσι εἶ­δε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἕ­να θε­ϊ­κό ἔ­ρω­τα μέ ἔ­λα- φρή καρ­διά, πού ὁ Πίν­δα­ρος θά τόν ἔν­τυ­νε μέ τή λαμ­πρό­τη­τα τῆς ποί­η­σης. Γιά τόν Εὐ­ρι­πί­δη ἦ­ταν ἡ κτη­νώδι­κη ἁρ­πα­γή μιᾶς ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στης κό­ρης. Εἶχε τίς συ­νέ­πει­ες πού τέ­τοιες πρά­ξεις ἔ­χουν. Ἐ­πρό­σθε­σε ἕ­να πο­σο­στό στό πο­σό τῆς ἀνθρώ­πι­νης δυ­στυ­χί­ας πά­νω στή γῆ[36].

Μπο­ροῦ­με τώ­ρα νά ἀ­πο­χαι­ρε­τί­σωμε τόν Αἰώνα τοῦ Λό­γου. Για­τί, ἄν καί μό­λις δι­α­σχί­σα­με τό κα­τώ­φλι, εἴ­δα­με ἀρ­κε­τά ὥ­στε νά κρί­νω­με τή ση­μα­σί­α του. Κα­τά τόν αἰώνα αὐ­τόν τό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα μπαί­νει ἀ­πο­φα­σι­στι­κά σέ νέ­α πο­ρεί­α. Ἡ νε­α­νι­κή ἡ­λι­κί­α ἔ­κλει­σε καί ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τά σύν­το­να χρέ­η καί τίς γε­μά­τες μό­χθο ἀ­ρε­τές τῆς ἀν­τρι­κῆς ἡ­λι­κί­ας. Με­λε­τᾶ πῶς νά ζῆ καί πῶς νά γνω­ρί­ζη. Οἱ Στω­ι­κοί, οἱ Ἐ­πι­κού­ρει­οι, οἱ Κυνι­κοί ὑ­ψώ­νον­ται πνευ­μα­τι­κοί δα­σκά­λοι τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας πού πλα­νι­έ­ται. Τήν παι­δεύ­ουν, τή δυ­να­μώ­νουν καί τῆς δεί­χνουν ἕ­να νέ­ο δρό­μο ζω­ῆς καί σώ­ζουν τήν ψυ­χή της. Στό με­τα­ξύ ἄλ­λοι δου­λεύ­ουν στήν ἐ­πι­στή­μη καί ἀ­φι­ε­ρώ­νουν τή ζω­ή τους στή συγ­κέν­τρω­ση γνώ­σε­ων. Στήν Ἀ­θή­να ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης καί οἱ συ­νε­χι­στές του κα­ταρ­τί­ζουν πε­λώ­ρι­ες συλ­λο­γές ἀ­πό γε­γο­νό­τα, ἀ­πό τόν πλή­ρη κα­τά­λο­γο τῶν ἔρ­γων πού παί­χτη­καν στήν Ἀθήνα, μέ τά ὀ­νό­μα­τα τῶν συγ­γρα­φέ­ων, τῶν ἠ­θο­ποι­ῶν καί τῶν χο­ρη­γῶν, ὡς τήν πε­ρί­φη­μη ἀ­νά­λυ­ση τῶν 158 πο­λι­τει­ῶν, ἀ­πό τίς ὁ­ποῖες μι­ά μό­νο, ἡ Ἀ­θη­ναί­ων πο­λι­τεί­α μᾶς δι­α­σῴ­ζε­ται σή­με­ρα. Ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρει­α ἔ­χει τό «Μου­σεῖ­ον», τή Βι­βλι­ο­θή­κη καί τούς Βο­τα­νι­κούς Κή­πους της. Ἡ Πέρ­γα­μος, ἡ Ἀν­τι­ό­χει­α, ἡ Ταρ­σός ἔ­χουν τίς σχο­λές τῶν λο­γίων τους. Στή γραμ­μα­το­λο­γι­κή ἱ­στο­ρί­α ὁ Ἡ­ρα­κλεί­δης, στήν κρι­τι­κή φι­λο­λο­γί­α ὁ Ζη­νό­δο­τος καί ὁ Ἄ­ρίσταρ­χος, στή Γραμ­μα­τι­κή ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος ἀ­πό τή Θρά­κη, στή μου­σι­κή ὁ Ἀ­ρι­στό­ξε­νος, στήν κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κή ἱστο­ρί­α ὁ Δι­καί­αρ­χος, στήν Ἀ­στρο­νο­μί­α ὁ Ἵπ­παρ­χος, στή γε­ω­με­τρί­α ὁ Ἀρ­χι­μή­δης καί ὁ Εὐ­κλεί­δης, στή μη­χα­νι­κή ὁ Ἥ­ρων, στή φυ­σι­κή γε­ω­γρα­φί­α καί τή χαρ­το­γρα­φί­α ὁ Ἐ­ρα­το­σθέ­νης, ἔ­κα­μαν πε­λώ­ρι­ες συλ­λο­γές ἀ­πό δε­δο­μέ­να, χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τίς με­θό­δους τῆς κρι­τι­κῆς ἔ­ρευ­νας, καί ἔ­βα­λαν τά θε­μέ­λι­α τῶν ἐ­πι­στη­μῶν. Καί αὐ­τά εἶ­ναι λί­γα μό­νο ὀ­νό­μα­τα. Γιά τή γε­ωρ­γί­α μό­νο, ὁ Ρω­μα­ῖος Οὐάρ­ρω­ν ἤ­ξε­ρε πε­νήν­τα Ἑλ­λη­νι­κές πραγ­μα­τεῖ­ες. Τό ἴ­διο βα­θι­ά καί πλα­τιά ἦ­ταν καί ἡ ἐρ­γα­σί­α πού ἔ­γι­νε στή φι­λο­σο­φί­α. Ἀ­πό δι­α­φο­ρε­τι­κά μο­νο­πά­τια, Στω­ι­κοί, Ἐ­πι­κού­ρει­οι, Κυ­νι­κοί, οἱ συ­νε­χι­στές τοῦ Πλά­τω­να, οἱ συ­νε­χι­στές τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἐ­ρεύ­νη­σαν τήν ἀρετή καί τήν εὐ­τυ­χί­α, καί δι­ά­νοι­ξαν τά πε­δί­α τῆς φυ­σι­κῆς, τῆς με­τα­φυ­σι­κῆς, τῆς λο­γι­κῆς, τῆς ψυ­χο­λο­γί­ας, τῆς ἠ­θι­κῆς.

Καί ἔ­τσι, ὅταν ἔρ­χε­ται ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός, βρί­σκει κα­τά κά­ποιον τρό­πο τόν κό­σμο πα­ρα­σκευ­α­σμέ­νο γι’ αὐ­τόν. Ὑ­πάρ­χουν πα­λιές φι­ά­λες πού θά δε­χτοῦν τό νέ­ο κρα­σί καί δέ θά σπά­σουν. Ὑ­πάρ­χει ἕ­τοι­μη γι’ αὐ­τόν μί­α με­τα­φυ­σι­κή καί μί­α ἠθική φι­λο­σο­φί­α καί ἕ­να λε­ξι­λό­γι­ο. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος θά βρῆ τήν ἀν­τί­θε­ση τῆς «σάρ­κας» καί τοῦ «πνεύ­μα­τος» πο­λύ κον­τά στά χέ­ρια του: ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ω­άν­νης θά ἔ­χη τόν «Λό­γον», μέ τόν ὁ­ποῖο μπο­ρεῖ νά ἐκ­φρά­ση τό Πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ: ὁ Ἅ­γι­ος Θω­μάς[37], θά ἔ­χη τό σύ­στη­μα τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη μέ τό ὁ­ποῖο θά προ­βά­λη τά μυ­στή­ρι­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Οἱ Ἀ­πο­λο­γη­τές θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τήν Ἑλ­λη­νι­κή ἀλ­λη­γο­ρι­κή μέ­θο­δο γιά τίς δυ­σκο­λί­ες τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης: θά ἀν­τλή­σουν ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἐ­ναν­τί­ον τῶν θε­ῶν τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­πό τους Ἕλληνες φι­λο­σό­φους, καί θά μνη­μο­νεύ­ουν τόν Πλά­τω­να καί τόν Εὐ­ή­με­ρο ὡς μάρ­τυ­ρες ἐ­ναν­τίον του Δί­α. Ἡ Κό­λα­ση, ὁ Πα­ρά­δει­σος, τό Κα­θαρ­τή­ρι­ο τῆς Χρι­στι­α­νο­σύ­νης θά δα­νει­στῆ τι­μω­ρί­ες καί ἀ­μοι­βές ἀ­πό τίς εἰ­κό­νες πού ὁ Ὀρ­φι­σμός εἶ­χε χα­ρά­ξει γιά τή μέλ­λου­σα ζω­ή. Ἔ­τσι μέ τό Σω­κρά­τη καί μέ τόν Εὐ­ρι­πί­δη βρι­σκό­μα­στε στό κε­φα­λά­ρι ἀπ’ ὅπου κα­τε­βαί­νουν τά ρεύ­μα­τα τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς ζω­ῆς. Μι­ά προ­οπτι­κή χω­ρίς τέ­λος ἀ­νοί­γει μπρο­στά μας.

Tanta patet rerum series atque omne
futurum Nititur in lucem[38].

Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ση­μα­σί­α τοῦ πέμ­πτου αἰώνα. Ὅρισε τίς γραμ­μές πά­νω στίς ὁ­ποῖες ἀ­πό δῶ καί μπρός θά ἔπρε­πεν οἱ ἄν­θρω­ποι νά ἐρ­γα­στοῦν. Ἔφερε σέ λο­γι­κή τε­λει­ό­τη­τα τά ἐρ­γα­λεῖ­α πού θά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν. Χω­ρίς αὐ­τόν οἱ ὑ­πη­ρε­σί­ες τῆς Ἑλ­λά­δας πρός τόν κό­σμο θά ἦ­ταν ἀ­τε­λεῖς. Ἄν χω­ρί­σου­με σέ δύ­ο τόν Ἑλ­λη­νι­σμό κα­τά τά τέ­λη τοῦ ἕ­κτου αἰώνα, ἡ γραμ­μή πού θά σύ­ρω­με θά μᾶς ἔ­δι­νε μέ­ρος ἀπό τήν πι­ό με­γά­λη ποί­η­ση τῆς Ἑλ­λά­δας. Ἀλ­λά κά­τω ἀ­πό τή γραμ­μή θά βρι­σκό­ταν ἡ κί­νη­ση πού ἔ­δω­σεν ἕ­να πο­λι­τι­σμό στή Ρω­μα­ϊ­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, καί τό πνεῦ­μα τῆς γνώ­σης σέ μᾶς. Χω­ρίς τόν πέμ­πτον αἰώνα καί τίς συ­νέ­πει­ές του ἡ Ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πί­δρα­ση μό­λις πού θά ἄγ­γι­ζε τόν κό­σμο.

Ἄν εἶ­ναι ἔ­τσι, για­τί τό­τε ὁ ὑ­στε­ρώ­τε­ρος Ἕλ­λη­νας νά μήν εἶ­ναι πι­ό ἑλ­κυ­στι­κός ἀ­πό τούς προ­γό­νους του; Για­τί τό ἐν­δι­αφέ­ρον μας νά μή με­γα­λώ­νη προ­ο­δευ­τι­κά, ὅταν περ­νοῦ­με ἀ­πό τό Σω­κρά­τη στόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, καί ἀ­πό τόν Ἀ­ριστο­τέ­λη στό Θε­όφ­ρα­στο, καί ἀ­πό κεῖ σέ ἐποχές πού τό αἴ­σθη­μά τους με­γα­λώ­νει ὅλο καί πι­ό ὅ­μοι­ο μέ τό δι­κό μας καί ἡ σκέ­ψη τους προ­σαρ­μό­ζε­ται ὅλο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο πρός τίς σύγ­χρο­νες ἀ­νάγ­κες; Μή­πως ἔ­χο­με κι ἐ­δῶ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα σχο­λα­στι­κῆς σο­φο­λο­γι­ό­τη­τας πού καρ­φώ­νε­ται σέ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­ό­δους, τίς ὁ­ποῖες ὀ­νο­μά­ζει κλασ­σι­κές, καί πε­ρι­ο­ρί­ζει σ’ αὐ­τές τόν ἑαυτό της μέ τό­ση ἀ­πό- κλει­στι­κό­τη­τα, ὥ­στε οἱ μι­σοί ἀ­πό τους μα­θη­τές πού μορ­φώ­νει δέν κα­τα­λα­βαί­νουν ὅτι ὁ Ἑλ­λη­νι­σμός ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε νά ζῆ καί με­τά τή μά­χη τῆς Χαι­ρώ­νει­ας, καί σπά­νι­α γνω­ρί­ζουν τά ὀ­νόμα­τα τῶν ὑ­στε­ρώ­τε­ρων φι­λο­σό­φων; Ἤ μή­πως ἁ­πλώ­θη­κε στήν Ἑλ­λά­δα μι­ά ἀλ­λα­γή πα­ρακ­μῆς; Καί εἶ­χε δί­κιο ὁ Νί­τσε νά κατα­λή­γη μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα στή σκέ­ψη ὅτι ὁ Σω­κρά­της καί ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἦ­ταν οἱ πρῶ­τοι της πα­ρακ­μῆς τῆς Ἑλ­λά­δας; Τέ­τοια ζη­τή­μα­τα δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λα στή ρύθ­μι­σή τους. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ὅμως ἀ­πό μᾶς ἔ­χο­με σι­ω­πη­ρά δώ­σει τήν ἀ­πάν­τη­ση μέ­σα στή σκέ­ψη μας. Ἡ Ἑλ­λά­δα μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν πτώ­ση τῆς Ἀ­θή­νας, ἀλ­λά δέ μᾶς ἐνθου­σι­ά­ζει. Πό­σοι, ἄν ἡ μοί­ρα τούς πρό­σφερ­νε τή ζω­ή ἑ­νός κλασ­σι­κοῦ Ἕλ­λη­να, θά δέ­χον­ταν τήν προ­σφο­ρά μέ τόν ὅρο νά ζή­σουν στόν τέ­ταρ­το ἤ τούς κα­τό­πιν αἰ­ῶ­νες πρίν Χρι­στοῦ; Οἱ ἴ­διοι οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι εἶ­χαν συ­νεί­δη­ση τῆς κα­τά­πτω­σης. Σέ ἕ­να χω­ρί­ο ὅπου, ἄν καί τά λό­γι­α εἶ­ναι βαλ­μέ­να στά χεί­λη τοῦ Πε­ρι­κλῆ, οἱ σκέ­ψεις εἶ­ναι κα­θα­ρά σκέ­ψεις τοῦ Ξενο­φών­τα, ὁ τε­λευ­ταῖ­ος θρη­νεῖ γιά τήν πα­ρακ­μή τῆς Ἀ­θή­νας. «Πῶς θά φέ­ρω­με τούς ἀν­θρώ­πους πί­σω πά­λι στόν ἔ­ρω­τα τῆς ἀρ­χαί­ας «ἀρετῆς τέ καί εὐ­κλεί­ας καί εὐ­δαι­μο­νί­ας». Ἡ πό­λη ἔ­χει ξε­πέ­σει. «Οἱ πα­λαι­οί, λέ­γει ὁ κό­σμος, ἦ­ταν πο­λύ ἀ­νώ­τε­ροι ἀ­πό τους ση­με­ρι­νούς»[39]. Δύ­ο γε­νιές ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Αἰ­σχί­νης μι­λᾶ μέ τόν ἴ­διο τό­νο στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου τῶν Ἀ­θη­ναί­ων. «Ἄν σᾶς ρω­τοῦ­σε κά­ποιος, ἄν νο­μί­ζε­τε ὅτι ἡ πό­λη σας εἶναι πι­ό ἔν­δο­ξη σή­με­ρα ἀ­πό ὅ,τι ἦ­ταν τόν και­ρό τῶν προ­γό­νων σας, ὅλοι θά συμ­φω­νού­σα­τε ὅτι δέν εἶναι. Ἦ­ταν λοι­πόν τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι κα­λύ­τε­ροι ἀ­πό τώ­ρα; Ναί, ἦ­ταν ἀ­νώ­τε­ροι: Ἐ­με­ῖς εἴ­μα­στε πο­λύ κα­τώ­τε­ροί τους»[40]. Κι ἄν ἀ­κό­μη λά­βω­με ὑ­πό­ψη μας τόν πό­θο τοῦ ἀνθρώπου γιά αὐ­το­δι­α­συρ­μό, πά­λι μέ­νει κά­ποια ἀ­λή­θει­α σ’ αὐ­τές τίς δι­α­πι­στώ­σεις. Τούς Ἀ­θη­ναί­ους τούς ἔ­πια­σε μι­ά χα­λα­ρό­τη­τα, μι­ά μα­λα­κό­τη­τα. Ἄν ὁ Δη­μο­σθέ­νης εἶ­χε δί­κιο, τό βλέ­πο­με στήν ἀ­προ­θυ­μί­α τους, νά βροῦν ἄν­τρες καί χρή­μα­τα γιά τόν πό­λε­μο κα­τά τοῦ Φι­λίπ­που. Ἡ ἴ­δι­α ἡ γλώσ­σα τοῦ τε­τάρ­του αἰώνα προ­σφέ­ρει μι­ά πε­ρί­ερ­γη καί ἔμ­με­ση μαρ­τυ­ρί­α γι’ αὐτό. Πρό­σε­ξε τά ἐ­πί­θε­τα πού συ­ναν­τοῦ­με στούς λό­γους τῶν ρη­τό­ρων, καί κοί­τα­ξε πού ἀ­πο­βλέ­πουν. Ὅταν ὁ Δη­μο­σθέ­νης ἐ­πιθυ­μῆ νά ἐγ­κω­μι­ά­ση ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, τόν ὀ­νο­μά­ζει «μέτριον, φιλάνθρωπον, πρᾷον». Αὐ­τές τίς ἰ­δι­ό­τη­τες ἐ­πι­κρο­τοῦ­σε ἡ ἐ­πο­χή του· αὐ­τές ἦ­ταν οἱ ἀ­ρε­τές τῆς ἐ­κλογῆς της. Ἐ­ξαί­ρε­τες ἰ­δι­ό­τη­τες κα­θαυ­τές, ἀλ­λά μέ τήν ἀ­δι­ά­κο­πή τους ἐ­πά­νο­δο, εἶ­ναι συμ­πτώ­μα­τα γιά κά­ποια ἐκ­θή­λυν­ση καί γιά κά­ποιο ἡ­συ­χα­σμό. Πράγ­μα­τα πο­λύ ξέ­να στήν πρώ­ι­μη Ἀθήνα. Οἱ ἀ­ρε­τές της τό­τε ἦ­ταν πι­ό ἐ­νερ­γη­τι­κές. Ὁ Θου­κυ­δί­δης δέν ὀ­νο­μά­ζει τούς συμ­πο­λί­τες του «με­τρί­ους»: ἄοκνοι, τολ­μηροί, νεωτερο­ποιοί (και­νο­τό­μοι), εὐέλπιδες, εἶναι τά ἐ­πί­θε­τα πού χρησι­μο­ποι­εῖ γί αὐ­τούς. Φύσεως δύ­ναμις καί γρή­γο­ρη κρί­ση εἶναι οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες πού ἐγ­κω­μι­ά­ζει στό Θε­μι­στο­κλῆ καί τόν Πε­ρι­κλῆ, ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α καί τι­μι­ό­τη­τα.

Μπο­ρεῖ νά φαί­νε­ται ἄ­σχη­μο νά ψέ­γη κα­νείς ἕ­να ἔ­θνος γιά ἀ­ρε­τές μέ ἀν­θρω­πι­σμό πού ὅλοι μας θά ἤ­μα­σταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι ἄν τίς εἴ­χα­με. Μά κι ἔ­τσι ἀ­κό­μη κά­τι τό στρα­βό ὑ­πάρ­χει στόν τέ­ταρ­τον αἰώνα. Ἡ πι­ό με­γά­λη γο­η­τεί­α τοῦ προ­κα­τό­χου του εἶναι κά­τι πού δέν τι­θασ­σεύ­ε­ται ἀ­πό τή γλώσ­σα. Εἶ­ναι ἡ πλη­ρό­τη­τα καί ἡ ὀ­μορ­φιά της Ἀ­θη­να­ϊ­κῆς ζω­ῆς. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό 400 π.Χ. αὐτό χά­θη­κε. Ξε­θω­ριά­ζει καί χά­νε­ται ἀ­πό τήν Ἀθήνα, ἀ­φή­νον­τας την τά­χα ἀ­με­τά­βλη­τη, ἀ­κρι­βῶς ὅπως σβή­νει καί φεύ­γει ἡ ἔκ­φρα­ση πού ἔ­δι­νε ὅλη τή χά­ρη σέ ἕ­να πρό­σω­πο, χω­ρίς κα­μι­άν ὁ­ρι­σμέ­νη ἀλ­λοί­ω­ση τῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν του. Ἀ­πό δῶ κι ἐμ­πρός εἶ­ναι μί­α πό­λη μέ ζω­η­ρή δη­μαρ­χι­α­κή ζω­ή, μέ δυ­να­τή πνευ­μα­τι­κή κί­νη­ση, καί πο­λι­τι­κά ἐν­δι­α­φέροσντα πού δι­ε­γεί­ρουν πο­λύ θό­ρυ­βο, ἀλ­λά εἶ­ναι παι­δια­κί­σια ὅταν τά συγ­κρί­νω­με μέ τά ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα τῆς Ρώ­μης. Ἴ­σως στό βά­θος νά ἦ­ταν τό ἴ­δι­ο καί πρίν. Ἴ­σως ὁ αἰώνας τοῦ Πε­ρι­κλῆ νά ἦ­ταν μι­ά φου­σκω­μέ­νη ἀ­ε­ρό­φου­σκα. Ἴ­σως ὁ Θου­κυ­δί­δης νά μᾶς ἐ­πι­βλή­θη­κε, καί νά μᾶς ἔ­κα­νε νά κρα­τοῦ­με τήν ἀ­να­πνο­ή μας γιά συ­ζη­τή­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­σή­μαν­τες καί λι­γό­τε­ρο σπου­δαῖ­ες ἀ­πό αὐ­τές τῶν ἐ­παρ­χι­α­κῶν δη­μο­τι­κῶν συμ­βου­λί­ων μας. Ὅμως, ὅπως κι ἄν ἔ­χη, ἐ­πι­βλή­θη­κε. Τώ­ρα δέν ἀ­πα­τι­ό­μα­στε πιά.

Κι ἄν αὐ­τό ἀ­λη­θεύ­ει γιά τόν τέ­ταρ­το, ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­λη­θεύ­ει γιά τούς αἰ­ῶ­νες πού ἀ­κο­λου­θο­ῦν. Ὁ Ἕλ­λη­νας ἀ­να­λαβαί­νει νέ­ο ρό­λο καί ἀρ­χί­ζει τήν ἀ­πο­στο­λι­κή ἐκ­στρα­τεί­α του γιά τόν προ­ση­λυ­τι­σμό τῆς γῆς. Εἶναι γιά τόν πνευ­μα­τι­κό κό­σμο, ὅ,τι ἦ­ταν οἱ μι­σθο­φό­ροι τοῦ Ξε­νο­φών­τα καί τοῦ Κλε­άρ­χου γιά τό στρα­τι­ω­τι­κό κό­σμο. Βρί­σκε­ται στήν ἀ­κο­λου­θί­α κά­θε κα­τα­κτη­τι­κῆς φυ­λῆς, γιά νά τή δι­α­παιδσα­γω­γῆ καί νά τήν ἐ­πη­ρε­ά­ζη, νά τέρ­πη καί νά χει­ρα­γω­γῆ τίς ὧ­ρες τῆς σχο­λῆς της. Τόν συ­ναν­τοῦ­με σέ κά­θε πρω­τεύ­ου­σα μι­κρή καί με­γά­λη, ἀ­πό τήν Παρθί­α καί τή Βα­βυ­λώ­να ὡς τήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α καί τή Ρώ­μη, πρό­θυ­μο νά που­λῆ τά μυ­στι­κά τῆς ἀρετῆς καί τῆς τέ­χνης καί τῆς γνώ­σης σέ ὅλους ὅσοι μπο­ροῦν νά τά ἐκ­μι­σθώ­νουν· παί­ζει τίς Βάκ­χες στήν αὐ­λή τοῦ Ὀ­ρώ­δη, δι­ορ­θώ­νει τούς στί­χους τοῦ Κορνή­λι­ου Γάλ­λου, με­τα­φρά­ζει τόν Ὅμηρο γιά τά παι­διά τοῦ Λι­βί­ου Σα­λι­νά­το­ρα, εἶ­ναι ὁ ἥ­με­ρος ποι­η­τής τοῦ Μα­ρί­ου καί ὁ ἐ­κλε­κτός συ­νο­δός τοῦ Σκι­πί­ω­να τοῦ Ἀ­φρι­κα­νοῦ καί τοῦ Νέ­ρω­να. Ἔ­χει πολ­λές ὄ­ψεις: εἶ­ναι ὁ οἰ­κο­νο­μι­κός σύμ­βου­λος τῶν Ρω­μαί­ων αὐ­το­κρα­τό­ρων, ὁ φι­λό­σο­φος καί ἐ­ξο­μο­λο­γη­τής τῶν ἀ­ρι­στο­κρατῶν τῆς Ρώ­μης, τό κοι­νω­νι­κό πα­ρά­σι­το, ὁ «πει­να­σμέ­νος Γραι- κύ­λος» τῶν δυ­σα­ρε­στημέ­νων Ρω­μαί­ων «πε­λα­τῶν». Εἶ­ναι ὁ για­τρός, ὁ ἠ­θο­ποι­ός, ὁ ζω­γρά­φος, ὁ σχοι­νο­βά­της, ὁ χει­ρο­μάν­της καί ὁ χει­ρο­μα­λά­κτης τῆς φυ­λῆς πού κυ­βερ­νᾶ. Ἕνα πράγμα ὅμως δέν θά εἶ­ναι πο­τέ πιά ὁ ἀρ­χαῖ­ος Ἕλ­λη­να­ς—ἐ­λεύ­θε­ρος πο­λί­της σέ ἀ­νε­ξάρ­τη­το κρά­τος.

Ἡ προ­ο­δευ­τι­κή αὐ­τή πο­λι­τι­κή πα­ρακ­μή πῆ­ρε τό χρῶ­μα της ἀ­πό τήν ὑ­στε­ρώ­τε­ρη Ἑλ­λη­νι­κή ζω­ή, καί εἶ­ναι ἡ πρώ­τη αἰ­τί­α για­τί ἡ ἐ­πο­χή αὐ­τή δέν εἶ­ναι ἑλ­κυ­στι­κή. Ἀλ­λά στό πλευ­ρό της βρί­σκε­ται μιά λε­πτή πνευ­μα­τι­κή πα­ρα­κμ­ή. Τήν προ­βλέ­πο­με, ὅταν δι­α­βά­ζω­με τόν Εὐ­ρι­πί­δη. Προ­βάλ­λει τά τρο­μα­κτι­κά του προ­βλή­μα­τα καί λύ­ση δέ βρί­σκει. Ὀρ­θο­δο­ξί­α, πα­ρά­δο­ση, ἔ­θι­μα,, ὅλα πέ­φτουν σέ ἐ­ρεί­πι­α γύ­ρω του. Κρι­τι­κός χω­ρίς ἔ­λε­ος, ἀ­πο­τυ­χαί­νει στήν οἰ­κο­δο­μή. Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν μπο­ροῦν νά προ­χω­ροῦν κά­νον­τας αὐτή τή δου­λειά γιά πάν­τα. Δύ­ο πράγ­μα­τα, λέ­γει ὁ Λά Ρο­σε­φου­κώ, δέν μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά ἔ­χη μπρο­στά στά μά­τια του γιά πο­λύ, τόν ἥ­λι­ο καί τό θά­να­το. Μπο­ροῦ­με σ’ αὐτά νά προ­σθέ­σω­με ἄλ­λο ἔ­να­—­τον κό­σμο ὅπως τόν εἶδεν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης. Ἄν ὁ κό­σμος πραγ­μα­τι­κά εἶναι ὅπως μᾶς τόν δεί­χνει στήν Ἑ­κά­βη, στίς Τρω­ά­δες, τόν Ἴ­ω­να, τήν Ἠ­λέ­κτρα, τόν Ἱπ­πό­λυ­το, τό­τε εἶναι κα­λύ­τε­ρο νά κλεί­σω­με τά μά­τια μας ἤ νά βά­λω­με γυα­λιά, πού νά χρω­μα­τί­ζουν τά πράγ­μα­τα πι­ό εὐ­χά­ρι­στα.

Αὐ­τό ἔ­νι­ω­σε ὁ τέ­ταρ­τος αἰώνας. Ὑ­πό­φε­ρε ἀ­πό τίς κοι­νές ἀ­κο­λου­θί­ες τοῦ κρι­τι­κοῦ ἀ­γνω­στι­κι­σμοῦ. Ὄ­χι ἀ­πό ἰ­δι­αί­τε­ρη κακο­ή­θει­α, (ὁ σκε­πτι­κι­σμός καί τό ἔγ­κλη­μα δέν κρα­τι­οῦν­ται ἀ­ναγκα­στι­κά ἀ­πό τό χέ­ρι, οὔ­τε ἕ­νας ἄ­θε­ος κό­σμος εἶ­ναι πάν­τα ἀ­νἠθι­κος κό­σμος), ἀλ­λά ἀ­πό ἀ­πο­νάρ­κω­ση. Κου­ρά­στη­καν οἱ ἄν­θρωποι κυ­νη­γών­τας μί­α ἀ­λή­θει­α πού πο­τέ δέν τήν ἔ­βρι­σκαν, ἐ­πιδι­ώ­κον­τας κά­τι πού τό­σο πολ­λή προ­σπά­θει­α ζη­τᾶ καί τό­σο πο­λύ μό­χθο φέρ­νει καί ὅμως προ­σφέρ­νει τό­σο μι­κρά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Σι­γά σι­γά τούς ἔ­πια­σε τρό­μος γιά τό χρέ­ος πού εἶ­χαν ἀ­ναλά­βει· ὅταν σκέ­φτων­ται αὐτά τά πράγ­μα­τα, τούς πιά­νει με­γά­λη ὀ­δύ­νη καί λο­ξο­δρο­μοῦν σέ εὐ­κο­λώ­τε­ρα μο­νο­πά­τια. Ἡ ἀ­νώ­τε­ρη λο­γο­τε­χνί­α κα­τα­πιά­νε­ται μέ τή σπου­δή χα­ρα­κτή­ρων ἀν­τί νά δί­νη τό πρό­σω­πο τῆς δρά­σης, ἤ ἐ­πι­δι­ώ­κει αἰ­σθη­τι­κά ἀ­πο­τε­λέσμα­τα μι­λών­τας πο­λύ γιά τέ­χνη γιά τήν τέ­χνη· μι­ά ἀν­τί­στοι­χη με­τα­βο­λή ἔρ­χε­ται στή στά­ση τῶν μορ­φω­μέ­νων ἀνθρώπων ἀ­πέναν­τι τῆς ζω­ῆς. Με­γα­λώ­νει μι­ά γε­νε­ά πού παίρ­νει ἀ­πά­νω της λί­γους κιν­δύ­νους καί κά­νει λί­γες προ­ό­δους, πού εἶ­ναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νη μέ «μέ­τρι­α ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα» σέ ζη­τή­μα­τα δι­α­νό­η­σης ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά σέ οἰ­κο­νο­μι­κά. Τό σφρί­γος τό ἀν­τι­κα­θι­στᾶ ἡ δε­ξι­ο­τε­χνί­α καί τή ζω­ή ὁ λε­πτε­πί­λε­πτος ἔ­λεγ­χός της. Οἱ ἰ­δέ­ες μιᾶς τέ­τοιας κοι­νω­νί­ας εἶναι γε­νι­κά καλ­λι­ερ­γη­μέ­νες, ἀλ­λά τό ἐ­πί­θε­το αὐ­τό δέ δεί­χνει ὑ­ψη­λό ἐ­πί­πε­δο ἀν­θρω­πό­τη­τας. Γιά τέ­τοιο εἶ­δος κοι­νω­νί­ας γρά­φτη­κε ἡ κω­μῳ­δί­α, ἄν ἐν­νο­οῦ­με μέ τή­υ κω­μῳ­δί­α, ὄχι τήν τρα­χιά ζω­η­ρό­τη­τα τοῦ Ἀ­ρι­στο­φά­νη, ἀλ­λά τό λε­πτό πνεῦ­μα τοῦ Μέ­ναν­δρου ἤ τοῦ Μο­λι­έ­ρου ἤ τοῦ Κον­γκρήβ ἤ τή σύγ­χρο­νη Γαλ­λι­κή κω­μω­δί­α.

Αὐ­τός ὁ λό­γος κά­νει τή Νέ­α Κω­μω­δί­α τό­σο ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κή του τέ­ταρ­του αἰώνα, πού εἶναι τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο λο­γο­τε­χνι­κό προ­ϊ­όν του. Ὁ Μέ­ναν­δρος εἶναι ὁ νέ­ος Εὐ­ρι­πί­δης. Δι­δά­χτη­κε ἀ­πό τό με­γά­λο προ­κά­το­χό του τήν ἐξιδανίκεψη τοῦ χαρακτήρα τῆς γυ­ναί­κας, τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τήν κοι­νή ζω­ή, καί ἕ­να ἐ­κλε­κτό ὕ­φος. Ἀλ­λά ἄ­φη­σε νά τοῦ πέ­ση ἡ βα­θι­ά σο­βα­ρό­τη­τα τοῦ δα­σκά­λου του. Ἡ τρα­γω­δί­α ξέ­πε­σε σέ κω­μω­δί­α, ἡ γε­μά­τη πά­θος ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θει­ας σέ μι­ά φαι­δρή κρι­τι­κή τοῦ κοι­νοῦ νοῦ. Οἱ ἥ­ρω­ες καί οἱ ἡ­ρω­ί­δες δί­νουν τή θέ­ση τους σέ ἑ­ταῖρες καί γε­λω­το­ποι­ούς, σέ μα­γεί­ρους καί δού­λους· καί τά τρα­γι­κά πά­θη, ὁ Ἱπ­πό­λυ­τος πού πε­θαί­νει καί ὁ τυ­φλός Οἰ­δί­πο­δας δί­νουν τή θέ­ση τους στά δά­κρυ­α τῶν ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νων ἐ­ρα­στῶν καί τό στο­μα­χό­πο­νο πει­να­σμέ­νων πα­ρα­σί­των. Τό ἰ­δε­ῶ­δες του Μέ­ναν­δρου εἶ­ναι ἡ ἄ­νε­τη ἡ ἀν-ἡ­ρω­ι­κή ζω­ή—τό ἰ­δεῶ­δες του ἀ­στοῦ, γιά ἀ­κό­λα­στη ζω­ή στά νιά­τα καί ἐν­τι­μό­τη­τα μέ πο­λύ­φερ­νη γυναίκα ὅταν θά εἶ­ναι με­σό­κο­πος.

Ὑ­πῆρ­χαν ἀ­ναμ­φί­βο­λα στήν Ἀθήνα ἐ­ξο­χώ­τε­ρα καί πι­ό δρα­στή­ρι­α πνεύ­μα­τα ἀ­πό τό Μέ­ναν­δρο: ἀλ­λά καί αὐ­τά πα­θαί­νουν μι­ά με­τα­βο­λή πα­ρακ­μῆς Ἡ δρά­ση ἀρ­χί­ζει νά χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τή σκέ­ψη, καί ἐμ­φα­νί­ζε­ται τό­τε μι­ά τά­ξη στο­χα­στῶν πού θέ­λουν νά εἶ­ναι μό­νο θε­α­τές τῆς ζω­ῆς· οἱ κα­λύ­τε­ροι ἀπ’ αὐ­τούς πι­στεύ­ουν στή σο­φί­α τῶν θε­ω­ρι­ῶν, ἀλ­λά μό­νο ἀ­δύ­να­τη προ­σπά­θει­α κα­τα­βάλ­λουν γιά νά τίς ἐ­πι­βάλ­λουν στόν κό­σμο, Οἱ χει­ρό­τε­ροι πά­λι εἶναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι νά ἀ­να­με­τρο­ῦν καί νά ἀ­πο­τιμο­ῦν πλῆ­θος θε­ω­ρί­ες χω­ρίς νά πι­στεύ­ουν κα­μι­ά καί χω­ρίς, ἀ­κό­μη λι­γό­τε­ρο, νά ἐ­φαρ­μό­ζουν κα­μι­ά. Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά μήν αἰ­σθαν­θῆ κα­νείς, δι­α­βά­ζον­τας τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ὅτι, ἐνῶ οἱ πο­λι­τι­κές του θε­ω­ρί­ες ξε­κί­νη­σαν γιά νά ὑ­πη­ρε­τή­σουν πραγ­μα­τι­κή ἀ­νάγ­κη, ἐν τού­τοις μέ­νει ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος μέ τό ὅτι δη­μι­ούρ­γη­σε τήν ἰ­δα­νι­κή πο­λι­τεί­α του, καί σχε­δόν ἀ­δι­ά­φο­ρος γιά τή με­τα­τρο­πή της σέ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πά­νω στή γῆ. Ζῆ μᾶλ­λον γιά νά γνω­ρί­ζη πα­ρά γιά νά κά­νη τή γνώ­ση του ἀ­πο­τε­λε­σματική. Καί ὁ Πλά­των ἀ­κό­μη, πού βα­θι­ά ἄγ­γι­ξαν τήν ψυ­χή του οἱ ἀ­νάγ­κες τῆς ἐ­πο­χῆς του, δέ­χε­ται καρ­τε­ρι­κά τήν ἄ­πο­ψη ὅτι ἡ ἰ­δα­νι­κή πο­λι­τεί­α του πρέ­πει νά μέ­νη στά σύν­νε­φα. Βλέ­πει, πο­λύ κα­θα­ρά, μα­ται­ό­τη­τα στήν ἀν­θρώ­πι­νη προ­σπά­θει­α, ἀ­κό­μη καί ὅταν πο­λύ ἔ­χη ἐ­πιτύ­χει, καί εἶναι ἀ­νυ­πό­μο­νος καί ἀ­η­δι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ἀρ­γήν ὁ­δοι­πο­ρί­α καί ἀ­πό τους ἀ­κα­τέρ­γα­στους καί λα­σπω­μέ­νους δρό­μους. Γι’ αὐ­τό ἀ­φή­νει τή γῆ καί ἐ­πι­τρέ­πει στόν ἑαυτό του νά πλα­νι­έ­ται στόν κα­θα­ρό καί ἀ­νεμ­πό­δι­στο αἰ­θέ­ρα τοῦ νο­ῦ,

ἀ­ε­ρο­βα­τῶν καί πε­ρι­φρο­νῶν τόν ἥ­λι­ον,

ὅπως ὁ Ἀ­ρι­στο­φά­νης[41], πρίν ἀ­πό μί­α γε­νε­ά, εἶ­πε γε­μά­τος κα­τα­φρό­νη­ση γιά τούς ἀν­θρώ­πους αὐ­τοῦ του εἴ­δους, καί χτί­ζει τά ἀ­έ­ρινα πα­λά­τια του ἐκεῖ ὅπου κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά ἐμ­πο­δί­ση ἤ νά μο­λύ­νη, ἤ νά κα­τα­στρέ­ψη.

Ὁ κα­τό­πιν αἰώνας ἔ­φε­ρε μι­ά ἀ­να­γέν­νη­ση, καί ἡ φι­λο­σο­φί­α ἀ­κό­μη μι­ά φο­ρά ἔ­γι­νε ἠθική: κι οὔ­τε ἔ­χει ἡ ἱ­στο­ρί­α πολ­λά πε­ρι­στα­τι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρο ἄ­ξι­α θαυ­μα­σμοῦ ἀ­πό τή Στω­ι­κή καί Κυ­νι­κή προ­σπά­θει­α γιά τή σω­τη­ρί­α τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας μέ τήν ἀ­ρε­τή. Ἴ­σως σή­με­ρα ὀ­φεί­λο­με πε­ρισ­σό­τε­ρα σ’ αὐ­τές τίς ἐποχές πα­ρά στήν πρώ­ι­μη Ἑλ­λά­δα. Ἀλ­λά ὁ νέ­ος κό­σμος δέν ἦ­ταν πο­τέ ἐν­τε­λῶς ὅπως ὁ πα­λαι­ός. Ἡ ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα εἶ­χε γιά πάν­τα χά­σει δυ­ό πράγ­μα­τα­—­την ἐ­λευ­θε­ρί­α καί τή δό­ξα τῆς πρώ­της της λο­γο­τε­χνί­ας.
--------------------------------
[1] Burnet, Early Greek Philosophy, p. 49. Ἀριστοτέλης Μεταφυσ. A. 3. 983b. 30

[2] Πλάτων, Πρωταγόρας, 313, 316, 317.

[3] Ἕνα ἀπό τά λίγα ἀποσπάσματα τοῦ Πρωταγόρα πού σώζονται

[4] Πλάτων, Πρωταγόρας 318, Γοργίας 451.

[5] Πλάτων, Πρωταγ. 318.

[6] De orotore I, 148 — 59. Orator, 11 — 19.

[7] Θουκ. 3. 37, 3 — 5.

[8] 3. 82,2;

[9] 3. 82 κ. ε. Τά θέ­μα­τα πού ἀ­νάφε­ρα πά­ρα πά­νω τά πῆ­ρα ἀ­πό τό λό­γο τῶν Μυ­τι­λη­ναί­ων στή Σπάρ­τη (3. 9 κ. ε.), τό λό­γο τοῦ Κλέω­να γιά τήν ἠ­θι­κή τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας (3. 37 κ. ε.), τήν ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Δι­ο­δό­του (σ­τό ἴ­διο μέ­ρος), τούς λό­γους τοῦ Πε­ρι­κλῆ (2. 60 κ. ε.) καί τοῦ Ἀλ­κι­βι­ά­δη (6. 16 κ. ἑ.).

[10] Ἡ ἀ­μοι­βή τοῦ Εὐή­νου ἦ­ταν 5 μναί (Πλά­των, Ἀ­πολ. 20). Ὑπολογίζω τήν ἀ­ξί­α τοῦ νο­μί­σμα­τος τοῦ πέμ­πτου αἰώ­να δέ­κα φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό τή ση­με­ρι­νή.

[11] Πρόσωπο τῆς Ἀγγλικῆς λαϊκῆς φαντασίας. Αρχηγός πονηρῶν πνευμάτων, σάν αὐτά πού παρουσιάζει ὁ Σαίξπηρ στό Ὄνειρο τῆς καλοκαιρινῆς νύχτας. 

[12] Πλάτων, Συμπόσιο, 220. Τό ἑπόμενο χωρίο εἶναι ἀπό το πρῶτο βιβλίο τῆς Πολιτείας (331C κ.ἑ.).

[13] Ἡ συζήτηση τῆς «Πολιτείας» δέν ἔγινε στην Ἀθήνα ἀλλά στό σπίτι τοῦ Κεφάλου, τοῦ πατέρα τοῦ Λυσία, στόν Πειραιᾶ. 

[14] Πλά­των, Φαί­δων 9l ad.

[15] Burnet's History of his Own Times.

[16] Πλάτων, Γοργίας, 458 α.

[17] Πλάτων, Κριτίας 106

[18] Ξενοφ. Ἀπομνημ. I, 1, 16.

[19] Πλάτων, Ἀπολογία, 29d — 31.

[20] Ξε­νοφ. Ἀ­πο­μνημ. I, 1, 10.

[21] Μή­δει­α 844. Τά λό­γι­α αὐ­τά θά ἦ­ταν θαυ­μά­σι­ο μότ­το γιά Πα­νε­πι­στή­μι­ο.

[22] Στή­βεν­σον, γιά τόν Ἐρ­μπερτ Σπέν­σερ, στό ἔρ­γο του: Ἡ ἐ­πί­δρα­ση τῶν βι­βλί­ων.

[23] Μίλ­των, Ἐ­πι­στο­λή γιά τήν Παι­δεί­α, καί Comus. Ἤ ἀ­πόδο­ση τῶν στί­χων τοῦ Μίλ­τω­να ἀ­πό τό Θράς. Σταύ­ρου.

[24] Βλέ­πε Εὐρ­ιπίδ. Ἠ­λε­κτρα 101 1—50, ὅπου ἤ Κλυ­ται­μνή­στρα δι­α­τυ­πώ­νει αὐ­τές τίς κα­τη­γο­ρί­ες ἐ­ναν­τίον τοῦ Ἀ­γα­μέ­μνο­να καί ἔ­τσι δι­και­ο­λο­γεῖ τή δι­κή της δι­α­γω­γή.

[25] Ἰ­φι­γέ­νει­α ἐν Ταύ­ροις 285 κ.ε. Ἡ μα­νί­α τοῦ Ὀ­ρε­στη εἶ­ναι κα­θα­ρά φυ­σι­κό πράγ­μα καί στά τρί­α ἔρ­γα τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, στά ὁ­ποῖ­α τήν πα­ρου­σιά­ζει, τήν Ἠ­λε­κτρα, τόν Ὀ­ρέ­στη καί τήν Ἰ­φι­γέ­νει­α ἐν Ταύροις. Εἶναι ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το, ὅτι στίς «Χο­η­φό­ρους» οἱ πα­ρι­στά­με­νοι δέ βλέ­πουν τίς Ἐ­ρι­νύ­ες (στ. 1061).

[26] Ὀ­ρέ­στης, 34 κ. ἑ. 255 κ. ἑ.

[27] Τρω­ά­δες, 994—97: βλέ­πε τούς στί­χους 969—1032.

[28] Ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες γιά τήν Ἑ­λέ­νη τίς πῆ­ρα ἀπό τόν Ὀ­ρέ­ο­τη, 128, 1112, 1430 καί τόν Κύ­κλω­πα 182—5. Εἶ­ναι ἀ­ξι­οση­μεί­ω­το, ὅ­τι ἡ Ἑ­λέ­νη κλη­ρο­νο­μεῖ τή μα­ται­ο­δο­ξί­α της ἀ­πό τήν Κλυ­ται­μνή­στρα (Ἠ­λέ­κτρα, 1071) καί τήν κλη­ρο­δο­τεῖ στήν κό­ρη της Ἐρμι­ό­νη (Ἀν­δρο­μά­χη, 147 κ. ε.). Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης θε­ω­ρεῖ τήν «ἁβροφροσύνην» σάν κλη­ρο­νο­μι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της οἰ­κο­γέ­νει­ας, (Ὀ­ρε­στης, 349)

[29] 'Ὁ κα­θη­γη­τής Μάρ­ρε­ϋ στή με­τά­φρα­ση τῶν «Τρω­ά­δων» το­νί­ζει, ὅτι αὐ­τή εἶ­ναι ἤ ση­μα­σί­α του.

[30] Στήν Ἠ­λε­κτρα καί τόν Ἴ­ω­να.

[31] Βλέ­πε τήν πραγ­μα­τεί­α τοῦ Βέρ­ραλ γιά τόν Ὀ­ρέ­στη στο ἔρ­γο του «Τέσ­σε­ρεις τρα­γῳ­δί­ες τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη»

[32] Στήν «Ἀν­δρο­μά­χη» καί τόν «Ὀ­ρε­στη».

[33] Ἴων, 887 — 91.

[34] Ἴ­ων, 936 — 7, 939 941, 946 — 961

[35] Ἴ­ων, 264

[36] Ὅ­σα προ­η­γοῦν­ται δέν εἶ­ναι, φυ­σι­κά, οὔ­τε ἀ­πό­πει­ρα γιά ἕ­να πλή­ρη ἀ­πο­λο­γι­σμό τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, πού εἶ­χε καί ἄλ­λες ἰ­δι­ό­τη­τες ἐ­κτός ἀ­πό τόν κρι­τι­κό νο­ῦ. Ὅ­πως μέ τόν Πίν­δα­ρο καί τόν Ἡ­ρό­δο­το στό πέμ­πτο κε­φά­λαι­ο καί μέ τόν Πλά­τω­να στό ἕ­βδο­μο, ἀ­σχο­λή­θη­κα μό­νο μ’ ἐ­κεῖ­νες τίς πλευ­ρές του πού ἐ­ξει­κο­νίζουν τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἄ­πο­ψή μου.

[37] Πρό­κει­ται γιά τό Θω­μᾶ τόν Ἀ­κι­νά­το, τό με­γά­λο ἀ­ρι­στο­τε­λι­κό φι­λό­σο­φο καί θε­ο­λό­γο τῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

[38] Τό­σο με­γά­λη σει­ρά πραγ­μά­των ἀ­νοί­γε­ται καί ὅ­λο τό μέλ­λον σπεύ­δει πρός τό φῶς.

[39] Ξ­ε­νοφ Ἀπο­μνημ. 3. 5. 7 κ. ἑ.

[40] Αἰ­σχίν. Κα­τά Κτησιφ. 178

[41] Νε­φέ­λαι 225.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου