Λένε ότι, κάποτε, ένας νεαρός αριστοκράτης ήθελε πολύ να γίνει ξιφομάχος. Του είχαν μιλήσει για έναν σπουδαίο δάσκαλο ξιφασκίας, κι αυτός γύριζε όλα τα χωριά της περιοχής αναζητώντας τον. Κάποια στιγμή, επιτέλους, τον βρίσκει σε μια ταπεινή καλύβα, γονατίζει μπροστά του και του φιλάει το χέρι.
«Δάσκαλε» του λέει, «σε ψάχνω πολύ καιρό γιατί θέλω να γίνω σπουδαίος ξιφομάχος.»
Όσο ο δάσκαλος μένει σιωπηλός, ο νεαρός συνεχίζει:
«Δάσκαλε, αν αφοσιωθώ στη μελέτη, πόσο καιρό θα μου πάρει να γίνω ξιφομάχος;»
Ο δάσκαλος περνάει το χέρι του πάνω από τα γκρίζα του μαλλιά που τα είχε δεμένα σε κοτσίδα, και του λέει:
«Δέκα χρόνια, ίσως.»
Ο νεαρός απογοητεύτηκε με την απάντηση γιατί δεν είχε φανταστεί ότι θα χρειαζόταν τόσος καιρός.
«Ο πατέρας μου είναι ηλικιωμένος» του λέει, «και θα ήθελα να με δει να τα έχω καταφέρει. Αν προσπαθήσω πολύ, πόσο καιρό θα μου πάρει;»
«Τότε» του λέει ο δάσκαλος, «ίσως χρειαστείς τριάντα χρόνια.»
Ο νέος αρχίζει να μπερδεύεται: πρώτα δέκα χρόνια, μετά τριάντα…
«Δάσκαλε, θα κάνω ό,τι μου πεις. Είμαι έτοιμος για τα πάντα, να υποφέρω κάθε είδους στέρηση, να κάνω οποιαδήποτε θυσία… Το μόνο που θέλω είναι να γίνω ξιφομάχος!»
«Τότε» λέει ο δάσκαλος, «θα πρέπει να μελετήσεις μαζί μου εβδομήντα χρόνια».
Μπροστά στα δύσπιστα μάτια του νέου, ο δάσκαλος της ξιφασκίας σηκώνεται από την καρέκλα του, τον συνοδεύει ως την πόρτα και του λέει:
«Εσύ, θέλεις να γίνεις ξιφομάχος. Όταν θα θελήσεις να μάθεις ξιφασκία, ξαναέλα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου