[582d] Ἐμπειρίας μὲν ἄρα, εἶπον, ἕνεκα κάλλιστα τῶν ἀνδρῶν κρίνει οὗτος.
Πολύ γε.
Καὶ μὴν μετά γε φρονήσεως μόνος ἔμπειρος γεγονὼς ἔσται.
Τί μήν;
Ἀλλὰ μὴν καὶ δι᾽ οὗ γε δεῖ ὀργάνου κρίνεσθαι, οὐ τοῦ φιλοκερδοῦς τοῦτο ὄργανον οὐδὲ τοῦ φιλοτίμου, ἀλλὰ τοῦ φιλοσόφου.
Τὸ ποῖον;
Διὰ λόγων που ἔφαμεν δεῖν κρίνεσθαι. ἦ γάρ;
Ναί.
Λόγοι δὲ τούτου μάλιστα ὄργανον.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Οὐκοῦν εἰ μὲν πλούτῳ καὶ κέρδει ἄριστα ἐκρίνετο τὰ [582e] κρινόμενα, ἃ ἐπῄνει ὁ φιλοκερδὴς καὶ ἔψεγεν, ἀνάγκη ἂν ἦν ταῦτα ἀληθέστατα εἶναι.
Πολλή γε.
Εἰ δὲ τιμῇ τε καὶ νίκῃ καὶ ἀνδρείᾳ, ἆρ᾽ οὐχ ἃ ὁ φιλότιμός τε καὶ φιλόνικος;
Δῆλον.
Ἐπειδὴ δ᾽ ἐμπειρίᾳ καὶ φρονήσει καὶ λόγῳ;
Ἀνάγκη, ἔφη, ἃ ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φιλόλογος ἐπαινεῖ, ἀληθέστατα εἶναι.
[583a] Τριῶν ἄρ᾽ οὐσῶν τῶν ἡδονῶν ἡ τούτου τοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ᾧ μανθάνομεν ἡδίστη ἂν εἴη, καὶ ἐν ᾧ ἡμῶν τοῦτο ἄρχει, ὁ τούτου βίος ἥδιστος;
Πῶς δ᾽ οὐ μέλλει; ἔφη· κύριος γοῦν ἐπαινέτης ὢν ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτοῦ βίον ὁ φρόνιμος.
Τίνα δὲ δεύτερον, εἶπον, βίον καὶ τίνα δευτέραν ἡδονήν φησιν ὁ κριτὴς εἶναι;
Δῆλον ὅτι τὴν τοῦ πολεμικοῦ τε καὶ φιλοτίμου· ἐγγυτέρω γὰρ αὐτοῦ ἐστιν ἢ ἡ τοῦ χρηματιστοῦ.
Ὑστάτην δὴ τὴν τοῦ φιλοκερδοῦς, ὡς ἔοικεν.
Τί μήν; ἦ δ᾽ ὅς.
[583b] Ταῦτα μὲν τοίνυν οὕτω δύ᾽ ἐφεξῆς ἂν εἴη καὶ δὶς νενικηκὼς ὁ δίκαιος τὸν ἄδικον· τὸ δὲ τρίτον ὀλυμπικῶς τῷ σωτῆρί τε καὶ τῷ Ὀλυμπίῳ Διί, ἄθρει ὅτι οὐδὲ παναληθής ἐστιν ἡ τῶν ἄλλων ἡδονὴ πλὴν τῆς τοῦ φρονίμου οὐδὲ καθαρά, ἀλλ᾽ ἐσκιαγραφημένη τις, ὡς ἐγὼ δοκῶ μοι τῶν σοφῶν τινος ἀκηκοέναι. καίτοι τοῦτ᾽ ἂν εἴη μέγιστόν τε καὶ κυριώτατον τῶν πτωμάτων.
Πολύ γε· ἀλλὰ πῶς λέγεις;
[583c] Ὧδ᾽, εἶπον, ἐξευρήσω, σοῦ ἀποκρινομένου ζητῶν ἅμα.
Ἐρώτα δή, ἔφη.
Λέγε δή, ἦν δ᾽ ἐγώ· οὐκ ἐναντίον φαμὲν λύπην ἡδονῇ;
Καὶ μάλα.
Οὐκοῦν καὶ τὸ μήτε χαίρειν μήτε λυπεῖσθαι εἶναί τι;
Εἶναι μέντοι.
Μεταξὺ τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὂν ἡσυχίαν τινὰ περὶ ταῦτα τῆς ψυχῆς; ἢ οὐχ οὕτως αὐτὸ λέγεις;
Οὕτως, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἆρ᾽ οὖν μνημονεύεις, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοὺς τῶν καμνόντων λόγους, οὓς λέγουσιν ὅταν κάμνωσιν;
Ποίους;
Ὡς οὐδὲν ἄρα ἐστὶν ἥδιον τοῦ ὑγιαίνειν, ἀλλὰ σφᾶς [583d] ἐλελήθει, πρὶν κάμνειν, ἥδιστον ὄν.
Μέμνημαι, ἔφη.
Οὐκοῦν καὶ τῶν περιωδυνίᾳ τινὶ ἐχομένων ἀκούεις λεγόντων ὡς οὐδὲν ἥδιον τοῦ παύσασθαι ὀδυνώμενον;
Ἀκούω.
Καὶ ἐν ἄλλοις γε οἶμαι πολλοῖς τοιούτοις αἰσθάνῃ γιγνομένους τοὺς ἀνθρώπους, ἐν οἷς, ὅταν λυπῶνται, τὸ μὴ λυπεῖσθαι καὶ τὴν ἡσυχίαν τοῦ τοιούτου ἐγκωμιάζουσιν ὡς ἥδιστον, οὐ τὸ χαίρειν.
Τοῦτο γάρ, ἔφη, τότε ἡδὺ ἴσως καὶ ἀγαπητὸν γίγνεται, ἡσυχία.
Καὶ μὴν μετά γε φρονήσεως μόνος ἔμπειρος γεγονὼς ἔσται.
Τί μήν;
Ἀλλὰ μὴν καὶ δι᾽ οὗ γε δεῖ ὀργάνου κρίνεσθαι, οὐ τοῦ φιλοκερδοῦς τοῦτο ὄργανον οὐδὲ τοῦ φιλοτίμου, ἀλλὰ τοῦ φιλοσόφου.
Τὸ ποῖον;
Διὰ λόγων που ἔφαμεν δεῖν κρίνεσθαι. ἦ γάρ;
Ναί.
Λόγοι δὲ τούτου μάλιστα ὄργανον.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Οὐκοῦν εἰ μὲν πλούτῳ καὶ κέρδει ἄριστα ἐκρίνετο τὰ [582e] κρινόμενα, ἃ ἐπῄνει ὁ φιλοκερδὴς καὶ ἔψεγεν, ἀνάγκη ἂν ἦν ταῦτα ἀληθέστατα εἶναι.
Πολλή γε.
Εἰ δὲ τιμῇ τε καὶ νίκῃ καὶ ἀνδρείᾳ, ἆρ᾽ οὐχ ἃ ὁ φιλότιμός τε καὶ φιλόνικος;
Δῆλον.
Ἐπειδὴ δ᾽ ἐμπειρίᾳ καὶ φρονήσει καὶ λόγῳ;
Ἀνάγκη, ἔφη, ἃ ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φιλόλογος ἐπαινεῖ, ἀληθέστατα εἶναι.
[583a] Τριῶν ἄρ᾽ οὐσῶν τῶν ἡδονῶν ἡ τούτου τοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ᾧ μανθάνομεν ἡδίστη ἂν εἴη, καὶ ἐν ᾧ ἡμῶν τοῦτο ἄρχει, ὁ τούτου βίος ἥδιστος;
Πῶς δ᾽ οὐ μέλλει; ἔφη· κύριος γοῦν ἐπαινέτης ὢν ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτοῦ βίον ὁ φρόνιμος.
Τίνα δὲ δεύτερον, εἶπον, βίον καὶ τίνα δευτέραν ἡδονήν φησιν ὁ κριτὴς εἶναι;
Δῆλον ὅτι τὴν τοῦ πολεμικοῦ τε καὶ φιλοτίμου· ἐγγυτέρω γὰρ αὐτοῦ ἐστιν ἢ ἡ τοῦ χρηματιστοῦ.
Ὑστάτην δὴ τὴν τοῦ φιλοκερδοῦς, ὡς ἔοικεν.
Τί μήν; ἦ δ᾽ ὅς.
[583b] Ταῦτα μὲν τοίνυν οὕτω δύ᾽ ἐφεξῆς ἂν εἴη καὶ δὶς νενικηκὼς ὁ δίκαιος τὸν ἄδικον· τὸ δὲ τρίτον ὀλυμπικῶς τῷ σωτῆρί τε καὶ τῷ Ὀλυμπίῳ Διί, ἄθρει ὅτι οὐδὲ παναληθής ἐστιν ἡ τῶν ἄλλων ἡδονὴ πλὴν τῆς τοῦ φρονίμου οὐδὲ καθαρά, ἀλλ᾽ ἐσκιαγραφημένη τις, ὡς ἐγὼ δοκῶ μοι τῶν σοφῶν τινος ἀκηκοέναι. καίτοι τοῦτ᾽ ἂν εἴη μέγιστόν τε καὶ κυριώτατον τῶν πτωμάτων.
Πολύ γε· ἀλλὰ πῶς λέγεις;
[583c] Ὧδ᾽, εἶπον, ἐξευρήσω, σοῦ ἀποκρινομένου ζητῶν ἅμα.
Ἐρώτα δή, ἔφη.
Λέγε δή, ἦν δ᾽ ἐγώ· οὐκ ἐναντίον φαμὲν λύπην ἡδονῇ;
Καὶ μάλα.
Οὐκοῦν καὶ τὸ μήτε χαίρειν μήτε λυπεῖσθαι εἶναί τι;
Εἶναι μέντοι.
Μεταξὺ τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὂν ἡσυχίαν τινὰ περὶ ταῦτα τῆς ψυχῆς; ἢ οὐχ οὕτως αὐτὸ λέγεις;
Οὕτως, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἆρ᾽ οὖν μνημονεύεις, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοὺς τῶν καμνόντων λόγους, οὓς λέγουσιν ὅταν κάμνωσιν;
Ποίους;
Ὡς οὐδὲν ἄρα ἐστὶν ἥδιον τοῦ ὑγιαίνειν, ἀλλὰ σφᾶς [583d] ἐλελήθει, πρὶν κάμνειν, ἥδιστον ὄν.
Μέμνημαι, ἔφη.
Οὐκοῦν καὶ τῶν περιωδυνίᾳ τινὶ ἐχομένων ἀκούεις λεγόντων ὡς οὐδὲν ἥδιον τοῦ παύσασθαι ὀδυνώμενον;
Ἀκούω.
Καὶ ἐν ἄλλοις γε οἶμαι πολλοῖς τοιούτοις αἰσθάνῃ γιγνομένους τοὺς ἀνθρώπους, ἐν οἷς, ὅταν λυπῶνται, τὸ μὴ λυπεῖσθαι καὶ τὴν ἡσυχίαν τοῦ τοιούτου ἐγκωμιάζουσιν ὡς ἥδιστον, οὐ τὸ χαίρειν.
Τοῦτο γάρ, ἔφη, τότε ἡδὺ ἴσως καὶ ἀγαπητὸν γίγνεται, ἡσυχία.
***
[582d] Επομένως, όσο εξαρτάται από την εμπειρία, ο φιλόσοφος είναι σε θέση να κρίνει πολύ καλύτερα από τους δύο άλλους.Χωρίς καμίαν αντίρρηση.
Μάλιστα θα είναι και ο μόνος που με την εμπειρία συνδυάζει και τη φρόνηση.
Πώς;
Γιατί και το όργανο με το οποίο μπορούμε να κρίνομε ορθά δεν ανήκει στον φιλοκερδή ούτε στον φιλόδοξο αλλ᾽ αποκλειστικά στον φιλόσοφο.
Ποιό εννοείς;
Δεν είπαμε ότι χρειάζεται ο ορθός λόγος για να κρίνομε σωστά;
Ναι.
Ακριβώς όμως τούτου (του φιλοσόφου) κύριο όργανο είναι ο ορθός λόγος.
Πώς όχι;
Λοιπόν, αν με όργανο τα πλούτη και το κέρδος μπορούσαμε να κρίνομε σωστά [582e] τα πράγματα, όσα θα επαινούσε ή θα έψεγε ο φιλοκερδής, κατ᾽ ανάγκη θα ήσαν και τα πιο αληθινά.
Βέβαια.
Αν πάλι όργανο ήταν η νίκη και η ανδρεία, τότε δεν θα ήσαν πιο αληθινά όσα θα επαινούσε ή θα έψεγε ο φιλόδοξος και ο φιλόνικος;
Φανερό.
Αφού όμως τα πράγματα κρίνονται με την εμπειρία, τη φρόνηση και τον ορθό λόγο;
Τότε κατ᾽ ανάγκη αληθέστατα είναι όσα επαινεί ο φιλόσοφος, του ορθού λόγου ο φίλος.
[583a] Επομένως, από τις τρεις ηδονές της ψυχής, γλυκύτερη είναι η ηδονή τούτου του μέρους της ψυχής με το οποίο αποκτούμε τη μάθηση, κι εκείνος ο άνθρωπος που μέσα του δεσπόζει το μέρος τούτο θα ζει τη γλυκύτερη ζωή;
Πώς μπορεί να είναι αλλιώς; απόδειξη ότι μόνος αρμόδιος στον έπαινο, ο φρόνιμος άνθρωπος, επαινεί τον δικό του βίο.
Και ποιόν βίο και ποιάν ηδονή βάζει σε δεύτερη σειρά ο κριτής;
Φυσικά την ηδονή του πολεμικού και του φιλόδοξου· γιατί αυτή βρίσκεται πλησιέστερα προς τη δική του από την ηδονή του χρηματιστή.
Ώστε, καθώς φαίνεται, στην ηδονή του φιλοκερδούς θα δίνει την τελευταία θέση;
Χωρίς αμφιβολία.
Τρίτη απόδειξη: μόνο του φρονίμου η ηδονή είναι αληθινή και καθαρή
[583b] Νά λοιπόν δύο αλλεπάλληλες αποδείξεις που ισοδυναμούν με δύο νίκες του δίκαιου κατά του άδικου· αλλά και τρίτη ακόμη νίκη θα κερδίσει και προσευχήσου, όπως είναι έθιμο ολυμπιακό, στον Ολύμπιο τον σωτήρα την εξής: Κάθε άλλη ηδονή, εκτός από την ηδονή του φρονίμου, δεν είναι εντελώς αληθινή και καθαρή, αλλ᾽ απλώς μια σκιαγραφία ηδονής, καθώς θυμάμαι ν᾽ άκουσα από κάποιον σοφό. Αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη και τελειωτική ήττα του άδικου.
Βέβαια· αλλά πώς το αποδείχνεις;
[583c] Εσύ αποκρίνου στις ερωτήσεις μου και ψάχνοντας θα το βρω.
Ρώτα με λοιπόν.
Σε ρωτώ· τη λύπη δεν τη λέμε αντίθετη της ηδονής;
Με το παραπάνω.
Δεν υπάρχει όμως και μια κατάσταση, όπου ούτε χαιρόμαστε ούτε λυπούμαστε;
Μάλιστα υπάρχει.
Και η κατάσταση αυτή, καθώς βρίσκεται στη μέση μεταξύ ηδονής και λύπης, είναι κάτι σαν ησυχία της ψυχής απέναντι και στις δύο· ή δεν είναι αυτή η ιδέα σου;
Αυτή μάλιστα.
Θυμάσαι τάχα τους λόγους που λένε οι άρρωστοι κατά την αρρώστια τους;
Ποιούς λόγους;
Ότι δεν υπάρχει πιο γλυκό πράγμα από την υγεία, αλλά δεν ήσαν [583d] σε θέση να ξέρουν όλη την αξία του πριν αρρωστήσουν.
Ναι, τους θυμάμαι.
Δεν άκουσες ακόμη και κείνους που υποφέρουν από καμιά μεγάλη λύπη να λένε ότι τίποτα δεν είναι πιο γλυκό από το να πάψουν να υποφέρουν;
Το έχω ακούσει.
Και σε πολλές άλλες τέτοιες περιστάσεις κάνουν, νομίζω, το ίδιο οι άνθρωποι· όταν λυπούνται, εγκωμιάζουν ως το πιο γλυκό πράγμα την απαλλαγή από τη λύπη, και την ησυχία, όχι τη χαρά.
Γιατί αυτό ίσως τους φαίνεται τότε γλυκό και ευχάριστο πράγμα, η ησυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου