Ο οργισμένος Ουρανός έστειλε μια φοβερή επιδημία στη Γη, που ονομαζόταν πανούκλα, για να τιμωρήσει τον αμαρτωλό κόσμο. Η μολυσματική αυτή ασθένεια που προέρχεται από τον Αχέροντα έπληξε όλα τα ζώα. Δεν πέθαναν όλα, αλλά τα περισσότερα κείτονταν ετοιμοθάνατα,
Και κανένα δεν προσπαθούσε να βρει τροφή για να ταΐσει τις φλόγες της ζωής του που τρεμόπαιζαν. Δεν ορέγονταν καμιά τροφή. Δεν περιπλανιόνταν πια ούτε λύκοι ούτε αλεπούδες σε αναζήτηση άκακης και αβοήθητης λείας. Και τα περιστέρια δεν συντρόφευαν τα περιστέρια, γιατί η αγάπη και η χαρά είχαν χαθεί.
Το Λιοντάρι ανέβηκε στο βήμα και άρχισε να λέει:
«Αγαπητοί φίλοι, δεν αμφιβάλλω πως ο σκοπός του ουρανού είναι να δυστυχήσουμε εμείς οι αμαρτωλοί. Γι’ αυτό όποιος από εμάς έχει αμαρτήσει περισσότερο ας γίνει το θύμα των εκδικητικών στρατιών του ουρανού και ας εξασφαλίσει τη σωτηρία όλων μας. Κι αυτό επειδή ιστορία μας διδάσκει ότι σε τέτοιες κρίσιμες περιπτώσεις πρέπει να κάνουμε θυσίες. Ας εξετάσουμε τη συνείδησή μας χωρίς αυταπάτες και με αυστηρότητα. Όπως ανακαλώ στη μνήμη, για να κατασιγάσω τη λαιμαργία μου έφαγα πολλά αρνιά που δεν μου είχαν κάνει κανένα κακό και ακόμη είναι γνωστό ότι δοκίμασα και πίτα του Βοσκού. Ωστόσο πιστεύω ότι και άλλοι θα πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με τα αμαρτήματά τους. Το δίκαιο είναι να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βρούμε τον πιο ένοχο»
«Μεγαλειότατε, είστε έξοχος βασιλιάς», ξεκίνησε να λέει η Αλεπού. «Τέτοιου ηθικοί ενδοιασμοί δείχνουν μεγάλη ευαισθησία. Μα την πίστη μου, είναι αμάρτημα να τρώει κανείς αρνιά που είναι τόσο πρόστυχα και κοινά; Όχι, μεγαλειότατε, δεν είναι αμάρτημα να καταβροχθίζοντας από κάποιον σαν κι εσάς. Όσο για τους βοσκούς, τους άξιζε ό,τι χειρότερο τους συνέβη, μια και συνωμοτούν για το πώς θα μας βλάψουν, πίσω από την πλάτη μας. Μόνο στα όνειρά τους θα μας εξουσιάσουν».
Έτσι μίλησε η Αλεπού και ακούστηκαν κολακευτικές ζητωκραυγές, ενώ κανείς δεν τολμούσε να κατευθύνει ψυχρά βλέμματα στην Τίγρη, στην Αρκούδα και σε άλλες υψηλότητες, διότι θα διέπραττε ασυγχώρητη παράβαση. Συμφωνούσαν όλοι πως καθεμία, άσχετα από ποια άτιμη ράτσα προερχόταν, ήταν πραγματικά αγία.
Μετά μίλησε ο Γάιδαρος:
«Θυμάμαι πως μια φορά διέσχισα το λιβάδι ενός Αββαείου και καθώς πεινούσα λιγάκι δεν αμφιβάλλω ότι κάποιος δαίμονας λαιμαργίας με κατέλαβε κι έφαγα ένα σωρό από το άφθονο γρασίδι που φύτρωνε εκεί. Κανονικά δεν είχα δικαίωμα να κάνω κάτι τέτοιο».
Μεγάλη κατακραυγή έπεσε πάνω στο Γάιδαρο.
Ένας διαβασμένος Λύκος επέμεινε ότι ήταν άξιο της περιφρόνησής τους ένα τέτοιο καταραμένο ζώο που ήταν υπεύθυνο για την αντίξοη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν όλοι τους. Έκριναν πως δεν του άξιζε τίποτα καλύτερο από τον απαγχονισμό. Τι αμαρτία να στερήσει το γρασίδι από το νόμιμο κάτοχό του!
Έμαθε λοιπόν ότι μόνο ο θάνατός του μπορούσε να εξαλειφθεί ένα τέτοιο στυγερό αμάρτημα. Η αυλή, ανάλογα με τη χαμηλή ή υψηλή κοινωνική μας θέση, θα μας αθωώσει ή θα μας ενοχοποιήσει αντίστοιχα.
ΖΑΝ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΝΤΑΙΝ, 1621-1695, ΜΥΘΟΙ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου