Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (437b-438b)

[437b] Ἆρ᾽ ‹ἂν› οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ ἐπινεύειν τῷ ἀνανεύειν καὶ τὸ ἐφίεσθαί τινος λαβεῖν τῷ ἀπαρνεῖσθαι καὶ τὸ προσάγεσθαι τῷ ἀπωθεῖσθαι, πάντα τὰ τοιαῦτα τῶν ἐναντίων ἀλλήλοις θείης εἴτε ποιημάτων εἴτε παθημάτων; οὐδὲν γὰρ ταύτῃ διοίσει.Ἀλλ᾽, ἦ δ᾽ ὅς, τῶν ἐναντίων.
Τί οὖν; ἦν δ᾽ ἐγώ· διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅλως τὰς ἐπιθυμίας, καὶ αὖ τὸ ἐθέλειν καὶ τὸ βούλεσθαι, οὐ πάντα ταῦτα [437c] εἰς ἐκεῖνά ποι ἂν θείης τὰ εἴδη τὰ νυνδὴ λεχθέντα; οἷον ἀεὶ τὴν τοῦ ἐπιθυμοῦντος ψυχὴν οὐχὶ ἤτοι ἐφίεσθαι φήσεις ἐκείνου οὗ ἂν ἐπιθυμῇ, ἢ προσάγεσθαι τοῦτο ὃ ἂν βούληταί οἱ γενέσθαι, ἢ αὖ, καθ᾽ ὅσον ἐθέλει τί οἱ πορισθῆναι, ἐπινεύειν τοῦτο πρὸς αὑτὴν ὥσπερ τινὸς ἐρωτῶντος, ἐπορεγομένην αὐτοῦ τῆς γενέσεως;
Ἔγωγε.
Τί δέ; τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν μηδ᾽ ἐπιθυμεῖν οὐκ εἰς τὸ ἀπωθεῖν καὶ ἀπελαύνειν ἀπ᾽ αὐτῆς καὶ εἰς ἅπαντα τἀναντία ἐκείνοις θήσομεν;
[437d] Πῶς γὰρ οὔ;
Τούτων δὴ οὕτως ἐχόντων ἐπιθυμιῶν τι φήσομεν εἶναι εἶδος, καὶ ἐναργεστάτας αὐτῶν τούτων ἥν τε δίψαν καλοῦμεν καὶ ἣν πεῖναν;
Φήσομεν, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐκοῦν τὴν μὲν ποτοῦ, τὴν δ᾽ ἐδωδῆς;
Ναί.
Ἆρ᾽ οὖν, καθ᾽ ὅσον δίψα ἐστί, πλέονος ἄν τινος ἢ οὗ λέγομεν ἐπιθυμία ἐν τῇ ψυχῇ εἴη, οἷον δίψα ἐστὶ δίψα ἆρά γε θερμοῦ ποτοῦ ἢ ψυχροῦ, ἢ πολλοῦ ἢ ὀλίγου, ἢ καὶ ἑνὶ λόγῳ ποιοῦ τινος πώματος; ἢ ἐὰν μέν τις θερμότης τῷ [437e] δίψει προσῇ, τὴν τοῦ ψυχροῦ ἐπιθυμίαν προσπαρέχοιτ᾽ ἄν, ἐὰν δὲ ψυχρότης, τὴν τοῦ θερμοῦ; ἐὰν δὲ διὰ πλήθους παρουσίαν πολλὴ ἡ δίψα ᾖ, τὴν τοῦ πολλοῦ παρέξεται, ἐὰν δὲ ὀλίγη, τὴν τοῦ ὀλίγου; αὐτὸ δὲ τὸ διψῆν οὐ μή ποτε ἄλλου γένηται ἐπιθυμία ἢ οὗπερ πέφυκεν, αὐτοῦ πώματος, καὶ αὖ τὸ πεινῆν βρώματος;
Οὕτως, ἔφη, αὐτή γε ἡ ἐπιθυμία ἑκάστη αὐτοῦ μόνον ἑκάστου οὗ πέφυκεν, τοῦ δὲ τοίου ἢ τοίου τὰ προσγιγνόμενα.
[438a] Μήτοι τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀσκέπτους ἡμᾶς ὄντας θορυβήσῃ, ὡς οὐδεὶς ποτοῦ ἐπιθυμεῖ ἀλλὰ χρηστοῦ ποτοῦ, καὶ οὐ σίτου ἀλλὰ χρηστοῦ σίτου. πάντες γὰρ ἄρα τῶν ἀγαθῶν ἐπιθυμοῦσιν· εἰ οὖν ἡ δίψα ἐπιθυμία ἐστί, χρηστοῦ ἂν εἴη εἴτε πώματος εἴτε ἄλλου ὅτου ἐστὶν ἐπιθυμία, καὶ αἱ ἄλλαι οὕτω.
Ἴσως γὰρ ἄν, ἔφη, δοκοῖ τι λέγειν ὁ ταῦτα λέγων.
Ἀλλὰ μέντοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅσα γ᾽ ἐστὶ τοιαῦτα οἷα εἶναί [438b] του, τὰ μὲν ποιὰ ἄττα ποιοῦ τινός ἐστιν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τὰ δ᾽ αὐτὰ ἕκαστα αὐτοῦ ἑκάστου μόνον.
Οὐκ ἔμαθον, ἔφη.
Οὐκ ἔμαθες, ἔφην, ὅτι τὸ μεῖζον τοιοῦτόν ἐστιν οἷον τινὸς εἶναι μεῖζον;
Πάνυ γε.
Οὐκοῦν τοῦ ἐλάττονος;
Ναί.
Τὸ δέ γε πολὺ μεῖζον πολὺ ἐλάττονος. ἦ γάρ;
Ναί.
Ἆρ᾽ οὖν καὶ τὸ ποτὲ μεῖζον ποτὲ ἐλάττονος, καὶ τὸ ἐσόμενον μεῖζον ἐσομένου ἐλάττονος;
Ἀλλὰ τί μήν; ἦ δ᾽ ὅς.

***
[437b] Λέγε μου λοιπόν τώρα: το να δείχνει κανείς πως θέλει κάτι, με το να δείχνει πως δεν το θέλει, και το να επιθυμεί να πάρει κατιτί, με το να αρνιέται να το πάρει, και το να δέχεται πρόθυμα, με το να το αποστρέφεται, θα τις πάρεις όλες αυτές τις ενέργειες ή τα πάθη (γιατί ως προς αυτό δεν υπάρχει καμιά διαφορά) για πράγματα αντίθετα μεταξύ τους ή όχι;
Μα βέβαια αντίθετα.
Τί λοιπόν; την πείνα και τη δίψα και όλες γενικά τις επιθυμίες καθώς πάλι και τη θέληση και τη βούληση, δε θα τα βάλεις όλ᾽ αυτά [437c] κάπου εκεί μαζί με αυτές τις ιδιότητες που αναφέραμε τώρα δα; Δε θα πεις, παραδείγματος χάρη, πως η ψυχή του ανθρώπου που επιθυμεί κατιτί αισθάνεται ένα σπρώξιμο προς εκείνο που επιθυμεί, ή πως δέχεται πρόθυμα το πράγμα που θα ήθελε να το έχει, ή πως πάλι, σε περίπτωση που θέλει κάτι ν᾽ αποχτήσει, δίνει έτσι μ᾽ ένα νεύμα στον εαυτό της τη συγκατάθεσή της, σαν να τη ρωτούσε κάποιος, δείχνοντας έτσι όλη της τη λαχτάρα για την απόχτησή του;
Μάλιστα.
Τί δε; το να μην ορέγεται, το να μη θέλει, το να μην επιθυμεί δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να αποστρέφεται και να σπρώχνει μακριά της, και δε θα βάλομε αυτές τις ενέργειες της ψυχής σ᾽ όλα τα αντίθετα μ᾽ εκείνα που είπαμε πριν;
[437d] Πώς όχι;
Αφού έτσι είναι το πράγμα, δε θα πούμε λοιπόν πως έχομε ένα είδος επιθυμίες και ανάμεσα σ᾽ αυτές δυο προπάντων φανερότερες, εκείνες που λέμε πείνα και δίψα;
Θα πούμε.
Και πως η μια είναι επιθυμία πιοτού κι η άλλη τροφής;
Ναι.
Κι όσο είναι αυτό η δίψα, είναι άραγε επιθυμία της ψυχής για τίποτα περισσότερο απ᾽ αυτό που λέγαμε; Δηλαδή η δίψα είναι άραγε δίψα ζεστού ή κρύου ή πολλού ή λίγου πιοτού, ή και μ᾽ ένα λόγο ενός τέτοιου ή τέτοιου πιοτού; Ή, αν μαζί με τη δίψα [437e] υπάρχει και η έννοια της ζέστης, ήθελε παρουσιάσει και την πρόσθετη επιθυμία του ψυχρού, καθώς και την επιθυμία του ζεστού, αν είχε μαζί της την έννοια της ψυχρότητας; Και αν με την παρουσία της εννοίας του πολλού είναι πολλή η δίψα, θα γεννήσει την επιθυμία του πολλού πιοτού, και αν είναι λίγη του λίγου; Η καθαυτό όμως δίψα δε θα ήταν ποτέ επιθυμία για κανένα άλλο πράγμα παρά για κείνο που είναι το φυσικό της αντικείμενο, δηλαδή απλώς του πιοτού, καθώς και η πείνα απλώς της τροφής.
Μάλιστα, έτσι είναι· η καθεμιά καθαυτό επιθυμία είναι επιθυμία μόνο του καθαυτό φυσικού της αντικειμένου· το να είναι όμως το αντικείμενο αυτό τέτοιο ή τέτοιο, το χρωστά στις πρόσθετες εκείνες έννοιες.
[438a] Πρόσεξε μόνο μη μας βρει κανείς πως δεν το ᾽χομε ξεκαθαρίσει καλά το ζήτημα και μας κάμει να τα χάσουμε, αν μας πει πως κανείς δεν επιθυμεί απλώς πιοτό, αλλά καλό πιοτό, και όχι φαΐ, αλλά καλό φαΐ. Γιατί όλοι φυσικά επιθυμούν τα καλά· αν λοιπόν η δίψα είναι επιθυμία, θα ήταν επιθυμία για κάποιο καλό πράγμα, είτε πιοτό είναι είτε ό,τι άλλο εκείνο που επιθυμεί· το ίδιο και για τις άλλες επιθυμίες.
Ίσως και να ᾽χει κάποιο δίκιο εκείνος που θα ᾽κανε αυτή την παρατήρηση.
Ναι, μα όσα πράγματα αναφέρονται σ᾽ έν᾽ άλλο πράγμα [438b] είναι τέτοια ή τέτοια εξαιτίας της αναφοράς, καθώς μου φαίνεται, που έχουν σε μιαν ορισμένη ποιότητα, τα καθαυτό όμως πράγματα αναφέρονται στο καθαυτό μόνο αντικείμενό τους.
Δεν το κατάλαβα.
Δεν καταλαβαίνεις πως το μεγαλύτερο είναι τέτοιο, που να είναι μεγαλύτερο από κάποιο άλλο;
Βεβαιότατα.
Από κάτι δηλαδή μικρότερό του;
Ναι.
Και το πολύ μεγαλύτερο από το πολύ μικρότερο;
Ναι.
Άραγε λοιπόν κι ένα που ήταν κάποτε μεγαλύτερο από ένα που ήταν κάποτε μικρότερο, κι ένα που θα είναι στο μέλλον μεγαλύτερο από ένα που θα ᾽ναι στο μέλλον μικρότερο;
Πώς όχι;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου