Χαθήκαμε στη στροφή παίζοντας κρυφτό. Το παιχνίδι που από μικρά διδαχτήκαμε: Να κρυβόμαστε καλά από τον εαυτό μας. Χάσαμε, όμως. Μας βρήκε ο χρόνος και μας νίκησε, μας έκανε κομμάτια. Κι όταν κάτι γίνει κομμάτια, όσο προσεκτικά και αν το κολλήσεις, την αρχική του λάμψη δεν την ξαναποκτάει ποτέ. Αυτό που έμαθα, είναι ότι ποτέ δεν φταίει μόνο ο ένας. Μαζί δεν παίξαμε κρυφτό; Μαζί δεν χάσαμε; Οπότε μαζί θα μοιραστούμε και την ήττα.
Όχι δεν γράφω για να απολογηθώ. Ποτέ δεν απολογούμαι. Η απολογία σκοτώνει τη μοναδικότητα της στιγμής, την φθείρει και την αφανίζει αργά. Και εμένα οι στιγμές μου υπήρξαν όλες μοναδικές, άλλες ποτισμένες με την γλύκα του χαμόγελου και άλλες από την αλμύρα των δακρύων. Μα δεν βαριέσαι; Αυτό είναι η ζωή αιώνες τώρα, μια συνταγή με δάκρυα και σάλιο. Ποιοι είμαστε εμείς που θα την αλλάξουμε;
Αυτό που με πονάει πιο πολύ από όλα είναι ότι ενώ ήξερα πως είναι καλύτερο να λείπεις παρά να περισσεύεις, εγώ επέμενα να μοιράζω φιλιά και αγκαλιές αχρείαστες. Για ρεζέρβα έλεγα, αν ποτέ χρειαστούν… Τουλάχιστον με παρηγορεί το γεγονός ότι ποτέ δεν φόρτωσα το περίσσευμα μου στη ράχη κάποιου άλλου. Ολομόναχος το κουβαλούσα και το κουβαλάω ακόμα. Ενώ εσύ είχες γύρω σου, τους αγαπημένους σου ανθρώπους, που σου έπλεκαν το εγκώμιο, ξεχνώντας πως αυτό το πλεκτό, που κάποτε σε ζέσταινε και σε γέμιζε χαρά, θα ξεχειλώσει, θα φθαρεί και θα απομείνει μια χούφτα τριμμένο μαλλί να σου θυμίζει το κίβδηλο των ιδεατών πραγμάτων, που με τόση μανία επεδίωκες να συλλέξεις.
Σιχάθηκα την ανάσα μου κολλημένη σε παγωμένα ρολόγια. Τους νυχτερινούς ψιθύρους της ψυχής, η οποία πάσχιζε επίμονα να ξεσχίσει το κορμί μου για να λυτρωθεί, να πετάξει επιτέλους ελεύθερη. Ακριβό ουσιαστικό η ελευθερία, μάτια μου. Δεν πουλιέται, δεν χαρίζεται, δεν αποκτάται. Ή γεννιέσαι ελεύθερος ή σκλάβος του εαυτού σου, θυμήσου εσύ μου το ‘μαθες. Όπως επίσης και τον φόβο, από σένα τον έμαθα. Από σένα, που μήνες στο κρεβάτι ξάπλωνες και έλεγες ότι κάποτε θα πεθάνεις, οπότε δεν έχει νόημα να ζεις το τώρα. Μικρό μου άμυαλο, με μια σου αγκαλιά κόβεις το φόβο μαχαίρι. Απλά, άργησες, άργησες πολύ.
Αν είχα εφτά ψυχές, οχτώ φορές θα πέθαινα για σένα. Κανένας ποιητής δεν σκέφτηκε να το γράψει αυτό και καμία γάτα δεν απόμεινε στη γη να ζει την έβδομη ψυχή της. Όλοι σε αυτό τον πλανήτη θα πεθάνουμε. Όλοι. Όσους γνωρίσαμε, όσους αγαπήσαμε και με όσους ζήσαμε, όλοι θα φύγουν και μείς μαζί. Ας το σκεφτόταν αυτό ο άνθρωπος και θα άλλαζε τη ζωή του. Δεν θα κρυβόταν από τα αγγίγματα και τις αγκαλιές, αλλά θα έτρεμε μην φύγει η μέρα και θα έβγαινε ξυπόλυτος στο δρόμο. Θα ρουφούσε το νέκταρ από το αγιόκλημα και θα χαμογελούσε στον ήλιο. Θα φυλούσε τους ζητιάνους και θα τους έκανε ευτυχισμένους. Μα δεν το κάνει. Προτιμά να πεθαίνει καθημερινά και να σκοτώνει και εμάς μαζί του.
Με αυτό το ραβασάκι σε αποχαιρετώ. Αυτό και τέλος. Μπορεί να είναι και περιττό αλλά είπαμε, συνήθισα στο περίσσευμα, την έλλειψη δεν τη μπορώ.
Όχι δεν γράφω για να απολογηθώ. Ποτέ δεν απολογούμαι. Η απολογία σκοτώνει τη μοναδικότητα της στιγμής, την φθείρει και την αφανίζει αργά. Και εμένα οι στιγμές μου υπήρξαν όλες μοναδικές, άλλες ποτισμένες με την γλύκα του χαμόγελου και άλλες από την αλμύρα των δακρύων. Μα δεν βαριέσαι; Αυτό είναι η ζωή αιώνες τώρα, μια συνταγή με δάκρυα και σάλιο. Ποιοι είμαστε εμείς που θα την αλλάξουμε;
Αυτό που με πονάει πιο πολύ από όλα είναι ότι ενώ ήξερα πως είναι καλύτερο να λείπεις παρά να περισσεύεις, εγώ επέμενα να μοιράζω φιλιά και αγκαλιές αχρείαστες. Για ρεζέρβα έλεγα, αν ποτέ χρειαστούν… Τουλάχιστον με παρηγορεί το γεγονός ότι ποτέ δεν φόρτωσα το περίσσευμα μου στη ράχη κάποιου άλλου. Ολομόναχος το κουβαλούσα και το κουβαλάω ακόμα. Ενώ εσύ είχες γύρω σου, τους αγαπημένους σου ανθρώπους, που σου έπλεκαν το εγκώμιο, ξεχνώντας πως αυτό το πλεκτό, που κάποτε σε ζέσταινε και σε γέμιζε χαρά, θα ξεχειλώσει, θα φθαρεί και θα απομείνει μια χούφτα τριμμένο μαλλί να σου θυμίζει το κίβδηλο των ιδεατών πραγμάτων, που με τόση μανία επεδίωκες να συλλέξεις.
Σιχάθηκα την ανάσα μου κολλημένη σε παγωμένα ρολόγια. Τους νυχτερινούς ψιθύρους της ψυχής, η οποία πάσχιζε επίμονα να ξεσχίσει το κορμί μου για να λυτρωθεί, να πετάξει επιτέλους ελεύθερη. Ακριβό ουσιαστικό η ελευθερία, μάτια μου. Δεν πουλιέται, δεν χαρίζεται, δεν αποκτάται. Ή γεννιέσαι ελεύθερος ή σκλάβος του εαυτού σου, θυμήσου εσύ μου το ‘μαθες. Όπως επίσης και τον φόβο, από σένα τον έμαθα. Από σένα, που μήνες στο κρεβάτι ξάπλωνες και έλεγες ότι κάποτε θα πεθάνεις, οπότε δεν έχει νόημα να ζεις το τώρα. Μικρό μου άμυαλο, με μια σου αγκαλιά κόβεις το φόβο μαχαίρι. Απλά, άργησες, άργησες πολύ.
Αν είχα εφτά ψυχές, οχτώ φορές θα πέθαινα για σένα. Κανένας ποιητής δεν σκέφτηκε να το γράψει αυτό και καμία γάτα δεν απόμεινε στη γη να ζει την έβδομη ψυχή της. Όλοι σε αυτό τον πλανήτη θα πεθάνουμε. Όλοι. Όσους γνωρίσαμε, όσους αγαπήσαμε και με όσους ζήσαμε, όλοι θα φύγουν και μείς μαζί. Ας το σκεφτόταν αυτό ο άνθρωπος και θα άλλαζε τη ζωή του. Δεν θα κρυβόταν από τα αγγίγματα και τις αγκαλιές, αλλά θα έτρεμε μην φύγει η μέρα και θα έβγαινε ξυπόλυτος στο δρόμο. Θα ρουφούσε το νέκταρ από το αγιόκλημα και θα χαμογελούσε στον ήλιο. Θα φυλούσε τους ζητιάνους και θα τους έκανε ευτυχισμένους. Μα δεν το κάνει. Προτιμά να πεθαίνει καθημερινά και να σκοτώνει και εμάς μαζί του.
Με αυτό το ραβασάκι σε αποχαιρετώ. Αυτό και τέλος. Μπορεί να είναι και περιττό αλλά είπαμε, συνήθισα στο περίσσευμα, την έλλειψη δεν τη μπορώ.
Κόλαση είναι να σκοτώνεις τις στιγμές, που άλλοι σου χάρισαν απλόχερα, για να μπορείς μετά να τις ονειρεύεσαι. Και χειρότεροι εφιάλτες από αυτά τα όνειρα πουθενά δεν υπήρξαν. Μόνο πρόσεξε, στους φλογερούς δρόμους που θα βγεις για να κρυφτείς, μην σε πατήσει το μαύρο λεωφορείο του έρωτα. Θα γεμίσουν τα μυαλά σου αστέρια και θα είναι δύσκολο να τα αφαιρέσεις μετά. Θα επιστρέφουν ως κοφτερές αναμνήσεις και θα ζητούν από το αίμα σου, θα αγαπούν στο αίμα σου, θα ανθίζουν στο αίμα σου, μα θα είναι πάντα άνθη ματωμένα. Κρύψου τώρα, θα μετράει ο χρόνος για μας. Μέχρι να μας νικήσει ξανά, άφησέ τον να μετράει…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου