Καὶ τὰ μὲν δὴ ἔργα ταῦτα τῶν ἀνδρῶν τῶν ἐνθάδε κειμένων καὶ τῶν ἄλλων ὅσοι ὑπὲρ τῆς πόλεως τετελευτήκασι, πολλὰ μὲν τὰ εἰρημένα καὶ καλά, πολὺ δ᾽ ἔτι πλείω καὶ καλλίω τὰ [246b] ὑπολειπόμενα· πολλαὶ γὰρ ἂν ἡμέραι καὶ νύκτες οὐχ ἱκαναὶ γένοιντο τῷ τὰ πάντα μέλλοντι περαίνειν. τούτων οὖν χρὴ μεμνημένους τοῖς τούτων ἐκγόνοις πάντ᾽ ἄνδρα παρακελεύεσθαι, ὥσπερ ἐν πολέμῳ, μὴ λείπειν τὴν τάξιν τὴν τῶν προγόνων μηδ᾽ εἰς τοὐπίσω ἀναχωρεῖν εἴκοντας κάκῃ. ἐγὼ μὲν οὖν καὶ αὐτός, ὦ παῖδες ἀνδρῶν ἀγαθῶν, νῦν τε παρακελεύομαι καὶ ἐν τῷ λοιπῷ χρόνῳ, ὅπου ἄν τῳ ἐντυγχάνω [246c] ὑμῶν, καὶ ἀναμνήσω καὶ διακελεύσομαι προθυμεῖσθαι εἶναι ὡς ἀρίστους· ἐν δὲ τῷ παρόντι δίκαιός εἰμι εἰπεῖν ἃ οἱ πατέρες ἡμῖν ἐπέσκηπτον ἀπαγγέλλειν τοῖς ἀεὶ λειπομένοις, εἴ τι πάσχοιεν, ἡνίκα κινδυνεύσειν ἔμελλον. φράσω δὲ ὑμῖν ἅ τε αὐτῶν ἤκουσα ἐκείνων καὶ οἷα νῦν ἡδέως ἂν εἴποιεν ὑμῖν λαβόντες δύναμιν, τεκμαιρόμενος ἐξ ὧν τότε ἔλεγον. ἀλλὰ νομίζειν χρὴ αὐτῶν ἀκούειν ἐκείνων ἃ ἂν ἀπαγγέλλω· ἔλεγον δὲ τάδε—
[246d] Ὦ παῖδες, ὅτι μέν ἐστε πατέρων ἀγαθῶν, αὐτὸ μηνύει τὸ νῦν παρόν· ἡμῖν δὲ ἐξὸν ζῆν μὴ καλῶς, καλῶς αἱρούμεθα μᾶλλον τελευτᾶν, πρὶν ὑμᾶς τε καὶ τοὺς ἔπειτα εἰς ὀνείδη καταστῆσαι καὶ πρὶν τοὺς ἡμετέρους πατέρας καὶ πᾶν τὸ πρόσθεν γένος αἰσχῦναι, ἡγούμενοι τῷ τοὺς αὑτοῦ αἰσχύναντι ἀβίωτον εἶναι, καὶ τῷ τοιούτῳ οὔτε τινὰ ἀνθρώπων οὔτε θεῶν φίλον εἶναι οὔτ᾽ ἐπὶ γῆς οὔθ᾽ ὑπὸ γῆς τελευτήσαντι. χρὴ οὖν μεμνημένους τῶν ἡμετέρων λόγων, ἐάν τι καὶ ἄλλο [246e] ἀσκῆτε, ἀσκεῖν μετ᾽ ἀρετῆς, εἰδότας ὅτι τούτου λειπόμενα πάντα καὶ κτήματα καὶ ἐπιτηδεύματα αἰσχρὰ καὶ κακά. οὔτε γὰρ πλοῦτος κάλλος φέρει τῷ κεκτημένῳ μετ᾽ ἀνανδρίας —ἄλλῳ γὰρ ὁ τοιοῦτος πλουτεῖ καὶ οὐχ ἑαυτῷ— οὔτε σώματος κάλλος καὶ ἰσχὺς δειλῷ καὶ κακῷ συνοικοῦντα πρέποντα φαίνεται ἀλλ᾽ ἀπρεπῆ, καὶ ἐπιφανέστερον ποιεῖ τὸν ἔχοντα καὶ ἐκφαίνει τὴν δειλίαν· πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη [247a] δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται. ὧν ἕνεκα καὶ πρῶτον καὶ ὕστατον καὶ διὰ παντὸς πᾶσαν πάντως προθυμίαν πειρᾶσθε ἔχειν ὅπως μάλιστα μὲν ὑπερβαλεῖσθε καὶ ἡμᾶς καὶ τοὺς πρόσθεν εὐκλείᾳ· εἰ δὲ μή, ἴστε ὡς ἡμῖν, ἂν μὲν νικῶμεν ὑμᾶς ἀρετῇ, ἡ νίκη αἰσχύνην φέρει, ἡ δὲ ἧττα, ἐὰν ἡττώμεθα, εὐδαιμονίαν. μάλιστα δ᾽ ἂν νικῴμεθα καὶ ὑμεῖς νικῴητε, εἰ παρασκευάσαισθε τῇ τῶν [247b] προγόνων δόξῃ μὴ καταχρησόμενοι μηδ᾽ ἀναλώσοντες αὐτήν, γνόντες ὅτι ἀνδρὶ οἰομένῳ τὶ εἶναι οὐκ ἔστιν αἴσχιον οὐδὲν ἢ παρέχειν ἑαυτὸν τιμώμενον μὴ δι᾽ ἑαυτὸν ἀλλὰ διὰ δόξαν προγόνων. εἶναι μὲν γὰρ τιμὰς γονέων ἐκγόνοις καλὸς θησαυρὸς καὶ μεγαλοπρεπής· χρῆσθαι δὲ καὶ χρημάτων καὶ τιμῶν θησαυρῷ, καὶ μὴ τοῖς ἐκγόνοις παραδιδόναι, αἰσχρὸν καὶ ἄνανδρον, ἀπορίᾳ ἰδίων αὑτοῦ κτημάτων τε καὶ εὐδοξιῶν. [247c] καὶ ἐὰν μὲν ταῦτα ἐπιτηδεύσητε, φίλοι παρὰ φίλους ἡμᾶς ἀφίξεσθε, ὅταν ὑμᾶς ἡ προσήκουσα μοῖρα κομίσῃ· ἀμελήσαντας δὲ ὑμᾶς καὶ κακισθέντας οὐδεὶς εὐμενῶς ὑποδέξεται. τοῖς μὲν οὖν παισὶ ταῦτ᾽ εἰρήσθω.
Πατέρας δὲ ἡμῶν, οἷς εἰσί, καὶ μητέρας ἀεὶ χρὴ παραμυθεῖσθαι ὡς ῥᾷστα φέρειν τὴν συμφοράν, ἐὰν ἄρα συμβῇ γενέσθαι, καὶ μὴ συνοδύρεσθαι —οὐ γὰρ τοῦ λυπήσοντος [247d] προσδεήσονται· ἱκανὴ γὰρ ἔσται καὶ ἡ γενομένη τύχη τοῦτο πορίζειν— ἀλλ᾽ ἰωμένους καὶ πραΰνοντας ἀναμιμνῄσκειν αὐτοὺς ὅτι ὧν ηὔχοντο τὰ μέγιστα αὐτοῖς οἱ θεοὶ ἐπήκοοι γεγόνασιν. οὐ γὰρ ἀθανάτους σφίσι παῖδας ηὔχοντο γενέσθαι ἀλλ᾽ ἀγαθοὺς καὶ εὐκλεεῖς, ὧν ἔτυχον, μεγίστων ἀγαθῶν ὄντων· πάντα δὲ οὐ ῥᾴδιον θνητῷ ἀνδρὶ κατὰ νοῦν ἐν τῷ ἑαυτοῦ βίῳ ἐκβαίνειν. καὶ φέροντες μὲν ἀνδρείως τὰς συμφορὰς δόξουσι τῷ ὄντι ἀνδρείων παίδων πατέρες εἶναι [247e] καὶ αὐτοὶ τοιοῦτοι, ὑπείκοντες δὲ ὑποψίαν παρέξουσιν ἢ μὴ ἡμέτεροι εἶναι ἢ ἡμῶν τοὺς ἐπαινοῦντας καταψεύδεσθαι· χρὴ δὲ οὐδέτερα τούτων, ἀλλ᾽ ἐκείνους μάλιστα ἡμῶν ἐπαινέτας εἶναι ἔργῳ, παρέχοντας αὑτοὺς φαινομένους τῷ ὄντι πατέρας ὄντας ἄνδρας ἀνδρῶν.
***
Αυτά λοιπόν είναι τα ηρωικά έργα των αντρών ετούτων που κείτονται στη γης αυτήνε εδώ ως και όλων των άλλων που έδωσαν τη ζωή τους για την πολιτεία μας. Πολλά και ωραία στ᾽ αληθινά είναι τα έργα αυτά που εμνημόνευσα ήδη στο λύγο μου, περισσότερα όμως και ακόμα ωραιότερα είναι όσα [246b] αναγκάστηκα να παραλείψω, γιατί πολλές ημέρες και πολλές νύχτες δε θα ᾽φταναν σ᾽ εκείνον που θα έμελλε να ιστορήσει όπως πρέπει όλα τα πολεμικά έργα των ηρώων μας. Τα έργα αυτά φέρνοντας καθένας μας στη μνήμη του οφείλει να παρακινεί στο μέλλον τους απογόνους των ηρώων της πολιτείας μας να μην εγκαταλείπουν, όπως στον πόλεμο, και στην ειρηνική ζωή την τάξη της παράδοσης των προγόνων τους (στους ηρωικούς αγώνες της πατρίδας τους για τη λευτεριά και τη δόξα της Ελλάδας) και να μην υποχωρούν ούτ᾽ ένα βήμα προς τα πίσω τρομοκρατημένοι από φόβο και αναντρία. Εγώ λοιπόν, παιδιά των ηρώων της πατρίδας μας, και τώρα σας παραινώ και στο μέλλον, όπου κι αν τύχει [246c] και σας συναντήσω, και θα σας υπενθυμίζω και θα σας εξορκίζω να βάλετε όλες σας τις προσπάθειες μ᾽ όλες τις δυνάμεις σας για να αναδείχνεστε όσο μπορείτε αντρειότατοι και ηρωικότατοι και αντάξιοι των πατέρων σας. Τη στιγμή όμως ετούτη έχω υπέρτατο χρέος να σας μεταδώσω όσα οι πατέρες σας μας έδωσαν την παραγγελιά, όταν εφεύγανε για τον πόλεμο για ν᾽ αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο του θανάτου, να διαμηνύσουμε στους δικούς τους που θ᾽ άφηναν πίσω τους, αν τύχαινε κι επέθαιναν στον πόλεμο. Και θα σας πω κι αυτά που εγώ ο ίδιος άκουσα τότε με τα ίδια τ᾽ αυτιά μου απ᾽ το ίδιο το στόμα τους κι εκείνα που θα ᾽λεγαν κι οι ίδιοι με χαρά τους σήμερα σ᾽ εσάς, αν είχαν τη δύναμη να ξανάρθουνε στον κόσμο, συμπεραίνοντάς τα με τη σκέψη μου απ᾽ όσα έλεγαν τότε. Αλλ᾽ εσείς οφείλετε τώρα να βάλετε μέσα σας και να πιστέψετε με τη φαντασία σας πως ακούτε απ᾽ το ίδιο το στόμα των πατέρων σας όσα θα σας πω. Κι ακούστε τώρα πώς μιλούσαν οι πατέρες σας:
[246d] «Παιδιά μας, η σημερινή πανηγυρική ετούτη τελετή φανερώνει κι επιβεβαιώνει καλύτερα από κάθε άλλο τι πως είστε βλαστάρια αντρειωμένων και ηρωικών πατέρων. Αν και στο χέρι μας είναι να ζήσουμε μιαν άδοξη και χωρίς καμιά λάμψη κι ομορφιά ζωή, μολαταύτα κάλλιο έχουμε να πεθάνουμε μ᾽ ένα ωραίο θάνατο, προτού και σάς ντροπιάσουμε και τους απογόνους σας και προτού ατιμάσουμε και τους πατέρες μας κι όλους τους προγόνους μας, γιατί πιστεύουμε πως είναι βίος αβίωτος ο βίος εκείνου που ντροπιάζει κι ατιμάζει τη γενιά του και πως ένα τέτοιο υποκείμενο δεν έχει ποτέ κανένα φίλο στον κόσμο, ούτε ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, ούτε ανάμεσα στους θεούς, ούτε απάνω στη γη κι ούτε κάτω απ᾽ τη γη ύστερ᾽ από το θάνατό του. Πρέπει λοιπόν να θυμάστε ολοένα τους λόγους μας, κι ό,τι κι αν [246e] κάνετε στη ζωή σας να το κάνετε πάντα με αρετή, βέβαιοι, πως δίχως την αρετή όλα τα πλούτη όλου του κόσμου κι όλα τα έργα είναι αισχρά και απαίσια. Γιατί ούτε ο πλούτος φέρνει τιμή σ᾽ εκείνον που τον αποχτά άναντρα —γιατί γι᾽ άλλον ο άνθρωπος αυτός πλουταίνει κι όχι για τον εαυτό του— κι ούτε του κορμιού η ομορφιά και η ρώμη ταιριάζουν και δίνουν αξία στον άναντρο και τον κακό, όταν υπάρχουν και τα δυο σ᾽ έναν τέτοιον άνθρωπο, απεναντίας είναι παράταιρα στη ζωή του, γιατί τον εκθέτουνε πιο πολύ στην κοινωνία και κάνουνε ολοφάνερη σ᾽ όλο τον κόσμο την αναντρία του. Κι αυτή η επιστήμη, άμα χωρίζεται [247a] από τη δικαιοσύνη και τις άλλες αρετές, αποκαλύπτεται ως πανουργία κι όχι ως σοφία. Οι λόγοι αυτοί επιβάλλουν ν᾽ αγωνίζεστε μ᾽ όλες τις δυνάμεις σας σε κάθε στιγμή, και στην αρχή και στο τέλος της ζωής σας και σ᾽ όλη τη ζωή σας, για να ξεπεράσετε σε δόξα όσο μπορείτε πιο πολύ κι εμάς κι όλους τους προγόνους μας· ειδεμή πρέπει να γνωρίζετε πολύ καλά πως, αν σας νικάμε στο άθλημα της αρετής, η νίκη μας αυτή μάς φέρνει ντροπή, η ήττα μας όμως, αν νικηθούμε από εσάς, μας φέρνει ευδαιμονία. Και μάλιστα θα ήταν τελεία η ήττα μας και η δική σας νίκη, εάν επασκίζατε κι αγωνιζόσαστε σ᾽ όλη τη ζωή σας [247b] να μην κάνετε κατάχρηση και σπατάλη της δόξας των προγόνων σας, με την πεποίθηση ότι για έναν άνθρωπο που πιστεύει πως έχει κάποια οντότητα και αξία στη ζωή τίποτα δεν είναι πιο αισχρό από το να φαίνεται πως οι τιμές που του γίνονται από την κοινωνία δεν του γίνονται για τη δική του αξία, αλλά για τη δόξα των προγόνων του. Στ᾽ αληθινά είναι ωραίος και μεγαλόπρεπος θησαυρός για τα παιδιά να τιμάει η κοινωνία τους γονιούς τους, αλλά το να κατασπαταλάει κανείς ένα θησαυρό από πλούτη και τιμές και να μην τονε παραδίνει στους απογόνους του, γιατί ο ίδιος δεν έχει καμιά δημιουργική αξία και δεν έχει κατορθώσει τίποτα στη ζωή του και δεν έχει δικούς του τίτλους για να τον τιμάει ο κόσμος, είναι αισχρό και άναντρο. [247c] Κι αν ζήσετε μια τέτοια ζωή, θα ᾽ρθετε κοντά μας και θα σας δεχτούμε στην αγκαλιά μας σα φίλοι που ξαναβρίσκουν και υποδέχονται φίλους, όταν η κοινή μοίρα όλου του κόσμου σας φέρει εδώ πέρα· αν όμως αμελήσετε και δειχτείτε άναντροι στη ζωή σας, κανείς δε θα σας υποδεχτεί καλόκαρδα. Αυτά έχουμε να ειπούμε στα παιδιά μας.»
«Όσο για τους πατέρες μας και τις μητέρες μας, αν βρίσκονται ακόμα στη ζωή, πρέπει να τους παρηγοράμε και να τους δίνουμε θάρρος για να υπομένουν όσο το δυνατό πιο υποφερτά τη συφορά τους, αν γίνει και τους έρθει το κακό, και να μη θρηνολογάμε μαζί τους —γιατί δε θα ᾽χουν καμιά ανάγκη [247d] από τους θρήνους και τα μοιρολόγια των άλλων για να αιστάνονται πιο βαθιά τον πόνο τους· θ᾽ αρκεί γι᾽ αυτούς η ίδια η συφορά, που θα τους έχει βρει— αλλά να πασκίσουμε απεναντίας να τους γιατρεύουμε και να καταπραΰνουμε τον πόνο, θυμίζοντάς τους πως οι θεοί έχουν εισακούσει τις πιο μύχιες ευχές τους. Γιατί δεν ευχόντουσαν βέβαια στους θεούς να γίνουν τα παιδιά τους αθάνατα, αλλά ν᾽ αναδειχτούν ήρωες στη ζωή και να δοξαστούνε, και τ᾽ αγαθά αυτά, που είναι απάνω απ᾽ όλα τ᾽ αγαθά όλου του κόσμου, τους τα ᾽δωσαν περίσσια οι θεοί· έπειτα δεν είναι δα και τόσο εύκολο και βολετό σε θνητόν άντρα όλα να του πάνε στη ζωή καταπώς βούλεται κι εύχεται στο βάθος της ψυχής του. Κι αν υπομένουν με γενναία καρδιά τις συφορές τους, θα δείξουν με τον τρόπο αυτό σ᾽ όλο τον κόσμο, πως είναι στ᾽ αληθινά πατέρες ηρώων [247e] και πως κι οι ίδιοι είναι ήρωες όπως και τα παιδιά τους· αν όμως αφήσουν τον εαυτό τους να λυγίσει κάτω απ᾽ το βάρος της συφοράς τους, θα δώσουν λαβή στον κόσμο να υποψιαστεί ή πως δεν είναι πράγματι πατέρες μας ή πως όσοι μας εγκωμιάζουν δεν κάνουν τίποτ᾽ άλλο παρά ν᾽ αραδιάζουν του κόσμου τα ψέματα. Δεν πρέπει όμως ούτε το ᾽να ούτε τ᾽ άλλο να γίνει, αλλά πρέπει απεναντίας εκείνοι να μας εγκωμιάζουν με τα έργα τους στη ζωή τους, αποδείχνοντας έμπραχτα με τη διαγωγή τους αυτή πως είναι οι ίδιοι στ᾽ αληθινά ήρωες και πατέρες ηρώων.»
[246d] Ὦ παῖδες, ὅτι μέν ἐστε πατέρων ἀγαθῶν, αὐτὸ μηνύει τὸ νῦν παρόν· ἡμῖν δὲ ἐξὸν ζῆν μὴ καλῶς, καλῶς αἱρούμεθα μᾶλλον τελευτᾶν, πρὶν ὑμᾶς τε καὶ τοὺς ἔπειτα εἰς ὀνείδη καταστῆσαι καὶ πρὶν τοὺς ἡμετέρους πατέρας καὶ πᾶν τὸ πρόσθεν γένος αἰσχῦναι, ἡγούμενοι τῷ τοὺς αὑτοῦ αἰσχύναντι ἀβίωτον εἶναι, καὶ τῷ τοιούτῳ οὔτε τινὰ ἀνθρώπων οὔτε θεῶν φίλον εἶναι οὔτ᾽ ἐπὶ γῆς οὔθ᾽ ὑπὸ γῆς τελευτήσαντι. χρὴ οὖν μεμνημένους τῶν ἡμετέρων λόγων, ἐάν τι καὶ ἄλλο [246e] ἀσκῆτε, ἀσκεῖν μετ᾽ ἀρετῆς, εἰδότας ὅτι τούτου λειπόμενα πάντα καὶ κτήματα καὶ ἐπιτηδεύματα αἰσχρὰ καὶ κακά. οὔτε γὰρ πλοῦτος κάλλος φέρει τῷ κεκτημένῳ μετ᾽ ἀνανδρίας —ἄλλῳ γὰρ ὁ τοιοῦτος πλουτεῖ καὶ οὐχ ἑαυτῷ— οὔτε σώματος κάλλος καὶ ἰσχὺς δειλῷ καὶ κακῷ συνοικοῦντα πρέποντα φαίνεται ἀλλ᾽ ἀπρεπῆ, καὶ ἐπιφανέστερον ποιεῖ τὸν ἔχοντα καὶ ἐκφαίνει τὴν δειλίαν· πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη [247a] δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται. ὧν ἕνεκα καὶ πρῶτον καὶ ὕστατον καὶ διὰ παντὸς πᾶσαν πάντως προθυμίαν πειρᾶσθε ἔχειν ὅπως μάλιστα μὲν ὑπερβαλεῖσθε καὶ ἡμᾶς καὶ τοὺς πρόσθεν εὐκλείᾳ· εἰ δὲ μή, ἴστε ὡς ἡμῖν, ἂν μὲν νικῶμεν ὑμᾶς ἀρετῇ, ἡ νίκη αἰσχύνην φέρει, ἡ δὲ ἧττα, ἐὰν ἡττώμεθα, εὐδαιμονίαν. μάλιστα δ᾽ ἂν νικῴμεθα καὶ ὑμεῖς νικῴητε, εἰ παρασκευάσαισθε τῇ τῶν [247b] προγόνων δόξῃ μὴ καταχρησόμενοι μηδ᾽ ἀναλώσοντες αὐτήν, γνόντες ὅτι ἀνδρὶ οἰομένῳ τὶ εἶναι οὐκ ἔστιν αἴσχιον οὐδὲν ἢ παρέχειν ἑαυτὸν τιμώμενον μὴ δι᾽ ἑαυτὸν ἀλλὰ διὰ δόξαν προγόνων. εἶναι μὲν γὰρ τιμὰς γονέων ἐκγόνοις καλὸς θησαυρὸς καὶ μεγαλοπρεπής· χρῆσθαι δὲ καὶ χρημάτων καὶ τιμῶν θησαυρῷ, καὶ μὴ τοῖς ἐκγόνοις παραδιδόναι, αἰσχρὸν καὶ ἄνανδρον, ἀπορίᾳ ἰδίων αὑτοῦ κτημάτων τε καὶ εὐδοξιῶν. [247c] καὶ ἐὰν μὲν ταῦτα ἐπιτηδεύσητε, φίλοι παρὰ φίλους ἡμᾶς ἀφίξεσθε, ὅταν ὑμᾶς ἡ προσήκουσα μοῖρα κομίσῃ· ἀμελήσαντας δὲ ὑμᾶς καὶ κακισθέντας οὐδεὶς εὐμενῶς ὑποδέξεται. τοῖς μὲν οὖν παισὶ ταῦτ᾽ εἰρήσθω.
Πατέρας δὲ ἡμῶν, οἷς εἰσί, καὶ μητέρας ἀεὶ χρὴ παραμυθεῖσθαι ὡς ῥᾷστα φέρειν τὴν συμφοράν, ἐὰν ἄρα συμβῇ γενέσθαι, καὶ μὴ συνοδύρεσθαι —οὐ γὰρ τοῦ λυπήσοντος [247d] προσδεήσονται· ἱκανὴ γὰρ ἔσται καὶ ἡ γενομένη τύχη τοῦτο πορίζειν— ἀλλ᾽ ἰωμένους καὶ πραΰνοντας ἀναμιμνῄσκειν αὐτοὺς ὅτι ὧν ηὔχοντο τὰ μέγιστα αὐτοῖς οἱ θεοὶ ἐπήκοοι γεγόνασιν. οὐ γὰρ ἀθανάτους σφίσι παῖδας ηὔχοντο γενέσθαι ἀλλ᾽ ἀγαθοὺς καὶ εὐκλεεῖς, ὧν ἔτυχον, μεγίστων ἀγαθῶν ὄντων· πάντα δὲ οὐ ῥᾴδιον θνητῷ ἀνδρὶ κατὰ νοῦν ἐν τῷ ἑαυτοῦ βίῳ ἐκβαίνειν. καὶ φέροντες μὲν ἀνδρείως τὰς συμφορὰς δόξουσι τῷ ὄντι ἀνδρείων παίδων πατέρες εἶναι [247e] καὶ αὐτοὶ τοιοῦτοι, ὑπείκοντες δὲ ὑποψίαν παρέξουσιν ἢ μὴ ἡμέτεροι εἶναι ἢ ἡμῶν τοὺς ἐπαινοῦντας καταψεύδεσθαι· χρὴ δὲ οὐδέτερα τούτων, ἀλλ᾽ ἐκείνους μάλιστα ἡμῶν ἐπαινέτας εἶναι ἔργῳ, παρέχοντας αὑτοὺς φαινομένους τῷ ὄντι πατέρας ὄντας ἄνδρας ἀνδρῶν.
***
Αυτά λοιπόν είναι τα ηρωικά έργα των αντρών ετούτων που κείτονται στη γης αυτήνε εδώ ως και όλων των άλλων που έδωσαν τη ζωή τους για την πολιτεία μας. Πολλά και ωραία στ᾽ αληθινά είναι τα έργα αυτά που εμνημόνευσα ήδη στο λύγο μου, περισσότερα όμως και ακόμα ωραιότερα είναι όσα [246b] αναγκάστηκα να παραλείψω, γιατί πολλές ημέρες και πολλές νύχτες δε θα ᾽φταναν σ᾽ εκείνον που θα έμελλε να ιστορήσει όπως πρέπει όλα τα πολεμικά έργα των ηρώων μας. Τα έργα αυτά φέρνοντας καθένας μας στη μνήμη του οφείλει να παρακινεί στο μέλλον τους απογόνους των ηρώων της πολιτείας μας να μην εγκαταλείπουν, όπως στον πόλεμο, και στην ειρηνική ζωή την τάξη της παράδοσης των προγόνων τους (στους ηρωικούς αγώνες της πατρίδας τους για τη λευτεριά και τη δόξα της Ελλάδας) και να μην υποχωρούν ούτ᾽ ένα βήμα προς τα πίσω τρομοκρατημένοι από φόβο και αναντρία. Εγώ λοιπόν, παιδιά των ηρώων της πατρίδας μας, και τώρα σας παραινώ και στο μέλλον, όπου κι αν τύχει [246c] και σας συναντήσω, και θα σας υπενθυμίζω και θα σας εξορκίζω να βάλετε όλες σας τις προσπάθειες μ᾽ όλες τις δυνάμεις σας για να αναδείχνεστε όσο μπορείτε αντρειότατοι και ηρωικότατοι και αντάξιοι των πατέρων σας. Τη στιγμή όμως ετούτη έχω υπέρτατο χρέος να σας μεταδώσω όσα οι πατέρες σας μας έδωσαν την παραγγελιά, όταν εφεύγανε για τον πόλεμο για ν᾽ αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο του θανάτου, να διαμηνύσουμε στους δικούς τους που θ᾽ άφηναν πίσω τους, αν τύχαινε κι επέθαιναν στον πόλεμο. Και θα σας πω κι αυτά που εγώ ο ίδιος άκουσα τότε με τα ίδια τ᾽ αυτιά μου απ᾽ το ίδιο το στόμα τους κι εκείνα που θα ᾽λεγαν κι οι ίδιοι με χαρά τους σήμερα σ᾽ εσάς, αν είχαν τη δύναμη να ξανάρθουνε στον κόσμο, συμπεραίνοντάς τα με τη σκέψη μου απ᾽ όσα έλεγαν τότε. Αλλ᾽ εσείς οφείλετε τώρα να βάλετε μέσα σας και να πιστέψετε με τη φαντασία σας πως ακούτε απ᾽ το ίδιο το στόμα των πατέρων σας όσα θα σας πω. Κι ακούστε τώρα πώς μιλούσαν οι πατέρες σας:
[246d] «Παιδιά μας, η σημερινή πανηγυρική ετούτη τελετή φανερώνει κι επιβεβαιώνει καλύτερα από κάθε άλλο τι πως είστε βλαστάρια αντρειωμένων και ηρωικών πατέρων. Αν και στο χέρι μας είναι να ζήσουμε μιαν άδοξη και χωρίς καμιά λάμψη κι ομορφιά ζωή, μολαταύτα κάλλιο έχουμε να πεθάνουμε μ᾽ ένα ωραίο θάνατο, προτού και σάς ντροπιάσουμε και τους απογόνους σας και προτού ατιμάσουμε και τους πατέρες μας κι όλους τους προγόνους μας, γιατί πιστεύουμε πως είναι βίος αβίωτος ο βίος εκείνου που ντροπιάζει κι ατιμάζει τη γενιά του και πως ένα τέτοιο υποκείμενο δεν έχει ποτέ κανένα φίλο στον κόσμο, ούτε ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, ούτε ανάμεσα στους θεούς, ούτε απάνω στη γη κι ούτε κάτω απ᾽ τη γη ύστερ᾽ από το θάνατό του. Πρέπει λοιπόν να θυμάστε ολοένα τους λόγους μας, κι ό,τι κι αν [246e] κάνετε στη ζωή σας να το κάνετε πάντα με αρετή, βέβαιοι, πως δίχως την αρετή όλα τα πλούτη όλου του κόσμου κι όλα τα έργα είναι αισχρά και απαίσια. Γιατί ούτε ο πλούτος φέρνει τιμή σ᾽ εκείνον που τον αποχτά άναντρα —γιατί γι᾽ άλλον ο άνθρωπος αυτός πλουταίνει κι όχι για τον εαυτό του— κι ούτε του κορμιού η ομορφιά και η ρώμη ταιριάζουν και δίνουν αξία στον άναντρο και τον κακό, όταν υπάρχουν και τα δυο σ᾽ έναν τέτοιον άνθρωπο, απεναντίας είναι παράταιρα στη ζωή του, γιατί τον εκθέτουνε πιο πολύ στην κοινωνία και κάνουνε ολοφάνερη σ᾽ όλο τον κόσμο την αναντρία του. Κι αυτή η επιστήμη, άμα χωρίζεται [247a] από τη δικαιοσύνη και τις άλλες αρετές, αποκαλύπτεται ως πανουργία κι όχι ως σοφία. Οι λόγοι αυτοί επιβάλλουν ν᾽ αγωνίζεστε μ᾽ όλες τις δυνάμεις σας σε κάθε στιγμή, και στην αρχή και στο τέλος της ζωής σας και σ᾽ όλη τη ζωή σας, για να ξεπεράσετε σε δόξα όσο μπορείτε πιο πολύ κι εμάς κι όλους τους προγόνους μας· ειδεμή πρέπει να γνωρίζετε πολύ καλά πως, αν σας νικάμε στο άθλημα της αρετής, η νίκη μας αυτή μάς φέρνει ντροπή, η ήττα μας όμως, αν νικηθούμε από εσάς, μας φέρνει ευδαιμονία. Και μάλιστα θα ήταν τελεία η ήττα μας και η δική σας νίκη, εάν επασκίζατε κι αγωνιζόσαστε σ᾽ όλη τη ζωή σας [247b] να μην κάνετε κατάχρηση και σπατάλη της δόξας των προγόνων σας, με την πεποίθηση ότι για έναν άνθρωπο που πιστεύει πως έχει κάποια οντότητα και αξία στη ζωή τίποτα δεν είναι πιο αισχρό από το να φαίνεται πως οι τιμές που του γίνονται από την κοινωνία δεν του γίνονται για τη δική του αξία, αλλά για τη δόξα των προγόνων του. Στ᾽ αληθινά είναι ωραίος και μεγαλόπρεπος θησαυρός για τα παιδιά να τιμάει η κοινωνία τους γονιούς τους, αλλά το να κατασπαταλάει κανείς ένα θησαυρό από πλούτη και τιμές και να μην τονε παραδίνει στους απογόνους του, γιατί ο ίδιος δεν έχει καμιά δημιουργική αξία και δεν έχει κατορθώσει τίποτα στη ζωή του και δεν έχει δικούς του τίτλους για να τον τιμάει ο κόσμος, είναι αισχρό και άναντρο. [247c] Κι αν ζήσετε μια τέτοια ζωή, θα ᾽ρθετε κοντά μας και θα σας δεχτούμε στην αγκαλιά μας σα φίλοι που ξαναβρίσκουν και υποδέχονται φίλους, όταν η κοινή μοίρα όλου του κόσμου σας φέρει εδώ πέρα· αν όμως αμελήσετε και δειχτείτε άναντροι στη ζωή σας, κανείς δε θα σας υποδεχτεί καλόκαρδα. Αυτά έχουμε να ειπούμε στα παιδιά μας.»
«Όσο για τους πατέρες μας και τις μητέρες μας, αν βρίσκονται ακόμα στη ζωή, πρέπει να τους παρηγοράμε και να τους δίνουμε θάρρος για να υπομένουν όσο το δυνατό πιο υποφερτά τη συφορά τους, αν γίνει και τους έρθει το κακό, και να μη θρηνολογάμε μαζί τους —γιατί δε θα ᾽χουν καμιά ανάγκη [247d] από τους θρήνους και τα μοιρολόγια των άλλων για να αιστάνονται πιο βαθιά τον πόνο τους· θ᾽ αρκεί γι᾽ αυτούς η ίδια η συφορά, που θα τους έχει βρει— αλλά να πασκίσουμε απεναντίας να τους γιατρεύουμε και να καταπραΰνουμε τον πόνο, θυμίζοντάς τους πως οι θεοί έχουν εισακούσει τις πιο μύχιες ευχές τους. Γιατί δεν ευχόντουσαν βέβαια στους θεούς να γίνουν τα παιδιά τους αθάνατα, αλλά ν᾽ αναδειχτούν ήρωες στη ζωή και να δοξαστούνε, και τ᾽ αγαθά αυτά, που είναι απάνω απ᾽ όλα τ᾽ αγαθά όλου του κόσμου, τους τα ᾽δωσαν περίσσια οι θεοί· έπειτα δεν είναι δα και τόσο εύκολο και βολετό σε θνητόν άντρα όλα να του πάνε στη ζωή καταπώς βούλεται κι εύχεται στο βάθος της ψυχής του. Κι αν υπομένουν με γενναία καρδιά τις συφορές τους, θα δείξουν με τον τρόπο αυτό σ᾽ όλο τον κόσμο, πως είναι στ᾽ αληθινά πατέρες ηρώων [247e] και πως κι οι ίδιοι είναι ήρωες όπως και τα παιδιά τους· αν όμως αφήσουν τον εαυτό τους να λυγίσει κάτω απ᾽ το βάρος της συφοράς τους, θα δώσουν λαβή στον κόσμο να υποψιαστεί ή πως δεν είναι πράγματι πατέρες μας ή πως όσοι μας εγκωμιάζουν δεν κάνουν τίποτ᾽ άλλο παρά ν᾽ αραδιάζουν του κόσμου τα ψέματα. Δεν πρέπει όμως ούτε το ᾽να ούτε τ᾽ άλλο να γίνει, αλλά πρέπει απεναντίας εκείνοι να μας εγκωμιάζουν με τα έργα τους στη ζωή τους, αποδείχνοντας έμπραχτα με τη διαγωγή τους αυτή πως είναι οι ίδιοι στ᾽ αληθινά ήρωες και πατέρες ηρώων.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου