To ευθυμογράφημα που ακολουθεί, βασίστηκε στον σατυρικό τρόπο γραφής του Λουκιανού του Σύρου (125 - 180 μ.Χ.). Ο Λουκιανός ήταν ρήτορας και σατιρικός συγγραφέας, δημιουργός του σατιρικού διαλόγου, και από τους σημαντικότερους Αττικιστές συγγραφείς της Δεύτερης σοφιστικής. Ο λόγος του Λουκιανού είναι αιχμηρός και διεισδυτικός, και χρησιμοποιεί κατά κόρον τον διάλογο για να σατιρίσει, να καυτηριάσει και να αναπτύξει τα θέματα που της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας. Η προσπάθεια που ακολουθεί, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με την πρωτοτυπία και την αξία των έργων του Λουκιανού ή οποιουδήποτε άλλου αρχαίου Έλληνα συγγραφέα. Αποτελεί απλώς ένα σατυρικό κείμενο το οποίο αντλεί την έμπνευση του, από την μαγευτική και ανεξάντλητη αρχαία Ελληνική μυθολογία. Οι αναγνώστες του κειμένου θα πρέπει να το εκλάβουν ως τέτοιο και μόνο. Το κείμενο αναρτάται σε συνέχειες.
Οι Θεοί επέβλεπαν τους θνητούς από τον Όλυμπο άλλοτε χαρίζοντας τους λύπες, και άλλοτε πόνο και δυστυχίες. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών εξάλλου, να είναι πιόνια στα τερτίπια των Θεών. Και στον Όλυμπο όμως δεν έλειπαν οι γκρίνιες και οι τσακωμοί. Αυτό όμως που έγινε με τον Ήφαιστο, την Αφροδίτη και τον Άρη, δεν είχε προηγούμενο, καθώς έκανε τον Όλυμπο άνω κάτω.
Ως γνωστό ο Θεός της φωτιάς και της μεταλλουργίας ήταν άσχημος, και αυτό ο Δίας δεν μπορούσε να το χωνέψει. Το ίδιο σοκ όμως είχε πάθει και η μητέρα του Ήρα, όταν αυτός είχε γεννηθεί στην αχλή του γήινου χρόνου.
Όταν λοιπόν η Ήρα αντίκρισε το μαυριδερό βρέφος που της παρουσίασαν, έγινε έξω φρενών. Πώς ήταν δυνατόν να γεννήσει αυτή, μια πανέμορφη θεά, ένα τόσο άσχημο μωρό; Σκέφτηκε ότι δε θα μπορούσε με κανένα τρόπο ν' αντιμετωπίσει τις κοροϊδίες των υπόλοιπων θεών και τα ειρωνικά τους γέλια. Έτσι λοιπόν άρπαξε μανιασμένη το μωρό, και το πέταξε κάτω από τον Όλυμπο.
Αργότερα όπως ξέρετε, θα τον πέταγε και ο Δίας για δεύτερη φορά, στην Λήμνο.
Ο Ήφαιστος την πρώτη φορά ως βρέφος κατέληξε στον Ωκεανό. Εκεί τον βρήκαν και τον περιμάζεψαν, η Θέτιδα, και η Ευρυνόμη. Ο Ήφαιστος πέρασε μαζί τους τα εννιά πρώτα χρόνια της ζωής του, σε μια θαλάσσια σπηλιά, στο παλάτι του Νηρέα. Με τα κοράλλια και τα μαργαριτάρια, ο Ήφαιστος έφτιαχνε θαυμαστά κοσμήματα στις θεές που τον προστάτευαν. Έτσι τους έδειχνε την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του.
Ο Ήφαιστος όμως όπως είναι φυσικό, είχε ψυχολογικά προβλήματα με την συμπεριφορά των Θεϊκών γονιών του. Μεγαλώνοντας λοιπόν, άρχισε να καταστρώνει σχέδιο εκδίκησης της άκαρδης μητέρας του, της Ήρας. Έτσι κάποια ημέρα που η Ήρα είχε τη γιορτή της και γινόταν μεγάλο γλέντι πάνω στον Όλυμπο, ο Ήφαιστος της κατασκεύασε έναν υπέροχο ολόχρυσο θρόνο, που όμοιος του δεν υπήρχε στον κόσμο.
Δυο ολόκληρους μήνες έβαλε όλη του την τέχνη για να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα. Σκάλισε επάνω εικόνες του και παραστάσεις από τα γλέντια των θεών και από την καθημερινή τους ζωή. Η Ήρα πραγματικά ενθουσιάστηκε από το δώρο του γιου της, και το δοκίμασε αμέσως. Κάθισε αρκετή ώρα καμαρώνοντας και συζητώντας με τους υπόλοιπους θεούς. Όταν όμως θέλησε να σηκωθεί, ανακάλυψε με μεγάλη έκπληξη, ότι αυτό της ήταν αδύνατο. Ο Ήφαιστος είχε τοποθετήσει αόρατα δεσμά που την εμπόδιζαν να απομακρυνθεί από το θρόνο.
- «Αυτό, γλυκιά μου μανούλα, είναι το δώρο μου για να σου ξεπληρώσω την αγάπη που μου έδειξες όταν ήμουν μικρός. Μήπως έφταιγα εγώ που γεννήθηκα άσχημος και μαυριδερός κι εσύ με πέταξες από τον Όλυμπο;», είπε με πόνο καρδιάς ο Ήφαιστος.
Μάταια με κλάματα η Ήρα ζητούσε να την συγχωρέσει, παρακαλώντας τον να λύσει τα αόρατα δεσμά. Όλοι οι θεοί πήραν το μέρος της, και άρχισαν να τα «χώνουν» στον Ήφαιστο. Ο Άρης, ο θεός του πολέμου, που ήταν και αυτός γιος της Ήρας, θύμωσε περισσότερο από όλους, καθώς ήταν ο πιο ευέξαπτος. Όρμησε στον Ήφαιστο για να τον πείσει με τη βία, όμως ο Ήφαιστος είχε αρπάξει έναν αναμμένο δαυλό και τον είχε εκσφενδόνισε εναντίον του. Ο Άρης τσάμπα μάγκας, έκανε τον «Κινέζο»!. Κατόπιν ο Ήφαιστος αποχώρησε για τη Λήμνο, που ήταν το αγαπημένο του νησί, αφήνοντας σύξυλους τους υπόλοιπους θεούς που με το ζόρι συγκρατούσαν τα γέλια τους βλέποντας την Ήρα σ' αυτή την κωμική κατάσταση.
Ο Διόνυσος, αγαπημένος φίλος του Ήφαιστου, ανέλαβε να σώσει την κατάσταση. Πήγε αμέσως στη Λήμνο, στο εργαστήρι του θεού, και τον πέτυχε την ώρα του δείπνου. Κάθισε μαζί του για φαγητό και έστειλε ένα Σάτυρο να του φέρει κρασί από τα αμπέλια του. Έτσι κατάφερε να μεθύσει τον Ήφαιστο και τον έπεισε να γυρίσει μαζί του στον Όλυμπο και να λύσει την Ήρα από τα δεσμά της. Μετά από λίγη ώρα έφτασαν και οι δυο μπροστά στους υπόλοιπους θεούς, καβάλα σ' ένα μουλάρι. Ο Δίας μόλις είδε το γιο του είπε αγριεμένος.
- «Άντε, λοιπόν, Ήφαιστε, παρατράβηξε το αστείο. Εμπρός, λύσε γρήγορα τη μητέρα σου», του πρόσταξε χωρίς να αφήνει περιθώρια για δεύτερες σκέψεις ο Δίας.
Αυτός τραυλίζοντας από το μεθύσι είπε ότι θα έλυνε την Ήρα μόνο αν ο Δίας του υποσχόταν ότι θα πραγματοποιούσε οποιαδήποτε χάρη του ζητούσε. Ο βασιλιάς των θεών, μη μπορώντας κάνει κι αλλιώς, δέχτηκε. Ο Ήφαιστος έλυσε την Ήρα και αμέσως ζήτησε για γυναίκα του την Αφροδίτη. Όλοι οι θεοί σάστισαν· ο πιο άσχημος να παντρευτεί τη θεά της ομορφιάς! Ο Δίας όμως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, γιατί είχε δώσει όρκο. Το πρόσωπο της Αφροδίτης σκοτείνιασε, δεν μπορούσε όμως ν' αντισταθεί στη θέληση του πατέρα της. Γι' αυτό και δέχθηκε να κάνει άντρα της τον άσχημο Ήφαιστο.
Ο δυστυχής όμως Ήφαιστος, για ακόμη μία φορά, φάνηκε άτυχος. Ο λεβεντόκορμος Άρης, ο Θεός του πολέμου, είχε βάλει στο μάτι την Αφροδίτη, η οποία όμως ήταν πλέον σύζυγος του Ηφαίστου. Δεν ήταν δύσκολο να ξελογιάσει την Αφροδίτη, ο Άρης. Αν δεν την είχαν υποχρεώσει να γίνει σύντροφος του Ηφαίστου, αυτός θα ήταν ο σύζυγος που θα ήθελε στην συζυγική της κλίνη, όμορφος, ρωμαλέος, και μπρουτάλ. Συνδυασμός που σκοτώνει!
Δεν άργησαν λοιπόν τα δύο πιτσουνάκια να αρχίσουν να ερωτοτροπούν. Ουδέν κρυπτόν υπό του Ήλιου όμως, ως γνωστόν. Ο Ήλιος είδε τις παράνομες περιπτύξεις τους, και το σφύριξε στον φημισμένο μάστορα. Ανέβηκε το αίμα στο καπνοσκεπασμένο κεφάλι του Ηφαίστου. «Τα πουλάκια μου» σκέφτηκε, «θα τους φτιάξω εγώ. Καλά αυτός το κουφιοκέφαλος ο Άρης όλοι ξέρουν πως σκέφτεται με το κάτω το κεφάλι, αυτή η μουσίτσα η Αφροδίτη, ακόμα δεν πρόλαβε να σβήσει την δική μου φωτιά, άναψε και άλλη»;
Πήγε αμέσως στο σιδηρουργείο του και αμέσως κατασκεύασε αλυσίδες αόρατες και απαλές όπως ο ιστός της αράχνης, που όμως ούτε έσπαγαν ούτε λύνονταν, με καμία δύναμη. Τις κρέμασε πάνω στους στύλους της κρεβατοκάμαρας του και έφυγε δήθεν για τη Λήμνο, το αγαπημένο του νησί με την καλοχτισμένη πόλη. Ο Άρης, παραμόνευε, αμέσως τρέχει γεμάτος πόθο στην κρεβατοκάμαρα του Ηφαίστου να συναντήσει παράνομα την Αφροδίτη, η οποία τον περίμενε λάγνα. Ο Άρης μπήκε, την έπιασε από το χέρι και της είπε:
-«Έλα, αγαπημένη, να ξαπλώσουμε και να χαρούμε τον Έρωτά μας! Ο Ήφαιστος είναι μακριά, έφυγε για τη Λήμνο!»
Η Αφροδίτη δεν έχασε στιγμή. Είχε και το μέγαρο, και τον παίδαρο!. Έλα όμως που με μίας οι αόρατες αλυσίδες του Ηφαίστου τους τύλιξαν και δεν μπορούσαν πια να σαλέψουν. Κατάλαβαν ότι ήσαν παγιδευμένοι. Τότε μπούκαρε ο εξαγριωμένος «κερατάς» , ο Ήφαιστος, και φώναξε δυνατά σ’ όλους τους θεούς:
-«Πατέρα Ζευ και σεις οι άλλοι, μακάριοι και αιώνιοι θεοί! Ελάτε και ιδέστε τι εδώ συμβαίνει για γέλια και για κλάματα! Πως μ’ ατιμάζει πάντα η κόρη του Διός Αφροδίτη, γιατί είμαι χωλός. Αγαπά τον διεφθαρμένο Άρη, γιατί είναι πραγματικά ωραίος κι έχει τα πόδια του γερά, ενώ εγώ κουτσαίνω. Κανείς άλλος δε φταίει, από τους γονείς μου – δεν έπρεπε να με γεννήσουν έτσι! Για κοιτάξτε πως κοιμούνται εκεί, αποκαμωμένοι από τον έρωτα, στο ίδιο μου το κρεβάτι! Με θλίβει το θέαμα. Θα μείνουν, νομίζω, έτσι ξαπλωμένοι πολύ ακόμα, αφού αγαπιούνται τόσο πολύ – κι αν ακόμα θελήσουν να μη μένουν έτσι, οι αλυσίδες μου τους κρατάνε γερά, μέχρι που ο Πατέρας ξυπνήσει και μου δώσει πίσω τα δώρα που του έδωσα για το ξεδιάντροπο κορίτσι! Ωραία είναι ή κόρη του, αλλά όχι τίμια!».
Αυτά είπε ο Ήφαιστος, και έφυγε για το μοναδικό μέρος που ένοιωθε σπίτι του, την ανεμόεσσα Λήμνο. Οι θεοί συγκεντρώθηκαν στο παλάτι του, στο σπίτι με το χάλκινο κατώφλι. Ήρθαν ο Ποσειδών, ο Ερμής, ο Απόλλων. Από ντροπή οι θεές μείνανε στο σπίτι τους. Οι θεοί στέκονταν στην πόρτα κι ασταμάτητο αντηχούσε το γέλιο των Μακάρων, καθώς κοίταζαν το τέχνασμα του πονηρού Ηφαίστου. Ο ένας έλεγε στον άλλο:
-«Δεν βγάζει ποτέ σε καλό μια κακή πράξη. Όποιος πάει αργά, κερδίζει τον βιαστικό. Όποιος πιάστηκε φανερά μοιχός, πρέπει να μετανοήσει!»
Ο Απόλλων ρώτησε τον Ερμή:
-«Θα ‘θελες να ήσουν ξαπλωμένος με τη χρυσή Αφροδίτη και μ’ αυτές τις αλυσίδες γύρω σου;»
Κι εκείνος απάντησε:
-«Ε, αν κάτι τέτοιο μπορούσε να γίνει, ας ήταν οι αλυσίδες τρεις φορές πιο γερές! Κι όλοι εσείς, θεοί και θεές, θα μπορούσατε να με βλέπατε, πόσο ευχαρίστως θα πλάγιαζα κοντά στη χρυσή Αφροδίτη!»
Οι αθάνατοι ξαναγέλασαν, όχι όμως και ο Ποσειδών. Παρακάλεσε τον Ήφαιστο να λύση τον Άρη και ανέλαβε την εγγύηση στο όνομα όλων των θεών, πως θα πληρωθεί στο σύζυγο το ανάλογο χρέος. Δύσκολα δέχτηκε ο Ήφαιστος να τους ελευθερώσει. Οι αλυσοδεμένοι πηδήξανε πάνω: ο Άρης τράβηξε για τη Θράκη και η Αφροδίτη για την Κύπρο, στο ιερό της, στην Πάφο. Οι Χάριτες την υποδέχτηκαν εδώ μ’ ένα λουτρό. Αλείψανε τη θεά μ’ αθάνατο λάδι, που η μυρωδιά του ανήκει στους θεούς, και την ξαναντύσανε με τα υπέροχα, χαριτωμένα φορέματα της.
Αυτό ήταν ένα περιστατικό που άναψε για τα καλά τα αίματα στον Όλυμπο. Ένα άλλο περιστατικό που άναψε τα αίματα όχι μόνο στο Όλυμπο αλλά και στον κόσμο των θνητών, ήταν στον γάμο του Πηλέα με την Νηρηίδα Θέτιδα κόρη του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας.
Οι Θεοί επέβλεπαν τους θνητούς από τον Όλυμπο άλλοτε χαρίζοντας τους λύπες, και άλλοτε πόνο και δυστυχίες. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών εξάλλου, να είναι πιόνια στα τερτίπια των Θεών. Και στον Όλυμπο όμως δεν έλειπαν οι γκρίνιες και οι τσακωμοί. Αυτό όμως που έγινε με τον Ήφαιστο, την Αφροδίτη και τον Άρη, δεν είχε προηγούμενο, καθώς έκανε τον Όλυμπο άνω κάτω.
Ως γνωστό ο Θεός της φωτιάς και της μεταλλουργίας ήταν άσχημος, και αυτό ο Δίας δεν μπορούσε να το χωνέψει. Το ίδιο σοκ όμως είχε πάθει και η μητέρα του Ήρα, όταν αυτός είχε γεννηθεί στην αχλή του γήινου χρόνου.
Όταν λοιπόν η Ήρα αντίκρισε το μαυριδερό βρέφος που της παρουσίασαν, έγινε έξω φρενών. Πώς ήταν δυνατόν να γεννήσει αυτή, μια πανέμορφη θεά, ένα τόσο άσχημο μωρό; Σκέφτηκε ότι δε θα μπορούσε με κανένα τρόπο ν' αντιμετωπίσει τις κοροϊδίες των υπόλοιπων θεών και τα ειρωνικά τους γέλια. Έτσι λοιπόν άρπαξε μανιασμένη το μωρό, και το πέταξε κάτω από τον Όλυμπο.
Αργότερα όπως ξέρετε, θα τον πέταγε και ο Δίας για δεύτερη φορά, στην Λήμνο.
Ο Ήφαιστος την πρώτη φορά ως βρέφος κατέληξε στον Ωκεανό. Εκεί τον βρήκαν και τον περιμάζεψαν, η Θέτιδα, και η Ευρυνόμη. Ο Ήφαιστος πέρασε μαζί τους τα εννιά πρώτα χρόνια της ζωής του, σε μια θαλάσσια σπηλιά, στο παλάτι του Νηρέα. Με τα κοράλλια και τα μαργαριτάρια, ο Ήφαιστος έφτιαχνε θαυμαστά κοσμήματα στις θεές που τον προστάτευαν. Έτσι τους έδειχνε την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του.
Ο Ήφαιστος όμως όπως είναι φυσικό, είχε ψυχολογικά προβλήματα με την συμπεριφορά των Θεϊκών γονιών του. Μεγαλώνοντας λοιπόν, άρχισε να καταστρώνει σχέδιο εκδίκησης της άκαρδης μητέρας του, της Ήρας. Έτσι κάποια ημέρα που η Ήρα είχε τη γιορτή της και γινόταν μεγάλο γλέντι πάνω στον Όλυμπο, ο Ήφαιστος της κατασκεύασε έναν υπέροχο ολόχρυσο θρόνο, που όμοιος του δεν υπήρχε στον κόσμο.
Δυο ολόκληρους μήνες έβαλε όλη του την τέχνη για να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα. Σκάλισε επάνω εικόνες του και παραστάσεις από τα γλέντια των θεών και από την καθημερινή τους ζωή. Η Ήρα πραγματικά ενθουσιάστηκε από το δώρο του γιου της, και το δοκίμασε αμέσως. Κάθισε αρκετή ώρα καμαρώνοντας και συζητώντας με τους υπόλοιπους θεούς. Όταν όμως θέλησε να σηκωθεί, ανακάλυψε με μεγάλη έκπληξη, ότι αυτό της ήταν αδύνατο. Ο Ήφαιστος είχε τοποθετήσει αόρατα δεσμά που την εμπόδιζαν να απομακρυνθεί από το θρόνο.
- «Αυτό, γλυκιά μου μανούλα, είναι το δώρο μου για να σου ξεπληρώσω την αγάπη που μου έδειξες όταν ήμουν μικρός. Μήπως έφταιγα εγώ που γεννήθηκα άσχημος και μαυριδερός κι εσύ με πέταξες από τον Όλυμπο;», είπε με πόνο καρδιάς ο Ήφαιστος.
Μάταια με κλάματα η Ήρα ζητούσε να την συγχωρέσει, παρακαλώντας τον να λύσει τα αόρατα δεσμά. Όλοι οι θεοί πήραν το μέρος της, και άρχισαν να τα «χώνουν» στον Ήφαιστο. Ο Άρης, ο θεός του πολέμου, που ήταν και αυτός γιος της Ήρας, θύμωσε περισσότερο από όλους, καθώς ήταν ο πιο ευέξαπτος. Όρμησε στον Ήφαιστο για να τον πείσει με τη βία, όμως ο Ήφαιστος είχε αρπάξει έναν αναμμένο δαυλό και τον είχε εκσφενδόνισε εναντίον του. Ο Άρης τσάμπα μάγκας, έκανε τον «Κινέζο»!. Κατόπιν ο Ήφαιστος αποχώρησε για τη Λήμνο, που ήταν το αγαπημένο του νησί, αφήνοντας σύξυλους τους υπόλοιπους θεούς που με το ζόρι συγκρατούσαν τα γέλια τους βλέποντας την Ήρα σ' αυτή την κωμική κατάσταση.
Ο Διόνυσος, αγαπημένος φίλος του Ήφαιστου, ανέλαβε να σώσει την κατάσταση. Πήγε αμέσως στη Λήμνο, στο εργαστήρι του θεού, και τον πέτυχε την ώρα του δείπνου. Κάθισε μαζί του για φαγητό και έστειλε ένα Σάτυρο να του φέρει κρασί από τα αμπέλια του. Έτσι κατάφερε να μεθύσει τον Ήφαιστο και τον έπεισε να γυρίσει μαζί του στον Όλυμπο και να λύσει την Ήρα από τα δεσμά της. Μετά από λίγη ώρα έφτασαν και οι δυο μπροστά στους υπόλοιπους θεούς, καβάλα σ' ένα μουλάρι. Ο Δίας μόλις είδε το γιο του είπε αγριεμένος.
- «Άντε, λοιπόν, Ήφαιστε, παρατράβηξε το αστείο. Εμπρός, λύσε γρήγορα τη μητέρα σου», του πρόσταξε χωρίς να αφήνει περιθώρια για δεύτερες σκέψεις ο Δίας.
Αυτός τραυλίζοντας από το μεθύσι είπε ότι θα έλυνε την Ήρα μόνο αν ο Δίας του υποσχόταν ότι θα πραγματοποιούσε οποιαδήποτε χάρη του ζητούσε. Ο βασιλιάς των θεών, μη μπορώντας κάνει κι αλλιώς, δέχτηκε. Ο Ήφαιστος έλυσε την Ήρα και αμέσως ζήτησε για γυναίκα του την Αφροδίτη. Όλοι οι θεοί σάστισαν· ο πιο άσχημος να παντρευτεί τη θεά της ομορφιάς! Ο Δίας όμως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, γιατί είχε δώσει όρκο. Το πρόσωπο της Αφροδίτης σκοτείνιασε, δεν μπορούσε όμως ν' αντισταθεί στη θέληση του πατέρα της. Γι' αυτό και δέχθηκε να κάνει άντρα της τον άσχημο Ήφαιστο.
Ο δυστυχής όμως Ήφαιστος, για ακόμη μία φορά, φάνηκε άτυχος. Ο λεβεντόκορμος Άρης, ο Θεός του πολέμου, είχε βάλει στο μάτι την Αφροδίτη, η οποία όμως ήταν πλέον σύζυγος του Ηφαίστου. Δεν ήταν δύσκολο να ξελογιάσει την Αφροδίτη, ο Άρης. Αν δεν την είχαν υποχρεώσει να γίνει σύντροφος του Ηφαίστου, αυτός θα ήταν ο σύζυγος που θα ήθελε στην συζυγική της κλίνη, όμορφος, ρωμαλέος, και μπρουτάλ. Συνδυασμός που σκοτώνει!
Δεν άργησαν λοιπόν τα δύο πιτσουνάκια να αρχίσουν να ερωτοτροπούν. Ουδέν κρυπτόν υπό του Ήλιου όμως, ως γνωστόν. Ο Ήλιος είδε τις παράνομες περιπτύξεις τους, και το σφύριξε στον φημισμένο μάστορα. Ανέβηκε το αίμα στο καπνοσκεπασμένο κεφάλι του Ηφαίστου. «Τα πουλάκια μου» σκέφτηκε, «θα τους φτιάξω εγώ. Καλά αυτός το κουφιοκέφαλος ο Άρης όλοι ξέρουν πως σκέφτεται με το κάτω το κεφάλι, αυτή η μουσίτσα η Αφροδίτη, ακόμα δεν πρόλαβε να σβήσει την δική μου φωτιά, άναψε και άλλη»;
Πήγε αμέσως στο σιδηρουργείο του και αμέσως κατασκεύασε αλυσίδες αόρατες και απαλές όπως ο ιστός της αράχνης, που όμως ούτε έσπαγαν ούτε λύνονταν, με καμία δύναμη. Τις κρέμασε πάνω στους στύλους της κρεβατοκάμαρας του και έφυγε δήθεν για τη Λήμνο, το αγαπημένο του νησί με την καλοχτισμένη πόλη. Ο Άρης, παραμόνευε, αμέσως τρέχει γεμάτος πόθο στην κρεβατοκάμαρα του Ηφαίστου να συναντήσει παράνομα την Αφροδίτη, η οποία τον περίμενε λάγνα. Ο Άρης μπήκε, την έπιασε από το χέρι και της είπε:
-«Έλα, αγαπημένη, να ξαπλώσουμε και να χαρούμε τον Έρωτά μας! Ο Ήφαιστος είναι μακριά, έφυγε για τη Λήμνο!»
Η Αφροδίτη δεν έχασε στιγμή. Είχε και το μέγαρο, και τον παίδαρο!. Έλα όμως που με μίας οι αόρατες αλυσίδες του Ηφαίστου τους τύλιξαν και δεν μπορούσαν πια να σαλέψουν. Κατάλαβαν ότι ήσαν παγιδευμένοι. Τότε μπούκαρε ο εξαγριωμένος «κερατάς» , ο Ήφαιστος, και φώναξε δυνατά σ’ όλους τους θεούς:
-«Πατέρα Ζευ και σεις οι άλλοι, μακάριοι και αιώνιοι θεοί! Ελάτε και ιδέστε τι εδώ συμβαίνει για γέλια και για κλάματα! Πως μ’ ατιμάζει πάντα η κόρη του Διός Αφροδίτη, γιατί είμαι χωλός. Αγαπά τον διεφθαρμένο Άρη, γιατί είναι πραγματικά ωραίος κι έχει τα πόδια του γερά, ενώ εγώ κουτσαίνω. Κανείς άλλος δε φταίει, από τους γονείς μου – δεν έπρεπε να με γεννήσουν έτσι! Για κοιτάξτε πως κοιμούνται εκεί, αποκαμωμένοι από τον έρωτα, στο ίδιο μου το κρεβάτι! Με θλίβει το θέαμα. Θα μείνουν, νομίζω, έτσι ξαπλωμένοι πολύ ακόμα, αφού αγαπιούνται τόσο πολύ – κι αν ακόμα θελήσουν να μη μένουν έτσι, οι αλυσίδες μου τους κρατάνε γερά, μέχρι που ο Πατέρας ξυπνήσει και μου δώσει πίσω τα δώρα που του έδωσα για το ξεδιάντροπο κορίτσι! Ωραία είναι ή κόρη του, αλλά όχι τίμια!».
Αυτά είπε ο Ήφαιστος, και έφυγε για το μοναδικό μέρος που ένοιωθε σπίτι του, την ανεμόεσσα Λήμνο. Οι θεοί συγκεντρώθηκαν στο παλάτι του, στο σπίτι με το χάλκινο κατώφλι. Ήρθαν ο Ποσειδών, ο Ερμής, ο Απόλλων. Από ντροπή οι θεές μείνανε στο σπίτι τους. Οι θεοί στέκονταν στην πόρτα κι ασταμάτητο αντηχούσε το γέλιο των Μακάρων, καθώς κοίταζαν το τέχνασμα του πονηρού Ηφαίστου. Ο ένας έλεγε στον άλλο:
-«Δεν βγάζει ποτέ σε καλό μια κακή πράξη. Όποιος πάει αργά, κερδίζει τον βιαστικό. Όποιος πιάστηκε φανερά μοιχός, πρέπει να μετανοήσει!»
Ο Απόλλων ρώτησε τον Ερμή:
-«Θα ‘θελες να ήσουν ξαπλωμένος με τη χρυσή Αφροδίτη και μ’ αυτές τις αλυσίδες γύρω σου;»
Κι εκείνος απάντησε:
-«Ε, αν κάτι τέτοιο μπορούσε να γίνει, ας ήταν οι αλυσίδες τρεις φορές πιο γερές! Κι όλοι εσείς, θεοί και θεές, θα μπορούσατε να με βλέπατε, πόσο ευχαρίστως θα πλάγιαζα κοντά στη χρυσή Αφροδίτη!»
Οι αθάνατοι ξαναγέλασαν, όχι όμως και ο Ποσειδών. Παρακάλεσε τον Ήφαιστο να λύση τον Άρη και ανέλαβε την εγγύηση στο όνομα όλων των θεών, πως θα πληρωθεί στο σύζυγο το ανάλογο χρέος. Δύσκολα δέχτηκε ο Ήφαιστος να τους ελευθερώσει. Οι αλυσοδεμένοι πηδήξανε πάνω: ο Άρης τράβηξε για τη Θράκη και η Αφροδίτη για την Κύπρο, στο ιερό της, στην Πάφο. Οι Χάριτες την υποδέχτηκαν εδώ μ’ ένα λουτρό. Αλείψανε τη θεά μ’ αθάνατο λάδι, που η μυρωδιά του ανήκει στους θεούς, και την ξαναντύσανε με τα υπέροχα, χαριτωμένα φορέματα της.
Αυτό ήταν ένα περιστατικό που άναψε για τα καλά τα αίματα στον Όλυμπο. Ένα άλλο περιστατικό που άναψε τα αίματα όχι μόνο στο Όλυμπο αλλά και στον κόσμο των θνητών, ήταν στον γάμο του Πηλέα με την Νηρηίδα Θέτιδα κόρη του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου