To ευθυμογράφημα που ακολουθεί, βασίστηκε στον σατυρικό τρόπο γραφής του Λουκιανού του Σύρου (125 - 180 μ.Χ.). Ο Λουκιανός ήταν ρήτορας και σατιρικός συγγραφέας, δημιουργός του σατιρικού διαλόγου, και από τους σημαντικότερους Αττικιστές συγγραφείς της Δεύτερης σοφιστικής. Ο λόγος του Λουκιανού είναι αιχμηρός και διεισδυτικός, και χρησιμοποιεί κατά κόρον τον διάλογο για να σατιρίσει, να καυτηριάσει και να αναπτύξει τα θέματα που της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας. Η προσπάθεια που ακολουθεί, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με την πρωτοτυπία και την αξία των έργων του Λουκιανού ή οποιουδήποτε άλλου αρχαίου Έλληνα συγγραφέα. Αποτελεί απλώς ένα σατυρικό κείμενο το οποίο αντλεί την έμπνευση του, από την μαγευτική και ανεξάντλητη αρχαία Ελληνική μυθολογία. Οι αναγνώστες του κειμένου θα πρέπει να το εκλάβουν ως τέτοιο και μόνο. Το κείμενο αναρτάται σε συνέχειες.
Ο Δευκαλίωνας, ήταν γιος του Τιτάνα Προμηθέα, και ήταν βασιλιάς της Θεσσαλίας σε μια εποχή, που οι άνθρωποι ατυχώς αποφάσισαν να μην τηρούν τις πρέπουσες τιμές προς τους Θεούς. Ο Δίας λοιπόν βουρλίστηκε, και αποφάσισε να τιμωρήσει μιας και εξάπαντος το υπεροπτικό ανθρώπινο γένος με κατακλυσμό. Ο Προμηθέας τότε πήγε στον γιο του Δευκαλίωνα, και τον προειδοποίησε για την επερχόμενη καταστροφή:
- «Γιε μου ο Δίας τα έχει πάρει στο κρανίο με εσάς τους θνητούς για ακόμη μία φορά. Η πρώτη ήταν όπως ξέρεις όταν έκλεψα την φωτιά για να σας την δώσω σε εσάς, τους ανθρώπους τους οποίους εγώ σας δημιούργησα με πηλό και νερό, ώστε να ξεφύγετε από την πρωτόγονη ζωώδη κατάσταση. Τότε ήταν που η Θεά Αθηνά σας έστειλε τις ψυχές, με φτερά πεταλούδας, για να τα κατοικήσουν στα κορμιά σας, και να τους δώσουν πνοή. Ήταν τόση η αγάπη μου για εσάς, που σκέφτηκα ένα κόλπο για να σας βοηθήσω. Όταν κάναμε μία από τις πολλές θυσίες στον Όλυμπο, χώρισα το σφάγιο του βοδιού σε δυο μέρη.
Στο ένα μερίδιο έβαλα το δέρμα, τη σάρκα και τα εντόσθια σκεπασμένα με την κοιλιά του ζώου και στο άλλο έβαλα τα κόκαλα, από τα οποία είχα αφαιρέσει το κρέας, σκεπάζοντας τα με λευκό λίπος. Διάλεξε, είπα στον τρανό Δία, το μερίδιο που θα αντιστοιχούσε στους θεούς. Ότι περίσσευε θα το έδινα σε εσάς, καθώς οι Θεοί πάντα προηγούνται. Όπως είχα προβλέψει ο Δίας διάλεξε το γυαλιστερό λίπος. Όταν όμως διαπίστωσε ότι το μερίδιο αυτό ήταν μόνο κόκαλα εξοργίστηκε τόσο μαζί μου, και αποφάσισε να μην ξαναστείλει ποτέ την φωτιά στο ανθρώπινο γένος. Εγώ όμως έκλεψα σπίθες φωτιάς από το καμίνι του Ηφαίστου, και σας την έδωσα, έτσι καλλιεργήσατε την γη, σας δίδαξα τις επιστήμες και την ιατρική ώστε να προοδεύσετε.
Ο Δίας όμως με τιμώρησε σκληρά για αυτό. Με έδεσε ο άτιμος με ατσάλινες αλυσίδες στον Καύκασο κι έστειλε έναν αετό, γεννημένο από τον Τυφώνα και την Έχιδνα, να μου τρώει το συκώτι, το οποίο κάθε πρωί ανανεωνόταν. Είχε ορκιστεί στα νερά της Στύγας να μη με λύσει ποτέ από τα δεσμά μου. Υπέμενα καρτερικά το βάσανο έως ότου ο Ηρακλής με ελευθέρωσε επιτέλους. Ο Ηρακλής ήταν γιός του Δία, έτσι αυτός χάρηκε για το κατόρθωμα του κανακάρη του, και με άφησε Ελεύθερο.
Δεν του έφτανε όμως μόνο η δική μου τιμωρία. Θέλοντας να τιμωρήσει και εσάς τους θνητούς, στους οποίους είχα δωρίσει το ουράνιο πυρ, ο Δίας διέταξε τον γιό του Ήφαιστο, να φτιάξει μια όμορφη θνητή κόρη με Θεϊκή ομορφιά, και να της δώσει ανθρώπινη φωνή και δύναμη.
Οι Θεές του Ολύμπου και οι Ώρες την στόλισαν, την αρωμάτισαν, την χτένισαν και να της μάθουν να αποκτήσει χάρη, θηλυκότητα και τρόπους. Ο Ερμής της έμαθε διάφορα τεχνάσματα για να εξαπατά. Στην γυναίκα που θα δινόταν ως δώρο λοιπόν σε εμένα, έδωσαν το όνομα Πανδώρα. Ο Δίας όμως ήξερε πως εγώ ήμουν αρκετά έξυπνος, για να πέσω στην παγίδα του, έτσι σκέφτηκε να την δωρίσει στον αδελφό μου Επιμηθέα.
Όταν ο Ερμής πήγε την Πανδώρα στον Επιμηθέα, αυτός θαμπώθηκε τόσο πολύ από την ομορφιά, και την χάρη της, που όχι μόνο δέχθηκε αυτό το δώρο αλλά σύντομα την παντρεύτηκε, παρότι τον είχα προειδοποιήσει. Ο Δίας, ικανοποιημένος που έπιασε το κόλπο του, έδωσε στην Πανδώρα σύμφωνα με το σχέδιο του, ένα όμορφο κουτί, ως δώρο για τον γάμο της με τον Επιμηθέα. Με μία προϋπόθεση όμως, να μην το ανοίξει ποτέ.
Για ένα διάστημα, ο Επιμηθέας και η Πανδώρα ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Η Πανδώρα συχνά αναρωτιόταν τι υπήρχε μέσα στο κουτί, αλλά ποτέ δεν είχε μείνει μόνη της, έτσι ποτέ δεν το άνοιξε. Σταδιακά, όσο περνούσε ο καιρός, άρχισε να αναρωτιέται όλο και περισσότερο τι ήταν αυτό που υπήρχε μέσα στο κουτί. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κάποιος θα της έστελνε ένα κουτί αν δεν μπορούσε να δει τι ήταν μέσα σ’ αυτό. Έγινε, λοιπόν, πολύ σημαντικό να μάθει τι κρυβόταν μέσα στο κουτί.
Στο τέλος, δεν μπορούσε να αντισταθεί πλέον. Μια μέρα, όταν όλοι ήταν έξω εκείνη σύρθηκε μέχρι το παράθυρο, πήρε το τεράστιο κλειδί, το τοποθέτησε προσεκτικά στην κλειδαριά και το γύρισε. Σήκωσε το καπάκι για να για να ρίξει μια γρήγορη ματιά, αλλά πριν το συνειδητοποιήσει το δωμάτιο είχε γεμίσει με φοβερά πράγματα: την ασθένεια, την απόγνωση, την κακία, την πλεονεξία, τα γηρατειά, το θάνατο, το μίσος, τη βία, τη σκληρότητα και τον πόλεμο. Έκλεισε το καπάκι με δύναμη και γύρισε το κλειδί και πάλι ... κρατώντας μέσα στο κουτί μόνο το πνεύμα της ελπίδας. Από τότε λοιπόν όλα τα δεινά του κόσμου ξεχύθηκαν και ταλανίζουν εσάς τους ανθρώπους. Αυτή που υπάρχει όμως ακόμα στον αντίποδα και περιμένει καρτερικά είναι η ελπίδα για να απαλύνει τον πόνο σας.
Τώρα όμως υπάρχει ένα άλλο πιο σοβαρό πρόβλημα, Δευκαλίωνα. Ο Δίας θα προκαλέσει τέτοιο κατακλυσμό που παρόμοιο του δεν έχουν δει οι άνθρωποι. Δεν θα γλιτώσει κανείς, όπως λέει ο Βασιλιάς του Ολύμπου. Λογάριασε όμως για ακόμα μία φορά χωρίς τον ξενοδόχο. Άκουσε καλά Δευκαλίωνα. Θα πρέπει αμέσως να κατασκευάσεις ένα πλοίο, και να βάλεις μέσα όλα τα απαραίτητα εφόδια ώστε να γλυτώσετε από το νερό, εσύ και η γυναίκα σου».
Και έτσι έγινε. Μόλις που πρόλαβε ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα να κατασκευάσουν το πλοίο, και αμέσως «άνοιξαν» οι ουρανοί, και η γη πλημμύρισε. Όλοι οι άνθρωποι πνίγηκαν, εκτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Το πλοίο τους ανεβοκατέβαινε στα κύματα για εννέα ημέρες. Τη δέκατη μέρα, η βροχή σταμάτησε και το πλοίο προσάραξε στον Παρνασσό. Το ζευγάρι αποβιβάστηκε και έσπευσε να κάνει θυσία προς τιμήν του Φύξιου Δία, του προστάτη των φυγάδων. Ο Δευκαλίωνας με την Πύρρα τρομοκρατημένοι ετοίμασαν τις προσφορές με μεγάλη σχολαστικότητα και ευλάβεια προς τον Δία. Σηκώνοντας τις παλάμες προς τον Ουρανό άρχισε ο Δευκαλίωνας να απαγγέλει με τρεμάμενη φωνή τον ύμνο πρός τον Δία:
- «Δία πρώτε των θεών, πολυώνυμε, παντοτινή εξουσία, αρχή της πλάσης, που όλα εσύ τα κυβερνάς με νόμο, ω Δία, σε χαιρετώ· γιατί κάθε θνητός εσένα είναι σωστό να προσφωνεί· βαστούμε απ᾽ τη γενιά σου· απ᾽ όσα πλάσματα στη γη ζουν και σαλεύουν, μόνοι εμείς είμαστε ομοίωμα του σύμπαντος· για τούτο σε υμνώ, γι᾽ αυτό θα τραγουδώ τη δύναμή σου πάντα.
Ναι, ο κόσμος όλος, ως γυρνά γύρω απ᾽ τη γη, ακολουθάει τους ορισμούς σου, πρόθυμα στην εξουσία σου σκύβει· αλλά κρατάς κι ένα βοηθό στ᾽ ανίκητά σου χέρια, το κοφτερό, πάντ᾽ άγρυπνο, φλογάτο αστροπελέκι· πέφτει, χτυπά και τρέμουνε τα πάντα μες στην πλάση.
Με αυτό καθοδηγείς το νου, που τρέχει μέσα σε όλα, που σμίγει -φως- και με μικρά και με μεγάλα φώτα και που η πνοή του διαπερνά του κόσμου βάθη και ύψη. Έτσι των όλων βασιλιάς ανώτατος εσύ ᾽σαι, δίχως εσέ, ω θεέ, στη γη δε γίνεται έργο ούτ᾽ ένα ούτε στο πέλαγο ή ψηλά μέσα στο θείον αιθέρα, έξω όσα κάνουν οι κακοί μες στην ανεμυαλιά τους.
Ολοκληρώνεις τα λειψά, σε τάξη βάζεις και όσα δεν έχουνε, για σε αρεστά και τα δυσάρεστα είναι. Γιατί όλα εσύ, καλά ή κακά, τα ᾽σμιξες έτσι σε ένα, ώστε ένα αιώνιο νόημα να υπάρχει για όλα· όσοι είναι κακοί θνητοί, το διώχνουνε, ζητούν να το ξεφύγουν· τρελοί, που, ενώ αγαθά ποθούνε πάντα ν᾽ αποχτήσουν, του θεού το νόμο τον κοινό δε βλέπουν, δεν ακούνε· που αν τον ακολουθάν, λογικά κι ευγενικά θα ζούσαν.
Μα αυτοί, οι ανόητοι, στο κακό χιμούν, καθένας σε άλλο· τούτοι τη δόξα κυνηγούν -μαύρο κυνήγι-, εκείνοι χωρίς μια στάλα συστολή στα κέρδη έχουν το νου τους κι άλλοι στην καλοπέραση, στις ηδονές της σάρκας.
Πασκίζουν ανειρήνευτα, μια δω μια κει, και φτάνουν σε τέρμα αντίθετο εντελώς, απ᾽ ό,τι πεθυμούσαν. Δία των νεφών, των κεραυνών, Δία δωρητή των πάντων, φύλαε τον κόσμο απ᾽ τη φριχτήν ανεγνωμιά· πατέρα, σκόρπα την πέρ᾽ απ᾽ τις ψυχές, και κάμε νά ᾽βρουν όλοι το νου, που δίκια εσύ μ᾽ αυτόν τα πάντα τιμονεύεις. Έτσι, τιμώντας μας, κι εσύ τιμή από μας θα λάβεις: θα υμνούμε αιώνια τα έργα σου, σαν που οι θνητοί χρωστούνε· προνόμιο ανώτερο απ᾽ αυτό θνητοί ή θεοί δεν έχουν: κατά το δίκιο ν᾽ ανυμνούν το νόμο τον παγκόσμιο». (ΚΛΕΑΝΘΗΣ – Ὕμνος εἰς Δία . Ο Κλεάνθης από την Άσσο της Τρωάδος, 330 π.χ. - 232 π.χ., υπήρξε μαθητής του ιδρυτή της Στοάς Ζήνωνα από το Κίτιο, τον οποίο και διαδέχτηκε στην ηγεσία της φιλοσοφικής αυτής σχολής της Αθήνας).
Ο Δίας, στην αρχή «ξίνισε» που άκουσε φωνή θνητού να έρχεται από την Γη. Είναι δυνατόν το Θεϊκό σχέδιο να απέτυχε; αναρωτήθηκε. Αποκλείεται, εδώ μυρίζομαι σαμποτάζ, σκέφτηκε, και άρχισε να του «ανεβαίνει», το αίμα στο κεφάλι. Κάνει να αρπάξει τον κεραυνό από τα δεξιά του θρόνου του, αλλά επεμβαίνει η Ήρα.
-«Εντύπωση πραγματικά μου κάνει πως ο κυβερνήτης του σύμπαντος, είναι τόσο κοκορόμυαλος. Ωραία το κέφι σου το έκανες, τιμώρησες του θνητούς, ίσως και να τους άξιζε, ούτως ή άλλως με τα μυαλά που κουβαλούσαν (που να έμοιασαν άραγε σκέφτηκε χαιρέκακα η Ήρα), θα σφάζονταν μεταξύ τους, όσοι είχαν απομείνει άλλωστε. Τι κόσμος θα είναι αυτός χωρίς τους θνητούς να μας τιμούν, να μας υμνούν και να μας διασκεδάζουν με τα καμώματα τους; Υπάρχει άλλο πλάσμα δικό σου δημιούργημα που μπορεί να υμνεί και να ομορφαίνει τον κόσμο; Δεν βλέπεις καλέ μου σύζυγε, πως οι δύο αυτοί Θνητοί είναι πραγματικά ευσεβείς; Και όχι μόνο αυτό, το μάθημα τους το πήραν δίχως άλλο. Σίγουρα στο μέλλον θα είναι πολύ πιο προσεκτικοί....»
Ο Δίας έσμιξε τα φρύδια του και χαλάρωσε την λαβή του στο αστροπελέκι. Ίσως τελικά να μην είναι και τόσο καλή ιδέα να τους κάνει κάρβουνα αυτούς τους δύο, η Ήρα δεν έχει άδικο σκέφτηκε.
- «Μα τον Ουρανό έχεις δίκιο, γυναίκα είπε ο Δίας, θα τους δώσω μία δεύτερη ευκαιρία. Η προσφορά τους και ο ύμνος τους μου άρεσε», και έστειλε τον γοργοπόδαρο Ερμή να δει από κοντά τι γίνεται.
Ο αγγελιοφόρος των Θεών και διαμεσολαβητής με τους θνητούς, προσγειώθηκε δίπλα στο θνητό ζευγάρι.
- «Έρρωσθε και ευδαιμονείτε, θνητοί», είπε ο Ερμής μόλις εμφανίστηκε μπροστά τους. Ο μεγαλοδύναμος Δίας, σας συγχώρεσε, και είναι πρόθυμος να σας πραγματοποιήσει μία ευχή σας.
Ο Δευκαλίωνας με την Πύρρα, με σκυμμένο το κεφάλι και τις παλάμες να κοιτούν τον ουρανό, είπαν στο Ερμή:
- «Εισάκουσε μας Ερμή συ ο αγγελιαφόρος του Διός, ο υιός της Μαίας, που έχεις πανίσχυρη καρδιά και είσαι μέσα στους αγώνες, αρχηγέ των ανθρώπων, ευχάριστε, που είσαι πολυμήχανος, οδηγέ, φονέα του Άργου πού έχεις πτερωτά πέδιλα..και είσαι φίλος των ανδρών και προφήτης του λόγου εις τους ανθρώπους, συ που έχεις στα χέρια σου το που φέρεις το κηρύκειον ώ Κηρυκιώτα, μακάριε, που παρέχεις μεγάλες ωφέλειες, που λέγεις ποικίλα λόγια, βοηθέ εις τάς εργασίας, φίλε των θνητών εις τάς άνάγκας των, που έχεις το φοβερόν όπλον της γλώσσης, το σεβαστόν εις τους ανθρώπους [*] μετέφερε την προσευχή μας, στο σεβάσμιο Δία. Ευγνώμονες που ζούμε είμαστε, μα τεράστια η γη και μόνοι εμείς τι θα απογίνουμε; Nα ξαναγεννηθεί θα επιθυμούμε το ανθρώπινο γένος.»
[ * Ορφικός Ύμνος Ερμή]
- «Πολύ καλά», είπε ο Ερμής, και αμέσως ήρθε η απάντηση από τον Δία στον νου του Ερμή. «Δεν έχετε παρά να ρίξετε πίσω από την πλάτη σας τα οστά της μητέρας σας». Μόλις τελείωσε την πρόταση του ο Ερμής, έφυγε όπως είχε έρθει προς τον Όλυμπο.
Ο Δευκαλίωνας και η Πυρρά κοιτάχτηκαν με απορία, τι είδους χρησμός είναι αυτός; Που θα βρουν τα οστά των μητέρων τους σε ένα πλημμυρισμένο κόσμο;
Η Πύρρα ήταν αυτή που έλυσε το αίνιγμα.
- «Δεν είπε τα κόκκαλα των μητέρων μας Δευκαλίωνα. Ο Ερμής, είπε της μητέρας μας. Από που προέρχονται όλοι οι άνθρωποι; Όλοι παιδιά της μάνας γης δεν είμαστε; Από χώμα φτιαχτήκαμε, και χώμα θα ξαναγίνουμε, όταν τα μάτια μας κλείσουμε για να ταξιδέψουμε στου Άδη τα παλάτια. Οι πέτρες είναι η «ραχοκοκαλιά» της μητέρας Γης, θαρρώ πως υπονοεί ο Δίας.»
Ο Δευκαλίωνας αναθάρρησε.
- «Τι μυαλό ξυράφι έχεις ρε κορίτσι μου, τι θα έκανα χωρίς εσένα, είπε γελώντας», και άρχισαν μαζί να μαζεύουν πέτρες.
Στην συνέχεια άρχισαν να περπατούν και να ρίχνουν πέτρες πίσω τους. Για κάθε πέτρα που έριχνε ο Δευκαλίωνας, γεννιόταν ένας άντρας και για κάθε πέτρα της Πυρράς, μια γυναίκα. Για αυτό τον λόγο ο κόσμος που γεννήθηκε ονομάστηκε «λαός», από τη λέξη «λας» που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει «πέτρα»....
Από την πρώτη πέτρα που πέταξε ο Δευκαλίωνας προήλθε ο Έλληνας, γενάρχης των Ελλήνων. Ο Δευκαλίων και η Πύρρα απόκτησαν εκτός από τον Έλληνα, τον Αμφικτύωνα, τη Πρωτογένεια, τη Μελανθώ, τη Θυία (ή Αιθυία) και την Πανδώρα. Ο πρωτότοκος γιος τους ο Έλλην έγινε γενάρχης των Ελλήνων. Ο γενάρχης των Ελλήνων, ο Έλλην, γέννησε με την Ορσηίδα τρεις γιούς, τον Δώρο, τον Ξούθο, και τον Αίολο τους πρώτους αρχηγούς των Ελλήνων.
Ο Ξούθος βασίλεψε στη Πελοπόννησο και έκανε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα από τους οποίους οι Αχαιοί και οι Ίωνες πήραν τα ονόματά τους. Ο Αίολος βασίλεψε στη Θεσσαλία και οι κάτοικοι ονομάσθηκαν Αιολείς απ' αυτόν. Ο Δώρος και οι άνθρωποι του που ονομάστηκαν Δωριείς εγκαταστάθηκαν στις περιοχές ανατολικά του Παρνασσού.
Ο Δευκαλίωνας, ήταν γιος του Τιτάνα Προμηθέα, και ήταν βασιλιάς της Θεσσαλίας σε μια εποχή, που οι άνθρωποι ατυχώς αποφάσισαν να μην τηρούν τις πρέπουσες τιμές προς τους Θεούς. Ο Δίας λοιπόν βουρλίστηκε, και αποφάσισε να τιμωρήσει μιας και εξάπαντος το υπεροπτικό ανθρώπινο γένος με κατακλυσμό. Ο Προμηθέας τότε πήγε στον γιο του Δευκαλίωνα, και τον προειδοποίησε για την επερχόμενη καταστροφή:
- «Γιε μου ο Δίας τα έχει πάρει στο κρανίο με εσάς τους θνητούς για ακόμη μία φορά. Η πρώτη ήταν όπως ξέρεις όταν έκλεψα την φωτιά για να σας την δώσω σε εσάς, τους ανθρώπους τους οποίους εγώ σας δημιούργησα με πηλό και νερό, ώστε να ξεφύγετε από την πρωτόγονη ζωώδη κατάσταση. Τότε ήταν που η Θεά Αθηνά σας έστειλε τις ψυχές, με φτερά πεταλούδας, για να τα κατοικήσουν στα κορμιά σας, και να τους δώσουν πνοή. Ήταν τόση η αγάπη μου για εσάς, που σκέφτηκα ένα κόλπο για να σας βοηθήσω. Όταν κάναμε μία από τις πολλές θυσίες στον Όλυμπο, χώρισα το σφάγιο του βοδιού σε δυο μέρη.
Στο ένα μερίδιο έβαλα το δέρμα, τη σάρκα και τα εντόσθια σκεπασμένα με την κοιλιά του ζώου και στο άλλο έβαλα τα κόκαλα, από τα οποία είχα αφαιρέσει το κρέας, σκεπάζοντας τα με λευκό λίπος. Διάλεξε, είπα στον τρανό Δία, το μερίδιο που θα αντιστοιχούσε στους θεούς. Ότι περίσσευε θα το έδινα σε εσάς, καθώς οι Θεοί πάντα προηγούνται. Όπως είχα προβλέψει ο Δίας διάλεξε το γυαλιστερό λίπος. Όταν όμως διαπίστωσε ότι το μερίδιο αυτό ήταν μόνο κόκαλα εξοργίστηκε τόσο μαζί μου, και αποφάσισε να μην ξαναστείλει ποτέ την φωτιά στο ανθρώπινο γένος. Εγώ όμως έκλεψα σπίθες φωτιάς από το καμίνι του Ηφαίστου, και σας την έδωσα, έτσι καλλιεργήσατε την γη, σας δίδαξα τις επιστήμες και την ιατρική ώστε να προοδεύσετε.
Ο Δίας όμως με τιμώρησε σκληρά για αυτό. Με έδεσε ο άτιμος με ατσάλινες αλυσίδες στον Καύκασο κι έστειλε έναν αετό, γεννημένο από τον Τυφώνα και την Έχιδνα, να μου τρώει το συκώτι, το οποίο κάθε πρωί ανανεωνόταν. Είχε ορκιστεί στα νερά της Στύγας να μη με λύσει ποτέ από τα δεσμά μου. Υπέμενα καρτερικά το βάσανο έως ότου ο Ηρακλής με ελευθέρωσε επιτέλους. Ο Ηρακλής ήταν γιός του Δία, έτσι αυτός χάρηκε για το κατόρθωμα του κανακάρη του, και με άφησε Ελεύθερο.
Δεν του έφτανε όμως μόνο η δική μου τιμωρία. Θέλοντας να τιμωρήσει και εσάς τους θνητούς, στους οποίους είχα δωρίσει το ουράνιο πυρ, ο Δίας διέταξε τον γιό του Ήφαιστο, να φτιάξει μια όμορφη θνητή κόρη με Θεϊκή ομορφιά, και να της δώσει ανθρώπινη φωνή και δύναμη.
Οι Θεές του Ολύμπου και οι Ώρες την στόλισαν, την αρωμάτισαν, την χτένισαν και να της μάθουν να αποκτήσει χάρη, θηλυκότητα και τρόπους. Ο Ερμής της έμαθε διάφορα τεχνάσματα για να εξαπατά. Στην γυναίκα που θα δινόταν ως δώρο λοιπόν σε εμένα, έδωσαν το όνομα Πανδώρα. Ο Δίας όμως ήξερε πως εγώ ήμουν αρκετά έξυπνος, για να πέσω στην παγίδα του, έτσι σκέφτηκε να την δωρίσει στον αδελφό μου Επιμηθέα.
Όταν ο Ερμής πήγε την Πανδώρα στον Επιμηθέα, αυτός θαμπώθηκε τόσο πολύ από την ομορφιά, και την χάρη της, που όχι μόνο δέχθηκε αυτό το δώρο αλλά σύντομα την παντρεύτηκε, παρότι τον είχα προειδοποιήσει. Ο Δίας, ικανοποιημένος που έπιασε το κόλπο του, έδωσε στην Πανδώρα σύμφωνα με το σχέδιο του, ένα όμορφο κουτί, ως δώρο για τον γάμο της με τον Επιμηθέα. Με μία προϋπόθεση όμως, να μην το ανοίξει ποτέ.
Για ένα διάστημα, ο Επιμηθέας και η Πανδώρα ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Η Πανδώρα συχνά αναρωτιόταν τι υπήρχε μέσα στο κουτί, αλλά ποτέ δεν είχε μείνει μόνη της, έτσι ποτέ δεν το άνοιξε. Σταδιακά, όσο περνούσε ο καιρός, άρχισε να αναρωτιέται όλο και περισσότερο τι ήταν αυτό που υπήρχε μέσα στο κουτί. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κάποιος θα της έστελνε ένα κουτί αν δεν μπορούσε να δει τι ήταν μέσα σ’ αυτό. Έγινε, λοιπόν, πολύ σημαντικό να μάθει τι κρυβόταν μέσα στο κουτί.
Στο τέλος, δεν μπορούσε να αντισταθεί πλέον. Μια μέρα, όταν όλοι ήταν έξω εκείνη σύρθηκε μέχρι το παράθυρο, πήρε το τεράστιο κλειδί, το τοποθέτησε προσεκτικά στην κλειδαριά και το γύρισε. Σήκωσε το καπάκι για να για να ρίξει μια γρήγορη ματιά, αλλά πριν το συνειδητοποιήσει το δωμάτιο είχε γεμίσει με φοβερά πράγματα: την ασθένεια, την απόγνωση, την κακία, την πλεονεξία, τα γηρατειά, το θάνατο, το μίσος, τη βία, τη σκληρότητα και τον πόλεμο. Έκλεισε το καπάκι με δύναμη και γύρισε το κλειδί και πάλι ... κρατώντας μέσα στο κουτί μόνο το πνεύμα της ελπίδας. Από τότε λοιπόν όλα τα δεινά του κόσμου ξεχύθηκαν και ταλανίζουν εσάς τους ανθρώπους. Αυτή που υπάρχει όμως ακόμα στον αντίποδα και περιμένει καρτερικά είναι η ελπίδα για να απαλύνει τον πόνο σας.
Τώρα όμως υπάρχει ένα άλλο πιο σοβαρό πρόβλημα, Δευκαλίωνα. Ο Δίας θα προκαλέσει τέτοιο κατακλυσμό που παρόμοιο του δεν έχουν δει οι άνθρωποι. Δεν θα γλιτώσει κανείς, όπως λέει ο Βασιλιάς του Ολύμπου. Λογάριασε όμως για ακόμα μία φορά χωρίς τον ξενοδόχο. Άκουσε καλά Δευκαλίωνα. Θα πρέπει αμέσως να κατασκευάσεις ένα πλοίο, και να βάλεις μέσα όλα τα απαραίτητα εφόδια ώστε να γλυτώσετε από το νερό, εσύ και η γυναίκα σου».
Και έτσι έγινε. Μόλις που πρόλαβε ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα να κατασκευάσουν το πλοίο, και αμέσως «άνοιξαν» οι ουρανοί, και η γη πλημμύρισε. Όλοι οι άνθρωποι πνίγηκαν, εκτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Το πλοίο τους ανεβοκατέβαινε στα κύματα για εννέα ημέρες. Τη δέκατη μέρα, η βροχή σταμάτησε και το πλοίο προσάραξε στον Παρνασσό. Το ζευγάρι αποβιβάστηκε και έσπευσε να κάνει θυσία προς τιμήν του Φύξιου Δία, του προστάτη των φυγάδων. Ο Δευκαλίωνας με την Πύρρα τρομοκρατημένοι ετοίμασαν τις προσφορές με μεγάλη σχολαστικότητα και ευλάβεια προς τον Δία. Σηκώνοντας τις παλάμες προς τον Ουρανό άρχισε ο Δευκαλίωνας να απαγγέλει με τρεμάμενη φωνή τον ύμνο πρός τον Δία:
- «Δία πρώτε των θεών, πολυώνυμε, παντοτινή εξουσία, αρχή της πλάσης, που όλα εσύ τα κυβερνάς με νόμο, ω Δία, σε χαιρετώ· γιατί κάθε θνητός εσένα είναι σωστό να προσφωνεί· βαστούμε απ᾽ τη γενιά σου· απ᾽ όσα πλάσματα στη γη ζουν και σαλεύουν, μόνοι εμείς είμαστε ομοίωμα του σύμπαντος· για τούτο σε υμνώ, γι᾽ αυτό θα τραγουδώ τη δύναμή σου πάντα.
Ναι, ο κόσμος όλος, ως γυρνά γύρω απ᾽ τη γη, ακολουθάει τους ορισμούς σου, πρόθυμα στην εξουσία σου σκύβει· αλλά κρατάς κι ένα βοηθό στ᾽ ανίκητά σου χέρια, το κοφτερό, πάντ᾽ άγρυπνο, φλογάτο αστροπελέκι· πέφτει, χτυπά και τρέμουνε τα πάντα μες στην πλάση.
Με αυτό καθοδηγείς το νου, που τρέχει μέσα σε όλα, που σμίγει -φως- και με μικρά και με μεγάλα φώτα και που η πνοή του διαπερνά του κόσμου βάθη και ύψη. Έτσι των όλων βασιλιάς ανώτατος εσύ ᾽σαι, δίχως εσέ, ω θεέ, στη γη δε γίνεται έργο ούτ᾽ ένα ούτε στο πέλαγο ή ψηλά μέσα στο θείον αιθέρα, έξω όσα κάνουν οι κακοί μες στην ανεμυαλιά τους.
Ολοκληρώνεις τα λειψά, σε τάξη βάζεις και όσα δεν έχουνε, για σε αρεστά και τα δυσάρεστα είναι. Γιατί όλα εσύ, καλά ή κακά, τα ᾽σμιξες έτσι σε ένα, ώστε ένα αιώνιο νόημα να υπάρχει για όλα· όσοι είναι κακοί θνητοί, το διώχνουνε, ζητούν να το ξεφύγουν· τρελοί, που, ενώ αγαθά ποθούνε πάντα ν᾽ αποχτήσουν, του θεού το νόμο τον κοινό δε βλέπουν, δεν ακούνε· που αν τον ακολουθάν, λογικά κι ευγενικά θα ζούσαν.
Μα αυτοί, οι ανόητοι, στο κακό χιμούν, καθένας σε άλλο· τούτοι τη δόξα κυνηγούν -μαύρο κυνήγι-, εκείνοι χωρίς μια στάλα συστολή στα κέρδη έχουν το νου τους κι άλλοι στην καλοπέραση, στις ηδονές της σάρκας.
Πασκίζουν ανειρήνευτα, μια δω μια κει, και φτάνουν σε τέρμα αντίθετο εντελώς, απ᾽ ό,τι πεθυμούσαν. Δία των νεφών, των κεραυνών, Δία δωρητή των πάντων, φύλαε τον κόσμο απ᾽ τη φριχτήν ανεγνωμιά· πατέρα, σκόρπα την πέρ᾽ απ᾽ τις ψυχές, και κάμε νά ᾽βρουν όλοι το νου, που δίκια εσύ μ᾽ αυτόν τα πάντα τιμονεύεις. Έτσι, τιμώντας μας, κι εσύ τιμή από μας θα λάβεις: θα υμνούμε αιώνια τα έργα σου, σαν που οι θνητοί χρωστούνε· προνόμιο ανώτερο απ᾽ αυτό θνητοί ή θεοί δεν έχουν: κατά το δίκιο ν᾽ ανυμνούν το νόμο τον παγκόσμιο». (ΚΛΕΑΝΘΗΣ – Ὕμνος εἰς Δία . Ο Κλεάνθης από την Άσσο της Τρωάδος, 330 π.χ. - 232 π.χ., υπήρξε μαθητής του ιδρυτή της Στοάς Ζήνωνα από το Κίτιο, τον οποίο και διαδέχτηκε στην ηγεσία της φιλοσοφικής αυτής σχολής της Αθήνας).
Ο Δίας, στην αρχή «ξίνισε» που άκουσε φωνή θνητού να έρχεται από την Γη. Είναι δυνατόν το Θεϊκό σχέδιο να απέτυχε; αναρωτήθηκε. Αποκλείεται, εδώ μυρίζομαι σαμποτάζ, σκέφτηκε, και άρχισε να του «ανεβαίνει», το αίμα στο κεφάλι. Κάνει να αρπάξει τον κεραυνό από τα δεξιά του θρόνου του, αλλά επεμβαίνει η Ήρα.
-«Εντύπωση πραγματικά μου κάνει πως ο κυβερνήτης του σύμπαντος, είναι τόσο κοκορόμυαλος. Ωραία το κέφι σου το έκανες, τιμώρησες του θνητούς, ίσως και να τους άξιζε, ούτως ή άλλως με τα μυαλά που κουβαλούσαν (που να έμοιασαν άραγε σκέφτηκε χαιρέκακα η Ήρα), θα σφάζονταν μεταξύ τους, όσοι είχαν απομείνει άλλωστε. Τι κόσμος θα είναι αυτός χωρίς τους θνητούς να μας τιμούν, να μας υμνούν και να μας διασκεδάζουν με τα καμώματα τους; Υπάρχει άλλο πλάσμα δικό σου δημιούργημα που μπορεί να υμνεί και να ομορφαίνει τον κόσμο; Δεν βλέπεις καλέ μου σύζυγε, πως οι δύο αυτοί Θνητοί είναι πραγματικά ευσεβείς; Και όχι μόνο αυτό, το μάθημα τους το πήραν δίχως άλλο. Σίγουρα στο μέλλον θα είναι πολύ πιο προσεκτικοί....»
Ο Δίας έσμιξε τα φρύδια του και χαλάρωσε την λαβή του στο αστροπελέκι. Ίσως τελικά να μην είναι και τόσο καλή ιδέα να τους κάνει κάρβουνα αυτούς τους δύο, η Ήρα δεν έχει άδικο σκέφτηκε.
- «Μα τον Ουρανό έχεις δίκιο, γυναίκα είπε ο Δίας, θα τους δώσω μία δεύτερη ευκαιρία. Η προσφορά τους και ο ύμνος τους μου άρεσε», και έστειλε τον γοργοπόδαρο Ερμή να δει από κοντά τι γίνεται.
Ο αγγελιοφόρος των Θεών και διαμεσολαβητής με τους θνητούς, προσγειώθηκε δίπλα στο θνητό ζευγάρι.
- «Έρρωσθε και ευδαιμονείτε, θνητοί», είπε ο Ερμής μόλις εμφανίστηκε μπροστά τους. Ο μεγαλοδύναμος Δίας, σας συγχώρεσε, και είναι πρόθυμος να σας πραγματοποιήσει μία ευχή σας.
Ο Δευκαλίωνας με την Πύρρα, με σκυμμένο το κεφάλι και τις παλάμες να κοιτούν τον ουρανό, είπαν στο Ερμή:
- «Εισάκουσε μας Ερμή συ ο αγγελιαφόρος του Διός, ο υιός της Μαίας, που έχεις πανίσχυρη καρδιά και είσαι μέσα στους αγώνες, αρχηγέ των ανθρώπων, ευχάριστε, που είσαι πολυμήχανος, οδηγέ, φονέα του Άργου πού έχεις πτερωτά πέδιλα..και είσαι φίλος των ανδρών και προφήτης του λόγου εις τους ανθρώπους, συ που έχεις στα χέρια σου το που φέρεις το κηρύκειον ώ Κηρυκιώτα, μακάριε, που παρέχεις μεγάλες ωφέλειες, που λέγεις ποικίλα λόγια, βοηθέ εις τάς εργασίας, φίλε των θνητών εις τάς άνάγκας των, που έχεις το φοβερόν όπλον της γλώσσης, το σεβαστόν εις τους ανθρώπους [*] μετέφερε την προσευχή μας, στο σεβάσμιο Δία. Ευγνώμονες που ζούμε είμαστε, μα τεράστια η γη και μόνοι εμείς τι θα απογίνουμε; Nα ξαναγεννηθεί θα επιθυμούμε το ανθρώπινο γένος.»
[ * Ορφικός Ύμνος Ερμή]
- «Πολύ καλά», είπε ο Ερμής, και αμέσως ήρθε η απάντηση από τον Δία στον νου του Ερμή. «Δεν έχετε παρά να ρίξετε πίσω από την πλάτη σας τα οστά της μητέρας σας». Μόλις τελείωσε την πρόταση του ο Ερμής, έφυγε όπως είχε έρθει προς τον Όλυμπο.
Ο Δευκαλίωνας και η Πυρρά κοιτάχτηκαν με απορία, τι είδους χρησμός είναι αυτός; Που θα βρουν τα οστά των μητέρων τους σε ένα πλημμυρισμένο κόσμο;
Η Πύρρα ήταν αυτή που έλυσε το αίνιγμα.
- «Δεν είπε τα κόκκαλα των μητέρων μας Δευκαλίωνα. Ο Ερμής, είπε της μητέρας μας. Από που προέρχονται όλοι οι άνθρωποι; Όλοι παιδιά της μάνας γης δεν είμαστε; Από χώμα φτιαχτήκαμε, και χώμα θα ξαναγίνουμε, όταν τα μάτια μας κλείσουμε για να ταξιδέψουμε στου Άδη τα παλάτια. Οι πέτρες είναι η «ραχοκοκαλιά» της μητέρας Γης, θαρρώ πως υπονοεί ο Δίας.»
Ο Δευκαλίωνας αναθάρρησε.
- «Τι μυαλό ξυράφι έχεις ρε κορίτσι μου, τι θα έκανα χωρίς εσένα, είπε γελώντας», και άρχισαν μαζί να μαζεύουν πέτρες.
Στην συνέχεια άρχισαν να περπατούν και να ρίχνουν πέτρες πίσω τους. Για κάθε πέτρα που έριχνε ο Δευκαλίωνας, γεννιόταν ένας άντρας και για κάθε πέτρα της Πυρράς, μια γυναίκα. Για αυτό τον λόγο ο κόσμος που γεννήθηκε ονομάστηκε «λαός», από τη λέξη «λας» που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει «πέτρα»....
Από την πρώτη πέτρα που πέταξε ο Δευκαλίωνας προήλθε ο Έλληνας, γενάρχης των Ελλήνων. Ο Δευκαλίων και η Πύρρα απόκτησαν εκτός από τον Έλληνα, τον Αμφικτύωνα, τη Πρωτογένεια, τη Μελανθώ, τη Θυία (ή Αιθυία) και την Πανδώρα. Ο πρωτότοκος γιος τους ο Έλλην έγινε γενάρχης των Ελλήνων. Ο γενάρχης των Ελλήνων, ο Έλλην, γέννησε με την Ορσηίδα τρεις γιούς, τον Δώρο, τον Ξούθο, και τον Αίολο τους πρώτους αρχηγούς των Ελλήνων.
Ο Ξούθος βασίλεψε στη Πελοπόννησο και έκανε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα από τους οποίους οι Αχαιοί και οι Ίωνες πήραν τα ονόματά τους. Ο Αίολος βασίλεψε στη Θεσσαλία και οι κάτοικοι ονομάσθηκαν Αιολείς απ' αυτόν. Ο Δώρος και οι άνθρωποι του που ονομάστηκαν Δωριείς εγκαταστάθηκαν στις περιοχές ανατολικά του Παρνασσού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου