Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Ἡ ἀρ­χα­ί­α ἑλ­λη­νι­κή γραμ­μα­τι­κή πα­ρά­δο­ση

Ἡ πρώ­τη «ἀ­πο­ρί­α» τῶν Ἑλ­λή­νων φι­λο­σό­φων ὑ­πῆρ­ξε: Τί εἶ­ναι, γλώσ­σα; Μέ ἄλ­λα λό­για, ἀ­να­ζη­τεῖ­ται ἡ ο­ύ­σί­α τοῦ γλωσ­σι­κοῦ φαι­νο­μέ­νου, πού βρί­σκε­ται στό κέν­τρο τῆς κοι­νω­νι­κῆς τους ζω­ῆς. Οἱ ἀ­παν­τή­σεις πού δό­θη­καν δι­χά­ζον­ται· ἄλ­λοι θε­ω­ροῦν τόν ἀν­θρώ­πι­νο λό­γο σάν προ­ϊ­όν τῆς φύ­σης, κι ἄλ­λοι σάν προ­ϊ­όν τῆς κοι­νω­νί­ας. Πρό­κει­ται γιά τή γνω­στή ἀν­τί­θε­ση φυ­σει/θέ­σει ἤ νό­μῳ τοῦ γλωσ­σι­κοῦ φαι­νο­μέ­νου, ἡ ὁ­ποί­α θά θρέ­ψει τίς συ­ζη­τή­σεις τῶν φι­λο­σό­φων καί γραμ­μα­τι­κῶν σχε­δόν ὡς τίς μέ­ρες μας, καί πού δε­ί­χνει τή φι­λο­σο­φι­κή το­πο­θέ­τη­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος· για­τί τό νά εἰ­πεῖ κα­νε­ίς πώς ἕ­νας συγ­κε­κρι­μέ­νος θε­σμός εἶ­ναι προ­ϊ­όν τῆς φύ­σης, ση­μα­ί­νει ὅ­τι ὁ θε­σμός αὐ­τός κα­τά­γε­ται ἀ­πό αἰ­ώ­νι­ες καί ἀ­με­τά­βλη­τες ἀρ­χές, οἱ ὁ­ποῖ­ες ὑ­πάρ­χουν ἔ­ξω ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο καί δέν ύ­πό­κειν­ται στόν νό­μο τῆς φθο­ρᾶς, καί ὁ θε­σμός ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι αἰ­ώ­νιος, ἀ­με­τά­βλη­τος. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ πα­ρα­δο­χή ἑ­νός θε­σμοῦ ὡς ά­πο­τε­λέ­σμα­τος τῆς συ­νή­θειας καί τῆς πα­ρά­δο­σης, μιᾶς σι­ω­πη­ρῆς συμ­φω­νί­ας ἀ­νά­με­σα στά μέ­λη τῆς κοι­νό­τη­τας, ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ θε­σμός ἔ­χει τό στοι­χεῖ­ο τῆς αὐ­θαι­ρε­σί­ας, ὅ­τι μπο­ρεῖ νά τρο­πο­ποι­η­θεῖ ἤ καί νά ἀλ­λά­ξει, καί ἀ­κό­μη πώς οἱ ἴ­διοι οἱ ἄν­θρω­ποι πού τόν ἐ­θέ­σπι­σαν μπο­ροῦν νά τόν κα­ταρ­γή­σουν.
 
Οἱ δύ­ο ἀν­τί­θε­τες αὐ­τές ἀν­τι­λή­ψεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀν­τα­να­κλοῦν τή γε­νι­κό­τε­ρη κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κή το­πο­θέ­τη­ση τῶν φο­ρέ­ων τους, ὑ­πῆρ­ξαν γό­νι­μες στόν το­μέ­α τῆς  γλωσ­σι­κῆς     ἔ­ρευ­νας καί ά­πο­τέ­λε­σαν τήν ἀρχή τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς πα­ρά­δο­σης τῆς ἐ­πι­στή­μης τῆς γλώσ­σας, τῆς γραμ­μα­τι­κῆς. Ὁ Πλά­των στόν Κρα­τύ­λο του εἶ­ναι ύ­πο­στη­ρι­κτής τοῦ φύ­σει τῆς γλώσ­σας· οἱ λέ­ξεις, γι' αὐ­τόν, ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται κα­τά τρό­πο «φυ­σι­κό» στά πράγ­μα­τα, μό­νο πού δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά γί­νει ἀν­τι­λη­πτή ἡ «ἀ­λή­θεια» αὐ­τή στόν ἁ­πλόν ἄν­θρω­πο· εἶ­ναι ὅ­μως στόν φι­λό­σο­φο, πού κά­τω ἀ­πό τή φαι­νο­με­νι­κό­τη­τα τῆς λέ­ξης βρί­σκει τή «φυ­σι­κή» σχέ­ση μέ τό πράγ­μα κι ἑ­πο­μέ­νως τήν ἀ­λή­θεια (τό ἔ­τυ­μο). Ἔ­τσι οἱ ἐ­τυ­μο­λο­γι­κές ἔ­ρευ­νες εἶ­ναι τό κέν­τρο τῶν γλωσ­σι­κῶν ἀ­πα­σχο­λή­σε­ων τῶν φι­λο­σό­φων· ἡ λέ­ξη μι­μεῖ­ται τή φύ­ση· οἱ φω­νές της δέν εἶ­ναι πα­ρά ἀ­πο­μι­μή­σεις τῶν φω­νῶν πού πα­ρά­γει τό φυ­σι­κό πράγ­μα. Ἡ ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στόν ἦ­χο τῆς λέ­ξης καί στό νό­η­μα τό ὁ­ποῖ­ο ἐκ­φρά­ζει εἶ­ναι ἡ ἀρχή τῆς ὀ­νο­μα­το­ποι­ί­ας, κα­τά τή σύγ­χρο­νη ὁ­ρο­λο­γί­α, πού καί σή­με­ρα δέν τήν ἀρ­νεῖ­ται κα­νε­ίς, μό­νο πού δέν λύ­νει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τό πρό­βλη­μα.
 
Οἱ ὀ­πα­δοί τῆς φυ­σι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης δι­α­πι­στώ­νουν ἀ­κό­μη καί μι­άν ἄλ­λη πλευ­ρά τοῦ γλωσ­σι­κοῦ φαι­νο­μέ­νου, κα­θώς ἐ­ρευ­νοῦν τήν ἐκ­φρα­στι­κή ἀ­ξί­α τῶν γραμ­μά­των (= φω­νη­μά­των). Θε­ω­ροῦν, λ.χ., το -ρ- δη­λω­τι­κό της κί­νη­σης: ρέ­ω, ροή, τρό­μος, κτλ., τό -δ- δη­λω­τι­κό τοῦ δε­σμοῦ, τό -τ- τῆς στά­σης, τό -λ- του ὀ­λι­σθη­ροῦ καί τοῦ λε­ί­ου κτλ. Τίς ἀ­πό­ψεις αὐ­τές, πού δέ­χθη­καν καί ἀ­νέ­πτυ­ξαν οἱ Στω­ι­κοί, ὀ­νό­μα­σαν οἱ σύγ­χρο­νοι γλωσ­σο­λό­γοι «θε­ω­ρί­α τοῦ φω­νη­τι­κοῦ συμ­βο­λι­σμοῦ», κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἡ φυ­σι­κή γέ­νε­ση τῶν λέ­ξε­ων σχε­τί­ζε­ται μέ ἕ­ναν ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρους ἤ­χους των (= γράμ­μα­τα τῶν ἀρ­χα­ί­ων), πού ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται φύ­σει στήν ἔν­νοιά τους. Οἱ Στω­ι­κοί ἀ­κό­μη, καλ­λι­ερ­γών­τας τίς ἐ­τυ­μο­λο­γι­κές ἔ­ρευ­νες, προ­σέ­φυ­γαν στήν ἀρχή τῆς με­τα­φο­ρᾶς, τῆς ἐ­πέ­κτα­σης δη­λα­δή τῆς ση­μα­σί­ας μιᾶς λέ­ξης χά­ρη σέ κά­ποι­ο «φυ­σι­κό» δε­σμό ἀ­νά­με­σα στήν πρώ­τη καί στή δε­ύ­τε­ρη χρή­ση της: στό­μα πο­τα­μοῦ, κλά­δος ε­πι­στή­μης κ.ο.κ. Μέ τον τρό­πο αὐ­τό δι­ευ­ρύ­νε­ται ἡ φυ­σι­κή ἐκ­φρα­στι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα τῶν λέ­ξε­ων. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­μως γό­νι­μη στά­θη­κε ἡ ἀρχή τῆς πα­ρα­γω­γῆς καί τῆς σύν­θε­σης, πού τήν θε­ω­ροῦ­σαν τό­τε, ἰ­δι­α­ί­τε­ρα οἱ Στω­ι­κοί, σάν κά­τι πού ἀ­πέρ­ρε­ε ἀ­πό τή φύ­ση.
 
Οἱ Σο­φι­στές καί προ­παν­τός ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης δέ­χον­ται τόν ἀν­θρώ­πι­νο λό­γο σάν σύμ­βα­ση· δέν εἶ­ναι ὁ­μοί­ω­μα τῆς φύ­σης, ἀλ­λά σύμ­βο­λον ὑ­φι­στά­με­νον ἐκ τῆς ἡ­μέ­τε­ρας ἐ­πι­νοί­ας. Τό ὄ­νο­μα εἶ­ναι φω­νη­τι­κό φαι­νό­με­νο, πού ἀ­πο­κτᾶ μιά ση­μα­σί­α εἶ­ναι φω­νή ση­μαν­τι­κή, πού δέν ἀ­πο­κλεί­ει τή μι­μη­τι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα. Ἡ σύ­ζευ­ξη τῆς φω­νῆς (τῆς ἁ­λυ­σί­δας δη­λα­δή τῶν  ἤ­χων) καί τῆς ση­μα­σί­ας ἀ­παρ­τί­ζουν τίς λέ­ξεις, πού ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στά ἀν­τι­κεί­με­να. Ἡ ἀν­τα­πό­κρι­ση ὅ­μως αὐ­τή ἀ­νά­με­σα στή λέ­ξη καί στό ἀν­τι­κεί­με­νο πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ὕ­στε­ρα ἀ­πό συμ­φω­νί­α τῶν με­λῶν τῆς κοι­νό­τη­τας. Πα­ρά τήν ἐν πολ­λοῖς ὀρ­θό­τη­τα τῆς ἀν­τί­λη­ψης τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη καί τῶν ὀ­πα­δῶν του θέ­σει νό­μω τῆς γλώσ­σας, ἡ τε­λι­κή της συ­νέ­πεια φτά­νει στήν πα­ρα­δο­χή ὅ­τι ὁ λό­γος δέν εἶ­ναι πα­ρά μιά ὀ­νο­μα­το­θε­σί­α. Ἡ πραγ­μα­τι­κή φύ­ση τοῦ γλωσ­σι­κοῦ σή­μα­τος θά ἀρ­γή­σει πο­λύ νά ἐ­ρευ­νη­θεῖ. Ὡ­στό­σο, οἱ Στω­ι­κοί, πού ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­σχο­λη­θή­κάν μέ τή γλώσ­σα, γιά νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σουν τίς ἀ­νάγ­κες τῆς Λο­γι­κῆς, φτά­νουν σέ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη θε­ω­ρη­τι­κή ἀ­νά­λυ­ση τοῦ γλωσ­σι­κοῦ φαι­νο­μέ­νου. Ἀ­πό αὐ­τούς ὁ­ρί­ζε­ται σάν φω­νή ἔ­ναρ­θρος καί ἀ­πό δι­α­νοί­ας ἐκ­πεμ­πο­μέ­νη κα­τ' ἀν­τί­θε­ση πρός τήν κραυ­γή τῶν ζώ­ων πού εἶ­ναι ἀ­ήρ ὑ­πό ὁρ­μῆς πε­πληγ­μέ­νος. Σχε­τι­κά μέ τά στοι­χεῖ­α του, δι­α­κρί­νουν τό λεκτόνση­μαι­νό­με­νον, τό ση­μαῖ­νον καί τό τυγ­χά­νον. Τό λε­κτόν ση­μαι­νό­με­νον εἶ­ναι ἡ ση­μα­σί­α τῆς λε­κτι­κῆς μο­νά­δας· τό ση­μαῖ­νον εἶ­ναι οἱ ἦ­χοι μέ τούς ὁ­ποί­ους ἐκ­φρά­ζε­ται τό ση­μαι­νό­με­νο· καί τό τυγ­χά­νον εἶ­ναι τό ὀ­νο­μα­ζό­με­νο ἀν­τι­κεί­με­νο. Ἡ λέ­ξη Δί­ων —εἶ­ναι τό πα­ρά­δειγ­μα τους— σάν φω­νή (ἦ­χος) εἶ­ναι τό ση­μαῖ­νον, τό πράγ­μα οὗ ἀν­τι­λαμ­βα­νό­με­θα τῇ ἡ­μέ­τε­ρᾳ δι­α­νοί­ᾳ εἶ­ναι τό ση­μαι­νό­με­νο, καί ὁ ἄν­θρω­πος Δί­ων στόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρον­ται τό ση­μαῖ­νον καί τό ση­μαι­νό­με­νο (λε­κτόν) εἶ­ναι τό τυγ­χά­νον. Ἡ ἀ­νά­λυ­ση αὐ­τή θά λη­σμο­νη­θεῖ καί μό­νο ἡ ἐν­τε­λῶς σύγ­χρο­νη ἔ­ρευ­να θά τήν ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σει.
 
Στό κα­θα­ρῶς θε­ω­ρη­τι­κό πε­δί­ο ἔρ­χε­ται ἀ­πό τόν 2ο αἰ­ώ­να π.Χ. ἕ­να ἄλ­λο πρό­βλη­μα, πού ἐ­δί­χα­σε τήν ἀρ­χαί­α σκέ­ψη πά­νω στό θέ­μα τῆς γλώσ­σας καί στό ὁ­ποῖ­ο λί­γο ἤ πο­λύ πα­ρα­με­ρί­ζε­ται ἡ ἀν­τί­θε­ση τοῦ φύ­σει/θέ­σει. Εἶ­ναι τό πρό­βλη­μά της κα­νο­νι­κό­τη­τας (= ἀ­να­λο­γί­ας, ὅ­πως τήν ἔ­λε­γαν οἱ ἀρ­χαῖ­οι) στόν σχη­μα­τι­σμό τῶν μορ­φῶν τῆς γλώσ­σας ἤ τῆς μή κα­νο­νι­κό­τη­τας (= τῆς ἀ­νω­μα­λί­ας). Ὀ­πα­δοί τῆς κα­νο­νι­κό­τη­τας εἶ­ναι κυ­ρί­ως οἱ Ἀ­λε­ξαν­δρι­νοί γραμ­μα­τι­κοί, τῆς μή κα­νο­νι­κό­τη­τας (τῆς ἀ­νω­μα­λί­ας) οἱ Στω­ι­κοί. Οἱ πρῶ­τοι κα­θο­δη­γοῦν­ται στήν ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἀ­να­λο­γί­ας στή γλώσ­σα ἀ­πό τίς ἀ­νάγ­κες τῆς φι­λο­λο­γι­κῆς κρι­τι­κῆς καί κα­τα­γί­νον­ται νά δι­α­τυ­πώ­σουν τύ­πους μέ βά­ση πα­ρα­δείγ­μα­τα καί νά προ­χω­ρή­σουν στήν τα­ξι­νό­μη­ση τῶν μορ­φῶν. Ἡ ὕ­παρ­ξη ὅ­μως με­γά­λου ἀ­ριθ­μοῦ ἀ­νω­μα­λι­ῶν, πού δη­μι­ουρ­γοῦ­σε προ­βλή­μα­τα στήν τε­λι­κή τα­ξι­νό­μη­ση, ἐ­προ­κά­λε­σε τήν ἀν­τί­θε­τη ἀν­τί­λη­ψη: Ἡ γλώσ­σα δι­έ­πε­ται ἀ­πό ἀ­νω­μα­λί­ες πού δέν ἀ­φο­ροῦν μό­νο στή μορ­φή τῶν λέ­ξε­ων ἀλ­λά καί στίς ἴ­δι­ες τίς γραμ­μα­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες κα­θώς καί στίς ση­μα­σί­ες τους. Ἡ ἀ­ξί­α, π.χ., τῶν ἀ­ριθ­μῶν ἑ­νι­κοῦ/πλη­θυν­τι­κοῦ ἔ­χει τήν ἔκ­φρα­σή της, ὅ­μως ὑ­πάρ­χουν πε­ρι­πτώ­σεις πού ἡ ἔκ­φρα­ση αὐ­τή ἀ­να­τρέ­πε­ται: Ἀ­θῆ­ναι, Θῆ­βαι, στόν πλη­θυν­τι­κό ἀ­ριθ­μό, ἐ­νῶ ἐν­νο­εῖ­ται μί­α πό­λη. Ἡ λέ­ξη παιδί­ον, οὐ­δέ­τε­ρου γέ­νους, ἐ­νῶ ὑ­πο­χρε­ω­τι­κά εἶ­ναι ἀρ­σε­νι­κοῦ ἤ θη­λυ­κοῦ. Ἡ συ­νω­νυ­μί­α καί ἡ ὁ­μω­νυ­μί­α εἶ­ναι φαι­νό­με­να ἀ­νω­μα­λί­ας. Ἄλ­λω­στε μό­νο μέ τήν πα­ρα­δο­χή τῆς ἀ­νω­μα­λί­ας δεί­χνε­ται ὅ­τι ἡ γλώσ­σα εἶ­ναι προ­ϊ­όν τῆς φύ­σης.
 
Πάν­τως, ἡ ἀν­τί­θε­ση ἀ­να­λο­γί­α/ἀ­νω­μα­λί­α ὀ­φεί­λε­ται κυ­ρί­ως στήν ἀ­δυ­να­μί­α νά δι­α­κρί­νουν οἱ ἀν­τί­στοι­χοι ὀ­πα­δοί τους τήν κα­νο­νι­στι­κή ἀ­πό τήν πε­ρι­γρα­φι­κή γραμ­μα­τι­κή· ἡ δεύ­τε­ρη δι­α­πι­στώ­νει καί πε­ρι­γρά­φει τά φαι­νό­με­να ὅ­πως δι­α­μορ­φώ­νον­ται στή χρή­ση τους ἀ­πό τά μέ­λη μιᾶς συγ­κε­κρι­μέ­νης γλωσ­σι­κῆς κοι­νό­τη­τας, ἐ­νῶ ἡ πρώ­τη θέ­λει νά θέ­σει κα­νό­νες γιά τήν ὀρ­θή της χρή­ση καί τήν προ­φύ­λα­ξή της ἀ­πό τή δι­α­φθο­ρά. Εἶ­ναι ἡ προ­σπά­θεια τῶν Ἀ­λε­ξαν­δρι­νῶν νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σουν τήν πρω­τό­τυ­πη μορ­φή τῶν πα­λαι­ο­τέ­ρων κει­μέ­νων καί νά ξε­χω­ρί­σουν τό αὐ­θεν­τι­κό ἀ­πό τό ἀ­πό­κρυ­φο, πού τούς ὁ­δή­γη­σε στό λε­γό­με­νο κλασ­σι­κό σφάλ­μα: νά θε­ω­ρή­σουν δη­λα­δή σάν γλώσ­σα-ὑ­πό­δειγ­μα τήν Ἀτ­τι­κή, ὅ­που εἶ­χαν γρα­φεῖ ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα, καί νά κα­τα­δι­κά­σουν τήν ὁ­μι­λού­με­νη τῆς ἐ­πο­χῆς τους σάν δι­ε­φθαρ­μέ­νη μορ­φή τῆς πρώ­της, ἡ ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λε­ται στή χρή­ση τῆς γλώσ­σας ἀ­πό τους «ἀ­γραμ­μά­τους». Δέν εἶ­χαν ἀν­τι­λη­φθεῖ τή δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στή γρα­φό­με­νη καί ὁ­μι­λού­με­νή γλώσ­σα, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί τό γε­γο­νός τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης τῶν γλωσ­σῶν. Φυ­σι­κά, τό σφάλ­μα συ­νε­χί­στη­κε σέ ὅ­λο τόν Με­σαί­ω­να καί στά νε­ό­τε­ρα χρό­νια καί συ­νε­χί­ζε­ται ἀ­κό­μη στίς ἡ­μέ­ρες μας, σέ βά­ρος τοῦ λα­οῦ πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιά γλώσ­σα του τήν ἑλ­λη­νι­κή.
 
Οἱ θε­ω­ρη­τι­κές ἀ­να­ζη­τή­σεις τῶν ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λή­νων καί οἱ πρα­κτι­κές ἔ­ρευ­νες πά­νω στό γλωσ­σι­κό φαι­νό­με­νο εἶ­χαν πο­λύ θε­τι­κά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ἡ χρη­σι­μο­ποί­η­ση τοῦ φοι­νι­κι­κοῦ ἀλ­φα­βή­του, ἡ προ­σαρ­μο­γή του καί ἡ βελ­τί­ω­σή του δεί­χνουν πό­σο ἀ­πα­σχό­λη­σε τους Ελ­λη­νες ἡ φω­νη­τι­κή πλευ­ρά τῆς γλώσ­σας τους. Ὁ Πλά­των, στόν Κρα­τύ­λο, δι­α­κρί­νει τούς ἤ­χους σέ φω­νή­εν­τα καί σέ σύμ­φω­να· ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, στήν Ποι­η­τι­κή του, ἀ­να­λύ­ει λε­πτο­με­ρεια­κά τά γράμ­μα­τα (= ἤ­χους) μέ τά ὁ­ποῖ­α συν­τί­θεν­ται οἱ λέ­ξεις.
 
Ὡς πρός τίς λέ­ξεις, ὁ Πρω­τα­γό­ρας δι­έ­κρι­νε τά γέ­νη τῶν ὀ­νο­μά­των, ἐ­νῶ ὁ Πλά­των δι­α­χώ­ρι­ζε τό ὄ­νο­μα ἀ­πό τό ρῆ­μα, σάν μέ­ρη τοῦ λό­γου. Στά δύ­ο αὐ­τά μέ­ρη ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης πρό­σθε­σε τό γράμ­μα, τή συλ­λα­βή, τόν σύν­δε­σμο καί τό ἄρ­θρο· ὁ ἴ­διος δι­έ­κρι­νε τήν ἔν­νοι­α τοῦ χρό­νου στό ρῆ­μα, ἔν­νοι­α πού δέν ὑ­πάρ­χει στό ὄ­νο­μα. Οἱ Στω­ι­κοί, πού ἔ­κα­ναν με­γα­λο­φυ­εῖς πα­ρα­τη­ρή­σεις στή φύ­ση τοῦ γλωσ­σι­κοῦ σή­μα­τος, ἀ­να­γνώ­ρι­σαν σάν μέ­ρη τοῦ λό­γου: Τό ὄ­νο­μα, τό ρῆ­μα, τόν σύν­δε­σμο καί τό ἄρ­θρο, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να τα­ξι­νό­μη­σαν τίς λέ­ξεις κα­τά κλί­σεις, κα­θι­ε­ρώ­νον­τας καί τίς γραμ­μα­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες τοῦ ὀ­νό­μα­τος: τήν πτώ­ση, τό γέ­νος καί τόν ἀ­ριθ­μό. Οἱ Στω­ι­κοί ἐ­πί­σης, ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἔν­νοι­α τοῦ χρό­νου (πα­ρόν, πα­ρελ­θόν), ἀ­να­κά­λυ­ψαν τίς φω­νές τοῦ ρή­μα­τος (ἐ­νερ­γη­τι­κή/πα­θη­τι­κή), τίς δι­α­θέ­σεις (με­τα­βα­τι­κά/ἀ­με­τά­βα­τα), καί τήν ποι­ό­τη­τα ἐ­νέρ­γειας (a­s­p­e­ct). Ἀ­πό τούς Ἀ­λε­ξαν­δρι­νούς γραμ­μα­τι­κούς προσ­δι­ο­ρί­στη­καν ἄλ­λα τέσ­σε­ρα μέ­ρη τοῦ λό­γου: τό ἐ­πίρ­ρη­μα, ἡ με­το­χή, ἡ ἀν­τω­νυ­μί­α καί ἡ πρό­θε­ση. Ἀ­πό τούς Ἀ­λε­ξαν­δρι­νούς, ἐ­πί­σης, συ­στη­μα­το­ποι­οῦν­ται ἡ κλί­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος καί ἡ κλί­ση τοῦ ρή­μα­τος, καί ἀ­πό αὐ­τούς τε­λι­κά δι­α­μορ­φώ­θη­κε καί πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἡ πρώ­τη πλή­ρης καί συ­στη­μα­τι­κή πε­ρι­γρα­φή τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας, πού εἶ­ναι καί ἡ πρώ­τη «γραμ­μα­τι­κή» του Δυ­τι­κοῦ Κό­σμου (τέ­λη τοῦ 2ου π.Χ.αἰ­ώ­να, Δι­ο­νύ­σιος ὁ Θράξ).Ἤ «γραμ­μα­τι­κή» του Δι­ο­νυ­σί­ου τοῦ Θρα­κός δέν πε­ρι­λάμ­βα­νε τή σύν­τα­ξη τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς· τό μέ­ρος αὐ­τό, πού ἀ­φο­ρᾶ στόν συν­δυα­σμό τῶν με­ρῶν τοῦ λό­γου σέ φρά­σεις, θά ἐκ­πο­νη­θεῖ τρεῖς αἰ­ῶ­νες ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­πό τόν ἐ­πί­σης Ἀ­λε­ξαν­δρι­νό Ἀ­πολ­λώ­νιο τον Δύ­σκο­λο (2ος αἰ­ώ­νας μ.Χ.­).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου