Ἡ πρώτη «ἀπορία» τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων ὑπῆρξε: Τί εἶναι, γλώσσα; Μέ ἄλλα λόγια, ἀναζητεῖται ἡ ούσία τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου, πού βρίσκεται στό κέντρο τῆς κοινωνικῆς τους ζωῆς. Οἱ ἀπαντήσεις πού δόθηκαν διχάζονται· ἄλλοι θεωροῦν τόν ἀνθρώπινο λόγο σάν προϊόν τῆς φύσης, κι ἄλλοι σάν προϊόν τῆς κοινωνίας. Πρόκειται γιά τή γνωστή ἀντίθεση φυσει/θέσει ἤ νόμῳ τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου, ἡ ὁποία θά θρέψει τίς συζητήσεις τῶν φιλοσόφων καί γραμματικῶν σχεδόν ὡς τίς μέρες μας, καί πού δείχνει τή φιλοσοφική τοποθέτηση τοῦ προβλήματος· γιατί τό νά εἰπεῖ κανείς πώς ἕνας συγκεκριμένος θεσμός εἶναι προϊόν τῆς φύσης, σημαίνει ὅτι ὁ θεσμός αὐτός κατάγεται ἀπό αἰώνιες καί ἀμετάβλητες ἀρχές, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν ἔξω ἀπό τόν ἄνθρωπο καί δέν ύπόκεινται στόν νόμο τῆς φθορᾶς, καί ὁ θεσμός ἑπομένως εἶναι αἰώνιος, ἀμετάβλητος. Ἀντίθετα, ἡ παραδοχή ἑνός θεσμοῦ ὡς άποτελέσματος τῆς συνήθειας καί τῆς παράδοσης, μιᾶς σιωπηρῆς συμφωνίας ἀνάμεσα στά μέλη τῆς κοινότητας, σημαίνει ὅτι ὁ θεσμός ἔχει τό στοιχεῖο τῆς αὐθαιρεσίας, ὅτι μπορεῖ νά τροποποιηθεῖ ἤ καί νά ἀλλάξει, καί ἀκόμη πώς οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι πού τόν ἐθέσπισαν μποροῦν νά τόν καταργήσουν.
Οἱ δύο ἀντίθετες αὐτές ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες ἀντανακλοῦν τή γενικότερη κοσμοθεωρητική τοποθέτηση τῶν φορέων τους, ὑπῆρξαν γόνιμες στόν τομέα τῆς γλωσσικῆς ἔρευνας καί άποτέλεσαν τήν ἀρχή τῆς εὐρωπαϊκῆς παράδοσης τῆς ἐπιστήμης τῆς γλώσσας, τῆς γραμματικῆς. Ὁ Πλάτων στόν Κρατύλο του εἶναι ύποστηρικτής τοῦ φύσει τῆς γλώσσας· οἱ λέξεις, γι' αὐτόν, ἀνταποκρίνονται κατά τρόπο «φυσικό» στά πράγματα, μόνο πού δέν εἶναι εὔκολο νά γίνει ἀντιληπτή ἡ «ἀλήθεια» αὐτή στόν ἁπλόν ἄνθρωπο· εἶναι ὅμως στόν φιλόσοφο, πού κάτω ἀπό τή φαινομενικότητα τῆς λέξης βρίσκει τή «φυσική» σχέση μέ τό πράγμα κι ἑπομένως τήν ἀλήθεια (τό ἔτυμο). Ἔτσι οἱ ἐτυμολογικές ἔρευνες εἶναι τό κέντρο τῶν γλωσσικῶν ἀπασχολήσεων τῶν φιλοσόφων· ἡ λέξη μιμεῖται τή φύση· οἱ φωνές της δέν εἶναι παρά ἀπομιμήσεις τῶν φωνῶν πού παράγει τό φυσικό πράγμα. Ἡ ἀνταπόκριση ἀνάμεσα στόν ἦχο τῆς λέξης καί στό νόημα τό ὁποῖο ἐκφράζει εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ὀνοματοποιίας, κατά τή σύγχρονη ὁρολογία, πού καί σήμερα δέν τήν ἀρνεῖται κανείς, μόνο πού δέν λύνει ὁλοκληρωτικά τό πρόβλημα.
Οἱ ὀπαδοί τῆς φυσικῆς ἀντίληψης διαπιστώνουν ἀκόμη καί μιάν ἄλλη πλευρά τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου, καθώς ἐρευνοῦν τήν ἐκφραστική ἀξία τῶν γραμμάτων (= φωνημάτων). Θεωροῦν, λ.χ., το -ρ- δηλωτικό της κίνησης: ρέω, ροή, τρόμος, κτλ., τό -δ- δηλωτικό τοῦ δεσμοῦ, τό -τ- τῆς στάσης, τό -λ- του ὀλισθηροῦ καί τοῦ λείου κτλ. Τίς ἀπόψεις αὐτές, πού δέχθηκαν καί ἀνέπτυξαν οἱ Στωικοί, ὀνόμασαν οἱ σύγχρονοι γλωσσολόγοι «θεωρία τοῦ φωνητικοῦ συμβολισμοῦ», κατά τήν ὁποία ἡ φυσική γένεση τῶν λέξεων σχετίζεται μέ ἕναν ἤ περισσότερους ἤχους των (= γράμματα τῶν ἀρχαίων), πού ἀνταποκρίνονται φύσει στήν ἔννοιά τους. Οἱ Στωικοί ἀκόμη, καλλιεργώντας τίς ἐτυμολογικές ἔρευνες, προσέφυγαν στήν ἀρχή τῆς μεταφορᾶς, τῆς ἐπέκτασης δηλαδή τῆς σημασίας μιᾶς λέξης χάρη σέ κάποιο «φυσικό» δεσμό ἀνάμεσα στήν πρώτη καί στή δεύτερη χρήση της: στόμα ποταμοῦ, κλάδος επιστήμης κ.ο.κ. Μέ τον τρόπο αὐτό διευρύνεται ἡ φυσική ἐκφραστική ἱκανότητα τῶν λέξεων. Περισσότερο ὅμως γόνιμη στάθηκε ἡ ἀρχή τῆς παραγωγῆς καί τῆς σύνθεσης, πού τήν θεωροῦσαν τότε, ἰδιαίτερα οἱ Στωικοί, σάν κάτι πού ἀπέρρεε ἀπό τή φύση.
Οἱ Σοφιστές καί προπαντός ὁ Ἀριστοτέλης δέχονται τόν ἀνθρώπινο λόγο σάν σύμβαση· δέν εἶναι ὁμοίωμα τῆς φύσης, ἀλλά σύμβολον ὑφιστάμενον ἐκ τῆς ἡμέτερας ἐπινοίας. Τό ὄνομα εἶναι φωνητικό φαινόμενο, πού ἀποκτᾶ μιά σημασία εἶναι φωνή σημαντική, πού δέν ἀποκλείει τή μιμητική ἱκανότητα. Ἡ σύζευξη τῆς φωνῆς (τῆς ἁλυσίδας δηλαδή τῶν ἤχων) καί τῆς σημασίας ἀπαρτίζουν τίς λέξεις, πού ἀνταποκρίνονται στά ἀντικείμενα. Ἡ ἀνταπόκριση ὅμως αὐτή ἀνάμεσα στή λέξη καί στό ἀντικείμενο πραγματοποιεῖται ὕστερα ἀπό συμφωνία τῶν μελῶν τῆς κοινότητας. Παρά τήν ἐν πολλοῖς ὀρθότητα τῆς ἀντίληψης τοῦ Ἀριστοτέλη καί τῶν ὀπαδῶν του θέσει ἡ νόμω τῆς γλώσσας, ἡ τελική της συνέπεια φτάνει στήν παραδοχή ὅτι ὁ λόγος δέν εἶναι παρά μιά ὀνοματοθεσία. Ἡ πραγματική φύση τοῦ γλωσσικοῦ σήματος θά ἀργήσει πολύ νά ἐρευνηθεῖ. Ὡστόσο, οἱ Στωικοί, πού ἰδιαίτερα ἀσχοληθήκάν μέ τή γλώσσα, γιά νά ἱκανοποιήσουν τίς ἀνάγκες τῆς Λογικῆς, φτάνουν σέ ἀξιοθαύμαστη θεωρητική ἀνάλυση τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου. Ἀπό αὐτούς ὁρίζεται σάν φωνή ἔναρθρος καί ἀπό διανοίας ἐκπεμπομένη κατ' ἀντίθεση πρός τήν κραυγή τῶν ζώων πού εἶναι ἀήρ ὑπό ὁρμῆς πεπληγμένος. Σχετικά μέ τά στοιχεῖα του, διακρίνουν τό λεκτόν ἤ σημαινόμενον, τό σημαῖνον καί τό τυγχάνον. Τό λεκτόν ἤ σημαινόμενον εἶναι ἡ σημασία τῆς λεκτικῆς μονάδας· τό σημαῖνον εἶναι οἱ ἦχοι μέ τούς ὁποίους ἐκφράζεται τό σημαινόμενο· καί τό τυγχάνον εἶναι τό ὀνομαζόμενο ἀντικείμενο. Ἡ λέξη Δίων —εἶναι τό παράδειγμα τους— σάν φωνή (ἦχος) εἶναι τό σημαῖνον, τό πράγμα οὗ ἀντιλαμβανόμεθα τῇ ἡμέτερᾳ διανοίᾳ εἶναι τό σημαινόμενο, καί ὁ ἄνθρωπος Δίων στόν ὁποῖο ἀναφέρονται τό σημαῖνον καί τό σημαινόμενο (λεκτόν) εἶναι τό τυγχάνον. Ἡ ἀνάλυση αὐτή θά λησμονηθεῖ καί μόνο ἡ ἐντελῶς σύγχρονη ἔρευνα θά τήν ἀξιοποιήσει.
Στό καθαρῶς θεωρητικό πεδίο ἔρχεται ἀπό τόν 2ο αἰώνα π.Χ. ἕνα ἄλλο πρόβλημα, πού ἐδίχασε τήν ἀρχαία σκέψη πάνω στό θέμα τῆς γλώσσας καί στό ὁποῖο λίγο ἤ πολύ παραμερίζεται ἡ ἀντίθεση τοῦ φύσει/θέσει. Εἶναι τό πρόβλημά της κανονικότητας (= ἀναλογίας, ὅπως τήν ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι) στόν σχηματισμό τῶν μορφῶν τῆς γλώσσας ἤ τῆς μή κανονικότητας (= τῆς ἀνωμαλίας). Ὀπαδοί τῆς κανονικότητας εἶναι κυρίως οἱ Ἀλεξανδρινοί γραμματικοί, τῆς μή κανονικότητας (τῆς ἀνωμαλίας) οἱ Στωικοί. Οἱ πρῶτοι καθοδηγοῦνται στήν ἀντίληψη τῆς ἀναλογίας στή γλώσσα ἀπό τίς ἀνάγκες τῆς φιλολογικῆς κριτικῆς καί καταγίνονται νά διατυπώσουν τύπους μέ βάση παραδείγματα καί νά προχωρήσουν στήν ταξινόμηση τῶν μορφῶν. Ἡ ὕπαρξη ὅμως μεγάλου ἀριθμοῦ ἀνωμαλιῶν, πού δημιουργοῦσε προβλήματα στήν τελική ταξινόμηση, ἐπροκάλεσε τήν ἀντίθετη ἀντίληψη: Ἡ γλώσσα διέπεται ἀπό ἀνωμαλίες πού δέν ἀφοροῦν μόνο στή μορφή τῶν λέξεων ἀλλά καί στίς ἴδιες τίς γραμματικές κατηγορίες καθώς καί στίς σημασίες τους. Ἡ ἀξία, π.χ., τῶν ἀριθμῶν ἑνικοῦ/πληθυντικοῦ ἔχει τήν ἔκφρασή της, ὅμως ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ἡ ἔκφραση αὐτή ἀνατρέπεται: Ἀθῆναι, Θῆβαι, στόν πληθυντικό ἀριθμό, ἐνῶ ἐννοεῖται μία πόλη. Ἡ λέξη παιδίον, οὐδέτερου γένους, ἐνῶ ὑποχρεωτικά εἶναι ἀρσενικοῦ ἤ θηλυκοῦ. Ἡ συνωνυμία καί ἡ ὁμωνυμία εἶναι φαινόμενα ἀνωμαλίας. Ἄλλωστε μόνο μέ τήν παραδοχή τῆς ἀνωμαλίας δείχνεται ὅτι ἡ γλώσσα εἶναι προϊόν τῆς φύσης.
Πάντως, ἡ ἀντίθεση ἀναλογία/ἀνωμαλία ὀφείλεται κυρίως στήν ἀδυναμία νά διακρίνουν οἱ ἀντίστοιχοι ὀπαδοί τους τήν κανονιστική ἀπό τήν περιγραφική γραμματική· ἡ δεύτερη διαπιστώνει καί περιγράφει τά φαινόμενα ὅπως διαμορφώνονται στή χρήση τους ἀπό τά μέλη μιᾶς συγκεκριμένης γλωσσικῆς κοινότητας, ἐνῶ ἡ πρώτη θέλει νά θέσει κανόνες γιά τήν ὀρθή της χρήση καί τήν προφύλαξή της ἀπό τή διαφθορά. Εἶναι ἡ προσπάθεια τῶν Ἀλεξανδρινῶν νά ἀποκαταστήσουν τήν πρωτότυπη μορφή τῶν παλαιοτέρων κειμένων καί νά ξεχωρίσουν τό αὐθεντικό ἀπό τό ἀπόκρυφο, πού τούς ὁδήγησε στό λεγόμενο κλασσικό σφάλμα: νά θεωρήσουν δηλαδή σάν γλώσσα-ὑπόδειγμα τήν Ἀττική, ὅπου εἶχαν γραφεῖ ἀριστουργήματα, καί νά καταδικάσουν τήν ὁμιλούμενη τῆς ἐποχῆς τους σάν διεφθαρμένη μορφή τῆς πρώτης, ἡ ὁποία ὀφείλεται στή χρήση τῆς γλώσσας ἀπό τους «ἀγραμμάτους». Δέν εἶχαν ἀντιληφθεῖ τή διαφορά ἀνάμεσα στή γραφόμενη καί ὁμιλούμενή γλώσσα, ὅπως ἐπίσης καί τό γεγονός τῆς ἐξέλιξης τῶν γλωσσῶν. Φυσικά, τό σφάλμα συνεχίστηκε σέ ὅλο τόν Μεσαίωνα καί στά νεότερα χρόνια καί συνεχίζεται ἀκόμη στίς ἡμέρες μας, σέ βάρος τοῦ λαοῦ πού χρησιμοποιεῖ γιά γλώσσα του τήν ἑλληνική.
Οἱ θεωρητικές ἀναζητήσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί οἱ πρακτικές ἔρευνες πάνω στό γλωσσικό φαινόμενο εἶχαν πολύ θετικά ἀποτελέσματα. Ἡ χρησιμοποίηση τοῦ φοινικικοῦ ἀλφαβήτου, ἡ προσαρμογή του καί ἡ βελτίωσή του δείχνουν πόσο ἀπασχόλησε τους Ελληνες ἡ φωνητική πλευρά τῆς γλώσσας τους. Ὁ Πλάτων, στόν Κρατύλο, διακρίνει τούς ἤχους σέ φωνήεντα καί σέ σύμφωνα· ὁ Ἀριστοτέλης, στήν Ποιητική του, ἀναλύει λεπτομερειακά τά γράμματα (= ἤχους) μέ τά ὁποῖα συντίθενται οἱ λέξεις.
Ὡς πρός τίς λέξεις, ὁ Πρωταγόρας διέκρινε τά γένη τῶν ὀνομάτων, ἐνῶ ὁ Πλάτων διαχώριζε τό ὄνομα ἀπό τό ρῆμα, σάν μέρη τοῦ λόγου. Στά δύο αὐτά μέρη ὁ Ἀριστοτέλης πρόσθεσε τό γράμμα, τή συλλαβή, τόν σύνδεσμο καί τό ἄρθρο· ὁ ἴδιος διέκρινε τήν ἔννοια τοῦ χρόνου στό ρῆμα, ἔννοια πού δέν ὑπάρχει στό ὄνομα. Οἱ Στωικοί, πού ἔκαναν μεγαλοφυεῖς παρατηρήσεις στή φύση τοῦ γλωσσικοῦ σήματος, ἀναγνώρισαν σάν μέρη τοῦ λόγου: Τό ὄνομα, τό ρῆμα, τόν σύνδεσμο καί τό ἄρθρο, ἐνῶ ταυτόχρονα ταξινόμησαν τίς λέξεις κατά κλίσεις, καθιερώνοντας καί τίς γραμματικές κατηγορίες τοῦ ὀνόματος: τήν πτώση, τό γένος καί τόν ἀριθμό. Οἱ Στωικοί ἐπίσης, ἐκτός ἀπό τήν ἔννοια τοῦ χρόνου (παρόν, παρελθόν), ἀνακάλυψαν τίς φωνές τοῦ ρήματος (ἐνεργητική/παθητική), τίς διαθέσεις (μεταβατικά/ἀμετάβατα), καί τήν ποιότητα ἐνέργειας (aspect). Ἀπό τούς Ἀλεξανδρινούς γραμματικούς προσδιορίστηκαν ἄλλα τέσσερα μέρη τοῦ λόγου: τό ἐπίρρημα, ἡ μετοχή, ἡ ἀντωνυμία καί ἡ πρόθεση. Ἀπό τούς Ἀλεξανδρινούς, ἐπίσης, συστηματοποιοῦνται ἡ κλίση τοῦ ὀνόματος καί ἡ κλίση τοῦ ρήματος, καί ἀπό αὐτούς τελικά διαμορφώθηκε καί παρουσιάστηκε ἡ πρώτη πλήρης καί συστηματική περιγραφή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, πού εἶναι καί ἡ πρώτη «γραμματική» του Δυτικοῦ Κόσμου (τέλη τοῦ 2ου π.Χ.αἰώνα, Διονύσιος ὁ Θράξ).Ἤ «γραμματική» του Διονυσίου τοῦ Θρακός δέν περιλάμβανε τή σύνταξη τῆς ἑλληνικῆς· τό μέρος αὐτό, πού ἀφορᾶ στόν συνδυασμό τῶν μερῶν τοῦ λόγου σέ φράσεις, θά ἐκπονηθεῖ τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα, ἀπό τόν ἐπίσης Ἀλεξανδρινό Ἀπολλώνιο τον Δύσκολο (2ος αἰώνας μ.Χ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου