ΧΟ. ἐμοὶ χρῆν συμφοράν, [στρ.]
630 ἐμοὶ χρῆν πημονὰν γενέσθαι,
Ἰδαίαν ὅτε πρῶτον ὕλαν
Ἀλέξανδρος εἰλατίναν
ἐτάμεθ᾽, ἅλιον ἐπ᾽ οἶδμα ναυστολήσων
635 Ἑλένας ἐπὶ λέκτρα, τὰν
καλλίσταν ὁ χρυσοφαὴς
Ἅλιος αὐγάζει.
πόνοι γὰρ καὶ πόνων [ἀντ.]
ἀνάγκαι κρείσσονες κυκλοῦνται·
640 κοινὸν δ᾽ ἐξ ἰδίας ἀνοίας
κακὸν τᾷ Σιμουντίδι γᾷ
ὀλέθριον ἔμολε συμφορᾷ τ᾽ ἔπ᾽ ἄλλων.
ἐκρίθη δ᾽ ἔρις, ἃν ἐν Ἴ-
645 δᾳ κρίνει τρισσὰς μακάρων
παῖδας ἀνὴρ βούτας,
ἐπὶ δορὶ καὶ φόνῳ καὶ ἐμῶν μελάθρων λώβᾳ· [ἐπῳδ.]
650 στένει δὲ καί τις ἀμφὶ τὸν εὔροον Εὐρώταν
Λάκαινα πολυδάκρυτος ἐν δόμοις κόρα,
πολιάν τ᾽ ἐπὶ κρᾶτα μάτηρ
τέκνων θανόντων
655 τίθεται χέρα δρύπτεταί τε παρειάν,
δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς.
***
ΧΟΡΟΣ
Τη δική μου συμφορά, τα δικά μου [στρ.]
630 τα βάσανα πρόγραφε η Μοίρα
όταν ο Πάρις στην Ίδη πρωτόκοψε
τα ελάτινα ξύλα
για κείνο το καράβι του που, σκίζοντας
την κυματούσα θάλασσα, τον έφερε
στην αγκαλιά της Ελένης,
της πιο όμορφης ανάμεσα στις όμορφες
που φωτάει ο χρυσόλαμπος ήλιος.
Γιατί πίκρες κυκλοφέρνουν ολούθε [αντ.]
και πιο πολύ της σκλαβιάς η ζωή
640 μας τυραννάει· εξαιτίας της τρέλας
ενός ανθρώπου ήρθε κακό μεγάλο
στην τρωαδίτικη χώρα. Κι οι ξένοι
συμφορές που μας φέραν, αλί!
Η συνέρια στις Ολύμπιες κόρες ανάμεσα,
του βοσκόπουλου η κρίση στην Ίδη,
—ποιά απ᾽ τις τρεις η ομορφότερη—
ήτανε για σφαγή και για πόλεμο [επωδ.]
και γι᾽ αφανισμό του σπιτιού μου.
650 Όμως και δίπλα στ᾽ όμορφο το ρέμα
του Ευρώτα, μια Λακώνισσα κόρη στενάζει
και πνίγεται στα δάκρυα και μια
ασπρομαλλούσα μάνα, ορφανεμένη,
δέρνεται και τα μάγουλά της σκίζει
με νύχια αιματοστάλαχτα.
630 ἐμοὶ χρῆν πημονὰν γενέσθαι,
Ἰδαίαν ὅτε πρῶτον ὕλαν
Ἀλέξανδρος εἰλατίναν
ἐτάμεθ᾽, ἅλιον ἐπ᾽ οἶδμα ναυστολήσων
635 Ἑλένας ἐπὶ λέκτρα, τὰν
καλλίσταν ὁ χρυσοφαὴς
Ἅλιος αὐγάζει.
πόνοι γὰρ καὶ πόνων [ἀντ.]
ἀνάγκαι κρείσσονες κυκλοῦνται·
640 κοινὸν δ᾽ ἐξ ἰδίας ἀνοίας
κακὸν τᾷ Σιμουντίδι γᾷ
ὀλέθριον ἔμολε συμφορᾷ τ᾽ ἔπ᾽ ἄλλων.
ἐκρίθη δ᾽ ἔρις, ἃν ἐν Ἴ-
645 δᾳ κρίνει τρισσὰς μακάρων
παῖδας ἀνὴρ βούτας,
ἐπὶ δορὶ καὶ φόνῳ καὶ ἐμῶν μελάθρων λώβᾳ· [ἐπῳδ.]
650 στένει δὲ καί τις ἀμφὶ τὸν εὔροον Εὐρώταν
Λάκαινα πολυδάκρυτος ἐν δόμοις κόρα,
πολιάν τ᾽ ἐπὶ κρᾶτα μάτηρ
τέκνων θανόντων
655 τίθεται χέρα δρύπτεταί τε παρειάν,
δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς.
***
ΧΟΡΟΣ
Τη δική μου συμφορά, τα δικά μου [στρ.]
630 τα βάσανα πρόγραφε η Μοίρα
όταν ο Πάρις στην Ίδη πρωτόκοψε
τα ελάτινα ξύλα
για κείνο το καράβι του που, σκίζοντας
την κυματούσα θάλασσα, τον έφερε
στην αγκαλιά της Ελένης,
της πιο όμορφης ανάμεσα στις όμορφες
που φωτάει ο χρυσόλαμπος ήλιος.
Γιατί πίκρες κυκλοφέρνουν ολούθε [αντ.]
και πιο πολύ της σκλαβιάς η ζωή
640 μας τυραννάει· εξαιτίας της τρέλας
ενός ανθρώπου ήρθε κακό μεγάλο
στην τρωαδίτικη χώρα. Κι οι ξένοι
συμφορές που μας φέραν, αλί!
Η συνέρια στις Ολύμπιες κόρες ανάμεσα,
του βοσκόπουλου η κρίση στην Ίδη,
—ποιά απ᾽ τις τρεις η ομορφότερη—
ήτανε για σφαγή και για πόλεμο [επωδ.]
και γι᾽ αφανισμό του σπιτιού μου.
650 Όμως και δίπλα στ᾽ όμορφο το ρέμα
του Ευρώτα, μια Λακώνισσα κόρη στενάζει
και πνίγεται στα δάκρυα και μια
ασπρομαλλούσα μάνα, ορφανεμένη,
δέρνεται και τα μάγουλά της σκίζει
με νύχια αιματοστάλαχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου