Οι των πραγμάτων έχοντες συνείδηση, χαιρετίζουμε στις αφανώς πολύ ενδιαφέρουσες ημέρες μας την καθολική αποσύνθεση ενός κόσμου που εδώ και πολλούς αιώνες βασίλευσε θρονιασμένος πάνω όχι μόνο στον Φόβο, αλλά επίσης και στο Ψεύδος και στην Εξαπάτηση, ή, αν θέλουμε να το πούμε διαφορετικά, πάνω στον απεινή διωγμό του Αληθινού. Αυτή όμως η αντεστραμμένη πραγματικότητα έφτασε πια στο τέλος της, αν και όχι όπως εμείς θα θέλαμε, δηλαδή σαφέστατα κι αμετάκλητα κατανικημένη από την ανθρώπινη σκέψη, αλλά με άδοξο τρόπο ως περίττωμα, απορριφθείσα από το ένα και αληθινό και μοναδικό μέτρο αποτίμησης απάντων των πραγμάτων του Συμ-Παντός, δηλαδή του Φυσικού Νόμου που αδέκαστος στέκει δικαστής κάθε ανισορροπίας ή διατάραξης.
Ο ψευδής αυτός κόσμος λοιπόν τελειώνει, και το αργό αλλά σταθερότατο τέλος του αποδεινύει περίτρανα, αν και ομολογουμένως τραγικά, ότι ΔΕΝ είναι ο άνθρωπος το κέντρο του Συμ-Παντός και ότι επίσης η Φύση-Θεός είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να προσβάλλουμε εσαεί ατιμωρητί.
Ενα από τα κύρια τμήματα αυτού του Μεγάλου Ψεύδους, είναι και ο παραπλανητικά ονομαζόμενος «Μονοθεϊσμός». Και λέω «παραπλανητικά» διότι η ονομασία αυτή παραπλανεί κι εξαπατά σοβαρά το ανθρώπινο αυτί, σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις των εμπνευστών, εφαρμοστών και υπηρετών του κοσμοαντιληπτικού αυτού συστήματος. Άλλωστε, ο Κόσμος μας δεν θα είχε καταλήξει στα όσα πιο πάνω αναφέραμε, αν όντως η κυρίαρχη ιδεολογία προσπαθούσε απλώς να επιβάλει κάποιο πιό «μοντέρνο» δόγμα, που αντικαθιστούσε τινί τρόπω τους πολλούς Θεούς των άλλων πολιτισμών που αυτή κατέστρεψε, με τον Ένα δικό της που επιμένει να διαφημίζει ως «μόνον αληθινό». Ο κακοήθης όγκος πρέπει να αναζητηθεί, αλλού. Στο πώς αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία, τοποθετεί τον εαυτό της -και κατ’επέκταση και τον Θεό της- απέναντι στον ιερό, απαράβατο και αιώνιο Φυσικό Νόμο.
Από πολύ παλιά, από τον 6ο κιόλας αιώνα π.α.χ.χ., οι φιλόσοφοι της Ελέας είχαν διακηρύξει το μεταβλητό του Κόσμου αλλά το αναλοίωτο κι ενιαίο της Κοσμικής Ουσίας κι Αρχής, ήτοι του χαρακτηριστικά αποκαλούμενου «Είναι» και είχαν καθιερώσει ως βασικό σύνθημά τους το γνωστότατο «Έν Το Παν», το ότι δηλαδή όλα είναι ένα. Συνεπώς οι παραπλανητικά αυτοονομαζόμενοι «Μονοθεϊστές» δεν έφεραν τίποτα το καινούργιο στην ανθρώπινη σκέψη σε σχέση με τον... αριθμό του Θεού ή των Θεών, αφού και οι από αυτούς υποτιμούμενοι ως «πολυθεϊστές» ήξεραν πολύ καλά, δίχως να χρειάζονται τη βοήθεια άλλων να τους το μάθουν, ότι ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ.
«Τότε, γιατί υπήρξε σύγκρουση;» θα με ρωτήσετε, και μάλλον δικαιολογημένα. Μα, γιατί κάτω από το.. αγαθό τσόφλι του, ο παραπλανητικά ονομαζόμενος «Μονοθεϊσμός» έκρυβε άλλα κακά. Έκρυβε μια ολοκληρωτική αντίληψη για τον Κόσμο, τόσο βαθύτατα αντίθετη κι εχθρική προς εκείνη των υποτιμούμενων ως «πολυθεϊστών» κι εντελώς ασυμβίβαστη προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι ελευθερία. Η αντίρρηση ημών συνεπώς, ως κατά τα πάτρια Ελλήνων, δεν έχει να κάνει με το αν είναι.. Ένας ο Θεός ή πολλοί, αλλά με το πού και πώς στέκεται αυτός ο.. Ένας ή αυτοί οι πολλοί Θεοί σε σχέση με τον Συμ-Παντα Κόσμο, με την ένθεο Φύση και με την άπειρη θειότητα, εκδηλωμένη ή μη (δηλαδή ασώματη).
Ενας εσωκοσμικός Θεός -ή πολλοί εξ Ενός, το ίδιο κάνει..- που γεννήθηκε από τη Φύση, ζεί μέσα στη Φύση και συνεπώς υπόκειται στους Νόμους της, ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτήν για να μην απορριφθεί, ΕΙΝΑΙ τελικά αυτή, τουλάχιστον με την έννοια που δίνει η Παν-Θεϊστική αντίληψη. Αντίθετα, ένας εξωκοσμικός Θεός -ή πολλοί εξ Ενός, το ίδιο κάνει..- που τάχα προϋπήρξε της Φύσης, δεν υπόκειται σε κανέναν από τους Νόμους της, οι οποίοι άλλωστε όπως και αυτή δεν είναι παρά θνητά «κτίσματά» του -και μπορεί να ασυδοτεί πάνω τους επιδεικνύοντας «θαύματα», ήτοι βίαιες εκτροπές της Φυσικής Τάξης-, στέκει αιωνίως έξω από αυτήν -υποτιμώντας την συνάμα ως χυδαία υλικοπνευματική διαδικασία- και την εξουσιάζει απόλυτα διατηρώντας πάνω της κάθε δικαίωμα για κάποιον ανα πάσα στιγμή αυθαίρετο «τερματισμό» της.
Για τον θεοδίδακτο δωδεκαθεϊστή Έλληνα, δηλαδή για τον πραγματικό και πνευματόδοξο Έλληνα της αρχαιότητας, ο Κόσμος υπήρξε αυτοδημιούργητος και αιώνιος, και απλώς οι απόψεις (Από-Όψεις) περί της αρχής της παρούσης (πολύ συγκεκριμένης και ελάχιστης μακροϊστορικά) φάσης του, διαφέρουν, δίχως -ως γνωστόν- ν' απαιτούν την καταδίκη των υπολοίπων ως.. «ανυπόστατων» ή -ακόμα χειρότερα- ως.. «αιρετικών» (!!) Αντιθέτως, στα τελευταία 2.000 χρόνια, της λεγόμενης Εποχής της Βαρβαρότητας (Era Vulgaris), που η σύμπασα η άτυχη ανθρωπότητα στέκει υπόδουλη στη δεισιδαιμονία και στον παραλογισμό της τυφλής πίστης σε μια δυϊστική και μυωπική αντίληψη του Κόσμου -έστω κι αν αυτή σήμερα φαίνεται καταδιασπασμένη τάχα σε αμέτρητα «δόγματα» κι «αιρέσεις»-, εκατομμύρια άνθρωποι πλήρωσαν αυτή την πίστη τους στο αυτοδημιούργητο του Κόσμου με τη ζωή τους. Και ανάμεσά τους μαρτύρησαν επίσης μυριάδες, πραγματικοί στην ψυχή, το πνεύμα και το αίμα, Έλληνες, που εξαιτίας αυτής ακριβώς της πεποίθησης ρίχτηκαν στις πυρές των βυζαντινών ιεροεξεταστών, στα θηρία του Ιπποδρόμου, ανασταυρώθηκαν, ανασκολοπίστηκαν, ή έγιναν κομμάτια στα περιβόητα κρεουργεία της Σκυθοπόλεως.
Ο θεοδίδακτος Ομηρος -σύμφωνα με τον Πλάτωνα στον «Θεαίτητο» (152e)(α), σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στα «Μεταφυσικά» (β) και τον Εύδημο στην περιπατητική ιστορία της Θεολογίας- φέρνει τα πάντα να προέρχονται από τη Ροή και την Κίνηση, δηλαδή από τον Ωκεανό και την Τηθύν, που χαρακτηριστικά τους αποκαλεί «γονείς» πάντων των Θεών (γ).
Ο μεταγενέστερός του θεογονιστής ποιητής Ησίοδος, φέρνει ως αρχές στην περίφημη «Θεογονία» του (116-122) το Χάος (δ) -πρωτογέννητο μάλιστα όλων, ως «χάσμα προς πλήρωσιν» περισσότερο, παρά ως «ρευστόν» εκ του «χέεσθαι» κατά την όψιμη ετυμολόγηση των Στωϊκών ή «Αμορφον» κατά τον Λουκιανό-, κι επίσης τη Γαία, τον Τάρταρο και τον Έρωτα.
Ο Σπαρτιάτης λυρικός ποιητής Αλκμάν πάλι, -σύμφωνα με τον πάπυρο 2390 της Οξυρύγχχου-, διηγείται σχετικά με τη Θεά Θέτιδα ότι αυτή ήταν που οριοθέτησε την πρωταρχική αταξία του Κόσμου με την αρχή (τον «Πόρο») και το πέρας (το «Τέκμωρ») των πραγμάτων (ε).
Ο μέγας διδάσκαλος και θεογονιστής Φερεκύδης από τη Σύρο, υιός του Βάβυος, κάνει λόγο -σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο- για τρία κοσμικά στοιχεία (Τον Ζάντα, τον Χρόνο και τη Χθονίη), για τρείς Θεούς που «ήσαν αεί» δηλαδή υπήρχαν ανέκαθεν μέσα στο Σύμ-Παν και από τους οποίους αναδύθηκε στη συνέχεια μια πολυπληθής γενιά Θεών (ς).
Ο περίφημος κρητικός μύστης, χρησμοδότης και θεραπευτής του 7ου αιώνα π.α.χ.χ. Επιμενίδης -σύμφωνα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (47a) (ζ), τον Εύδημο και τον ύστερο νεοπλατωνικό διδάσκαλο Δαμάσκιο στο βιβλίο του «Περί Των Πρώτων Αρχών»- φέρνει στη δική του «Θεογονία» τα πάντα να προέρχονται από ένα πρωτογέννητο ζεύγος, τον Αέρα και τη Νύχτα, από τους οποίους γεννήθηκε στη συνέχεια ως τρίτη αρχή, ο Τάρταρος.
Ο Ακουσίλαος ο Αργείος -σύμφωνα πάντα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (137, 5) (η) και τον Δαμάσκιο- παρουσιάζει τα πάντα ως προερχόμενα από το πρωτογενές Χάος, ενώ ο Μιλήσιος Θαλής, γιός του Εξαμύου, πρεσβεύει ότι ποιητική αρχή του έμψυχου και «Θεών πλήρους» Παντός είναι το Υδωρ που με την επίδραση των Θεών μετασχηματίζεται και σε γή, αέρα και φωτιά συγκροτώντας στη συνέχεια τα όσα υπάρχουν στη Φύση (θ).
Ο συντοπίτης του Αναξίμανδρος του Πραξιάδου, διδάσκει ότι αρχή των πάντων υπήρξε το ανώλεθρον «Άπειρον» (ι), στοιχείο άφθαρτο κι αθάνατο από το οποίο τα πάντα προέρχονται για να ξαναγυρίσουν σε αυτό, στο πέρας της κάθε μορφικής τους ύπαρξης συμπεριλαμβανομένων και των «αναρίθμητων κόσμων» που ο ίδιος (σύμφωνα με τον Κικέρωνα) θεωρεί Θεούς.
Ο τρίτος μέγας φιλόσοφος της Σχολής της Μιλήτου, ο Αναξιμένης του Ευρυστράτου, πρεσβεύει ως αρχή και στοιχείο του Κόσμου τον Αέρα-Πνεύμα (που ο Κικέρων διέσωσε ότι ο φιλόσοφος θεωρούσε Θεό) και όμοια με τον Αναξίμανδρο διδάσκει περί συνεχών, περιοδικών δημιουργιών και καταστροφών των Κόσμων, μέσα από μια ατελεύτητη διαδοχή (κ).
Ο Ξενοφάνης από τον Κολοφώνα, υιός του Δεξίου -ή του Ορθομένους σύμφωνα με τον Απολλόόδωρο-, αυτός ο βαθύτατος στοχαστής και θεωρούμενος ως ιδρυτής της Ελεατικής Σχολής, μέσα από το «ΕΝ ΤΟ ΠΑΝ» διδάσκει περί Ενός μεν αλλά σύμφυτου με τον Κόσμο (λ) Θεού που μέσα από την Ουσία του κινούνται τα πάντα σ'ένα Συμ-Παν που και εδώ φυσικά νοείται ως αγέννητο κι άφθαρτο: «ΕΙΣ ΘΕΟΣ ΕΝ ΤΕ ΘΕΟΙΣΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙ ΜΕΓΙΣΤΟΣ» («Ενας Θεός υπάρχει μέγιστος, ανάμεσα στους Θεούς και στους ανθρώπους»). Διδάσκει δηλαδή για έναν ενοποιημένο Θεό / Φύση που κατ'αυτόν αποτελείται από Νού («ΝΟΟΥ ΦΡΕΝΙ ΠΑΝΤΑ ΚΡΑΔΑΙΝΕΙ» λέει χαρακτηριστικά), Γή και Ύδωρ («ΠΑΝΤΕΣ ΓΑΡ ΓΑΙΗΣ ΤΕ ΚΑΙ ΥΔΑΤΟΣ ΕΚΓΕΝΟΜΕΘΑ»).
Ο εξ Εφέσσου Ηράκλειτος, ο υιός του Βλύσωνος, για τον οποίο ο ομιλών δε διστάζει να ομολογήσει ότι τρέφει άπειρο θαυμασμό, ορίζοντας το αείζωον Πύρ ως Ουσία του Παντός υπογραμμίζει: «Τον Κόσμο αυτόν, που για όλους είναι ίδιος, ούτε Θεός ούτε άνθρωπος τον έφτιαξε, αλλά ήταν πάντοτε, είναι και θα είναι, φωτιά αιώνια που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο» (μ). Θεωρεί τον Κόσμο ως ενιαία ύπαρξη που ούτε γεννήθηκε, ούτε θα πεθάνει ποτέ, αλλά απλώς ζεί αιωνίως σε διαρκή ροή κι αδιάκοπη εναλλαγή μορφών του. «ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ»: ένα ασύλληπτο γίγνεσθαι που μεγαλοπρεπέστατα χύνεται μέσα στους ατραπούς της αιωνιότητας, άδοντας τον Θείο Λόγο, την αφετηρία των Θεών που από αυτόν περιγράφεται με τα γνωστά λόγια «ΘΕΟΣ ΕΣΤΙΝ ΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΞ, ΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΧΕΙΜΩΝ, ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, ΚΟΡΟΣ ΚΑΙ ΛΟΙΜΟΣ».
Ο κατά το ήμισυ ελεατης και κατά το έτερο ήμισυ πυθαγόρειος Παρμενίδης, υιός του Πύρητος, ο οποίος μιλάει για την Αιθερική Μονάδα-Ουσία, το «Είναι», ωσάν άχρονη, αδιαίρετη («ΟΥΔΕ ΠΟΤ’ ΗΝ ΟΥΔ’ ΕΣΤΑΙ, ΕΠΕΙ ΝΥΝ ΕΣΤΙΝ ΟΜΟΥ ΠΑΝ, ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΣ. ΤΙΝ ΓΑΡ ΓΕΝΝΑΝ ΔΙΖΗΣΕΑΙ ΑΥΤΟΥ;» δηλαδή «ούτε ήταν ούτε θα είναι, επειδή το τώρα είναι και το πάν, ένα και συνεχές. Γιατί ποιά αφετηρία του μπορεί κανείς να αναζητήσει;») (ν), καθώς και πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα, στο «Τα Προς Δόξαν» μαζί με τις δύο ποιητικές αρχές του Κόσμου, το Πύρ και την Γή, χαιρετίζει τον Θεό Έρωτα ως πρώτιστο συνεργό στη δόμηση του «Είναι», ως «Βούληση του Ζείν».
Ο επίσης ελεάτης Μέλισσος υιός του Ιθαγένη, από την Σάμο, στο «Περί Φύσεως ή Περί Του Όντος» βιβλίο του, υποστηρίζει επίσης το ενιαίο, την αφθαρτότητα κι αιωνιότητα του Κόσμου και τονίζει «ΑΕΙ ΗΝ Ο,ΤΙ ΗΝ ΚΑΙ ΑΕΙ ΕΣΤΑΙ», ενώ ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος Εμπεδοκλής, υιός του Μέτωνος, διδάσκει για Τέσσαρα αιώνια Ριζώματα των πάντων (ξ), τον λάμποντα Δία, τη φερέσβιο Ήρα, τον Αϊδωνέα / Άδη και τη Νήστιδα (που ο Θεόφραστος αντίστοιχα ταυτίζει με τη Φωτιά, τον Αιθέρα, τη Γή και το Ύδωρ) τα οποία αδιάκοπα συντίθενται κι αποσυντίθενται κάτω από μια ατελείωτη μάχη ανάμεσα στο Μίσος και τον Έρωτα (στο «Κότος» ή «Νείκος» και τη «Φιλότητα» ή «Αφροδίτη») που αδιάκοπα αποχωρίζουν και συνενώνουν τα στοιχεία σε μορφές.
Οι Πυθαγόριοι πάλι, όρισαν ως δημιουργική αρχή του Κόσμου και ουσία των όντων, τα οποία «κατ' αριθμόν εγένοντο», την αριθμητική Μονάδα, από την οποία τα πάντα γεννιώνται και η οποία μέσα στα πάντα ζεί, τη Μονάδα την αυτοτελή, την άναρχη και ατελεύτητη. (Πρέπει μάλιστα εδώ ν'αναφέρουμε ότι μέσα από τις δικές τους μελέτες πάνω στο λεγόμενο «Δωδεκάεδρον» που το ταυτίζουν με τη λεγόμενη «Σφαίρα του Κόσμου», ερμηνεύεται όλη η σοφία της δωδεκαθεϊστικής κοσμοαντίληψης, αυτού του υπέροχου κοσμολογικού και θρησκευτικού συστήματος των προγόνων μας που τόσο χυδαία καθυβρίστηκε και εξακολουθεί να καθυβρίζεται από τους απατεώνες υπηρέτες του Ιαχωβά. Ο καθηγητής J.Burnet του αφιερώνει ιδιαίτερο κεφάλαιο στο βιβλίο του «Η Αυγή Της Ελληνικής Φιλοσοφίας» και υπενθυμίζει ότι ο Ίππασος πιθανώς εκτελέστηκε γιατί είχε αποκαλύψει σε αμύητους τα μυστικά του «Δωδεκαέδρου»).
Ο Κλαζομένιος Αναξαγόρας του Ηγεσιβούλου, δέχεται τους «αναρίθμητους κόσμους» των φιλοσόφων της Ιωνίας, και θέλοντας να μείνει πιστός στην παράδοσή τους περί μιάς μόνον ουσίας, υποκαθιστά ως αιτία της όλης κίνησης το Μίσος και τον Έρωτα του Εμπεδοκλέους με τον πολύπλευρο «συμπαντικό Νού» που εμπεριέχεται σε όλα τα ζώα και τα φυτά. Επίσης ο αθηναίος Αρχέλαος υιός του Απολλοδώρου μιλάει -σύμφωνα με τον Ιππόλυτο- για δύο αιτίες, τη μία θερμή κι εν κινήσει, την δε άλλη ψυχρή και σε ακινησία και για επίσης «κοσμικό Νού» που ενυπάρχει σε όλα τα έμβια (ο).
Οι Ατομικοί Λεύκιππος και Δημόκριτος μιλούν ξεκάθαρα -σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο (ΙΧ, 31) και τον Ιππόλυτο- για άπειρους Κόσμους που ακμάζουν και παρακμάζουν, αλληλοσυγκρούονται, συντίθενται ή αποσυντίθενται διαρκώς: «ΤΟ ΜΕΝ ΠΑΝ ΑΠΕΙΡΟΝ ΦΗΣΙΝ ΚΟΣΜΟΥΣ ΤΕ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑΛΥΕΣΘΑΙ ΕΙΣ ΤΑΥΤΑ» (Διογένης Λαέρτιος, ως άνω). Ο δε Δημόκριτος, ρητώς θεωρεί παντελώς αδύνατη τόσο την απόλυτη γένεση όσο και την απόλυτη φθορά.
Ο κρητικός φιλόσοφος Διογένης ο Απολλωνιάτης υιός του Απολλωθέμη, φέρνει -σύμφωνα με τους Θεόφραστο, Ψευδοπλούταρχο και Σιμπλίκιο- ως θεμελιώδη ουσία και αρχή των πάντων, «ΕΞ ΟΥ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΓΙΝΕΤΑΙ», τον Αέρα που με τη σειρά του επιμερίζεται με τη θεϊκή Νόηση σε θνητές μορφές, αλλά παραμένει «ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΪΔΙΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΕΙΔΩΣ» («μεγάλος και δυνατός και αιώνιος και αθάνατος και πολύγνωρος», Σιμπλίκιος στα «Φυσικά», 153, 20).
Τέλος, η από κάποιους πονηρούς αποκαλούμενη περιφρονητικά «λαϊκή» ελληνική κοσμοθέαση -αυτή που βέβαια ανήγειρε Παρθενώνες !-,η οποία και δεχόταν πανελλαδικά ως γνωστόν ότι οι Θεοί δεν δημιούργησαν τον Κόσμο, αλλά αντίθετα γεννήθηκαν μέσα απο τις διεργασίες του και σε κάποια στιγμή απλώς τον κυρίευσαν, υποθέτω ότι μπορεί να δειχθεί αρκετά σωστά από ένα χορικό απόσπασμα των «Ορνίθων» του Αριστοφάνους (γύρω στα 414 π.α.χ.χ.): «ΧΑΟΣ ΗΝ ΚΑΙ ΝΥΞ ΕΡΕΒΟΣ ΤΕ ΜΕΛΑΝ ΠΡΩΤΟΝ ΚΑΙ ΤΑΡΤΑΡΟΣ ΕΥΡΥΣ..» («Στην αρχή υπήρχε το Χάος, η Νύκτα, το μαύρο Ερεβος και ο πλατύς Τάρταρος.»)
Εκτός από τις θέσεις των μεταομηρικών και προσωκρατικών φιλοσόφων που αναφέραμε πιο πάνω, σαν ενδεικτικές για την αρχαιοελληνική κοσμοθέαση, θα ήθελα ν'αναφέρω εδώ και εκείνες των Ορφικών μυστών, για τον απλό και μόνο λόγο ότι στις μέρες μας επιχειρείται μια άνευ προηγουμένου καπηλεία των δοξασιών τους, επειδη ως μυστηριακές, στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν απωλεσθεί. Έτσι λοιπόν, γίνονται ιδανικό εφαλτήριο για να λέει ο καθένας ό,τι ψέμα θέλει σχετικά με αυτές, ακόμα και το εξωφρενικό ότι τάχα ο Ορφισμός απετέλεσε τον Ελληνικό «μονοθεϊσμό» (!!) Ο μαθητής λοιπόν του ίδιου του Ορφέα Μουσαίος φέρνει -σύμφωνα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (137,5) τα πάντα ως έχοντα δημιουργηθεί από ένα ζεύγος, τον Τάρταρο, δηλαδή το σκότος, και τη Θεά Νύχτα.
Ανάλογη η πλήρης ανυπαρξία εξωκοσμικού δημιουργού Θεού και στις ορφικές κοσμογονίες που διέσωσαν μέσα από τις περιγραφές τους οι όψιμοι Νεοπλατωνικοί (4ος-6ος αιώνας μ.α.χ.χ.): Ο Δαμάσκιος στο βιβλίο του «Περί Των Πρώτων Αρχών» (123 και 124) αποδίδει στον Ορφέα μια επίσης εκ Νυκτός Κοσμογονία -που βέβαια με τη σειρά της είχε γεννηθεί προηγουμένως από τον Φάνη, που είχε με τη σειρά του γεννηθεί προηγουμένως από τον Αγήραο Χρόνο. Ο ίδιος διασώζει, στο ίδιο επίσης βιβλίο του, την κεντρική ιδέα των ορφικών θεολογιών του Ιερωνύμου και του Ελλανίκου, όπου το Ύδωρ και η Ύλη εμφανίζονται ως στοιχεία υπάρχοντα «ΕΞ ΑΡΧΗΣ» που με τη σειρά τους γέννησαν τον Αγήραο Χρόνο, γενήτορα στη συνέχεια του Αιθέρος, του Χάους και του Ερέβους και πρόγονο του Κοσμικού Αυγού. Τέλος, ο χριστιανός αλλά με νεοπλατωνικές τάσεις Αθηναγόρας στο «Πρεσβεία Περί ων Χριστιανών" (18) του 2ου αιώνα, φέρνει ως ορφική αρχή των παντων το Υδωρ, από το οποίο γεννήθηκε ο Ηρακλής Χρόνος που γέννησε στη συνέχεια το Κοσμικό Αυγό.
Από την ομηρική εποχή μέχρι τους ζοφερούς χρόνους που οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί τσακίστηκαν από τους Βυζαντινούς και Σελτζούκους Τούρκους κατακτητές -και θάθελα ν' αναφέρω εδώ το συστηματικά αποσιωπημένο ιστορικό γεγονός ότι η Φιλοσοφική Σχολή της Χαρράν, που είχε ιδρυθεί από τον κυνηγημένο από τον αυτοκράτορα Γιουτπράδα (ελληνιστί Ιουστινιανό) διδάσκαλο Σιμπλίκιο, καταστράφηκε από τους Σελτζούκους μόλις τον 11ο αιώνα μ.α.χ.χ. !!- μπορούμε να διακρίνουμε μια συνεχή και απολύτως συνειδητή προσπάθεια απόλυτης συμμόρφωσης της Ελληνικής Σκέψης κι εν γένει Κοσμοαντίληψης με τις απαιτήσεις της αρχής «ΟΥΔΕΝ ΕΞ ΟΥΔΕΝΟΣ». Στο σύνολο της Αρχαιοελληνικής Κοσμοθέασης, φαντάζει έκλαμπρα μια γενική σχεδόν άρνηση ν' αναγνωρίσει αυτή Θεό-Δημιουργό του Κόσμου και μάλιστα από το μηδέν, μια άρνηση που συνιστά μια περί Σύμ-Παντός αντίληψη διαμετρικά αντίθετη προς εκείνη της εβραϊκής και εβραιογεννούς κοσμογονικής μυθολογίας και θρησκείας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι στην Αρχαιοελληνική -δηλαδή στην πραγματικά Ελληνική- Κοσμοοθέαση ΔΕΝ υπάρχει πουθενά κάποιος έξωθεν δημιουργός του Κόσμου και συνεπώς μη συμμεριζόμενος την όποια μοίρα του υποτιθέμενου «κτίσματός» του, αλλά κυρίως μη υποκείμενος στον Φυσικό Νόμο, ο οποίος Φυσικός Νόμος σε μια τέτοια περίπτωση θα είχε εκπέσει σε απλό γρανάζι ενός δημιουργημένου, άρα πεπερασμένου και μακροϊστορικά θνητού Κόσμου. Όπως άλλωστε δεν υπήρξε και σε καμμιά προχριστιανική Κοσμοθέαση -πλην βέβαια της Εβραϊκής εκείνης!
Στην Κοσμογονία λ.χ. των Σκανδιναβογερμανών, η οποία για εμάς τους Έλληνες μάλιστα έχει μεγάλο ενδιαφέρον αφού και εκεί συναντάμε επίσης Δωδεκάθεο Πάνθεον (!), είναι εμφανέστατο το ότι ο λεγόμενος Αλφάδερ (Alfader, ο Θεός Tyr ή κατ’ άλλους ο Θεός Odin), ο αρχαιότερος πάντων των Θεών του Άσγκαρντ, που από τις δώδεκα ιδιότητές του γεννήθηκε το Οδινιστικό Πάνθεον, ως κατοικών μέσα στη Φύση και άρα σαφώς ταυτιζόμενος με αυτήν, καμμιά απολύτως σχέση δεν μπορεί να έχει με τον «έξωθεν» και «εκ του μηδενός ή μη όντος» υποτιθέμενο πλάστη της εβραϊκής μυθολογίας Ιαχωβά. Όπως δεν έχει σχέση και ο σαφέστατα γεννημένος Αγήραος Χρόνος των Ορφικών, ή ο επίσης σαφέστατα γεννημένος Υψιμέδων Ζεύς του Ολυμπίου Πανθέου.
Το δίλημμα «Ένας ή Πολλοί Θεοί;» λοιπόν, είναι πέρα για πέρα ψευδές και οδηγεί την ανθρώπινη φιλοσοφική και θεολογική σκέψη σε πλήρη αποπροσανατολισμό. Απευθύνεται σε νηπιώδη μυαλά που ωστόσο η κυρίαρχη ιδεολογία έχει φροντίσει από πριν να τα υποβιβάσει σε τέτοια. Απευθύνεται σε μη σκεπτόμενους ανθρώπους που εσαεί θα τους εξαπατούν, κρύβοντάς τους συστηματικά το κέντρο βάρους των Συμ-Πάντων πραγμάτων. Πίσω από τον τόσο.. «αθώο» Ένα και Μόνο Θεό Ιαχωβά των παραπλανητικά αποκαλουμένων «Μονοθεϊστών» κρύβεται η πεμπτουσία του Ολοκληρωτισμού.
Ενας Θεός έξω από κάθε νόμο, του Φυσικού εκείνου συμπεριλαμβανομένου, άρα ένας Θεός ανεξέλεγκτος. Ένας Θεός που αφού τάχα δημιούργησε αυτός τον Κόσμο, μπορεί και δικαιούται ανά πάσα στιγμή να τον καταστρέψει δίχως καμμιά απολύτως συνέπεια γι' αυτόν. Με το «έτσι θέλω». Ένας Θεός που δεν έχει καμμιά Μοίρα, Αδράστεια, Ανάγκη, ή απλό «αντιπεπονθός» (εκ του «αντί-πάσχω») πάνω από το κεφάλι του για να τον ελέγχει και να τον κρατάει μακρυά από εξουσιαστικές παρεκτροπές και υπερβολές. Ένας αλαζονικός Θεός που κυριολεκτικά φτύνει τόσο την υφάντρια της θεϊκής ειμαρμένης Θέμιδα (Θεών Μίτος) οσο και τις τρείς σεπτές κόρες της, δηλαδή την Ευνομία, τη Δίκη και την Ειρήνη. Ένας Θεός-Αφέντης, ένας πραγματικός δικτάτορας των Ουρανών. Του οποίου ακόμα και το επίπλαστο και γι' αυτό γελοιωδέστατο -τουλάχιστον για εμάς τους κατά τα πάτρια Έλληνες- «αντίπαλο δέος», ο εβραϊκής κατασκευής Σατάν, Διάβολος ή Σεϊτάν, το μόνο που μοιάζει να θέλει, δεν είναι παρά το να γίνει.. δικτάτορας στη θέση του δικτάτορα, ένας Ιωσήφ Τζουγκατσβίλι Στάλιν, κόκκινος τύραννος στη θέση του προηγούμενου τσαρικού. Ήθη δούλων, κοσμοαντιλήψεις δούλων, δεισιδαιμονίες δούλων.
Οι θεοδίδακτοι πρόγονοί μας, οι αληθινοί αυτοί Έλληνες, συνέλαβαν και πολύ συχνά πραγμάτωσαν πετυχημένα στην καθημερινή τους ζωή, σε γήϊνα φυσικά μέτρα, ιερές συμπαντικές έννοιες όπως Ευνομία, Δίκη, Αρμονία, Πολυμέρεια, Ελευθερία και Ισοπολιτεία, μόνο γιατί προηγουμένως είχαν κατορθώσει να τις ανιχνεύσουν και να τις αναγνωρίσουν στον πανίερο όλυμπο κόσμο όπου κατοικούσαν οι εθνικοί Θεοί τους. «Όπως και πάνω έτσι και κάτω», όπως θάλεγε ένας σύγχρονος εραστής των «εσωτερικών» λεγόμενων επιστημών ή ΕΠΟΥ ΘΕΟΙΣ όπως θάλεγε με τελείως διαφορετικό τρόπο ο δικός μας Ομηρος, που από την εποχή του κιόλας το άκρον άωτον της ηθικής και του «Κατά Φύσιν Ζείν» δεν ήταν άλλο από την ομοίωση «τώ Θεώ». Μία αντίληψη που επεβίωσε μέχρι την ύστατη αρχαιότητα έως το τολμηρό «ΘΕΟΙΣ ΣΥΖΕΙΝ» των Στωϊκών (Γιατί για τον Ελληνα, ο άνθρωπος οφείλει πάντοτε να φαντάζεται εαυτόν ενώπιον των Θεών του και τους Θεούς του ενώπιόν του)
Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ πριν, είναι επείγουσα η ανάγκη επαναφοράς στο προσκήνιο των επί γής συμβαινόντων, ενός Άλλου Ανθρώπου. Αρχαιότροπου, Φιλοσόφου και προπαντός Ηθικού με την έννοια του «ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΖΕΙΝ» που μόλις αναφέραμε. Ενός Άλλου Ανθρώπου για τον οποίο όπως και για τους προγόνους μας πραγματικούς Ελληνες, ΑΥΤΗ Η ΙΔΙΑ Η ΦΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ, όντας εκδηλωμένο και πραγματωμένο Θείο. Και μέσα σε αυτό το κατεπείγον των καιρών, ποιά άραγε απύθμενη αφέλεια -και ίσως τύφλωση- χρειάζεται για να εξξακολουθούν να ελπίζουν κάποιοι ότι τάχα θα μπορέσουν ποτέ να λειτουργήσουν ελευθεριακά και με σεβασμό προς τη Μητέρα Φύση, ανθρώπινες κοινωνίες που το συλλογικό τους ασυνείδητο έχει αποδεδειγμένα «κουρδιστεί» εντέχνως στο να πιστεύει τυφλά σε μια έξω από τον Φυσικό Νόμο τυραννία στη σφαίρα του θεϊκού, σε μία κατεξοχήν και κατά κυριολεξία ΥΒΡΗ;
Σε αυτό το ομολογουμένως σκληρό ερώτημα, στο επίσης όμως σκληρό Εδώ και Τώρα, όπου πλέον η οικολογική και όχι μόνον Νέμεσις ήδη στέκει προ των πυλών, εγώ δεν θα ήθελα να προκαταλάβω κανέναν. Ας απαντήσει ο καθένας μας στον εαυτό του και κατά την κρίση του.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
(α) «ΟΜΗΡΟΣ (ΟΣ) ΕΙΠΩΝ “ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΘΕΩΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΘΥΝ” ΠΑΝΤΑ ΕΙΡΗΚΕΝ ΕΚΓΟΝΑ ΡΟΗΣ ΤΕ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΕΩΣ» («ο Όμηρος ο οποίος έχει πεί “τον Ωκεανό πρόγονο των Θεών και την Τηθύν μητέρα τους” υποστήριξε ότι τα πάντα προέρχονται από τη ροή και την κίνηση») επίσης στον «Κρατύλο» (402 b) «ΩΣΠΕΡ ΑΥ ΟΜΗΡΟΣ “ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΘΕΩΝ ΓΕΝΕΣΙΝ” ΦΗΣΙΝ “ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΘΥΝ”»
(β) «ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΓΑΡ ΚΑΙ ΤΗΘΥΝ ΕΠΟΙΗΣΑΝ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΟΡΚΟΝ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΥΔΩΡ, ΤΗΝ ΚΑΛΟΥΜΕΝΗΝ ΥΠ’ ΑΥΤΩΝ ΣΤΥΓΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ» («Γιατί αυτοί έγραψαν ότι ο Ωκεανός και η Τηθύς υπήρξαν οι γεννήτορες του Κόσμου και ότι ό όρκος των Θεών είναι το νερό, αυτό που απεκάλεσαν Στύγα όπως και οι ποιητές»)
(γ) «ΕΙΜΙ ΓΑΡ ΟΨΟΜΕΝΗ ΠΟΛΥΦΟΡΒΟΥ ΠΕΙΡΑΤΑ ΓΑΙΗΣ, ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΘΕΩΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΘΥΝ» («Πηγαίνω λοιπόν στα πέρατα της πολύτροφης γής (εγώ η Θεά Ήρα), τον Ωκεανό, των Θεών τον πρόγονο να δώ και την Τηθύ τη μάνα») «Ιλιάς» Ξ 200
(δ) «Η ΤΟΙ ΜΕΝ ΠΡΩΤΙΣΤΑ ΧΑΟΣ ΓΕΝΕΤ’, ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙΤΑ / ΓΑΙ’ ΕΥΡΥΣΤΕΡΝΟΣ, ΠΑΝΤΩΝ ΕΔΟΣ ΑΣΦΑΛΕΣ ΑΕΙ / ΤΑΡΤΑΡΑ Τ’ ΗΕΡΟΕΝΤΑ ΜΥΧΩΙ ΧΘΟΝΟΣ ΕΥΡΥΟΔΕΙΗΣ / ΗΔ’ ΕΡΟΣ, ΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΕΝ ΑΘΑΝΑΤΟΙΣΙ ΘΕΟΙΣΙ / ΛΥΣΙΜΕΛΗΣ, ΠΑΝΤΩΝ ΔΕ ΘΕΩΝ ΠΑΝΤΩΝ Τ’ ΑΝΘΡΩΠΩΝ / ΔΑΜΝΑΤΑΙ ΕΝ ΣΤΗΘΕΣΣΙ ΝΟΟΝ ΚΑΙ ΕΠΙΦΡΟΝΑ ΒΟΥΛΗΝ» («Και λοιπόν πρώτα από όλα το Χάος εγεννήθη και μετά / η πλατύστερνη Γαία, η αιώνια και ασφαλής έδρα των πάντων / και ο σκοτεινός Τάρταρος σε μια τρύπα στα έγκατα της απλωμένης γής / και ο Έρως, ο πιό όμορφος ανάμεσα στους Αθάνατους Θεούς / που τα μέλη παραλύει σε Θεούς και σε ανθρώπους / που υποτάσσει τα στήθη, το μυαλό και τη σύνεση»)
(ε) «ΛΕΓΕΙ ΟΥΝ Ο ΑΛΚΜΑΝ ΤΗΝ ΥΛΗΝ ΠΑΝΤΩΝ ΤΕΤΑΡΑΓΜΕΝΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΗΤΟΝ. ΕΙΤΑ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΤΙΝΑ ΦΗΣΙΝ ΤΟΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΕΙΤΑ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΠΟΡΟΝ, ΤΟΥ ΔΕ ΠΟΡΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΙ ΤΕΚΜΩΡ. ΚΑΙ ΕΣΤΙΝ Ο ΜΕΝ ΠΟΡΟΣ ΟΙΟΝ ΑΡΧΗ, ΤΟ ΔΕ ΤΕΚΜΩΡ ΟΙΟΝΕΙ ΤΕΛΟΣ. ΤΗΣ ΘΕΤΙΔΟΣ ΔΕ ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΑΥΤΑ ΠΑΝΤΩΝ ΕΓΕΝΕΤΟ» («Λέει λοιπόν ο Αλκμάν ότι η ύλη όλων των πραγμάτων ήταν αποίητη και ασαφής. Έπειτα, λέει, ότι γεννήθηκε κάποιος που μορφοποίησε τα πάντα και στη συνέχεια δημιουργήθηκε μία αφετηρία, όταν δε παρήλθε αυτή η αφετηρία επακολούθησε ένα τέρμα. Και η αφετηρία αυτή ήταν σαν ένα ξεκίνημα, ενώ το τέρμα εκείνο σαν μια ολοκλήρωση. Όταν δε γεννήθηκε η Θεά Θέτις, αυτά εξελίχθηκαν σε αρχή και τέλος πάντων των πραγμάτων»)
(ς) «ΣΩΖΕΤΑΙ ΔΕ ΤΟΥ ΣΥΡΙΟΥ ΤΟ ΤΕ ΒΙΒΛΙΟΝ Ο ΣΥΝΕΓΡΑΨΕΝ ΟΥ Η ΑΡΧΗ “ΖΑΣ ΜΕΝ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΗΣΑΝ ΑΕΙ ΚΑΙ ΧΘΟΝΙΗ. ΧΘΟΝΙΗΙ ΔΕ ΟΝΟΜΑ ΕΓΕΝΕΤΟ ΓΗ, ΕΠΕΙΔΗ ΑΥΤΗΙ ΖΑΣ ΓΗΝ ΓΕΡΑΣ ΔΙΔΟΙ”» («Σώζεται δε και το βιβλίο που συνέγραψε ο Σύριος συγγραφέας και που αρχίζει με το “ο Ζεύς και ο Χρόνος υπήρχαν από πάντοτε και το ίδιο υπήρχε η Χθονία. Και στη Χθονία δόθηκε δε το όνομα Γή, επειδή γή ο Ζεύς ήρθε να της δωρίσει”») επίσης στο «Περί Πρώτων Αρχών» (124) του νεοπλατωνικού Δαμασκίου: «ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ ΔΕ Ο ΣΥΡΙΟΣ ΖΑΝΤΑ ΜΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΕΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΝ ΚΑΙ ΧΘΟΝΙΑΝ ΤΑΣ ΠΡΩΤΑΣ ΑΡΧΑΣ.. ΤΟΝ ΔΕ ΧΡΟΝΟΝ ΠΟΙΗΣΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΓΟΝΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΠΥΡ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΥΔΩΡ.. ΕΞ ΩΝ ΕΝ ΠΕΝΤΕ ΜΥΧΟΙΣ ΔΙΗΙΡΗΜΕΝΩΝ ΠΟΛΛΗΝ ΑΛΛΗΝ ΓΕΝΕΑΝ ΣΥΣΤΗΝΑΙ ΘΕΩΝ, ΤΗΝ ΠΕΝΤΕΜΥΧΟΝ ΚΑΛΟΥΜΕΝΗΝ, ΤΑΥΤΟΝ ΔΕ ΙΣΩΣ ΕΙΠΕΙΝ ΠΕΝΤΕΚΟΣΜΟΝ» («Ο Σύριος Φερεκύδης έλεγε ότι ο Δίας υπήρχε ανέκαθεν καθώς και ο Χρόνος και η Χθονία που μαζί αποτελούσαν τις Πρώτες Αρχές.. και ότι ο Χρόνος δημιούργησε από το ίδιο το σπέρμα του φωτιά, αέρα και νερό.. από τα οποία στοιχεία, όταν αυτά διαιρέθηκαν στη συνέχεια σε πέντε μυχούς, δημιουργήθηκε μια θεϊκή γενεά πολυπληθής, η λεγόμενη Πεντάμυχη, η ίδια ίσως που ελέχθη και Πεντάκοσμη»)
(ζ) «ΕΝ ΔΕ ΤΟΙΣ ΕΙΣ ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΝ (ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΙΣ ΕΠΕΣΙΝ) ΕΞ ΑΕΡΟΣ ΚΑΙ ΝΥΚΤΟΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΥΣΤΗΝΑΙ» («Στα δε αποδιδόμενα στον Επιμενίδη έπη, τα πάντα σχηματίστηκαν από τον Αέρα και τη Νύκτα»)
(η) «ΑΚΟΥΣΙΛΑΟΣ ΔΕ ΕΚ ΧΑΟΥΣ (ΦΗΣΙ) ΠΡΩΤΟΥ ΤΑΛΛΑ» («ο δε Ακουσίλαος (λέει) ότι όλα από το Χαός προήλθαν που υπήρξε πρωτογέννητο»)
(θ) Σχολιάζει σχετικά ο Αριστοτέλης στα «Μεταφυσικά» του: «ΛΑΒΩΝ ΙΣΩΣ (ΘΑΛΗΣ) ΤΗΝ ΥΠΟΛΗΨΙΝ ΤΑΥΤΗΝ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΝΤΩΝ ΟΡΑΝ ΤΗΝ ΤΡΟΦΗΝ ΥΓΡΑΝ ΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΡΜΟΝ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΓΙΝΟΜΕΝΟΝ ΚΑΙ ΤΟΥΤΩΙ ΖΩΝ (ΤΟ Δ’ ΕΞ ΟΥ ΓΙΓΝΕΤΑΙ, ΤΟΥΤ’ ΕΣΤΙΝ ΑΡΧΗ ΠΑΝΤΩΝ), ΔΙΑ ΤΕ ΔΗ ΤΟΥΤΟ ΤΗΝ ΥΠΟΛΗΨΙΝ ΛΑΒΩΝ ΤΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΟ ΠΑΝΤΩΝ ΤΑ ΣΠΕΡΜΑΤΑ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ ΥΓΡΑΝ ΕΧΕΙΝ. ΤΟ Δ’ ΥΔΩΡ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΣΤΙ ΤΟΙΣ ΥΓΡΟΙΣ» («Αντλήσας ίσως αυτή την αντίληψη ο Θαλής από την παρατήρηση ότι η τροφή όλων των όντων είναι υγρή και επίσης από το ότι και αυτό ακόμη το θερμό από το νερό ζεί (και αυτό δε από το οποίο τα πάντα δημιουργούνται, αυτό είναι και η πρώτη αρχή) όσο και από την παρατήρηση ότι όλα τα κάθε είδους σπέρματα είναι από τη φύση τους υγρά. Το δε νερό αποτελεί τη φυσική αρχή του κάθε υγρού»)
(ι) «ΤΟΥ ΔΕ ΑΠΕΙΡΟΥ ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΑΡΧΗ.. ΑΛΛ’ ΑΥΤΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΕΙΝΑΙ ΔΟΚΕΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΕΙΝ ΑΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΥΒΕΡΝΑΝ.. ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΓΑΡ ΚΑΙ ΑΝΩΛΕΘΡΟΝ, ΩΣΠΕΡ ΦΗΣΙΝ Ο ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΛΕΙΣΤΟΙ ΤΩΝ ΦΥΣΙΟΛΟΓΩΝ» («το δε Άπειρον δεν έχει αρχή.. Φαίνεται αντιθέτως ότι αυτό είναι όλων των άλλων η αρχή και τα πάντα αυτό περιέχει και εξουσιάζει.. γιατί είναι αθάνατο και άφθαρτο, όπως λέει ο Αναξίμανδρος και οι περισσότεροι από τους φυσιολόγους φιλόσοφους» Αριστοτέλης, «Φυσικά» Γ 4, 203)
(κ) «ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ ΤΟΝ ΑΕΡΑ (ΘΕΟΝ ΕΙΝΑΙ ΦΗΣΙ). ΔΕΙ Δ’ ΥΠΑΚΟΥΕΙΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΥΤΩΣ ΛΕΓΟΜΕΝΩΝ ΤΑΣ ΕΝΔΙΗΚΟΥΣΑΣ ΤΟΙΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟΙΣ Ή ΤΟΙΣ ΣΩΜΑΣΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ» («Ο Αναξιμένης αποκαλεί Θεό τον Αέρα. Πρέπει δε να καταλαβαίνουμε από τέτοιες ρήσεις ότι γίνεται αναφορά στις δυνάμεις που διαποτίζουν τα διάφορα στοιχεία ή σώματα», Αέτιος, Α 7,13) και στον ίδιο συγγραφέα επίσης, στο σημείο (Α 3,4)«..ΑΡΧΗΝ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΑΕΡΑ ΑΠΕΦΗΝΑΤΟ. ΕΚ ΓΑΡ ΤΟΥΤΟΥ ΠΑΝΤΑ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΕΣ ΑΥΤΟΝ ΠΑΛΙΝ ΑΝΑΛΥΕΣΘΑΙ» («Αποφάνθηκε (ο Αναξιμένης) ότι η αρχή όλων των υπαρχόντων είναι ο Αέρας. Γιατί από αυτόν γεννιούνται τα πάντα και σε αυτόν όλα αποσυντίθενται»)
(λ) «ΟΥΛΟΣ ΟΡΑΙ, ΟΥΛΟΣ ΔΕ ΝΟΕΙ, ΟΥΛΟΣ ΔΕ Τ’ ΑΚΟΥΕΙ» («Βλέπει ολόκληρος, σκέφτεται ολόκληρος και ακούει ολόκληρος», Σέξτος Εμπειρικός «Προς Μαθηματικούς» ΙΧ 144)
(μ) «ΚΟΣΜΟΝ ΤΟΝΔΕ ΟΥΤΕ ΤΙΣ ΘΕΩΝ ΟΥΤΕ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΠΟΙΗΣΕΝ, ΑΛΛ’ ΗΝ ΑΕΙ ΚΑΙ ΕΣΤΙΝ ΚΑΙ ΕΣΤΑΙ. ΠΥΡ ΑΕΙΖΩΟΝ, ΑΠΤΟΜΕΝΟΝ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΒΕΝΝΥΜΕΝΟΝ ΜΕΤΡΑ» (Κλήμης Αλεξανδρεύς, «Στρωματείς» V 104, 1)
(ν) Σιμπλίκιος, «Φυσικά», 78, 5-6
(ξ) «ΤΕΣΣΑΡΑ ΓΑΡ ΠΑΝΤΩΝ ΡΙΖΩΜΑΤΑ ΠΡΩΤΟΝ ΑΚΟΥΕ. / ΖΕΥΣ ΑΡΓΗΣ ΗΡΗ ΤΕ ΦΕΡΕΣΒΙΟΣ ΗΔ’ ΑΙΔΩΝΕΥΣ / ΝΗΣΤΙΣ Θ’ Η ΔΑΚΡΥΟΙΣ ΤΕΓΓΕΙ ΚΡΟΥΝΩΜΑ ΒΡΟΤΕΙΟΝ» (Αέτιος, Ι, 3, 20) και «ΚΑΙ ΤΑΥΤ’ ΑΛΑΣΣΟΝΤΑ ΔΙΑΜΠΕΡΕΣ ΟΥΔΑΜΑ ΛΗΓΕΙ / ΑΛΛΟΤΕ ΜΕΝ ΦΙΛΟΤΗΤΙ ΣΥΝΕΡΧΟΜΕΝ’ ΕΙΣ ΕΝ ΑΠΑΝΤΑ / ΑΛΛΟΤΕ Δ’ ΑΥ ΔΙΧ’ ΕΚΑΣΤΑ ΦΟΡΕΥΜΕΝΑ ΝΕΙΚΕΟΣ ΕΧΘΕΙ» («Και ποτέ δεν λήγει αυτή η εναλλαγή / άλλοτε η φιλότητα συνενώνει όλα τα πράγματα σε ένα / και άλλοτε η έχθρα της φιλονικίας τα διαλύει», Σιμπλίκιος, «Φυσικά» 158, 6-8)
(ο) «ΟΥΤΟΣ ΕΦΗ ΤΗΝ ΜΙΞΙΝ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΟΜΟΙΩΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΙ ΤΑΣ ΔΕ ΑΡΧΑΣ ΩΣΑΥΤΩΣ. ΟΥΤΟΣ ΔΕ ΤΩΙ ΝΩΙ ΕΝΥΠΑΡΧΕΙΝ ΤΙ ΕΥΘΕΩΣ ΜΙΓΜΑ, ΕΙΝΑΙ Δ’ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΟ ΑΠΟΚΡΙΝΕΣΘΑΙ ΕΠ’ ΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟ ΘΕΡΜΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΨΥΧΡΟΝ, ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΝ ΘΕΡΜΟΝ ΚΙΝΕΙΣΘΑΙ, ΤΟ ΔΕ ΨΥΧΡΟΝ ΗΡΕΜΕΙΝ» («Αυτός (ο Αρχέλαος) εξήγησε τη φύση της ύλης όμοια με τον Αναξαγόρα και με τις ίδιες αρχές. Έλεγε όμως αυτός ότι εξ αρχής ενυπήρχε στον Νού μία κάποια ύλη, η δε αφετηρία της κίνησής της υπήρξε ο αποχωρισμός του θερμού και του ψυχρού στοιχείου της, από τα οποία το μεν θερμό κινείται το δε ψυχρό παραμένει σε ηρεμία», Ιππόλυτος «Έλεγχος» Ι, 9, 1)
Ο ψευδής αυτός κόσμος λοιπόν τελειώνει, και το αργό αλλά σταθερότατο τέλος του αποδεινύει περίτρανα, αν και ομολογουμένως τραγικά, ότι ΔΕΝ είναι ο άνθρωπος το κέντρο του Συμ-Παντός και ότι επίσης η Φύση-Θεός είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να προσβάλλουμε εσαεί ατιμωρητί.
Ενα από τα κύρια τμήματα αυτού του Μεγάλου Ψεύδους, είναι και ο παραπλανητικά ονομαζόμενος «Μονοθεϊσμός». Και λέω «παραπλανητικά» διότι η ονομασία αυτή παραπλανεί κι εξαπατά σοβαρά το ανθρώπινο αυτί, σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις των εμπνευστών, εφαρμοστών και υπηρετών του κοσμοαντιληπτικού αυτού συστήματος. Άλλωστε, ο Κόσμος μας δεν θα είχε καταλήξει στα όσα πιο πάνω αναφέραμε, αν όντως η κυρίαρχη ιδεολογία προσπαθούσε απλώς να επιβάλει κάποιο πιό «μοντέρνο» δόγμα, που αντικαθιστούσε τινί τρόπω τους πολλούς Θεούς των άλλων πολιτισμών που αυτή κατέστρεψε, με τον Ένα δικό της που επιμένει να διαφημίζει ως «μόνον αληθινό». Ο κακοήθης όγκος πρέπει να αναζητηθεί, αλλού. Στο πώς αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία, τοποθετεί τον εαυτό της -και κατ’επέκταση και τον Θεό της- απέναντι στον ιερό, απαράβατο και αιώνιο Φυσικό Νόμο.
Από πολύ παλιά, από τον 6ο κιόλας αιώνα π.α.χ.χ., οι φιλόσοφοι της Ελέας είχαν διακηρύξει το μεταβλητό του Κόσμου αλλά το αναλοίωτο κι ενιαίο της Κοσμικής Ουσίας κι Αρχής, ήτοι του χαρακτηριστικά αποκαλούμενου «Είναι» και είχαν καθιερώσει ως βασικό σύνθημά τους το γνωστότατο «Έν Το Παν», το ότι δηλαδή όλα είναι ένα. Συνεπώς οι παραπλανητικά αυτοονομαζόμενοι «Μονοθεϊστές» δεν έφεραν τίποτα το καινούργιο στην ανθρώπινη σκέψη σε σχέση με τον... αριθμό του Θεού ή των Θεών, αφού και οι από αυτούς υποτιμούμενοι ως «πολυθεϊστές» ήξεραν πολύ καλά, δίχως να χρειάζονται τη βοήθεια άλλων να τους το μάθουν, ότι ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ.
«Τότε, γιατί υπήρξε σύγκρουση;» θα με ρωτήσετε, και μάλλον δικαιολογημένα. Μα, γιατί κάτω από το.. αγαθό τσόφλι του, ο παραπλανητικά ονομαζόμενος «Μονοθεϊσμός» έκρυβε άλλα κακά. Έκρυβε μια ολοκληρωτική αντίληψη για τον Κόσμο, τόσο βαθύτατα αντίθετη κι εχθρική προς εκείνη των υποτιμούμενων ως «πολυθεϊστών» κι εντελώς ασυμβίβαστη προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι ελευθερία. Η αντίρρηση ημών συνεπώς, ως κατά τα πάτρια Ελλήνων, δεν έχει να κάνει με το αν είναι.. Ένας ο Θεός ή πολλοί, αλλά με το πού και πώς στέκεται αυτός ο.. Ένας ή αυτοί οι πολλοί Θεοί σε σχέση με τον Συμ-Παντα Κόσμο, με την ένθεο Φύση και με την άπειρη θειότητα, εκδηλωμένη ή μη (δηλαδή ασώματη).
Ενας εσωκοσμικός Θεός -ή πολλοί εξ Ενός, το ίδιο κάνει..- που γεννήθηκε από τη Φύση, ζεί μέσα στη Φύση και συνεπώς υπόκειται στους Νόμους της, ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτήν για να μην απορριφθεί, ΕΙΝΑΙ τελικά αυτή, τουλάχιστον με την έννοια που δίνει η Παν-Θεϊστική αντίληψη. Αντίθετα, ένας εξωκοσμικός Θεός -ή πολλοί εξ Ενός, το ίδιο κάνει..- που τάχα προϋπήρξε της Φύσης, δεν υπόκειται σε κανέναν από τους Νόμους της, οι οποίοι άλλωστε όπως και αυτή δεν είναι παρά θνητά «κτίσματά» του -και μπορεί να ασυδοτεί πάνω τους επιδεικνύοντας «θαύματα», ήτοι βίαιες εκτροπές της Φυσικής Τάξης-, στέκει αιωνίως έξω από αυτήν -υποτιμώντας την συνάμα ως χυδαία υλικοπνευματική διαδικασία- και την εξουσιάζει απόλυτα διατηρώντας πάνω της κάθε δικαίωμα για κάποιον ανα πάσα στιγμή αυθαίρετο «τερματισμό» της.
Για τον θεοδίδακτο δωδεκαθεϊστή Έλληνα, δηλαδή για τον πραγματικό και πνευματόδοξο Έλληνα της αρχαιότητας, ο Κόσμος υπήρξε αυτοδημιούργητος και αιώνιος, και απλώς οι απόψεις (Από-Όψεις) περί της αρχής της παρούσης (πολύ συγκεκριμένης και ελάχιστης μακροϊστορικά) φάσης του, διαφέρουν, δίχως -ως γνωστόν- ν' απαιτούν την καταδίκη των υπολοίπων ως.. «ανυπόστατων» ή -ακόμα χειρότερα- ως.. «αιρετικών» (!!) Αντιθέτως, στα τελευταία 2.000 χρόνια, της λεγόμενης Εποχής της Βαρβαρότητας (Era Vulgaris), που η σύμπασα η άτυχη ανθρωπότητα στέκει υπόδουλη στη δεισιδαιμονία και στον παραλογισμό της τυφλής πίστης σε μια δυϊστική και μυωπική αντίληψη του Κόσμου -έστω κι αν αυτή σήμερα φαίνεται καταδιασπασμένη τάχα σε αμέτρητα «δόγματα» κι «αιρέσεις»-, εκατομμύρια άνθρωποι πλήρωσαν αυτή την πίστη τους στο αυτοδημιούργητο του Κόσμου με τη ζωή τους. Και ανάμεσά τους μαρτύρησαν επίσης μυριάδες, πραγματικοί στην ψυχή, το πνεύμα και το αίμα, Έλληνες, που εξαιτίας αυτής ακριβώς της πεποίθησης ρίχτηκαν στις πυρές των βυζαντινών ιεροεξεταστών, στα θηρία του Ιπποδρόμου, ανασταυρώθηκαν, ανασκολοπίστηκαν, ή έγιναν κομμάτια στα περιβόητα κρεουργεία της Σκυθοπόλεως.
Ο θεοδίδακτος Ομηρος -σύμφωνα με τον Πλάτωνα στον «Θεαίτητο» (152e)(α), σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στα «Μεταφυσικά» (β) και τον Εύδημο στην περιπατητική ιστορία της Θεολογίας- φέρνει τα πάντα να προέρχονται από τη Ροή και την Κίνηση, δηλαδή από τον Ωκεανό και την Τηθύν, που χαρακτηριστικά τους αποκαλεί «γονείς» πάντων των Θεών (γ).
Ο μεταγενέστερός του θεογονιστής ποιητής Ησίοδος, φέρνει ως αρχές στην περίφημη «Θεογονία» του (116-122) το Χάος (δ) -πρωτογέννητο μάλιστα όλων, ως «χάσμα προς πλήρωσιν» περισσότερο, παρά ως «ρευστόν» εκ του «χέεσθαι» κατά την όψιμη ετυμολόγηση των Στωϊκών ή «Αμορφον» κατά τον Λουκιανό-, κι επίσης τη Γαία, τον Τάρταρο και τον Έρωτα.
Ο Σπαρτιάτης λυρικός ποιητής Αλκμάν πάλι, -σύμφωνα με τον πάπυρο 2390 της Οξυρύγχχου-, διηγείται σχετικά με τη Θεά Θέτιδα ότι αυτή ήταν που οριοθέτησε την πρωταρχική αταξία του Κόσμου με την αρχή (τον «Πόρο») και το πέρας (το «Τέκμωρ») των πραγμάτων (ε).
Ο μέγας διδάσκαλος και θεογονιστής Φερεκύδης από τη Σύρο, υιός του Βάβυος, κάνει λόγο -σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο- για τρία κοσμικά στοιχεία (Τον Ζάντα, τον Χρόνο και τη Χθονίη), για τρείς Θεούς που «ήσαν αεί» δηλαδή υπήρχαν ανέκαθεν μέσα στο Σύμ-Παν και από τους οποίους αναδύθηκε στη συνέχεια μια πολυπληθής γενιά Θεών (ς).
Ο περίφημος κρητικός μύστης, χρησμοδότης και θεραπευτής του 7ου αιώνα π.α.χ.χ. Επιμενίδης -σύμφωνα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (47a) (ζ), τον Εύδημο και τον ύστερο νεοπλατωνικό διδάσκαλο Δαμάσκιο στο βιβλίο του «Περί Των Πρώτων Αρχών»- φέρνει στη δική του «Θεογονία» τα πάντα να προέρχονται από ένα πρωτογέννητο ζεύγος, τον Αέρα και τη Νύχτα, από τους οποίους γεννήθηκε στη συνέχεια ως τρίτη αρχή, ο Τάρταρος.
Ο Ακουσίλαος ο Αργείος -σύμφωνα πάντα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (137, 5) (η) και τον Δαμάσκιο- παρουσιάζει τα πάντα ως προερχόμενα από το πρωτογενές Χάος, ενώ ο Μιλήσιος Θαλής, γιός του Εξαμύου, πρεσβεύει ότι ποιητική αρχή του έμψυχου και «Θεών πλήρους» Παντός είναι το Υδωρ που με την επίδραση των Θεών μετασχηματίζεται και σε γή, αέρα και φωτιά συγκροτώντας στη συνέχεια τα όσα υπάρχουν στη Φύση (θ).
Ο συντοπίτης του Αναξίμανδρος του Πραξιάδου, διδάσκει ότι αρχή των πάντων υπήρξε το ανώλεθρον «Άπειρον» (ι), στοιχείο άφθαρτο κι αθάνατο από το οποίο τα πάντα προέρχονται για να ξαναγυρίσουν σε αυτό, στο πέρας της κάθε μορφικής τους ύπαρξης συμπεριλαμβανομένων και των «αναρίθμητων κόσμων» που ο ίδιος (σύμφωνα με τον Κικέρωνα) θεωρεί Θεούς.
Ο τρίτος μέγας φιλόσοφος της Σχολής της Μιλήτου, ο Αναξιμένης του Ευρυστράτου, πρεσβεύει ως αρχή και στοιχείο του Κόσμου τον Αέρα-Πνεύμα (που ο Κικέρων διέσωσε ότι ο φιλόσοφος θεωρούσε Θεό) και όμοια με τον Αναξίμανδρο διδάσκει περί συνεχών, περιοδικών δημιουργιών και καταστροφών των Κόσμων, μέσα από μια ατελεύτητη διαδοχή (κ).
Ο Ξενοφάνης από τον Κολοφώνα, υιός του Δεξίου -ή του Ορθομένους σύμφωνα με τον Απολλόόδωρο-, αυτός ο βαθύτατος στοχαστής και θεωρούμενος ως ιδρυτής της Ελεατικής Σχολής, μέσα από το «ΕΝ ΤΟ ΠΑΝ» διδάσκει περί Ενός μεν αλλά σύμφυτου με τον Κόσμο (λ) Θεού που μέσα από την Ουσία του κινούνται τα πάντα σ'ένα Συμ-Παν που και εδώ φυσικά νοείται ως αγέννητο κι άφθαρτο: «ΕΙΣ ΘΕΟΣ ΕΝ ΤΕ ΘΕΟΙΣΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙ ΜΕΓΙΣΤΟΣ» («Ενας Θεός υπάρχει μέγιστος, ανάμεσα στους Θεούς και στους ανθρώπους»). Διδάσκει δηλαδή για έναν ενοποιημένο Θεό / Φύση που κατ'αυτόν αποτελείται από Νού («ΝΟΟΥ ΦΡΕΝΙ ΠΑΝΤΑ ΚΡΑΔΑΙΝΕΙ» λέει χαρακτηριστικά), Γή και Ύδωρ («ΠΑΝΤΕΣ ΓΑΡ ΓΑΙΗΣ ΤΕ ΚΑΙ ΥΔΑΤΟΣ ΕΚΓΕΝΟΜΕΘΑ»).
Ο εξ Εφέσσου Ηράκλειτος, ο υιός του Βλύσωνος, για τον οποίο ο ομιλών δε διστάζει να ομολογήσει ότι τρέφει άπειρο θαυμασμό, ορίζοντας το αείζωον Πύρ ως Ουσία του Παντός υπογραμμίζει: «Τον Κόσμο αυτόν, που για όλους είναι ίδιος, ούτε Θεός ούτε άνθρωπος τον έφτιαξε, αλλά ήταν πάντοτε, είναι και θα είναι, φωτιά αιώνια που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο» (μ). Θεωρεί τον Κόσμο ως ενιαία ύπαρξη που ούτε γεννήθηκε, ούτε θα πεθάνει ποτέ, αλλά απλώς ζεί αιωνίως σε διαρκή ροή κι αδιάκοπη εναλλαγή μορφών του. «ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ»: ένα ασύλληπτο γίγνεσθαι που μεγαλοπρεπέστατα χύνεται μέσα στους ατραπούς της αιωνιότητας, άδοντας τον Θείο Λόγο, την αφετηρία των Θεών που από αυτόν περιγράφεται με τα γνωστά λόγια «ΘΕΟΣ ΕΣΤΙΝ ΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΞ, ΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΧΕΙΜΩΝ, ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, ΚΟΡΟΣ ΚΑΙ ΛΟΙΜΟΣ».
Ο κατά το ήμισυ ελεατης και κατά το έτερο ήμισυ πυθαγόρειος Παρμενίδης, υιός του Πύρητος, ο οποίος μιλάει για την Αιθερική Μονάδα-Ουσία, το «Είναι», ωσάν άχρονη, αδιαίρετη («ΟΥΔΕ ΠΟΤ’ ΗΝ ΟΥΔ’ ΕΣΤΑΙ, ΕΠΕΙ ΝΥΝ ΕΣΤΙΝ ΟΜΟΥ ΠΑΝ, ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΣ. ΤΙΝ ΓΑΡ ΓΕΝΝΑΝ ΔΙΖΗΣΕΑΙ ΑΥΤΟΥ;» δηλαδή «ούτε ήταν ούτε θα είναι, επειδή το τώρα είναι και το πάν, ένα και συνεχές. Γιατί ποιά αφετηρία του μπορεί κανείς να αναζητήσει;») (ν), καθώς και πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα, στο «Τα Προς Δόξαν» μαζί με τις δύο ποιητικές αρχές του Κόσμου, το Πύρ και την Γή, χαιρετίζει τον Θεό Έρωτα ως πρώτιστο συνεργό στη δόμηση του «Είναι», ως «Βούληση του Ζείν».
Ο επίσης ελεάτης Μέλισσος υιός του Ιθαγένη, από την Σάμο, στο «Περί Φύσεως ή Περί Του Όντος» βιβλίο του, υποστηρίζει επίσης το ενιαίο, την αφθαρτότητα κι αιωνιότητα του Κόσμου και τονίζει «ΑΕΙ ΗΝ Ο,ΤΙ ΗΝ ΚΑΙ ΑΕΙ ΕΣΤΑΙ», ενώ ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος Εμπεδοκλής, υιός του Μέτωνος, διδάσκει για Τέσσαρα αιώνια Ριζώματα των πάντων (ξ), τον λάμποντα Δία, τη φερέσβιο Ήρα, τον Αϊδωνέα / Άδη και τη Νήστιδα (που ο Θεόφραστος αντίστοιχα ταυτίζει με τη Φωτιά, τον Αιθέρα, τη Γή και το Ύδωρ) τα οποία αδιάκοπα συντίθενται κι αποσυντίθενται κάτω από μια ατελείωτη μάχη ανάμεσα στο Μίσος και τον Έρωτα (στο «Κότος» ή «Νείκος» και τη «Φιλότητα» ή «Αφροδίτη») που αδιάκοπα αποχωρίζουν και συνενώνουν τα στοιχεία σε μορφές.
Οι Πυθαγόριοι πάλι, όρισαν ως δημιουργική αρχή του Κόσμου και ουσία των όντων, τα οποία «κατ' αριθμόν εγένοντο», την αριθμητική Μονάδα, από την οποία τα πάντα γεννιώνται και η οποία μέσα στα πάντα ζεί, τη Μονάδα την αυτοτελή, την άναρχη και ατελεύτητη. (Πρέπει μάλιστα εδώ ν'αναφέρουμε ότι μέσα από τις δικές τους μελέτες πάνω στο λεγόμενο «Δωδεκάεδρον» που το ταυτίζουν με τη λεγόμενη «Σφαίρα του Κόσμου», ερμηνεύεται όλη η σοφία της δωδεκαθεϊστικής κοσμοαντίληψης, αυτού του υπέροχου κοσμολογικού και θρησκευτικού συστήματος των προγόνων μας που τόσο χυδαία καθυβρίστηκε και εξακολουθεί να καθυβρίζεται από τους απατεώνες υπηρέτες του Ιαχωβά. Ο καθηγητής J.Burnet του αφιερώνει ιδιαίτερο κεφάλαιο στο βιβλίο του «Η Αυγή Της Ελληνικής Φιλοσοφίας» και υπενθυμίζει ότι ο Ίππασος πιθανώς εκτελέστηκε γιατί είχε αποκαλύψει σε αμύητους τα μυστικά του «Δωδεκαέδρου»).
Ο Κλαζομένιος Αναξαγόρας του Ηγεσιβούλου, δέχεται τους «αναρίθμητους κόσμους» των φιλοσόφων της Ιωνίας, και θέλοντας να μείνει πιστός στην παράδοσή τους περί μιάς μόνον ουσίας, υποκαθιστά ως αιτία της όλης κίνησης το Μίσος και τον Έρωτα του Εμπεδοκλέους με τον πολύπλευρο «συμπαντικό Νού» που εμπεριέχεται σε όλα τα ζώα και τα φυτά. Επίσης ο αθηναίος Αρχέλαος υιός του Απολλοδώρου μιλάει -σύμφωνα με τον Ιππόλυτο- για δύο αιτίες, τη μία θερμή κι εν κινήσει, την δε άλλη ψυχρή και σε ακινησία και για επίσης «κοσμικό Νού» που ενυπάρχει σε όλα τα έμβια (ο).
Οι Ατομικοί Λεύκιππος και Δημόκριτος μιλούν ξεκάθαρα -σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο (ΙΧ, 31) και τον Ιππόλυτο- για άπειρους Κόσμους που ακμάζουν και παρακμάζουν, αλληλοσυγκρούονται, συντίθενται ή αποσυντίθενται διαρκώς: «ΤΟ ΜΕΝ ΠΑΝ ΑΠΕΙΡΟΝ ΦΗΣΙΝ ΚΟΣΜΟΥΣ ΤΕ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑΛΥΕΣΘΑΙ ΕΙΣ ΤΑΥΤΑ» (Διογένης Λαέρτιος, ως άνω). Ο δε Δημόκριτος, ρητώς θεωρεί παντελώς αδύνατη τόσο την απόλυτη γένεση όσο και την απόλυτη φθορά.
Ο κρητικός φιλόσοφος Διογένης ο Απολλωνιάτης υιός του Απολλωθέμη, φέρνει -σύμφωνα με τους Θεόφραστο, Ψευδοπλούταρχο και Σιμπλίκιο- ως θεμελιώδη ουσία και αρχή των πάντων, «ΕΞ ΟΥ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΓΙΝΕΤΑΙ», τον Αέρα που με τη σειρά του επιμερίζεται με τη θεϊκή Νόηση σε θνητές μορφές, αλλά παραμένει «ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΪΔΙΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΕΙΔΩΣ» («μεγάλος και δυνατός και αιώνιος και αθάνατος και πολύγνωρος», Σιμπλίκιος στα «Φυσικά», 153, 20).
Τέλος, η από κάποιους πονηρούς αποκαλούμενη περιφρονητικά «λαϊκή» ελληνική κοσμοθέαση -αυτή που βέβαια ανήγειρε Παρθενώνες !-,η οποία και δεχόταν πανελλαδικά ως γνωστόν ότι οι Θεοί δεν δημιούργησαν τον Κόσμο, αλλά αντίθετα γεννήθηκαν μέσα απο τις διεργασίες του και σε κάποια στιγμή απλώς τον κυρίευσαν, υποθέτω ότι μπορεί να δειχθεί αρκετά σωστά από ένα χορικό απόσπασμα των «Ορνίθων» του Αριστοφάνους (γύρω στα 414 π.α.χ.χ.): «ΧΑΟΣ ΗΝ ΚΑΙ ΝΥΞ ΕΡΕΒΟΣ ΤΕ ΜΕΛΑΝ ΠΡΩΤΟΝ ΚΑΙ ΤΑΡΤΑΡΟΣ ΕΥΡΥΣ..» («Στην αρχή υπήρχε το Χάος, η Νύκτα, το μαύρο Ερεβος και ο πλατύς Τάρταρος.»)
Εκτός από τις θέσεις των μεταομηρικών και προσωκρατικών φιλοσόφων που αναφέραμε πιο πάνω, σαν ενδεικτικές για την αρχαιοελληνική κοσμοθέαση, θα ήθελα ν'αναφέρω εδώ και εκείνες των Ορφικών μυστών, για τον απλό και μόνο λόγο ότι στις μέρες μας επιχειρείται μια άνευ προηγουμένου καπηλεία των δοξασιών τους, επειδη ως μυστηριακές, στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν απωλεσθεί. Έτσι λοιπόν, γίνονται ιδανικό εφαλτήριο για να λέει ο καθένας ό,τι ψέμα θέλει σχετικά με αυτές, ακόμα και το εξωφρενικό ότι τάχα ο Ορφισμός απετέλεσε τον Ελληνικό «μονοθεϊσμό» (!!) Ο μαθητής λοιπόν του ίδιου του Ορφέα Μουσαίος φέρνει -σύμφωνα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (137,5) τα πάντα ως έχοντα δημιουργηθεί από ένα ζεύγος, τον Τάρταρο, δηλαδή το σκότος, και τη Θεά Νύχτα.
Ανάλογη η πλήρης ανυπαρξία εξωκοσμικού δημιουργού Θεού και στις ορφικές κοσμογονίες που διέσωσαν μέσα από τις περιγραφές τους οι όψιμοι Νεοπλατωνικοί (4ος-6ος αιώνας μ.α.χ.χ.): Ο Δαμάσκιος στο βιβλίο του «Περί Των Πρώτων Αρχών» (123 και 124) αποδίδει στον Ορφέα μια επίσης εκ Νυκτός Κοσμογονία -που βέβαια με τη σειρά της είχε γεννηθεί προηγουμένως από τον Φάνη, που είχε με τη σειρά του γεννηθεί προηγουμένως από τον Αγήραο Χρόνο. Ο ίδιος διασώζει, στο ίδιο επίσης βιβλίο του, την κεντρική ιδέα των ορφικών θεολογιών του Ιερωνύμου και του Ελλανίκου, όπου το Ύδωρ και η Ύλη εμφανίζονται ως στοιχεία υπάρχοντα «ΕΞ ΑΡΧΗΣ» που με τη σειρά τους γέννησαν τον Αγήραο Χρόνο, γενήτορα στη συνέχεια του Αιθέρος, του Χάους και του Ερέβους και πρόγονο του Κοσμικού Αυγού. Τέλος, ο χριστιανός αλλά με νεοπλατωνικές τάσεις Αθηναγόρας στο «Πρεσβεία Περί ων Χριστιανών" (18) του 2ου αιώνα, φέρνει ως ορφική αρχή των παντων το Υδωρ, από το οποίο γεννήθηκε ο Ηρακλής Χρόνος που γέννησε στη συνέχεια το Κοσμικό Αυγό.
Από την ομηρική εποχή μέχρι τους ζοφερούς χρόνους που οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί τσακίστηκαν από τους Βυζαντινούς και Σελτζούκους Τούρκους κατακτητές -και θάθελα ν' αναφέρω εδώ το συστηματικά αποσιωπημένο ιστορικό γεγονός ότι η Φιλοσοφική Σχολή της Χαρράν, που είχε ιδρυθεί από τον κυνηγημένο από τον αυτοκράτορα Γιουτπράδα (ελληνιστί Ιουστινιανό) διδάσκαλο Σιμπλίκιο, καταστράφηκε από τους Σελτζούκους μόλις τον 11ο αιώνα μ.α.χ.χ. !!- μπορούμε να διακρίνουμε μια συνεχή και απολύτως συνειδητή προσπάθεια απόλυτης συμμόρφωσης της Ελληνικής Σκέψης κι εν γένει Κοσμοαντίληψης με τις απαιτήσεις της αρχής «ΟΥΔΕΝ ΕΞ ΟΥΔΕΝΟΣ». Στο σύνολο της Αρχαιοελληνικής Κοσμοθέασης, φαντάζει έκλαμπρα μια γενική σχεδόν άρνηση ν' αναγνωρίσει αυτή Θεό-Δημιουργό του Κόσμου και μάλιστα από το μηδέν, μια άρνηση που συνιστά μια περί Σύμ-Παντός αντίληψη διαμετρικά αντίθετη προς εκείνη της εβραϊκής και εβραιογεννούς κοσμογονικής μυθολογίας και θρησκείας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι στην Αρχαιοελληνική -δηλαδή στην πραγματικά Ελληνική- Κοσμοοθέαση ΔΕΝ υπάρχει πουθενά κάποιος έξωθεν δημιουργός του Κόσμου και συνεπώς μη συμμεριζόμενος την όποια μοίρα του υποτιθέμενου «κτίσματός» του, αλλά κυρίως μη υποκείμενος στον Φυσικό Νόμο, ο οποίος Φυσικός Νόμος σε μια τέτοια περίπτωση θα είχε εκπέσει σε απλό γρανάζι ενός δημιουργημένου, άρα πεπερασμένου και μακροϊστορικά θνητού Κόσμου. Όπως άλλωστε δεν υπήρξε και σε καμμιά προχριστιανική Κοσμοθέαση -πλην βέβαια της Εβραϊκής εκείνης!
Στην Κοσμογονία λ.χ. των Σκανδιναβογερμανών, η οποία για εμάς τους Έλληνες μάλιστα έχει μεγάλο ενδιαφέρον αφού και εκεί συναντάμε επίσης Δωδεκάθεο Πάνθεον (!), είναι εμφανέστατο το ότι ο λεγόμενος Αλφάδερ (Alfader, ο Θεός Tyr ή κατ’ άλλους ο Θεός Odin), ο αρχαιότερος πάντων των Θεών του Άσγκαρντ, που από τις δώδεκα ιδιότητές του γεννήθηκε το Οδινιστικό Πάνθεον, ως κατοικών μέσα στη Φύση και άρα σαφώς ταυτιζόμενος με αυτήν, καμμιά απολύτως σχέση δεν μπορεί να έχει με τον «έξωθεν» και «εκ του μηδενός ή μη όντος» υποτιθέμενο πλάστη της εβραϊκής μυθολογίας Ιαχωβά. Όπως δεν έχει σχέση και ο σαφέστατα γεννημένος Αγήραος Χρόνος των Ορφικών, ή ο επίσης σαφέστατα γεννημένος Υψιμέδων Ζεύς του Ολυμπίου Πανθέου.
Το δίλημμα «Ένας ή Πολλοί Θεοί;» λοιπόν, είναι πέρα για πέρα ψευδές και οδηγεί την ανθρώπινη φιλοσοφική και θεολογική σκέψη σε πλήρη αποπροσανατολισμό. Απευθύνεται σε νηπιώδη μυαλά που ωστόσο η κυρίαρχη ιδεολογία έχει φροντίσει από πριν να τα υποβιβάσει σε τέτοια. Απευθύνεται σε μη σκεπτόμενους ανθρώπους που εσαεί θα τους εξαπατούν, κρύβοντάς τους συστηματικά το κέντρο βάρους των Συμ-Πάντων πραγμάτων. Πίσω από τον τόσο.. «αθώο» Ένα και Μόνο Θεό Ιαχωβά των παραπλανητικά αποκαλουμένων «Μονοθεϊστών» κρύβεται η πεμπτουσία του Ολοκληρωτισμού.
Ενας Θεός έξω από κάθε νόμο, του Φυσικού εκείνου συμπεριλαμβανομένου, άρα ένας Θεός ανεξέλεγκτος. Ένας Θεός που αφού τάχα δημιούργησε αυτός τον Κόσμο, μπορεί και δικαιούται ανά πάσα στιγμή να τον καταστρέψει δίχως καμμιά απολύτως συνέπεια γι' αυτόν. Με το «έτσι θέλω». Ένας Θεός που δεν έχει καμμιά Μοίρα, Αδράστεια, Ανάγκη, ή απλό «αντιπεπονθός» (εκ του «αντί-πάσχω») πάνω από το κεφάλι του για να τον ελέγχει και να τον κρατάει μακρυά από εξουσιαστικές παρεκτροπές και υπερβολές. Ένας αλαζονικός Θεός που κυριολεκτικά φτύνει τόσο την υφάντρια της θεϊκής ειμαρμένης Θέμιδα (Θεών Μίτος) οσο και τις τρείς σεπτές κόρες της, δηλαδή την Ευνομία, τη Δίκη και την Ειρήνη. Ένας Θεός-Αφέντης, ένας πραγματικός δικτάτορας των Ουρανών. Του οποίου ακόμα και το επίπλαστο και γι' αυτό γελοιωδέστατο -τουλάχιστον για εμάς τους κατά τα πάτρια Έλληνες- «αντίπαλο δέος», ο εβραϊκής κατασκευής Σατάν, Διάβολος ή Σεϊτάν, το μόνο που μοιάζει να θέλει, δεν είναι παρά το να γίνει.. δικτάτορας στη θέση του δικτάτορα, ένας Ιωσήφ Τζουγκατσβίλι Στάλιν, κόκκινος τύραννος στη θέση του προηγούμενου τσαρικού. Ήθη δούλων, κοσμοαντιλήψεις δούλων, δεισιδαιμονίες δούλων.
Οι θεοδίδακτοι πρόγονοί μας, οι αληθινοί αυτοί Έλληνες, συνέλαβαν και πολύ συχνά πραγμάτωσαν πετυχημένα στην καθημερινή τους ζωή, σε γήϊνα φυσικά μέτρα, ιερές συμπαντικές έννοιες όπως Ευνομία, Δίκη, Αρμονία, Πολυμέρεια, Ελευθερία και Ισοπολιτεία, μόνο γιατί προηγουμένως είχαν κατορθώσει να τις ανιχνεύσουν και να τις αναγνωρίσουν στον πανίερο όλυμπο κόσμο όπου κατοικούσαν οι εθνικοί Θεοί τους. «Όπως και πάνω έτσι και κάτω», όπως θάλεγε ένας σύγχρονος εραστής των «εσωτερικών» λεγόμενων επιστημών ή ΕΠΟΥ ΘΕΟΙΣ όπως θάλεγε με τελείως διαφορετικό τρόπο ο δικός μας Ομηρος, που από την εποχή του κιόλας το άκρον άωτον της ηθικής και του «Κατά Φύσιν Ζείν» δεν ήταν άλλο από την ομοίωση «τώ Θεώ». Μία αντίληψη που επεβίωσε μέχρι την ύστατη αρχαιότητα έως το τολμηρό «ΘΕΟΙΣ ΣΥΖΕΙΝ» των Στωϊκών (Γιατί για τον Ελληνα, ο άνθρωπος οφείλει πάντοτε να φαντάζεται εαυτόν ενώπιον των Θεών του και τους Θεούς του ενώπιόν του)
Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ πριν, είναι επείγουσα η ανάγκη επαναφοράς στο προσκήνιο των επί γής συμβαινόντων, ενός Άλλου Ανθρώπου. Αρχαιότροπου, Φιλοσόφου και προπαντός Ηθικού με την έννοια του «ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΖΕΙΝ» που μόλις αναφέραμε. Ενός Άλλου Ανθρώπου για τον οποίο όπως και για τους προγόνους μας πραγματικούς Ελληνες, ΑΥΤΗ Η ΙΔΙΑ Η ΦΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ, όντας εκδηλωμένο και πραγματωμένο Θείο. Και μέσα σε αυτό το κατεπείγον των καιρών, ποιά άραγε απύθμενη αφέλεια -και ίσως τύφλωση- χρειάζεται για να εξξακολουθούν να ελπίζουν κάποιοι ότι τάχα θα μπορέσουν ποτέ να λειτουργήσουν ελευθεριακά και με σεβασμό προς τη Μητέρα Φύση, ανθρώπινες κοινωνίες που το συλλογικό τους ασυνείδητο έχει αποδεδειγμένα «κουρδιστεί» εντέχνως στο να πιστεύει τυφλά σε μια έξω από τον Φυσικό Νόμο τυραννία στη σφαίρα του θεϊκού, σε μία κατεξοχήν και κατά κυριολεξία ΥΒΡΗ;
Σε αυτό το ομολογουμένως σκληρό ερώτημα, στο επίσης όμως σκληρό Εδώ και Τώρα, όπου πλέον η οικολογική και όχι μόνον Νέμεσις ήδη στέκει προ των πυλών, εγώ δεν θα ήθελα να προκαταλάβω κανέναν. Ας απαντήσει ο καθένας μας στον εαυτό του και κατά την κρίση του.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
(α) «ΟΜΗΡΟΣ (ΟΣ) ΕΙΠΩΝ “ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΘΕΩΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΘΥΝ” ΠΑΝΤΑ ΕΙΡΗΚΕΝ ΕΚΓΟΝΑ ΡΟΗΣ ΤΕ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΕΩΣ» («ο Όμηρος ο οποίος έχει πεί “τον Ωκεανό πρόγονο των Θεών και την Τηθύν μητέρα τους” υποστήριξε ότι τα πάντα προέρχονται από τη ροή και την κίνηση») επίσης στον «Κρατύλο» (402 b) «ΩΣΠΕΡ ΑΥ ΟΜΗΡΟΣ “ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΘΕΩΝ ΓΕΝΕΣΙΝ” ΦΗΣΙΝ “ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΘΥΝ”»
(β) «ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΓΑΡ ΚΑΙ ΤΗΘΥΝ ΕΠΟΙΗΣΑΝ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΟΡΚΟΝ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΥΔΩΡ, ΤΗΝ ΚΑΛΟΥΜΕΝΗΝ ΥΠ’ ΑΥΤΩΝ ΣΤΥΓΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ» («Γιατί αυτοί έγραψαν ότι ο Ωκεανός και η Τηθύς υπήρξαν οι γεννήτορες του Κόσμου και ότι ό όρκος των Θεών είναι το νερό, αυτό που απεκάλεσαν Στύγα όπως και οι ποιητές»)
(γ) «ΕΙΜΙ ΓΑΡ ΟΨΟΜΕΝΗ ΠΟΛΥΦΟΡΒΟΥ ΠΕΙΡΑΤΑ ΓΑΙΗΣ, ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΘΕΩΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΘΥΝ» («Πηγαίνω λοιπόν στα πέρατα της πολύτροφης γής (εγώ η Θεά Ήρα), τον Ωκεανό, των Θεών τον πρόγονο να δώ και την Τηθύ τη μάνα») «Ιλιάς» Ξ 200
(δ) «Η ΤΟΙ ΜΕΝ ΠΡΩΤΙΣΤΑ ΧΑΟΣ ΓΕΝΕΤ’, ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙΤΑ / ΓΑΙ’ ΕΥΡΥΣΤΕΡΝΟΣ, ΠΑΝΤΩΝ ΕΔΟΣ ΑΣΦΑΛΕΣ ΑΕΙ / ΤΑΡΤΑΡΑ Τ’ ΗΕΡΟΕΝΤΑ ΜΥΧΩΙ ΧΘΟΝΟΣ ΕΥΡΥΟΔΕΙΗΣ / ΗΔ’ ΕΡΟΣ, ΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΕΝ ΑΘΑΝΑΤΟΙΣΙ ΘΕΟΙΣΙ / ΛΥΣΙΜΕΛΗΣ, ΠΑΝΤΩΝ ΔΕ ΘΕΩΝ ΠΑΝΤΩΝ Τ’ ΑΝΘΡΩΠΩΝ / ΔΑΜΝΑΤΑΙ ΕΝ ΣΤΗΘΕΣΣΙ ΝΟΟΝ ΚΑΙ ΕΠΙΦΡΟΝΑ ΒΟΥΛΗΝ» («Και λοιπόν πρώτα από όλα το Χάος εγεννήθη και μετά / η πλατύστερνη Γαία, η αιώνια και ασφαλής έδρα των πάντων / και ο σκοτεινός Τάρταρος σε μια τρύπα στα έγκατα της απλωμένης γής / και ο Έρως, ο πιό όμορφος ανάμεσα στους Αθάνατους Θεούς / που τα μέλη παραλύει σε Θεούς και σε ανθρώπους / που υποτάσσει τα στήθη, το μυαλό και τη σύνεση»)
(ε) «ΛΕΓΕΙ ΟΥΝ Ο ΑΛΚΜΑΝ ΤΗΝ ΥΛΗΝ ΠΑΝΤΩΝ ΤΕΤΑΡΑΓΜΕΝΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΗΤΟΝ. ΕΙΤΑ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΤΙΝΑ ΦΗΣΙΝ ΤΟΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΕΙΤΑ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΠΟΡΟΝ, ΤΟΥ ΔΕ ΠΟΡΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΙ ΤΕΚΜΩΡ. ΚΑΙ ΕΣΤΙΝ Ο ΜΕΝ ΠΟΡΟΣ ΟΙΟΝ ΑΡΧΗ, ΤΟ ΔΕ ΤΕΚΜΩΡ ΟΙΟΝΕΙ ΤΕΛΟΣ. ΤΗΣ ΘΕΤΙΔΟΣ ΔΕ ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΑΥΤΑ ΠΑΝΤΩΝ ΕΓΕΝΕΤΟ» («Λέει λοιπόν ο Αλκμάν ότι η ύλη όλων των πραγμάτων ήταν αποίητη και ασαφής. Έπειτα, λέει, ότι γεννήθηκε κάποιος που μορφοποίησε τα πάντα και στη συνέχεια δημιουργήθηκε μία αφετηρία, όταν δε παρήλθε αυτή η αφετηρία επακολούθησε ένα τέρμα. Και η αφετηρία αυτή ήταν σαν ένα ξεκίνημα, ενώ το τέρμα εκείνο σαν μια ολοκλήρωση. Όταν δε γεννήθηκε η Θεά Θέτις, αυτά εξελίχθηκαν σε αρχή και τέλος πάντων των πραγμάτων»)
(ς) «ΣΩΖΕΤΑΙ ΔΕ ΤΟΥ ΣΥΡΙΟΥ ΤΟ ΤΕ ΒΙΒΛΙΟΝ Ο ΣΥΝΕΓΡΑΨΕΝ ΟΥ Η ΑΡΧΗ “ΖΑΣ ΜΕΝ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΗΣΑΝ ΑΕΙ ΚΑΙ ΧΘΟΝΙΗ. ΧΘΟΝΙΗΙ ΔΕ ΟΝΟΜΑ ΕΓΕΝΕΤΟ ΓΗ, ΕΠΕΙΔΗ ΑΥΤΗΙ ΖΑΣ ΓΗΝ ΓΕΡΑΣ ΔΙΔΟΙ”» («Σώζεται δε και το βιβλίο που συνέγραψε ο Σύριος συγγραφέας και που αρχίζει με το “ο Ζεύς και ο Χρόνος υπήρχαν από πάντοτε και το ίδιο υπήρχε η Χθονία. Και στη Χθονία δόθηκε δε το όνομα Γή, επειδή γή ο Ζεύς ήρθε να της δωρίσει”») επίσης στο «Περί Πρώτων Αρχών» (124) του νεοπλατωνικού Δαμασκίου: «ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ ΔΕ Ο ΣΥΡΙΟΣ ΖΑΝΤΑ ΜΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΕΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΝ ΚΑΙ ΧΘΟΝΙΑΝ ΤΑΣ ΠΡΩΤΑΣ ΑΡΧΑΣ.. ΤΟΝ ΔΕ ΧΡΟΝΟΝ ΠΟΙΗΣΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΓΟΝΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΠΥΡ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΥΔΩΡ.. ΕΞ ΩΝ ΕΝ ΠΕΝΤΕ ΜΥΧΟΙΣ ΔΙΗΙΡΗΜΕΝΩΝ ΠΟΛΛΗΝ ΑΛΛΗΝ ΓΕΝΕΑΝ ΣΥΣΤΗΝΑΙ ΘΕΩΝ, ΤΗΝ ΠΕΝΤΕΜΥΧΟΝ ΚΑΛΟΥΜΕΝΗΝ, ΤΑΥΤΟΝ ΔΕ ΙΣΩΣ ΕΙΠΕΙΝ ΠΕΝΤΕΚΟΣΜΟΝ» («Ο Σύριος Φερεκύδης έλεγε ότι ο Δίας υπήρχε ανέκαθεν καθώς και ο Χρόνος και η Χθονία που μαζί αποτελούσαν τις Πρώτες Αρχές.. και ότι ο Χρόνος δημιούργησε από το ίδιο το σπέρμα του φωτιά, αέρα και νερό.. από τα οποία στοιχεία, όταν αυτά διαιρέθηκαν στη συνέχεια σε πέντε μυχούς, δημιουργήθηκε μια θεϊκή γενεά πολυπληθής, η λεγόμενη Πεντάμυχη, η ίδια ίσως που ελέχθη και Πεντάκοσμη»)
(ζ) «ΕΝ ΔΕ ΤΟΙΣ ΕΙΣ ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΝ (ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΙΣ ΕΠΕΣΙΝ) ΕΞ ΑΕΡΟΣ ΚΑΙ ΝΥΚΤΟΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΥΣΤΗΝΑΙ» («Στα δε αποδιδόμενα στον Επιμενίδη έπη, τα πάντα σχηματίστηκαν από τον Αέρα και τη Νύκτα»)
(η) «ΑΚΟΥΣΙΛΑΟΣ ΔΕ ΕΚ ΧΑΟΥΣ (ΦΗΣΙ) ΠΡΩΤΟΥ ΤΑΛΛΑ» («ο δε Ακουσίλαος (λέει) ότι όλα από το Χαός προήλθαν που υπήρξε πρωτογέννητο»)
(θ) Σχολιάζει σχετικά ο Αριστοτέλης στα «Μεταφυσικά» του: «ΛΑΒΩΝ ΙΣΩΣ (ΘΑΛΗΣ) ΤΗΝ ΥΠΟΛΗΨΙΝ ΤΑΥΤΗΝ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΝΤΩΝ ΟΡΑΝ ΤΗΝ ΤΡΟΦΗΝ ΥΓΡΑΝ ΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΡΜΟΝ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΓΙΝΟΜΕΝΟΝ ΚΑΙ ΤΟΥΤΩΙ ΖΩΝ (ΤΟ Δ’ ΕΞ ΟΥ ΓΙΓΝΕΤΑΙ, ΤΟΥΤ’ ΕΣΤΙΝ ΑΡΧΗ ΠΑΝΤΩΝ), ΔΙΑ ΤΕ ΔΗ ΤΟΥΤΟ ΤΗΝ ΥΠΟΛΗΨΙΝ ΛΑΒΩΝ ΤΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΟ ΠΑΝΤΩΝ ΤΑ ΣΠΕΡΜΑΤΑ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ ΥΓΡΑΝ ΕΧΕΙΝ. ΤΟ Δ’ ΥΔΩΡ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΣΤΙ ΤΟΙΣ ΥΓΡΟΙΣ» («Αντλήσας ίσως αυτή την αντίληψη ο Θαλής από την παρατήρηση ότι η τροφή όλων των όντων είναι υγρή και επίσης από το ότι και αυτό ακόμη το θερμό από το νερό ζεί (και αυτό δε από το οποίο τα πάντα δημιουργούνται, αυτό είναι και η πρώτη αρχή) όσο και από την παρατήρηση ότι όλα τα κάθε είδους σπέρματα είναι από τη φύση τους υγρά. Το δε νερό αποτελεί τη φυσική αρχή του κάθε υγρού»)
(ι) «ΤΟΥ ΔΕ ΑΠΕΙΡΟΥ ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΑΡΧΗ.. ΑΛΛ’ ΑΥΤΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΕΙΝΑΙ ΔΟΚΕΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΕΙΝ ΑΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΥΒΕΡΝΑΝ.. ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΓΑΡ ΚΑΙ ΑΝΩΛΕΘΡΟΝ, ΩΣΠΕΡ ΦΗΣΙΝ Ο ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΛΕΙΣΤΟΙ ΤΩΝ ΦΥΣΙΟΛΟΓΩΝ» («το δε Άπειρον δεν έχει αρχή.. Φαίνεται αντιθέτως ότι αυτό είναι όλων των άλλων η αρχή και τα πάντα αυτό περιέχει και εξουσιάζει.. γιατί είναι αθάνατο και άφθαρτο, όπως λέει ο Αναξίμανδρος και οι περισσότεροι από τους φυσιολόγους φιλόσοφους» Αριστοτέλης, «Φυσικά» Γ 4, 203)
(κ) «ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ ΤΟΝ ΑΕΡΑ (ΘΕΟΝ ΕΙΝΑΙ ΦΗΣΙ). ΔΕΙ Δ’ ΥΠΑΚΟΥΕΙΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΥΤΩΣ ΛΕΓΟΜΕΝΩΝ ΤΑΣ ΕΝΔΙΗΚΟΥΣΑΣ ΤΟΙΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟΙΣ Ή ΤΟΙΣ ΣΩΜΑΣΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ» («Ο Αναξιμένης αποκαλεί Θεό τον Αέρα. Πρέπει δε να καταλαβαίνουμε από τέτοιες ρήσεις ότι γίνεται αναφορά στις δυνάμεις που διαποτίζουν τα διάφορα στοιχεία ή σώματα», Αέτιος, Α 7,13) και στον ίδιο συγγραφέα επίσης, στο σημείο (Α 3,4)«..ΑΡΧΗΝ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΑΕΡΑ ΑΠΕΦΗΝΑΤΟ. ΕΚ ΓΑΡ ΤΟΥΤΟΥ ΠΑΝΤΑ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΕΣ ΑΥΤΟΝ ΠΑΛΙΝ ΑΝΑΛΥΕΣΘΑΙ» («Αποφάνθηκε (ο Αναξιμένης) ότι η αρχή όλων των υπαρχόντων είναι ο Αέρας. Γιατί από αυτόν γεννιούνται τα πάντα και σε αυτόν όλα αποσυντίθενται»)
(λ) «ΟΥΛΟΣ ΟΡΑΙ, ΟΥΛΟΣ ΔΕ ΝΟΕΙ, ΟΥΛΟΣ ΔΕ Τ’ ΑΚΟΥΕΙ» («Βλέπει ολόκληρος, σκέφτεται ολόκληρος και ακούει ολόκληρος», Σέξτος Εμπειρικός «Προς Μαθηματικούς» ΙΧ 144)
(μ) «ΚΟΣΜΟΝ ΤΟΝΔΕ ΟΥΤΕ ΤΙΣ ΘΕΩΝ ΟΥΤΕ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΠΟΙΗΣΕΝ, ΑΛΛ’ ΗΝ ΑΕΙ ΚΑΙ ΕΣΤΙΝ ΚΑΙ ΕΣΤΑΙ. ΠΥΡ ΑΕΙΖΩΟΝ, ΑΠΤΟΜΕΝΟΝ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΒΕΝΝΥΜΕΝΟΝ ΜΕΤΡΑ» (Κλήμης Αλεξανδρεύς, «Στρωματείς» V 104, 1)
(ν) Σιμπλίκιος, «Φυσικά», 78, 5-6
(ξ) «ΤΕΣΣΑΡΑ ΓΑΡ ΠΑΝΤΩΝ ΡΙΖΩΜΑΤΑ ΠΡΩΤΟΝ ΑΚΟΥΕ. / ΖΕΥΣ ΑΡΓΗΣ ΗΡΗ ΤΕ ΦΕΡΕΣΒΙΟΣ ΗΔ’ ΑΙΔΩΝΕΥΣ / ΝΗΣΤΙΣ Θ’ Η ΔΑΚΡΥΟΙΣ ΤΕΓΓΕΙ ΚΡΟΥΝΩΜΑ ΒΡΟΤΕΙΟΝ» (Αέτιος, Ι, 3, 20) και «ΚΑΙ ΤΑΥΤ’ ΑΛΑΣΣΟΝΤΑ ΔΙΑΜΠΕΡΕΣ ΟΥΔΑΜΑ ΛΗΓΕΙ / ΑΛΛΟΤΕ ΜΕΝ ΦΙΛΟΤΗΤΙ ΣΥΝΕΡΧΟΜΕΝ’ ΕΙΣ ΕΝ ΑΠΑΝΤΑ / ΑΛΛΟΤΕ Δ’ ΑΥ ΔΙΧ’ ΕΚΑΣΤΑ ΦΟΡΕΥΜΕΝΑ ΝΕΙΚΕΟΣ ΕΧΘΕΙ» («Και ποτέ δεν λήγει αυτή η εναλλαγή / άλλοτε η φιλότητα συνενώνει όλα τα πράγματα σε ένα / και άλλοτε η έχθρα της φιλονικίας τα διαλύει», Σιμπλίκιος, «Φυσικά» 158, 6-8)
(ο) «ΟΥΤΟΣ ΕΦΗ ΤΗΝ ΜΙΞΙΝ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΟΜΟΙΩΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΙ ΤΑΣ ΔΕ ΑΡΧΑΣ ΩΣΑΥΤΩΣ. ΟΥΤΟΣ ΔΕ ΤΩΙ ΝΩΙ ΕΝΥΠΑΡΧΕΙΝ ΤΙ ΕΥΘΕΩΣ ΜΙΓΜΑ, ΕΙΝΑΙ Δ’ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΟ ΑΠΟΚΡΙΝΕΣΘΑΙ ΕΠ’ ΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟ ΘΕΡΜΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΨΥΧΡΟΝ, ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΝ ΘΕΡΜΟΝ ΚΙΝΕΙΣΘΑΙ, ΤΟ ΔΕ ΨΥΧΡΟΝ ΗΡΕΜΕΙΝ» («Αυτός (ο Αρχέλαος) εξήγησε τη φύση της ύλης όμοια με τον Αναξαγόρα και με τις ίδιες αρχές. Έλεγε όμως αυτός ότι εξ αρχής ενυπήρχε στον Νού μία κάποια ύλη, η δε αφετηρία της κίνησής της υπήρξε ο αποχωρισμός του θερμού και του ψυχρού στοιχείου της, από τα οποία το μεν θερμό κινείται το δε ψυχρό παραμένει σε ηρεμία», Ιππόλυτος «Έλεγχος» Ι, 9, 1)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου