ΧΟ. καὶ μὴν Ὀδυσσεὺς ἔρχεται σπουδῇ ποδός,
Ἑκάβη, νέον τι πρὸς σὲ σημανῶν ἔπος.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
γύναι, δοκῶ μέν σ᾽ εἰδέναι γνώμην στρατοῦ
ψῆφόν τε τὴν κρανθεῖσαν· ἀλλ᾽ ὅμως φράσω.
220 ἔδοξ᾽ Ἀχαιοῖς παῖδα σὴν Πολυξένην
σφάξαι πρὸς ὀρθὸν χῶμ᾽ Ἀχιλλείου τάφου.
ἡμᾶς δὲ πομποὺς καὶ κομιστῆρας κόρης
τάσσουσιν εἶναι· θύματος δ᾽ ἐπιστάτης
ἱερεύς τ᾽ ἐπέσται τοῦδε παῖς Ἀχιλλέως.
225 οἶσθ᾽ οὖν ὃ δρᾶσον; μήτ᾽ ἀποσπασθῇς βίᾳ
μήτ᾽ ἐς χερῶν ἅμιλλαν ἐξέλθῃς ἐμοί,
γίγνωσκε δ᾽ ἀλκὴν καὶ παρουσίαν κακῶν
τῶν σῶν· σοφόν τοι κἀν κακοῖς ἃ δεῖ φρονεῖν.
ΕΚ. αἰαῖ· παρέστηχ᾽, ὡς ἔοικ᾽, ἀγὼν μέγας,
230 πλήρης στεναγμῶν οὐδὲ δακρύων κενός.
κἄγωγ᾽ ἄρ᾽ οὐκ ἔθνῃσκον οὗ μ᾽ ἐχρῆν θανεῖν,
οὐδ᾽ ὤλεσέν με Ζεύς, τρέφει δ᾽ ὅπως ὁρῶ
κακῶν κάκ᾽ ἄλλα μείζον᾽ ἡ τάλαιν᾽ ἐγώ.
εἰ δ᾽ ἔστι τοῖς δούλοισι τοὺς ἐλευθέρους
235 μὴ λυπρὰ μηδὲ καρδίας δηκτήρια
ἐξιστορῆσαι, σοὶ μὲν εἰρῆσθαι χρεών,
ἡμᾶς δ᾽ ἀκοῦσαι τοὺς ἐρωτῶντας τάδε.
ΟΔ. ἔξεστ᾽, ἐρώτα· τοῦ χρόνου γὰρ οὐ φθονῶ.
ΕΚ. οἶσθ᾽ ἡνίκ᾽ ἦλθες Ἰλίου κατάσκοπος
240 δυσχλαινίᾳ τ᾽ ἄμορφος, ὀμμάτων τ᾽ ἄπο
φόνου σταλαγμοὶ σὴν κατέσταζον γένυν;
ΟΔ. οἶδ᾽· οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου.
ΕΚ. ἔγνω δέ σ᾽ Ἑλένη καὶ μόνῃ κατεῖπ᾽ ἐμοί;
ΟΔ. μεμνήμεθ᾽ ἐς κίνδυνον ἐλθόντες μέγαν.
245 ΕΚ. ἥψω δὲ γονάτων τῶν ἐμῶν ταπεινὸς ὤν;
ΟΔ. ὥστ᾽ ἐνθανεῖν γε σοῖς πέπλοισι χεῖρ᾽ ἐμήν.
249 ΕΚ. τί δῆτ᾽ ἔλεξας δοῦλος ὢν ἐμὸς τότε;
250 ΟΔ. πολλῶν λόγων εὑρήμαθ᾽ ὥστε μὴ θανεῖν.
247 ΕΚ. ἔσωσα δῆτά σ᾽ ἐξέπεμψά τε χθονός;
248 ΟΔ. ὥστ᾽ εἰσορᾶν γε φέγγος ἡλίου τόδε.
***
(Προβάλλει ο Οδυσσέας με την ακολουθία του.) ΧΟΡΟΣ
Μα νά που φτάνει βιαστικός ο Οδυσσέας,
κάτι καινούργιο για να σου μηνύσει, Εκάβη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κυρά μου, θα την ξέρεις, φαντάζομαι,
τη γνώμη του στρατού και την απόφαση.
Όμως θα σου τα πω κι εγώ. Λοιπόν, αποφασίσαν
220 οι Αχαιοί την κόρη σου την Πολυξένη
να θυσιάσουνε στον τύμβο του Αχιλλέα.
Κι ορίσαν εμάς συνοδειά της κοπέλας· εμείς
θα τους την πάμε. Της θυσίας τελετουργός
θα ᾽ναι ο γιος του Αχιλλέα. Και τώρα,
τί θα πρέπει να κάνεις; Μήτε να θελήσεις
να σου την πάρουν με το ζόρι, μήτε
να ᾽ρθεις με μένανε στα χέρια. Ξέρεις
πως βρίσκεσαι σε άσχημη θέση, ξέρεις
πως δύναμη δεν έχεις. Σοφός είν᾽ εκείνος
που και μέσα στη συμφορά λογικεύεται.
ΕΚΑΒΗ
Οϊμένα, καθώς φαίνεται με περιμένει
230 αγώνας φοβερός, με στεναγμούς και δάκρυα.
Γι᾽ αυτό δεν πέθανα όταν έπρεπε
να πεθάνω, και δεν μ᾽ αφάνισε ο Δίας
αλλά με κρατά ζωντανή για να δω
πάθη τρανότερα απ᾽ τα πρώτα· ω η μαύρη!
Αν, ωστόσο,
έχουν δικαίωμα κι οι σκλάβοι να ρωτούν
τους ελεύθερους, όχι με λόγια
στενόχωρα ή πικρά που την καρδιά δαγκώνουν,
τότε θα πρέπει κι εσύ ν᾽ αποκριθείς
σε κάτι που θα σε ρωτήσω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ελεύθερα
μίλα· δεν πειράζει κι αν αργήσω.
ΕΚΑΒΗ
Θυμάσαι τότε που κατάσκοπος μπήκες στην Τροία,
240 ντυμένος με κουρέλια κι απ᾽ τα μάτια σου
αιματοστάλες κύλαγαν στα μάγουλά σου;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Θυμάμαι· είχα καρδιοχτυπήσει τόσο…
ΕΚΑΒΗ
Σε γνώρισε η Ελένη και σ᾽ εμένα μοναχά
το μαρτύρησε;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναι, ναι, θυμάμαι
πως ήρθα σε μεγάλο κίνδυνο.
ΕΚΑΒΗ
Και ταπεινά
πρόσπεσες και άγγιξες τα γόνατά μου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τόσο
που μες στα πέπλα σου νεκρώθηκε το χέρι μου.
ΕΚΑΒΗ
Τί μου είπες τότε που ήσουνα σκλάβος δικός μου;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
250 Πολλά σοφίστηκα για να μη με σκοτώσουν.
ΕΚΑΒΗ
Κι εγώ σε γλίτωσα και σ᾽ έβγαλα απ᾽ τη χώρα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναι, κι έτσι τώρα μπορώ ν᾽ αντικρίζω
του ήλιου το φως.
Ἑκάβη, νέον τι πρὸς σὲ σημανῶν ἔπος.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
γύναι, δοκῶ μέν σ᾽ εἰδέναι γνώμην στρατοῦ
ψῆφόν τε τὴν κρανθεῖσαν· ἀλλ᾽ ὅμως φράσω.
220 ἔδοξ᾽ Ἀχαιοῖς παῖδα σὴν Πολυξένην
σφάξαι πρὸς ὀρθὸν χῶμ᾽ Ἀχιλλείου τάφου.
ἡμᾶς δὲ πομποὺς καὶ κομιστῆρας κόρης
τάσσουσιν εἶναι· θύματος δ᾽ ἐπιστάτης
ἱερεύς τ᾽ ἐπέσται τοῦδε παῖς Ἀχιλλέως.
225 οἶσθ᾽ οὖν ὃ δρᾶσον; μήτ᾽ ἀποσπασθῇς βίᾳ
μήτ᾽ ἐς χερῶν ἅμιλλαν ἐξέλθῃς ἐμοί,
γίγνωσκε δ᾽ ἀλκὴν καὶ παρουσίαν κακῶν
τῶν σῶν· σοφόν τοι κἀν κακοῖς ἃ δεῖ φρονεῖν.
ΕΚ. αἰαῖ· παρέστηχ᾽, ὡς ἔοικ᾽, ἀγὼν μέγας,
230 πλήρης στεναγμῶν οὐδὲ δακρύων κενός.
κἄγωγ᾽ ἄρ᾽ οὐκ ἔθνῃσκον οὗ μ᾽ ἐχρῆν θανεῖν,
οὐδ᾽ ὤλεσέν με Ζεύς, τρέφει δ᾽ ὅπως ὁρῶ
κακῶν κάκ᾽ ἄλλα μείζον᾽ ἡ τάλαιν᾽ ἐγώ.
εἰ δ᾽ ἔστι τοῖς δούλοισι τοὺς ἐλευθέρους
235 μὴ λυπρὰ μηδὲ καρδίας δηκτήρια
ἐξιστορῆσαι, σοὶ μὲν εἰρῆσθαι χρεών,
ἡμᾶς δ᾽ ἀκοῦσαι τοὺς ἐρωτῶντας τάδε.
ΟΔ. ἔξεστ᾽, ἐρώτα· τοῦ χρόνου γὰρ οὐ φθονῶ.
ΕΚ. οἶσθ᾽ ἡνίκ᾽ ἦλθες Ἰλίου κατάσκοπος
240 δυσχλαινίᾳ τ᾽ ἄμορφος, ὀμμάτων τ᾽ ἄπο
φόνου σταλαγμοὶ σὴν κατέσταζον γένυν;
ΟΔ. οἶδ᾽· οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου.
ΕΚ. ἔγνω δέ σ᾽ Ἑλένη καὶ μόνῃ κατεῖπ᾽ ἐμοί;
ΟΔ. μεμνήμεθ᾽ ἐς κίνδυνον ἐλθόντες μέγαν.
245 ΕΚ. ἥψω δὲ γονάτων τῶν ἐμῶν ταπεινὸς ὤν;
ΟΔ. ὥστ᾽ ἐνθανεῖν γε σοῖς πέπλοισι χεῖρ᾽ ἐμήν.
249 ΕΚ. τί δῆτ᾽ ἔλεξας δοῦλος ὢν ἐμὸς τότε;
250 ΟΔ. πολλῶν λόγων εὑρήμαθ᾽ ὥστε μὴ θανεῖν.
247 ΕΚ. ἔσωσα δῆτά σ᾽ ἐξέπεμψά τε χθονός;
248 ΟΔ. ὥστ᾽ εἰσορᾶν γε φέγγος ἡλίου τόδε.
***
(Προβάλλει ο Οδυσσέας με την ακολουθία του.) ΧΟΡΟΣ
Μα νά που φτάνει βιαστικός ο Οδυσσέας,
κάτι καινούργιο για να σου μηνύσει, Εκάβη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κυρά μου, θα την ξέρεις, φαντάζομαι,
τη γνώμη του στρατού και την απόφαση.
Όμως θα σου τα πω κι εγώ. Λοιπόν, αποφασίσαν
220 οι Αχαιοί την κόρη σου την Πολυξένη
να θυσιάσουνε στον τύμβο του Αχιλλέα.
Κι ορίσαν εμάς συνοδειά της κοπέλας· εμείς
θα τους την πάμε. Της θυσίας τελετουργός
θα ᾽ναι ο γιος του Αχιλλέα. Και τώρα,
τί θα πρέπει να κάνεις; Μήτε να θελήσεις
να σου την πάρουν με το ζόρι, μήτε
να ᾽ρθεις με μένανε στα χέρια. Ξέρεις
πως βρίσκεσαι σε άσχημη θέση, ξέρεις
πως δύναμη δεν έχεις. Σοφός είν᾽ εκείνος
που και μέσα στη συμφορά λογικεύεται.
ΕΚΑΒΗ
Οϊμένα, καθώς φαίνεται με περιμένει
230 αγώνας φοβερός, με στεναγμούς και δάκρυα.
Γι᾽ αυτό δεν πέθανα όταν έπρεπε
να πεθάνω, και δεν μ᾽ αφάνισε ο Δίας
αλλά με κρατά ζωντανή για να δω
πάθη τρανότερα απ᾽ τα πρώτα· ω η μαύρη!
Αν, ωστόσο,
έχουν δικαίωμα κι οι σκλάβοι να ρωτούν
τους ελεύθερους, όχι με λόγια
στενόχωρα ή πικρά που την καρδιά δαγκώνουν,
τότε θα πρέπει κι εσύ ν᾽ αποκριθείς
σε κάτι που θα σε ρωτήσω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ελεύθερα
μίλα· δεν πειράζει κι αν αργήσω.
ΕΚΑΒΗ
Θυμάσαι τότε που κατάσκοπος μπήκες στην Τροία,
240 ντυμένος με κουρέλια κι απ᾽ τα μάτια σου
αιματοστάλες κύλαγαν στα μάγουλά σου;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Θυμάμαι· είχα καρδιοχτυπήσει τόσο…
ΕΚΑΒΗ
Σε γνώρισε η Ελένη και σ᾽ εμένα μοναχά
το μαρτύρησε;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναι, ναι, θυμάμαι
πως ήρθα σε μεγάλο κίνδυνο.
ΕΚΑΒΗ
Και ταπεινά
πρόσπεσες και άγγιξες τα γόνατά μου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τόσο
που μες στα πέπλα σου νεκρώθηκε το χέρι μου.
ΕΚΑΒΗ
Τί μου είπες τότε που ήσουνα σκλάβος δικός μου;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
250 Πολλά σοφίστηκα για να μη με σκοτώσουν.
ΕΚΑΒΗ
Κι εγώ σε γλίτωσα και σ᾽ έβγαλα απ᾽ τη χώρα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναι, κι έτσι τώρα μπορώ ν᾽ αντικρίζω
του ήλιου το φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου