Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Ο Κλαούζεβιτς και η φύση του Πολέμου

«Ο πόλεμος όμως δεν είναι ούτε απώλεια χρόνου ούτε καθαρό κι απλό πάθος του θριάμβου και του κινδύνου, ούτε κι έργο ενός αποχαλινωμένου ενθουσιασμού: είναι ένα σοβαρό μέσο που αποβλέπει σ’ έναν σοβαρό σκοπό.»
 
Η περίφημη πραγματεία του Καρλ φον Κλαούζεβιτς (1780-1831) Vom Kriege (Περί Πολέμου) προκαλεί μέχρι τις μέρες μας πολλές συζητήσεις.  Ο Κλαούζεβιτς ήταν ένας Πρώσσος στρατιωτικός, γεννημένος την 1η Ιουνίου 1780, στην πόλη Μπεργκ της Δυτικής Πρωσίας – η περιοχή σήμερα ανήκει στην Γερμανία. Καταγόταν από μεσοαστική οικογένεια με πατέρα συνταξιούχο στρατιωτικό, ενώ κι ο ίδιος κατατάχτηκε στον στρατό σε ηλικία 13 ετών περίπου. Δηλωμένος σκοπός του Πρώσσου θεωρητικού είναι να φτιάξει μια επιστημονική θεωρία για το φαινόμενο του πολέμου. Να εξετάσει δηλαδή τον πόλεμο όπως εμφανίστηκε στην ιστορία, μέχρι και τις μέρες του. Έχει σημασία να πούμε, ότι ο ίδιος υπήρξε διακεκριμένος αξιωματικός του πρωσσικού κι αργότερα του ρωσικού στρατού, κι έλαβε μέρος ως επιτελάρχης στη μάχη του Βατερλό, εναντίον του Ναπολέοντα. Το Vom Kriege γράφτηκε μετά την αποστρατεία του, ύστερα από δεκαετίες μάχιμης στρατιωτικής καριέρας, και δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του.
 
Βασική προϋπόθεση οποιασδήποτε επιστημονικής συζήτησης είναι η στοιχειώδης συμφωνία των συνομιλητών για το ακριβές περιεχόμενων των εννοιών. Αυτό ακριβώς επιχειρεί ο Κλαούζεβιτς, από την αρχή του βιβλίου· τι είναι ο πόλεμος; Ας έχουμε στο μυαλό μας δυό πολεμιστές αντιμέτωπους: «Ας μην αρχίσουμε μ’ ένα βαρύ και σχολαστικό καθορισμό του πολέμου· ας περιοριστούμε στην ουσία του, στη μονομαχία. Ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο από μια μονομαχία σε μιαν ευρύτερη κλίμακα. Αν θέλαμε να συγκεντρώσουμε σε μια μόνην έννοια τις αναρίθμητες επιμέρους μονομαχίες από τις οποίες συντίθεται, καλά θα κάναμε να φέρουμε στο νου μας δυο πολεμιστές· καθένας προσπαθεί, στο μέτρο της φυσικής του δύναμης, να υποτάξει τον άλλο στη θέλησή του· το άμεσο σχέδιό του είναι να καταβάλει τον αντίπαλο, ώστε να τον κάνει ανίκανο για κάθε αντίσταση.» Ένας πρώτος ορισμός, ο οποίος συμπληρώνεται στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου, δίνεται ως εξής:
 
«Ο πόλεμος επομένως είναι μια πράξη βίας, προορισμένη στο να καταναγκάσει τον αντίπαλο να εκτελέσει τη θέλησή μας

Η ποικιλόμορφη φυσική βία, ως βασικό μέσο του πολέμου, οπλίζεται μ’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε γενικώς πνεύμα και ασκείται πάντοτε στο όνομα νόμων του ανθρώπινου δικαίου. Ο αφοπλισμός του εχθρού με κάθε μέσο είναι εξ ορισμού ο αντικειμενικός στόχος των πολεμικών επιχειρήσεων· ο στρατιωτικός στόχος ορίζεται από τον πολιτικό σκοπό, αυτόν δηλαδή που θέτει η πολιτική ηγεσία: «Για την αντιμετώπιση της βίας, η βία οπλίζεται μ’ επινοήσεις των τεχνών και των επιστημών. Συνοδεύεται από φαύλες περιστολές, μόλις άξιες ν’ αναφερθούν, κι επιβάλλεται υπό το όνομα νόμων του ανθρωπίνου δικαίου, οι οποίοι όμως, στα πράγματα, δε μειώνουν τη δύναμή της. Η βία, η φυσική δηλαδή βία (γιατί δεν υπάρχει ηθική βία, έξω από τις έννοιες του Κράτους και του Νόμου), είναι λοιπόν το μέσο: ο σκοπός είναι η επιβολή της θέλησής μας στον εχθρό. Για να επιτύχουμε αυτό το σκοπό με κάθε βεβαιότητα, πρέπει ν’ αφοπλίσουμε τον εχθρό, κι αυτός ο αφοπλισμός είναι εξ ορισμού ο ρητός αντικειμενικός στόχος των πολεμικών επιχειρήσεων. Παίρνει τη θέση του σκοπού, και τον απομακρύνει ας πούμε, σαν κάτι που δεν ανήκει στον ίδιο τον πόλεμο.»
 
Αν λοιπόν ο πόλεμος ήταν ένα μέγεθος μετρήσιμο με αλγεβρικό τρόπο, θα ήταν ενδεχομένως δυνατό να προβλέψουμε την τελική έκβασή του, με βάση λ.χ. τον αριθμό των στρατιωτικών δυνάμεων, και τα πράγματα θα ήταν κάπως πιο απλά για τη θεωρία. Δεν είναι όμως ένα τέτοιο ποσοτικό μέγεθος, όπως αποδεικνύεται από χιλιάδες ιστορικά παραδείγματα. Η θεωρητική υπόθεση, ας πούμε, ότι ένα μικρό κράτος ή ένας σχετικά ολιγάριθμος στρατός που δέχεται επίθεση, θα ηττηθεί από υπέρτερες δυνάμεις, δεν επιβεβαιώνεται πάντοτε από τα πράγματα, για πολλούς λόγους: ο ισχυρότερος, ας πούμε, δεν θα επιδιώξει την συμπλοκή, αν οι απώλειες κάθε είδους αναμένεται να είναι δυσανάλογες με τα πλεονεκτήματα που μπορεί να κερδίσει σε περίπτωση νίκης κλπ. Ο ίδιος ο Κλαούζεβιτς θεωρούσε ότι έπρεπε να αναψηλαφήσει αρκετά κεφάλαια του βιβλίου, κι αξίζει να παραθέσουμε μια σημείωση που βρέθηκε στα χειρόγραφά του· το πρώτο είδος του πολέμου έχει σκοπό να καταβάλει τον αντίπαλο, ενώ στο, άλλο άκρο, ο πόλεμος ως μέσο έχει στόχο ορισμένες κατακτήσεις, με σκοπό να χρησιμεύσουν τη στιγμή της ειρήνευσης:
 
«Όλες οι ιδέες θ’ αποκτήσουν τότε καθαρότερο νόημα, ακριβή προσανατολισμό, πιο συγκεκριμένη εφαρμογή. Αυτά τα δυο είδη πολέμου είναι τα εξής: το ένα έχει σαν στόχο να καταβάλει τον αντίπαλο, είτε για να τον εξουδετερώσει πολιτικά, είτε μόνο για να τον αφοπλίσει, υποχρεώνοντάς τον να δεχτεί την ειρήνη πάση θυσία· στο άλλο αρκούν μερικές κατακτήσεις στα σύνορα της χώρας, είτε υπάρχει πρόθεση να διατηρηθούν, είτε να χρησιμοποιηθούν σαν ανταλλάξιμο είδος τη στιγμή της ειρήνευσης. Θα πρέπει φυσικά να σεβαστούμε τα ενδιάμεσα είδη, η εντελώς διαφορετική φύση όμως πρέπει να φαίνεται παντού και να σημειώνει το διαχωρισμό μεταξύ των ασυμβίβαστων στοιχείων.»

Κατά τον Κλαούζεβιτς, ο πόλεμος δεν είναι κάτι ανεξάρτητο από την πολιτική, ούτε γεννιέται ξαφνικά, ως παρεκτροπή από μια ομαλή και ειρηνική πορεία. Αν η πολιτική είναι ένα είδος εμπορίου, δηλαδή ένα πεδίο ατέρμονων οικονομικών συγκρούσεων, με πολιτικά μέσα, ο πόλεμος είναι η συνέχεια αυτού του διαρκούς αγώνα, με ιδιαίτερους τρόπους και ιδιαίτερα μέσα: «Βλέπουμε λοιπόν πως ο πόλεμος δεν είναι μόνο πολιτική πράξη, αλλά γνήσιο πολιτικό όργανο, μια συνέχιση των πολιτικών σχέσεων, μια πραγματοποίησή τους μ’ άλλα μέσα. Εκείνο που μένει πάντα ιδιάζον στον πόλεμο προκύπτει καθαρά από τον ιδιάζοντα χαρακτήρα των μέσων που κινητοποιεί.»
Η απόφαση για την κήρυξη του πολέμου είναι έργο της πολιτικής ηγεσίας, και όχι των στρατιωτικών, αφού πάντοτε ο πόλεμος υπηρετεί έναν πολιτικό στόχο: «Η τέχνη του πολέμου εν γένει, και του διοικητή σε κάθε ειδική περίπτωση, μπορεί ν’ απαιτεί το συμβιβασμό των τάσεων και των προθέσεων της πολιτικής μ’ αυτά τα μέσα, απαίτηση μη αμελητέα, βέβαια. Όσο όμως ισχυρά κι αν αντιδρά, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, στις πολιτικές προθέσεις, αυτό πρέπει πάντα να θεωρείται μόνο σαν μια μεταβολή εκείνων, γιατί η πολιτική πρόθεση είναι ο σκοπός, ενώ ο πόλεμος είναι το μέσο, και το μέσο δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητα από τον σκοπό
 
Στον πόλεμο πρέπει να χρησιμοποιούνται όλα τα διαθέσιμα μέσα, χωρίς ηθικού τύπου αναστολές, εφόσον επιβάλλονται από τα πράγματα. Το ίδιο το πνεύμα, οι διανοητικές δυνάμεις του ανθρώπου, χρειάζεται να υπηρετήσουν τον αντικειμενικό στρατιωτικό στόχο του πολέμου. Προφανώς, συνήθεις εκδηλώσεις του πάθους, όπως οι σφαγές και οι λεηλασίες, προκαλούν αποτροπιασμό, κάποτε ακόμα και στους θύτες, ωστόσο δεν είναι αυτός βασικός λόγος για τον οποίο πρέπει να αποφεύγονται. Το ρεαλιστικό και ψυχρό ερώτημα είναι, σε ποιό βαθμό μια ενέργεια, ως πολεμική πράξη, εξυπηρετεί τον βασικό στρατιωτικό στόχο των επιχειρήσεων. Αν λ.χ. ο εξανδραποδισμός του πληθυσμού μια πόλης που καταλαμβάνεται προκαλέσει πολλαπλάσιες φθορές σε άλλες περιοχές, λ.χ.  ως αντίποινα κι εκδίκηση, η ανοησία και η σπατάλη δυνάμεων είναι προφανής.
«Όλα αυτά μας δείχνουν σε ποιο σημείο η αντικειμενική φύση του πολέμου τον προσεγγίζει σ’ έναν υπολογισμό των πιθανοτήτων. Δεν του λείπει πια παρά ένα στοιχείο, που θα τον κάνει παιχνίδι, κι αυτό το στοιχείο ασφαλώς δεν απουσιάζει: είναι το τυχαίο. Καμιά ανθρώπινη δραστηριότητα δεν εξαρτάται τόσο απόλυτα και τόσο καθολικά από το τυχαίο όσο ο πόλεμος. Το συμπτωματικό και το ευκαιριακό παίζουν λοιπόν, μαζί με το τυχαίο, ένα μεγάλο ρόλο στον πόλεμο.»
Επομένως, ο μετριασμός της ωμής βίας δεν είναι προϊόν ενός υποτιθέμενου ανώτερου πολιτισμού, αλλά προέρχεται από την προσπάθεια να εξορθολογιστεί ο πόλεμος και τη στάθμιση του πλήθους των παραγόντων με τη δύναμη της διάνοιας. Ο άγριος μπορεί να διακατέχεται από τα ίδια πάθη στον πόλεμο, και τα εκδηλώνει συχνά πιο ωμά, επειδή δεν είναι πάντοτε σε θέση να υπολογίσει λογικά ή κι επιστημονικά τις συνέπειες των πράξεων του· ο πολιτισμένος, προσωρινά πάντοτε, χαλιναγωγεί τα πάθη του για χάρη του ύψιστου πολεμικού σκοπού, να συντρίψει τις στρατιωτικές δυνάμεις του εχθρού, να τον καταστήσει ανίκανο να συνεχίσει τον πόλεμο· αυτή είναι η μόνη «φιλανθρωπία» που συγχωρείται στον ικανό στρατιωτικού διοικητή. Βεβαίως, ο εξαναγκασμός του εχθρού δεν μπορεί να γίνει παρά μόνον με βίαια μέσα και δεν υπάρχει αναίμακτος τρόπος για ν’ αφοπλίσεις τον εχθρό και να τον καταστήσεις ακίνδυνο:
 
«Οι φιλάνθρωπες λοιπόν ψυχές θα μπορούσαν να φανταστούν πως υπάρχει ένας τεχνητός τρόπος αφοπλισμού και καταβολής του αντιπάλου χωρίς μεγάλες αιματοχυσίες, και πως σ’ αυτό ακριβώς τείνει η αυθεντική τέχνη του πολέμου. Όσο επιθυμητό κι αν φαίνεται αυτό, είναι ένα σφάλμα που πρέπει να εξαλειφθεί. Σε μιαν υπόθεση τόσο επικίνδυνη όσο ο πόλεμος, τα σφάλματα που οφείλονται στην ψυχική καλοσύνη είναι ακριβώς το χειρότερο των πραγμάτων. Καθώς η χρήση της φυσικής δύναμης στο σύνολό της δεν αποκλείει καθόλου τη συνεργασία της διάνοιας, εκείνος που χρησιμοποιεί χωρίς οίκτο αυτή τη δύναμη και δεν οπισθοχωρεί μπροστά σε καμιάν αιματοχυσία θ’ αποκτήσει ένα πλεονέκτημα επί του αντιπάλου του, αν εκείνος δε δράσει με τον ίδιο τρόπο. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, υπαγορεύει το νόμο του στον αντίπαλο τόσο, όσο ο καθένας ωθεί τον άλλο σε ακρότητες, στις οποίες μόνο το αντιστάθμισμα που υπάρχει από την άλλη πλευρά χαράζει όρια.» Και λίγο παρακάτω: «Να πώς πρέπει να θεωρήσουμε τα πράγματα. Το ν’ αγνοήσουμε το στοιχείο της θηριωδίας, εξαιτίας της αποστροφής που εμπνέει, είναι διασπάθιση της δύναμης, για να μην πούμε σφάλμα.»
 
Ο πόλεμος δεν ξεσπάει σχεδόν ποτέ στα τυφλά και ξαφνικά, επειδή λ.χ. υπάρχουν θερμοκέφαλοι στρατιωτικοί και παράφρονες ηγέτες, ούτε βεβαίως για να πουλήσουν απλώς οι έμποροι τα πανάκριβα όπλα τους. Όπως αναφέραμε ήδη, ο πόλεμος είναι ένα σοβαρότατο μέσο της πολιτικής και η απόφαση για την κήρυξη του δεν ανήκει στον ίδιο. Ο πόλεμος είναι καθαυτός στοιχείο της πολιτικής σύγκρουσης, η οποία συμβαίνει ασφαλώς την περίοδο της ειρήνης· αυτό που τον διαφοροποιεί ριζικά είναι η χρήση ένοπλων ανδρών, η απόφαση δηλαδή που λαμβάνει ένα υποκείμενο να επιβάλει με τη βία τη θέλησή του σ’ ένα άλλο. Ως υποκείμενα ατομικά ή συλλογικά, εννοούμε εδώ τα άτομα, τις, ομάδες, τα έθνη, τα κράτη κλπ. Ο μετριασμός της βίας στη διάρκεια του πολέμου δεν ανήκει στον ίδιο τον πόλεμο, αλλά στις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες τον γεννούν και υπάρχουν πριν ξεσπάσει η σύγκρουση. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε περίτρανα και στον εικοστό αιώνα, η όποια πρόοδος του πολιτισμού, διόλου δεν εμπόδισε να στηθεί ολόκληρη βιομηχανία θανάτου κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με 65.000.000 νεκρούς, ούτε φαίνεται να σταμάτησε τις φρικαλεότητες σε όλα σχεδόν τα θέατρα του πολέμου. Γράφει σχετικά ο Κλαούζεβιτς:

«Αν οι πόλεμοι των πολιτισμένων εθνών είναι πολύ λιγότερο σκληροί και καταστρεπτικοί από κείνους των μη-πολιτισμένων εθνών, αυτό οφείλεται στην κοινωνική κατάσταση αυτών των κρατών, τόσο στη δική τους όσο και σε κείνη που υπαγορεύουν οι αμοιβαίες τους σχέσεις. Απ’ αυτή την κατάσταση κι απ’ ό,τι την καθορίζει προκαλείται ο πόλεμος· οι συνθήκες αυτές τον διαπλάθουν, τον περιορίζουν και τον μετριάζουν. Αλλ’ αυτά τα στοιχεία καθαυτά δεν ανήκουν στον πόλεμο, υπάρχουν πριν απ’ αυτόν. Δε θα μπορούσε να εισαγάγει κανείς μια συμβιβαστική αρχή στην ίδια τη φιλοσοφία του πολέμου χωρίς να διαπράξει έναν παραλογισμό
 
Η σύγκρουση μεταξύ των ανθρώπων εξαρτάται από δύο στοιχεία: το συναίσθημα της εχθρότητας και την εχθρική πρόθεση. Το συναίσθημα φαίνεται να κυριαρχεί στους άγριους, τους μη-πολιτισμένους, ενώ μάλλον η διάνοια υπαγορεύει τις αποφάσεις των πολιτισμένων εθνών:  «Στους άγριους υπερισχύουν οι προθέσεις που εμπνέονται από το συναίσθημα στους πολιτισμένους εκείνες που υπαγορεύονται από τη διάνοια. Αυτή ωστόσο η διαφορά δεν οφείλεται στην εσωτερική φύση της αγριότητας και του πολιτισμού, αλλά στις συμπαρομαρτούσες συνθήκες, στους θεσμούς, κ.λ.π. Δεν υπάρχει επομένως κατ’ ανάγκην σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά υπερισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις. Εν ολίγοις, ακόμη και τα πιο πολιτισμένα έθνη μπορούν να παραφέρονται εξαιτίας ενός θηριώδους μίσους.»
 
Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ απαλλαγμένος από τα φυσικά ανθρώπινα συναισθήματα και τα πάθη: «Βλέπουμε έτσι πόσο μακριά από την αλήθεια θα ήμασταν αν αναγάγαμε τον μεταξύ πολιτισμένων λαών πόλεμο σε μια καθαρά λογική πράξη των κυβερνήσεων, που θα μας φαινόταν ν’ απελευθερώνεται όλο και περισσότερο από κάθε πάθος, έτσι που η φυσική βαρύτητα των ενόπλων δυνάμεων δε θάταν πια απαραίτητη και θ’ αρκούσαν θεωρητικές σχέσεις μεταξύ τους— ένα είδος άλγεβρας της δράσης

Αναμφίβολα η επιστημονική πραγματεία περί του Πολέμου μπορεί να φανεί χρήσιμη σ’ οποιονδήποτε θέλει να είναι πιο αποτελεσματικός στη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων· αν ο πόλεμος είναι το ισχυρότερο εργαλείο της πολιτικής, ποιός δεν θα ήθελε να το κατέχει;  Ο Κλαούζεβιτς δεν προτείνει οπωσδήποτε τον πόλεμο ως μέσο επίλυσης των διαφορών μεταξύ των κρατών· του αρκεί η ανθρωπολογική-ιστορική διαπίστωση ότι πόλεμοι γίνονταν από την αυγή της ανθρωπότητας, θα συνεχίσουν να γίνονται και η φύση τους παραμένει βασικά η ίδια. Φυσικά, οι λεγόμενοι ειρηνόφιλοι, όπως και οι πολεμοχαρείς, είναι υποχρεωμένοι να συντηρούν δαπανηρά αλλά αποτελεσματικά στρατεύματα, ειδικά αν οι διαθέσεις άλλων υποκειμένων δεν είναι φιλικές απέναντί τους. Η περιβόητη διατύπωση, ότι ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής, με άλλα μέσα, αν την πάρουμε στην ονομαστική της αξία, σημαίνει, τουλάχιστον, πως όλα τα καθοριστικά στοιχεία του πολέμου χρειάζεται να διαμορφωθούν κατάλληλα τον καιρό της ειρήνης, εφόσον ο κόσμος πρέπει να θεωρείται, καταρχήν, εχθρικός και φύσει επιθετικός. Αν λοιπόν ο πόλεμος, ως εργαλείο, φαινόμενο και μέσο, κατάγεται κάθε φορά από μια συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση και είναι όργανό της, αυτό το φυσικό αίτιο θα πρέπει να επηρεάζει καθοριστικά και τη διεξαγωγή του. Ο πολιτικός αντικειμενικός στόχος πρέπει βεβαίως να προσαρμόζεται στη φύση των μέσων που διαθέτει, κι αυτό τον οδηγεί συχνά σε πλήρη μεταμόρφωση· από τον «πόλεμο εξόντωσης» μέχρι την απλή «ένοπλη παρατήρηση», η πολιτική «θα διεισδύσει σ’ ολόκληρη την πολεμική πράξη ασκώντας μια σταθερή επίδραση πάνω της, στο μέτρο που το επιτρέπει η φύση των εκρηκτικών δυνάμεων που ασκούνται σ’ αυτήν.»
 
Σε θεωρητικό επίπεδο, επιχειρώντας να ορίσει έναν ιδεότυπο του πολέμου, ο Κλαούζεβιτς ορίζει τρεις βασικές αλληλεπιδράσεις του, οι οποίες θα έπρεπε να οδηγούν σε ακρότητες:
 
-«Ο πόλεμος είναι μια πράξη βίας, και δεν υπάρχει όριο στην εκδήλωση αυτής της βίας. Καθένας από τους δυο αντιπάλους ακολουθεί το νόμο του άλλου, κι απ’ αυτό προκύπτει μια αλληλεπίδραση που, ως έννοια, οφείλει να φτάσει στα άκρα. Αυτή είναι η πρώτη αλληλεπίδραση κι η πρώτη ακρότητα που συναντούμε. (Πρώτη αλληλεπίδραση).»
 
-«Όσο δεν έχω νικήσει τον αντίπαλο, μπορώ να φοβάμαι πως θα με νικήσει. Δεν είμαι ο κύριος του εαυτού μου, γιατί εκείνος μου υπαγορεύει το νόμο του, όπως κι εγώ του υπαγορεύω το δικό μου. Τέτοια είναι η δεύτερη αλληλεπίδραση, που μας οδηγεί στη δεύτερη ακρότητα. (Δεύτερη αλληλεπίδραση).»
 
-«Αν υποθέσουμε πως εκτιμούμε με μια σχετική πιθανότητα την εχθρική δύναμη αντίστασης, μπορούμε τότε να προσαρμόσουμε ανάλογα προς αυτήν τις προσπάθειές μας, να τις αυξήσουμε έτσι που να μας παράσχουν τη βεβαιότητα της επικράτησης, ή, αν δεν έχουμε τα μέσα γι’ αυτό, να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Αλλά κι ο αντίπαλος κάνει το ίδιο πράγμα· εξ ου κι ένας νέος ανταγωνισμός που, καθαρά θεωρητικά, επιβάλλει για μιαν ακόμη φορά μιαν ώθηση σε ακρότητες. Συναντούμε εδώ την τρίτη αλληλεπίδραση και την τρίτη ακρότητα. (Τρίτη αλληλεπίδραση).»
 
Επομένως, στο αφηρημένο επίπεδο των καθαρών εννοιών, η σκέψη δεν θα έβρισκε ανάπαυση πριν φτάσει στο άκρο της: στη διαρκή και ακατάπαυστη  σύγκρουση δυνάμεων που παραδίδονται στον εαυτό τους και ακολουθούν τους δικούς τους νόμους. Οι προηγούμενες ακρότητες θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σ΄ ένα ατέλειωτο παιχνίδι της φαντασίας και με σοφίσματα να μας απομακρύνουν από τον πόλεμο, όπως παρουσιάζεται στην πραγματικότητα. Από τα προηγούμενα, προκύπτει η απλή διαβεβαίωση ότι πρέπει κάποιος να είναι πάντοτε έτοιμος· ωστόσο, ένας τέτοιος παροξυσμός της προσπάθειας δεν συναντάται στην πραγματική ζωή και μια τέτοια συμβουλή δεν έχει καμιά πρακτική χρησιμότητα. Σύμφωνα με τον Πρώσσο στρατηγό, ο πόλεμος δεν είναι μια πράξη εντελώς μεμονωμένη, που εμφανίζεται ξαφνικά και χωρίς συνάφεια με την προγενέστερη ζωή του κράτους, ούτε συνίσταται σε μια μοναδική απόφαση ή σε πολλές ταυτόχρονες αποφάσεις· χρειάζεται πάντα να έχουμε υπόψιν την πολιτική κατάσταση, που πρέπει να προκύψει απ’ αυτόν και να επιδράσει επάνω του.

Ο πόλεμος γίνεται παιχνίδι, εξαιτίας της υποκειμενικής και της αντικειμενικής φύσης του. Τα ηθικά μεγέθη που εμπλέκονται, όπως η ανδρεία, το πνεύμα, η πολεμική ικανότητα, το θάρρος, η όσφρηση του διοικητή, η λεπταισθησία της κρίσης του, το ένστικτο, η ψυχική καρτερία και πλήθος άλλοι παράγοντες κάνουν τον πόλεμο ένα εξαιρετικά δύσκολο αντικείμενο για την επιστημονική μελέτη: «Αν ρίξουμε τώρα μια ματιά στην υποκειμενική φύση του πολέμου, δηλαδή στις αναγκαίες για τη διεξαγωγή του δυνάμεις, μας φαίνεται ακόμη περισσότερο σαν ένα παιχνίδι. Το στοιχείο μέσα στο οποίο κινούνται οι δραστηριότητες του πολέμου είναι ο κίνδυνος· ποια είναι, μέσα στον κίνδυνο, η ανώτερη ψυχική δύναμη; Είναι το θάρρος. Το θάρρος, όμως, μπορεί κάλλιστα να κοινωνήσει με το φρόνιμο υπολογισμό, παρόλο που είναι δυο διαφορετικά πράγματα, που προέρχονται από δυο πλευρές της ψυχής. Από την άλλη πλευρά, η ανδρεία, η πίστη στην επιτυχία, η τόλμη κι η ευθαρσία δεν είναι παρά εκδηλώσεις του θάρρους, κι όλες αυτές οι ψυχικές τάσεις αναζητούν το συμπτωματικό, που είναι το στοιχείο τους.»
 
Τα μετρήσιμα ή μαθηματικά στοιχεία του πολέμου δεν βρίσκουν «καμιά σταθερή βάση, πάνω στην οποία είναι δυνατόν να στηριχτούν» ακριβείς υπολογισμοί σχετικοί με την τέχνη του πολέμου. Ο ανθρώπινος νους, ατελής πάντοτε κι επιρρεπής, είναι στο τέλος αναγκασμένος να στηριχθεί ψύχραιμα στον νόμο του υπολογισμού των πιθανοτήτων και να συνυπολογίσει οπωσδήποτε τον παράγοντα της τύχης – κι αυτό, φυσικά, είναι προτιμότερο από την πλήρη άγνοια και την απουσία θεωρητικών υπολογισμών και προβλέψεων. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, αιφνιδιαστικά, οι μεταβολές της τύχης, οι κακοτυχίες και οι καλοτυχίες, καθώς και η δράση ζωντανών δυνάμεων, μπορούν να κάνουν τον πόλεμο «μιαν ανθρώπινη δραστηριότητα που μοιάζει περισσότερο απ’ όλες τις άλλες με χαρτοπαίγνιο.»
 
Περί του Πολέμου (αποσπάσματα)
 
«Αν κι η διάνοιά μας αισθάνεται πάντα να ωθείται προς τη σαφήνεια και τη βεβαιότητα, το πνεύμα μας συχνά έλκεται από την αβεβαιότητα. Η διάνοια, αντί ν’ ανοίγει ένα δρόμο μέσα από τους μαιάνδρους της φιλοσοφικής διερεύνησης και των λογικών αφαιρέσεων, για να φτάσει, έχοντας μετά βίας συνείδηση του εαυτού της, σφαίρες ξένες, όπου κάθε γνωστό αντικείμενο μοιάζει να την εγκαταλείπει, προτιμά να καθυστερεί με τη φαντασία στο βασίλειο του τυχαίου και του ευκαιριακού. Αντί να συμμορφώνεται προς τη μετριοπαθή αναγκαιότητα, διασκεδάζει στο βασίλειο των δυνατοτήτων μετατοπισμένο, το θάρρος αναπτερώνεται, έστω κι αν η τόλμη κι ο κίνδυνος γίνονται το στοιχείο μέσα στο οποίο ρίχνεται, όπως ο ατρόμητος κολυμβητής ρίχνεται στο ρεύμα.»
 
«Η τέχνη του πολέμου εφαρμόζεται σε ζωντανές και ηθικές δυνάμεις· κατά συνέπεια, δεν μπορεί ποτέ να φτάσει στο απόλυτο και στο βέβαιο· μένει πάντα ένα περιθώριο για το συμπτωματικό, τόσο στις μεγαλύτερες υποθέσεις όσο και στις μικρότερες. Όπως υπάρχει από τη μια πλευρά αυτός ο συμπτωματικός παράγοντας, από την άλλη πρέπει να βρίσκονται το θάρρος κι η αυτοπεποίθηση, για να συμπληρώνουν το κενό. Όσο μεγαλύτερα είναι το θάρρος κι η αυτοπεποίθηση, τόσο περισσότερη ελευθερία κίνησης μπορεί ν’ αφεθεί στο συμπτωματικό. Το θάρρος κι η αυτοπεποίθηση είναι συνεπώς άκρως ουσιώδεις αρχές στον πόλεμο· κατά συνέπεια, η θεωρία δεν πρέπει να παρουσιάζει υπό τύπον νόμου παρά νόμους ικανούς ν’ αφήσουν να εκφραστούν όλοι οι βαθμοί κι όλες οι ποικιλίες αυτών των στρατιωτικών αρετών, των πιο απαραίτητων και των ευγενέστερων απ’ όλες. Η ίδια η τόλμη δεν είναι απαλλαγμένη από τη σοφία ούτε από τη σωφροσύνη· τ’ αξιολογικά τους κριτήρια όμως δεν είναι τα ίδια.»
 
«Ο πόλεμος μιας κοινότητας —ολόκληρων εθνών κι ιδίως πολιτισμένων εθνών— εγείρεται πάντα από μια πολιτική κατάσταση και δεν προκύπτει παρά από ένα πολιτικό αίτιο. Να γιατί ο πόλεμος είναι πολιτική πράξη. Ωστόσο, αν ήταν μια πλήρης πράξη, που τίποτε δε θα την εμπόδιζε, μια απόλυτη εκδήλωση βίας, όπως θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε από την καθαρή του έννοια, ο πόλεμος θα έπαιρνε τη θέση της πολιτικής από τη στιγμή που θα προκαλούνταν μόνος του, θα την περιόριζε και θ’ ακολουθούσε τους δικούς του νόμους, σαν κάτι εντελώς ανεξάρτητο, όπως ακριβώς μια πηγή, όταν αναβρύζει, δεν μπορεί πια ν’ ακολουθήσει άλλο δρόμο από κείνον που της προσδιορίστηκε μέσω της τοποθέτησής της σ’ ένα προγενέστερο σημείο. Μ’ αυτό τον τρόπο προσεγγίστηκε το ζήτημα ως τώρα, μια κι η έλλειψη αρμονίας μεταξύ της πολιτικής και της διεξαγωγής του πολέμου προκαλούσε την ανάδυση θεωρητικών διακρίσεων αυτού του είδους. Δε συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο, κι αυτή η αντίληψη είναι ριζικά εσφαλμένη. Είδαμε πως στον κόσμο της πραγματικότητας ο πόλεμος δεν είναι μια τέτοια ακρότητα, η ένταση της οποίας θα μπορούσε να καταπραϋνθεί σε μια μόνη φορά· λειτουργεί μάλλον μέσω δυνάμεων που δεν αναπτύσσονται σε κάθε περίπτωση με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια έκταση, αλλά που, σε μια δεδομένη στιγμή, εγείρονται σε βαθμό επαρκή για να νικήσουν την αντίσταση που τους αντιθέτουν η αδράνεια κι η διχόνοια, ενώ σε μιαν άλλη στιγμή αποδεικνύονται ανίκανες να παράγουν το παραμικρό αποτέλεσμα. Ο πόλεμος λοιπόν είναι κατά κάποιο τρόπο ο ομαλός σφυγμός της βίας, λίγο ως πολύ ικανός να καταπραΰνει τις εντάσεις της και να εξαντλεί τις δυνάμεις της— μ’ άλλους όρους, τείνει περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα στο σκοπό της, διαρκεί όμως πάντα γι’ αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε ν’ ασκεί επίδραση σ’ αυτό το σκοπό κατά τη διάρκεια της εξέλιξής του, για να τον προσανατολίζει υπό το ένα ή το άλλο νόημα, εν ολίγοις, αρκετά για να μένει υποτεταγμένος στη θέληση ενός κατευθυντήριου πνεύματος. Αν λοιπόν έχει κανείς στο νου του πως ο πόλεμος προκύπτει από ένα πολιτικό σχέδιο, είναι φυσικό αυτό το αρχικό αίτιο, από το οποίο κατάγεται, να παραμένει η πρώτη κι ανώτερη θεώρηση που θα υπαγορεύσει τη διεξαγωγή του. Ωστόσο, ο πολιτικός αντικειμενικός στόχος δεν είναι, σαν τέτοιος, ένας δεσποτικός ρυθμιστής· πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση των μέσων που διαθέτει, πράγμα που τον οδηγεί συχνά στην πλήρη του μεταμόρφωση· παραμένει μολαταύτα πάντα στην πρώτη γραμμή των θεωρήσεών μας. Η πολιτική επίσης θα διεισδύσει σ’ ολόκληρη την πολεμική πράξη ασκώντας μια σταθερή επίδραση πάνω της, στο μέτρο που το επιτρέπει η φύση των εκρηκτικών δυνάμεων που ασκούνται σ’ αυτήν.»

«Βλέπουμε λοιπόν πως ο πόλεμος δεν είναι μόνο πολιτική πράξη, αλλά γνήσιο πολιτικό όργανο, μια συνέχιση των πολιτικών σχέσεων, μια πραγματοποίησή τους μ’ άλλα μέσα. Εκείνο που μένει πάντα ιδιάζον στον πόλεμο προκύπτει καθαρά από τον ιδιάζοντα χαρακτήρα των μέσων που κινητοποιεί. Η τέχνη του πολέμου εν γένει, και του διοικητή σε κάθε ειδική περίπτωση, μπορεί ν’ απαιτεί το συμβιβασμό των τάσεων και των προθέσεων της πολιτικής μ’ αυτά τα μέσα, απαίτηση μη αμελητέα, βέβαια. Όσο όμως ισχυρά κι αν αντιδρά, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, στις πολιτικές προθέσεις, αυτό πρέπει πάντα να θεωρείται μόνο σαν μια μεταβολή εκείνων γιατί η πολιτική πρόθεση είναι σκοπός, ενώ ο πόλεμος είναι το μέσο, και το μέσο δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητα από το σκοπό.»
 
Ποικιλία της φύσης των πολέμων
 
«Όσο επιβλητικότερα κι ισχυρότερα είναι τα πολιτικά αίτια, τόσο περισσότερο προσδιορίζουν την ίδια την ύπαρξη του έθνους, κι όσο βιαιότερη είναι η ένταση που προϋπάρχει του πολέμου, τόσο περισσότερο ο πόλεμος θα είναι σύμμορφος προς την αφηρημένη του μορφή· όσο περισσότερο πάλι αυτός επιδιώκει την καταστροφή του εχθρού κι όσο περισσότερο συμπίπτουν ο στρατιωτικός στόχος κι οι πολιτικές βλέψεις, τόσο περισσότερο ο πόλεμος θα μοιάζει καθαρά στρατιωτικός και λιγότερο πολιτικός. Όσο όμως ατονότερα είναι τα αίτια κι οι εντάσεις κι όσο λιγότερο η φυσική τάση του πολεμικού στοιχείου, η τάση προς τη βία, συμπίπτει με τις πολιτικές απαιτήσεις, τόσο περισσότερο θα βαθαίνει η διαφορά του πολιτικού σχεδίου προς το σκοπό ενός ιδεώδους πολέμου, και τόσο περισσότερο ο πόλεμος θα μοιάζει να γίνεται πολιτική.»
 
Κάθε πόλεμος θα θεωρείται ως πολιτική πράξη
 
«Ας επανέλθουμε στο κύριο θέμα μας: αν αληθεύει πως μέσα σ’ ένα δεδομένο είδος πολέμου η πολιτική μοιάζει να εξαφανίζεται εξολοκλήρου, ενώ σ’ ένα άλλο είδος προβάλλεται φανερά στο πρώτο επίπεδο, δε θα είχαμε λιγότερο δίκιο αν σημειώναμε πως το ένα είδος είναι τόσο πολιτικό όσο και το άλλο· γιατί, αν θεωρήσουμε την πολιτική ως το πνεύμα του προσωποποιημένου κράτους, οφείλει να περικλείει, μέσα σ’ όλους τους αστερισμούς που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι υπολογισμοί της, κι εκείνον στον οποίον η φύση όλων των περιστάσεων καθορίζει ένα πόλεμο του πρώτου είδους. Μόνον αν, αντί να εννοήσουμε την πολιτική ως το γενικό πνεύμα της κατάστασης, πάρουμε αυτό τον όρο στη συμβατική του έννοια του πανούργου, επιφυλακτικού, δηλαδή παράνομου δόλου, που αντιτίθεται στη βία, το δεύτερο είδος του πολέμου θα εξαρτιόταν απ’ αυτήν περισσότερο απ’ ό,τι το πρώτο.»
 
«Βλέπουμε λοιπόν, πρώτα απ’ όλα, πως σε κάθε περίσταση πρέπει να θεωρούμε τον πόλεμο ως πολιτικό όργανο κι όχι ως κάτι ανεξάρτητο· μόνον απ’ αυτή την οπτική γωνία μπορούμε ν’ αποφύγουμε να τεθούμε σε αντίφαση μ’ όλη την ιστορία του πολέμου. Μόνη αυτή ανοίγει το μεγάλο βιβλίο σε μια διανοητική εκτίμηση. Κατά δεύτερο λόγο, αυτή η ίδια οπτική γωνία μας δείχνει πόσο διαφέρουν οι πόλεμοι ανάλογα με τη φύση των αιτίων τους και με τις περιστάσεις που τους γεννούν.»

«Ο πόλεμος δεν είναι λοιπόν μόνον ένας γνήσιος χαμαιλέων, που μεταβάλλει τη φύση του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλ’ είναι, σαν συνολικό φαινόμενο και σε συσχετισμό με τις τάσεις που κυριαρχούν σ’ αυτόν, και μια εκπληκτική τριάδα, όπου μπορεί να ξαναβρεί κανείς πρώτα την πρωταρχική βία του στοιχείου του, το μίσος και την αντιπάθεια, που πρέπει να θεωρούνται σαν τυφλή φυσική παρόρμηση, κι ύστερα το παιχνίδι των πιθανοτήτων και του τυχαίου, που τον κάνουν ελεύθερη ψυχική δραστηριότητα, και την υποτεταγμένη σε όργανο της πολιτικής φύσης του, μέσω της οποίας ανήκει στην καθαρή νόηση.
 
Η πρώτη απ’ αυτές τις τρεις απόψεις αφορά ιδιαίτερα στο λαό, η δεύτερη στο διοικητή και στο στρατό του κι η τρίτη αναφέρεται περισσότερο στην κυβέρνηση. Τα πάθη, που καλούνται ν’ αναφλεγούν στον πόλεμο, πρέπει να προϋπάρχουν στους υπό εξέταση λαούς· η ευρύτητα που θα πάρει το παιχνίδι του θάρρους και του ταλέντου στο παιχνίδι του τυχαίου και των μεταπτώσεών του θα εξαρτηθεί από το χαρακτήρα του διοικητή και του στρατού του· όσο για τους πολιτικούς αντικειμενικούς στόχους, μόνη η κυβέρνηση τους αποφασίζει
 
«Ο παράγοντας που βαραίνει μ’ ακόμη γενικότερο τρόπο στην απόφαση της σύναψης της ειρήνης, είναι η κατανάλωση δυνάμεων που έγινε ήδη κι εκείνη που μένει να γίνει. Επειδή ο πόλεμος δεν είναι μια πράξη τυφλού πάθους, αλλά μια πράξη που κυριαρχείται από ένα πολιτικό σχέδιο, η ισχύς αυτού του σχεδίου θα καθορίσει την ευρύτητα των αναγκαίων για την πραγματοποίησή του θυσιών. Αυτό ισχύει τόσο για την έκταση των θυσιών όσο και για τη διάρκειά τους. Από τη στιγμή που η κατανάλωση δυνάμεων γίνεται τόσο μεγάλη που δεν ανταποκρίνεται πλέον στην αξία του πολιτικού αντικειμενικού στόχου, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί αυτός ο αντικειμενικός στόχος και να υπογραφεί η ειρήνευση.
 
Αυτό αποδεικνύει πως στους πολέμους, κατά τους οποίους το ένα από τα στρατόπεδα είναι ανίσχυρο για ν’ αφοπλίσει ολοκληρωτικά το άλλο, τα κίνητρα για την ειρήνευση 0α εγείρονται και θα εξασφαλίζονται και στα δυο στρατόπεδα σε συνάρτηση προς την πιθανότητα των μελλοντικών επιτυχιών και της αναγκαίας κατανάλωσης δυνάμεων. Αν αυτά τα κίνητρα ήταν ισοδύναμα κι από τις δυο πλευρές, θα συνέκλιναν προς το κέντρο των πολιτικών τους διαφορών. Τη δύναμη που θα προσπορίζονταν από τη μια πλευρά θα την έχαναν από την άλλη. Όσο το προστιθέμενο άθροισμα είναι επαρκές, η ειρήνευση θα είναι εξασφαλισμένη· και φυσικά προς όφελος του στρατοπέδου για το οποίο τα κίνητρα για την ειρήνευση είναι τα πιο άτονα.»
 
«Στον πόλεμο δε συμβαίνει τίποτε που να μην οφείλεται στις στρατιωτικές δυνάμεις· όταν όμως καταφεύγει κανείς στη στρατιωτική δύναμη, δηλαδή σ’ ένοπλους άνδρες, η ιδέα της σύρραξης βρίσκεται αναγκαστικά στη βάση των πάντων.
 
Κατά συνέπεια, καθετί που έχει σχέση με τις στρατιωτικές δυνάμεις, καθετί δηλαδή που υπεισέρχεται στη δημιουργία και στη χρησιμοποίησή τους, ανήκει στην πολεμική δραστηριότητα.

Η δημιουργία κι η διατήρηση δεν είναι προφανώς παρά τα μέσα, ενώ η χρησιμοποίηση είναι ο σκοπός.
 
Η σύρραξη στον πόλεμο δεν είναι η βίαιη σύγκρουση ενός ατόμου εναντίον ενός άλλου· είναι ένα οργανωμένο σύνολο, που συντίθεται από πολυάριθμα μέρη. Σ’ αυτό το ευρύ σύνολο διακρίνουμε δυο ειδών ενότητες: η μια προσδιορίζεται από το υποκείμενο, η άλλη από το αντικείμενο. Σ’ ένα στρατό, οι πραγματικά μαχόμενοι διαμορφώνουν πάντα νέες ενότητες που, με τη σειρά τους, αποτελούν τα μέλη μιας ανώτερης τάξης. Η σύρραξη του καθενός απ’ αυτά τα μέλη αποτελεί επομένως εξίσου μιαν ενότητα περισσότερο ή λιγότερο διακεκριμένη. Επιπλέον, ο σκοπός της μάχης και κατά συνέπεια το αντικείμενό της, συνιστά καθαυτός μιαν ενότητα.
 
Σε καθεμιά όμως απ’ αυτές τις ενότητες, που διακρίνουμε μέσα στη σύρραξη, δίνουμε το όνομα της συμπλοκής.
 
Αν η ιδέα της σύρραξης βρίσκεται στη βάση κάθε χρησιμοποίησης των ενόπλων δυνάμεων, η χρησιμοποίηση της ένοπλης δύναμης εν γένει δεν είναι τίποτε άλλο από την απόφαση και την οργάνωση ενός ορισμένου αριθμού συμπλοκών.
 
Κάθε πολεμική δραστηριότητα συσχετίζεται συνεπώς αναγκαστικά με τη συμπλοκή με άμεσο ή με έμμεσο τρόπο. Ο στρατιώτης στρατολογείται, ντύνεται, οπλίζεται, εκπαιδεύεται, κοιμάται, τρώει, πίνει και βαδίζει μόνο για να πολεμήσει στην κατάλληλη στιγμή, στον κατάλληλο τόπο.
Κατά συνέπεια, αν όλα τα νήματα της πολεμικής δραστηριότητας καταλήγουν στη συμπλοκή, θα τ’ αδράξουμε όλα προβαίνοντας στην προετοιμασία των συμπλοκών. Μόνες αυτές οι προετοιμασίες κι η εκτέλεσή τους καθορίζουν τα επακόλουθα· ποτέ αυτά τα επακόλουθά δεν προκύπτουν από άμεσες προϋπάρχουσες συνθήκες. Στη συμπλοκή όμως κάθε δραστηριότητα αποβλέπει στην καταστροφή του εχθρού, ή μάλλον της ικανότητάς του για σύρραξη· γιατί σ’ αυτό συμπυκνώνεται η ίδια η έννοια της συμπλοκής. Η καταστροφή επίσης των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού είναι πάντα το μέσο της επίτευξης του σκοπού της συμπλοκής.»
 
Καρλ φον Κλάουζεβιτς, Περί του Πολέμου

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου