«Ζήτω η τρέλα. Τούτο μόνο. Ας το μάθουνε πολλοί. Μια φορά μόνο το χρόνο πρέπει να ‘μεθα τρελοί» Αυτά τα λόγια τραγουδιόταν τις ημέρες της αθηναϊκής αποκριάς στις αρχές του αιώνα μας, τονίζοντας την ανάγκη για εκδήλωση κι εκτόνωση της τρέλας, του παραλόγου, του γέλιου, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο.
Σε όλους τους πολιτισμούς όλων των εποχών η ανάγκη αυτή υπήρχε και ικανοποιούνταν μέσα από μια πολύ μεγάλη ποικιλία γιορτών στη διάρκεια ενός έτους. Και αυτή η εκτόνωση είναι πολύ σημαντική για τους ανθρώπους, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι το καρναβάλι και οι γιορτές γέλιου, κεφιού και ξεφαντώματος είναι από τα λίγα στοιχεία των παραδόσεων των λαών που έχουν διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες της Χριστιανικής Εκκλησίας ή της πολιτικής εξουσίας να τις καταργήσει ως ειδωλολατρικές, αλλοτριωτικές για τους ανθρώπους ή και επικίνδυνες για το Κράτος.
Ένα από τα στοιχεία που συνδέεται άρρηκτα με γιορτές τρέλας και ξεφαντώματος είναι το γέλιο. Πρόκειται για ένα συναίσθημα πολύ ευχάριστο – τουλάχιστον σε μία από τις πολλές του αποχρώσεις – και προκαλείται όταν μπορούμε να αντιληφθούμε στις καταστάσεις που ζει ο καθένας μας κάτι κωμικό, αστείο, παράλογο, κάτι που δεν υπακούει σε κανόνες λογικής ούτε υποτάσσεται στην τάξη. Πολλά γεγονότα του κόσμου που μας περιβάλλει τα αντιλαμβανόμαστε σαν φυσικά, λογικά, σωστά, από συνήθεια, σχεδόν αυτόματα. Για να γελάσει κανείς θα πρέπει να έχει την ικανότητα να βγει έξω από τον συνηθισμένο αυτοματισμό της αντίληψης και να δει στις φυσιολογικές πράξεις και αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων το αλόγιστο και παράλογο.
Υπάρχουν άτομα λοιπόν που έχουν έμφυτη την ικανότητα να συλλαμβάνουν το παράλογο και αλόγιστο διάφορων καταστάσεων ή να το αναπαριστάνουν μέσω του λόγου και των κινήσεων προκαλώντας το γέλιο σε όσους τους παρακολουθούν. Τέτοιου τύπου άνθρωποι υπήρξαν σε όλες τις εποχές και όλους τους πολιτισμούς διασκεδάζοντας, κριτικάροντας, επικρίνοντας καταστάσεις και πρόσωπα του κοινωνικού τους περίγυρου. Πρόκειται για τους γελωτοποιούς.
Ο γελωτοποιός (αγγλ. fool ή jester· γαλλ. bouffon) είναι πρόσωπο του οποίου η τρέλα ή η ηλιθιότητα, πραγματική ή προσποιητή, αποτελεί πηγή γέλιου και τού επιτρέπει να χωρατεύει, να κουτσομπολεύει ή να ειρωνεύεται ακόμη και τον κύριό του.
«Οι γελωτοποιοί πρέπει να υπήρχαν από την εποχή εκείνη ακόμα που οι άνθρωποι ζούσαν σε σπηλιές. Τόσο παλιά είναι η τέχνη να κάνει κανείς τους άλλους να γελούν !»
Ας δούμε τους γελωτοποιούς μέσα στην Ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών.
Επαγγελματίες γελωτοποιοί υπήρχαν από τα πολύ αρχαία χρόνια, οι οποίοι διασκέδαζαν είτε τα πλήθη στους δρόμους, είτε τους άρχοντες και τους πλούσιους στις αυλές τους. Εμφανίζονται από την εποχή των Φαραώ της Αιγύπτου μέχρι και τον 18ο αιώνα, σε κοινωνίες τόσο διαφορετικές, όσο οι Αζτέκοι του Μεξικού και οι Μεσαιωνικές Αυλές της Ευρώπης. Συχνά δύσμορφοι, νάνοι ή σακάτηδες, οι γελωτοποιοί χρησίμευαν σ’ αυτές τις αυλές τόσο για διασκέδαση όσο και για γούρι (τύχη), επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι η δυσμορφία τους μπορούσε να αποτρέψει το κακό μάτι και ότι τα χοντροειδή τους πειράγματα μπορούσαν να μεταφέρουν τη γρουσουζιά από το θύμα της ειρωνείας στον ειρωνευόμενο.
Τα παλαιότερα στοιχεία ύπαρξης αυλικών γελωτοποιών ανάγονται στην 5η Δυναστεία της Αιγύπτου, της οποίας οι φαραώ έδειχναν μεγάλη προτίμηση στους Πυγμαίους, που προέρχονταν από τις μυστηριώδεις περιοχές της Νότιας Αφρικής και τους χρησιμοποιούσαν ως χορευτές και παλιάτσους. Η ύπαρξη γελωτοποιών στην Αίγυπτο φαίνεται και στις εικόνες που διακοσμούν τους τάφους της Μέσης Αιγύπτου.
Στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Αθήνα, υπήρξαν πολλοί τέτοιοι πλανώδιοι, οι οποίοι απ’ τους δρόμους, όπου ασκούσαν την τέχνη τους, πήγαιναν προσκαλεσμένοι ή αυτόκλητοι στα συμπόσια των πλουσίων και τους διασκέδαζαν στη διάρκεία τους. Επίσης υπήρχε και ο θεός του γέλιου. Πρόκειται για έναν δαίμονα προσωποποίηση του γέλιου με το όνομα «Γέλως». Λατρευόταν κυρίως στην Σπάρτη, όπου ο Λυκούργος είχε αναθέσει αγαλμάτιο του Γέλωτος. Εκεί υπήρχε επίσης και ιερό του θεού όπως και στα Ύπατα της Θεσσαλίας, όπου τελούσαν ετήσιους αγώνες προς τιμήν του. Απεικονίζεται συνήθως ως μέλος του θιάσου του Διόνυσου, ως νέος με μακρύ ένδυμα και κιθάρα.
Ο Έρασμος στο έργο του «Μωρίας Εγκώμιον» ανάγει την ύπαρξη των γελωτοποιών στους χρόνους του Ηφαίστου, τον οποίο παρουσιάζει ως γελωτοποιό του Ολύμπου.
Τους γελωτοποιούς συναντάμε στα πολύ αρχαία χρόνια και στην Περσία. Κατά τον Πλούταρχο (Λάκων, αποφθέγμ. 220, c.) ο Δαρείος είχε έναν τέτοιο, ο οποίος κατ’ επανάληψη περιγελούσε τον Δημάρατο για την φυγή του μπροστά στο Μεγάλο Βασιλιά. Επίσης οι Συβαρίτες διατηρούσαν γελωτοποιούς, στην πλειοψηφία τους νάνους, τους αποκαλούμενους σκωπαίους. Ακόμα και στις Ινδίες δεν ήταν άγνωστο το επάγγελμα του γελωτοποιού, αφού στη «Ραμαγιάνα» αναφέρεται ότι η Σίττα είχε κοντά της γελωτοποιό, ο οποίος περιγελούσε τα προτερήματα των εραστών της.
Γελωτοποιούς είχαν και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, αλλά και οι άλλοι πλούσιοι ευγενείς για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσιά τους. Τους αποκαλούσαν «urbani scurrae» και απλούστερα ridiculi. Αλλά υπήρχε και ιδιαίτερη τάξη από αυτούς, οι ονομαζόμενοι moriones απ’ την ελληνική λέξη «μωρός». Αυτοί οι moriones ήταν δούλοι δύσμορφοι (άσχημοι) και μωροί, τους οποίους αγόραζαν, από ειδικές μάλιστα αγορές που υπήρχαν στη Ρώμη. Οι γελωτοποιοί γίνονταν ιδιαίτερα απαραίτητοι στους ηγεμόνες της Ευρώπης κατά τον Μεσαίωνα και ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου τους ονόμαζαν «Fous de cour» και «Fous en titre d’office». Ήταν σχεδόν πάντοτε νάνοι, δύσμορφοι και καμπούρηδες, φορούσαν στο κεφάλι καπέλο με αυτιά γαϊδάρου και κάλλαιον σαν του πετεινού, κουδούνια στην υπόλοιπη περιβολή τους και κρατούσαν στα χέρια κορύνη σαν σκήπτρο.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν, με την κάλυψη που τους πρόσφερε ο ρόλος τους σαν τρελοί, παράλογοι, πλανόδιοι καλλιτέχνες, που δεν θα έπρεπε κανείς να τους παίρνει στα σοβαρά, σκόρπιζαν γύρω τους γέλιο, χαρά, διασκέδαση αλλά και κάτι άλλο πολύ σημαντικό· έλεγαν αλήθειες, επέκριναν και καταδίκαζαν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και της εποχής τους, ασκούσαν κριτική σε πρόσωπα που βρίσκονταν στα ανώτερα σκαλοπάτια της εξουσίας και ιεραρχίας, αφαιρώντας τους έτσι τη δυνατότητα να χειρίζονται τα πράγματα προς δικό τους συμφέρον και μόνο. Η Εκκλησία για παράδειγμα γνώριζε ότι υπάρχουν κάποιοι που την παρακολουθούν και την επικρίνουν.
Και ακόμα κάτι σημαντικό: το γέλιο που μετέδιδαν οι γελωτοποιοί του Μεσαίωνα, αλλά και οι απλοί άνθρωποι που μεταλλάσσονταν σε γελωτοποιούς μερικές φορές μέσα στο χρόνο (γιορτές και πανηγύρια) αποτελούσε μια έκφραση της αλήθειας για τη ζωή, τον άνθρωπο, τον κόσμο. Πρώτα απ’ όλα, το γέλιο αυτό ήταν καθολικό – γελοιοποιούσε δηλαδή όλες τις πλευρές της ζωής και του κόσμου. Όχι μόνο δεν έκανε καμιά εξαίρεση για ό,τι ήταν “ανώτερο” αλλά απεναντίας στρεφόταν κυρίως εναντίον του. Επιπλέον, στόχος του δεν ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ή ένα μέρος, αλλά το σύνολο, το καθολικό, το ολόκληρο. Οικοδομούσε το δικό του κόσμο απέναντι στον επίσημο κόσμο, τη δική του Εκκλησία απέναντι στην επίσημη Εκκλησία, το δικό του κράτος απέναντι στο επίσημο κράτος.
Ωστόσο αυτή η καθολική γελοιοποίηση δεν είναι μόνο σκώμμα, χλευασμός ή σάτιρα, δηλαδή μια αμιγής άρνηση· εκφράζει συνάμα κάτι θετικό που εμπνέει αγαλλίαση και αισιοδοξία. Το γέλιο αυτό είναι αμφίπλευρο και αμφίσημο: καταλύει αλλά ταυτόχρονα οικοδομεί, υποβιβάζει αλλά και ανυψώνει, “εκθρονίζει” αλλά και “ενθρονίζει”, “σκοτώνει” αλλά και “ανασταίνει”.
Αυτή είναι η άλλη όψη της καθολικότητάς του: όλοι γελούν με όλα και με όλους, ακόμα και με τον εαυτό τους, γιατί το γέλιο τους είναι πριν απ’ όλα ένα σημάδι γενικής χαράς και ευθυμίας που αποκλείει τον πικρό, μονοσήμαντο σαρκασμό. Ταυτόχρονα οι γιορτές γέλιου απελευθέρωναν διπλά τους ανθρώπους από τη μεσαιωνική καταπίεση. Αυτό που γινόταν ήταν : «απελευθέρωση του γέλιου και του σώματος, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με τη νηστεία που είχε προηγηθεί ή θα ακολουθούσε»· και «προσωρινή διακοπή ολόκληρου του επίσημου συστήματος με τις απαγορεύσεις και τους ιεραρχικούς φραγμούς του», δηλαδή, απελευθέρωση του πνεύματος και του λόγου, που εκδηλωνόταν με τη σάτιρα, την αθυροστομία, την «ατμόσφαιρα εφήμερης ελευθερίας» της γιορτής. Το γέλιο εξέφραζε έτσι τη «λαϊκή επίσημη αλήθεια».
Πραγματικά, «στους πρωτόγονους καιρούς οι σοβαρές και οι κωμικές όψεις της θεότητας, του κόσμου και του ανθρώπου ήταν εξίσου ιερές, εξίσου θα μπορούσε κανείς να πει «επίσημες». Το γέλιο είχε αρχικά έναν ιερό ή τελετουργικό χαρακτήρα, καθώς το μαρτυρούν αρκετοί μύθοι και εορταστικά έθιμα της αρχαιότητας. Ας θυμηθούμε ότι στην Ελλάδα, όπως και στην Αίγυπτο, η ίδια η δημιουργία του κόσμου αποδίδεται κάποτε στο Θεϊκό γέλιο – τον «άσβεστο γέλωτα» των Θεών, όπως τον ονομάζει ο Όμηρος (Ιλ. Α’, 599).
Ας θυμηθούμε την Βαυβώ, την άξεστη μα φιλόξενη γυναίκα της Ελευσίνας, που με μια άκοσμη χειρονομία προκαλεί το γέλιο της – απελπισμένης για το χαμό της Περσεφόνης – Δήμητρας, η οποία τότε μόνο δέχεται να πιεί τον μαγικό κυκεώνα (εξ ου και η εικασία ότι η πόση του κυκεώνα στα Ελευσίνια μυστήρια γινόταν ύστερα από ένα τελετουργικό ξέσπασμα γέλιου). Ας θυμηθούμε τις άσεμνες χειρονομίες και τις υβριστικές αισχρολογίες που αντάλλασσαν – εντελώς νόμιμα – οι γυναίκες στα Θεσμοφόρια· τα ανάλογα έθιμα στις γιορτές του Βουβάστεως στην Αίγυπτο (Ηρόδοτος, ΙΙ, 60)· το τελετουργικό γέλιο – σύμβολο επιστροφής στη ζωή – στις γιορτές που τελούνταν προς τιμήν της Ήρας στη Βοιωτία· τις μυητικές τελετές στο άντρο του Τρωφωνίου στη Λεβάδεια, όπου κάποιος παρίστανε τον πεθαμένο και “ανασταινόταν” χάρη στο γέλιο (Παυσανίας, ΙΧ, 39)· και, φυσικά, τα περίφημα ρωμαϊκά Λουπερκάλια, όπου ο ιερέας άγγιζε με το ματωμένο μαχαίρι της θυσίας το μέτωπο δύο νέων αγοριών, που έπρεπε την ίδια στιγμή να σκάσουν στα γέλια.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η παραβίαση ενός ταμπού, η βρισιά, η βωμολοχία, το γέλιο περιβάλλονται με τη μαγική δύναμη να διώχνουν τα πνεύματα του κακού, να καθαίρουν, να αναζωογονούν και συνάμα να αφυπνίζουν, με το παράδειγμα μιας πληθωρικής ευθυμίας, τις κοιμισμένες δυνάμεις της φύσης. Το στοιχείο της πρόκλησης, της “αμφισβήτησης”, που μοιάζει σύμφυτο με το γέλιο, θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα, μιας ιερουργίας, η οποία θεσμοποιεί την αναζωογονητική και καθαρτήρια λειτουργία του.
Αντίληψη κοινή σε πολλά έθιμα των πρωτογονικών λαών – π.χ. σε αφρικανικές τελετές όπου ο γελωτοποιός οφείλει να προκαλεί την κυρίαρχη σοβαρότητα και που μας παραπέμπει πιθανώς σε μια πανάρχαια, μυθική για μάς, εποχή: τότε που οι άνθρωποι «λοιδορούσαν, χλεύαζαν τον ήλιο (υπέρτατη Θεότητα) και άλλους Θεούς, καθώς και την ανώτατη ανθρώπινη εξουσία, για να τους αναγκάσουν να ανανεωθούν» εκδηλώνοντας μ’ αυτό το τελετουργικό γέλιο «την αντίδραση στις κρίσεις που γνώριζε η ζωή του ήλιου (ηλιοστάσια), των Θεών, του σύμπαντος, του ανθρώπου.»
Όσο για τη θεατρική κυρίως παράδοση της Ασίας – παράδοση διαμορφωμένη μέσα σε αυστηρά διαμορφωμένες κοινωνίες, όχι ακριβώς ταξικές με τη νεότερη δυτική σημασία του όρου – δεν διστάζει να συνδυάσει το κωμικό με το σοβαρό (θρησκευτικό, μυθολογικό, ηρωικό ή τραγικό) ακόμα και μέσα στο ίδιο είδος. Στον πρόλογο π.χ., του κλασικού ινδικού δράματος, βρίσκουμε συχνά μια φαιδρή σκηνή, όπου εμφανίζεται λέγοντας κωμικές ασυναρτησίες ο Βιντούσακα, ο παραδοσιακός γελωτοποιός του ινδικού θεάτρου· και στην ηρωική κωμωδία του ίδιου τόπου (νάτακα), ο ήρωας συντροφεύεται μόνιμα από έναν παρόμοιο Βιντούσακα, σχηματίζοντας μαζί του ένα αντιστικτικό ζευγάρι που μας θυμίζει κάπως τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα ή, ακόμα πιο έντονα, τον Μεγαλέξανδρο (ή τον Αθανάσιο Διάκο) και τον Καραγκιόζη στο ελληνικό θέατρο σκιών.
Στο θέατρο του Θιβέτ, οι γελωτοποιοί είναι «άγιοι» που επιδίδονται σε μια αρκετά ωμή κριτική της κοινωνίας – χωρίς να εξαιρούν τα θρησκευτικά τάγματα, τον ανώτερο κλήρο, τους ευγενείς και τις ιερότερες τελετές. Παράδοση των «τρελών αγίων» που θυμίζει τους joculatores, τους γελωτοποιούς μαθητές του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, οι οποίοι επίσης κατέκριναν με χοντρά αστεία τις αρτηριοσκληρωτικές συμβάσεις της επίσημης εκκλησιαστικής ιεραρχίας και τις καταχρήσεις των ανώτερων τάξεων και δεν μας είναι δύσκολο να θυμηθούμε ακόμα εδώ τους «δια Χριστόν σαλούς» της ανατολικής Εκκλησίας : αυτούς τους αγίους που έφταναν ως το σημείο να παριστάνουν τους μίμους και τους αμαρτωλούς, διασύροντας την εκκλησιαστική τάξη, την ευπρέπεια του ναού και την υποχρέωση της νηστείας.
Αυτή η παράδοση του καθολικού γέλιου συνεχίστηκε και στον Μεσαίωνα μέσα από τις «Γιορτές των Τρελών» (γελοτοποιών) αλλά και μέσα από γιορτές καρναβαλιού, όπου προκαλούσαν όλες τις εξουσίες και όλα τα «επίσημα και σοβαρά». Η μεσαιωνική σοβαρότητα ήταν διαποτισμένη από στοιχεία φόβου, αδυναμίας, υπακοής, υποταγής, ψέματος, υποκρισίας, ή αντίστροφα, βίας, εκφοβισμού, απειλών, απαγορεύσεων. Η έκρηξη του γέλιου που προκαλούσαν οι γελωτοποιοί λύτρωνε από το φόβο, καταργούσε την επίσημη σοβαρότητα, «φώτιζε την ανθρώπινη συνείδηση» και αποκαλύπτονταν ένας νέος κόσμος, όπου όλα ήταν ανάποδα και οι δουλοπάροικοι μπορούσαν να γελούν και να κοροϊδεύουν τους αφέντες τους.
Στις Γιορτές των Τρελών ή των Μωρών που γινόταν στο δυτικό κόσμο, την Πρωτοχρονιά ή κάποια άλλη στιγμή του Δωδεκάμερου, οι κατώτεροι κληρικοί εξέλεγαν μέσα στις εκκλησίες έναν επίσκοπο, αρχιεπίσκοπο ή και πάπα των τρελών, μόνο και μόνο για να γελάσουν. Τον χειροτονούσαν, παρωδούσαν όλο το τελετουργικό της επίσημης λατρείας. Έκαιγαν παλιά παπούτσια αντί για λιβάνι, χόρευαν στη μέση του ναού, έβριζαν. Η γιορτή αυτή θυμίζει έντονα τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια, όπου οι δούλοι έπαιρναν τη θέση των αφεντικών και τα αφεντικά υπηρετούσαν τους δούλους.
Ο τρελός, είτε εμφανίζεται στα τρίστρατα των πόλεων, είτε στις αυλές των μεγιστάνων, είναι ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τύπους του Μεσαίωνα – όσο και ο κληρικός, ο μοναχός, ο ιππότης. Η μορφή του, εξαιρετικά οικεία χάρη σε μια παραδοσιακή φορεσιά – την κουκούλα με τα γαϊδουρινά αυτιά, το παρωδικό σκήπτρο ή ποιμαντικό ραβδί, που έχει στην άκρη του ένα κεφάλι γυναίκας ή τρελού, και το παρδαλό ρούχο του από το οποίο κρέμονται κουδούνια – είναι ταυτόχρονα αινιγματική και αμφίσημη.
Από τη μια ενσαρκώνει τη μωρία, δηλαδή. μαζί τη χαζομάρα, την άγνοια και την παλαβομάρα. Από την άλλη, αποκαλύπτεται ένας τολμηρός σοφός που ξεμασκαρεύει το ψέμα, την υποκρισία και την απάτη των κάθε λογής ισχυρών, λέγοντας μεγαλόφωνα όσα ο λαός ψιθυρίζει μέσα του.
Αλλά αυτές οι γιορτές ικανοποιούσαν και μια ακόμη πολύ σημαντική ανάγκη: την ανάγκη των ανθρώπων (ιδιαίτερα οι άνθρωποι που ζουν μέσα σε κάποιες κλειστές και έντονα απαγορευτικές κοινωνίες) να εκτονωθούν συλλογικά, σπάζοντας κάποιες στιγμές στο χρόνο όλους τους συμβατικούς φραγμούς της σοβαρής καθημερινότητας. Έθιμα όπως η Γιορτή των Τρελών θεωρούνταν πολύ σημαντικά και απαραίτητα επειδή όπως έλεγαν και οι ίδιοι «τα κρασοβάρελα θα έσκαζαν αν δεν τραβούσαμε κάπου κάπου την τάπα, αν δεν αφήναμε να περάσει μέσα σ’ αυτά λίγος αέρας». Κι αυτός «ο λίγος αέρας», η ανατροπή της τάξης του κόσμου και των πραγμάτων για λίγες μέρες ενίσχυε τελικά την τάξη την οποία συμβολικά αντέστρεφε.
Σε όλους τους πολιτισμούς όλων των εποχών η ανάγκη αυτή υπήρχε και ικανοποιούνταν μέσα από μια πολύ μεγάλη ποικιλία γιορτών στη διάρκεια ενός έτους. Και αυτή η εκτόνωση είναι πολύ σημαντική για τους ανθρώπους, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι το καρναβάλι και οι γιορτές γέλιου, κεφιού και ξεφαντώματος είναι από τα λίγα στοιχεία των παραδόσεων των λαών που έχουν διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες της Χριστιανικής Εκκλησίας ή της πολιτικής εξουσίας να τις καταργήσει ως ειδωλολατρικές, αλλοτριωτικές για τους ανθρώπους ή και επικίνδυνες για το Κράτος.
Ένα από τα στοιχεία που συνδέεται άρρηκτα με γιορτές τρέλας και ξεφαντώματος είναι το γέλιο. Πρόκειται για ένα συναίσθημα πολύ ευχάριστο – τουλάχιστον σε μία από τις πολλές του αποχρώσεις – και προκαλείται όταν μπορούμε να αντιληφθούμε στις καταστάσεις που ζει ο καθένας μας κάτι κωμικό, αστείο, παράλογο, κάτι που δεν υπακούει σε κανόνες λογικής ούτε υποτάσσεται στην τάξη. Πολλά γεγονότα του κόσμου που μας περιβάλλει τα αντιλαμβανόμαστε σαν φυσικά, λογικά, σωστά, από συνήθεια, σχεδόν αυτόματα. Για να γελάσει κανείς θα πρέπει να έχει την ικανότητα να βγει έξω από τον συνηθισμένο αυτοματισμό της αντίληψης και να δει στις φυσιολογικές πράξεις και αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων το αλόγιστο και παράλογο.
Υπάρχουν άτομα λοιπόν που έχουν έμφυτη την ικανότητα να συλλαμβάνουν το παράλογο και αλόγιστο διάφορων καταστάσεων ή να το αναπαριστάνουν μέσω του λόγου και των κινήσεων προκαλώντας το γέλιο σε όσους τους παρακολουθούν. Τέτοιου τύπου άνθρωποι υπήρξαν σε όλες τις εποχές και όλους τους πολιτισμούς διασκεδάζοντας, κριτικάροντας, επικρίνοντας καταστάσεις και πρόσωπα του κοινωνικού τους περίγυρου. Πρόκειται για τους γελωτοποιούς.
Ο γελωτοποιός (αγγλ. fool ή jester· γαλλ. bouffon) είναι πρόσωπο του οποίου η τρέλα ή η ηλιθιότητα, πραγματική ή προσποιητή, αποτελεί πηγή γέλιου και τού επιτρέπει να χωρατεύει, να κουτσομπολεύει ή να ειρωνεύεται ακόμη και τον κύριό του.
«Οι γελωτοποιοί πρέπει να υπήρχαν από την εποχή εκείνη ακόμα που οι άνθρωποι ζούσαν σε σπηλιές. Τόσο παλιά είναι η τέχνη να κάνει κανείς τους άλλους να γελούν !»
Ας δούμε τους γελωτοποιούς μέσα στην Ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών.
Επαγγελματίες γελωτοποιοί υπήρχαν από τα πολύ αρχαία χρόνια, οι οποίοι διασκέδαζαν είτε τα πλήθη στους δρόμους, είτε τους άρχοντες και τους πλούσιους στις αυλές τους. Εμφανίζονται από την εποχή των Φαραώ της Αιγύπτου μέχρι και τον 18ο αιώνα, σε κοινωνίες τόσο διαφορετικές, όσο οι Αζτέκοι του Μεξικού και οι Μεσαιωνικές Αυλές της Ευρώπης. Συχνά δύσμορφοι, νάνοι ή σακάτηδες, οι γελωτοποιοί χρησίμευαν σ’ αυτές τις αυλές τόσο για διασκέδαση όσο και για γούρι (τύχη), επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι η δυσμορφία τους μπορούσε να αποτρέψει το κακό μάτι και ότι τα χοντροειδή τους πειράγματα μπορούσαν να μεταφέρουν τη γρουσουζιά από το θύμα της ειρωνείας στον ειρωνευόμενο.
Τα παλαιότερα στοιχεία ύπαρξης αυλικών γελωτοποιών ανάγονται στην 5η Δυναστεία της Αιγύπτου, της οποίας οι φαραώ έδειχναν μεγάλη προτίμηση στους Πυγμαίους, που προέρχονταν από τις μυστηριώδεις περιοχές της Νότιας Αφρικής και τους χρησιμοποιούσαν ως χορευτές και παλιάτσους. Η ύπαρξη γελωτοποιών στην Αίγυπτο φαίνεται και στις εικόνες που διακοσμούν τους τάφους της Μέσης Αιγύπτου.
Στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Αθήνα, υπήρξαν πολλοί τέτοιοι πλανώδιοι, οι οποίοι απ’ τους δρόμους, όπου ασκούσαν την τέχνη τους, πήγαιναν προσκαλεσμένοι ή αυτόκλητοι στα συμπόσια των πλουσίων και τους διασκέδαζαν στη διάρκεία τους. Επίσης υπήρχε και ο θεός του γέλιου. Πρόκειται για έναν δαίμονα προσωποποίηση του γέλιου με το όνομα «Γέλως». Λατρευόταν κυρίως στην Σπάρτη, όπου ο Λυκούργος είχε αναθέσει αγαλμάτιο του Γέλωτος. Εκεί υπήρχε επίσης και ιερό του θεού όπως και στα Ύπατα της Θεσσαλίας, όπου τελούσαν ετήσιους αγώνες προς τιμήν του. Απεικονίζεται συνήθως ως μέλος του θιάσου του Διόνυσου, ως νέος με μακρύ ένδυμα και κιθάρα.
Ο Έρασμος στο έργο του «Μωρίας Εγκώμιον» ανάγει την ύπαρξη των γελωτοποιών στους χρόνους του Ηφαίστου, τον οποίο παρουσιάζει ως γελωτοποιό του Ολύμπου.
Τους γελωτοποιούς συναντάμε στα πολύ αρχαία χρόνια και στην Περσία. Κατά τον Πλούταρχο (Λάκων, αποφθέγμ. 220, c.) ο Δαρείος είχε έναν τέτοιο, ο οποίος κατ’ επανάληψη περιγελούσε τον Δημάρατο για την φυγή του μπροστά στο Μεγάλο Βασιλιά. Επίσης οι Συβαρίτες διατηρούσαν γελωτοποιούς, στην πλειοψηφία τους νάνους, τους αποκαλούμενους σκωπαίους. Ακόμα και στις Ινδίες δεν ήταν άγνωστο το επάγγελμα του γελωτοποιού, αφού στη «Ραμαγιάνα» αναφέρεται ότι η Σίττα είχε κοντά της γελωτοποιό, ο οποίος περιγελούσε τα προτερήματα των εραστών της.
Γελωτοποιούς είχαν και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, αλλά και οι άλλοι πλούσιοι ευγενείς για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσιά τους. Τους αποκαλούσαν «urbani scurrae» και απλούστερα ridiculi. Αλλά υπήρχε και ιδιαίτερη τάξη από αυτούς, οι ονομαζόμενοι moriones απ’ την ελληνική λέξη «μωρός». Αυτοί οι moriones ήταν δούλοι δύσμορφοι (άσχημοι) και μωροί, τους οποίους αγόραζαν, από ειδικές μάλιστα αγορές που υπήρχαν στη Ρώμη. Οι γελωτοποιοί γίνονταν ιδιαίτερα απαραίτητοι στους ηγεμόνες της Ευρώπης κατά τον Μεσαίωνα και ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου τους ονόμαζαν «Fous de cour» και «Fous en titre d’office». Ήταν σχεδόν πάντοτε νάνοι, δύσμορφοι και καμπούρηδες, φορούσαν στο κεφάλι καπέλο με αυτιά γαϊδάρου και κάλλαιον σαν του πετεινού, κουδούνια στην υπόλοιπη περιβολή τους και κρατούσαν στα χέρια κορύνη σαν σκήπτρο.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν, με την κάλυψη που τους πρόσφερε ο ρόλος τους σαν τρελοί, παράλογοι, πλανόδιοι καλλιτέχνες, που δεν θα έπρεπε κανείς να τους παίρνει στα σοβαρά, σκόρπιζαν γύρω τους γέλιο, χαρά, διασκέδαση αλλά και κάτι άλλο πολύ σημαντικό· έλεγαν αλήθειες, επέκριναν και καταδίκαζαν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και της εποχής τους, ασκούσαν κριτική σε πρόσωπα που βρίσκονταν στα ανώτερα σκαλοπάτια της εξουσίας και ιεραρχίας, αφαιρώντας τους έτσι τη δυνατότητα να χειρίζονται τα πράγματα προς δικό τους συμφέρον και μόνο. Η Εκκλησία για παράδειγμα γνώριζε ότι υπάρχουν κάποιοι που την παρακολουθούν και την επικρίνουν.
Και ακόμα κάτι σημαντικό: το γέλιο που μετέδιδαν οι γελωτοποιοί του Μεσαίωνα, αλλά και οι απλοί άνθρωποι που μεταλλάσσονταν σε γελωτοποιούς μερικές φορές μέσα στο χρόνο (γιορτές και πανηγύρια) αποτελούσε μια έκφραση της αλήθειας για τη ζωή, τον άνθρωπο, τον κόσμο. Πρώτα απ’ όλα, το γέλιο αυτό ήταν καθολικό – γελοιοποιούσε δηλαδή όλες τις πλευρές της ζωής και του κόσμου. Όχι μόνο δεν έκανε καμιά εξαίρεση για ό,τι ήταν “ανώτερο” αλλά απεναντίας στρεφόταν κυρίως εναντίον του. Επιπλέον, στόχος του δεν ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ή ένα μέρος, αλλά το σύνολο, το καθολικό, το ολόκληρο. Οικοδομούσε το δικό του κόσμο απέναντι στον επίσημο κόσμο, τη δική του Εκκλησία απέναντι στην επίσημη Εκκλησία, το δικό του κράτος απέναντι στο επίσημο κράτος.
Ωστόσο αυτή η καθολική γελοιοποίηση δεν είναι μόνο σκώμμα, χλευασμός ή σάτιρα, δηλαδή μια αμιγής άρνηση· εκφράζει συνάμα κάτι θετικό που εμπνέει αγαλλίαση και αισιοδοξία. Το γέλιο αυτό είναι αμφίπλευρο και αμφίσημο: καταλύει αλλά ταυτόχρονα οικοδομεί, υποβιβάζει αλλά και ανυψώνει, “εκθρονίζει” αλλά και “ενθρονίζει”, “σκοτώνει” αλλά και “ανασταίνει”.
Αυτή είναι η άλλη όψη της καθολικότητάς του: όλοι γελούν με όλα και με όλους, ακόμα και με τον εαυτό τους, γιατί το γέλιο τους είναι πριν απ’ όλα ένα σημάδι γενικής χαράς και ευθυμίας που αποκλείει τον πικρό, μονοσήμαντο σαρκασμό. Ταυτόχρονα οι γιορτές γέλιου απελευθέρωναν διπλά τους ανθρώπους από τη μεσαιωνική καταπίεση. Αυτό που γινόταν ήταν : «απελευθέρωση του γέλιου και του σώματος, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με τη νηστεία που είχε προηγηθεί ή θα ακολουθούσε»· και «προσωρινή διακοπή ολόκληρου του επίσημου συστήματος με τις απαγορεύσεις και τους ιεραρχικούς φραγμούς του», δηλαδή, απελευθέρωση του πνεύματος και του λόγου, που εκδηλωνόταν με τη σάτιρα, την αθυροστομία, την «ατμόσφαιρα εφήμερης ελευθερίας» της γιορτής. Το γέλιο εξέφραζε έτσι τη «λαϊκή επίσημη αλήθεια».
Πραγματικά, «στους πρωτόγονους καιρούς οι σοβαρές και οι κωμικές όψεις της θεότητας, του κόσμου και του ανθρώπου ήταν εξίσου ιερές, εξίσου θα μπορούσε κανείς να πει «επίσημες». Το γέλιο είχε αρχικά έναν ιερό ή τελετουργικό χαρακτήρα, καθώς το μαρτυρούν αρκετοί μύθοι και εορταστικά έθιμα της αρχαιότητας. Ας θυμηθούμε ότι στην Ελλάδα, όπως και στην Αίγυπτο, η ίδια η δημιουργία του κόσμου αποδίδεται κάποτε στο Θεϊκό γέλιο – τον «άσβεστο γέλωτα» των Θεών, όπως τον ονομάζει ο Όμηρος (Ιλ. Α’, 599).
Ας θυμηθούμε την Βαυβώ, την άξεστη μα φιλόξενη γυναίκα της Ελευσίνας, που με μια άκοσμη χειρονομία προκαλεί το γέλιο της – απελπισμένης για το χαμό της Περσεφόνης – Δήμητρας, η οποία τότε μόνο δέχεται να πιεί τον μαγικό κυκεώνα (εξ ου και η εικασία ότι η πόση του κυκεώνα στα Ελευσίνια μυστήρια γινόταν ύστερα από ένα τελετουργικό ξέσπασμα γέλιου). Ας θυμηθούμε τις άσεμνες χειρονομίες και τις υβριστικές αισχρολογίες που αντάλλασσαν – εντελώς νόμιμα – οι γυναίκες στα Θεσμοφόρια· τα ανάλογα έθιμα στις γιορτές του Βουβάστεως στην Αίγυπτο (Ηρόδοτος, ΙΙ, 60)· το τελετουργικό γέλιο – σύμβολο επιστροφής στη ζωή – στις γιορτές που τελούνταν προς τιμήν της Ήρας στη Βοιωτία· τις μυητικές τελετές στο άντρο του Τρωφωνίου στη Λεβάδεια, όπου κάποιος παρίστανε τον πεθαμένο και “ανασταινόταν” χάρη στο γέλιο (Παυσανίας, ΙΧ, 39)· και, φυσικά, τα περίφημα ρωμαϊκά Λουπερκάλια, όπου ο ιερέας άγγιζε με το ματωμένο μαχαίρι της θυσίας το μέτωπο δύο νέων αγοριών, που έπρεπε την ίδια στιγμή να σκάσουν στα γέλια.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η παραβίαση ενός ταμπού, η βρισιά, η βωμολοχία, το γέλιο περιβάλλονται με τη μαγική δύναμη να διώχνουν τα πνεύματα του κακού, να καθαίρουν, να αναζωογονούν και συνάμα να αφυπνίζουν, με το παράδειγμα μιας πληθωρικής ευθυμίας, τις κοιμισμένες δυνάμεις της φύσης. Το στοιχείο της πρόκλησης, της “αμφισβήτησης”, που μοιάζει σύμφυτο με το γέλιο, θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα, μιας ιερουργίας, η οποία θεσμοποιεί την αναζωογονητική και καθαρτήρια λειτουργία του.
Αντίληψη κοινή σε πολλά έθιμα των πρωτογονικών λαών – π.χ. σε αφρικανικές τελετές όπου ο γελωτοποιός οφείλει να προκαλεί την κυρίαρχη σοβαρότητα και που μας παραπέμπει πιθανώς σε μια πανάρχαια, μυθική για μάς, εποχή: τότε που οι άνθρωποι «λοιδορούσαν, χλεύαζαν τον ήλιο (υπέρτατη Θεότητα) και άλλους Θεούς, καθώς και την ανώτατη ανθρώπινη εξουσία, για να τους αναγκάσουν να ανανεωθούν» εκδηλώνοντας μ’ αυτό το τελετουργικό γέλιο «την αντίδραση στις κρίσεις που γνώριζε η ζωή του ήλιου (ηλιοστάσια), των Θεών, του σύμπαντος, του ανθρώπου.»
Όσο για τη θεατρική κυρίως παράδοση της Ασίας – παράδοση διαμορφωμένη μέσα σε αυστηρά διαμορφωμένες κοινωνίες, όχι ακριβώς ταξικές με τη νεότερη δυτική σημασία του όρου – δεν διστάζει να συνδυάσει το κωμικό με το σοβαρό (θρησκευτικό, μυθολογικό, ηρωικό ή τραγικό) ακόμα και μέσα στο ίδιο είδος. Στον πρόλογο π.χ., του κλασικού ινδικού δράματος, βρίσκουμε συχνά μια φαιδρή σκηνή, όπου εμφανίζεται λέγοντας κωμικές ασυναρτησίες ο Βιντούσακα, ο παραδοσιακός γελωτοποιός του ινδικού θεάτρου· και στην ηρωική κωμωδία του ίδιου τόπου (νάτακα), ο ήρωας συντροφεύεται μόνιμα από έναν παρόμοιο Βιντούσακα, σχηματίζοντας μαζί του ένα αντιστικτικό ζευγάρι που μας θυμίζει κάπως τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο Πάντσα ή, ακόμα πιο έντονα, τον Μεγαλέξανδρο (ή τον Αθανάσιο Διάκο) και τον Καραγκιόζη στο ελληνικό θέατρο σκιών.
Στο θέατρο του Θιβέτ, οι γελωτοποιοί είναι «άγιοι» που επιδίδονται σε μια αρκετά ωμή κριτική της κοινωνίας – χωρίς να εξαιρούν τα θρησκευτικά τάγματα, τον ανώτερο κλήρο, τους ευγενείς και τις ιερότερες τελετές. Παράδοση των «τρελών αγίων» που θυμίζει τους joculatores, τους γελωτοποιούς μαθητές του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, οι οποίοι επίσης κατέκριναν με χοντρά αστεία τις αρτηριοσκληρωτικές συμβάσεις της επίσημης εκκλησιαστικής ιεραρχίας και τις καταχρήσεις των ανώτερων τάξεων και δεν μας είναι δύσκολο να θυμηθούμε ακόμα εδώ τους «δια Χριστόν σαλούς» της ανατολικής Εκκλησίας : αυτούς τους αγίους που έφταναν ως το σημείο να παριστάνουν τους μίμους και τους αμαρτωλούς, διασύροντας την εκκλησιαστική τάξη, την ευπρέπεια του ναού και την υποχρέωση της νηστείας.
Αυτή η παράδοση του καθολικού γέλιου συνεχίστηκε και στον Μεσαίωνα μέσα από τις «Γιορτές των Τρελών» (γελοτοποιών) αλλά και μέσα από γιορτές καρναβαλιού, όπου προκαλούσαν όλες τις εξουσίες και όλα τα «επίσημα και σοβαρά». Η μεσαιωνική σοβαρότητα ήταν διαποτισμένη από στοιχεία φόβου, αδυναμίας, υπακοής, υποταγής, ψέματος, υποκρισίας, ή αντίστροφα, βίας, εκφοβισμού, απειλών, απαγορεύσεων. Η έκρηξη του γέλιου που προκαλούσαν οι γελωτοποιοί λύτρωνε από το φόβο, καταργούσε την επίσημη σοβαρότητα, «φώτιζε την ανθρώπινη συνείδηση» και αποκαλύπτονταν ένας νέος κόσμος, όπου όλα ήταν ανάποδα και οι δουλοπάροικοι μπορούσαν να γελούν και να κοροϊδεύουν τους αφέντες τους.
Στις Γιορτές των Τρελών ή των Μωρών που γινόταν στο δυτικό κόσμο, την Πρωτοχρονιά ή κάποια άλλη στιγμή του Δωδεκάμερου, οι κατώτεροι κληρικοί εξέλεγαν μέσα στις εκκλησίες έναν επίσκοπο, αρχιεπίσκοπο ή και πάπα των τρελών, μόνο και μόνο για να γελάσουν. Τον χειροτονούσαν, παρωδούσαν όλο το τελετουργικό της επίσημης λατρείας. Έκαιγαν παλιά παπούτσια αντί για λιβάνι, χόρευαν στη μέση του ναού, έβριζαν. Η γιορτή αυτή θυμίζει έντονα τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια, όπου οι δούλοι έπαιρναν τη θέση των αφεντικών και τα αφεντικά υπηρετούσαν τους δούλους.
Ο τρελός, είτε εμφανίζεται στα τρίστρατα των πόλεων, είτε στις αυλές των μεγιστάνων, είναι ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τύπους του Μεσαίωνα – όσο και ο κληρικός, ο μοναχός, ο ιππότης. Η μορφή του, εξαιρετικά οικεία χάρη σε μια παραδοσιακή φορεσιά – την κουκούλα με τα γαϊδουρινά αυτιά, το παρωδικό σκήπτρο ή ποιμαντικό ραβδί, που έχει στην άκρη του ένα κεφάλι γυναίκας ή τρελού, και το παρδαλό ρούχο του από το οποίο κρέμονται κουδούνια – είναι ταυτόχρονα αινιγματική και αμφίσημη.
Από τη μια ενσαρκώνει τη μωρία, δηλαδή. μαζί τη χαζομάρα, την άγνοια και την παλαβομάρα. Από την άλλη, αποκαλύπτεται ένας τολμηρός σοφός που ξεμασκαρεύει το ψέμα, την υποκρισία και την απάτη των κάθε λογής ισχυρών, λέγοντας μεγαλόφωνα όσα ο λαός ψιθυρίζει μέσα του.
Αλλά αυτές οι γιορτές ικανοποιούσαν και μια ακόμη πολύ σημαντική ανάγκη: την ανάγκη των ανθρώπων (ιδιαίτερα οι άνθρωποι που ζουν μέσα σε κάποιες κλειστές και έντονα απαγορευτικές κοινωνίες) να εκτονωθούν συλλογικά, σπάζοντας κάποιες στιγμές στο χρόνο όλους τους συμβατικούς φραγμούς της σοβαρής καθημερινότητας. Έθιμα όπως η Γιορτή των Τρελών θεωρούνταν πολύ σημαντικά και απαραίτητα επειδή όπως έλεγαν και οι ίδιοι «τα κρασοβάρελα θα έσκαζαν αν δεν τραβούσαμε κάπου κάπου την τάπα, αν δεν αφήναμε να περάσει μέσα σ’ αυτά λίγος αέρας». Κι αυτός «ο λίγος αέρας», η ανατροπή της τάξης του κόσμου και των πραγμάτων για λίγες μέρες ενίσχυε τελικά την τάξη την οποία συμβολικά αντέστρεφε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου