Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Θεόκριτος (Ο βουκολικός)


Σε μια έκρηξη της Αίτνας βρέθηκα στη Σικελία… Είχα πάει για το «φαινόμενο». Σκαρφάλωσα προς τη Βάλε ντελ Μπόσε κι έπειτα ροβόλησα κατά τους καινούργιους κρατήρες, διασχίζοντας την όμορφη σικελική φύση. Από τα σπλάχνα του βουνού ανάβρυζε η λάβα, σαν πάθος ερωτικό που κατακαίει κι αφανίζει. Και τη νύχτα βλέπαμε τις φλόγες της να τρέχουν, να κυματίζουν, στις πλαγιές του βουνού, σε σχηματισμένες κοίτες, κάτω, προς το πέλαγος, σαν νάμπαινε το πρωτόγονο πάθος σε ζυγό ρυθμού και να γινότανε τραγούδι. Που και που ξέφευγε, τιναζότανε ψηλά κανένας μύδρος, έγραφε το πύρινο τόξο του στον αέρα, σαν ξαφνική έξαρση, για να δουπήσει σε λίγο και να σβήσει…

Ξέμακρα, από τη μεγαλόπρεπη φωτοχυσία, οι Σικελοί τσοπάνηδες είχαν ανάψει τις μικρές φωτιές τους για να κόψουν τη νυχτερινή ψύχρα του βουνού. Τους ζυγώσαμε. Η ζεστή λάμψη της φωτιάς, που κάθονταν γύρω, έδινε στις γραφικές αναμαλλιάρικες μορφές τους μνημειώδη σημασία. Ο πανάρχαιος ουρανός τους κοίταζε με μυριάδες μυστηριώδη μάτια. Θάρρευε κανένας, ότι, όπως τ’ άστρα, ήτανε κι αυτοί προαιώνιοι, πως ήταν οι ίδιοι, πούδοσαν στο Θεόκριτο το ποιητικό του ξεκίνημα. Ο αέρας, γεμάτος από αρώματα οπώρας, φλοίσβο από φυλλωσιές, κελάρυσμα πηγών, ανακατεμένα από οσμές από προβιές, από γάλα και «σβουνιές», ξυπνούσε στη μνήμη μας τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα της Θεοκριτικής δημιουργίας… Πρόσμενε κανένας, ότι, από στιγμή σε στιγμή, κάποιος, απ’ αυτούς τους τσοπάνηδες θάβγαζε από το ταγάρι του την καλαμένια σύριγγα του Πανός, για να φυσήσει το προανάκρουσμα «βουκολιασμών» και θ’ αντιλαλούσε, μέσα στη νύχτα, στη γεμάτη πλατιά φωνήεντα δωρική λαλιά, η εξόρμηση:
 
Δεύτε τάν βουκολικάν, Μούσαι, ψάλλετ’ αοιδάν!
Κάποιος ανόητος είχε παραλληλίσει το Θεόκριτο με τον Βαττώ. Τίποτα πιο άσχετο προς το βουκολικό τραγούδι του Θεόκριτου από τους ειδυλλιακούς πίνακες του Γάλλου αυτού ζωγράφου, όπου ανεμίζουν μεταξωτά κορδελλάκια και τραμπαλίζονται σε κούνιες, πλαισιωμένες με λουλούδια, γοβάκια μαρκησίας. Καμμιά σχέσι δεν έχουν οι πίνακες του Βαττώ, ούτε τα τραγούδια του Σενιέ, ούτε τα ειδύλλια και ο αισθησιασμός των σαλονιών με τη μούσα του Θεόκριτου.
 
Αυτή την έχει δαγκάσει, την έχει ψήσει, ο Σικελιανός ήλιος. Στις φλέβες της δεν τρέχει, μα βράζει, σαν μούστος πιπεράτος, το αψύ αίμα των παιδιών του μεγάλου μεσημβρινού υπαίθρου. Δεν ξεχνούμε, βέβαια, ότι με το Θεόκριτο, βρίσκομαστε στην εποχή του Ιέρωνα και του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου, που ο μέγας Παν, ο δάσκαλος του Διόνυσου, ο οιστρηλάτης των πρωτόγονων παθών, που μοιάζουν με θεομηνίες, ψυχομαχά μέσα στα πλαίσια της υπερπολιτισμένης και υπερεκλεπτυσμένης ελληνιστικής περιόδου. Ξαίρουμε συνάμα πως η βουκολική ποίηση, ολάκαιρη, δεν είναι παρά δημιούργημα κι έκφραση νοσταλγίας των περασμένων καιρών της μεγάλης ακμής του Πανός.
 
Αλλά του Θεόκριτου η αξία και η χάρη στέκεται όλη στο ότι η νοσταλγία του δεν είναι «εκ του μακρόθεν». Είναι, βέβαια, κι αυτός γνήσιο παιδί της ελληνιστικής περιόδου, ένας «ποιητής παιδείας» κι εδώ κι εκεί ξεμυτίζει συχνά η βιβλιακή του τροφή, όπως λεπτότατα είδε ο μεγάλος μελετητής του ο Λεγκράν. Είχε ακόμα και τους μεγάλους δασκάλους του, που σε μερικά, και τους μιμήθηκε. Η διαφορά του όμως και η υπεροχή του, κολοσσιαία, από τους ποιητές της εποχής του φανερώθηκε, όταν το δαιμόνιό του, αφήνοντας τα βιβλία και τα ποιητικά πρότυπα των προκατόχων του, κατάφυγε άμεσα στη ζωντανή ζωή και στη λαϊκή παράδοση.
 
Το ανώτερο μέρος της Θεοκριτικής ποίησης, αυτό που αποτελεί την πρωτοτυπία και τη δόξα του, βγαίνει από τους «βουκολιασμούς». Τι ήταν αυτοί; Τραγούδια του λαού. Ποιητικοί διαγωνισμόι μεταξύ τσοπάνηδων -Σικελών προ πάντων- που παράβγαιναν ανάμεσά τους, παίζοντας με τη σύριγγα και τραγουδώντας τ’ αυτοσχέδια ποιήματά τους. Αγωνίζονταν είτε ωδή με ωδή, τελειώνοντας ο ένας και αρχίζοντας ο άλλος, είτε στροφή με στροφή, σ’ ένα είδος τραγουδιστής «επαμοιβής», που πάσχιζε ο ένας να βάλει κάτω τον άλλο σ’ έμπνευση, δύναμη και χάρη. Ήτανε, μ’ άλλα λόγια, για να μεταχειριστώ σύγχρονη έκφραση, η δημοτική ποίηση της εποχής του. Απ’ αυτό το αυτοδημιούργητο αισθητικό φαινόμενο ξεκινάει το πρωτότυπο και αναμφισβήτητα πιο δυνατό μέρος του έργου του.
 
Καλά-καλά δεν ξαίρουμε την ακριβή χρονολογία ούτε τον ακριβή τόπο που γεννήθηκε. Ξαίρουμε μονάχα πως έζησε στην Κω, στη Σικελία και στην Αλεξάνδρεια. Η ποίησή του όμως -το βλέπουμε μέσα στο έργο του- πήρε το γνήσιο πέταγμά της στη Σικελία. Η νοσταλγία του για τους μεγάλους καιρούς της ακμής του Πανός βρήκε τροφή πλούσια στα πρωτόρμητα παιδιά του μεγάλου υπαίθρου.
 
Εκεί βρήκε, πρώτα-πρώτα, μια φύση γελαστή, λεύτερη και χαριτωμένη -μια φύση γεμάτη ομορφιές- τη φύση του βουνού, που ακούραστα μας δίνει, με ακρίβεια και λεπτότητα, τη θαυμαστή ζωγραφιά της. Η φύση του Θεόκριτου δεν είναι η μονότονη φύση του κάμπου, που κάνει σκυθρωπό τον Ησίοδο, προ πάντων όταν βλέπει τις βαρειές και σκληρές δουλειές, που χρειάζεται για να υποταχθεί στο γεωργό και ν’ αποδόσει. Ο Θεόκριτος, μέσα στη χαρούμενη φύση του βουνού, έζησε αυτό που νοσταλγούσε, πλάι στον αμέριμνο σικελό τσοπάνο, με τις κατσίκες του, που τις ξαίρει, μιά-μιά, με τ’ όνομά τους, με τα σκυλιά του, τις γραφικές του δοξασίες, τους θρύλους, το βαθύ του κι αγιάτρευτο ερωτισμό, το τραγούδι του τέλος, που έχει όλον τον καιρό να συνθέτει, όταν οι γίδες βοσκούν γύρω του ή σταλίζουν στον ίσκιο της φτελιάς ή της βελανιδιάς, αντικρύζοντας τη γαλάζια λουρίδα της θάλασσας, που στραφταλίζει στον ήλιο πίσω από τα δέντρα…
 
Απ’ αυτό το τραγούδι γέμισε την ακοή του, το νου και την καρδιά του ο Θεόκριτος, για να το μεταπλάσει, να το μεταμορφώσει και να το υψώσει στη σφαίρα μεγάλης προσωπικής δημιουργίας. Τα ειδύλλιά του είναι εικόνες, που σπαρτάρουν από ζωή κι αλήθεια, τεχνουργημένες από μεγάλο ταλέντο δραματικό, με την έννοια της πλαστικής απόδοσης των τύπων, που παρελαύνουν και που ο καθένας παρουσιάζεται μ’ ανάγλυφα τα χαρακτηριστικά του, το χαρακτήρα, τους καημούς του, τα πάθη του και το δικό του τρόπο της έκφρασης. Καμμιά νοησιαρχική τάση, κανένας εγκεφαλισμός και καμμιά μεταφυσική ανησυχία δεν θολώνουν την αχόρταγη χαρά της ζωής, που διαπνέει την ποίησή του. Είναι όλος αίσθημα ζωής και προ πάντων αισθήσεις. Όλες είναι άγρυπνες. Στο κέντρο της γοητευτικής ορασιάς, που μας δίνει από τη ζωή, στέκει κυρίαρχος ο έρωτας, σαν πάθος απροσμέτρητο, θεία μανία τυραννική, που βρίσκει το ξέσπασμα και την κάθαρσή της στο τραγούδι. Ο φλογερός όμως ερωτισμός του ξαίρει τόσο να συγκρατιέται στα όρια του επιτρεπτού, ώστε, σε μια ωρισμένη εποχή τον είχαν οι Βυζαντινοί στα σχολεία τους. Ο ρεαλιστής ωστόσο αυτός βρίσκει κάποτε υψηλούς τόνους Πινδάρου και ο αισθησιασμός ανεβαίνει στη δημιουργία μορφών ιδανικών, πλασμένων από το καθαρώτερο γαλάζιο του αιθέρα.
 
Όσο για την τεχνική του στίχου του ο αρχαίος εξάμετρος γίνεται στα χέρια του όργανο καταπληκτικής ευκαμψίας και ποικιλίας: Αφηγηματικός, που κυλάει απαλά, διαλογικός, ζωηρός κι ευκίνητος, λαχανιαστός στις βίαιες σκηνές, προσαρμοσμένος στο θέμα πάντα, πιστά παρακολουθώντας τα κινήματα της ψυχής… Μεγάλος εαρινός καλλιτέχνης του λόγου που τον προσφέρουμε στην αρχή της άνοιξης, σαν πρότυπο χαράς κι αισιοδοξίας αλλά και σαν δίδαγμα ποιητή, που άντλησε από τη λαϊκή παράδοση για να την υψώσει σ’ ανώτερο κι επίφθονο επίπεδο.
 
Θύρσις ή Ωδή
 
Γλυκά θροεί η κουκουναριά στης ρεμματιάς το πλάι,
όμως και συ, γιδοβοσκέ, γλυκειά φλογέρα παίζεις•
δώρο σου πρέπει δεύτερο, ύστερ” από τον Πάνα.
Αν τράγο θα διάλεξη αυτός, εσύ θα πάρης γίδα,
μα αν όμως γίδα πάρη αυτός, βετούλα εσένα πέφτει•
κ” είνε καλό το κρέας της ωσότου την αρμέξης.
ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
Βοσκέ μου, το τραγούδι σου γλυκύτερο είν” ακόμα
κι απ” το νερό που ηχολογά στάζοντας απ” το βράχο.
Αν προβατίνα πάρουνε για δώρο τους οι Μούσες,
θα πάρης το μαννάρι εσύ• κι αν πάλι της αρέση
να πάρουν το μαννάρι αυτές, συ παίρνεις προβατίνα.
ΘΥΡΣΙΣ
Κάθεσ” εδώ, γιδοβοσκέ, να παίξης τη φλογέρα;
όσο θα παίζης, ξέννοιαζε, σου βόσκω εγώ τα γίδια.
ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
Δεν πρέπει σε κανένα μας να παίζη τη φλογέρα
τώρα καταμεσήμερα• φοβόμαστε τον Πάνα.
Την ώρ” αυτή κατάκοπος απ” το πολύ κυνήγι
κοιμάται κι αναπαύεται• κ” είνε πικρός, αλήθεια,
είνε πικρός και πάντα του στάζει χολή απ” τη μύτη.
Μα, Θύρσι, εσύ που τραγουδείς τα βάσανα του Δάφνι
και πρόκοψες στο γλυκερό βουκολικό τραγούδι,
έλα από κάτω απ” τη φτελιά κοντά μου να καθίσης,
αγνάντια εκεί στον Πρίαπο κι αντίκρυ στις Νεράιδες
πούνε τσοπάνικο σκαμνί, βελανιδιές το ησκιώνουν•
κι αν τραγουδήσης ώμορφα σαν την ημέρα εκείνη
που στο τραγούδι ενίκησες το Χρόμι απ” τη Λιβύα,
μιά γίδα διπλομάννα εγώ σου τάζω να σου δώσω
να την αρμέξης τρεις φορές, πούχει τα δυο κατσίκια
και πάντα την αρμέγουνε μέσα σε δυο καρδάρες.
Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια
πουν” αλειμμένο με κερί κ” είνε καινούργιο τόσο,
τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίσει το γλυφάνι.
Απάνω από τα χείλη του πλέκη κισσός κλωνάρια,
κισσός μαζί μ” ελίχρυσο• του ελίχρυσου η ψαλίδα
στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της.
Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει,
με μιά κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη.
Από τη μιά της τη μεριά κι απ” τη μεριά την άλλη
δυο άνδρες με πολλά μαλλιά λογομαχούν για δαύτη.
Όμως εκείνη ακούοντας δείχνει πώς δεν τη νοιάζει•
και πότε με χαμόγελο θωρεί από “δω τον ένα,
πότε στον άλλο η πονηρή στρέφει το νου της πάλι.
Κι αυτοί ερωτοχτυπούμενοι με βουρκωμένα μάτια,
χάνουν τους κόπους άδικα, κακοπαθούν του κάκου.
Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω
σέρνει με βία το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ,
και μοιάζει και στη δύναμι με κουρασμένον άντρα.
Λες και ψαρεύει μ” όλη του τη δύναμι στα χέρια•
πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα
και μοιάζει νιος στη δύναμι κι ας είνε κι ασπρομάλλης.
Κοντά-κοντά στο γέροντα το θαλασσοδαρμένο.
είν” έν” αμπέλι με πυκνά και κόκκινα σταφύλια
που το φυλάει μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο.
Στό “να πλευρό του μιά αλεπού, στ” άλλο πλευρό του μιά άλλη•
χώνετ” η μιά στα κλήματα και τα τσαμπιά αφανίζει,
η άλλη πάει με πονηριά κρυφά προς το ταγάρι
ωσάν να λέη και στο παιδί πώς δεν θε να “συχάση
αν δεν τ” αφήση νηστικό κι αν δεν του φάη ό,τ” έχει.
Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο
και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει•
και μηδέ τόσο νοιάζεται γι” αμπέλι και ταγάρι
ίση χαρά έχει μέσα του γι” αυτό το πλέξιμο του.
Στρώνονται φύλλ” απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι•
μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει.
Από “να Καλυδώνιο τ” αγόρασα βαρκάρη
κ” έδωκα γίδα κ” έδωκα κ” ένα κεφαλοτύρι•
δεν τ” άγγιξα στα χείλη μου κι απάρθενο απομένει.
Θα σου το δώσω με χαρά και μ” όλη την καρδιά μου
αν θα θελήσης να μου πης το γλυκερό τραγούδι.
Και δε θα σε γελάσω εγώ. Έλα, καλέ μου, “πες το•
στον Άδη δε θα το φυλάς, γιατ” όλα εκεί ξεχνιούνται.
 
ΘΥΡΣΙΣ
(Ωδή)
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ο Θύρσις απ” την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι•
Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, που κ” οι Νύμφες ;
Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια;
Μηδέ στης Αίτνας την κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι.
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια
εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι.
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Βώδια πολλά στα πόδια του, ταύροι πολλοί θρηνούσαν,
πολλές “γελάδες και πολλές πολλές δαμαλοπούλες.
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
[Κατέβηκε πρώτος ο Ερμής απ' το βουνό• Δάφνη,
ποιός σε κατατρέχει και ποιάν τόσο αγαπάς ;]
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ήρθαν βουκόλοι κ” ήρθανε γιδοβοσκοί τριγύρω
κι αναρωτούσαν όλοι τους σαν τι κακό έχει πάθει.
Ήρθε κι αυτός ο Πρίαπος, ήρθε κ” εκείνος κ” είπε:
«Πώς έτσι απομαραίνεσαι, δυστυχισμένε Δάφνι;
Η κόρη εκείνη π” αγαπάς περνοδιαβαίνει τώρα
σε βρύσες με τα κρύα νερά και σε πυκνά λαγκάδια.
«Τις γίδες πού βατεύονται γιδοβοσκός θωρώντας
λιγώνεται απ” τη ζήλεια του που δεν εγίνη τράγος.»
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Τι σε ζαλίζω ; έχεις εσύ δυστυχισμένη αγάπη.»
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
«Και συ θωρώντας τα ώμορφα κοράσια να γελάνε
λιγώνεσαι απ” τη ζήλεια σου που δεν τα συντροφεύεις».
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ήρθεν ακόμα κ” η γλυκειά και γελαστή Αφροδίτη
κ” ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της•
κ” είπε : «Καυχώσουν πώς λυγάς τον Έρωτα συ, Δάφνι,
μα ο τρομερός ο Έρωτας σ” ελύγησεν εσένα».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
Κι αυτός της αποκρίθηκε : «Απάνθρωπη Αφροδίτη,
πού σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου•
λες τάχα να φοβόμαστε πράγματα τιποτένια;
αί! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάη ο Δάφνις».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
«Σύρε να βρής τον Άδωνι, τον ώμορφο Άδωνί σου,
σύρε στην Ίδη να τον βρης που βόσκει το κοπάδι.
[. . .]
[. . .]
[. . .]
[. . .]
Και κάνε και παλληκαριές μπροστά στο Διομήδη
λέγοντας πώς ενίκησες το Δάφνι το βουκόλο».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
«Λύκοι, τσακάλια, αφήνω “γεια. κι αφήνω “γεια και πάλι,
αρκούδες πού φωλιάζετε μεσ” σε σπηλιές βουνήσιες•
ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θάνε πια σε λόγγους,
δε θάνε σε λαγκάδια πια, δε θάνε πια σε δάση.
Αρέθουσα, σ” αφήνω “γεια, κι αφήνω “γεια, ποτάμια».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
«Ω Πάν, είτε στ” ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια,
είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση,
παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ” ακρωτήρι
και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα,
αυτό που ακόμα κ” οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,
κ” έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ” αγροτικό τραγούδι.
«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα
πούν” ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,
γιατί απ” τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει
ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις
που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ” αγροτικό τραγούδι.
«Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες
και συ, ζιμπούλι, στόλισε τ” αγκαθωτά βοτάνια,
οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ” αχλάδια,
τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλλους
και τώρα οι κούκοι ας κελαϊδούν τ” αηδόνια να σωπαίνουν
κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μιά που πεθαίνει ο Δάφνις».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ” αγροτικό τραγούδι.
Αυτά είπ” ο Δάφνις κ” έπεσε, κ” έδραμ” η Αφροδίτη .
κ” έδραμε κ” εδοκίμασε να τον ανασηκώση•
μα της ζωής του την κλωστή την είχαν κόψει οι Μοίρες
και τον επήρε αγύριστα του χάρου το ποτάμι,
το Δάφνι που τον έστεργαν Μούσες και Νύμφες όλες.
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ” αγροτικό τραγούδι.
Και συ, καλέ γιδοβοσκέ, δόσε μου το ποτήρι,
δόσε μου και τη γίδα σου να την αρμέξω τώρα,
να στάξω από το γάλα της πρώτα σπονδές στις Μούσες.
Μούσες, σας χιλιοχαιρετώ και για “δική σας χάρι
άλλη φορά γλυκύτερα θα ξανατραγουδήσω.
ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
Θύρσι, τ” ώμορφο στόμα σου νάνε γεμάτο μέλι,
σύκα γλυκά του Αιγάλεου τα χείλη σου να ευφραίνουν
γιατί περνάς το τζίτζικα στο γλυκερό τραγούδι.
Να το ποτήρι θαύμασε πόσο καλά μυρίζει•
λες και στις βρύσες των Ωρών είνε μοσχοπλυμένο.
Έλα κοντά, Κισσαίθα μου• και συ άρμεξε την τώρα.
Και σεις οι άλλες γίδες μου για μη χοροπηδάτε,
γιατ” είν” ο τράγος έτοιμος να σας καβαλλικέψη.
 
Φαρμακεύτριαι
 
Θέστυλι, πουν” οι δάφνες μου και που τα μαγικά μου;
Με πρόβειο κόκκινο μαλλί στόλισε τη λεκάνη,
αυτόν που με βαρέθηκε να τον μαγέψω πάλι.
Δώδεκα “μέρες πέρασαν, ούτ” ήρθε κι ούτ” εφάνη,
ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε,
ούτ” έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα “μέρες τώρα.
Ώ! δίχως άλλο ο Έρωτας κι η πονηρή Αφροδίτη
θα του σηκώσαν το μυαλό κι έπιασεν άλλη αγάπη.
Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα
και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει.
Τώρα μ” ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια.
Σελήνη, αθόρυβη θεά, φέγγε γλυκά και λάμπε•
στα μάγια πρίν καταπιαστώ θα τραγουδήσω εσένα
και την Εκάτη πούρχεται μεσ” απ” της γης τα σπλάχνα
και τριγυρνά στα μνήματα και την φοβούνται οί σκύλλοι.
Ώ! χαίρε, Εκάτη τρομερή, παρακαλώ σε, Εκάτη,
συντρόφεψε και βόηθα μας απ” την αρχή ως το τέλος
και κάνε και τα μάγια μας όμοια μ” αυτά της Κίρκης,
κατώτερα να μη γενούν απ” της Μηδείας τα μάγια
μηδ” απ” τα μάγια της ξανθής εκείνης Περιμήδης.
Α”
Φέρε τον, σουσoυράδα (1) μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Για σένα αλεύρι στη φωτιά θα ρίξω πρώτα-πρώτα.
Θέστυλι, σκορπά το λοιπόν. Άμοιρη, πούν” ο νους σου;
Σιχαμερή είμαι τάχα εγώ και περιγέλιο μ” έχεις;
σκόρπα και λέγε αυτά: «σκορπώ τα κόκκαλα του Δέλφι».
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Ο Δέλφις μου με πίκρανε• δάφνη γι” αυτόν θα κάψω
κι όπως η δάφνη στη φωτιά κροταλιστά θα σκάση
και θε ν” ανάψη στη στιγμή και σταχτή δε θ” αφήση
έτσι κι ο Δέλφις να καή στου πόθου μου τη φλόγα.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Όπως ετούτο το κερί μεσ” στη φωτιά το λειώνω
έτσι κι από τον έρωτα να λειώση ευθύς κι ο Δέλφις•
κι όπως αυτή τη ρόδα μου γυρίζει η Αφροδίτη
έτσι κι αυτός να τριγυρνά στην πόρτα τη δική μου.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Τώρα θα κάψω πίτουρα κ η Άρτεμι ας μαλάξη
και το διαμάντι το σκληρό και κάθε στέρεο άλλο.
Θέστυλι, άκου τα σκυλλιά στην πόλη πώς γαυγίζουν
θάνε στους δρόμους η θεά και θα περιδιαβαίνη.
Κρούσε μιαν ώρ” αρχήτερα την χάλκινη τη λάμα.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Οι άνεμοι καταλάγιασαν, ησύχασε κι ο πόντος,
ο πόθος μεσ” στα στήθια μου ποτέ δεν ησυχάζει,
μα καίω και φλέγομαι γι” αυτόν, που μ” έκανε τη μαύρη,
αντί γυναίκα του σωστή, γυναίκα ντροπιασμένη.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Στάζοντας τρεις φορές σπονδές τρεις φορές τέτοια κραζω:
Μ” όποια γυναίκα τώρ” αυτός ερωτικά πλαγιάζει,
τόσο να την απαρνηθή, όσο ο Θησέας στη Νάξο
την Αριάδνη αρνήθηκε την ωμορφομαλλούσα.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Στην Αρκαδία τη δασωτή φυτρώνει ένα χορτάρι,
το τρώνε και τρελλαίνονται κι αλόγα και φοράδες
κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα.
Έτσι το Δέλφι να τον “δω ν” αφήση την παλαίστρα
κ” έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Τούτο το κουρελόπανο του Δέλφι τώχω πάρει,
κ” είν” απ” το γύρο χαμηλά της χλαίνας του κομμένο•
το ξαίνω και τα νήματα μεσ” στη φωτιά τα ρίχνω.
Άχ! Έρωτα σκληρόκαρδε, γιατί μούχεις ρουφήξει
όλο το αίμα της καρδιάς σαν απ” τη λίμνη αβδέλλα;
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Σαύρα θα κάψω στη φωτιά και θα την κάνω σκόνη
κ” ένα πιοτό, κακό πιοτό ταχυά θε να σου φέρω.
Πάρε τα μάγια, Θέστυλι, πάρε τα μάγια τώρα
και την κορφή της πόρτας του σύρε μ” αυτά ν” αλείψης
και λέγε ψιθυρίζοντας: «τα κόκκαλά του αλείφω.»
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Β”
Τώρα, πούμεινα μόνη μου, τον έρωτα μου ας κλάψω.
Πούθε ν” αρχίσω να θρηνώ, ποιός μου τον έχει φέρει;
Κανιστροφόρα η Αναξώ, η κόρη του Ευβούλου
στο λόγγο της Αρτέμιδος μας είχεν έρθει τότε•
θεριά την ετριγύριζαν και θηλυκό λιοντάρι.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού “γεννήθ” η αγάπη.
Κ” η παραμάννα η άμοιρη του Θευχαρίδη, που ήταν
το σπίτι της στο σπίτι μου κοντά, πόρτα με πόρτα,
με θερμοπαρακάλεσε να πάω στο πανηγύρι•
κ” η δόλια εγώ ξεκίνησα να πάω ν” ακλουθήσω
φορώντας το ξανθόλινο κι ώμορφο φόρεμά μου
και στολισμένη με τ” αχνό της Κλεαρίστας πέπλο.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
Στο δρόμο, μόλις έφθασα στου Λύκωνα το σπίτι,
μαζί με τον Ευδάμνιππο είδα το Δέλφι εμπρός μου•
ξανθότερ” από ελίχρυσο είχαν κ” οι δυο τα γένεια
κ” εγυάλιζαν τα στήθια των πειότερ” απ” τη Σελήνη,
δείχνοντας πώς εγύριζαν μόλις απ” την παλαίστρα.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πως μου “γεννήθη η αγάπη.
Τον είδα κ” ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου,
ξεθώριασεν η όψη μου κ” έσβυσ” η ομορφιά μου,
κι ούτ” ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο
ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι•
μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου
κ” ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
Συχνά – πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος,
έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες
κ” εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλα μου απάνω.
Και που δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω,
και ποιά γερόντισσ” άφησα που ξέρει να ξορκίζη;
Τίποτα δε μ” αλάφραινε κ” έλειωνα με το χρόνο.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
Κ” εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου.
«Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια.
»Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ” έχει•
»μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευε τον•
»εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί τ” αρέσει νάνε».
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση,
και πες του πώς τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι».
Έτσ” είπαμε• κ” επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι,
κ” εγώ μόλις τον ένοιωσα κ” εγώ μόλις τον είδα
να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,
(Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη)
μου “πάγωσ” όλο το κορμί πειότερο κι απ” το χιόνι
κ” έσταζ” ιδρώτας άφθονος από το μέτωπο μου
σαν τη δροσούλα της νοτιάς, κ” εκόπηκ” η φωνή μου
και δε μ” απόμεινε φωνή μηδ” όση έχει το βρέφος
που ψιθυρίζοντας καλεί τη μάννα του στον ύπνο•
κ” ενέκρωσαν τα μέλη μου σαν της κερένιας κούκλας.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γέννηθη η αγάπη.
Και μόλις μ” είδε ο άπονος χαμήλωσε τα μάτια
και στο σκαμνί εθρονιάστηκε και τέτοια λόγια μούπε:
«Πρόλαβες και μ” εκάλεσες στο σπίτι σου, Σιμαίθα,
»όπως εγώ στο τρέξιμο “πρόλαβα το Φιλίνο.»
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθ” η αγάπη.
«Όμως λογάριαζα κ” εγώ νάρθω τη νύκτ” απόψε,
»μά το γλυκό τον Έρωτα, μαζί μ” άλλους μου φίλους,
»κρύβοντας μέσ” στον κόρφο μου γλυκόμηλα του Βάκχου
»κ” ένα στεφάνι ολόγυρα στην κεφαλή φορώντας,
»στεφάνι λεύκας, ιερό κλωνάρι του Ηρακλέους,
»στεφάνι καταστόλιστο με κόκκινες κορδέλλες.»
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη
»Κι αν με καλοδεχόσαστε, θα τώχα για χαρά μου
»αν μοναχά το στόμα σου το γλυκερό “φιλούσα
»—γιατ” είμαι νιος ευγενικός κι ώμορφος μέσα σ” όλους—
»μ” αν εύρισκα την πόρτα σας κλειστή, μανταλωμένη,
»θάχα πελέκια κοφτερά, θάχα δαυλιά για δαύτη».
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
«Και τώρα χάρη εγώ χρωστώ στην Αφροδίτη πρώτα
»κ” ύστερα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι
»που μ” έβγαλες απ” τη φωτιά του πόθου πριν με καψη
»κ” έστειλες και μ” εκάλεσες ναρθώ στο σπιτικό σου•
»γιατί κι από το φλογερό ηφαίστειο της Λιπάρας
»πιό καυτερά, πιο φλογερά ο έρως καίει και φλέγει».
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
«Αυτός σηκώνει τα μυαλά και κάνει και την κόρη,
»την κόρη την ανήξερη, να φεύγη από το σπίτι,
»και κάνει και τη νιόνυφη ν” αφήνη, ν” απαρνιέται
»το στρώμ” ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη».
Είπε• κ” εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ” απ” το χέρι
κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα•
κι άρχισαν να μαλάζονται μαζί τα δυο κορμιά μας
και τα ζεστά μας πρόσωπα ν” ανάβουν, να κορώνουν•
κ” εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυό μας.
Και να μη σ” τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη,
τα πιο μεγάλα εκάναμε κ” ήρθαμ” οι δυό σε πόθο.
Κι ως χθες κανείς μας απ” τους δυό παράπονο δεν είχε•
μα σήμερα ήρθε σπίτι μου η μάννα της Φιλίστας
και της χορεύτρας Μελαξώς, την ώρα που φοράδες
φέρνουν απ” τον ωκεανό στον ουρανό τρεχάτες
τη ροδοχέρα την Αυγή• και κοντά στ” άλλα μούπε
πως έχει πιάσει ο Δέλφις μου κάποια καινούργια αγάπη,
μα ποια αγάπη, δεν ήθελε να μου το φανερώση,
παρά μονάχα πως συχνά πίνει κρασί για κάποια
και πως το πίνει ανέρωτο και πώς στολίζει ακόμα
την κάμαραν όπου μεθά μ” ευωδιαστά στεφάνια•
κ” ύστερα φεύγει βιαστικός. Αυτά μούπεν εκείνη
κ” εγώ τ” αναλογιάζομαι κι αληθινά τα βρίσκω•
γιατ” άλλοτε πολλές φορές ερχόταν την ημέρα
κι άφηνε και στο σπίτι μου το Δωρικό λαγήνι (2).
Μα τώρα πούχω να τον “δω σωστά δώδεκα “μέρες
κάποια άλλη θα τονε τραβά και με ξεχνάει εμένα.
Μα τώρα με τα μάγια μου θε να τον σφικτοδέσω,
κι αν πάλι θα με τυραγνά, τ” ωρκίζομαι στις Μοίρες,
την πόρτα του Άδη ο άκαρδος ταχυά να πάη να κρούση.
Βαθυά μεσ” στο σεντούκι μου κρύβω κακά φαρμάκια
που ένας Ασσύριος κάποτε μου τάχει μαθημένα.
Μα εσύ στρέψε χαρούμενη τ” αλόγατά σου τώρα,
Σελήνη, στον ωκεανό• κ” εγώ θε να υπομένω
όπως ως τώρα υπόμενα τον πόνο της καρδιάς μου.
Σ” αφήνω “γειά, λαμπρόχρωμη Σελήνη και σεις άστρα,
που αθόρυβα την άμαξα της νύκτας ακλουθάτε.
--------------------
Σημειώσεις:
1) Η σεισοπυγίς (σουσουράδα) ήτο αφιερωμένη εις την Αφροδίτην και για τούτο τήν μεταχειρίζοντο εις τάς ερωτικάς μαγγανείας.
2) Το ελαιοδοχείον δια την παλαίστραν. Θέλει να δείξη την μεγάλην οικειότητα που τους συνέδεε.
 
Κύκλωψ
 
Νικία, για τον έρωτα βοτάνι δεν είν” άλλο,
μηδέ κανένα γιατρικό παρά τα τραγουδάκια•
αυτά αλαφρώνουν τα δεινά και τους καϊμούς γλυκαίνουν,
φθάνει να νοιώθης να τα βρης και να τα τραγουδήσης.
Θαρρώ πώς θα το ξέρης δα και θα το καλοξέρης,
τ” είσαι γιατρός κι’αγαπητός και στίς εννιά τις Μούσες.
Έτσι περνούσεν εύκολα τον πόνο της καρδιάς του
κι ο Κυκλομμάτης ο παληός Πολύφημος εκείνος,
όταν με τη Γαλάτεια βρέθηκ” ερωτευμένος
τότε που πρωτοχνούδωναν τα πρώτα του γενάκια.
Δεν ήταν έρωτας αυτός με ρόδα και με μήλα
μάτανε τρέλλ” αληθινή, κ” έξω απ” τον έρωτά του
τίποτα δε λογάριαζε, τίποτα δεν ψηφούσε.
Πολλές φορές εγύριζαν απ” τα χλωρά λιβάδια
δίχως αυτόν τα πρόβατα κ” έρημα στο μαντρί των
κ” εκείνος τη Γαλάτεια με πόνο τραγουδώντας
στα φύκια της ακρογιαλιάς απ” την αυγή ως το βράδυ,
ένοιωθε πόνο στην καρδιά κ” έλειων” από τον πόνο.
Μα τώχε βρη το γιατρικό• σε βράχο καθισμένος
και βλέποντας στη θάλασσα σαν τέτοια ετραγουδούσε.
 
(Ωδή)
Αφρόπλαστη Γαλάτεια, τί μ” αποδιώχνεις έτσι
σαν το μοσχάρι πεταχτή, σκληρή σαν αγουρίδα,
και βγαίνεις έξω στη στεριά την ώρα που κοιμούμαι
και πας τρεχάτη στο γιαλό μόλις ξυπνώ ο καϋμένος
σαν προβατίνα που άξαφνα το γερολύκο βλέπει;
Εγώ σε πρωταγάπησα, κόρη μου, σαν πρωτώρθες
θέλοντας με τη μάννα μου λαλέδες να μαζέψης
απ” το βουνό, κ” εγώ μπροστά σας έδειχνα τη στράτα.
Άχ! από τότε λαχταρώ και θέλω να σε βλέπω
και δεν μπορώ να κάνω αλλοιώς• μα δε σε νοιάζει εσένα.
Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι•
γιατ” έχω φρύδι τριχωτό σ” όλο το μέτωπο μου
που αρχίζει απ” τώνα μου τ” αυτί και φθάνει ίσα με τάλλο
κ” έχω ένα μάτι μοναχά κατ” απ” το φρύδι εκείνο,
και πέφτ” η μύτη μου πλατειά κατά το στόμ” απάνω.
Μα μ” όλη μου την ασχημιά πρόβατα χίλια βόσκω,
κι αρμέγοντας τα πίνω εγώ το πιο καλό τους γάλα•
και δε μου λείπει το τυρί μηδέ το καλοκαίρι
μηδέ και το φθινόπωρο μηδέ και το χειμώνα
κ” είνε τα τυροβόλια μου ολοχρονίς γεμάτα.
Και τη φλογέρα παίζω εγώ καλλίτερ” απ” τους άλλους
τους Κυκλομμάτες που είν” εδώ• και παίζω τη φλογέρα
για σένανε, γλυκόμηλο, και για παρηγοριά μου
τη νύχτα τα μεσάνυχτα. Κ” έχω πολλά λαφάκια
με τραχηλίτσες στο λαιμό, και τέσσερ” αρκουδάκια.
Μα έλα μαζί μου στη στεριά κι ό,τ” έχω χάρισμα σου.
Τη γαλανή τη θάλασσα για τη στεριά παραίτα
και πιο γλυκά θε να περνάς τις νύκτες στη σπηλιά μου.
Εκεί είνε δάφνες φουντωτές, κισσός σκοτεινιασμένος
και κυπαρίσσια λυγερά, εκεί είνε και τ” αμπέλι
που κάνει γλυκοστάφυλα, εκεί το κρύο νεράκι
που μου το στέλνει από ψηλά η δασωμένη η Αίτνα
βγαλμένο από τα χιόνια της, γάργαρο και δροσάτο.
Μπροστά σε τόσα πούχω “γώ, ποιός με τη θέλησή του
θα προτιμά τη θάλασσα την αφροκυματούσσα;
Κι αν σου φανώ και πιο δασύς απ” όσο πρέπει νάμαι
έχω βελανιδόξυλα κ” έχω φωτιά στη στάχτη•
κ” εγώ για το χατήρι σου μέσ” στη φωτιά θα πέσω
κι ας χάσω πια και τη ζωή κι αυτό μου τώνα μάτι
που άλλο δεν έχω τίποτα γλυκύτερο στον κόσμο.
Ωιμέ! που δε μ” εγέννησε με σπάραχνα η μητέρα,
νάπεφτα μέσ” στη θάλασσα να σου φιλώ το χέρι
αν δε σ” αρέση να φιλώ το γλυκερό σου στόμα•
κ” είτε με κρίνα κάτασπρα να σε φιλοδωρούσα
είτε με κοκκινόφυλλες κι ώμορφες παπαρούνες.
Εκείνα καλοκαίρι ανθούν και τούτες το χειμώνα.
Όμως αν έρθη, κόρη μου, κάποιος καραβοκύρης
μαζί με το καράβι του, κολύμπι θε να μάθω
να κολυμπήσω και ναρθώ στης θάλασσας τα βάθη
να “δω τι βρίσκεις μέσα εκεί και τ” είνε πού σ” ευφραίνει.
Έβγα, Γαλάτεια, στη στεριά και μείνε και ξεχάσου
όπως εδώ ξεχνάω κ” εγώ στο σπίτι να γυρίσω.
Έβγα να βόσκης πρόβατα μαζί μου στο λιβάδι,
ν” αρμέγης γάλα και μ” αυτό χλωρό τυρί να πήζης
μ” εκείνη την τραχειά πιτυά που θε να ρίχνης μέσα.
Μένα μου φταίγ” η μάννα μου κ” εγώ μαζί της τάχω,
που ενώ με βλέπει πιο αχαμνό μέρα με την ημέρα,
ποτέ δε σου ξεστόμισε λόγο καλό για μένα.
Όμως κ” εγώ θε να της “πω τάχα πώς μ” έχουν πιάσει
σπασμοί στα δυο ποδάρια μου και πόνοι στο κεφάλι,
για να την “δω να θλίβεται όπως θλιμμένος είμαι.
Αί! Κυκλομμάτη, που πετούν, που πάν” τα λογικά σου;
Αν έπλεκες καλάθια εδώ κι αν μάζευες χορτάρι
και τώφερνες στα πρόβατα, πιο γνωστικός θε νάσουν.
Εκεί πού φθάνεις άπλωνε• τι κυνηγάς του κάκου
αυτά που φεύγουν άπιαστα και χάνοντ” απ” ομπρός σου ;
Θα βρης άλλη Γαλάτεια και πιο ώμορφη από “κείνη.
Πολλές κοπέλλες με καλούν να παίζωμε τη νύκτα
κι όλες αυτές γλυκογελούν αν τις καλοκυττάξω.
Αυτό μου δείχνει πώς κ” εγώ κάτι στον κόσμο θάμαι.
Έτσι ο Πολύφημος αυτός τον έρωτα περνούσε
με τα γλυκά τραγούδια του• κ” ήταν πιο κερδισμένος
παρά αν ζητούσε γιατρειά ξοδεύοντας χρυσάφι.

Κηριοκλέπτης
 
Εκέντρωσε μιά μέλισσα τον έρωτα τον κλέφτη
όταν της έκλεβε κερί μέσ” από την κυψέλη,
κι όλα του τ” ακροδάχτυλα τα βρήκε το κεντρί της.
Κι αυτός πονούσε ο δύστυχος κ” εφύσαγε τα χέρια
κ” εχτύπαγε τα πόδια του πηδώντας απ” τον πόνο•
κ” έτρεξε στη μητέρα του την ώμορφη Αφροδίτη
κ” έδειξε τα χεράκια του και της παραπονέθη
πώς είν” η μέλισσα μικρή κι όμως σκληρά πληγώνει.
Κ” εγέλασ” η μητέρα του και στράφηκε και τούπε:
Γιατί απορείς; μήπως και συ της μέλισσας δε μοιάζεις;
Έτσι μικρός είσαι και συ κ” έτσι σκληρά πληγώνεις.
 
Αλιείς
 
[1] Δυό γέροι ψαροκυνηγοί μαζ” ήταν πλαγιασμένοι
“πάνω στα βούρλα τα στεγνά, μέσ” στην πλεκτή καλύβα.
Της ψαρικής τα σύνεργα είχαν εκεί κοντά τους•
τα κοφινάκια τα ρηχά, τα μακρυά καλάμια,
τ” αγκίστρια, τα δολώματα, τις πετονιές, τα δίχτυα•
τα βρόχια τους και τα κουπιά και τη γρηά τους βάρκα.
Και κάτω απ” τα κεφάλια τους αντί για προσκεφάλι
ένα στενό κοντόψαθο και ρούχο και στρωσίδι.
Αυτά είν” όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων.
Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακα τους σκύλλο,
μηδέ φοβούνται από κλεψιά—η φτώχια τους φυλάει.
Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα
και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα.
Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι
κ” οι δυό ψαράδες ξύπνησαν απ” της δουλειάς την έννοια•
εδιώξανε τον ύπνο τους κι άρχισαν να “μιλούνε:
—Ψέμματα λένε, σύντροφε, πως τάχατες οι νύχτες
το καλοκαίρ” είν” πλιό μικρές που μεγαλών” η “μέρα•
Εγώ είδα τόσα ονείρατα, κι ακόμα που να φέξη !…
Μην τύχη κ” εγελάστηκα, για μάκρυναν οι ώρες;
— Άδικα “βρίζεις, γέρο μου, τώμορφο καλοκαίρι.
Δεν παραστράτησ” ο καιρός από τον ίσιο δρόμο,
μόνον οι έννοιες σε ξυπνούν και τις νυχτιές μακραίνουν.
— Μην ξέρεις απ” ονείρατα; γιατ” είδα απόψε κάτι,
κάτι καλό στον ύπνο μου και θέλω να το μάθης.
Πρέπει καθώς μοιράζομε οι δυό την ψαρική μας,
το ίδιο να μοιράζωμε και τα ονείρατα μας.
Θα το “ξηγήσης με τον νου και δε θε να λαθέψης•
γιατ” όποιος έχει δάσκαλο το νου σε κάθε κρίση,
εκείνος είνε πάντα του καλός ονειροκρίτης.
Έπειτα δα χωρίς δουλειά και τί κανείς να κάνη”
πάνω στα φύκια ξαπλωτός, κοντά στο περιγιάλι;…
— Έλα, για λέγε τώνειρο, κι αφού το λες σ” εμένα,
στον σύντροφο σου τον παληό, καλά να το “στορήσης.
— Το βράδυ σαν πλαγιάσαμε απ” τις δουλειές κομμένοι
(θυμάσαι που δειπνήσαμε και χθες καθώς και πάντα
και δεν παραφορτώσαμε καθόλου το στομάχι)
είδα πως τάχα καθιστός απάνω σ” ένα βράχο
τα ψάρια παραμόνευα μ” ένα μακρύ καλάμι.
Ετάραξα το δόλωμα και κάποιο τρυφερούδι
γλυκάθηκε κ” ετσίμπησε και πιάστηκε σ” τ” αγκίστρι —
όποιος πεινά στον ύπνο του πάντα καρβέλια βλέπει
κ” εγ” όλο βλέπω ψαρικές και σ” τώνειρό μου ακόμα,—
λοιπόν το ψάρι επιάστηκε και μάτωσε τ” αγκίστρι,
κ” εγώ σφιχτά στα χέρια μου κρατούσα το καλάμι,
γιατί το ψάρι εσπάραζε και το καλάμι ελύγα.
Μα όταν έσκυψα “μπροστά, εσάστισεν ο νους μου•
πώς μ” έν” αγκίστρι τόσο δα να σύρω τέτοιο ψάρι;
Έπειτα όμως τίναξα κι απόλυσα τ” αγκίστρι
για να την νοιώση την πληγή σ” τα σπάραχνά του μέσα,
και σαν δεν εσπαρτάριζεν, απάνω τ” ανασέρνω
και βλέπω πλούσια πληρωμή σ” τον τόσο μου τον κόπο,
ψάρι μεγάλο ολόχρυσο και χρυσοπλουμισμένο.
Μ” αληθινά φοβήθηκα, γιατ” είπα μήπως είνε
κανένα ψάρι “ξωτικό η ψάρι μαγεμμένο.
Προσεκτικά ξεκάρφωσα τ” αγκίστρι από τα χείλη,
μήπως τυχόν το σίδερο του ξύση το χρυσάφι•
τώρριξα απάνω σ” τη στεριά κι ωρκίστηκα και είπα
πως δε θε να πατήσω πια σ” το πέλαγος το πόδι,
παρά θα ζήσω σ” τη στεριά με το χρυσάφι πούχω.
Τα είδ” αυτά και “ξύπνησα. Και τώρα, σύντροφε μου,
πες μου και συ τη γνώμη σου, γιατί πολύ φοβούμαι
μ” αυτόν τον όρκο πώκανα μην πέσω σ” αμαρτία.
— Κ” εγώ σου λέω, φίλε μου, καθόλου μη φοβάσαι,
γιατί μηδ” όρκον έκανες και μηδέ ψάρι βρήκες•
ήτανε ψεύτικ” όνειρο, κι αν θες να βγή σ” τ” αλήθεια,
ψάρευε, ψάρια αληθινά με κόκκαλα και κρέας,
γιατί μ” ονείρατα χρυσά της πείνας θα πεθάνης.
----------------
Σημειώσεις:
1) Ἡ φτώχια, ὦ Διοφάντη, αὐτὴ σπρώχνει τὶς τέχνες,
αὐτὴ μᾶς δασκαλεύει νἀ κάνωμε δουλειά,
γιατὶ οἱ σκοτοῦρες οἱ σκληρὲς ταράζουν τὸν ἐργάτη τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶται,
κι᾽ ἂν ξεχαστῆ καμμιὰ φορὰ καὶ κάνει νὰ τὸν πάρει,
ἔρχονται ὅλες ξαφνικὰ καὶ τοῦ χαλοῦν τὸν ὕπνο.
 
Λήναι ή Βάκχαι
 
Αγαύη κι Αυτονόη κ” Ινώ, του Κάδμου οι θυγατέρες,
τρεις ήταν και τρεις έκαναν πομπές του Διονύσου
στον Κιθαιρώνα. Εσύναξαν εκείθεν άγρια φύλλα
πυκνόφυλλης βελανιδιάς, χλωροί κισσού κλωνάρια,
επήρανε στα χέρια τους και νιόβγαλτα σπερδούκλια
κ” έκαναν δώδεκα βωμούς σ” ολάνοιχτο λιβάδι,
εννιά για το Διόνυσο και τρεις για τη Σεμέλη.
Έβγαλαν τότε τα ιερά μέσ” από το κουτί των
και στους βωμούς τ” απίθωσαν μ” ευχές πολλές στο Βάκχο,
όπως αυτός επιθυμεί κι όπως τις είχε μάθει.
Ο δύστυχος Πενθεύς κρυφά, από τραχύ ένα βράχο,
πίσω από σκίνο γέρικο, εθώρει ό,τι γενόταν.
Πρώτη τον εκατάλαβεν η Αυτονόη, κι αμέσως
έρριξε φοβερή κραυγή και ξαφνικά πηδώντας
εγκρέμισε κ” εσκόρπισε τα σύμβολα του Βάκχου
πούν” άπρεπο να τα θωρούν οι αμάθευτοι οι ανθρώποι.
Τότε κ” εκείνη εμάνιωσε κ” εμάνιωσαν κ” οι άλλες.
Φεύγει ο Πενθεύς τρεχάμενος και κατατρομαγμένος,
κι αυτές, ανασηκώνοντας το φόρεμα ως τη ζώνη,
έτρεχαν κατά πίσω του και τον εκυνηγούσαν.
Κ” είπεν ο δύστυχος Πενθεύς: «τί θέλετε. γυναίκες;».
«Τώρα θα “δης τί θέλομε» τούπεν η Αυτονόη.
Και σαν λιοντάρι που γεννά μουγκρύζοντας η Αγαύη
τούκοψε το κεφάλι του μητέρα του κι” ας ήταν,
και στην κοιλιά του ορμητικά η Ινώ ποδοπατώντας
του σύντριψε τον ώμο του μ” όλη την ωμοπλάτη•
τα ίδια κι απαράλλαχτα κ” η τρίτη η Αυτονόη•
κ” οι άλλες που τη βακχική πομπήν ακολουθούσαν
τ” απομεινάρια κρέατα μοίρασαν μεταξύ των,
κι όλες γεμάτες αίματα γυρίσανε στη Θήβα
φέρνοντας από το βουνό πένθος κι όχι Πενθέα.
Δε νοιάζομαι• μηδέ κανείς ας νοιάζεται για “κείνον
που εχθρεύεται ο Διόνυσος, χειρότερα κι αν πάθη,
άντρας απ” τη γυναίκα του ή και παιδί απ” τη μάννα•
εγώ είμαι θρήσκος και ποθώ να ευχαριστώ τους θρήσκους.
Πάντοτ” ο θρήσκος άνθρωπος έχει τιμή απ” το Δία.
Του θρήσκου τα παιδιά ευτυχούν, κακοπαθούν του αθρήσκου.
Χαίρε, Διόνυσε, που ο Ζευς σ” έβγαλ” απ” το μερί του
και σ” έρριξε στο Δράκανο το χιονοσκεπασμένο•
χαίρε, Σεμέλη, χαίρετε και σεις οι αδερφές της
κόρες του Κάδμου ηρωικές που δίκαια τιμωρείτε•
αυτό που εσείς εκάνατε τώχε προστάξει ο Βάκχος.
Κανείς ας μην καταφρονή ό,τι οι θεοί προστάζουν.
 
Οαριστύς
 
ΥΠΟΘΕΣΙΣ
Μέσα στὰ εἰδύλλια του Θεόκριτου ὁ Ὁαριστὺς εὶναι κατὰ βάθος τὸ πιὸ ερωτικό.
Ἕνας γιδοβοσκὸς καὶ μιὰ κόρη συναντιῶνται σὲ κάποιο βοσκοτόπι καὶ κουβεντιάζουν, καθὼς βόσκουν τὰ πρόβατά τους.
Ὁπως ἀρχίζει τὸ εἰδύλλιο, χωρὶς εἰσαγωγὴ, φαίνεται πὼς εἶναι συνέχεια ὁμιλίας τῶν δύο μικρῶν βοσκῶν, ποὺ κάπου ἐκεῖ θὰ ἔδιναν τὰ ραντεβοῦ τους γιὰ νὰ τὰ ποῦνε.
ΚΟΡΗ (στίχος 11): « Οὐκ ἐθέλω· καὶ πρὶν με παρήπαφες ἁδέϊ μύθῳ », ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν τίτλο, ποὺ ἔχει τὸ ποίημα, φαίνεται πὼς πρόκειται γιὰ στενώτατες σχέσεις.
Ὁαριστὺς στὴν ἀρχαία ποιητικὴ γλῶσσα σημαίνει « συνομιλία » ποὺ γίνεται μὲ μεγάλη οἰκειότητα, στενὴ φιλία, σύνδεσμο ἀχώριστο.
Βέβαια ὁ ἔρωτας, ποὺ περιγράφει στὸ εἰδύλλιο αὐτὸ ὁ Θεόκριτος, δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχομε γιὰ τὴν ἰδεαλιστικὴ πλευρὰ τοῦ αἰσθήματος, μὰ ὁ Θεόκριτος εἶναι, ὅπως εἴπαμε καὶ στὰ προλεγόμενά μας, ἕνας ποιητὴς ρεαλιστὴς.
Ἂν κάποτε ὁ ρεαλισμός του θίγει τὰ ὅρια τοῦ ἐλευθερισμοῦ, αὐτὸ δὲν πρέπει, νομίζω, νὰ τὸ καταλογίσωμε εἰς βάρος του. Γνωρίζομε πόσο ἁπλὸς καὶ τρυφερὸς εἶναι στὴν ἔμπνευση του, καὶ πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε πὼς ἕνας ποιητὴς τόσο λυρικὸς, ἂν κάποτε ἐλευθεριάζει, τὸ κάνει τοῦτο, ἂς ποῦμε, σὰν ἕνα καρὺκευμα, ὄχι γιὰ νὰ βωμολοχήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσει ὅλο τὸ τοπικὸ χρῶμα.
ΚΟΡΗ
Καὶ τὴν Ἑλένη τὴ μυαλωμένη τὴν ἅρπαξεν ὁ Πάρις,
ἕνας βουκόλος.
ΔΑΦΝΙΣ
Πὲς πὼς αὐτὴ τὸν ἅρπαξε μ᾽ ἕνα φιλί της.
ΚΟΡΗ
Μὴ τὰ παραλές, σατυρίσκε• λένε πὼς ἕνα φίλημα εἶναι
ἕνα πρᾶμα κούφιο.
ΔΑΦΝΙΣ
Καὶ στ᾽ ἀδειανὰ φιλήματα ὑπάρχει μιὰ γλυκάδα.
ΚΟΡΗ
Σκουπίζω ἐγὼ τὸ στόμα μου καὶ φτύνω τὸ φιλί σου.
ΔΑΦΝΙΣ
Σκούπιζε σὺ τὰ χείλια σου καὶ δός μου τα νὰ τὰ φι-
λήσω πάλι.
ΚΟΡΗ
Καλός ᾽σαι τὶς δαμάλες γιὰ νὰ φιλᾶς κι᾽ ὄχι ἀνύπαν-
τρες κοπέλλες.
ΔΑΦΝΙΣ
Μὴ καυχιέσαι• σὰν ὄνειρο θενὰ περάσει ἡ νιότη σου.
ΚΟΡΗ
Καὶ τὰ σταφύλια σὰν καμωθοῦν, γλυκιὲς σταφίδες γί-
νονται· κι᾽ ἂν τάχατες περάσει τὸ ρόδο, ἀπὸ τὰ φύλλα του
τὴν εὐωδιὰ θὰ χάσει;
ΔΑΦΝΙΣ
Πᾶμε ἀπὸ κάτω ἀπ᾽ τὶς ἐλιές, γιὰ νὰ σοῦ πώ ἕνα λόγο.
ΚΟΡΗ
Δὲ θέλω• καὶ πρὶν μ᾽ ἔχεις γελάσει μ᾽ αὐτὸ τὸ λόγο
τὸ γλυκό.
ΔΑΦΝΙΣ
Πᾶμε ἀπὸ κάτω ἀπ᾽ τὶς φτελιὲς ν᾽ ἀκούσεις τὴ φλο-
γέρα μου.
ΚΟΡΗ
Χαῖρε την μοναχός σου• δὲ μ᾽ ἀρέσει τὸ στριγγὸ τὸ
λάλημα.
ΔΑΦΝΙΣ
Ὠιμέ. Φοβᾶσαι τῆς Παφίας τὸ θυμὸ κι᾽ ἐσύ, κόρη.
ΚΟΡΗ
Ἂς πάει στὸ καλὸ ἡ Παφία• μονάχα φτάνει ἡ Ἄρτεμις
νὰ θέλει τὸ καλό μου.
ΔΑΦΝΙΣ
Μὴ μιλᾶς ἔτσι, μὴ σὲ πληγώσει καὶ σὲ πιάσει στ᾽
ἀξεδιάλεχτά της δίχτυα.
ΚΟΡΗ
Ἂς ρίξει ὅσες σαγίττες θέλει• πάλιν ἐμένα ἡ Ἄρτεμις
θενὰ μὲ βοηθήσει.
ΔΑΦΝΙΣ
Δὲ θὰ ξεφύγεις ἀπ᾽ τὸν ἔρωτα, ὅπως καὶ καμμιὰ ἄλλη
δὲν ξὲφυγε παρθένα.
ΚΟΡΗ
Πολλοὶ μὲ γύρεψαν, μὰ ἐγὼ δὲν κύτταξα κανένα.
ΔΑΦΝΙΣ
Μὲ τοὺς πολλοὺς καὶ μένανε λογάριασε με τώρα.
ΚΟΡΗ
Μἀ τί να κάνω, φίλε μου, ποὺ ὁ γάμος ἔχει πίκρες;
ΔΑΦΝΙΣ
Πόνους δὲν ἔχει ἡ παντρειὰ καὶ πίκρες• χοροὺς ἔχει.
ΚΟΡΗ
Ναὶ, μὰ οἱ γυναῖκες, μοὔπανε πὼς τρέμουν τοὺς ἀντρά-
δες τους.
ΔΑΦΝΙΣ
Μᾶλλον αὐτὲς μᾶς κυβερνοῦν• ποιὸν τρέμουν οἱ γυναῖκες;
ΚΟΡΗ
Τρέμω τὴ γέννα• κάνει πληγὲς σκληρὲς ή Ἐλευθώ (1).
ΔΑΦΝΙΣ
Ἡ ξεγεννήτρα Ἄρτεμις θενὰ σὲ προστατέψει.
ΚΟΡΗ
Τρέμω, τὴ χάρη τοῦ κορμιοῦ, σὰν παντρευτῶ, μὴ χάσω.
ΔΑΦΝΙΣ
Νὰ μεγαλώνει θὰ τὴ δεῖς στὸ κάθε σου βλαστάρι.
ΚΟΡΗ
Ἂν γίνω ταίρι σου, σὰν τί ριγάλο θὰ μοῦ κάνεις ;
ΔΑΦΝΙΣ
Θἄχεις τὰ δάση, τὰ σουριὰ (2) κι᾽ αὐτὰ τὰ βοσκοτόπια.
ΚΟΡΗ
Ὁρκίσου με πὼς ἔπειτα δὲ θὰ μὲ παρατήσεις.
ΔΑΦΝΙΣ
Στὸν Πᾶνα σοῦ τ᾽ ὀρκίζομαι κι᾽ἀκόμα ἂν σὺ μὲ διώξεις.
ΚΟΡΗ
Ἑτοίμασες καὶ σπιτικὰ κι᾽ αὐλόγυρο καὶ στάνη;
ΔΑΦΝΙΣ
Ἔχω φτιασμένο σπιτικὸ κι᾽ ἔχω καὶ βοσκοτόπια.
ΚΟΡΗ
Μὰ σὰν τὸ μάθῃ ὁ γέρος μου ὁ πατέρας τί θὰ γίνω;
ΔΑΦΝΙΣ
Φτάνει ν᾽ ἀκούσει τ᾽ ὄνομα μονάχα ποὺ σοῦ δίνω.
ΚΟΡΗ
Πὲς μου, λοιπόν, πῶς λέγεσαι, γιὰ νὰ χαρῆ ἡ
καρδιὰ μου.
ΔΑΦΝΙΣ
Ὁ Δάφνις, τοῦ Λυκίδα γιὸς καὶ μάννα μου ἡ Νομαία
ΚΟΡΗ
Ἀπὸ εὐγενεῖς• ἀλλὰ κι᾽ ἐγὼ δὲν πάγω παρακάτω.
ΔΑΦΝΙΣ
Τὸ ξέρω, εἶσαι ἡ εὐγενικιὰ ἡ κόρη τοῦ Μενάλκα.
ΚΟΡΗ
Δεῖξε μου τὰ ρουμάνια σου, τὶς στάνες νὰ ξανοίξω.
ΔΑΦΝΙΣ
Κύττα τὰ βεργολυγερὰ ἐκεῖνα κυπαρίσσια.
ΚΟΡΗ
Βόσκετε, γίδες μου, νὰ δῶ τὸ βιὸς τοῦ ἀγελαδάρη.
ΔΑΦΝΙΣ
Βόσκετε, βώδια μου καλά, νὰ δείξω στὴν παρθένα.
ΚΟΡΗ
Τι κάνεις, σάτυρε, γιατὶ τὸν κόρφο μου μοῦ πιάνεις;
ΔΑΦΝΙΣ
Νὰ μάθης πῶς καμώνονται τὰ μῆλα μὲ τὴν ὥρα τους.
ΚΟΡΗ
Ἀνατριχιάζω, τράβηξε τὸ χέρι σου ἀπὸ μέσα.
ΔΑΦΝΙΣ
Τί μὲ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου, καὶ τρέμεις, φοβιτσιάρα;
ΚΟΡΗ
Μέσα στὴ λάσπη μ᾽ ἔρριξες• πάει τὸ φόρεμά μου.
ΔΑΦΝΙΣ
Γιὰ δὲς ποὺ σοὖστρωσα προβιὰ γιὰ τὰ φορέματά σου.
ΚΟΡΗ
Ἀλλοίμονό μου• μὰ γιατί μοῦ λύνεις τὸ ζωνάρι;
ΔΑΦΝΙΣ
Εἶναι τὸ πρῶτο τάμα μου ποὺ δίνω στὴν Παφία.
ΚΟΡΗ
Στάσου, γιατὶ μοῦ φάνηκαν πατημασιὲς ᾽κεῖ πέρα.
ΔΑΦΝΙΣ
Τὄνα μὲ τ᾽ ἄλλο ἀναμιλοῦν γιὰ μᾶς τὰ κυπαρίσσια.
ΚΟΡΗ
Μοῦ ξέσκισες τὸ φόρεμα καὶ μ᾽ ἄφησες ὁλόγυμνη.
ΔΑΦΝΙΣ
Θενὰ σοῦ δώσω ἕνα ἄλλο ἐγὼ καλύτερο ἀπ᾽ αὐτό.
ΚΟΡΗ
Λὲς ὅλο θὰ μοῦ δώσεις, κι᾽ ἀπύστερα δὲ θενὰ ᾽δῶ οὔτε
ἁλατιοῦ σπειρί.
ΔΑΦΝΙΣ
Γιὰ σένανε θὲ νάδινα κι᾽ αὐτὴ μου τὴν ψυχή.
ΚΟΡΗ
Μὴ μοῦ θυμώνεις, Ἄρτεμις• ἡ ἐρημιά σου εἶναι ἄπιστη.
ΔΑΦΝΙΣ
Στὸν Ἔρωτα θυσία θὰ κάνω μιὰ δαμάλα, κι᾽ ἀκόμα
μιὰ ἀγελάδα στὴν Ἀφροδίτη τὴ θεά.
ΚΟΡΗ
Παρθένα ἦβγα ἀπ᾽ τὸ σπίτι μου, καὶ θὰ στραφῶ γυναίκα.
ΔΑΦΝΙΣ
Γυναίκα, μάννα ὅμως παιδιῶν ποὺ θὰ τὰ μεγαλώνεις.
Ἔτσι μιλοῦσαν χαμηλὰ, κι᾽ ἀφοῦ τὴ νιότη τους δρο-
σίσανε, ἀφήσανε τὴ στρώση τους, κι᾽ ἡ κόρη τράβηξε ἀπ᾽
τὴ μιὰ τὰ γίδια νὰ βοσκήσει μὲ μάτια χαμηλὰ, μὰ καὶ
κρυφὴ χαρὰ, κι᾽ ἐκεῖνος ἀπ᾽ τὴν ἄλλη στῶν ταύρων τὸ κο-
πάδι χαρούμενος ἐτράβηξε.
-------------------
Σημειώσεις:
1. Θεὰ τοῦ τοκετοῦ. Ἴσως ἀπὸ τὸ «ἐλευθερῶ».
2. Κοπάδι πρόβάτων.
 
Βουκολίσκος
 
Γλυκό φιλάκι εζήτησα να πάρω απ’ την Ευνίκη
κ’ εκείνη μ’ αναγέλασε και τέτοια λόγια μούπε:
- «Γρεμίσου, κακορρίζικε, και φύγε από κοντά μου!
Βοσκός εσύ πως τόλμησες φιλί να μου ζητήσης;
Εγώ δεν συνήθισα να με φιλούν χωριάτες
μόνο σε χείλη χωριανά κολλώ τα δυό μου χείλη.
Εσύ μήτε στον ύπνο σου ποτέ θα με φιλήσης.
Γλυκά θωρείς, γλυκά μιλείς κι όμορφα χωρατεύεις
κ’ είν’ απαλά τα χάδια σου και τρυφερά τα λόγια
κ’ έχεις γένεια μαλακά κι όμορφα τα μαλλιά σου!
Τα χείλη σου έχουν αρρωστιά κ’ έχεις τα χέρια μαύρα
κ’ η μυρουδιά σου είναι κακιά• φύγε μη με λερώνεις».
Και λέγοντάς τα, τρεις φορές έφτυνε μεσ’ στον κόρφο
κι αδιάκοπα μ’ εκοίταζεν απ’ την κορφή ως τα νύχια
και ζάρωνε τα χείλη της και με λοξοθωρούσε
κ’ έπειτα καμαρώνοντας για τη γλυκειά ομορφιά της
άπονα με περίπαιξε μ’ ένα συρτό της γέλιο.
Κ’ εμένα μέσα μου έβρασε κ’ εκόχλασε το αίμα
κι από τον πόνο τον πολύ κοκκίνισ’ η θωριά μου
όπως τα ρόδα γίνονται κόκκιν’ απ’ τη δροσούλα!
Κ’ έφυγε, με παράτησε• κ’ εμέ ο θυμός με πνίγει
πώς έτσι μ’ επερίπαιξε με τόσες χάρις πού’ χω.
Βοσκοί, δεν είμ’ ομορφονιός; Πέτε μου την αλήθεια•
ή μήπως άξαφν’ ο θεός άλλαξε τη θωριά μου;
Γιατ’ άλλοτε στην όψη μου σγουρό το χνούδι ανθούσε
κ’ εσκέπαζε κ’ εστόλιζε τα κατωσάγωνά μου,
όπως του δέντρου τον κορμό χλωρός κισσός στολίζει•
και τα μαλλιά σαν σέλινα μου πέφταν στα μηλίγγια
κ’ είχα το μέτωπο λευκό πάνω απ’ τα μαύρα φρύδια,
κ’ ήταν τα δυό τα μάτια μου πιο χαρωπά απ’ τα μάτια
της Αθηνάς της όμορφης και της γαλανομάτας,
κι είχα κορμί πιο παχουλό κι από το χλωροτύρι,
κ’ έβγαινεν απ’ το στόμα μου γλυκειά-γλυκειά η φωνή μου
κι από το μέλι πιο γλυκειά που βγαίνει απ’ την κυρήθρα
κ’ ήταν και το τραγούδι μου γλυκό-γλυκό κ’ εκείνο,
είτε φλογέρα έπαιζα, σουραύλι, είτε καλάμι•
και στα βουνά που εγύριζα, όλες εκεί οι γυναίκες,
όλες με βρίσκαν όμορφο κι όλες των μ’ αγαπούσαν.
και μόνο εκείνη, η χωριανή, δε μού’ δειξεν αγάπη
παρά με καταφρόνεσε γιατ’ είμαι βοϊδολάτης.
Τάχα δεν άκουσε ποτέ πως βόδια στα λιβάδια
έβοσκεν ο Διόνυσος, ο όμορφος γιός του Δία;
Τάχα δεν ξέρ’ η άπονη πως ένα βοϊδολάτη
κ’ η Αφροδίτη αγάπησε κ’ ήταν τρελλή για κείνον
και στης Φρυγίας τα βουνά γύριζε βοσκοπούλα,
κι αγάπησε τον Άδωνι μες στα πυκνά λαγκάδια,
και στα λαγκάδια τα πυκνά τον έκλαψεν εκείνη;
Κι ο Ενδυμίων τι ήτανε; δεν ήταν βοϊδολάτης;
μα τόσο τον αγάπησε κ’ εκείνον η Σελήνη
πού’ φευγεν απ’ τον Όλυμπο κρυφά-κρυφά μονάχη
και στις χαράδρες πήγαινε κ’ επλάγιαζε μαζί του.
Και συ, Κυβέλη, τάχατε δεν κλαίς το βοϊδολάτη;
Μήπως κι ο Ζευς δεν έγινεν αϊτός για βοϊδολάτη;
Μόνο η Ευνίκη, πιο όμορφη τάχα κι απ’ την Κυβέλη
κι απ’ τη Σελήνη πιο όμορφη κι από την Αφροδίτη,
αυτή δεν καταδέχεται, δε θέλει βοϊδολάτη.
Και συ, Αφροδίτη, εδώ κ’ εμπρός μην αγαπάς εκείνον,
μη τον γυρεύεις στο βουνό, μη τον ζητάς στη χώρα,
μα μόνη κι ολομόναχη τη νύχτα να κοιμάσαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου