Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1111b-1112a)

[II] Διωρισμένων δὲ τοῦ τε ἑκουσίου καὶ τοῦ ἀκουσίου, περὶ προαιρέσεως ἕπεται διελθεῖν· οἰκειότατον γὰρ εἶναι δοκεῖ τῇ ἀρετῇ καὶ μᾶλλον τὰ ἤθη κρίνειν τῶν πράξεων. ἡ προαίρεσις δὴ ἑκούσιον μὲν φαίνεται, οὐ ταὐτὸν δέ, ἀλλ᾽ ἐπὶ πλέον τὸ ἑκούσιον· τοῦ μὲν γὰρ ἑκουσίου καὶ παῖδες καὶ τἆλλα ζῷα κοινωνεῖ, προαιρέσεως δ᾽ οὔ, καὶ τὰ ἐξαίφνης ἑκούσια μὲν λέγομεν, κατὰ προαίρεσιν δ᾽ οὔ. οἱ δὲ λέγοντες αὐτὴν ἐπιθυμίαν ἢ θυμὸν ἢ βούλησιν ἤ τινα δόξαν οὐκ ἐοίκασιν ὀρθῶς λέγειν. οὐ γὰρ κοινὸν ἡ προαίρεσις καὶ τῶν ἀλόγων, ἐπιθυμία δὲ καὶ θυμός. καὶ ὁ ἀκρατὴς ἐπιθυμῶν μὲν πράττει, προαιρούμενος δ᾽ οὔ· ὁ ἐγκρατὴς δ᾽ ἀνάπαλιν προαιρούμενος μέν, ἐπιθυμῶν δ᾽ οὔ. καὶ προαιρέσει μὲν ἐπιθυμία ἐναντιοῦται, ἐπιθυμία δ᾽ ἐπιθυμίᾳ οὔ. καὶ ἡ μὲν ἐπιθυμία ἡδέος καὶ ἐπιλύπου, ἡ προαίρεσις δ᾽ οὔτε λυπηροῦ οὔθ᾽ ἡδέος. θυμὸς δ᾽ ἔτι ἧττον· ἥκιστα γὰρ τὰ διὰ θυμὸν κατὰ προαίρεσιν εἶναι δοκεῖ. ἀλλὰ μὴν οὐδὲ βούλησίς γε, καίπερ σύνεγγυς φαινόμενον· προαίρεσις μὲν γὰρ οὐκ ἔστι τῶν ἀδυνάτων, καὶ εἴ τις φαίη προαιρεῖσθαι, δοκοίη ἂν ἠλίθιος εἶναι· βούλησις δ᾽ ἐστὶ ‹καὶ› τῶν ἀδυνάτων, οἷον ἀθανασίας. καὶ ἡ μὲν βούλησίς ἐστι καὶ περὶ τὰ μηδαμῶς δι᾽ αὑτοῦ πραχθέντα ἄν, οἷον ὑποκριτήν τινα νικᾶν ἢ ἀθλητήν· προαιρεῖται δὲ τὰ τοιαῦτα οὐδείς, ἀλλ᾽ ὅσα οἴεται γενέσθαι ἂν δι᾽ αὑτοῦ. ἔτι δ᾽ ἡ μὲν βούλησις τοῦ τέλους ἐστὶ μᾶλλον, ἡ δὲ προαίρεσις τῶν πρὸς τὸ τέλος, οἷον ὑγιαίνειν βουλόμεθα, προαιρούμεθα δὲ δι᾽ ὧν ὑγιανοῦμεν, καὶ εὐδαιμονεῖν βουλόμεθα μὲν καὶ φαμέν, προαιρούμεθα δὲ λέγειν οὐχ ἁρμόζει· ὅλως γὰρ ἔοικεν ἡ προαίρεσις περὶ τὰ ἐφ᾽ ἡμῖν εἶναι. οὐδὲ δὴ δόξα ἂν εἴη· ἡ μὲν γὰρ δόξα δοκεῖ περὶ πάντα εἶναι, καὶ οὐδὲν ἧττον περὶ τὰ ἀίδια καὶ τὰ ἀδύνατα ἢ τὰ ἐφ᾽ ἡμῖν· καὶ τῷ ψευδεῖ καὶ ἀληθεῖ διαιρεῖται, οὐ τῷ κακῷ καὶ ἀγαθῷ, ἡ προαίρεσις δὲ τούτοις μᾶλλον. ὅλως μὲν οὖν

[1112a] δόξῃ ταὐτὸν ἴσως οὐδὲ λέγει οὐδείς. ἀλλ᾽ οὐδὲ τινί· τῷ γὰρ προαιρεῖσθαι τἀγαθὰ ἢ τὰ κακὰ ποιοί τινές ἐσμεν, τῷ δὲ δοξάζειν οὔ. καὶ προαιρούμεθα μὲν λαβεῖν ἢ φυγεῖν [ἤ] τι τῶν τοιούτων, δοξάζομεν δὲ τί ἐστιν ἢ τίνι συμφέρει ἢ πῶς· λαβεῖν δ᾽ ἢ φυγεῖν οὐ πάνυ δοξάζομεν. καὶ ἡ μὲν προαίρεσις ἐπαινεῖται τῷ εἶναι οὗ δεῖ μᾶλλον ἢ τῷ ὀρθῶς, ἡ δὲ δόξα τῷ ὡς ἀληθῶς. καὶ προαιρούμεθα μὲν ἃ μάλιστα ἴσμεν ἀγαθὰ ὄντα, δοξάζομεν δὲ ἃ οὐ πάνυ ἴσμεν· δοκοῦσι δὲ οὐχ οἱ αὐτοὶ προαιρεῖσθαί τε ἄριστα καὶ δοξάζειν, ἀλλ᾽ ἔνιοι δοξάζειν μὲν ἄμεινον, διὰ κακίαν δ᾽ αἱρεῖσθαι οὐχ ἃ δεῖ. εἰ δὲ προγίνεται δόξα τῆς προαιρέσεως ἢ παρακολουθεῖ, οὐδὲν διαφέρει· οὐ τοῦτο γὰρ σκοποῦμεν, ἀλλ᾽ εἰ ταὐτόν ἐστι δόξῃ τινί. τί οὖν ἢ ποῖόν τι ἐστίν, ἐπειδὴ τῶν εἰρημένων οὐθέν; ἑκούσιον μὲν δὴ φαίνεται, τὸ δ᾽ ἑκούσιον οὐ πᾶν προαιρετόν. ἀλλ᾽ ἆρά γε τὸ προβεβουλευμένον; ἡ γὰρ προαίρεσις μετὰ λόγου καὶ διανοίας. ὑποσημαίνειν δ᾽ ἔοικε καὶ τοὔνομα ὡς ὂν πρὸ ἑτέρων αἱρετόν.

***
[2] Αφού ορίσαμε με ακρίβεια το περιεχόμενο των εννοιών «εκούσια πράξη» και «ακούσια πράξη», το αμέσως επόμενο θέμα μας είναι η προαίρεση· γιατί θεωρείται ότι βρίσκεται σε πολύ στενή σχέση με την αρετή και βοηθάει στο να διακρίνεται ο χαρακτήρας των ανθρώπων περισσότερο από ό,τι το κάνουν οι πράξεις τους.

Η προαίρεση λοιπόν φαίνεται ότι δηλώνει ότι το άτομο ενεργεί εκούσια, στην πραγματικότητα όμως οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται: το περιεχόμενο της έννοιας «εκούσιο» είναι ευρύτερο. Πραγματικά, το εκούσιο υπάρχει και στα παιδιά και, γενικά, στα ζώα, η προαίρεση όμως όχι· έπειτα, ενώ για τις πράξεις που τις κάνουμε ξαφνικά, κάτω από την επιβολή της στιγμής, λέμε ότι τις κάνουμε εκούσια, δεν λέμε ότι είναι αποτέλεσμα διαδικασίας επιλογής και προτίμησης.

Από την άλλη, όλοι αυτοί που λένε ότι η προαίρεση είναι επιθυμία ή θυμός ή βούληση ή ένα είδος γνώμης δεν φαίνεται να έχουν δίκαιο, γιατί η προαίρεση δεν είναι κάτι που το μοιράζονται με τον άνθρωπο τα διάφορα άλογα όντα, ενώ είναι κοινά στον άνθρωπο και σ᾽ αυτά τα όντα η επιθυμία και ο θυμός. Επίσης: Ο ακρατής άνθρωπος ενεργεί με την επιθυμία του, όχι με την προαίρεση του, ενώ, αντίθετα, ο εγκρατής ενεργεί με την προαίρεσή του, όχι με την επιθυμία του. Επίσης: Η επιθυμία μπορεί να είναι αντίθετη με την προαίρεση, επιθυμία όμως με επιθυμία όχι. Ακόμη: Η επιθυμία σχετίζεται με το ευχάριστο και με το δυσάρεστο, ενώ η προαίρεση ούτε με το δυσάρεστο ούτε με το ευχάριστο.

Πολύ λιγότερο μπορεί η προαίρεση να είναι θυμός· κατά την κοινή, πράγματι, αντίληψη τίποτε δεν έχει τόσο λίγη σχέση με την προαίρεση όσο οι πράξεις που οφείλονται στον θυμό.

Φυσικά, ούτε και βούληση μπορεί να είναι η προαίρεση, παρόλο ότι φαίνεται να βρίσκεται πολύ κοντά της: η προαίρεση δεν έχει καμία σχέση με τα αδύνατα, και αν βρισκόταν κανείς να πει ότι επιλέγει και προτιμάει τα αδύνατα, θα τον θεωρούσαμε ανόητο· βούληση όμως έχουμε και για τα αδύνατα, π.χ. για την αθανασία. Η βούληση έχει, επίσης, να κάνει με πράγματα που με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσε κανείς να τα κάνει με τις δυνάμεις που έχει, π.χ. ο τάδε ηθοποιός ή ο τάδε αθλητής να κερδίσει τη νίκη· αντίθετα, κανένας δεν έχει την προαίρεση να κάνει τέτοια πράγματα, παρά μόνο πράγματα που θεωρεί ότι θα μπορούσαν να γίνουν με τις δυνάμεις του. Επίσης: Η βούληση σχετίζεται πιο πολύ με το τέλος, ενώ η προαίρεση με τα μέσα που οδηγούν στο τέλος· π.χ. η βούλησή μας είναι να είμαστε υγιείς, η προαίρεσή μας όμως αναφέρεται στα μέσα που θα μας κάνουν υγιείς· η βούλησή μας είναι, επίσης, να είμαστε ευδαίμονες και είναι κάτι που το λέμε, δεν ταιριάζει όμως να λέμε ότι «έχουμε την προαίρεση να είμαστε ευδαίμονες»· γιατί, γενικά, η προαίρεση φαίνεται ότι αναφέρεται σε πράγματα που βρίσκονται στη δύναμή μας.

Τέλος η προαίρεση δεν μπορεί επίσης, όπως πιστεύω, να είναι γνώμη· γιατί η γνώμη έχει για αντικείμενό της, όπως όλοι το δεχόμαστε, τα πάντα, το ίδιο και τα αιώνια και τα αδύνατα πράγματα σε όχι μικρότερο βαθμό από ό,τι τα πράγματα που είναι στη δύναμή μας. Έπειτα γίνεται διάκριση της γνώμης με κριτήριο το αν είναι λαθεμένη ή αληθινή, όχι με κριτήριο το αν είναι κακή ή καλή· αντίθετα, η προαίρεση διακρίνεται κυρίως σε κακή και καλή. Κανείς επίσης, θαρρώ,

[1112a] δεν λέει ότι η προαίρεση ταυτίζεται γενικά με τη γνώμη. Δεν ταυτίζεται, επίσης, με κάποιο επιμέρους είδος γνώμης· απόδειξη: επιλέγοντας και προτιμώντας τα καλά ή τα κακά, είμαστε άτομα με μια ορισμένη ποιότητα χαρακτήρα, κάτι που δεν συμβαίνει, αν το κριτήριο είναι οι γνώμες που έχουμε. Επίσης: στη μια περίπτωση «επιλέγουμε και προτιμούμε» να κάνουμε ή να αποφύγουμε κάτι καλό ή κάτι κακό, ενώ στη δεύτερη «έχουμε τη γνώμη» ότι το τάδε πράγμα είναι έτσι ή έτσι, ότι συμφέρει στον τάδε ή ότι τον συμφέρει με τον εξής τρόπο — καθόλου όμως δεν αποτελεί αντικείμενο της γνώμης η επιτέλεση ή η αποφυγή ενός πράγματος. Επίσης: Η προαίρεση επαινείται πιο πολύ γιατί σχετίζεται με το σωστό πράγμα παρά γιατί σχετίζεται με αυτό σωστά, ενώ η γνώμη γιατί σχετίζεται με το αντικείμενό της στη βάση της αλήθειας. Επίσης: Επιλέγουμε και προτιμούμε αυτά που ξέρουμε με πολλή σιγουριά ότι είναι καλά, ενώ, αντίθετα, γνώμη έχουμε για πράγματα που δεν τα γνωρίζουμε και τόσο καλά. Όλοι, τέλος, δέχονται ότι οι καλύτερες προαιρέσεις και οι καλύτερες γνώμες δεν συνυπάρχουν στα ίδια πρόσωπα, αλλά ότι υπάρχουν άνθρωποι που εκφράζουν τις καλύτερες γνώμες, λόγω του κακού τους όμως χαρακτήρα επιλέγουν και προτιμούν να κάνουν πράγματα που δεν πρέπει. Αν, τώρα, μια γνώμη προηγείται από την προαίρεση ή την ακολουθεί, αυτό δεν έχει για μας καμιά σημασία: δεν είναι αυτό το θέμα μας, αλλά το αν η προαίρεση ταυτίζεται με κάποιο είδος γνώμης.

Τί είναι λοιπόν η προαίρεση ή τί είδους πράγμα είναι, αφού δεν είναι τίποτε από αυτά που μνημονεύσαμε; Φαίνεται λοιπόν ότι είναι κάτι το εκούσιο, καθετί όμως το εκούσιο δεν είναι αντικείμενο προαίρεσης. Μήπως είναι λοιπόν η εκούσια ενέργεια που επιλέχθηκε και προτιμήθηκε ύστερα από σκέψη; Και βέβαια, αφού η προαίρεση προϋποθέτει λόγο και σκέψη. Και η ίδια η λέξη φαίνεται να το υποδηλώνει: είναι κάτι που επιλέγεται και προτιμάται πριν από άλλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου