Μαθαίνεις να ζεις σημαίνει ωριμάζεις, επίσης εκπαιδεύεις: μαθαίνεις στον άλλο και προπάντων στον ίδιο τον εαυτό σου. Το να απευθύνεσαι σε κάποιον για να του πεις "θα σου μάθω να ζεις", σημαίνει, ενίοτε σε απειλητικό τόνο, θα σε διαπλάσω και δη θα σε στρώσω.
Εν συνεχεία, και η αμφιλογία αυτού του παιγνιδιού έχει μεγαλύτερη σημασία για μένα, αυτός ο αναστεναγμός ανοίγεται επίσης σε μια δυσκολότερη ερωτητική: το ζην, αυτό το πράγμα μπορείς να το μάθεις στον εαυτό σου, μπορείς να το διδάξεις στον εαυτό σου;
Μπορεί κανείς να μάθει, με την πειθαρχία ή με την μαθητεία, με την εμπειρία ή τον πειραματισμό, να αποδεχθεί, ή, καλύτερα, να επιβεβαιώσει τη ζωή;
Εν προκειμένω, λοιπόν, για να απαντήσω, εγώ, χωρίς πρόσθετες περιστροφές στο ερώτημά σας: όχι, ποτέ δεν έμαθα-να-ζω. Καθόλου, εν τοιαύτη περιπτώσει!
Μαθαίνεις να ζεις, αυτό θα έπρεπε να σημαίνει ότι μαθαίνεις να πεθάνεις, να λαμβάνεις υπ΄ όψιν, για να την αποδεχθείς, την απόλυτη θνητότητα (χωρίς σωτηρία, ούτε ανάσταση, ούτε λύτρωση -- ούτε για τον εαυτό σου ούτε για τον άλλον).
Από τον Πλάτωνα και εφεξής πρόκειται για το παλαιό φιλοσοφικό ερώτημα: φιλοσοφείς σημαίνει μαθαίνεις να πεθάνεις.
Δεν έχω μάθει να τον αποδέχομαι, τον θάνατο. Είμαστε όλοι επιζώντες με αναστολή.
Ωστόσο, παραμένω ανεπίδεκτος διαπαιδαγωγήσεως όσον αφορά τη σοφία του να ξέρεις-να-πεθάνεις ή, αν προτιμάτε, να ξέρεις-να-ζεις. Ως τώρα, τίποτε δεν έχω μάθει ή επιτύχει σχετικά με αυτό το θέμα.
Ο χρόνος της αναστολής συρρικνώνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό. όχι μόνο γιατί είμαι, μαζί με άλλους, κληρονόμος τόσων πραγμάτων, καλών ή τρομερών: καθώς οι περισσότεροι από τους στοχαστές με τους οποίους συνδεόμουν είναι νεκροί, όλο και πιο συχνά με αποκαλούν επιζώντα: ο τελευταίος, ο έσχατος εκπρόσωπος μιας "γενιάς", χονδρικά της δεκαετίας του 1960· αυτό το γεγονός, χωρίς να είναι επακριβώς αληθινό, δεν μου εμπνέει μόνο ενστάσεις αλλά και ισθήματα μιας κάπως μελαγχολικής εξέγερσης.
Καθώς, επιπρόσθετα, ορισμένα προβλήματα υγείας --το είπαμε-- έχουν γίνει πιεστικά, το ερώτημα της επιβίωσης ή της αναστολής, που πάντοτε με κατέτρυχε, κυριολεκτικά, σε κάθε στιγμή της ζωής μου, συγκεκριμένα και ακατάπαυστα, σήμερα αποκτά διαφορετική χροιά.
Πάντοτε ενδιαφερόμουν για τη θεματική της επιβίωσης, το νόημα της οποίας δεν προστίθεται στο ζην και στο θνήσκειν.
Η επιβίωση είναι αρχέγονη: η ζωή είναι επιβίωση.
Επιβιώνεις με την τρέχουσα σημασία θέλει να πει ότι συνεχίζεις να ζεις, αλλά επίσης ότι ζεις μετά τον θάνατο.
Αφήνω εδώ ένα κομματάκι χαρτί, φεύγω, πεθαίνω: αδύνατον να εξέλθω από τούτη τη δομή, αυτή είναι η σταθερή μορφή της ζωής μου.
Κάθε φορά που αφήνω να φύγει κάτι, κάθε φορά που το τάδε ίχνος φεύγει από εμένα, "εκπορεύεται" από εμένα, με τρόπο μη επανιδιοποιήσιμο, ζω τον θάνατό μου μέσα στη γραφή.
Εν συνεχεία, και η αμφιλογία αυτού του παιγνιδιού έχει μεγαλύτερη σημασία για μένα, αυτός ο αναστεναγμός ανοίγεται επίσης σε μια δυσκολότερη ερωτητική: το ζην, αυτό το πράγμα μπορείς να το μάθεις στον εαυτό σου, μπορείς να το διδάξεις στον εαυτό σου;
Μπορεί κανείς να μάθει, με την πειθαρχία ή με την μαθητεία, με την εμπειρία ή τον πειραματισμό, να αποδεχθεί, ή, καλύτερα, να επιβεβαιώσει τη ζωή;
Εν προκειμένω, λοιπόν, για να απαντήσω, εγώ, χωρίς πρόσθετες περιστροφές στο ερώτημά σας: όχι, ποτέ δεν έμαθα-να-ζω. Καθόλου, εν τοιαύτη περιπτώσει!
Μαθαίνεις να ζεις, αυτό θα έπρεπε να σημαίνει ότι μαθαίνεις να πεθάνεις, να λαμβάνεις υπ΄ όψιν, για να την αποδεχθείς, την απόλυτη θνητότητα (χωρίς σωτηρία, ούτε ανάσταση, ούτε λύτρωση -- ούτε για τον εαυτό σου ούτε για τον άλλον).
Από τον Πλάτωνα και εφεξής πρόκειται για το παλαιό φιλοσοφικό ερώτημα: φιλοσοφείς σημαίνει μαθαίνεις να πεθάνεις.
Δεν έχω μάθει να τον αποδέχομαι, τον θάνατο. Είμαστε όλοι επιζώντες με αναστολή.
Ωστόσο, παραμένω ανεπίδεκτος διαπαιδαγωγήσεως όσον αφορά τη σοφία του να ξέρεις-να-πεθάνεις ή, αν προτιμάτε, να ξέρεις-να-ζεις. Ως τώρα, τίποτε δεν έχω μάθει ή επιτύχει σχετικά με αυτό το θέμα.
Ο χρόνος της αναστολής συρρικνώνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό. όχι μόνο γιατί είμαι, μαζί με άλλους, κληρονόμος τόσων πραγμάτων, καλών ή τρομερών: καθώς οι περισσότεροι από τους στοχαστές με τους οποίους συνδεόμουν είναι νεκροί, όλο και πιο συχνά με αποκαλούν επιζώντα: ο τελευταίος, ο έσχατος εκπρόσωπος μιας "γενιάς", χονδρικά της δεκαετίας του 1960· αυτό το γεγονός, χωρίς να είναι επακριβώς αληθινό, δεν μου εμπνέει μόνο ενστάσεις αλλά και ισθήματα μιας κάπως μελαγχολικής εξέγερσης.
Καθώς, επιπρόσθετα, ορισμένα προβλήματα υγείας --το είπαμε-- έχουν γίνει πιεστικά, το ερώτημα της επιβίωσης ή της αναστολής, που πάντοτε με κατέτρυχε, κυριολεκτικά, σε κάθε στιγμή της ζωής μου, συγκεκριμένα και ακατάπαυστα, σήμερα αποκτά διαφορετική χροιά.
Πάντοτε ενδιαφερόμουν για τη θεματική της επιβίωσης, το νόημα της οποίας δεν προστίθεται στο ζην και στο θνήσκειν.
Η επιβίωση είναι αρχέγονη: η ζωή είναι επιβίωση.
Επιβιώνεις με την τρέχουσα σημασία θέλει να πει ότι συνεχίζεις να ζεις, αλλά επίσης ότι ζεις μετά τον θάνατο.
Αφήνω εδώ ένα κομματάκι χαρτί, φεύγω, πεθαίνω: αδύνατον να εξέλθω από τούτη τη δομή, αυτή είναι η σταθερή μορφή της ζωής μου.
Κάθε φορά που αφήνω να φύγει κάτι, κάθε φορά που το τάδε ίχνος φεύγει από εμένα, "εκπορεύεται" από εμένα, με τρόπο μη επανιδιοποιήσιμο, ζω τον θάνατό μου μέσα στη γραφή.
Jacques Derrida, Μαθαίνοντας να ζεις εν τέλει
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου