ΠΙ. θύοντες εὐξώμεσθα τοῖς πτερίνοις θεοῖς.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Νεφελοκοκκυγίαν τὰν εὐδαίμονα
905 κλῇσον, ὦ Μοῦσα, τεαῖς ἐν ὕμνων ἀοιδαῖς.
ΠΙ. τουτὶ τὸ πρᾶγμα ποδαπόν; εἰπέ μοι, τίς εἶ;
ΠΟ. ἐγώ; μελιγλώσσων ἐπέων ἱεὶς ἀοιδὰν
Μουσάων θεράπων ὀτρηρός,
910 κατὰ τὸν Ὅμηρον.
ΠΙ. ἔπειτα δῆτα δοῦλος ὢν κόμην ἔχεις;
ΠΟ. οὔκ, ἀλλὰ πάντες ἐσμὲν οἱ διδάσκαλοι
Μουσάων θεράποντες ὀτρηροί,
κατὰ τὸν Ὅμηρον.
915 ΠΙ. οὐκ ἐτὸς ὀτρηρὸν καὶ τὸ ληδάριον ἔχεις.
ἀτάρ, ὦ ποητά, κατὰ τί δεῦρ᾽ ἀνεφθάρης;
ΠΟ. μέλη πεπόηκ᾽ εἰς τὰς Νεφελοκοκκυγίας
τὰς ὑμετέρας κύκλιά τε πολλὰ καὶ καλὰ
καὶ παρθένεια καὶ κατὰ τὰ Σιμωνίδου.
920 ΠΙ. ταυτὶ σὺ πότ᾽ ἐπόησας; ἀπὸ πόσου χρόνου;
ΠΟ. πάλαι, πάλαι δὴ τήνδ᾽ ἐγὼ κλῄζω πόλιν.
ΠΙ. οὐκ ἄρτι θύω τὴν δεκάτην ταύτης ἐγώ,
καὶ τοὔνομ᾽ ὥσπερ παιδίῳ νυνδὴ ᾽θέμην;
ΠΟ. ἀλλά τις ὠκεῖα Μουσάων φάτις
925 οἷάπερ ἵππων ἀμαρυγά.
σὺ δὲ πάτερ, κτίστορ Αἴτνας,
ζαθέων ἱερῶν ὁμώνυμε,
δὸς ἐμὶν ὅ τι περ
τεᾷ κεφαλᾷ θέλεις
930 πρόφρων δόμεν ἐμὶν τεῶν.
ΠΙ. τουτὶ παρέξει τὸ κακὸν ἡμῖν πράγματα,
εἰ μή τι τούτῳ δόντες ἀποφευξούμεθα.
οὗτος, σὺ μέντοι σπολάδα καὶ χιτῶν᾽ ἔχεις,
ἀπόδυθι καὶ δὸς τῷ ποητῇ τῷ σοφῷ.
935 ἔχε τὴν σπολάδα· πάντως δέ μοι ῥιγῶν δοκεῖς.
ΠΟ. τόδε μὲν οὐκ ἀέκουσα φίλα
Μοῦσα δῶρον δέχεται·
τὺ δὲ τεᾷ φρενὶ μάθε Πινδάρειον ἔπος—
940 ΠΙ. ἅνθρωπος ἡμῶν οὐκ ἀπαλλαχθήσεται.
ΠΟ. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται στρατῶν
ὃς ὑφαντοδόνητον ἔσθος οὐ πέπαται.
ἀκλεὴς δ᾽ ἔβα σπολὰς ἄνευ χιτῶνος.
945 ξύνες ὅ τοι λέγω.
ΠΙ. ξυνίημ᾽ ὅτι βούλει τὸν χιτωνίσκον λαβεῖν.
ἀπόδυθι· δεῖ γὰρ τὸν ποητὴν ὠφελεῖν.
ἄπελθε τουτονὶ λαβών. ΠΟ. ἀπέρχομαι,
κἀς τὴν πόλιν ἀπελθὼν ποήσω τοιαδί·
950 «κλῇσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν, κρυεράν·
νιφόβολα πεδία πολύπορά τ᾽ ἤλυθον. ἀλαλαί.»
***
ΠΙΣ., επίσημα.
Στους φτερωτούς θεούς δέηση, θυσία!
Έρχεται τραγουδώντας ένας ποιητής, ακούρευτος και κουρελιάρης.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Τη Νεφελοκοκκυγία,
την ευτυχισμένη,
Μούσα, τραγούδησ᾽ εσύ με τους ύμνους σου.
ΠΙΣ. Πούθε είν᾽ αυτό το πλάσμα; Ε συ, ποιός είσαι;
ΠΟΙ. Ποιός; Εγώ;
Είμαι ποιητής τραγουδιών σαν το μέλι γλυκών
και των Μουσών δουλευτής είμαι ακούραστος,
910 όπως είπε κι ο Όμηρος.
ΠΙΣ. Δούλος; Και πώς δεν κόβεις τα μαλλιά σου;
ΠΟΙ. Όχι, μα όποιος γράφει στίχους σαν εμένα,
είναι των Μουσών
δουλευτής ακούραστος,
όπως είπε κι ο Όμηρος.
ΠΙΣ., παρατηρώντας το παλιό και τριμμένο ρούχο του ποιητή.
Και το ρούχο σου, βλέπω, ακούραστο είναι.
Αλλά ποιά οργή, ποιητή μου, εδώ σε φέρνει;
ΠΟΙ. Για τις Νεφελοκοκκυγίες σας έχω
πολλά κι ωραία τραγούδια εγώ συνθέσει,
διθύραμβους, παρθένεια, σιμωνίδεια.
920 ΠΙΣ. Εσύ όλ᾽ αυτά; Μα πότε κι από πότε;
ΠΟΙ. Είναι καιρός που υμνώ την πόλη τούτη.
ΠΙΣ. Μα μόλις τώρα εγώ θυσία προσφέρνω
για τα δεκάημερά της· μόλις τώρα
της έδωσα όνομα όπως στα μωράκια.
ΠΟΙ. Είναι γοργή των Μουσών η φωνή
σαν αστραπόβολο τρέξιμο αλόγων.
Έλα, ω πατέρα, ιερών σεβαστών συνονόματε,
θεμελιωτή εσύ της Αίτνας,
απ᾽ τ᾽ αγαθά σου ένα κάτι
μ᾽ ένα σου γνέψιμο δώσε κι εμένα,
930 ό,τι η καρδιά σου σού πει να μου δώσεις.
ΠΙΣ. Πολλή ζαλούρα τούτος θα μας φέρει,
αν κάτι δεν του δώσω να γλιτώσω.
Σε έναν από τους δούλους.
Εσύ φοράς και κάπα και χιτώνα·
βγάλ᾽ τη και δώσ᾽ τη στο σοφό ποιητή μας.
Στον ποιητή.
Πάρε την κάπα· σα να τρέμεις κιόλας.
ΠΟΙ. Πρόθυμα δέχεται τούτο το χάρισμα η Μούσα·
όμως εσύ
βάλε στο νου σου τους στίχους αυτούς τους πινδάρειους...
940 ΠΙΣ. Δε θα γλιτώσω, φαίνεται, από τούτον.
ΠΟΙ. Έρημος μέσα στη χώρα γυρνά των νομάδων Σκυθών
όποιος δεν έχει ένα ντύμα υφασμένο σε χτύπο αργαλειού.
Άδοξη η κάπα χωρίς το χιτώνα.
Νιώσε τί λέω.
ΠΙΣ. Νιώθω· να πάρεις θέλεις το χιτώνα.
Στο δούλο.
Γδύσου· ο ποιητής χαρούμενος να φύγει.
Στον ποιητή.
Νά, πάρε αυτόν και πήγαινε. ΠΟΙ. Πηγαίνω,
κι έτσι την πόλη εγώ θα τραγουδάω:
950 Ψάλε, χρυσόθρονη Μούσα, την πόλη που κρυώνει και τρέμει·
σε χιονοσκέπαστους κάμπους ολάνοιχτους πήγα. Αλαλά.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Νεφελοκοκκυγίαν τὰν εὐδαίμονα
905 κλῇσον, ὦ Μοῦσα, τεαῖς ἐν ὕμνων ἀοιδαῖς.
ΠΙ. τουτὶ τὸ πρᾶγμα ποδαπόν; εἰπέ μοι, τίς εἶ;
ΠΟ. ἐγώ; μελιγλώσσων ἐπέων ἱεὶς ἀοιδὰν
Μουσάων θεράπων ὀτρηρός,
910 κατὰ τὸν Ὅμηρον.
ΠΙ. ἔπειτα δῆτα δοῦλος ὢν κόμην ἔχεις;
ΠΟ. οὔκ, ἀλλὰ πάντες ἐσμὲν οἱ διδάσκαλοι
Μουσάων θεράποντες ὀτρηροί,
κατὰ τὸν Ὅμηρον.
915 ΠΙ. οὐκ ἐτὸς ὀτρηρὸν καὶ τὸ ληδάριον ἔχεις.
ἀτάρ, ὦ ποητά, κατὰ τί δεῦρ᾽ ἀνεφθάρης;
ΠΟ. μέλη πεπόηκ᾽ εἰς τὰς Νεφελοκοκκυγίας
τὰς ὑμετέρας κύκλιά τε πολλὰ καὶ καλὰ
καὶ παρθένεια καὶ κατὰ τὰ Σιμωνίδου.
920 ΠΙ. ταυτὶ σὺ πότ᾽ ἐπόησας; ἀπὸ πόσου χρόνου;
ΠΟ. πάλαι, πάλαι δὴ τήνδ᾽ ἐγὼ κλῄζω πόλιν.
ΠΙ. οὐκ ἄρτι θύω τὴν δεκάτην ταύτης ἐγώ,
καὶ τοὔνομ᾽ ὥσπερ παιδίῳ νυνδὴ ᾽θέμην;
ΠΟ. ἀλλά τις ὠκεῖα Μουσάων φάτις
925 οἷάπερ ἵππων ἀμαρυγά.
σὺ δὲ πάτερ, κτίστορ Αἴτνας,
ζαθέων ἱερῶν ὁμώνυμε,
δὸς ἐμὶν ὅ τι περ
τεᾷ κεφαλᾷ θέλεις
930 πρόφρων δόμεν ἐμὶν τεῶν.
ΠΙ. τουτὶ παρέξει τὸ κακὸν ἡμῖν πράγματα,
εἰ μή τι τούτῳ δόντες ἀποφευξούμεθα.
οὗτος, σὺ μέντοι σπολάδα καὶ χιτῶν᾽ ἔχεις,
ἀπόδυθι καὶ δὸς τῷ ποητῇ τῷ σοφῷ.
935 ἔχε τὴν σπολάδα· πάντως δέ μοι ῥιγῶν δοκεῖς.
ΠΟ. τόδε μὲν οὐκ ἀέκουσα φίλα
Μοῦσα δῶρον δέχεται·
τὺ δὲ τεᾷ φρενὶ μάθε Πινδάρειον ἔπος—
940 ΠΙ. ἅνθρωπος ἡμῶν οὐκ ἀπαλλαχθήσεται.
ΠΟ. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται στρατῶν
ὃς ὑφαντοδόνητον ἔσθος οὐ πέπαται.
ἀκλεὴς δ᾽ ἔβα σπολὰς ἄνευ χιτῶνος.
945 ξύνες ὅ τοι λέγω.
ΠΙ. ξυνίημ᾽ ὅτι βούλει τὸν χιτωνίσκον λαβεῖν.
ἀπόδυθι· δεῖ γὰρ τὸν ποητὴν ὠφελεῖν.
ἄπελθε τουτονὶ λαβών. ΠΟ. ἀπέρχομαι,
κἀς τὴν πόλιν ἀπελθὼν ποήσω τοιαδί·
950 «κλῇσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν, κρυεράν·
νιφόβολα πεδία πολύπορά τ᾽ ἤλυθον. ἀλαλαί.»
***
ΠΙΣ., επίσημα.
Στους φτερωτούς θεούς δέηση, θυσία!
Έρχεται τραγουδώντας ένας ποιητής, ακούρευτος και κουρελιάρης.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Τη Νεφελοκοκκυγία,
την ευτυχισμένη,
Μούσα, τραγούδησ᾽ εσύ με τους ύμνους σου.
ΠΙΣ. Πούθε είν᾽ αυτό το πλάσμα; Ε συ, ποιός είσαι;
ΠΟΙ. Ποιός; Εγώ;
Είμαι ποιητής τραγουδιών σαν το μέλι γλυκών
και των Μουσών δουλευτής είμαι ακούραστος,
910 όπως είπε κι ο Όμηρος.
ΠΙΣ. Δούλος; Και πώς δεν κόβεις τα μαλλιά σου;
ΠΟΙ. Όχι, μα όποιος γράφει στίχους σαν εμένα,
είναι των Μουσών
δουλευτής ακούραστος,
όπως είπε κι ο Όμηρος.
ΠΙΣ., παρατηρώντας το παλιό και τριμμένο ρούχο του ποιητή.
Και το ρούχο σου, βλέπω, ακούραστο είναι.
Αλλά ποιά οργή, ποιητή μου, εδώ σε φέρνει;
ΠΟΙ. Για τις Νεφελοκοκκυγίες σας έχω
πολλά κι ωραία τραγούδια εγώ συνθέσει,
διθύραμβους, παρθένεια, σιμωνίδεια.
920 ΠΙΣ. Εσύ όλ᾽ αυτά; Μα πότε κι από πότε;
ΠΟΙ. Είναι καιρός που υμνώ την πόλη τούτη.
ΠΙΣ. Μα μόλις τώρα εγώ θυσία προσφέρνω
για τα δεκάημερά της· μόλις τώρα
της έδωσα όνομα όπως στα μωράκια.
ΠΟΙ. Είναι γοργή των Μουσών η φωνή
σαν αστραπόβολο τρέξιμο αλόγων.
Έλα, ω πατέρα, ιερών σεβαστών συνονόματε,
θεμελιωτή εσύ της Αίτνας,
απ᾽ τ᾽ αγαθά σου ένα κάτι
μ᾽ ένα σου γνέψιμο δώσε κι εμένα,
930 ό,τι η καρδιά σου σού πει να μου δώσεις.
ΠΙΣ. Πολλή ζαλούρα τούτος θα μας φέρει,
αν κάτι δεν του δώσω να γλιτώσω.
Σε έναν από τους δούλους.
Εσύ φοράς και κάπα και χιτώνα·
βγάλ᾽ τη και δώσ᾽ τη στο σοφό ποιητή μας.
Στον ποιητή.
Πάρε την κάπα· σα να τρέμεις κιόλας.
ΠΟΙ. Πρόθυμα δέχεται τούτο το χάρισμα η Μούσα·
όμως εσύ
βάλε στο νου σου τους στίχους αυτούς τους πινδάρειους...
940 ΠΙΣ. Δε θα γλιτώσω, φαίνεται, από τούτον.
ΠΟΙ. Έρημος μέσα στη χώρα γυρνά των νομάδων Σκυθών
όποιος δεν έχει ένα ντύμα υφασμένο σε χτύπο αργαλειού.
Άδοξη η κάπα χωρίς το χιτώνα.
Νιώσε τί λέω.
ΠΙΣ. Νιώθω· να πάρεις θέλεις το χιτώνα.
Στο δούλο.
Γδύσου· ο ποιητής χαρούμενος να φύγει.
Στον ποιητή.
Νά, πάρε αυτόν και πήγαινε. ΠΟΙ. Πηγαίνω,
κι έτσι την πόλη εγώ θα τραγουδάω:
950 Ψάλε, χρυσόθρονη Μούσα, την πόλη που κρυώνει και τρέμει·
σε χιονοσκέπαστους κάμπους ολάνοιχτους πήγα. Αλαλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου