Λένε ότι κάποτε, ο πιο σπουδαίος δάσκαλος της Κίνας, ο Λάο Τσε, εξαφανίστηκε από τον ναό στον οποίο ζούσε και μιλούσε καθημερινά στους χιλιάδες μαθητές του, που κάθονταν στους κήπους περιμένοντας με λαχτάρα τις διδασκαλίες του. Βδομάδες ολόκληρες οι παλιότεροι μαθητές τον έψαχναν στους διαδρόμους κι έστελναν να τον αναζητήσουν στα πέρατα της Κίνας. Καμία προσπάθεια δεν καρποφόρησε- κανένας δεν ήξερε πού είχε πάει ούτε γιατί είχε φύγει· κανένας δεν τον είχε δει.
Μήνες αργότερα, ένας έμπορος περιμένει στην προβλήτα τη βάρκα που θα τον πάει στην άλλη πλευρά του μεγάλου ποταμού Μιν, στην επαρχία Σιτσουάν. Έχει πια νυχτώσει, όταν ένας βαρκάρης δένει, το χοντροκομμένο μεταφορικό του μέσον στην όχθη και δίνει το χέρι στον έμπορο για ν’ ανέβει. Εκείνος πληρώνει το νόμισμα για τα ναύλα του και κάθεται, σε μιαν άκρη για τον διάπλου που διαρκεί δυο-τρεις ώρες. Ο ηλικιωμένος βαρκάρης παίρνει τα χρήματα, τα βάζει στο πουγκί του, ευχαριστεί μ’ ένα νεύμα και λύνει το σκοινί.
Το ποτάμι είναι ήρεμο, και το τεράστιο φεγγάρι που λάμπει στον ουρανό σε καλεί ν’ ανοίξεις κουβέντα… Κάπως έτσι αρχίζει ο ταξιδιώτης να μοιράζεται τις έγνοιες του: για την οικογένεια, τους γιους του που είναι στην εφηβεία και τις δουλειές του. Ο βαρκάρης τον ακούει και παρεμβαίνει με σχόλια τόσο λογικά και σοφά, που αφήνουν έκπληκτο τον ταξιδιώτη.
Προτού αποβιβαστεί στο λιμάνι της αντίπερα όχθης, ο άντρας δίνει στον βαρκάρη ένα ακόμη νόμισμα για τις συμβουλές του κι αυτός το δέχεται ταπεινά. Εκείνη τη στιγμή, ο ταξιδιώτης βλέπει για πρώτη φορά το πρόσωπο του ανθρώπου που τον έχει μεταφέρει. Τον αναγνωρίζει και λέει:
«Εσύ! Μα… εσύ είσαι ο Λάο Τσε! Τι κάνεις εδώ; Η μισή Κίνα σε ψάχνει και οι μαθητές σου είναι σε απόγνωση. Κανείς δε θέλει να πιστέψει ότι δεν θα ξανακάνεις τις καθημερινές σου ομιλίες».
«Για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με τη θέλησή μου, έχω γίνει πολύ γνωστός» λέει ο Λάο Τσε.
«Χιλιάδες άνθρωποι έρχονται από μακριά για να μ’ ακούσουν, να μου κάνουν διάφορες ερωτήσεις και να ζητήσουν τη βοήθειά μου, αλλά η φήμη του πεφωτισμένου σοφού που δημιουργήθηκε, κάνει την αλήθεια που μπορεί να βγει από το στόμα μου λιγότερο σημαντική από το γεγονός ότι είμαι εγώ αυτός που τη λέει.»
Ο ταξιδιώτης δεν πολυκαταλαβαίνει την αιτία της αποχώρησής του από τον ναό και του αντιλέγει:
” Όμως, δάσκαλε, δεν μπορούμε να σε στερηθούμε. Δεν μπορούμε να στερηθούμε τη σοφία σου. Είμαστε πολλοί εμείς που χρειαζόμαστε τα λόγια, τα φώτα και τις συμβουλές σου.”
Τότε, ο Λάο Τσε του λέει μ’ ένα χαμόγελο:
“Εγώ συνεχίζω να λέω τα ίδια που έλεγα και στον ναό, και πιστεύω ότι σ’αυτόν που μ’ακούει έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, μόνο που τώρα, ευτυχώς, όταν γυρίζει κάποιος στο σπίτι του και διηγείται όσα έμαθε, αντί να καμαρώνει ότι τ’ άκουσε από τον Λάο Τσε, λέει απλώς: “Μου τα ‘πε ένας βαρκάρης”.”
Μήνες αργότερα, ένας έμπορος περιμένει στην προβλήτα τη βάρκα που θα τον πάει στην άλλη πλευρά του μεγάλου ποταμού Μιν, στην επαρχία Σιτσουάν. Έχει πια νυχτώσει, όταν ένας βαρκάρης δένει, το χοντροκομμένο μεταφορικό του μέσον στην όχθη και δίνει το χέρι στον έμπορο για ν’ ανέβει. Εκείνος πληρώνει το νόμισμα για τα ναύλα του και κάθεται, σε μιαν άκρη για τον διάπλου που διαρκεί δυο-τρεις ώρες. Ο ηλικιωμένος βαρκάρης παίρνει τα χρήματα, τα βάζει στο πουγκί του, ευχαριστεί μ’ ένα νεύμα και λύνει το σκοινί.
Το ποτάμι είναι ήρεμο, και το τεράστιο φεγγάρι που λάμπει στον ουρανό σε καλεί ν’ ανοίξεις κουβέντα… Κάπως έτσι αρχίζει ο ταξιδιώτης να μοιράζεται τις έγνοιες του: για την οικογένεια, τους γιους του που είναι στην εφηβεία και τις δουλειές του. Ο βαρκάρης τον ακούει και παρεμβαίνει με σχόλια τόσο λογικά και σοφά, που αφήνουν έκπληκτο τον ταξιδιώτη.
Προτού αποβιβαστεί στο λιμάνι της αντίπερα όχθης, ο άντρας δίνει στον βαρκάρη ένα ακόμη νόμισμα για τις συμβουλές του κι αυτός το δέχεται ταπεινά. Εκείνη τη στιγμή, ο ταξιδιώτης βλέπει για πρώτη φορά το πρόσωπο του ανθρώπου που τον έχει μεταφέρει. Τον αναγνωρίζει και λέει:
«Εσύ! Μα… εσύ είσαι ο Λάο Τσε! Τι κάνεις εδώ; Η μισή Κίνα σε ψάχνει και οι μαθητές σου είναι σε απόγνωση. Κανείς δε θέλει να πιστέψει ότι δεν θα ξανακάνεις τις καθημερινές σου ομιλίες».
«Για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με τη θέλησή μου, έχω γίνει πολύ γνωστός» λέει ο Λάο Τσε.
«Χιλιάδες άνθρωποι έρχονται από μακριά για να μ’ ακούσουν, να μου κάνουν διάφορες ερωτήσεις και να ζητήσουν τη βοήθειά μου, αλλά η φήμη του πεφωτισμένου σοφού που δημιουργήθηκε, κάνει την αλήθεια που μπορεί να βγει από το στόμα μου λιγότερο σημαντική από το γεγονός ότι είμαι εγώ αυτός που τη λέει.»
Ο ταξιδιώτης δεν πολυκαταλαβαίνει την αιτία της αποχώρησής του από τον ναό και του αντιλέγει:
” Όμως, δάσκαλε, δεν μπορούμε να σε στερηθούμε. Δεν μπορούμε να στερηθούμε τη σοφία σου. Είμαστε πολλοί εμείς που χρειαζόμαστε τα λόγια, τα φώτα και τις συμβουλές σου.”
Τότε, ο Λάο Τσε του λέει μ’ ένα χαμόγελο:
“Εγώ συνεχίζω να λέω τα ίδια που έλεγα και στον ναό, και πιστεύω ότι σ’αυτόν που μ’ακούει έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, μόνο που τώρα, ευτυχώς, όταν γυρίζει κάποιος στο σπίτι του και διηγείται όσα έμαθε, αντί να καμαρώνει ότι τ’ άκουσε από τον Λάο Τσε, λέει απλώς: “Μου τα ‘πε ένας βαρκάρης”.”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου