Κατά τον 18ο αιώνα ο Σουηδός επιστήμονας Κάρολος Λινναίος απέδειξε ότι τα άνθη διέθεταν όργανα αναπαραγωγής (ύπερους και στήμονες) και, μάλιστα, πάνω σε αυτά βάσισε τις ταξινομήσεις του. Ωστόσο, υπήρχε η καθολική σχεδόν πεποίθηση ότι τα άνθη αυτογονιμοποιούνται – άλλωστε για ποιον άλλο λόγο κάθε άνθος να διαθέτει και αρσενικά και θηλυκά όργανα; Ο ίδιος ο Λινναίος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με την ιδέα ώστε περιέγραψε ένα λουλούδι με εννέα στήμονες και έναν ύπερο ως μια κρεβατοκάμαρα όπου μια κοπέλα ήταν περιτριγυρισμένη από εννέα εραστές.
Ο Δαρβίνος ένιωσε την ανάγκη να αμφισβητήσει, επί θεωρητικής βάσης, την ιδέα της αυτογονιμοποίησης. Σε ένα τετράδιο του 1837 γράφει: «Μήπως τα φυτά που διαθέτουν και αρσενικά και θηλυκά όργανα δε δέχονται επιρροές από άλλα φυτά;». Εάν θέλαμε να μιλάμε για εξέλιξη των φυτών, υποστήριξε, τότε η σταυρογονιμοποίηση ήταν ζωτικής σημασίας – διαφορετικά δε θα μπορούσαν να συμβούν μεταλλάξεις και ο κόσμος θα έπρεπε να αρκεστεί σε ένα αυτοαναπαραγόμενο φυτό αντί της τεράστιας ποικιλίας ειδών που υπήρχαν στην πραγματικότητα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1840 ο Δαρβίνος βάλθηκε να επαληθεύσει τη θεωρία του ανατέμνοντας ένα πλήθος λουλουδιών (μεταξύ αυτών αζαλέες και ροδόδενδρα) και αποδεικνύοντας ότι πολλά από αυτά διέθεταν δομικούς μηχανισμούς για την αποτροπή ή την ελαχιστοποίηση της αυτεπικονίασης.
Είχε παρατηρήσει, όπως και άλλοι, ότι τα άνθη της οινοθήρας απαντούσαν σε δύο διαφορετικές μορφές: μια «βελονοειδή» μορφή με επιμήκη όψη -το θηλυκό μέρος του άνθους- και μια «πλεγματοειδή» μορφή με βραχεία όψη. Μέχρι τότε επικρατούσε η άποψη ότι αυτές οι διαφορές δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία. 0 Δαρβίνος όμως είχε αντίθετη γνώμη και, αφού εξέτασε μερικά μπουκέτα από οινοθήρες που του έφεραν τα παιδιά του, βρήκε ότι η αναλογία βελονών προς πλέγματα ήταν ακριβώς ένα προς ένα.
Η φαντασία του Δαρβίνου εξάφθηκε αμέσως· μια αναλογία ένα προς ένα ήταν ό,τι μπορούσε να αναμένει κανείς από ένα είδος με ξεχωριστά αρσενικά και θηλυκά – μήπως τα επιμήκη άνθη, αν και ερμαφρόδιτα, βρίσκονταν σε διαδικασία να γίνουν θηλυκά και τα βραχέα άνθη αρσενικά; Μήπως έβλεπε όντως ενδιάμεσες μορφές, την εξέλιξη σε δράση, όσο θαυμάσια ιδέα κι αν ήταν, δεν έστεκε, διότι τα βραχέα άνθη, τα υποτιθέμενα αρσενικά, παρήγαν τόσους σπόρους όσους και τα επιμήκη, τα «θηλυκά». Κι εδώ (όπως θα το έθετε ο φίλος του, ο Άγγλος βιολόγος Τόμας Χάξλεϋ) είχαμε «τη δολοφονία μιας ωραίας εικασίας από ένα άσχημο γεγονός».
Ποιο ήταν λοιπόν το νόημα όλων αυτών των διαφορετικών μορφών και της ένα-προς-ένα αναλογίας τους; Ο Δαρβίνος στράφηκε στα πειράματα. Με κόπο επιχείρησε να λειτουργήσει ο ίδιος ως επικονιαστής, ξαπλώνοντας μπρούμυτα στο γρασίδι και μεταφέροντας γύρη από άνθος σε άνθος: από επιμήκη σε επιμήκη, από βραχέα σε βραχέα, από επιμήκη σε βραχέα και τανάπαλιν. Όταν παρήχθησαν σπόροι, τους συνέλεξε, τους ζύγισε και διαπίστωσε ότι η πλουσιότερη συγκομιδή σπόρων προερχόταν από τα υβριδικά άνθη. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ετερομορφία, κατά την οποία τα φυτά έχουν μορφές διαφορετικού μήκους, ήταν ένας ειδικός μηχανισμός που είχε εξελιχθεί για τη διευκόλυνση της διασταύρωσης και ότι η σταυρογονιμοποίηση αύξανε την ποσότητα και το σφρίγος των σπόρων (την ονόμασε «ευρωστία υβριδίου») Αργότερα ο Δαρβίνος έγραψε: «Δε νομίζω να υπάρχει κάτι στον επιστημονικό μου βίο που να μου έχει δώσει τόση ικανοποίηση όσο η διακρίβωση του νοήματος της δομής αυτών των φυτών».
Αυτό που τον απασχολούσε κυρίως ήταν με ποιους τρόπους τα ανθοφόρα φυτά προσαρμόζονταν στη χρήση εντόμων ως φορέων της γονιμοποίησής τους. Ήταν ήδη ευρέως γνωστό ότι τα έντομα προσελκύονταν από συγκεκριμένα άνθη τα οποία επισκέπτονταν, και αναδύονταν από ανθούς που ήταν καλυμμένοι με γύρη. Κανείς όμως δεν είχε θεωρήσει ιδιαίτερα σημαντικό το εν λόγω φαινόμενο, καθώς επικρατούσε η άποψη ότι τα άνθη αυτογονιμοποιούνταν.
Ο Δαρβίνος, ήδη από το 1840, είχε αρχίσει να έχει τις υποψίες του και τη δεκαετία του 1850 έβαλε πέντε από τα παιδιά του να σχεδιάσουν τις διαδρομές πτήσης που ακολουθούσαν οι αρσενικοί βομβίνοι (μπάμπουρες). Λόγω του ιδιαίτερου θαυμασμού που έτρεφε για τις άγριες ορχιδέες που φύτρωναν στα λιβάδια γύρω από το Ντάουν Χάουζ, άρχισε από εκείνες. Εν συνεχεία, με τη βοήθεια φίλων και ανθρώπων που του έστελναν ορχιδέες για να τις μελετήσει, και ιδίως του Χούκερ που ήταν πλέον διευθυντής του Κιου Γκάρντενς, επέκτεινε τις μελέτες του σε τροπικές ορχιδέες όλων των ειδών.
Η εργασία του πάνω στις ορχιδέες προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς και επιτυχία, κι έτσι το 1862 ήταν πλέον σε θέση να στείλει το χειρόγραφό του στους εκδότες. Το βιβλίο είχε τον μακροσκελή και χαρακτηριστικά βικτοριανό τίτλο On the Various Contrivances by Which British and Foreign Orchids Are Fertilised by Insects (Τα διάφορα ιδιοφυή τεχνάσματα με τα οποία οι βρετανικές και αλλοδαπές ορχιδέες γονιμοποιούνται από τα έντομα).
Ο Δαρβίνος ανέκρινε τις ορχιδέες, ανέκρινε τα άνθη, όπως δεν το είχε κάνει ποτέ κανείς άλλος στο παρελθόν, και στο βιβλίο του για τις ορχιδέες παρέθεσε εξαντλητικές λεπτομέρειες, πολύ περισσότερες από όσες βρίσκουμε στην Καταγωγή.
Στο σημείο αυτό ο Δαρβίνος έκανε μια ρηξικέλευθη παρατήρηση και αποκρυπτογράφησε το μυστικό των λουλουδιών δείχνοντας ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους -τα διάφορα μοτίβα, χρώματα, σχήματα, νέκταρ και αρώματα, με τα οποία δελέαζαν τα έντομα να πετούν από το ένα φυτό στο άλλο, καθώς και οι μηχανισμοί που διασφάλιζαν ότι τα έντομα θα μάζευαν γύρη προτού εγκαταλείψουν το άνθος- ήταν όλα «ίδιοφυή τεχνάσματα», όπως το διατύπωσε- είχαν όλα αναπτυχθεί και εξελιχθεί στην υπηρεσία της σταυρογονιμοποίησης.
Η μέχρι πρότινος πανέμορφη εικόνα των εντόμων να ζουζουνίζουν γύρω από πολύχρωμα λουλούδια είχε πλέον γίνει ένα θεμελιώδες έργο της ζωής, γεμάτο από βιολογικό βάθος και νόημα. Τα χρώματα και τα αρώματα των λουλουδιών προσαρμόστηκαν στις αισθήσεις των εντόμων. Ενώ οι μέλισσες ελκύονται από τα κίτρινα και τα γαλάζια άνθη, αγνοούν τα κόκκινα επειδή δε βλέπουν το κόκκινο χρώμα. Από την άλλη πλευρά, η ικανότητά τους να βλέπουν πέρα από το ιώδες αξιοποιείται από τα λουλούδια, τα οποία χρησιμοποιούν υπεριώδεις σημάνσεις ως μελιτοφόρους οδηγούς που κατευθύνουν τις μέλισσες στο νέκταρ τους. Οι πεταλούδες, με πολύ καλή όραση του ερυθρού, γονιμοποιούν τα κόκκινα άνθη αλλά ενδέχεται να αγνοήσουν τα γαλάζια και τα ιώδη. Τα άνθη που επικονιάζονται από νυχτοπεταλούδες τείνουν να υστερούν σε χρώμα, αλλά εκπέμπουν τα αρώματά τους τη νύχτα. Όσο για τα άνθη που επικονιάζονται από σαπροφάγους μύγες, αυτά μπορεί να μιμηθούν τις άσχημες (για εμάς) οσμές αποσυντεθειμένης σάρκας.
Κι έτσι ο Δαρβίνος φώτισε για πρώτη φορά όχι μόνο την εξέλιξη των φυτών αλλά και τη συνεξέλιξη φυτών και εντόμων. Συνεπώς, η φυσική επιλογή εξασφάλιζε ότι τα στοματικά μέρη των εντόμων προσαρμόζονταν στη δομή των λουλουδιών της προτίμησής τους — και εδώ ο Δαρβίνος απολάμβανε ιδιαίτερα να κάνει προβλέψεις. Εξετάζοντας μια ορχιδέα Μαδαγασκάρης, με νεκταροφόρο σωλήνα μήκους σχεδόν 30 εκατοστών, προέβλεψε ότι έπρεπε να υπάρχει ένα έντομο με προβοσκίδα μήκους 25 τουλάχιστον εκατοστών ώστε να επιτυγχάνεται η σταυρεπικονίαση του είδους- δεκαετίες μετά τον θάνατό του ένα τέτοιο έντομο ανακαλύφθηκε τελικά στη Μαδαγασκάρη.
Ο Δαρβίνος ένιωσε την ανάγκη να αμφισβητήσει, επί θεωρητικής βάσης, την ιδέα της αυτογονιμοποίησης. Σε ένα τετράδιο του 1837 γράφει: «Μήπως τα φυτά που διαθέτουν και αρσενικά και θηλυκά όργανα δε δέχονται επιρροές από άλλα φυτά;». Εάν θέλαμε να μιλάμε για εξέλιξη των φυτών, υποστήριξε, τότε η σταυρογονιμοποίηση ήταν ζωτικής σημασίας – διαφορετικά δε θα μπορούσαν να συμβούν μεταλλάξεις και ο κόσμος θα έπρεπε να αρκεστεί σε ένα αυτοαναπαραγόμενο φυτό αντί της τεράστιας ποικιλίας ειδών που υπήρχαν στην πραγματικότητα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1840 ο Δαρβίνος βάλθηκε να επαληθεύσει τη θεωρία του ανατέμνοντας ένα πλήθος λουλουδιών (μεταξύ αυτών αζαλέες και ροδόδενδρα) και αποδεικνύοντας ότι πολλά από αυτά διέθεταν δομικούς μηχανισμούς για την αποτροπή ή την ελαχιστοποίηση της αυτεπικονίασης.
Είχε παρατηρήσει, όπως και άλλοι, ότι τα άνθη της οινοθήρας απαντούσαν σε δύο διαφορετικές μορφές: μια «βελονοειδή» μορφή με επιμήκη όψη -το θηλυκό μέρος του άνθους- και μια «πλεγματοειδή» μορφή με βραχεία όψη. Μέχρι τότε επικρατούσε η άποψη ότι αυτές οι διαφορές δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία. 0 Δαρβίνος όμως είχε αντίθετη γνώμη και, αφού εξέτασε μερικά μπουκέτα από οινοθήρες που του έφεραν τα παιδιά του, βρήκε ότι η αναλογία βελονών προς πλέγματα ήταν ακριβώς ένα προς ένα.
Η φαντασία του Δαρβίνου εξάφθηκε αμέσως· μια αναλογία ένα προς ένα ήταν ό,τι μπορούσε να αναμένει κανείς από ένα είδος με ξεχωριστά αρσενικά και θηλυκά – μήπως τα επιμήκη άνθη, αν και ερμαφρόδιτα, βρίσκονταν σε διαδικασία να γίνουν θηλυκά και τα βραχέα άνθη αρσενικά; Μήπως έβλεπε όντως ενδιάμεσες μορφές, την εξέλιξη σε δράση, όσο θαυμάσια ιδέα κι αν ήταν, δεν έστεκε, διότι τα βραχέα άνθη, τα υποτιθέμενα αρσενικά, παρήγαν τόσους σπόρους όσους και τα επιμήκη, τα «θηλυκά». Κι εδώ (όπως θα το έθετε ο φίλος του, ο Άγγλος βιολόγος Τόμας Χάξλεϋ) είχαμε «τη δολοφονία μιας ωραίας εικασίας από ένα άσχημο γεγονός».
Ποιο ήταν λοιπόν το νόημα όλων αυτών των διαφορετικών μορφών και της ένα-προς-ένα αναλογίας τους; Ο Δαρβίνος στράφηκε στα πειράματα. Με κόπο επιχείρησε να λειτουργήσει ο ίδιος ως επικονιαστής, ξαπλώνοντας μπρούμυτα στο γρασίδι και μεταφέροντας γύρη από άνθος σε άνθος: από επιμήκη σε επιμήκη, από βραχέα σε βραχέα, από επιμήκη σε βραχέα και τανάπαλιν. Όταν παρήχθησαν σπόροι, τους συνέλεξε, τους ζύγισε και διαπίστωσε ότι η πλουσιότερη συγκομιδή σπόρων προερχόταν από τα υβριδικά άνθη. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ετερομορφία, κατά την οποία τα φυτά έχουν μορφές διαφορετικού μήκους, ήταν ένας ειδικός μηχανισμός που είχε εξελιχθεί για τη διευκόλυνση της διασταύρωσης και ότι η σταυρογονιμοποίηση αύξανε την ποσότητα και το σφρίγος των σπόρων (την ονόμασε «ευρωστία υβριδίου») Αργότερα ο Δαρβίνος έγραψε: «Δε νομίζω να υπάρχει κάτι στον επιστημονικό μου βίο που να μου έχει δώσει τόση ικανοποίηση όσο η διακρίβωση του νοήματος της δομής αυτών των φυτών».
Αυτό που τον απασχολούσε κυρίως ήταν με ποιους τρόπους τα ανθοφόρα φυτά προσαρμόζονταν στη χρήση εντόμων ως φορέων της γονιμοποίησής τους. Ήταν ήδη ευρέως γνωστό ότι τα έντομα προσελκύονταν από συγκεκριμένα άνθη τα οποία επισκέπτονταν, και αναδύονταν από ανθούς που ήταν καλυμμένοι με γύρη. Κανείς όμως δεν είχε θεωρήσει ιδιαίτερα σημαντικό το εν λόγω φαινόμενο, καθώς επικρατούσε η άποψη ότι τα άνθη αυτογονιμοποιούνταν.
Ο Δαρβίνος, ήδη από το 1840, είχε αρχίσει να έχει τις υποψίες του και τη δεκαετία του 1850 έβαλε πέντε από τα παιδιά του να σχεδιάσουν τις διαδρομές πτήσης που ακολουθούσαν οι αρσενικοί βομβίνοι (μπάμπουρες). Λόγω του ιδιαίτερου θαυμασμού που έτρεφε για τις άγριες ορχιδέες που φύτρωναν στα λιβάδια γύρω από το Ντάουν Χάουζ, άρχισε από εκείνες. Εν συνεχεία, με τη βοήθεια φίλων και ανθρώπων που του έστελναν ορχιδέες για να τις μελετήσει, και ιδίως του Χούκερ που ήταν πλέον διευθυντής του Κιου Γκάρντενς, επέκτεινε τις μελέτες του σε τροπικές ορχιδέες όλων των ειδών.
Η εργασία του πάνω στις ορχιδέες προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς και επιτυχία, κι έτσι το 1862 ήταν πλέον σε θέση να στείλει το χειρόγραφό του στους εκδότες. Το βιβλίο είχε τον μακροσκελή και χαρακτηριστικά βικτοριανό τίτλο On the Various Contrivances by Which British and Foreign Orchids Are Fertilised by Insects (Τα διάφορα ιδιοφυή τεχνάσματα με τα οποία οι βρετανικές και αλλοδαπές ορχιδέες γονιμοποιούνται από τα έντομα).
Ο Δαρβίνος ανέκρινε τις ορχιδέες, ανέκρινε τα άνθη, όπως δεν το είχε κάνει ποτέ κανείς άλλος στο παρελθόν, και στο βιβλίο του για τις ορχιδέες παρέθεσε εξαντλητικές λεπτομέρειες, πολύ περισσότερες από όσες βρίσκουμε στην Καταγωγή.
Στο σημείο αυτό ο Δαρβίνος έκανε μια ρηξικέλευθη παρατήρηση και αποκρυπτογράφησε το μυστικό των λουλουδιών δείχνοντας ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους -τα διάφορα μοτίβα, χρώματα, σχήματα, νέκταρ και αρώματα, με τα οποία δελέαζαν τα έντομα να πετούν από το ένα φυτό στο άλλο, καθώς και οι μηχανισμοί που διασφάλιζαν ότι τα έντομα θα μάζευαν γύρη προτού εγκαταλείψουν το άνθος- ήταν όλα «ίδιοφυή τεχνάσματα», όπως το διατύπωσε- είχαν όλα αναπτυχθεί και εξελιχθεί στην υπηρεσία της σταυρογονιμοποίησης.
Η μέχρι πρότινος πανέμορφη εικόνα των εντόμων να ζουζουνίζουν γύρω από πολύχρωμα λουλούδια είχε πλέον γίνει ένα θεμελιώδες έργο της ζωής, γεμάτο από βιολογικό βάθος και νόημα. Τα χρώματα και τα αρώματα των λουλουδιών προσαρμόστηκαν στις αισθήσεις των εντόμων. Ενώ οι μέλισσες ελκύονται από τα κίτρινα και τα γαλάζια άνθη, αγνοούν τα κόκκινα επειδή δε βλέπουν το κόκκινο χρώμα. Από την άλλη πλευρά, η ικανότητά τους να βλέπουν πέρα από το ιώδες αξιοποιείται από τα λουλούδια, τα οποία χρησιμοποιούν υπεριώδεις σημάνσεις ως μελιτοφόρους οδηγούς που κατευθύνουν τις μέλισσες στο νέκταρ τους. Οι πεταλούδες, με πολύ καλή όραση του ερυθρού, γονιμοποιούν τα κόκκινα άνθη αλλά ενδέχεται να αγνοήσουν τα γαλάζια και τα ιώδη. Τα άνθη που επικονιάζονται από νυχτοπεταλούδες τείνουν να υστερούν σε χρώμα, αλλά εκπέμπουν τα αρώματά τους τη νύχτα. Όσο για τα άνθη που επικονιάζονται από σαπροφάγους μύγες, αυτά μπορεί να μιμηθούν τις άσχημες (για εμάς) οσμές αποσυντεθειμένης σάρκας.
Κι έτσι ο Δαρβίνος φώτισε για πρώτη φορά όχι μόνο την εξέλιξη των φυτών αλλά και τη συνεξέλιξη φυτών και εντόμων. Συνεπώς, η φυσική επιλογή εξασφάλιζε ότι τα στοματικά μέρη των εντόμων προσαρμόζονταν στη δομή των λουλουδιών της προτίμησής τους — και εδώ ο Δαρβίνος απολάμβανε ιδιαίτερα να κάνει προβλέψεις. Εξετάζοντας μια ορχιδέα Μαδαγασκάρης, με νεκταροφόρο σωλήνα μήκους σχεδόν 30 εκατοστών, προέβλεψε ότι έπρεπε να υπάρχει ένα έντομο με προβοσκίδα μήκους 25 τουλάχιστον εκατοστών ώστε να επιτυγχάνεται η σταυρεπικονίαση του είδους- δεκαετίες μετά τον θάνατό του ένα τέτοιο έντομο ανακαλύφθηκε τελικά στη Μαδαγασκάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου