Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤHΣ ΝΙΚΑΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η άλωση της Λατινοκρατούμενης (από το 1204) Κωνσταντινούπολης από το στρατό της λεγόμενης Αυτοκρατορίας της Νίκαιας το 1261 χαρακτηρίζεται γενικά στη βιβλιογραφία ως ανακατάληψη. Ο όρος προϋποθέτει την αποδοχή πως το κράτος της Νίκαιας αντιπροσωπεύει σε επαρκή βαθμό την πολιτική συνέχεια, στην εξορία, της προ του 1204 Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αντίθετα από τη Λατινική «Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης». Η είσοδος του Βυζαντινού στρατού στην Πόλη έγινε από κάποιο σημείο των τειχών στην περιοχή της πύλης της Πηγής, τη νύχτα της 24ης προς την 25η Ιουλίου 1261 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Μετά την άλωσή της το 1204 από τους σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας, η Κωνσταντινούπολη περιήλθε σε ένα καθεστώς συγκυριαρχίας του Λατίνου (Γάλλου) Αυτοκράτορα και του Κοινού των Βενετών. Στις περιοχές που δεν καταλήφθηκαν από τους σταυροφόρους, τα μέλη της Βυζαντινής αριστοκρατίας και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας συσπειρώθηκαν γύρω από δύο ηγεμονικές αυλές, οι οποίες διεκδικούσαν το ρόλο του συνεχιστή της Αυτοκρατορίας: την αυλή των Δουκών Κομνηνών στη δυτική Ελλάδα και εκείνη των Λασκαριδών στη Μικρά Ασία...
Το δεύτερο κρατίδιο, γνωστό ως Αυτοκρατορία της Νίκαιας, κατόρθωσε μέσα σε τέσσερις δεκαετίες να επιβληθεί ως η κυρίαρχη δύναμη στο χώρο της παλιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με διαρκείς εκστρατείες κατά την περίοδο 1242 - 1260, οι Αυτοκράτορες Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1221 - 1254), Θεόδωρος Β' Λάσκαρις (1254 - 1258) και Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1259 - 1282) κατέλαβαν τη Μακεδονία και τη Θράκη, εκτοπίζοντας τους βασικούς τους αντιδιεκδικητές, δηλαδή τους Δούκες Κομνηνούς της Ηπείρου και τους ηγεμόνες της Βουλγαρίας. Η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, στην οποία από το 1240 έως το 1261 βασίλευε ο Βαλδουίνος Β', απέμεινε απομονωμένη και χωρίς εδάφη.
Λόγω της έλλειψης πόρων, οικονομικών και ανθρώπινων, η άμυνά της ήταν εξαρτημένη πλέον μόνο από το Βενετικό στόλο και ενδεχόμενες ενισχύσεις από την καθολική Δύση. Από την άλλη, τα ισχυρά χερσαία τείχη και η ανωτερότητα των Βενετών στη θάλασσα καθιστούσαν οποιαδήποτε απόπειρα εναντίον της Κωνσταντινούπολης εξαιρετικά δύσκολη και εξηγούν την επιβίωση της Λατινικής κυριαρχίας επί τόσο μεγάλο διάστημα.
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΤΟ 1204 ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΜΟΡΦΩΜΑΤΑ
Η Κωνσταντινούπολη, η πλουσιότερη και πολυπληθέστερη πόλη του τότε Χριστιανικού κόσμου, υπέκυψε στην πολιορκία των σταυροφορικών στρατευμάτων της Δύσης στις 13 Απριλίου το 1204. Ξημερώματα της Δευτέρας 12 Απριλίου προς Τρίτη 13 Απριλίου 1204, ο άστεπτος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Λάσκαρις εγκαταλείπει τη Βασιλεύουσα. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντικαταστάθηκε από το Λατινικό βασίλειο της Κωνσταντινούπολης, ενώ τα άλλοτε Βυζαντινά εδάφη αντικαταστάθηκαν από μικρά κρατικά μορφώματα σύμφωνα με την Partitiο Romaniae. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα περίπλοκο σύστημα τιμαρίων, παρόμοιο με την φεουδαρχική οργάνωση της Μεσαιωνικής Δύσης.
Ο πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας και του Αινώ, ο οποίος στέφτηκε και χρίστηκε Αυτοκράτορας στον ναό της Αγίας Σοφίας στις 9 Μαΐου 1204, έλαβε τα πέντε όγδοα της πρωτεύουσας, τη Θράκη, το βορειοδυτικό τμήμα της Μ. Ασίας, την Λέσβο, την Χίο και την Σάμο. Δηλαδή το ένα τέταρτο από το σύνολο της Αυτοκρατορικής επικράτειας. Ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός ύστερα από διαμάχες ίδρυσε το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το οποίο περιλάμβανε περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Οι Βενετοί κατέλαβαν τα σημαντικότερα λιμάνια της Ρωμαϊκής επικράτειας.
Όπως τη Ραγούσα, το Δυρράχιο στην Αδριατική, την Κορώνη και την Μεθώνη στην Πελοπόννησο, την Καλλίπολη, την Ραιδεστό και την Ηράκλεια στη θάλασσα του Μαρμαρά, τα νησιά του Ιονίου πελάγους, την Κρήτη και τέλος, τα τρία όγδοα της Κωνσταντινούπολης. Έτσι ο Δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος ονομάστηκε « κύριος του τετάρτου και του μισού (από το τέταρτο) της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Στον νότιο Ελλαδικό χώρο δημιουργήθηκαν αυτόνομα πριγκιπάτα όπως του Όθωνα de la Roche στην Αττικο-Βοιωτία, και στην Πελοπόννησο το κρατίδιο του Γουλιέλμου Σαμπλίττη και του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, ανιψιού του χρονικογράφου της τέταρτης Σταυροφορίας Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου.
Στη Μ. Ασία ο αδελφός του Λατίνου Αυτοκράτορα Ερρίκος πήρε ως φέουδο εδάφη προς το Αδραμμύτιο, ο Πέτρος ( Pierre de Bracieux) τις περιοχές γύρω από το Ικόνιο, ο Λουδοβίκος ( Louis de Blois) το δουκάτο της Νίκαιας, και ο Στέφανος ( Stephane de Perche) το δουκάτο της Φιλαδέλφειας. Ο Βυζαντινός πληθυσμός, ο οποίος έβλεπε τους Λατίνους κατακτητές με πολύ μεγάλη αντιπάθεια, συσπειρώθηκε γύρω από σημαντικές προσωπικότητες παίρνοντας τον δρόμο της προσφυγιάς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέα ανεξάρτητα Ελληνικά κράτη, αντίπαλα μεταξύ τους, τα οποία έσωσαν το Βυζάντιο από τον πλήρη αφανισμό του.
Στην Δυτική Ελλάδα ο Μιχαήλ Δούκας (1204 - 1215), γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα εξάδελφος των Αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β' και Αλεξίου Γ', συγκρότησε την ηγεμονία της Ηπείρου. O Μιχαήλ Δούκας, ο οποίος ήταν δούκας και αναγραφεύς του θέματος Μελανουδίου της Μ. Ασίας (1190 - 1195), είχε ως έδρα του κράτους του την Άρτα ύστερα από πιθανό γάμο του με την κόρη ή την χήρα του διοικητή του θέματος Νικοπόλεως. Στη στενή λωρίδα των ακτών του Εύξεινου Πόντου της Μ. Ασίας είχε προηγηθεί η ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος από τον Αλέξιο και Δαβίδ, εγγονούς του Ανδρονίκου Α' Κομνηνού, τον Απρίλιο του 1204, όχι όμως ως επακόλουθο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους.
Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας , η οποία δεν επηρέασε σχεδόν καθόλου την εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας του ύστερου Βυζαντινού κράτους, έπεσε στους Οθωμανούς Τούρκους μόλις το 1461. Πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους, τρεις ανακηρυγμένοι Βυζαντινοί αριστοκράτες αφού συγκέντρωσαν στρατεύματα, εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Μ. Ασίας δημιουργώντας μικρές ηγεμονίες, Ο Θεόδωρος Μαγκαφάς κατέλαβε την Φιλαδέλφεια, ο Μανουήλ Μαυροζώμης την κοιλάδα του Μαιάνδρου, ενώ ο Σάββας Ασιδηνός εγκαταστάθηκε στην περιοχή μεταξύ της Μιλήτου και της Αμισού.
Στον Ελλαδικό χώρο, ο Λέων Σγουρός κατείχε το Ναύπλιο, το Άργος και την Κόρινθο, ενώ ο Λέων Χαμάρετος δημιούργησε τη δική του ηγεμονία στη Λακεδαίμονα.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ
Οι παραπάνω ηγεμονίες δεν είχαν μεγάλη χρονική διάρκεια. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις, γαμπρός του Αλεξίου Γ' Άγγελου, είχε καταφύγει στη Μ. Ασία κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί μετά τον Απρίλιο του 1204 κατάφερε να συγκεντρώσει Ελληνικά στρατεύματα και να συγκροτήσει στη δυτική Μ. Ασία το δικό του κράτος αρχικά με κέντρο την Προύσα και στη συνέχεια τη Νίκαια. Ο Θεόδωρος Α' κατέλυσε πολύ σύντομα (στο τέλος του 1205) το κρατίδιο του Μαυροζώμη, ενώ η ηγεμονία του Θεόδωρου Μαγκαφά κατέρρευσε επίσης το ίδιο έτος. Ίσως ο Θεόδωρος Μαγκαφάς να κατέφυγε στον σουλτάνο του Ικονίου Καϊχοσρόη (1192 - 1197 και 1204 / 1211).
Στα τέλη του 1206 καταλύεται και η αυτονομία του Σάββα Ασιδηνού στη Σαμψούντα, ο οποίος τελικά συμμαχεί με τον Θεόδωρο Α'. Ο τελευταίος του έδωσε το υψηλότατο αξίωμα του σεβαστοκράτορος. Ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις, πριν καλά-καλά εδραιώσει την ηγεμονία στη Μ. Ασία βρέθηκε αντιμέτωπος με τα στρατεύματα των Λατίνων. Ο αδελφός του Λατίνου Αυτοκράτορα Βαλδουίνου, Ερρίκος της Φλάνδρας, και οι σύμμαχοι ιππότες του Λουδοβίκου de Blois, οι οποίοι έπρεπε να καταλάβουν σύμφωνα με την partitio Romaniae εδάφη της Μ. Ασίας, νίκησαν τον Θεόδωρο Α' κοντά στο Ποιμαμηνό τον Δεκέμβριο του 1204. Όμως ο Βαλδουίνος και ο Λουδοβίκος de Blois είχαν άδοξο τέλος.
Στη μάχη που έδωσαν με τον Βούλγαρο Καλογιάννη την άνοιξη του 1205, ο μεν Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε στην Αδριανούπολη και στη συνέχεια θανατώθηκε, ο δε Λουδοβίκος de Blois έπεσε στο πεδίο της μάχης μαζί με άλλους επιφανείς ιππότες. Στην Νίκαια λοιπόν χάρη στους γρήγορους και ευφυείς χειρισμούς του Θεόδωρου Λάσκαρι, ιδρύθηκε μία νέα Ελληνική Αυτοκρατορία, η οποία έμελλε να αντικαταστήσει εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α' διαδέχτηκε τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης και ο εκάστοτε μητροπολίτης της Νίκαιας ήταν και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ο Θεόδωρος Α' δεν κατάφερε να φέρει στην επικράτειά του, παρά τις επίμονες προσπάθειες, τον νόμιμο πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη Καματηρό (1198 - 1206), ο οποίος αρνήθηκε να έλθει στη Νίκαια. Μετά την άλωση του 1204 αποσύρθηκε στο Διδυμότειχο, όπου και κατέληξε δύο χρόνια μετά. Ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης, ο οποίος εξελέγη μετά την άλωση της Πόλης του 1204 ήταν ο Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανός (1208 - 1214). Ο τελευταίος το Πάσχα του 1208, έστεψε και έχρισε με μύρο τον Θεόδωρο Α', ο οποίος το 1206 είχε αναγορευθεί Αυτοκράτορας. Έτσι ο Θεόδωρος Α' τιτλοφορούνταν ως « Θεόδωρος πιστός βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων».
Εκείνη τη χρονική στιγμή η επικράτεια του Θεόδωρου Α' με κέντρο την πόλη της Νίκαιας περιλάμβανε την Προύσα, τη Σμύρνη τη Φιλαδέλφεια, την Έφεσο, τα Νεόκαστρα και το Κιλβιανό πεδίο. Περιλάμβανε όλη την επαρχία της Βιθυνίας, δυτικά περιλάμβανε την Καρία και την κοιλάδα του Μαιάνδρου, ενώ ανατολικά επεκτεινόταν μέχρι τη Γαλατία και τη Καππαδοκία. Ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις δεν είχε εχθρό μόνο τον Λατίνο Αυτοκράτορα, αλλά και τον Σουλτάνο του Ικονίου. Οι δύο αυτοί εχθροί είχαν συνάψει συμμαχία, γι’ αυτό και ο Θεόδωρος Α' ήλθε σε επαφή με τον βασιλιά της Μικράς Αρμενίας Λέοντα Β'. Τον Ιούνιο του 1211 κοντά στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου ο Θεόδωρος Α' νίκησε τον Σουλτάνο, ο οποίος έπεσε στο πεδίο της μάχης.
Οι συνέπειες της νίκης του Θεόδωρου ήταν αρκετά επωφελείς για το κράτος του, καθώς συνέλαβε αιχμάλωτο τον πεθερό του Αλέξιο Γ'. Επίσης, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας αποτελούσε ολοένα και περισσότερο υπολογίσιμη δύναμη για τους γείτονές της. Οι Σελτζούκοι και οι Νικαείς έπαψαν να αψιμαχούν, ενώ οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της Μ. Ασίας οργανώθηκαν και συσπειρώθηκαν. Όμως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο Αυτοκράτορας της Νίκαιας ηττήθηκε στον ποταμό Ρυνδακό από τον Ερρίκο. Ο τελευταίος, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον αδελφό του Βαλδουίνο στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, προήλασε ως την Πέργαμο και το Νυμφαίο. Το 1214 οι δύο αντίπαλοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης καθορίζοντας τα σύνορά τους.
Οι Λατίνοι διατήρησαν τη βόρειο-δυτική γωνία της Μ. Ασίας ως το Αδραμμύτιο στα νότια, ενώ η υπόλοιπη περιοχή ως τα σύνορα του σουλτανάτου του Ικονίου έμεινε στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Συγχρόνως ο Θεόδωρος Α' καταφέρνει ν’ αποσπάσει την περιοχή της Παφλαγονίας από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, προσαρτώντας την τελευταία στο κράτος της Νίκαιας. Ο Θεόδωρος Α' για να διατηρήσει την ειρήνη με τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης νυμφεύτηκε το 1219 σε τρίτο γάμο την κόρη της αυτοκράτειρας Γιολάντας Κουρτεναί, Μαρία, η οποία ήταν ανιψιά των δύο πρώτων Λατίνων αυτοκρατόρων Βαλδουίνου και Ερρίκου.
Σημαντικό επακόλουθο της ειρήνης μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών ήταν η αποδυνάμωση του κράτους του Δαβίδ Κομνηνού στον Πόντο της Μ. Ασίας.. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις κατάφερε να προσαρτήσει σταδιακά έως το 1214 τις γύρω περιοχές της Ηράκλειας και της Σινώπης, οι οποίες υπάγονταν πριν στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Επίσης το 1219 συμφώνησε με το Βενετό podesta της Κωνσταντινούπολης να έχουν πλήρη ελευθερία οικονομικών συναλλαγών οι Βενετοί έμποροι μέσα στην επικράτεια του κράτους της Νίκαιας. Σχετικά με την πολιτική των επιγαμιών που εφάρμοσε ο Θεόδωρος Α' θα πρέπει να αναφέρουμε πως αποτελούσαν διπλωματικές κινήσεις, παρόλο που στα μάτια των Βυζαντινών φαίνονταν ως κινήσεις προδοσίας.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο D. Nicol ''Έφερναν την ειρήνη στην εξόριστη Αυτοκρατορία, ενθάρρυναν την οικονομική βιωσιμότητα, της παρείχαν χρόνο για να ενδυναμώσει τις βάσεις μιας διοικήσεως που θα μπορούσε μία μέρα να κληθεί στην Κωνσταντινούπολη''. Μέρος της εκκλησιαστικής πολιτικής του πρώτου Αυτοκράτορα της Νίκαιας ήταν και η προσέγγιση με τον Πάπα για την επίτευξη της ένωσης της Ανατολικής με την Δυτική Εκκλησία. Ο Θεόδωρος Α' προσπάθησε ανεπιτυχώς να συγκαλέσει σύνοδο στη Νίκαια, στην οποία θα συμμετείχαν αντιπρόσωποι από τα πατριαρχεία της Κωνσταντινούπολης, της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων.
Καθώς και της ιεραρχίας του κράτους της Ηπείρου, με σκοπό να σταλεί αντιπροσωπεία στη Ρώμη για τη σύνοδο του Λατερανού. Ο Θεόδωρος Α' απεβίωσε τον Αύγουστο του 1222, όμως «οὐδὲ γὰρ εἶχεν ἄῤῥενα παῖδα εἰς ἥβην ἐλθόντα», γι’ αυτό και τον διαδέχτηκε ο γαμπρός του από την θυγατέρα του Ειρήνη, Ιωάννης Γ' Βατάτζης, ένας από τους σημαντικότερους Αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Κατά τον G. Ostrogorsky o Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1222 - 1254) ''Είναι χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας της περιόδου της Νίκαιας''. Η περίοδος της βασιλείας του είναι γεμάτη από επιτυχίες και στην εξωτερική και στην εσωτερική πολιτική.
Το 1225 κοντά στο Ποιμανηνό, εκεί όπου πριν από είκοσι χρόνια ο Θεόδωρος Α' είχε γνωρίσει την ήττα από τους Λατίνους, ο Βατάτζης νίκησε τα Λατινικά στρατεύματα της Κωνσταντινούπολης. Έτσι ο Βατάτζης κατάφερε να προσαρτήσει στο κράτος του σχεδόν όλες τις Λατινικές κτήσεις στη Μ. Ασία με εξαίρεση τη Νικομήδεια. Παράλληλα, οι ναυτικές επιχειρήσεις της Νίκαιας στέφονταν η μία μετά την άλλη με επιτυχία, προσαρτώντας τα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, Ρόδο. Παράλληλα σε μεγάλη ακμή βρισκόταν και το κράτος της Ηπείρου, του οποίου ηγεμόνας ήταν ο Θεόδωρος Δούκας. Η εξουσία του τελευταίου εκτεινόταν από την Αδριατική έως το Αιγαίο Πέλαγος συμπεριλαμβάνοντας την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας μαζί με τη Θεσσαλονίκη.
Ήδη από το 1215 είχε προσαρτήσει στο κράτος του σημαντικά κέντρα όπως την Αχρίδα, τον Πρίλαπο, τα Σκόπια, τις Νέες Πάτρες, τη Λαμία, τα Γρεβενά, την Καστοριά, τη Βέροια, τα Σέρβια, τις Σέρρες κ.ά. Στην Θεσσαλονίκη ο Θεόδωρος Άγγελος εισήλθε στα τέλη του 1224 ύστερα από δύσκολη πολιορκία, το 1225 / 1226 αναγορεύτηκε Αυτοκράτορας, ενώ ένα χρόνο μετά έγινε η στέψη και η χρίση του από τον Δημήτριο Χωματηνό. Η ολοκληρωτική όμως καταστροφή για τον ηγεμόνα της Ηπείρου επήλθε το 1230 στη μεγάλη μάχη της Κλοκότνιτσας, κατά την οποία τα στρατεύματα του Θεόδωρου Δούκα κατατροπώθηκαν ολοκληρωτικά από τις δυνάμεις του Βούλγαρου Τσάρου Ιβάν Ασάν Β'.
Ο τελευταίος, ο οποίος αποσκοπούσε στην δημιουργία ενός Βουλγαρορρωμαϊκού κράτους με Αυτοκράτορα τον ίδιο και πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, συνέλαβε τον Θεόδωρο Άγγελο και στη συνέχεια τον τύφλωσε. Επακόλουθο της ήττας στην Κλοκότνιτσα ήταν η σημαντική εδαφική συρρίκνωση του κράτους της Ηπείρου, εφόσον τα εδάφη της Θράκης, της Μακεδονίας καθώς και ένα τμήμα της Βορείου Ηπείρου που είχε καταλάβει ο Θεόδωρος, περιήλθαν στο κράτος του Ιβάν Ασάν Β'. Μετά από αυτά η Αυτοκρατορία της Νίκαιας απαλλάχτηκε από τον αντίπαλό της για το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, το κράτος της δυτικής Ελλάδος. Η μόνη εχθρική υπολογίσιμη δύναμη για την Νίκαια ήταν το Βουλγαρικό κράτος.
Γι’ αυτό και την άνοιξη του 1235 υπογράφηκε στην Καλλίπολη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ του Έλληνα Αυτοκράτορα και του Βούλγαρου Τσάρου, οι οποίοι για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την φιλία τους πάντρεψαν τα παιδιά τους. Ο διάδοχος του Βατάτζη, Θεόδωρος Λάσκαρις, νυμφεύτηκε τη κόρη του Ιβάν Ασάν Β', Ελένη στην Λάμψακο. Οι δύο σύμμαχοι προχώρησαν στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, όμως εξαιτίας της διχόνοιας που προέκυψε στους δύο ηγεμόνες η πολιορκία λύθηκε. Ο Ιβάν Ασάν Β', ο οποίος είχε στρέψει τις δυνάμεις του εναντίον του Ιωάννη Βατάτζη αποχώρησε από το προσκήνιο υπογράφοντας συνθήκη ειρήνης στην Τζουρουλό στα τέλη του 1237 καθώς η επιδημία που είχε ξεσπάσει στο Τύρνοβο είχε προκαλέσει τον θάνατο της συζύγου του, και ενός από τους δύο γιους του.
Το 1246 ο Ιωάννης Γ' κατάφερε να καταλάβει όλα εκείνα τα εδάφη που είχε αποσπάσει ο Ιβάν Ασάν Β' (1218 - 1241). Ο ίδιος ο Ιβάν είχε πεθάνει ήδη από το 1241, και την διακυβέρνηση του Βουλγαρικού κράτους είχαν αναλάβει οι ανήλικοι γιοί του Καλομάν (1241 - 1246) και Μιχαήλ (1246 - 1256). Στη συνέχεια ο Βατάτζης στράφηκε κατά της Θεσσαλονίκης, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Ιωάννης Άγγελος Δούκας, γιος του Θεόδωρου Άγγελου Δούκα της Ηπείρου. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Δούκας αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την τοπική αντιπολίτευση και δεν έφερε καμία σχεδόν αντίσταση στα Αυτοκρατορικά στρατεύματα της Νίκαιας. Σύντομα, αναγκάστηκε να παραδώσει τα Αυτοκρατορικά σύμβολα και ν’ αναγνωρίσει την Αυτοκρατορική εξουσία του Ιωάννη Βατάτζη.
Ο τελευταίος απένειμε στον Ιωάννη Δούκα τον τίτλο του Δεσπότη. Με τον θάνατο του τελευταίου, ο αδελφός του Δημήτριος ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση της πόλεως, ζητώντας από τον Βατάτζη να του αναγνωρίσει τον τίτλο του δεσπότη. Σύντομα όμως ο Ιωάννης Γ΄ διόρισε διοικητή της Θεσσαλονίκης τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο, πατέρα του μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η'. Παράλληλα ο Ιωάννης Βατάτζης έδωσε τον τίτλο του δεσπότη στον Μιχαήλ Β' Δούκα και στον γιο του Νικηφόρο, ενώ κατέλαβε όλα τα εδάφη της Μακεδονίας που είχε αποσπάσει ο στρατός της Ηπείρου από τους Βούλγαρους.
Όπως ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις έτσι και ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένωση των Εκκλησιών, εφόσον θεωρούσε πως ο Πάπας μπορούσε να επηρεάσει την πορεία της Λατινικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Σε περίπτωση που το Σχίσμα των εκκλησιών έπαυε να ισχύει, ο Βατάτζης ήταν πρόθυμος ν’ αναγνωρίσει το πρωτείο του Πάπα, ενώ ο τελευταίος θα αναγνώριζε τον Βυζαντινό βασιλέα ως τον νόμιμο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια δεν είχαν αποτέλεσμα παρόλο που υπήρχε καλή πρόθεση και από τις δύο πλευρές. Ο Ιωάννης Γ' κατάφερε σπουδαία πράγματα και στον χώρο της εσωτερικής πολιτικής.
Την περίοδο της βασιλείας του δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην ανόρθωση της αγροτικής οικονομίας και κτηνοτροφίας. Η λειτουργία των Αυτοκρατορικών κτημάτων αποτέλεσε πρότυπο για όλες τις αγροτικές μονάδες καλλιέργειας. Παράλληλα απαγόρευσε στους υπηκόους του να αγοράζουν είδη πολυτελείας εκτός της Αυτοκρατορίας, με μοναδική εξαίρεση τα εισαγόμενα μέταλλα και τα πολυτελή υφάσματα που εισέρρεαν σε μεγάλες ποσότητες από το σουλτανάτο του Ικονίου. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να απαλλάξει το κράτος του από το μονοπώλιο των Βενετών. Συνέπεια όλων αυτών ήταν να καταστήσει την Αυτοκρατορία του αυτάρκη, και οικονομικά ισχυρή παρόλο που η αυτοκρατορία βρισκόταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση.
Επιπλέον, με την πρόοδο της οικονομίας, ο Βατάτζης κατάφερε να ενισχύσει τους οικονομικά ασθενέστερους, προστατεύοντάς τους από τις αυθαιρεσίες των δυνατών, ίδρυσε νοσοκομεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα, χρηματοδότησε την ανέγερση πολλών ναών, μερίμνησε για την φύλαξη και οχύρωση των πόλεων, και ακολούθησε την τακτική των Αυτοκρατόρων της Μέσης Βυζαντινής περιόδου κατά την οποία το κράτος παραχωρούσε κλήρους μικρής έκτασης σε γεωργούς - στρατιώτες. Βέβαια προσπάθησε να ενισχύσει την μεσαία στρατιωτική αριστοκρατία δημιουργώντας πολλά προνοιακά κτήματα μικρής εκτάσεως.
Παράλληλα εγκατέστησε στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Φρυγία Κουμάνους με τον όρο να καλλιεργούν εκτάσεις γης, αλλά σε περίπτωση πολέμου να μάχονται υπέρ του Αυτοκράτορα. Το γεγονός ότι υπήρχε εγχώριος στρατός, ο οποίος μαχόταν για την οικογένειά του αλλά και για την περιουσία του, δεν απέκλειε τον ύπαρξη του μισθοφορικού στρατού. Ο τελευταίος απαρτιζόταν κυρίως από τους Λατίνους μισθοφόρους, οι οποίοι ως επί το πλείστον είχαν εγκαταλείψει την Λατινική Αυτοκρατορία. O Ιωάννης Βατάτζης πέθανε το 1254 σε ηλικία 62 ετών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του κατάφερε να υπέρ διπλασιάσει το κράτος που είχε παραλάβει από τον προκάτοχό του Θεόδωρο Α' Λάσκαρι.
Δημιούργησε μία οικονομικά και στρατιωτικά ισχυρή Αυτοκρατορία, την οποία οι γείτονές της λάμβαναν σοβαρά υπόψη. Ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρις γράφει για τον πατέρα του: ''Ένωσε τη χώρα που είχε τεμαχισθεί από τους Λατίνους, Πέρσες, Βούλγαρους, Σκύθες και άλλους ξένους τύραννους. Τιμώρησε τους αρπάζοντας και προστάτευσε την χώρα του. Έκανε την χώρα μας απρόσιτη εις τους εχθρούς''. Η εικόνα του Ελεήμονος Αυτοκράτορα ρίζωσε βαθιά στις καρδιές των υπηκόων της Νίκαιας γι’ αυτό και η εκκλησία, πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του τον ανακήρυξε άγιο, ενώ παράλληλα συντάχτηκε και ο ''Βίος του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος''.
Τον Ιωάννη Γ' Βατάτζη διαδέχτηκε στον θρόνο ο γιος του Θεόδωρος Β' ο οποίος προτίμησε το πατρικό επώνυμο της μητέρας του και όχι εκείνο του πατέρα του. Στη σύντομη σε χρονική διάρκεια βασιλεία του (1254 - 1258), ο Θεόδωρος Β' δεν έφερε αλλαγές στη εξωτερική πολιτική της Αυτοκρατορίας, ούτε όμως έφερε τους Βυζαντινούς πιο κοντά στην ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Παρόλα αυτά ο Θεόδωρος Β' κατάφερε να διατηρήσει τη δύναμη και ισχύ της Αυτοκρατορίας παρά τους συνεχείς πολέμους στην Ανατολή και στη Δύση. Ο Θεόδωρος Β' είχε να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι προκαλούσαν προβλήματα καθώς ξεσηκώνονταν συχνά.
Από την άλλη, στη Δύση ο Βούλγαρος Μιχαήλ Ασάν κατέκτησε τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης, περιοχές δηλαδή που είχε προσαρτήσει παλαιότερα στην επικράτεια της Νίκαιας ο Ιωάννης Βατάτζης. Το 1256 μετά από δύο επιτυχημένες εκστρατείες ο Βούλγαροι υποχώρησαν, η δύναμη των οποίων μειώθηκε ακόμη περισσότερο με την πτώση του Μιχαήλ Ασάν και την άνοδο στο θρόνο του Κωνσταντίνου Tich (1257 - 1277). Ο τελευταίος έλαβε για σύζυγό του την Ειρήνη, κόρη του Θεόδωρου Β'. Αναταραχές στη Βαλκανική προκάλεσε και ο Νικηφόρος της Ηπείρου, γιος του Μιχαήλ Β', ο οποίος κατέλαβε το κάστρο των Σερβίων.
Παράλληλα στο κράτος της Νίκαιας ξέσπασε μεγάλη διαμάχη μεταξύ του Αυτοκράτορα και των εκπροσώπων της αριστοκρατίας, οι οποίοι είχαν καταλάβει υψηλά κρατικά αξιώματα. Ο Θεόδωρος Β' καθώς πίστευε πως οι εκπρόσωποι της αριστοκρατίας ήταν υπεύθυνοι για δυσκολίες που είχαν προκύψει στους πολέμους, που είχαν διεξαγάγει με τους Βούλγαρους και τους Ηπειρώτες, προέβη σε συνεχείς δίκες , σε φοβερές τιμωρίες, προκαλώντας μεγάλο μίσος στην αριστοκρατία. Αντίθετα προωθήθηκαν πρόσωπα της μεσαίας αριστοκρατίας, αλλά και άτομα ταπεινής καταγωγής, τα οποία έδειξαν ιδιαίτερη αφοσίωση και πίστη στον Θεόδωρο Β'. Όσο αφορά την προσωπικότητα του Θεοδώρου Β' μπορούμε να αναφέρουμε πως επρόκειτο για άτομο αρκετά μορφωμένο.
Ήταν μάλλον διανοούμενος και θεολόγος, παρά πολιτικός άνδρας και κυβερνήτης. Πρώτα-πρώτα υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μαθητές του Νικηφόρου Βλεμμύδη. Πριν ακόμη ανέβει στο θρόνο ο Θεόδωρος Β΄ ασχολήθηκε επισταμένως με τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Κατά τη βραχύβια βασιλεία του άνθησαν τα γράμματα και οι τέχνες. Σύμφωνα με τον G. Ostrogorsky ''Μεγάλος αριθμός λογίων συγκεντρώθηκε γύρω από τον φιλομαθή Αυτοκράτορα και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δοκίμασε τέτοια πολιτιστική άνθηση που θύμιζε την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου''. Ο Θεόδωρος Β', ο οποίος έπασχε από επιληψία πέθανε το 1258 σε ηλικία 36 ετών. Στον θρόνο τον διαδέχτηκε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης ο Δ'.
Ο ίδιος Αυτοκράτορας με τη διαθήκη του διόρισε ως αντιβασιλέα τον Γεώργιο Μουζάλωνα. Ο τελευταίος δεν ανήκε στην παραδοσιακή αριστοκρατία, και οι οικονομικά ισχυροί της Αυτοκρατορίας δεν μπορούσαν να δεχτούν με τίποτε έναν νεόπλουτο να ασκεί την αντιβασιλεία και να παραβλέπει τα συμφέροντά τους. ¨Έτσι εννέα ημέρες μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορα, Λατίνοι μισθοφόροι, των οποίων διοικητής ήταν ο Μέγας Κοντόσταβλος Μιχαήλ Παλαιολόγος, δολοφόνησαν τον Γεώργιο Μουζάλωνα και τους δύο αδελφούς του μπροστά στην αγία τράπεζα κατά την διάρκεια της επιμνημόσυνης δέησης του εκλιπόντος Θεόδωρου Β'. Νέος κηδεμόνας του οκτάχρονου Ιωάννη Δ' ορίστηκε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος.
Σύντομα ο Μιχαήλ πήρε το αξίωμα του Μεγάλου Δούκα, και αμέσως μετά αναγορεύτηκε Αυτοκράτορας. Στις αρχές του 1259 ο πατριάρχης Αρσένιος τέλεσε τη διπλή στέψη του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου και του Ιωάννη Δ' Λάσκαρι. Αρκετά νωρίς ο Μιχαήλ Παλαιολόγος απέκτησε το πρώτο του δημόσιο αξίωμα. Σε ηλικία είκοσι ενός ετών ο Μιχαήλ διορίστηκε διοικητής της Μακεδονίας το 1246 από τον Ιωάννη Βατάτζη. Το 1253 νυμφεύτηκε μία ανιψιά του Βατάτζη και διορίστηκε Μέγας Κοντόσταυλος. Σύντομα όμως κατέφυγε στο σουλτανάτο του Ικονίου φοβούμενος τη σύλληψή του για προδοσία από τον Θεόδωρο Β'.
Όμως ο Αυτοκράτορας αναγνωρίζοντας τις στρατιωτικές ικανότητες του Μιχαήλ, τον έστειλε στη Μακεδονία για να διεξαγάγει τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει με το κράτος της Ηπείρου. Όμως ο Θεόδωρος Β' δεν μπορούσε να καθησυχαστεί με την ιδέα ότι ο Μιχαήλ ήταν ελεύθερος. Έτσι λίγο πριν πεθάνει ο Αυτοκράτορας διέταξε τη σύλληψη και φυλάκισή του. Τις τελευταίες ώρες της ζωής του ο Θεόδωρος Β' τον αποφυλάκισε και τον υποχρέωσε να δώσει όρκο πίστης στο στέμμα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω το 1259 ο Μιχαήλ στέφτηκε Αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Αρσένιο. O Μιχαήλ ήταν από τους πιο διάσημους εκπροσώπους της αριστοκρατίας, ασκώντας με επιτυχία τη στρατιωτική διοίκηση.
Το ίδιο έτος που έγινε η στέψη του, οργάνωσε την εκστρατεία του κατά του κράτους της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ της Ηπείρου που στόχευε την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης είχε συμμαχήσει με τον Γουλιέλμο Β' της Αχαΐας και τον Μανφρέδο της Σικελίας. Το Μάρτιο του 1259 ο Μιχαήλ Η' συγκέντρωσε στη Θράκη στράτευμα, το οποίο ήταν μισθοφορικό και πολυεθνικό, καθώς περιλάμβανε Ούγγρους, Σέρβους, Βούλγαρους, Τούρκους και Κουμάνους. Αρχηγός ορίστηκε ο αδελφός του Μιχαήλ Παλαιολόγου Ιωάννης. Ο τελευταίος κατάφερε να διαλύσει τα στρατεύματα του Μιχαήλ της Ηπείρου έξω από την Καστοριά. Στη συνέχεια, οι σύμμαχοι της Ηπείρου συσπειρώθηκαν.
Ο Γουλιέλμος της Αχαΐας, ο Μανφρέδος της Σικελίας και ο Ιωάννης της Θεσσαλίας συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους έναντι των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων της Νίκαιας. Τον Ιούλιο του 1259 οι δύο δυνάμεις συγκρούστηκαν στην περιοχή της Πελαγονίας. Ο στρατηγός Ιωάννης Παλαιολόγος συνέτριψε τον συνασπισμό του Μιχαήλ της Ηπείρου, του οποίο το κράτος αποδυναμώθηκε τελείως. Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος προχώρησε ως στη Θεσσαλία και στη συνέχεια στην Ήπειρο εισβάλλοντας στην πρωτεύουσα του κράτους του Μιχαήλ, την Άρτα. Ένα άλλο θετικό αποτέλεσμα για τη Νίκαια από την μάχη της Πελαγονίας ήταν ότι η Λατινική Αυτοκρατορία της Κων/πολης αποκόπηκε τελείως από τον Δυτικό κόσμο.
Δύο χρόνια μετά τη μάχη της Πελαγονίας, ο Μιχαήλ Η' κατέλυσε την Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος εισήλθε στην Βασιλίδα των πόλεων στις 25 Ιουλίου 1261. Στις 15 Αυγούστου εισήλθε πανηγυρικά και ο Μιχαήλ Η' χωρίς τον Ιωάννη Δ'. Μία νέα εποχή για τους Βυζαντινούς μόλις είχε ξεκινήσει.
Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΝΕΩΝ ΚΡΑΤΩΝ
Η Δ' σταυροφορία που τέλειωσε με την κατάληψη και τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, οδήγησε στην αποσύνθεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και το σχηματισμό (στα εδάφη της) ενός μεγάλου αριθμού κρατών, Φράγκικων και Ελληνικών, από τα οποία τα πρώτα οργανώθηκαν με βάση τον φεουδαρχισμό της Δ. Ευρώπης. Οι Φράγκοι δημιούργησαν τα εξής κράτη: τη Λατινική Αυτοκρατορία (ή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης), το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το πριγκιπάτο της Αχαΐας στον Μορέα και το Δουκάτο των Αθηνών και των Θηβών στη Κεντρική Ελλάδα. Η κυριαρχία της Βενετίας εκτεινόταν στα νησιά του Βυζαντίου, του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους, στην Κρήτη και σε μερικά παραλιακά ή Μεσόγεια μέρη.
Παράλληλα με τις Λατινικές φεουδαλικές κτήσεις που δημιουργήθηκαν στην περιοχή της ανατολικής Αυτοκρατορίας, που είχε αποσυντεθεί, ιδρύθηκαν και τρία ανεξάρτητα Ελληνικά κέντρα: Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, στη Μικρά Ασία και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, στη βόρεια Ελλάδα. Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος έγινε Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και κύριος του μεγαλύτερου μέρους της Θράκης, ο Βονιφάτιος Μομφερατικός έγινε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, εξουσιάζοντας τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτ (Champlitte) και μετά από αυτόν ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος έγιναν πρίγκιπες του Μορέως.
Ο Όθων de la Roche απέκτησε τον τίτλο του Δούκα ή (όπως τον ονόμαζαν οι Έλληνες) του «Μεγάλου Κυρίου» των Αθηνών και των Θηβών. Στα τρία Ελληνικά κράτη βασίλεψαν οι εξής πρίγκιπες: Ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρης στη Νίκαια, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός στην Τραπεζούντα και ο Μιχαήλ Α' Άγγελος στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Επιπλέον, τα δύο γειτονικά κράτη, η Β' Βουλγαρική Αυτοκρατορία με τις ενέργειες των βασιλέων της Καλογιάννη και Ιωάννη Ασάν Β' και το Σουλτανάτο του Ικονίου, στη Μικρά Ασία, έλαβαν ενεργό μέρος στην πολύπλοκη διεθνή ζωή που διαμορφώθηκε, μετά το 1204, πάνω στα ερείπια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό αφορά ιδιαίτερα τη Βουλγαρία.
Όλος ο 13ος αιώνας υπήρξε πλήρης από συνεχείς και ποικίλους διαπληκτισμούς και αγώνες αυτών των κρατών. Οι Έλληνες αγωνίζονταν κατά των Φράγκων, των Τούρκων και των Βουλγάρων, αλλά και κατά των Ελλήνων, δημιουργώντας νέες αιτίες διαφωνιών μέσα σε μια χώρα της οποίας η οργάνωση είχε ήδη διασπαστεί αρκετά. Οι Φράγκοι πάλι πολεμούσαν κατά των Βουλγάρων και όλες αυτές οι στρατιωτικές περιπλοκές οδηγούσαν στον σχηματισμό ποικίλων και, ως επί το πλείστον, πρόσκαιρων διεθνών συμμαχιών που εύκολα δημιουργούνταν και εύκολα διαλύονταν. Μετά την καταστροφή του 1204 το πρόβλημα του πού θα ετίθετο το πολιτικό, οικονομικό, εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, καθώς και πού θα δημιουργείτο και θα ενισχυόταν η ιδέα της ενότητας και της τάξης, ήταν εξαιρετικά σημαντικό.
Τα φεουδαλικά κράτη που ιδρύθηκαν στην Ανατολή, με βάση δυτικά πρότυπα και η γενική κατάσταση, που σαν κύρια χαρακτηριστικά της παρουσίαζε την εξυπηρέτηση των ατομικών συμφερόντων και την αναρχία, οδήγησε σε μεγαλύτερη ανωμαλία, με δεδομένο μάλιστα ότι τα νέα κράτη δεν μπορούσαν καν να κατευθύνουν κατάλληλα εκείνο που κληρονόμησαν μετά την Δ' Σταυροφορία. Όπως γράφει ένας ιστορικός, όλες αυτές οι ενέργειες της Δύσης στην Ανατολή δεν απέδωσαν δημιουργικά αλλά καταστρεπτικά και συνεπώς οι Δυτικοί καταστράφηκαν μόνοι τους, ενώ η Ανατολή έμεινε κύρια της Ανατολής.
ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΑΣΚΑΡΙΔΕΣ
Στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας σχηματίστηκε και ενισχύθηκε η ιδέα της Ελληνικής εθνικής ενότητας και της ανασυγκρότησης του Βυζαντινού κράτους. Από αυτήν την Αυτοκρατορία προήλθε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος το 1261 κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη αποκαθιστώντας, αν και σε μικρότερη από την παλιά της έκταση, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Για ένα διάστημα μπορούσε να γίνει πιστευτό ότι η υπόθεση της αποκατάστασης της αυτοκρατορίας ήταν δυνατόν να αναληφθεί από ένα άλλο Ελληνικό κέντρο, το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Για πολλούς όμως λόγους, οι δεσπότες της Ηπείρου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στην αυξανόμενη σπουδαιότητα της Νίκαιας και να αφήσουν τον ηγετικό ρόλο στα χέρια της Χριστιανικής Ανατολής.
Το τρίτο Ελληνικό κέντρο, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, βρισκόταν πολύ μακριά και δεν μπορούσε να παίξει ηγετικό ρόλο στην υπόθεση της ενότητας των Ελλήνων. Η ιστορία της Τραπεζούντας, συνεπώς, αποτελεί θέμα ξεχωριστού ενδιαφέροντος με μια δική της πολιτική, πολιτιστική και οικονομική εξέλιξη και αξίζει να μελετηθεί και να ερευνηθεί ιδιαίτερα. Ιδρυτής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (μιας εξόριστης αυτοκρατορίας) υπήρξε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, 30 ετών περίπου, συγγενής του οίκου των Αγγέλων, μέσω της συζύγου του Άννας, κόρης του Αυτοκράτορα Αλέξιου Γ', και του οίκου των Κομνηνών μέσω του Αλέξιου Γ'. Η καταγωγή της οικογένειας και το όνομα της πόλης όπου γεννήθηκε ο Θεόδωρος δεν είναι γνωστά.
Υπό τον Αλέξιο Γ' ηγείτο του στρατού και πολέμησε δραστήρια κατά των Σταυροφόρων. Πολύ πιθανόν θεωρείτο από τον κλήρο της Κωνσταντινούπολης ως πιθανός Αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Τη στιγμή όμως που καταλαμβανόταν η πρωτεύουσα, διέφυγε στη Μικρά Ασία, όπου κατέφυγαν και πολλοί εκπρόσωποι των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών του Βυζαντίου, μερικά εκλεκτά μέλη της εκκλησίας, καθώς και άλλοι πρόσφυγες που δεν ήθελαν να υποταχθούν στον ξένο κατακτητή. Ο τελευταίος Έλληνας Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ιωάννης Καματηρός εγκατέλειψε την πρωτεύουσα, πήγε στη Βουλγαρία και αρνήθηκε να αποδεχθεί την πρόσκληση του Θεόδωρου να πάει στη Νίκαια.
Ο Μητροπολίτης της Αθήνας Μιχαήλ Ακομινάτος, που είχε αποσυρθεί πριν από την εισβολή των Λατίνων, έγραψε ένα γράμμα με το οποίο συνιστούσε στον Θεόδωρο Λάσκαρη κάποιον από την Εύβοια. Στο γράμμα αυτό ο Μιχαήλ αναφέρει ότι ο άνθρωπος τον οποίο συνιστά διέφυγε κρυφά στη Νίκαια, προτιμώντας τη ζωή ενός εξόριστου, στο παλάτι ενός Ελληνικού κράτους, από την παραμονή στη χώρα του, κάτω από την πίεση των ξένων. Στο ίδιο γράμμα ο Μιχαήλ τονίζει το γεγονός ότι, αν ο άνθρωπος αυτός βρει καταφύγιο στη Νίκαια, το γεγονός αυτό θα κάνει μεγάλη εντύπωση σ’ όλο τον πληθυσμό της Ελλάδας που θα έβλεπε τον Θεόδωρο σαν τον μοναδικό ελευθερωτή, έναν ελευθερωτή, δηλαδή, όλως της Ρωμανίας.
Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Λάσκαρη, που βασίλεψε από το 1204 μέχρι το 1222, ανέβηκε στο θρόνο ο σύζυγος της κόρης του Ειρήνης, Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης (1222 - 1254), που είναι ο πιο ικανός και δραστήριος Αυτοκράτορας της Νίκαιας. Μετά τον θάνατό του, ο θρόνος ήρθε στην εξουσία πρώτον του γιου του Θεόδωρου Β' (1254 - 1258) και, μετά, του εγγονού του Ιωάννη Δ' (1258 - 1261) που ήταν ανήλικος στη διάρκεια της βασιλείας του. Ο τελευταίος εκθρονίστηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, που αποκατέστησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η κατάσταση του νέου κράτους στη Βιθυνία ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη.
Στην Ανατολή απειλείτο από τον ισχυρό Σουλτάνο του Ικονίου, που κατείχε όλο το εσωτερικό της Μ. Ασίας, έχοντας στην εξουσία του κι ένα τμήμα των ακτών της Μεσογείου, στο Νότο, και ένα τμήμα της Μαύρης Θάλασσας στο Βορρά. Στη Δύση, το κράτος της Νίκαιας πιεζόταν από τη Λατινική Αυτοκρατορία, που είχε θέσει σαν έναν από τους κύριους σκοπούς της την καταστροφή του νέου κράτους της Νίκαιας. Το έργο του Θεόδωρου Λάσκαρη, που βασίλεψε τα 4 πρώτα χρόνια με τον τίτλο του δεσπότη και όχι του Αυτοκράτορα, ήταν δύσκολο και πολύπλοκο. Στο εσωτερικό της χώρας επικρατούσε αναρχία. Σε διάφορα μέρη του κράτους παρουσιάστηκαν ανεξάρτητοι άρχοντες και η πόλη της Νίκαιας έκλεισε τις πύλες της στον Θεόδωρο.
Στο μεταξύ, οι Λατίνοι ιππότες, που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισαν, την ίδια χρονιά (1204), να κατακτήσουν τη Μ. Ασία και οι στρατιωτικές τους ενέργειες υπήρξαν πολύ επιτυχείς. Το κάθε τι φαινόταν να έχει χαθεί για τους Έλληνες της Μ. Ασίας. Όπως λέει ο Βιλεαρδουίνος, «ο λαός της χώρας πήρε το μέρος των Φράγκων και άρχισε να τους πληρώνει φόρους». Την κρίσιμη αυτή στιγμή, για το νέο κράτος, έγινε γνωστή η απροσδόκητη αγγελία ότι ο Λατίνος Αυτοκράτορας, Βαλδουίνος, συνελήφθηκε αιχμάλωτος από τους Βούλγαρους. Από το 1196 βρισκόταν στον Βουλγαρικό θρόνο ο Καλογιάννης, ο οποίος, την εποχή των Αγγέλων υπήρξε τρομερός εχθρός του Βυζαντίου.
Το Λατινικό κράτος που ιδρύθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο, περιέπλεξε πολύ την κατάσταση. Ήταν φανερό ότι οι Σταυροφόροι και οι Βούλγαροι θα διεκδικούσαν την κυριαρχία στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι μεταξύ τους σχέσεις οξύνθηκαν από την πρώτη στιγμή, επειδή οι Σταυροφόροι αντέδρασαν πολύ προσβλητικά στις φιλικές προτάσεις του Καλογιάννη, δίνοντάς του να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να θεωρεί τον Λατίνο Αυτοκράτορα ως ίσον του και ότι έπρεπε να τον βλέπει όπως ένας δούλος τον κύριό του. Επιπλέον, οι Λατίνοι απειλούσαν τον Καλογιάννη ότι αν δεν έδειχνε τον σεβασμό που έπρεπε, οι Σταυροφόροι θα καταλάμβαναν τη Βουλγαρία με τη βία, επαναφέροντάς την στην παλιά κατάσταση της υποτέλειας.
Προκαλώντας με τον τρόπο αυτόν τον θυμό του Αυτοκράτορα της Βουλγαρίας, οι Λατίνοι ερέθιζαν συγχρόνως τον Ελληνικό πληθυσμό της Θράκης και της Μακεδονίας, προσβάλλοντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και συνήθειες των Ελλήνων. Οι μυστικές σχέσεις των Ελλήνων με τον βασιλιά Καλογιάννη προετοίμαζαν στη Βαλκανική χερσόνησο μια επανάσταση προς όφελος των Βουλγάρων. Είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι ο πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, Ιωάννης Καματηρός, που όπως είναι γνωστό, έζησε στη Βουλγαρία, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον σχηματισμό της Βυζαντινο-Βουλγαρικής συμμαχίας του 1204 - 1205.
Η συμμαχία αυτή. Όπως λέει ο Θ. Ουσπένσκι, «έδωσε τέλος στους δισταγμούς του Καλογιάννη, σταθεροποιώντας το σχέδιο της μελλοντικής του δράσης. Κύρια αιτία των ενεργειών του Καλογιάννη εναντίον των Σταυροφόρων υπήρξε η διάθεσή του να εμφανιστεί ως προστάτης της Ορθοδοξίας και του Ελληνο-Βουλγαρικού πληθυσμού, εναντίον της κυριαρχίας των Καθολικών Λατίνων, και στη συνέχεια να αναλάβει τον αγώνα της αναζωογόνησης στο Βυζάντιο της εξασθενημένης αυτοκρατορικής δύναμης». Ο Τσάρος της Βουλγαρίας απέβλεπε στο στέμμα του βασιλιά του Βυζαντίου.
Η Ελληνο-Βουλγαρική επανάσταση, που ξέσπασε στη Βαλκανική χερσόνησο, εξανάγκασε τους Σταυροφόρους να ανακαλέσουν στην Ευρώπη τα στρατεύματα που είχαν σταλεί στη Μ. Ασία για να πολεμήσουν κατά του Θεόδωρου Λάσκαρη. Στη μάχη της Αδριανούπολης, στις 15 Απριλίου του 1205, ο Καλογιάννης, με την υποστήριξη του ιππικού των Κομάνων, έδωσε ένα αποφασιστικό χτύπημα στους Σταυροφόρους. Στη μάχη αυτή καταστράφηκε το άνθος του δυτικού ιπποτισμού, ενώ ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους. Η τύχη του αιχμάλωτου Αυτοκράτορα δεν είναι γνωστή. Είναι πολύ πιθανόν, ότι μετά από διαταγή του Βούλγαρου βασιλιά, ο Βαλδουίνος να δολοφονήθηκε με κάποιον τρόπο.
Λόγω έλλειψης ειδήσεων για το τέλος του Βαλδουίνου. Ο αδελφός του Ερρίκος εξελέγη αντιβασιλέας της Λατινικής Αυτοκρατορίας για το διάστημα της απουσίας του Βαλδουίνου. Πριν από 800 χρόνια περίπου, το 378, ένας άλλος Ρωμαίος Αυτοκράτορας, ο Ουάλης, είχε σκοτωθεί κοντά στην Αδριανούπολη, στη διάρκεια του αγώνα του με τους Γότθους. Ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, που πήρε μέρος στη μάχη, πέθανε λίγο μετά από την καταστροφή αυτή και θάφτηκε στην Αγία Σοφία. Όπως αναφέρει μια πολύ διαδεδομένη παράδοση, το σώμα του έμεινε εκεί μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β' διέταξε την καταστροφή του σώματος του Βενετού ήρωα.
Η ήττα της Αδριανούπολης έφερε τους Σταυροφόρους σε απελπιστική κατάσταση, επειδή αποτέλεσε για τη Λατινική Αυτοκρατορία ένα χτύπημα που υπέσκαψε, από την αρχή ακόμα της πολιτικής της ύπαρξης, όλο το μέλλον της. «Η κυριαρχία των Φράγκων επί της Ρωμανίας έληξε αυτή την τρομερή μέρα», λέει ο Gelzer, και είναι αλήθεια ότι «η τύχη της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, για ένα χρονικό διάστημα, βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια του Βούλγαρου βασιλιά». Η μάχη της Αδριανούπολης υπήρξε εξαιρετικά σημαντική τόσο για το Βασίλειο των Βουλγάρων όσο και για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας.
Οι Έλληνες της Μακεδονίας και της Θράκης, μη διαθέτοντας Εθνικό Κέντρο στην Ευρώπη και μη προβλέποντας σημαντική εξέλιξη της Νίκαιας, θεώρησαν σκόπιμο να έρθουν σε συνεννόηση με τους Βούλγαρους με κοινό σκοπό την επίθεση κατά των Λατίνων. Έτσι ο Καλογιάννης αποκτούσε την πιο ωραία ευκαιρία για την εκπλήρωση των φιλόδοξων σχεδίων του, δηλαδή την ίδρυση στη Βαλκανική χερσόνησο ενός μεγάλου Ελληνο-Σλαβικού κράτους, με κέντρο του την Κωνσταντινούπολη. Αλλά, όπως λέει ο V.G. Vasilievsky, οι Σλάβοι άρχοντες δεν μπορούσαν να παίξουν παγκόσμιο ηγετικό ρόλο. «Η φιλοδοξία του Καλογιάννη να δημιουργήσει ένα Ελληνο-Βουλγαρικό βασίλειο στη Βαλκανική χερσόνησο με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, παρέμεινε στον κόσμο των ονείρων».
Στο μεταξύ, η αφύσικη Ελληνο-Βουλγαρική φιλική επαφή, που οδήγησε στη νίκη της Αδριανούπολης, διασπάστηκε γρήγορα επειδή οι Έλληνες πατριώτες των Βαλκανίων είδαν στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα της Νίκαιας έναν πιθανό ελευθερωτή από τους Λατίνους κατακτητές, καθώς κι ένα συνήγορο των εθνικών προσδοκιών και ελπίδων. Στη Βαλκανική χερσόνησο παρουσιάστηκαν έκδηλες αντι-βουλγαρικές τάσεις, εναντίον των οποίων ο βασιλιάς Καλογιάννης εκδικείτο τα κακά που είχε κάνει στους Βούλγαρους ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β'. Ενώ ο τελευταίος είχε ονομαστεί Βουλγαροκτόνος, ο Καλογιάννης περήφανα ονόμαζε τον εαυτό του Ρωμαιοκτόνο.
Οι Έλληνες των ονόμαζαν Σκυλογιάννη, και ένας Λατίνος Αυτοκράτορας τον αποκαλεί, σε επιστολή του, «μεγάλο καταστροφέα της Ελλάδας» (magnus populator Graeciae). Όπως λέει ένας Βούλγαρος ιστορικός, στην περίπτωση αυτή εκδηλώθηκε «η καθαρά Βουλγαρική εθνική τάση, που οδηγούσε την ιμπεριαλιστική τακτική του βασιλιά Καλογιάννη εναντίον των Ελλήνων. Εναντίον δηλαδή των άσπονδων εχθρών της εθνικής ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας, που διατηρούσαν αυτά τα αισθήματα ακόμα και τη στιγμή της συμμαχίας με τις Ελληνικές πόλεις της Θράκης, εναντίον της Λατινικής αυτοκρατορίας». Η αιματηρή εκστρατεία του Ιωάννη στη Θράκη και τη Μακεδονία, είχε μοιραίο γι’ αυτόν τέλος.
Στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης (1207) πέθανε από βίαιο θάνατο. Ένας Ελληνικός θρύλος, καθώς αναφέρεται στα θαύματα του μάρτυρα Αγίου Δημητρίου, που υπάρχουν σε ελληνική και σλαβική μετάφραση, καθώς και στα Παλαιά Ρωσικά Χρονικά, μιλάει για τον Ιωάννη, τον οποίον χαρακτηρίζει εχθρό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που τον έπληξε ο προστάτης Άγιος της πόλης. Έτσι, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τις τόσο ευνοϊκές ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν μετά τη νίκη της Αδριανούπολης. Μετά το θάνατο του Ιωάννη, λέει ο Nikov, «εξαφανίστηκε από το ιστορικό προσκήνιο ένας από τους μεγαλύτερους διπλωμάτες που παρουσίασε ποτέ η ιστορία».
Αφετέρου, όμως, η μάχη της Αδριανούπολης, που κατέστρεψε τη δύναμη της κυριαρχίας των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη, έσωσε την Αυτοκρατορία της Νίκαιας από την καταστροφή, δίνοντας ελπίδες για μια νέα ζωή. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης, αφού διέφυγε τον κίνδυνο του δυτικού γείτονα, άρχισε με δραστηριότητα την οργάνωση του κράτους του. Πρώτα απ’ όλα, μόλις ο Θεόδωρος πέτυχε τη σταθερή του εγκατάσταση στη Νίκαια, προέκυψε το ζήτημα της ανακήρυξής του σε Αυτοκράτορα. Επειδή ο Έλληνας Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (που μετά την εισβολή των Φράγκων κατέφυγε στη Βουλγαρία) αρνήθηκε να έρθει στη Νίκαια, εξελέγη εκεί νέος Πατριάρχης, το 1208, ο Μιχαήλ Αιτωρειανός, που την ίδια χρονιά έστεψε τον Θεόδωρο Αυτοκράτορα.
Το γεγονός αυτό του 1208 είχε πολύ σπουδαίες συνέπειες για τη μεταγενέστερη ιστορία του κράτους της Νίκαιας, η οποία έγινε το κέντρο της Αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας. Συγχρόνως με τη Λατινική Αυτοκρατορία αναπτυσσόταν και μια δεύτερη Αυτοκρατορία, η οποία σιγά-σιγά απέκτησε μια μάλλον εκτεταμένη περιοχή στη Μ. Ασία, συγκεντρώνοντας λίγο-λίγο την προσοχή και τις ελπίδες των Ελλήνων της Ευρώπης. Στη συνθήκη που υπογράφηκε το 1220 μεταξύ του Θεόδωρου Λάσκαρη και του αντιπρόσωπου (στην Κωνσταντινούπολη) των Βενετών, ο Θεόδωρος εμφανίζεται με τον επίσημο τίτλο «Theodorus, in Christo Deo fidelis Imperator et moderator Romeorum et semper augustus, Comnenus Lascarus».
Ο σχηματισμός μιας νέας Αυτοκρατορίας προκάλεσε τη δυσμένεια της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Οι δυο Αυτοκρατορίες, που είχαν δημιουργηθεί πάνω στα ερείπια μιας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν μπορούσαν να ζουν μαζί ειρηνικά και φιλικά. Η Νίκαια, η οποία βρισκόταν 40 περίπου Αγγλικά ναυτικά μίλια μακριά από την Κωνσταντινούπολη, έγινε πρωτεύουσα της νέας Αυτοκρατορίας. Η τοποθέτησή της στη διασταύρωση 5 ή 6 δρόμων της έδωσε ειδική πολιτική σημασία. Η Νίκαια είναι γνωστή στη Βυζαντινή ιστορία ως τόπος όπου διεξήχθηκαν οι δυο Οικουμενικές Σύνοδοι και οι κάτοικοί της ήταν περήφανοι για τα ισχυρά της τείχη, τους πύργους και τις πύλες που κατασκευάστηκαν κατά τον Μεσαίωνα και που έχουν μέχρι σήμερα διασωθεί.
Λίγο πριν από την Α' Σταυροφορία, η Νίκαια υπέκυψε στους Σελτζουκίδες Τούρκους και οι Σταυροφόροι που επανέκτησαν την πόλη, υποχρεώθηκαν με μεγάλη δυσαρέσκεια να την επιστρέψουν στον Αλέξιο Κομνηνό. Επιβλητικά ανάκτορα και πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, από τα οποία δεν διασώθηκαν ούτε ίχνη, κοσμούσαν τη Μεσαιωνική Νίκαια. Μιλώντας για τη Νίκαια και αναφερόμενος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, ένας Άραβας ταξιδιώτης του 12ου αιώνα, ο al-Herewy, γράφει ότι στην «εκκλησία αυτής της πόλης μπορεί να δει κανείς την εικόνα του Μεσσία και τα πρόσωπα των Πατέρων, που κάθονται στους θρόνους τους. Η εκκλησία αυτή αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου σεβασμού».
Οι ιστορικοί του Βυζαντίου και της Δύσης (του 13ου αιώνα) τονίζουν τη μεγάλη έκταση και τον πλούτο της Νίκαιας. Ένας συγγραφέας του 13ου, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, τονίζει σ’ ένα του ποίημα ότι η Νίκαια είναι «μια πόλη με φαρδείς δρόμους γεμάτους από ανθρώπους, καλά οχυρωμένη, περήφανη για το περιεχόμενό της, το πιο εξαιρετικό αντικείμενο της Αυτοκρατορικής συμπάθειας». Τελικά, στη φιλολογία του 13ου και 14ου αιώνα διασώζονται δύο πανηγυρικοί της Νίκαιας. Ο συγγραφέας του ενός από αυτούς, ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος Β' Λάσκαρης, απευθυνόμενος στη Νίκαια λέει ότι η πόλη αυτή ξεπέρασε όλες τις πόλεις.
Ο δεύτερος πανηγυρικός γράφηκε από έναν πολύ γνωστό πολιτικό του 14ου αιώνα, έναν διπλωμάτη, πολιτικό, θεολόγο, αστρονόμο, ποιητή και καλλιτέχνη, τον Θεόδωρο Μετοχίτη, του οποίου το όνομα συνδέεται με τα περίφημα μωσαϊκά της μονής της χώρας, που είναι τώρα γνωστή ως Καχριέ τζαμί, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Στα μνημεία του Μεσαίωνα, που βρίσκονταν στη σημερινή πόλη Isnik (διεστραμμένη ονομασία της Νίκαιας) πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούσε κανείς να παρατηρήσει, εκτός από τα τείχη της πόλης, τη σεμνή μικρή εκκλησία της Ανάληψης, που χρονολογούμενη από τον 9ο αιώνα, είχε εξαιρετικά και πολύ σπουδαία, για τη μελέτη της Βυζαντινής τέχνης, μωσαϊκά.
Στη διάρκεια, όμως, του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βομβαρδίστηκε η Νίκαια και κανένα σπίτι δεν έμεινε ανέπαφο. Η εκκλησία της Ανάληψης χτυπήθηκε ιδιαίτερα. Στη διάρκεια του βομβαρδισμού μόνο η δυτική αυλή της, κάτω από τον τρούλο, καθώς και το νότιο τμήμα του Νάρθηκα, διασώθηκαν. Η άλλη περίφημη εκκλησία της Νίκαιας, ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας βρίσκεται επίσης σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Ένα ενδιαφέρον κείμενο που έχει σωθεί, δείχνει κάπως τις σχετικές με την Αυτοκρατορική εξουσία απόψεις του Θεόδωρου Λάσκαρη.
Το κείμενο αυτό ονομάζεται Σελέντιον ή Σιλέντιον (Silentium), όπως ονομάζονταν την εποχή του Βυζαντίου οι δημόσιοι Αυτοκρατορικοί λόγοι, τους οποίους εκφωνούσαν οι Αυτοκράτορες, στα ανάκτορα, μπροστά στους ευγενείς της αυτοκρατορίας, στις αρχές της Τεσσαρακοστής. Το Σιλέντιον θεωρείτο σαν η ομιλία του Θεόδωρου Λάσκαρη με την ευκαιρία της ενθρόνισής του, που έγινε το 1208, αμέσως μετά τη στέψη του. Η ομιλία του Θεόδωρου γράφτηκε από τον σύγχρονό του, γνωστό ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, βρήκε ασφαλές καταφύγιο στη Νίκαια. Η ομιλία αυτή, γραμμένη σε ύφος ρητορικό, δείχνει ότι ο Θεόδωρος, σαν Βυζαντινός βασιλιάς, θεωρούσε ότι η εξουσία του προερχόταν από τον Θεό.
«Η αυτοκρατορική μου μεγαλειότητα έχει τοποθετηθεί άνωθεν ως πατέρας όλου του Ρωμαϊκού κράτους. Το θέλημα του Θεού μου έδωσε την εξουσία». Ο Θεός παραχώρησε στον Θεόδωρο, σαν αμοιβή του ζήλου του «το χρίσμα και τη δύναμη του Δαβίδ». Η ενότητα της Αυτοκρατορίας σήμαινε επίσης την ενότητα της Εκκλησίας. «Θα υπάρξει ένα ποίμνιο και ένας ποιμένας», τόνιζε ο Θεόδωρος στο τέλος του Σιλεντίου.
Είναι αλήθεια ότι η ομιλία αυτή δεν γράφτηκε από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, παρουσιάζει, όμως, τη γνώμη που επικρατούσε ανάμεσα στους εκλεκτούς και καλά μορφωμένους ανθρώπους της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, μια γνώμη που διέθετε σταθερή βάση, αφού έγινε στη Νίκαια «Ρωμαίος Βασιλιάς» ο Θεόδωρος Λάσκαρης, έχοντας πλήρη τη συναίσθηση ότι αποτελούσε συνέχεια της γραμμής των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΤΩΝ ΛΑΣΚΑΡΙΔΩΝ
Μετά την ήττα των Λατίνων στην Αδριανούπολη, η κατάσταση του Θεόδωρου έγινε για ένα διάστημα λίγο καλύτερη. Παρόλα αυτά, όμως, ο αδελφός και διάδοχος του Βαλδουίνου Ερρίκος (ικανός και δραστήριος ηγέτης) μετά τη στέψη του στην Αγία Σοφία, ανέλαβε κάπως από τις αποτυχίες που υπέστη το κράτος από τους Βούλγαρους και άρχισε τις εχθρικές του ενέργειες κατά του Θεόδωρου, με σκοπό την προσάρτηση των κτήσεων της Νίκαιας στη Λατινική Αυτοκρατορία. Ο Αυτοκράτορας της Νίκαιας δεν μπορούσε με τη δύναμη των όπλων να πετύχει στον αγώνα του με τους Λατίνους, αλλά ο κίνδυνος των Βουλγάρων, τον οποίον αντιμετώπιζε ο Ερρίκος και οι Σελτζουκίδες που απειλούσαν τον Θεόδωρο, ανάγκασε και τους δύο να συνάψουν συμφωνία με βάση την οποία ο Θεόδωρος αναγκάστηκε να καταστρέψει αρκετά οχυρά.
ΟΙ ΣΕΛΤΖΟΥΚΙΔΕΣ ΤΟΥΡΚΟΙ
Ο πόλεμος του Θεόδωρου Α' με τον Σελτζούκο Σουλτάνο, στον οποίον ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της Μ. Ασίας, είχε μεγάλη σημασία για τη νέα Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η εμφάνιση ενός νέου κράτους της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας ήταν φυσικά πολύ δυσάρεστη για το Τουρκικό Σουλτανάτο του Ικονίου, επειδή εμπόδιζε τους Τούρκους στην περαιτέρω προώθησή τους προς τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Στην κύρια αυτή αιτία της έντασης των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι ο πεθερός του Θεόδωρου Λάσκαρη. Αλέξιος Γ' Άγγελος, κατέφυγε στον Σουλτάνο ζητώντας του βοήθεια για να επανακτήσει τον χαμένο του θρόνο.
Επωφελούμενος της ευκαιρίας της άφιξης του Αλεξίου ο Σουλτάνος έστειλε στον Θεόδωρο απειλητικό μήνυμα απαιτώντας τον θρόνο και εκδηλώνοντας έτσι τον πραγματικό του σκοπό να κατακτήσει όλη τη Μ. Ασία, Οι εχθροπραξίες άρχισαν και έλαβαν κυρίως χώρα στην Αντιόχειας, στον ποταμό Μαίανδρο. Η κύρια δύναμη του Θεόδωρου συνίστατο από τους 800 επίλεκτους Δυτικούς μισθοφόρους του, οι οποίοι στον αγώνα τους με τους Τούρκους έδειξαν μεγάλο ηρωισμό προκαλώντας στον εχθρό τρομερές απώλειες. Σχεδόν όλοι τους έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Με το προσωπικό του όμως θάρρος και την αντίληψή του ο Θεόδωρος Λάσκαρης έγινε και πάλι κύριος της κατάστασης και στην επόμενη συμπλοκή ο Σουλτάνος σκοτώθηκε πιθανώς από τον ίδιο τον Θεόδωρο.
Όπως λέει μια σύγχρονη πηγή, ο Σουλτάνος «έπεσε σαν από ένα πύργο», από τη φοράδα, δηλαδή, πάνω στην οποία βρισκόταν. Στην ίδια μάχη συνελήφθηκε αιχμάλωτος ο πρώην Αυτοκράτορας Αλέξιος Γ', που είχε ζητήσει καταφύγιο στους Τούρκους και ο οποίος, αφού έγινε μοναχός, πέθανε σ’ ένα μοναστήρι της Νίκαιας. Ο πόλεμος αυτός δεν φαίνεται να είχε σαν αποτέλεσμα εδαφικές μεταβολές. Η ηθική όμως σημασία της νίκης του Έλληνα Χριστιανού Αυτοκράτορα της Νίκαιας επί των Μουσουλμάνων υπήρξε πολύ μεγάλη. Έδωσε κύρος στον νέο Αυτοκράτορα, ανανέωσε τις παλιές παραδόσεις των αγώνων εναντίον του Ισλάμ και γέμισε χαρά και θάρρος τις καρδιές των Ελλήνων.
Όχι μόνον της Μ. Ασίας, αλλά και της Ευρώπης, οι οποίοι για πρώτη φορά είδαν στη Νίκαια ένα πιθανό κέντρο της μελλοντικής τους ενότητας. Ο Νικήτας Χωνιάτης έγραψε εξυμνώντας τη νίκη του Θεόδωρου ένα μακρύ και στομφώδη πανηγυρικό. Ο αδελφός του Νικήτα Μιχαήλ Ακομινάτος (πρώην μητροπολίτης Αθηνών) έστειλε στον Θεόδωρο, από το νησί όπου περνούσε τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ένα συγχαρητήριο γράμμα με το οποίο εξέφραζε την ευχή του όπως ο Θεόδωρος αξιωθεί να αποκαταστήσει τον θρόνο του Μ. Κωνσταντίνου στη θέση που ο Κύριός μας είχε ανέκαθεν εκλέξει, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη.
Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Δεν ευχαριστήθηκαν όμως μόνον οι Έλληνες με τη νίκη του Θεόδωρου. Ο Λατίνος Αυτοκράτορας Ερρίκος ευχαριστήθηκε κι αυτός (έστω κι αν φαίνεται με μια πρώτη ματιά το γεγονός αυτό παράδοξο) επειδή οι γενναίοι δυτικοί μισθοφόροι του Θεόδωρου, τους οποίους φοβόταν ο Λατίνος Αυτοκράτορας, είχαν σκοτωθεί σχεδόν όλοι στη διάρκεια του αγώνα εναντίον των Τούρκων με αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη του Ερρίκου, την εξασθένηση του Αυτοκράτορα της Νίκαιας. Ένας ιστορικός της εποχής αυτής λέει ότι ο Ερρίκος δήλωσε ότι «ο Λάσκαρης δεν νίκησε, αλλά νικήθηκε». Ο Ερρίκος βέβαια δεν είχε δίκαιο επειδή λίγο μετά τον πόλεμο ο Θεόδωρος είχε και πάλι στη διάθεσή του αρκετούς Φράγκους και καλά οπλισμένους Έλληνες.
Η εναντίον των Τούρκων νίκη έδωσε στον Θεόδωρο τη δυνατότητα να κτυπήσει τον Ερρίκο. Την εποχή αυτή ο Θεόδωρος έθεσε σαν ειδικό σκοπό την επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης με την υποστήριξη του ήδη αξιόλογου στόλου του. Ένα πολύ ενδιαφέρον γράμμα που χαρακτηρίζεται από τον Gerland σαν «μανιφέστο» και που γράφτηκε από τον Ερρίκο στην Πέργαμο, στις αρχές του 1212, στάλθηκε σε όλους τους φίλους του που θα μπορούσαν να λάβουν γνώση του περιεχομένου του (universis amicis suis ad quos tenor presentium pervenerit). Το γράμμα αυτό αναφέρει ότι ο Ερρίκος θεωρεί τον Θεόδωρο σαν έναν πολύ επικίνδυνο εχθρό και τονίζει ότι «ο πρώτος και μεγαλύτερος εχθρός είναι ο Λάσκαρης που κατέχει όλη την πέρα από το στενό του Αγίου Γεωργίου χώρα.
Ο Λάσκαρης συνέλεξε έναν πολύ μεγάλο αριθμό από τριήρεις με σκοπό να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και συνεπώς η πόλη έρημη τρέμει και πολλοί από τους ανθρώπους μας σχεδιάζουν να διαφύγουν διαμέσου της θάλασσας, και αρκετοί έφτασαν στον Λάσκαρη υποσχόμενοι να τον βοηθήσουν εναντίον μας. Όλοι οι Έλληνες άρχισαν να παραπονούνται εναντίον μας και υποσχέθηκαν στον Λάσκαρη να τον υποστηρίξουν σε περίπτωση που θα χτυπούσε την Κωνσταντινούπολη». Το γράμμα τελειώνει με μια έκκληση προς τους Λατίνους να βοηθήσουν τον Ερρίκο.
«Για να πετύχουμε μια πλήρη νίκη», γράφει, «και για να είμαστε κυρίαρχοι της Αυτοκρατορίας μας έχουμε ανάγκη από πολλούς Λατίνους, στους οποίους θα δώσουμε τη χώρα που διαθέτουμε και που έχουμε αποκτήσει. Για μας, όπως ξέρετε, δεν αρκεί το ότι αποκτήσαμε τη γη, αλλά πρέπει να βρεθούν αυτοί που θα την συγκρατήσουν». Το γράμμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Ερρίκος ήταν πολύ ανήσυχος, λόγω των εχθροπραξιών του Θεόδωρου Λάσκαρη, καθώς και ότι το πνεύμα των νέων του υπηκόων δεν ήταν σταθερό. Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη αυτή προσπάθεια της Νίκαιας να επανακτήσει την παλιά πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας δεν πέτυχε, επειδή η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δεν ήταν ακόμα ούτε όσο έπρεπε ισχυρή ούτε προετοιμασμένη γι’ αυτό τον σκοπό.
Η επιτυχία ανήκε στον Ερρίκο, ο οποίος κατόρθωσε να εισχωρήσει μάλλον βαθιά στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Σ’ ένα γράμμα του, που χρονολογείται από το 1213, ο Ερρίκος δίνει μια σύντομη περιγραφή της νίκης του εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι «με τέτοια αυθάδεια και υβριστική διάθεση στράφηκαν κατά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας θεωρώντας όλα της τα τέκνα, δηλαδή τους αφοσιωμένους Λατίνους, σαν σκυλιά». Η ειρήνη που έγινε μεταξύ των δύο Αυτοκρατόρων καθόρισε ακριβώς τα σύνορα των δύο Αυτοκρατοριών στη Μ. Ασία και το βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου παρέμεινε στα χέρια της Λατινικής Αυτοκρατορίας.
Με άλλα λόγια, αν δεν λάβουμε υπόψη μερικές ασήμαντες προσαρτήσεις που έγιναν στη Λατινική Αυτοκρατορία, παρατηρούμε ότι οι Λατινικές κτήσεις της Μ. Ασίας, μετά από αυτήν την ειρήνη, διαφέρουν πολύ λίγο από τις κτήσεις που διέθετε η Αυτοκρατορία αμέσως μετά τη διανομή του 1204. Το 1216 πέθανε ο ικανός και δραστήριος Ερρίκος, που τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν ακόμα και οι Έλληνες. Ένα Βυζαντινό χρονικό, μάλιστα, του 14ου αιώνα αναφέρει ότι ο Ερρίκος υπήρξε «ένας πραγματικός Άρης». Αλλά και οι ιστορικοί του 20ου αιώνα εκτιμούν πολύ την προσωπικότητά του και τη δράση του. Όπως λέει ο Gerland «ο Ερρίκος υπήρξε ο πραγματικός ιδρυτής της (Λατινικής) Αυτοκρατορίας και οι αρχές του έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε η επικράτεια των Φράγκων».
«Ο θάνατος του Ερρίκου», γράφει ο A. Gardner «υπήρξε ασφαλώς μια συμφορά για τους Λατίνους (πιθανόν όμως και για τους Έλληνες) εφόσον η δυναμική αλλά και συμβιβαστική του πολιτική μπορούσε να πετύχει (αν κάποια πολιτική μπορούσε να το κατορθώσει) τη γεφύρωση του χάσματος που υπήρχε ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση». Με το θάνατο του Ερρίκου εξαφανίστηκε ο πιο επικίνδυνος εχθρός της Νίκαιας. Οι διάδοχοί του στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης δεν διακρίθηκαν ούτε για τις ικανότητές τους, ούτε για τη δραστηριότητά τους.
Το 1222 πέθανε ο ιδρυτής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, Θεόδωρος Α' Λάσκαρης, ο οποίος δημιούργησε ένα Ελληνικό κέντρο στη Μ. Ασία, ένωσε το κράτος του και έλκυσε προς αυτό την προσοχή των Ελλήνων της Ευρώπης. Έθεσε δηλαδή τις βάσεις πάνω στις οποίες ο διάδοχός του θα μπορούσε να οικοδομήσει ένα μεγάλο οικοδόμημα. Στις εγκωμιαστικές επιστολές που έστειλε στον Θεόδωρο Λάσκαρη, ο Μιχαήλ Ακομινάτος γράφει:
«Η πρωτεύουσα εκτοπισμένη από την πλημμύρα των βαρβάρων έξω από τα τείχη του Βυζαντίου στις ακτές της Μ. Ασίας, στη χειρότερή της μορφή έγινε δεκτή, καθοδηγήθηκε και διασώθηκε από εσένα. Εσύ θα πρέπει να ονομάζεσαι για πάντα ο ανακαινιστής και οικιστής της πόλης του Κωνσταντίνου… Αποβλέποντας μόνο σ’ εσένα και αποκαλώντας σε σωτήρα και ελευθερωτή του κόσμου, όσοι ναυάγησαν μέσα στον παγκόσμιο κατακλυσμό βρήκαν καταφύγιο στο κράτος σου σαν σ’ ένα ήρεμο λιμάνι. Δεν θεωρώ κανέναν από τους Αυτοκράτορες που βασίλεψαν στην Κωνσταντινούπολη ίσον μ’ εσένα. Εκτός από τον μεγάλο Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και τον (πιο παλαιό) ευγενή Ηράκλειο».
Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Α' Λάσκαρη, ο Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης, σύζυγος της κόρης του Θεόδωρου, Ειρήνης, ανέβηκε στον θρόνο και βασίλεψε από το 1222 μέχρι το 1254. Αν και ο προκάτοχός του θεμελίωσε κάπως την ανάπτυξη του κράτους της Νίκαιας, παρ’ όλα αυτά η διεθνής της θέση ήταν τέτοια που να απαιτεί επειγόντως τη διοίκηση ενός αποφασιστικού και δραστήριου ανθρώπου. Ο άνθρωπος αυτός παρουσιάστηκε στο πρόσωπο του Ιωάννη Βατάτζη. Την εποχή αυτή διεκδικούσαν την κυριαρχία στην Ανατολή 4 κράτη: Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, η Λατινική Αυτοκρατορία, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και το Βουλγαρικό βασίλειο του Ιωάννη Ασάν Β'.
Συνεπώς, στην εξωτερική του πολιτική ο Ιωάννης Βατάτζης ασχολήθηκε αφενός με πολέμους και αφετέρου με συμμαχίες με το ένα ή το άλλο κράτος. Χάρη στην καλή του τύχη οι 3 αντίπαλοί του στη Βαλκανική χερσόνησο ποτέ δεν έδρασαν ενωμένοι και αποφασιστικά, αλλά εξασκούσαν αδύνατη και ασταθή πολιτική εσωτερικών εχθροπραξιών ή μια πολιτική παροδικών συμμαχιών. Ο Ιωάννης Βατάτζης πέτυχε σταθερά να εκμεταλλευτεί την πολύπλοκη διεθνή κατάσταση.
ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΤΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ
Οι πρώτες επιθέσεις εναντίον της Κωνσταντινούπολης έγιναν από τον Ιωάννη Γ' σε συνεργασία με τους Βουλγάρους το 1235 και το 1236, αλλά απέτυχαν. Ο επόμενος Αυτοκράτορας που έθεσε σε προτεραιότητα την προσπάθεια ανακατάληψης της πόλης ήταν ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος. Τη δυνατότητα αυτή του την έδωσε η νίκη επί των συνασπισμένων αντιπάλων του στην Πελαγονία το 1259. Πρόσθετο κίνητρο για τον Αυτοκράτορα ενδεχομένως ήταν η επιθυμία του να παγιώσει τη θέση του στο θρόνο, η οποία το 1259 ήταν ακόμη επισφαλής, δεδομένου ότι τυπικά συμβασίλευε με το νόμιμο Αυτοκράτορα, τον ανήλικο Ιωάννη Δ'. Το 1260 ο Μιχαήλ αποπειράθηκε, χωρίς επιτυχία, να καταλάβει το Γαλατά, την οχυρωμένη συνοικία στην αντίπερα όχθη του Κεράτιου κόλπου.
Επίσης αναφέρεται ότι είχε προβεί σε συνεννοήσεις με κάποιο Λατίνο, εξάδελφό του, κατά τον Ακροπολίτη, ο οποίος κατοικούσε στην Πόλη, με σκοπό να ανοίξει κρυφά κάποια πύλη, αλλά ούτε αυτό το σχέδιο τελεσφόρησε. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για επίθεση στην Κωνσταντινούπολη εντάσσεται και η συνθήκη του Νυμφαίου (Μάρτιος 1261) ανάμεσα στο Μιχαήλ Η' και τη Γένουα, τη μόνη δύναμη που μπορούσε να ανταγωνιστεί το Βενετικό στόλο. Τελικά η κατάληψη της Πόλης επήλθε απρόσμενα, χωρίς να απαιτηθεί κάποια οργανωμένη εκστρατεία ή πολιορκία.
Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ (1261)
Το καλοκαίρι του 1261, κατ’ εντολήν του Αυτοκράτορα, ο καίσαρας Αλέξιος Στρατηγόπουλος διαπεραιώθηκε από τη Μικρά Ασία στην Καλλίπολη της Θράκης, επικεφαλής ενός σώματος περίπου 800 Ρωμαίων και Κουμάνων στρατιωτών. Αποστολή του σώματος ήταν να προλάβει ενδεχόμενη Βουλγαρική εισβολή στη Θράκη όσο ο κύριος όγκος του Βυζαντινού στρατού ήταν απασχολημένος σε επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Από την Καλλίπολη πήγε στη Σηλύβρια, με σκοπό να προσεγγίσει την Κωνσταντινούπολη και να συλλέξει πληροφορίες για την κατάσταση στην Πόλη. Οι πληροφοριοδότες του προέρχονταν από μία ομάδα ντόπιων, τους θεληματάριους, οι οποίοι κατοικούσαν στην αγροτική περιοχή στα περίχωρα της Πόλης.
Καλλιεργούσαν τη γη, αλλά φαίνεται πως παρείχαν και στρατιωτικές υπηρεσίες στο Λατίνο Αυτοκράτορα, αφού ένα μέρος τους ήταν οργανωμένο σε στρατιωτικό σώμα. Οι θεληματάριοι ενημέρωσαν το Στρατηγόπουλο πως ο Βενετικός στόλος είχε αναχωρήσει για να επιτεθεί στη Δαφνουσία, ένα μικρό νησί στον Εύξεινο Πόντο, και η Πόλη ήταν ουσιαστικά αφύλακτη. Προσφέρθηκαν να συμπράξουν ώστε να εισχωρήσει στην Πόλη ο στρατός του Στρατηγόπουλου. Ο Καίσαρας στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση από τα τείχη, στη μονή της Πηγής. Η συμφωνημένη επιχείρηση πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 24ης προς την 25η Ιουλίου.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, οι θεληματάριοι ανέβηκαν με σκάλες στα τείχη ενώ βρίσκονταν μέσα, σκότωσαν τους φρουρούς και στη συνέχεια άνοιξαν μία πύλη από την οποία εισήλθαν οι στρατιώτες. Σύμφωνα με μία άλλη, μία μικρή ομάδα στρατιωτών εισήλθε από ένα άνοιγμα, στη συνέχεια ανέβηκαν στα τείχη, όπου εξουδετέρωσαν τους φρουρούς. Μετά την είσοδο του στρατού του Στρατηγόπουλου στην πόλη, κάποιοι από τους Λατίνους στρατιώτες δοκίμασαν να αντισταθούν, ακολούθησαν αψιμαχίες, οι οποίες όμως δεν εμπόδισαν τους Βυζαντινούς να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης.
Ο Βαλδουίνος Β', ο οποίος βρισκόταν στο παλάτι των Βλαχερνών, πληροφορήθηκε τα συμβάντα και τράπηκε σε φυγή διασχίζοντας την πόλη έως το παλάτι του Βουκολέοντος, στις ακτές της Προποντίδας, όπου και επιβιβάστηκε σε πλοίο. Πίσω του εγκατέλειψε τα διάσημα της Αυτοκρατορικής εξουσίας, τα οποία στη συνέχεια απεστάλησαν στο Μιχαήλ Η'. Επειδή παρέμενε πάντα ο κίνδυνος της επιστροφής του Βενετικού στόλου από τη Δαφνουσία, ο Στρατηγόπουλος διέταξε την πυρπόληση των συνοικιών των Βενετών και των άλλων Δυτικών, οι οποίες βρίσκονταν κατά μήκος του Κεράτιου κόλπου. Ακολούθησαν σκηνές χάους.
Όταν επέστρεψε ο στόλος, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να διασώσει τις οικογένειες των Λατίνων της Πόλης και να τις μεταφέρει σε άλλες Λατινοκρατούμενες περιοχές ή στη Δύση. Η θριαμβευτική είσοδος του Μιχαήλ Η' στην Κωνσταντινούπολη έγινε με επίσημο τρόπο στις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους. Τόσο η επιλογή της ημέρας (γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου για τη Χριστιανική εκκλησία) όσο και ο έντονα θρησκευτικός χαρακτήρας της τελετής (ο Αυτοκράτορας εισήλθε στην Πόλη από τη Χρυσή Πύλη πεζός, ενώ προπορευόταν σε άμαξα η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας) δείχνουν την προσπάθεια του Μιχαήλ να παρουσιάσει την ανακατάληψη ως Θεία παραχώρηση, και τον εαυτό του ως φορέα Θείας εύνοιας.
Στην ίδια κατεύθυνση βρισκόταν και η κοπή χρυσών υπερπύρων με έναν εντελώς νέο εικονογραφικό τύπο. Στη μία όψη εικονίζεται η Θεοτόκος Βλαχερνίτισσα μέσα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, ενώ στην άλλη ο Αυτοκράτορας γονατιστός μπρος στο Χριστό. Η έδρα του Αυτοκράτορα και του Πατριαρχείου μεταφέρθηκε, αυτονόητα, στην ανακαταληφθείσα Κωνσταντινούπολη. Επίσης στην Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκαν τα μέλη της ανώτατης αριστοκρατίας και της κεντρικής διοίκησης. Ο Μιχαήλ Η' ακολούθησε μια συστηματική πολιτική εποικισμού για την ενίσχυση του πληθυσμού της Πόλης, ενώ προέβη και σε επισκευές ή ανακαινίσεις πολλών κτηρίων, θρησκευτικών και μη.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗΣ
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης δημιούργησε ευνόητη ευφορία στους Βυζαντινούς, καθώς παγίωνε τη θέση της Αυτοκρατορίας ως της κυρίαρχης δύναμης στο χώρο της Ρωμανίας και γεννούσε την ελπίδα για αποκατάστασή της στα σύνορα του 12ου αιώνα. Για τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η', ο οποίος πρόσθεσε στον τίτλο του το χαρακτηρισμό «Νέος Κωνσταντίνος», ήταν η ευκαιρία που ζητούσε για να ολοκληρώσει τη δυναστική αλλαγή του 1259: μετά την είσοδό του στην Πόλη στέφθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά μαζί με το γιο του Ανδρόνικο, ενώ ο Ιωάννης Δ' Λάσκαρις παραμερίστηκε και στη συνέχεια τυφλώθηκε.
Για την ίδια την Κωνσταντινούπολη ο εποικισμός, η επανασύνδεσή της με το γεωγραφικό της περίγυρο, η ενίσχυση του ρόλου της ως κέντρου του διεθνούς εμπορίου και η επανεγκατάσταση στην πόλη της Αυτοκρατορικής αυλής και της αριστοκρατίας σήμαναν μια βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη μετά την κρίση που είχε ακολουθήσει την άλωση του 1204, αν και δε φαίνεται να έφτασε ο πληθυσμός της ποτέ στα επίπεδα του 12ου αιώνα. Για τους Βενετούς, η απώλεια της Κωνσταντινούπολης ήταν σοβαρό πλήγμα, αφού προς στιγμήν τους εκτόπισε από το εμπόριο του Εύξεινου Πόντου προς όφελος των ανταγωνιστών τους Γενουατών, την ώρα που λόγω της Pax Mongolica ο συγκεκριμένος εμπορικός δρόμος αποκτούσε τεράστια σημασία.
Αν και οι Βενετοί επανήλθαν στην Πόλη το 1267, η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης σηματοδοτεί την αρχή της Γενουατικής ηγεμονίας στο εμπόριο της Ρωμανίας. Μακροπρόθεσμα, η ανακατάληψη είχε και αρνητικές συνέπειες. Οι εχθροί της Αυτοκρατορίας συσπειρώθηκαν γύρω από την προοπτική μιας νέας σταυροφορίας εναντίον των Βυζαντινών. Ο Μιχαήλ Η' υποχρεώθηκε να αναλώσει τεράστιους πόρους και διπλωματικές προσπάθειες στην αποτροπή των σχεδίων αυτών, με αποτέλεσμα την εξασθένιση της Αυτοκρατορίας. Η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών, μέρος των προσπαθειών αυτών, προκάλεσε βαθύ εσωτερικό διχασμό, ο οποίος προστέθηκε στη δυσαρέσκεια για το σφετερισμό του θρόνου από τους Παλαιολόγους.
Η μεταφορά του κέντρου βάρους στην Κωνσταντινούπολη και τη Δύση έπληξε κυρίως τη Βυζαντινή Μικρά Ασία, η οποία αντιμετώπισε την αδιαφορία ή και την εχθρότητα του Μιχαήλ Η', με αποτέλεσμα την κατάρρευση της άμυνάς της και εν τέλει την κατάκτησή της από τους Τούρκους στα τέλη του 13ου αιώνα.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤHΣ ΝΙΚΑΙΑΣ
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ ΕΠΙ ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α' (1204 - 1222)
Το Εκπαιδευτικό Σύστημα προ του 1204
Απ’ όσο γνωρίζουμε το εκπαιδευτικό σύστημα της πρώτης και μέσης εκπαίδευσης στο Βυζάντιο δεν διέφερε σχεδόν καθόλου από εκείνο της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής εποχής. Στόχος του παραπάνω συστήματος ήταν να διδάξει στους μαθητές να χρησιμοποιούν σωστά την Ελληνική γλώσσα (στην Κλασσική - Αττική της μορφή) είτε στον γραπτό είτε στον προφορικό λόγο. Λίγο πριν από το τέλος της εφηβικής τους ηλικίας οι μαθητές αποφάσιζαν (συνήθως με βάση την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν) για το αν θα συνέχιζαν τις σπουδές τους σε σχολές ανωτάτου επιπέδου. Το περιεχόμενο διδασκαλίας του ανωτάτου επιπέδου ποίκιλλε από σχολείο σε σχολείο.
Συνήθως όμως περιλάμβανε μαθήματα ρητορικής, φιλοσοφίας, γεωμετρίας και αστρονομίας δηλαδή ό,τι διδάσκονταν στα φημισμένα πανεπιστήμια της ύστερης αρχαιότητας όπως ήταν εκείνο της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα θεολογικά μαθήματα διδάσκονταν ιδιωτικά. Παρατηρήθηκε όμως πως το κράτος κατά τη μέση Βυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα από την εποχή του Βάρδα έως και τον Κωνσταντίνο Ζ', έδειξε ξαφνικά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τα σχολεία, τους καθηγητές και εν γένει για το όλο εκπαιδευτικό σύστημα. Το κράτος αναγνωρίζοντας την σημασία της εκπαίδευσης, άρχισε να επεμβαίνει στα εκπαιδευτικά πράγματα, σε αντίθεση με το παρελθόν που δεν αναμειγνύονταν σχεδόν καθόλου, εκ νέου μετά τον 6ο αιώνα.
Παρόλα αυτά η εκπαίδευση βρισκόταν στα χέρια ιδιωτικών διδασκάλων. Όπως συμβαίνει στις μέρες μας , έτσι και στο Βυζάντιο, υπήρχαν τρία στάδια εκπαίδευσης. Στο πρώτο στάδιο ο γραμματιστής, ο οποίος ονομαζόταν αλλιώς παιδοτρίβης ή και παιδαγωγός, άτομο που προερχόταν από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις της εποχής , και χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις, δίδασκε το αλφάβητο, την ανάγνωση, την γραφή και την αριθμητική, αναγκάζοντας πολλές φορές τους μαθητές του, ακόμη και με τη βία, να αποστηθίζουν εδάφια από τον Όμηρο και τους Κλασσικούς συγγραφείς .
Ο Συνέσιος τον 5ο αιώνα αναφέρει πως ο ανιψιός του αποστήθιζε καθημερινά πενήντα στίχους από τον Όμηρο, ενώ ο Μιχαήλ Ψελλός τον 11ο αιώνα αναφέρει πως από την παιδική του ηλικία γνώριζε από στήθους ολόκληρη την Ιλιάδα. Τα μαθήματα του πρώτου επιπέδου απευθύνονταν σε παιδιά και των δύο φύλων στην ηλικία των έξι έως οκτώ χρόνων . Για ένα μεγάλο αριθμό μαθητών, οι οποίοι μπορούσαν να μάθουν τα πρώτα γράμματα σε οποιαδήποτε γωνιά της Αυτοκρατορίας, ακόμη και στις παραμεθόριες περιοχές του ανατολικού συνόρου, οι σπουδές σταματούσαν στο πρώτο στάδιο εκπαίδευσης.
Λιγότεροι ήταν αυτοί οι οποίοι παρέτειναν τις σπουδές τους παρακολουθώντας δύο δέσμες μαθημάτων, τα γνωστά Trivium (Τριάς) και Quadrivium (Μαθηματική Τετρακτύς). Το Trivium περιελάμβανε κυρίως φιλολογικά μαθήματα κατά τη διάρκεια των οποίων διδάσκονταν τα έργα του Ομήρου, του Πινδάρου, των τραγικών ποιητών, οι δημηγορίες κλασσικών ρητόρων και η φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Το Quadrivium περιλάμβανε τέσσερα μαθήματα θετικών επιστημών και ακριβέστερα την αριθμητική, τη γεωμετρία, την αστρονομία και τη μουσική. Το Trivium και το Quadrivium από κοινού ονομάζονται πολλές φορές στις Βυζαντινές πηγές με τον όρο ''Εγκύκλιος Παιδεία'' δηλαδή γενική εκπαίδευση.
Από τα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης αποφοιτούσαν μαθητές, οι οποίοι είχαν μάθει να χειρίζονται καλά στον γραπτό προφορικό τους λόγο την Αττική Ελληνική διάλεκτο και επίσης μπορούσαν να μιμηθούν τους αρχαίους ''Κλασσικούς'' συγγραφείς. Κατά την Μεσοβυζαντινή περίοδο οι μαθητές που φοιτούσαν στα ιδιωτικά σχολεία της πρωτεύουσας υπολογίζονται στους διακόσιους με τριακοσίους περίπου. Ο Μαΐστωρ, διευθυντής του σχολείου ήταν παράλληλα και ο δάσκαλος των μαθητών. Οι απόφοιτοι είχαν τη δυνατότητα να σταδιοδρομήσουν είτε στη δημόσια Αυτοκρατορική υπαλληλία είτε στον εκκλησιαστικό χώρο. Τον 11ο αιώνα η πνευματική κίνηση στο Βυζάντιο και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη λαμβάνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Μεγάλες προσωπικότητες έρχονται στο προσκήνιο όπως αυτή του Ιωάννη Μαυρόποδος, του Μιχαήλ Ψελλού, του Κωνσταντίνου Λειχούδη και του Ιωάννη Ξιφιλίνου. Ο τελευταίος υπήρξε διευθυντής της νομικής σχολής (Νομοφύλαξ), η οποία ιδρύθηκε γύρω στο 1047 από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ' Μονομάχο. Σκοπός του κράτους ήταν η κάλυψη των δικαστικών και άλλων θέσεων από τους απόφοιτους της παραπάνω σχολής Τον ίδιο αιώνα παρατηρείται σημαντική αύξηση -σε σχέση με τον 10ο αιώνα- του αριθμού των εκπαιδευτηρίων, είτε των ιδιωτικών είτε αυτών που ήταν προσαρτημένα στα εκκλησιαστικά οικοδομήματα και ελεγχόμενα από τον πατριάρχη.
Ευτυχώς είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την τοποθεσία όπου βρίσκονταν μερικές από αυτές τις σχολές μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι μία σχολή βρισκόταν στην συνοικία των Χαλκοπρατείων, άλλη στην περιοχή της μονής του Αγίου Θεόδωρου, της Διακονίσσης, του Αγίου Πέτρου κλπ. Μάλιστα ο Μαΐστωρ για τις δύο τελευταίες σχολές επιλεγόταν από τον πατριάρχη, γεγονός που αποδεικνύει την ανάμιξη της εκκλησίας στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η ανώτατη εκπαίδευση στο Μεσοβυζαντινό κράτος άκμασε στα μέσα του 9ου αιώνα, ύστερα από το έντονο ενδιαφέρον του Καίσαρος Βάρδα για την παιδεία, ο οποίος ίδρυσε στην πρωτεύουσα ένα περίφημο πανεπιστήμιο, που έδρευε στο ανάκτορο της Μαγναύρας, και το οποίο διέθετε τέσσερις έδρες: της φιλοσοφίας, της ρητορικής, της γραμματικής και της γεωμετρίας. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας έδειξε ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, διορίζοντας καθηγητές και αναλαμβάνοντας τη δωρεάν σίτιση των φοιτητών. Η ανώτατη εκπαίδευση στο Βυζάντιο δεν άλλαξε ουσιαστικά μορφή μετά το τέλος της ύστερης αρχαιότητας.
Τον 12ο αιώνα η ''Πατριαρχική Ακαδημία'' διοργανώθηκε και επεκτάθηκε με αποτέλεσμα να αποτελέσει έναν σημαντικό θεσμό, ο οποίος καλλιεργούσε και την κοσμική (θύραθεν) και την εκκλησιαστική εκπαίδευση. Εκτός όμως από την πατριαρχική ακαδημία είχαν καθιερωθεί και κάποια άλλα εκπαιδευτικά οφφίκια, οι κάτοχοι των οποίων επόπτευαν το εκπαιδευτικό σύστημα. Το πρώτο τη τάξει από αυτά τα οφφίκια είναι του υπάτου των φιλοσόφων. Το οφφίκιο αυτό δημιουργήθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ' Μονομάχο και ο πρώτος που έφερε τον τίτλο ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός. Καθήκον του υπάτου των φιλοσόφων ήταν να επιβλέπει τα κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το οφφίκιο του υπάτου των φιλοσόφων καταργήθηκε στα πρώτα χρόνια της δυναστείας των Κομνηνών από τον ίδιο τον Αλέξιο Α' Κομνηνό.
Παρόλα αυτά όμως ο ίδιος Αυτοκράτορας προσπάθησε να θέσει την εκπαίδευση υπό την εποπτεία του πατριαρχείου, δημιουργώντας τρία νέα εκπαιδευτικά οφφίκια: του ''Διδασκάλου του Ευαγγελίου'', του ''Διδασκάλου του Αποστόλου'' και του ''Διδασκάλου του Ψαλτήρος''. Η σύσταση των παραπάνω εκπαιδευτικών αξιωμάτων πιθανόν έγινε το 1107 ή λίγο νωρίτερα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Α. Kazhdan η αποστολή των νέων αυτών διδασκάλων εκτός από τη διδασκαλία βέβαια ήταν: ''Να καθοδηγούν και να προστατεύουν τους λογίους της πρωτεύουσας και να ενημερώνουν τον πατριάρχη για κάθε αιρετική ή ύποπτη ιδέα''. Oι τρεις αυτοί διδάσκαλοι ήταν κληρικοί, ανήκαν στον κλήρο της Αγίας Σοφίας, και υπάγονταν απ’ ευθείας στον πατριάρχη.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1160 επανασυστήθηκε και το οφφίκιο του υπάτου των φιλοσόφων, αλλά ο κάτοχος της θέσης ήταν έκτοτε κληρικός και υπαγόταν απευθείας στον Πατριάρχη, ενώ βασική του αποστολή ήταν να καταπολεμά τις ανατρεπτικές και αιρετικές ιδέες. Αυτήν λοιπόν ήταν η κατάσταση των εκπαιδευτικών θεσμών στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1204.
Η Εκπαιδευτική Πολιτική του Θεόδωρου Α'
Όταν οι Βυζαντινοί εγκαταστάθηκαν στην επικράτεια του Θεόδωρου Α' Λάσκαρι, η επαναλειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος βασίστηκε στην παραπάνω παράδοση. Πιο συγκεκριμένα σχετικά με τα παραπάνω εκπαιδευτικά αξιώματα μπορούμε να δεχτούμε ότι ο πρώτος Αυτοκράτορας της Νίκαιας φρόντισε αρκετά γρήγορα για την επαναφορά τους. Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ο Ι. Πολέμης δημοσίευσε μία μέχρι τότε ανέκδοτη πηγή. Το περιεχόμενο της πηγής ήταν το εναρκτήριο μάθημα ενός αγνώστου από άλλες πηγές διδασκάλου, του «Διδασκάλου του Ψαλτήρος» Σέργιου. Ο τελευταίος, ήταν και διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας.
Ο J. Darrouzès θεώρησε ότι ο παραπάνω λόγος εκφωνήθηκε προς τιμήν στον πατριάρχη Ιωάννη Ι' Καματηρό (1198 - 1206). Την άποψη του J. Darrouzès υιοθέτησαν ο Η. Hunger και η Μ. Λουκάκη. Ο Ι. Πολέμης εξέφρασε την άποψη πως το παραπάνω κείμενο δεν εκφωνήθηκε για τον ίδιο τον Ιωάννη Καματηρό (1198 - 1206) αλλά για τον διάδοχό του πατριάρχη Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανό (1208 - 1214). Κατά τον Ι. Πολέμη το κείμενο δεν μπορεί να χρονολογηθεί πριν από τον 13ο αιώνα διότι δεν το επιτρέπει η ίδια η γραφή του κειμένου. Επίσης διαβάζοντας κανείς το κείμενο μαθαίνει για μία μεγάλη καταστροφή (παρόμοια με εκείνη των Εβραίων στη Βαβυλώνα) που επήλθε στην Αυτοκρατορία, αναγκάζοντας πολλούς ανθρώπους να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.
Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας προσπαθεί συνεχώς να σώσει τους υπηκόους του από την καταστροφή. Κατά τον Ι. Πολέμη, η μόνη δοκιμασία που πέρασαν οι Βυζαντινοί και που φαίνεται να ομοιάζει με τις αναφορές του Σεργίου είναι η πτώση της Βασιλεύουσας το 1204 στους Σταυροφόρους. Επίσης το γεγονός ότι ο Σέργιος είναι «Διδάσκαλος του Ψαλτήρος» δείχνει ότι ο λόγος εκφωνήθηκε στη Νίκαια μετά το 1208, εφόσον από αυτό το έτος και μετά στη Νίκαια υπήρχε η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο οποίος διόριζε τους τρεις διδασκάλους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν αναφορές στο κείμενο που ενισχύουν την άποψη ότι το κείμενο απαγγέλθηκε για τον Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανό.
Πιο συγκεκριμένα ο Σέργιος γράφει για τον πατριάρχη που πρόκειται να πληρώσει τον κενό Πατριαρχικό θρόνο, αφότου πέρασε δύσκολες στιγμές πηγαίνοντας από το ένα μέρος στο άλλο, και κατέληξε στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου ζούσε ασκητικά. Επιπλέον οι δύο φράσεις που συναντάμε στο κείμενο ''ὡς φερώνυμος ἰσάγγελος'' και ''τὴν κλῆσιν ἀγγελικός'', κατά τον εκδότη του κειμένου, αν απευθύνονταν στον Ιωάννη Ι' Καματηρό δεν θα είχαν κανένα νόημα, εφόσον το όνομα «Ιωάννης» δεν είναι όνομα αρχαγγέλου όπως συμβαίνει με το «Μιχαήλ». Επίσης στο κείμενο υπάρχουν σημαντικές αναφορές που μάλλον έχουν να κάνουν με τον Θεόδωρο Α' Λάσκαρι όπως η φράση «ὁ θεόθεν αὔχων καὶ τὴν κλῆσιν καὶ τὰ τῆς κλήσεως».
Ακόμη περισσότερο όμως φαίνεται να ταιριάζει η φράση ''ἐντεῦθεν ὁ πάλαι διεῤῥωγὼς τῆς ἐκκλησίας πέπλος ἄρτι συνάγεται καὶ εἰς ἓν συνυφαίνεται διά σοῦ'', η οποία ομοιάζει κατά πολύ μ’ εκείνη του Νικόλαου Μεσαρίτη σε επιστολή του προς τον Θεόδωρο Α': ''Τὰ διεῤῥωγότα συνῆψας καὶ τὴν ἀπολλυμένην ἀνεκαλέσω δραχμὴν καὶ ἐξουσίας Ῥωμαϊκῆς συνούλωσας τραύματα''. Το κείμενο του Σέργιου δεν έχει καμία λογοτεχνική αξία, εφόσον πρόκειται για μία συρραφή από τους ψαλμούς και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Όμως χάρη στο κείμενο αυτό γνωρίζουμε ότι είχε επανασυσταθεί το αξίωμα του διδασκάλουυ του Ψαλτήρος ήδη από το 1208.
Επομένως μπορούμε να υποθέσουμε ότι λειτούργησαν και οι δύο άλλοι διδάσκαλοι: του Ευαγγελίου και του Αποστόλου την ίδια περίοδο. Ας μην ξεχνούμε ότι η θέση του υπάτου των φιλοσόφων και των τριών διδασκάλων συνδέονταν με το πατριαρχείο. Εφόσον τον Μάρτιο του 1208 υπήρχε πατριάρχης στη Νίκαια εύλογο είναι να πληρώθηκαν και οι παραπάνω θέσεις. Επίσης ο Θεόδωρος Α' προσπάθησε να προσελκύσει λόγιους, οι οποίοι μετά το 1204 είχαν διασκορπιστεί σε διάφορα σημεία της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πράγματι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους του 1204 ένας μεγάλος αριθμός λογίων και υψηλών αξιωματούχων της αυλής κατέφυγε στο κράτος του Θεόδωρου Α'.
Ο τελευταίος προτίμησε ορισμένους εξ αυτών διορίζοντάς τους σε σημαντικές θέσεις στην αυλή του. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Θεόδωρος Α' επιδίωκε να καταστήσει την αυλή του κέντρο της Αυτοκρατορικής διοίκησης και της πατριαρχικής γραμματείας. Έτσι με τον μεγάλο αριθμό λογίων που εγκαταστάθηκε στη Νίκαια, ήδη από τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την άλωση, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η λογοτεχνική παραγωγή. Από τους πρώτους λόγιους που εγκαταστάθηκαν στην αυλή του Θεόδωρου Α' ήταν ο πρώην μέγας λογοθέτης Νικήτας Χωνιάτης , ο οποίος έγινε ο επίσημος αυλικός ρήτορας της Νίκαιας. Ο Νικήτας Χωνιάτης, μόλις τέσσερις μέρες μετά την άλωση του 1204 εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη και κατευθύνεται προς τη Σηλυβρία.
Σύντομα όμως φεύγει από εκεί γιατί η πόλη ήταν ευάλωτη στις επιδρομές των Βουλγάρων. Ευθύς παίρνει την απόφαση να επιστρέψει πάλι στην Κωνσταντινούπολη, επειδή όμως δεν μπορούσε ν’ αντέξει την καταπίεση των Λατίνων την εγκατέλειψε οριστικά το 1206 καταφεύγοντας στην επικράτεια του Θεόδωρου Α'. Ο τελευταίος, γνώστης της μεγάλης μόρφωσης του Νικήτα, τον διόρισε σε υψηλό δικαστικό αξίωμα , το οποίο και κράτησε ως τον θάνατό του (1215 ca). Ένας άλλος λόγιος που έδρασε στην αυτοκρατορία της Νίκαιας και μάλιστα σε στενή σχέση με τον Θεόδωρο Α', ήταν ο Νικόλαος Μεσαρίτης. Για τον βίο του Νικόλαου Μεσαρίτη δεν έχουμε πολλές πληροφορίες παρά μόνο όσες ο ίδιος μας δίνει μέσα από το έργο του.
Γεννήθηκε γύρω στο 1163, προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια, ενώ ο πατέρας του έφερε ανώτατα δικαστικά αξιώματα. Γύρω στο 1200 είναι γνωστό ότι ήταν διάκονος, κατείχε τα αξιώματα του ἐπὶ τῶν κρίσεων στην Αγία Σοφία και του σκευοφύλακα στον ναό της Παναγίας του Φάρου. Ο Νικόλαος Μεσαρίτης και ο αδελφός του, Ιωάννης, ο οποίος ξεχώριζε για την μόρφωση του, την ευγλωττία αλλά και για το αξίωμα που κατείχε του διδασκάλου του Ψαλτήρος επί Ανδρονίκου Α' ( 1183 - 1185), παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη μετά την άλωσή της το 1204. Τα δύο αδέλφια πήραν μέρος στις διαπραγματεύσεις του Βυζαντινού κλήρου με τους εκπροσώπους του Δυτικής Εκκλησίας, κατά την διάρκεια των οποίων υποστήριξαν τα θρησκευτικά δικαιώματα του Λατινοκρατούμενου Ορθοδόξου λαού και κλήρου.
Ο Νικόλαος Μεσαρίτης ως εκπρόσωπος του Κωνσταντινοπολίτικου κλήρου, μετέφερε το «Δεητήριον», με το οποίο οι Κωνσταντινουπολίτες ανέθεταν στον Θεόδωρο Α' την ευθύνη για την εκλογή νέου πατριάρχη. Το 1208 βρέθηκε στη εκλογή του πατριάρχη Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανού και από τότε παρέμεινε στη Νίκαια. Εκεί έλαβε το αξίωμα του Ρεφερενδάριου από τον Πατριάρχη Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανού (1208 - 1214), και το 1213 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Εφέσου και έξαρχος πάσης Ασίας. Το 1214 Θεόδωρος Α' ανέθεσε στον Νικόλαο Μεσαρίτη τις διαπραγματεύσεις με τους απεσταλμένους του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' για την ένωση της Ανατολικής Εκκλησίας με την Δυτική.
Οι συνομιλίες έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη και στην Ηράκλεια του Πόντου. Στη Νίκαια ο Νικόλαος Μεσαρίτης συνέγραψε διάφορα κείμενα, από τα οποία πληροφορούμαστε για την πολιτική και εκκλησιαστική κατάσταση της Νίκαιας επί Θεοδώρου Α'. Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο συμπεριλαμβάνεται και μία ταξιδιωτική επιστολή προς τους μοναχούς της μονής Ευεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη, η οποία έχει σαφείς επιρροές από το έργο του Συνέσιου. Ένας τρίτος λόγιος, ο οποίος κατέφυγε στην επικράτεια του Θεόδωρου Α' μετά το 1204 ήταν ο Θεόδωρος Ειρηνικός, ο οποίος ήδη πριν εγκατασταθεί στη Νίκαια είχε την φήμη του δεινού ρήτορα.
Το 1198 ανέλαβε τα καθήκοντα του ''ἐπὶ τοῦ κανικλείου'' και κατόπιν απέκτησε τον τίτλο του ''Σεβαστοῦ''. Ο Θεόδωρος Ειρηνικός είχε λαμπρή καριέρα στο κράτος του Θεοδώρου Α' αφού το 1209 τον βρίσκουμε στο αξίωμα του χαρτοφύλακος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενώ λίγο πριν από την εκλογή του στο αξιώμα του πατριάρχη, κατείχε το υψηλό αξίωμα του ''ὑπάτου τῶν φιλοσόφων''. Μία εικόνα της ρητορικής δεινότητας και της παιδείας του Θεόδωρου Ειρηνικού παίρνουμε από ένα εγκύκλιο γράμμα του με τίτλο:
«Ἀφοριστικὸν γράμμα τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυροῦ Θεοδώρου τοῦ Εἰρηνικοῦ πρὸς τε τοὺς ἐν Κωνσταντινουπόλει κατοικοῦντας Γραικοὺς καὶ τοὺς ἐκτὸς ταύτης, ὅτε ὁ παρὰ τοῦ πάπα πεμφθεὶς καρδινάλιος ἠνάγκασε πάντας ὑποταγῆναι τῷ πάπᾳ καὶ τῷ παρ’ αὐτοῦ ἀποσταλλέντι πατριάρχῃ τάχα Κωνσταντινουπόλεως, ἔτι δὲ καὶ μνείαν ποιεῖσθαι τοῦ ἐκείνων ὀνόματος», το οποίο βρίσκεται στον Ελληνικό κώδικα της μονής Διονυσίου. Ο αφοριστικός αυτός λόγος περιέχει πάμπολλες αναφορές σε χωρία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και σε λόγους του Ιωάννη Δαμασκηνού και είναι γραμμένος σε υψηλό ύφος. Το 1214 ανέβηκε στον Πατριαρχικό θρόνο μέχρι τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1216.
Μία άλλη σημαντική προσωπικότητα, ο Δημήτριος Καρύκης, διετέλεσε μέγας ''λογαριαστὴς'' επί Θεοδώρου Α' και ''ὕπατος τῶν φιλοσόφων'' επιβλέποντας την ανώτερη εκπαίδευση. Για τον τελευταίο δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε διορίστηκε ύπατος των φιλοσόφων. Το 1223, ένα έτος μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Α', γνωρίζουμε ότι ο Καρύκης ως ύπατος των φιλοσόφων εξέτασε προφορικά τον νεαρό Νικηφόρο Βλεμμύδη. Επίσης ο Μανουήλ Α' Καραντηνός ή Σαραντηνός (1217 - 1222), υπήρξε ο τελευταίος εκλεγμένος πατριάρχης επί Θεοδώρου Α'. Πριν από το 1204 δίδασκε στην «Πατριαρχική Ακαδημία» κατέχοντας τη θέση του Μαΐστωρος των φιλοσόφων.
Επίσης, εκτός από τους παραπάνω λόγιους γνωρίζουμε έναν εκπαιδευτικό της Πατριαρχικής σχολής της Κωνσταντινούπολης ο οποίος αναρριχήθηκε σύντομα σε υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα στο κράτος της Νίκαιας. Πρόκειται για τον Νικόλαο Χρυσοβέργη πρώην Μαΐστωρα των ρητόρων και μετέπειτα επίσκοπο Σάρδεων (1213). Ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις πρότεινε και σ’ έναν άλλο λόγιο της εποχής να εγκατασταθεί στη Νίκαια. Πρόκειται για τον Μιχαήλ Χωνιάτη, μητροπολίτη Αθηνών και αδελφό του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη. Με την πτώση των Αθηνών στους Λατίνους, το 1205, ο Μιχαήλ Χωνιάτης αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη μητρόπολή του.
Κατευθύνεται αρχικά προς τη Θεσσαλονίκη και την Εύβοια, την Κέω ή Τζιά (όπως αναφέρεται στις πηγές) και στο τέλος καταλήγει στη μονή του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου κοντά στις Θερμοπύλες. Είχε γεννηθεί το 1138 στις Χώνες της Φρυγίας, όπου και διδάχτηκε τη στοιχειώδη παιδεία. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και παρακολούθησε μαθήματα από τον Ευστάθιο, τον κατοπινό μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, στην «Πατριαρχική Σχολή». Μολονότι ο Μιχαήλ δέχτηκε πολλές προτάσεις από τον Θεόδωρο Α', τελικά δεν πήγε ποτέ στη Νίκαια.
Πιο συγκεκριμένα, από την επιστολή του Μιχαήλ Χωνιάτη: «Τῷ βασιλεῖ τῆς Ἀνατολῆς τῷ Λάσκαρι», την οποία έγραψε το 1208 στη Κέα, δεν πληροφορούμαστε βέβαια για την εκπαιδευτική κατάσταση της Νίκαιας αλλά συμπεραίνουμε ότι ο Θεόδωρος Α' είχε πολύ μεγάλη αγωνία και εμμονή για να οργανώσει την εκπαίδευση στην επικράτειά του. Από την ίδια επιστολή μαθαίνουμε ότι ο Θεόδωρος Α' είχε καλέσει τον Μιχαήλ στη Νίκαια ήδη δύο φορές λέγοντας πως αν ο τελευταίος εγκαθίστατο στη Νίκαια θα «αναπαυόταν ιδιαίτερα». Στην ίδια επιστολή ο Μιχαήλ επαινεί τον Θεόδωρο Α' για τις οργανωμένες προσπάθειες που κατέβαλλε, ώστε να προσελκύσει όλα τα τέκνα της εκκλησίας στο κράτος του, και τον παρομοιάζει με την όρνιθα που μαζεύει τους νεοσσούς.
Ενώ παρακάτω τον χαρακτηρίζει «ἀνορθωτὴν καὶ κληρονόμον αὐτοῦ καὶ διάδοχον γνήσιον καὶ τῶν ἐκείνου πολιτῶν αὐτοκράτορα ἔννομον». Από μία άλλη επιστολή μαθαίνουμε ότι ο Μιχαήλ περνάει δύσκολες στιγμές και ότι σκέφτεται ν’ ανταποκριθεί στις προσκλήσεις του Θεοδώρου και να εγκατασταθεί στη Νίκαια, αλλά όπως λέει και ο ίδιος το προχωρημένο της ηλικίας του τον κάνει να αναβάλλει συνεχώς την αναχώρησή του για τη Νίκαια μολονότι του είχαν προτείνει ν’ αφήσει την Εύβοια, τον τόπο όπου διέμενε, ώστε ν’ αναλάβει επισκοπικά καθήκοντα στην Άνδρο και στη Νάξο. Επίσης, μέσω της επιστολής (ρλζ΄ 137) ο Μιχαήλ Χωνιάτης ζητεί από κάποιον Ιωαννίκιο και τον πατριάρχη Μιχαήλ να μεσολαβήσουν ώστε ο Θεόδωρος να δεχτεί κάποιον Χαλκούτζη, αριστοκράτη της Εύβοιας, ο οποίος ήθελε να εγκατασταθεί στη Νίκαια.
Στην επιστολή (ϰζ΄ 97) ο Μιχαήλ Χωνιάτης αναφέρει πως ο Θεόδωρος Α' έστειλε τον Ιωάννη Στειριόνη στην Κέα, στη νήσο όπου διέμενε ο εξόριστος Μιχαήλ, μόνο και μόνο για να μεσολαβήσει ο τελευταίος ώστε ο Ευθύμιος Τορνίκης να μεταβεί στη Νίκαια. Στην επιστολή (ρβ΄ 102) προς τον Ευθύμιο Τορνίκη, ο Μιχαήλ Χωνιάτης αναφέρει πως του έστειλαν δύο βιβλία του Γαληνού, το «Περὶ Μεθόδων ἀνατομικῶν» και το «Περὶ καθ’ Ἱπποκράτην καὶ Πλάτωνα δογμάτων» από τη Νίκαια. Αφού μελέτησε τα παραπάνω βιβλία άνοιξε συζήτηση με τον ανιψιό του. Ο ίδιος ανέλυσε καλύτερα τον Πλάτωνα, ενώ ο ανιψιός του τον Γαληνό. Λίγο πιο κάτω αναφέρει ότι «δεν είχαμε ακούσει τα πάντα για τον Αριστοτέλη, γιατί δεν γνωρίζαμε πολλά από των ζώων και μορίων» τα οποία μπορούσε να εξηγήσει ο ανιψιός του.
Σε μία άλλη επιστολή γράφει στον Ευθύμιο Τορνίκη, στον Νικόλαο Πιστόφιλο και στον Μανουήλ Βεριβόη: « Ορκίζομαι σε εσάς γιατί είμαστε από την ίδια πατρίδα και βγήκαμε από το ίδιο εκπαιδευτικό σύστημα». Τέλος σε επιστολή του προς τον Θεόδωρο Α' περιγράφει πως έχει πια εγκαταλείψει τη Κέα, όπου έμενε τόσο καιρό, και πως εγκαταστάθηκε κοντά στις Θερμοπύλες στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Στην ίδια επιστολή ζητάει από τον Θεόδωρο Α' να στείλει κάποιον για να του δώσει Θηραϊκή γη, η οποία θα λειτουργούσε ως αντιβιοτικό για την ασθένειά του, χωρίς ωστόσο να κατονομάζει ποια ήταν η ασθένειά του.
Επίσης ο Θεόδωρος Α' φαίνεται πως από πολύ νωρίς είχε προσκαλέσει αρκετούς ακόμη λογίους και κάποιους κληρικούς, οι οποίοι μετά την άλωση του 1204 είχαν καταφύγει στην Εύβοια. Οι τελευταίοι όμως ακολούθησαν την στάση του Μιχαήλ Χωνιάτη, παραμένοντας στην Εύβοια, αν και ο τελευταίος, ο οποίος είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις και αλληλογραφία μαζί τους, τους παρότρυνε να μεταβούν στην Νίκαια, καθώς εκεί θα ήταν ασφαλείς και με περισσότερες ανέσεις. Πρόκειται για τον Ευθύμιο Τορνίκη, γιο του Δημήτριου Τορνίκη, τον Νικόλαο Πιστόφιλο και τον Μανουήλ Βεριβόη, ο οποίοι ήσαν κληρικοί και απόφοιτοι της «Πατριαρχικής Ακαδημίας».
Βέβαια, μπορεί ο Ευθύμιος Τορνίκης να μην εγκαταστάθηκε στη Νίκαια, όμως ο συνονόματος ανιψιός του προτίμησε το κράτος του Θεόδωρου Α', όπου και αναρριχήθηκε γρήγορα στα αυλικά αξιώματα φθάνοντας μέχρι του αξιώματος του μεσάζοντος. Το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας έκανε επίμονες προσπάθειες για να φέρει τον Μιχαήλ Χωνιάτη στην αυλή του, καταδεικνύει κατά τη γνώμη μας πως ο Θεόδωρος Α' μερίμνησε αρκετά για την οργάνωση της εκπαίδευσης του κράτους του, εφόσον ο Μιχαήλ Χωνιάτης είχε τη φήμη του άξιου εκκλησιαστικού ποιμένα και του μεγάλου λόγιου.
Επίσης, το γεγονός ότι ο πατριάρχης και οι προαναφερθέντες εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι διατηρούσαν αλληλογραφία με τον πρώην μητροπολίτη Αθηνών δηλώνει πως οι τελευταίοι είχαν σχέσεις μαζί του, παρά την μεγάλη απόσταση που τους χώριζε.
Τα σχολεία της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας επί Θεόδωρου Α'
Η μοναδική πηγή που αναφέρεται στην εκπαίδευση κατά τα πρώτα έτη της περιόδου του Θεόδωρου Α', είναι η διπλή αυτοβιογραφία του περίφημου Νικηφόρου Βλεμμύδη. Ο Βλεμμύδης υπήρξε εξέχουσα πνευματική φυσιογνωμία του κράτους της Νίκαιας. Για τον βίο του Νικηφόρου διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες. Κάποιες από αυτές προέρχονται από τη «Χρονική Συγγραφή» του Γεώργιου Ακροπολίτη, κάποιες άλλες από τις επιστολές του μαθητή του Θεοδώρου Β' προς τον ίδιο, ενώ οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε, προέρχονται από τον ίδιο το Νικηφόρο. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1197, ο Νικηφόρος κατέφυγε το 1204 μαζί με τους γονείς του στην Προύσα.
Εκεί έζησε μέχρι το 1208, και κατόπιν πήγε στη Νίκαια. Αργότερα εγκαταστάθηκε έξω από την Έφεσο, όπου και παρέμεινε έως το τέλος της ζωής του, χωρίς ποτέ να επισκεφτεί την γενέτειρά του, ακόμη και όταν αυτή ανακαταλήφτηκε από την ιδρυτή της Παλαιολόγειας δυναστείας, αφενός διότι δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον τόπο όπου έζησε επί 60 έτη, αφετέρου διότι διαφωνούσε με το τρόπο και τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Μιχαήλ Η' (1259 - 1282) για να καταλάβει την εξουσία. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης σε ηλικία εξήντα έξι ετών θέλησε να συντάξει την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο:«Νικηφόρου Μοναστοῦ καὶ Πρεσβυτέρου περὶ τῶν κατ’ αὐτὸν Διήγησις Μερική».
Η πρώτη αυτή αυτοβιογραφία συντάχτηκε λοιπόν το 1264 και αποτελείται από 90 κεφάλαια. Ένα χρόνο αργότερα συνέταξε και μία δεύτερη αυτοβιογραφία με τον ίδιο τίτλο. Η διπλή αυτοβιογραφία του λόγιου αυτού άνδρα προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την εκπαιδευτική κατάσταση στο κράτος της Νίκαιας. Ο ίδιος αναφέρει στο πρώτο κεφάλαιο τους λόγους που τον ώθησαν να γράψει την αυτοβιογραφία του: «Εξήντα έξι έτη από τη γέννησή μου, αποφάσισα να θυμηθώ μερικά από εκείνα που συνέβησαν στο βίο μου και να στήσω μία στήλη ομολογίας στον βοηθό και σωτήρα, τον κηδεμόνα και κτίστη, τον κραταιό, τον σοφό, τον αγαθό, για όσα προηγουμένως απήλαυσα και για όσα υπέστην αργότερα, όταν διασώθηκα από την τρικυμία και τον καταποντισμό και από το χάος της απώλειας, της φαινομένης και της νοουμένης».
Η δεύτερη αυτοβιογραφία χωρισμένη σε 85 κεφάλαια, χρονολογείται το 1265 και είναι , όπως αναφέρει και ο ίδιος, συμπληρωματική της πρώτης. Και οι δύο Διηγήσεις συνδέονται με τη μονή του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού στα Ημάθεια κοντά στην Έφεσο που ίδρυσε ο Βλεμμύδης και η οποία αποπερατώθηκε το 1248. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Βλεμμύδης μέσω των αυτοβιογραφιών του απευθύνεται στους μοναχούς του και όχι προς το «ευρύ κοινό». Η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι ο Βλεμμύδης θεωρούσε εαυτόν Άγιο και έτσι ήθελε να μη λησμονηθεί ο βίος του, αλλά να γίνει γνωστός μέσα από τη μονή του και επιπροσθέτως ήθελε να διασφαλίσει ότι οι όποιες αρετές του δεν θα μείνουν άγνωστες.
Ο πρώτος εκδότης της αυτοβιογραφίας του λόγιου άνδρα, A. Heisenberg, θεώρησε ότι η αυτοβιογραφία του Βλεμμύδη θα έπρεπε να ενταχτεί στην κατηγορία των Αγιολογικών κειμένων, ενώ ο Κ. Krumbacher χαρακτήρισε το παραπάνω έργο ως αυτοπανηγυρικό. O G. Misch θεωρεί ότι υπάρχει μία αντίφαση στις δύο αυτοβιογραφίες: από τη μία ο Βλεμμύδης είναι τόσο προσωπικός και ιδιόρρυθμος, από την άλλη η ''κοφτερή'' κριτική σκέψη του συμπλέκεται με πεπερασμένα Βυζαντινά μοτίβα, βίους αγίων και πίστη στους δαίμονες. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ο Βλεμμύδης δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος της παιδείας.
Από τον ίδιο πληροφορούμαστε ότι το 1204 κατευθύνθηκε μαζί με την οικογένειά του στην Προύσα, όπου για τέσσερα χρόνια διδασκόταν την γραμματική από τον Μοναστηριώτη, ο οποίος αργότερα χειροτονήθηκε μητροπολίτης Εφέσου. Κατά το 1208 (έτος της στέψης του Θεοδώρου Α') κατευθύνθηκε στην Νίκαια όπου διδάχτηκε τον Όμηρο και άλλους ποιητές, τα προγυμνάσματα του Αφθονίου, την ρητορική του Ερμογένους και τη λογική. Φθάνοντας όμως στην ηλικία των δεκαέξι ετών, ο νεαρός Νικηφόρος, διψώντας συνεχώς για μάθηση απογοητεύεται όταν ανακαλύπτει πως δεν υπάρχει κάποιος άξιος διδάσκαλος για να τον καθοδηγήσει στα μονοπάτια της γνώσης. Γι’ αυτό τον λόγο αποφασίζει να εξασκήσει την ιατρική καθώς ο πατέρας του ήταν στο επάγγελμα ιατρός.
Από την αυτοβιογραφία του Νικηφόρου Βλεμμύδη εμμέσως πληροφορούμαστε ότι το 1213 (όταν δηλαδή ο Βλεμμύδης ήταν στην ηλικία των 16 ετών) δεν υπήρχε στη Νίκαια δάσκαλος «ανώτερης εκπαίδευσης», ούτε πολύ λιγότερο κάποια ανώτερη σχολή. Επομένως η ανασύσταση των εκπαιδευτικών οφφικίων που είδαμε ότι πραγματοποιήθηκε από τον Θεόδωρο Α' δεν επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την εκπαιδευτική κατάσταση της Αυτοκρατορίας, μολονότι είχαν ήδη περάσει εννέα χρόνια από την δημιουργία της και τουλάχιστον πέντε από την επανενεργοποίηση των εκπαιδευτικών οφφικίων (εφόσον δεχτούμε ότι αυτό συνέβη το 1208).
Έτσι ο Νικηφόρος Βλεμμύδης από το 1213 και μετά περνάει κάποιο χρονικό διάστημα στη βασιλική αυλή, λαμβάνοντας, σύμφωνα με τον ίδιο, κάποια εκπαίδευση, η οποία μάλλον δεν τον ικανοποιούσε, εφόσον δεν αναφέρει κάτι συγκεκριμένο γι’ αυτήν. Είναι πολύ πιθανόν ο Βλεμμύδης να αναφέρεται στη συνήθεια της εποχής κατά την οποία οι Αυτοκράτορες συγκέντρωναν στ’ ανάκτορα τους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών, οι οποίοι ονομάζονταν «αρχοντόπουλα», με απώτερο σκοπό να εκπαιδεύονται και μορφώνονται μαζί με τον διάδοχο και τους άλλους πρίγκιπες. Ο ίδιος όμως δεν ήταν ευχαριστημένος καθώς “ἀγνῶτες ὦμεν καὶ ἀδαεῖς”.
Γρήγορα παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τη Νίκαια για να συναντήσει κάποιον Πρόδρομο, ο οποίος ζούσε ερημικά στον Σκάμανδρο. Οι πληροφορίες που έχουμε για τον Πρόδρομο που δίδασκε στον Σκάμανδρο είναι ελάχιστες. Κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής ο Πρόδρομος υπήρξε μαθητής του Ιωάννη Καλοήθη, καθηγητή της «Πατριαρχικής Ακαδημίας» επί πατριάρχη Ιωάννη Ι' Καματηρού (1198 - 1206). Πολύ πιθανό είναι ο Πρόδρομος να εγκατέλειψε την πατρίδα του, όταν αυτή έπεσε στους Σταυροφόρους σε όχι πολύ μεγάλη ηλικία. Ο Καλοήθης έγινε επίσκοπος Μαδύτου το 1209, και ίσως τότε ο Πρόδρομος να εγκαταστάθηκε στην περιοχή. Τo γεγονός ότι ο Βλεμμύδης αποφασίζει να μαθητεύσει κοντά στον Πρόδρομο σημαίνει πως ο τελευταίος φημιζόταν για τις γνώσεις του.
Πράγματι στον Σκάμανδρο ο οποίος ''Οὐ γὰρ ὑπὸ τὰ τῶν Ἑλλήνων τὤτοτε σκῆπτρα'' ο Νικηφόρος ''έμαθε'' την αριθμητική του Νικομάχου, τη μελλοντολογία με βάση τον Διόφαντο (για την οποία δεν υπήρχε κανένας άλλος καθηγητής στην περιοχή για να την διδάξει), την γεωμετρία των επιπέδων, των στερεών, των δεδομένων, των σφαιρικών, των οπτικών, και των κατοπτρικών (δηλαδή τη φυσική), έμαθε την αστρονομία, όχι αυτήν που υποτιμά το μυαλό και υποβιβάζει αυτούς που την πιστεύουν εύκολα και η οποία οδηγεί το μυαλό σε γεγονότα και γεννήσεις και προσπάθειες να προβλεφθεί ο καιρός και άλλα ψέματα, αλλά έμαθε την αστρονομία που είναι εκλεπτυσμένη και ανεβάζει το μυαλό.
Δηλαδή την αστρονομία που αποσαφηνίζει πώς γίνεται η περιφορά του ουρανού ολόκληρου και κατά μέρος, πώς κινούνται τ’ αστέρια και ποια μέρη από τ’ αστέρια κινούνται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο και όσα από τ’ αστέρια έχουν δική τους περιφορά. Η αστρονομία που διδάχτηκε μας γνωστοποιεί την ανατολή και τη δύση των αστεριών, και πότε φαίνονται τ’ αστέρια σ’ εμάς και πότε δεν φαίνονται και προσπαθεί να παραστήσει τις σχέσεις και τις αποστάσεις που έχουν τ’ αστέρια μεταξύ τους και αυτά που είναι πραγματικά και αυτά που φαίνονται και πώς αυξάνονται και μειώνονται οι μέρες και οι νύκτες όχι όλες παντού με τον ίδιο τρόπο.
Και ακόμη πώς κάθε φορά αλλού αλλάζει η ώρα και παραδίδει σ’ εμάς η αστρονομία την πλήρη ή μερική ομοιότητα που έχουν τ’ αστέρια μεταξύ τους και άλλα πολλά που είναι σχετικά μ’ αυτά και μας κάνει γνωστό τον λόγο για τον οποίο γίνονται όλα αυτά, και όλα αυτά τα αποδεικνύει μέσα από τη γραμμική απόδειξη, γιατί δεν γίνεται να αποδειχτούν αυτά ούτε με την ρητορική ούτε με την γραμματική. Επίσης ο Βλεμμύδης στην αυτοβιογραφία του αναφέρει πώς αφού έμαθε όσο καλύτερα γινόταν την επιστήμη της αστρονομίας, άρχισε να ασχολείται με τη συλλογιστική, για την οποία ο δάσκαλός του γνώριζε πάρα πολλά πράγματα. Στη συνέχεια μελέτησε τη φυσική και ασχολήθηκε και μ’ αυτήν, όχι όμως όσο θα έπρεπε γιατί ήδη είχε περάσει καιρός.
Έτσι αναγκάστηκε να διαβάζει μόνος του, χωρίς κάποια βοήθεια, τα εγχειρίδια φυσικής. Στη συνέχεια ο Νικηφόρος Βλεμμύδης γράφει χαρακτηριστικά: ''Και αφού ευχαρίστησα αυτόν που με ευεργέτησε για τις χαρές όλης αυτής της καλοσύνης που έτυχα, άρχισα να πηγαίνω σε ομιλίες ιατρικής” και πιο κάτω αναφέρει για την αφοσίωση που έδειξε στις θεολογικές μελέτες :
''Έσκυψα πάνω στα βιβλία της Γραφής με εντατικότερους ρυθμούς, γιατί και παλαιότερα είχα αρχίσει να διαβάζω μερικούς θεολόγους και ποτέ δεν έπαψα να ασχολούμαι μ’ αυτούς, περισσότερο βέβαια το βράδυ όταν ήμουν κουρασμένος από τις καθημερινές φροντίδες και επίσης, όταν με είχε καταλάβει η αγάπη για τις γραφές, τις είχα συντρόφους στα εσωτερικά και στα εξωτερικά πράγματα, γιατί γνωρίζουν οι γραφές μέσα από τη θεολογία τους και να καθαρίζουν και να φωτίζουν το μυαλό και να καθοδηγούν το ύφος με υποθήκες και παραδείγματα''.
Δυστυχώς ο Βλεμμύδης δεν αναφέρει αν ο Πρόδρομος χρησιμοποιούσε κάποια εγχειρίδια κατά τη διδασκαλία και ποια ήταν αυτά. Οι «ανώτερες σπουδές» του Βλεμμύδη κοντά στον Πρόδρομο διήρκεσαν τρία χρόνια. Ο νεαρός Νικηφόρος όλα αυτά τα χρόνια ήταν αναγκασμένος να περνά με αρκετές δυσκολίες το σύνορο που χώριζε τον Λατινοκρατούμενο Σκάμανδρο από την επικράτεια του Θεοδώρου Α'. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του, περνούσε από το ένα κράτος σ’ ένα άλλο εχθρικό και ενώ τα σύνορα υποτίθεται ότι φρουρούνταν και από τις δύο πλευρές, για να μη μπορεί να περάσει κανείς από τα Λατινοκρατούμενα μέρη προς τα Βυζαντινά και το αντίστροφα.
Έτσι περνούσε από μέρη απάτητα, τέτοια που είναι άγνωστα , και έφτανε στο προορισμό του κοιτάζοντας ψηλά παρακαλώντας για την καθοδήγηση και προάσπιση από το Θεό. Με τη βοήθειά Εκείνου που κατευθύνει και Αυτού που σώζει υπερκέρασε κάθε κίνδυνο και κάθε συνοριακή φρουρά. Όπως παρατηρούμε, παρόλο που δεν ήταν εύκολη η πρόσβασή του στο ερημητήριο του Προδρόμου στον Σκάμανδρο, ο Βλεμμύδης μάλλον αφήνει να εννοηθεί ότι επιθυμούσε να παραμείνει για περισσότερο χρονικό διάστημα με τον δάσκαλό του, αλλά έπρεπε να επιστρέψει, για να αναλάβει κάποια θέση ή αξίωμα στη πόλη της Νίκαιας. Ας μην ξεχνάμε πως ο Βλεμμύδης σταμάτησε τις «ανώτερες σπουδές» του το 1223, επομένως ήταν 26 ετών.
Επομένως το 1223 δεν υπάρχει ακόμη κάποια ανώτερη σχολή στο κράτος της Νίκαιας. Το πιθανότερο είναι να υπάρχουν οι λεγόμενοι γραμματιστές στις διάφορες πόλεις. Όπως συνέβαινε και στα χρόνια προ του 1204 οι γραμματισταί, οι δάσκαλοι που δίδασκαν τα ''ἱερὰ'' γράμματα στους μικρούς μαθητές ήταν διάσπαρτοι σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει και στην Προύσα, στην πόλη όπου ο Βλεμμύδης έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Στην συνέχεια κατευθύνθηκε στην πόλη της Νίκαιας, για να παρακολουθήσει μαθήματα της μέσης εκπαίδευσης. Μάλλον ο Θεόδωρος Α' προσέλαβε εκπαιδευτικούς, για τους οποίους δεν διαθέτουμε κανένα στοιχείο.
Ο ίδιος ο Βλεμμύδης δεν δήλωνε ικανοποιημένος. Γι’ αυτό αναγκαζόταν να επισκέπτεται καθημερινά τον Πρόδρομο στον Σκάμανδρο, πράγμα που σημαίνει πως στην πόλη της Νίκαιας δεν υπήρχαν καθηγητές εγνωσμένης επιστημοσύνης και εκπαιδευτικής ικανότητας. Αν και τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν είναι επαρκή, μπορούμε να πούμε κλείνοντας ότι ο Θεόδωρος Α' πολύ σύντομα έδειξε ενδιαφέρον για τα εκπαιδευτικά πράγματα, φροντίζοντας για τη συνέχεια των εκπαιδευτικών θεσμών, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί στην περίοδο πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204, αλλά και προσπαθώντας να προσελκύσει επιτυχώς ένα μεγάλο αριθμό λογίων, οι οποίοι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους είχαν καταφύγει σε διάφορα σημεία της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Επίσης, ο πρώτος Αυτοκράτορας της Νίκαιας δεν φαίνεται να προέβη στη ίδρυση κάποιου ανώτερου κρατικού εκπαιδευτικού ιδρύματος, ούτε στη δημιουργία κρατικών βιβλιοθηκών, ούτε στη συγκέντρωση βιβλίων και χειρογράφων, είτε επειδή δεν του το επέτρεπαν οι συνθήκες, είτε επειδή δεν μπορούσε να φέρει στο κράτος της Νίκαιας εκείνα τα πρόσωπα που θα διοργάνωναν το εκπαιδευτικό σύστημα. Το βάρος αυτό έμελλε να αναλάβει ο διάδοχος του Θεοδώρου Α', Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης.
Δύο Αιώνιοι Αντίπαλοι (Δημήτριος Καρύκης και Νικηφόρος Βλεμμύδης)
Ο διάδοχος του Θεόδωρου Α', Ιωάννης Γ' Βατάτζης, έδειξε και αυτός μεγάλο ενδιαφέρον για την παιδεία από πολύ νωρίς. Τουλάχιστον αυτό μαρτυρεί ένα περιστατικό που έλαβε χώρα το 1223. Όπως προαναφέρθηκε, όταν ο Βλεμμύδης βρισκόταν στην ηλικία των είκοσι έξι ετών, αποφάσισε να σταματήσει τις σπουδές του και επέστρεψε στη Νίκαια. Εκεί ο Ιωάννης Γ' επιθυμώντας να ελέγξει τις γνώσεις του Βλεμμύδη, ζήτησε από τον τότε ''ὕπατο τῶν φιλοσόφων'' Δημήτριο Καρύκη να τον εξετάσει. Κατά τον Βλεμμύδη, ο ''Γηραιός και πολυμαθής'' Δημήτριος Καρύκης είχε πάρει πάρα πολλά αξιώματα εξαιτίας της γνώσης, και όταν ο ίδιος ήταν πολύ μικρός, τον είχε καθοδηγήσει στη γνώση.
Ο Αυτοκράτορας λοιπόν έδωσε εντολή στον Καρύκη να ψάξει και να δώσει αναφορά για τον αν υπήρχε στον Νικηφόρο κάποια έμφυτη διάθεση προς τη γνώση. Ο Καρύκης πράττοντας χωρίς καμία σοφία, αλλά με πανουργία, ήθελε να αποδείξει ότι ο Νικηφόρος δεν γνώριζε τίποτε. Ο ύπατος των φιλοσόφων αφού εσκεμμένα άλλαξε τον πρώτο στίχο από τον πρώτο ψαλμό του Δαβίδ λέγοντας: «Ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν, μακάριός ἐστιν», ζήτησε από τον Βλεμμύδη να τον σχολιάσει. Ο τελευταίος, ο οποίος είχε καταλάβει ότι ο Καρύκης είχε αντιδιαστρέψει την πρόταση, άρχισε να τον κατακρίνει μπροστά στο πλήθος λέγοντας τα εξής:
«Ακούστε όλοι την θαυμάσια φράση, τον λόγο που δεν δέχεται αντίρρηση που είπε ο ύπατος των φιλοσόφων. Γιατί; τι είναι αυτό που παρουσίασε ως δόγμα; ότι κάθε άλογο, επίσης και κάθε όρνιθα και κάθε ιχθύς, αλλά ακόμη περισσότερο και το σφουγγάρι και το κρύσταλλο και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε είναι ευτυχισμένο; Έχεις καταλάβει ύπατε των φιλοσόφων τι είπες; Εσύ ήθελες να μας πιάσεις στο μεγαλύτερο, εμείς σου δίνουμε το μικρότερο, το βόδι δεν ακολούθησε τη γνώμη των ασεβών, γιατί δεν είχε μυαλό και εσύ όμως είπες «όποιος δεν ακολούθησε τη γνώμη των ασεβών είναι ευτυχισμένος». Με ποιον τρόπο λοιπόν το βόδι είναι ευτυχισμένο; Δεν έχεις τίποτε άλλο να μας πεις; ή πιστεύεις ότι το βόδι είναι ευτυχισμένο; μήπως μπορείς να βεβαιώσεις το ίδιο και για τα υπόλοιπα ζώα; Αλλοίμονο! πόσους ευτυχισμένους θα εισαγάγεις στο ανθρώπινο είδος, όλους όσοι είναι άμυαλοι, αναίσθητοι και ακίνητοι;».
Εδώ παρατηρούμε ότι ο Καρύκης προσπάθησε να παραπλανήσει τον Βλεμμύδη παραφράζοντας ένα στίχο του Δαβίδ. Ο Βλεμμύδης, ο οποίος γνώριζε καλά το ψαλτήρι, ειρωνεύτηκε τον Καρύκη ενώπιον του ακροατηρίου χρησιμοποιώντας τα ίδια λογικά τεχνάσματα με εκείνα του υπάτου των φιλοσόφων. Έτσι ο Νικηφόρος απέδειξε την ικανότητά του στην ρητορική και στη θεολογία, εφόσον ο Καρύκης είχε προσπαθήσει να τον παγιδεύσει χρησιμοποιώντας έναν στίχο από τους Ψαλμούς. Με το πέρας της εξέτασης ο Δημήτριος Καρύκης έμεινε «αχανής». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ζητήσει ο Αυτοκράτορας από τον Βλεμμύδη να εξετάσει τον ύπατο των φιλοσόφων.
Στη συνέχεια ακολούθησε αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ανδρών για τα τρία σχήματα που εμπεριέχει το Όργανον του Αριστοτέλη, ενώ ακολούθησε και συζήτηση κατά την οποία ο Βλεμμύδης κατάφερε να παγιδέψει τον Καρύκη: « Και ενώ μιλούσαμε με αυτόν τον καθηγητή, πρώτα τον ρωτήσαμε για τα σημαντικότερα, μετά για τα λιγότερο σημαντικά και ανάμεσα σ’ αυτά του είπαμε και κάτι το οποίο ήταν φαινομενικά ασήμαντο ερώτημα για να συνδέσουμε τι προτάσεις μεταξύ τους και μ’ αυτόν τον τρόπο παγιδέψαμε αυτόν που ήθελε να μας παγιδέψει. Τον ρωτήσαμε λοιπόν: άραγε κάθε φιλόσοφος γνωρίζει την πραγματικότητα ή αυτό που φαίνεται ως πραγματικότητα ή είναι ασύλληπτη; Ο Καρύκης απάντησε θετικά και εμείς τον ξαναρωτήσαμε: πόσες φορές;
Και ο Καρύκης απάντησε δέκα. Και τον ρωτήσαμε λοιπόν, κάθε φιλόσοφος είναι άνθρωπος; και εκείνος απάντησε πάλι θετικά. Κάθε άνθρωπος λοιπόν γνωρίζει την πραγματικότητα είτε είναι γιδοβοσκός, είτε γεωργός, είτε βουρδουνάρης, είτε εκτρέφει χοίρους; Και ο Καρύκης απαντά: Ο συλλογισμός είναι σωστός, πού βρίσκεται το λάθος; Παρατηρούμε ότι ο Βλεμμύδης χρησιμοποίησε το φιλοσοφικό τέχνασμα με τη διαλογική μέθοδο, κατά την οποία οι προκείμενες έχουν λογικό περιεχόμενο, το συμπέρασμα όμως είναι παράλογο. Ο Καρύκης κατάλαβε το λάθος, και έφερε την απλή δικαιολογία ότι εξαιτίας της οχλαγωγίας δεν άκουσε καλά τον συλλογισμό του Βλεμμύδη.
Βέβαια δεν μπορούμε τα πάρουμε όλα τα παραπάνω τοις μετρητοίς. Σε περίπτωση όμως που τα παραπάνω γεγονότα έχουν μία δόση αλήθειας, μπορούμε να διαπιστώσουμε δύο πράγματα:
α) Ότι ο Βλεμμύδης διδάχτηκε πάρα πολλά στο σχολείο του Προδρόμου στον Σκάμανδρο και
β) Ότι ο ύπατος των φιλοσόφων Δημήτριος Καρύκης, ο οποίος ήταν 50 ετών περίπου, ήταν λιγότερο ευφυής από τον μόλις 26 ετών συνομιλητή του.
Εφόσον συνέβη το ατυχές περιστατικό της εξέτασης για τον Καρύκη, αντί να αντικατασταθεί από κάποιον καλύτερο, παρέμεινε στο εκπαιδευτικό αξίωμά του για τα επόμενα 11 χρόνια. Εύλογα γεννάται το ερώτημα: Άραγε ο Καρύκης ήταν ό,τι καλύτερο διέθετε η κοινωνία της Νίκαιας για το εκπαιδευτικό αξίωμα του υπάτου των φιλοσόφων; Έτσι είχε δοθεί στον Νικηφόρο Βλεμμύδη η ευκαιρία να δείξει τις γνώσεις του ενώπιον και άλλων αξιωματούχων, οι οποίοι παρακολουθούσαν τον διάλογο των δύο ανδρών που είχε πάρει την μορφή εξέτασης. Το παραπάνω γεγονός είχε επιδράσει θετικά για την μετέπειτα πορεία του Νικηφόρου.
Όπως αναφέρει και ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, χειροθετείται από τον πατριάρχη Γερμανό Β' το 1223 αναγνώστης της εκκλησίας και ''μετὰ χρόνον βραχὺν ἐν τοῖς Χριστοῦ Γενεθλίοις διάκονον αὐτουργεῖ'' ενώ ανήμερα της γιορτής των Θεοφανείων του δίδεται το αξίωμα του λογοθέτη. Ένδεκα χρόνια μετά το παραπάνω περιστατικό έφτασαν στη Νίκαια οι αντιπρόσωποι του πάπα Γρηγορίου Θ' (1227 - 1241), για να διεξαγάγουν με τους Ορθόδοξους της Ανατολής συνομιλίες για την Ένωση των δύο Εκκλησιών. Οι αντιπρόσωποι του πάπα ήταν δύο Δομινικανοί και δύο Φραγκισκανοί μοναχοί, άριστα κατηρτισμένοι στην σχολαστική θεολογία.
Από την πλευρά των Ορθοδόξων, εκπρόσωπος ήταν ο τότε ύπατος των φιλοσόφων Δημήτριος Καρύκης μαζί με άλλους επιφανείς κληρικούς του Πατριαρχείου. Μάλιστα ο Καρύκης είχε ζητήσει από τους υπόλοιπους Ορθοδόξους αντιπροσώπους να μη συμμετάσχουν στη συζήτηση, γιατί σε θέματα θεολογικά δεν τους είχε εμπιστοσύνη. Ο Βλεμμύδης, ο οποίος παρευρισκόταν στις συνομιλίες, αναφέρει πως ο Καρύκης είχε απαγορεύσει ακόμη και στον αυτοκράτορα να μιλήσει Οι συνομιλίες ξεκίνησαν στη Νίκαια στις 15 Ιανουαρίου 1234 και ο πρώτος γύρος των συνομιλιών αφορούσε το Filioque και τη χρήση του άζυμου άρτου στη θεία Ευχαριστία.
Ήδη από την αρχή οι Λατίνοι έφεραν σε δύσκολη θέση τον Καρύκη, ο οποίος δυσκολευόταν να αντικρούσει τα επιχειρήματά τους καθώς ''Οὐκ εἶχεν οὐθέν, καὶ ἦν ἀμηχανῶν τε καὶ σιωπῶν''. Μετά από λίγο μάλιστα ο Καρύκης ζήτησε τη διακοπή των διαπραγματεύσεων, επειδή οι Λατίνοι κόντευαν να τον κάνουν να παραδεχτεί τα δικά τους δόγματα. Μετά τη διακοπή της συνεδρίασης ο Καρύκης εξαφανίστηκε. Ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση, εφόσον είχαν χάσει τον μοναδικό διαπραγματευτή, ο οποίος απ’ ό,τι φάνηκε δεν ήταν και τόσο καλός θεολόγος, όσο νόμιζε. Εκείνη τη δύσκολη στιγμή εμφανίστηκε ο Βλεμμύδης, ο οποίος αυτοπροτάθηκε για να αντικαταστήσει τον Καρύκη.
Ο Πατριάρχης δέχτηκε και ο Βλεμμύδης σημειώνει ότι αντεπεξήλθε πλήρως στο ρόλο του, αναλύοντας με επιτυχία τη διδασκαλία για την εκπόρευση του Πνεύματος ''ἐκ τοῦ Πατρὸς διὰ τοῦ Υἱοῦ'', αποστομώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους Λατίνους θεολόγους και αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά την πολυμάθειά του. Οι συνομιλίες τελείωσαν στο Νυμφαίο τον Απρίλιο του 1234 χωρίς να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα. Διαβάζοντας κανείς τα αντίστοιχα εδάφια, παρατηρεί πως οι τέσσερις Λατίνοι θεολόγοι στήριζαν τις απόψεις τους με σχολαστικιστικό τρόπο, δηλαδή στήριζαν τις απόψεις και τις θεωρίες τους με επάλληλα λογικά επιχειρήματα. Γι’ αυτό και έπεισαν τον Καρύκη με τις απόψεις τους.
Αντίθετα ο Βλεμμύδης, για να υποστηρίξει τα επιχειρήματά του, χρησιμοποίησε την αποφατική Ορθόδοξη θεολογία, δηλαδή στήριξε τις απόψεις του επάνω σε αξιώματα και κοινούς τόπους της χριστιανικής θεολογικής σκέψης. Ξεκινά με τη θέση των Λατίνων, όπως αυτή διατυπώνεται στην παράγραφο 28 του πρώτου μέρους της αυτοβιογραφίας του Βλεμμύδη, και καταλήγει ν’ αποδείξει το αντίστροφο, χρησιμοποιώντας συνεχώς εδάφια από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Επομένως ο τρόπος που επιχειρηματολογεί την άποψή του είναι καθαρά φιλοσοφικός και είναι δείγμα της παιδείας του. Αμέσως μετά ο Βλεμμύδης έκανε ένα προσκυνηματικό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα και κατόπιν επέστρεψε στο μοναστήρι του.
Από το παραπάνω περιστατικό παρατηρούμε την πολυμάθεια του σοφού Βλεμμύδη αλλά και τον φιλοσοφικό τρόπο με τον οποίο στήριξε τις απόψεις του. Επιπλέον παρατηρούμε πως ο Δημήτριος Καρύκης, ο τότε ύπατος των φιλοσόφων δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις συνομιλίες με τους απεσταλμένους του πάπα. Δεν αποκλείεται το αξίωμα του υπάτου των φιλοσόφων να μην ανταποκρινόταν στις γνώσεις και τα καθήκοντα του Καρύκη. Όπως στην περίπτωση του Θεόδωρου Ειρηνικού, έτσι και στην περίπτωση του Καρύκη δεν έχουμε στη διάθεσή μας στοιχεία για την εκπαιδευτική του δράση. Επομένως είναι πολύ πιθανό στη Νίκαια ο ύπατος των φιλοσόφων να μην είχε ουσιαστικές αρμοδιότητες.
Η επανασύσταση του θεσμού ίσως να οφείλεται στο γόητρο που ήθελαν να δώσουν οι αυτοκράτορες της Νίκαιας έναντι του κράτους της Ηπείρου και της Τραπεζούντας. Το 1250 στάλθηκε από την Ρώμη δεύτερη αντιπροσωπεία στη Νίκαια. Και σ’ αυτήν την περίπτωση οι ομιλητές των Ορθοδόξων παρουσίασαν αδυναμίες στον λόγο τους, γι’ αυτό ο Αυτοκράτορας και ο πατριάρχης ζήτησαν ξανά την συμμετοχή του Βλεμμύδη στις συνομιλίες με τους Ρωμαιοκαθολικούς.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΠΙ ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΤΑΤΖΗ Γ' (1222 - 1254)
Η Εκπαιδευτική Πολιτική του Ιωάννη Γ' Βατάτζη
Όπως αναφέρθηκε το περιστατικό του Καρύκη με τον Βλεμμύδη εξελίχτηκε τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Ιωάννη Γ', ύστερα από επιθυμία του τελευταίου. Ο Βατάτζης, φαίνεται πως έδειξε και αυτός ενδιαφέρον για τα εκπαιδευτικά πράγματα του κράτους, προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα από τον προκάτοχό του Θεόδωρο Α'. Από τον Νικηφόρο Βλεμμύδη είχε ζητήσει να συντάξει ένα εγχειρίδιο φιλοσοφίας, ενώ τουλάχιστον δύο φορές, το 1233 και 1239 ο ίδιος λόγιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κράτος της Νίκαιας με σκοπό την εύρεση βιβλίων.
Δεν έχουμε καμία πληροφορία για τα βιβλία του έψαχνε, αλλά το πιο πιθανό είναι να συγκέντρωνε κείμενα κλασικών και σχόλια παλαιότερων φιλοσόφων εφόσον τότε είχε κάνει την πρώτη απόπειρα συγγραφής του έργου του'' Ἐπιτομὴ λογικῆς''. Το φθινόπωρο του 1233 ο Νικηφόρος Βλεμμύδης βρέθηκε στη Ρόδο μαζί με άλλους μορφωμένους άνδρες της Νίκαιας, τους οποίους δεν κατονομάζει. Ο Βλεμμύδης και η συνοδεία του αρχικά είχαν περάσει από την Έφεσο, όπου συνάντησαν τον Μανασσή, μητροπολίτη της πόλης. Ο Μανασσής ήταν ''λόγῳ καὶ ἀσκήσει κεκοσμημένος ἀνήρ, καὶ διαφόροις ἀρετῶν ἰδέαις διαπρεπής''.
Μάλιστα ο τελευταίος φαίνεται να τους είχε προτείνει να επισκεφτούν και τους Αγίους Τόπους, καθώς η Ιερουσαλήμ είχε παραχωρηθεί από τους μουσουλμάνους (1227 / 1228) στον Φρειδερίκο Β' κατά τη διάρκεια της ΣΤ' Σταυροφορίας. Ο Βλεμμύδης και ο κύκλος των διανοούμενων που τον συνόδευαν ξεκίνησαν το ταξίδι τους για τα Ιεροσόλυμα, λόγω όμως μεγάλης τρικυμίας σταμάτησαν στη Ρόδο. Εκεί ο τοπικός άρχοντας Λέων Γαβαλάς φιλοξένησε με τιμές τον Βλεμμύδη και τη συνοδεία του μέχρι το φθινόπωρο του 1233. Στη Ρόδο ο Βλεμμύδης και η συνοδεία του επισκέφτηκαν κάποια μονή στο όρος Αρταμύτη (ή Ρόδιον), η οποία ήταν πολύ φημισμένη.
Η μονή αυτή είχε ιδρυθεί από Βυζαντινούς μοναχούς τον 10ο αιώνα και περιλάμβανε μία πλούσια βιβλιοθήκη με πάπυρους και χειρόγραφα. Την συγκεκριμένη μονή είχαν επισκεφτεί και άλλοι μελετητές από τον 10ο έως τον 13ο αιώνα. ''Σ’ εκείνη τη μονή λοιπόν ανακάλυψαν πολλά βιβλία, τα οποία ήταν γι’ αυτούς παντελώς άγνωστα. Τα βρήκαν τόσο πολύ ενδιαφέροντα, ώστε πέρασαν όλη τη νύχτα διαβάζοντάς τα. Πληροφορίες για τα βιβλία τους παρείχαν και οι μοναχοί. Εκτός από τη Ρόδο ο Νικηφόρος επισκέφτηκε το 1239 και πιο απόμακρα μέρη από το κράτος της Νίκαιας.
Ο ίδιος αναφέρει επίσης στην αυτοβιογραφία του πως του ζητήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Γ' Βατάτζη να επισκεφτεί περιοχές της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με μοναδικό σκοπό την εύρεση χειρογράφων. Επισκέφτηκε περιοχές της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και ίσως και της Ηπείρου. Αρχικά κατευθύνθηκε με την καθοδήγηση των τοπικών αρχόντων στον Άθω, όπου έμεινε για ένα χρόνο ψάχνοντας για κώδικες. Στη συνέχεια κινήθηκε προς την Θεσσαλονίκη, όπου συνάντησε κάποιους μοναχούς με τους οποίους βρήκε την ευκαιρία να συζητήσει. Μετά την Θεσσαλονίκη επισκέφτηκε τη Λάρισα κάνοντας επίμονα την ίδια δουλειά. Επειδή όμως τον πίεζε ο χρόνος επιτείνει την προσπάθειά του.
Είναι πολύ πιθανό, ο Βλεμμύδης να προχώρησε και στο κράτος της Ηπείρου. Μεγάλη εντύπωση έκανε στον Βλεμμύδη το γεγονός πως δεχόταν τη βοήθεια των αρχόντων από τις περιοχές που περνούσε καθώς του παρείχαν χωρίς φειδώ όλα όσα χρειάζονταν. Τη βοήθεια αυτή την απέδιδε στον Θεό, εφόσον οι κατά τόπους κυβερνήτες ''Δεν είχαν την υποχρέωση ή την ανάγκη να υπακούν στις εντολές στον Αυτοκράτορα Ιωάννη Γ' προς όφελός του αλλά είχαν την εξουσία από μόνοι τους και αυθαίρετα''. Και αφού έμεινε για αρκετό καιρό στα «δυτικά μέρη» και αφού κουράστηκε αρκετά από την μελέτη των βιβλίων που ανακάλυψε, διότι τα βιβλία ήταν δύσκολο να μετρηθούν και ακόμη πιο δύσκολο να βρεθούν, εφόσον ο ίδιος αγνοούσε ακόμη και τους τίτλους.
Το ενδιαφέρον του ο Βατάτζης για την αναζήτηση βιβλίων έδειχνε και κατά τη διάρκεια της αποστολής του Βλεμμύδη. Ο τελευταίος αναφέρει πως ο Ιωάννης Βατάτζης του έστελνε επιστολές στις οποίες υπήρχαν τόσα δείγματα καθαρής αγάπης, πλήθος χορηγιών και τιμών ακόμη και για την αρχιεπισκοπή Αχρίδος, η οποία πρόσφατα έτυχε να έχει χάσει τον ποιμένα της. Η μεγάλη νοσταλγία του Βλεμμύδη για τα μέρη όπου μεγάλωσε, που μόνασε, τον ανάγκασε να κινηθεί προς τα βόρεια, παίρνοντας τον δρόμο για την πατρίδα του, χωρίς όμως να χάσει την ευκαιρία να ψάχνει βιβλία με τη βοήθεια των τοπικών αρχόντων. Ο Βλεμμύδης εκτός από την Ρόδο και την ηπειρωτική Ελλάδα είχε επισκεφτεί γύρω στο 1227 τη Λέσβο και το 1238 τη Σάμο, χωρίς όμως να γνωρίζουμε περαιτέρω στοιχεία.
Πέρα από την προσπάθεια δημιουργίας κρατικής βιβλιοθήκης, ο Βατάτζης προχώρησε και σε ένα άλλο εγχείρημα, στην ίδρυση σχολής ανωτέρων σπουδών. Γι’ αυτό και το 1244 ή 1245 ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης πήρε την απόφαση να δημιουργήσει μία ανώτερη σχολή στη Νίκαια. Ο ίδιος θεώρησε πως ο Βλεμμύδης θα ήταν ο καταλληλότερος για να τεθεί επικεφαλής στο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Την πρόσκληση προς τον Βλεμμύδη απηύθυνε ο πατριάρχης Μανουήλ Β' (1243 - 1254). Εφόσον στο εγχείρημα συμμετείχε και ο πατριάρχης Μανουήλ, ίσως ο Βατάτζης να είχε στο μυαλό του ένα ίδρυμα σαν την ''Πατριαρχική Σχολή'' της Κωνσταντινούπολης. Ο Βλεμμύδης απάντησε αρνητικά στον Πατριάρχη Μανουήλ αποστέλλοντάς του μία μακροσκελή επιστολή εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους απέρριψε την παραπάνω πρόταση.
Αρχικά στην επιστολή του προς τον πατριάρχη έγραφε ότι είναι μοναχός και επομένως απάδει προς τους μοναχικούς του όρκους να εγκαταλείψει το μοναστήρι του και να επιστρέψει στα εγκόσμια. Επιπλέον υποστήριζε πως θα ήταν καλύτερα να αναλάμβαναν το εκπαιδευτικό έργο κοσμικοί καθηγητές παρά εκκλησιαστικοί. Στη συνέχεια προέτρεπε τον πατριάρχη να ψάξει να βρει άλλους λογίους για αυτή τη δουλειά προσθέτοντας: ''Και εάν βρεθούν ικανοί, ας διδάξουν όλοι, και ο πιο ικανός να προΐσταται των υπολοίπων. Εάν πάλι, είναι όλοι ανίκανοι, τότε δεν επιθυμώ να είμαι επικεφαλής τους''. Από την άλλη έγραφε πως αν δεχόταν τη θέση αυτή, θα έπρεπε να παίρνει χρήματα, πράγμα που δεν επιθυμούσε.
Υπενθύμιζε ακόμη την πικρή εμπειρία του από την προηγούμενη φορά που δίδαξε για λογαριασμό του αυτοκράτορα, όταν δηλαδή του εστάλησαν ο Ακροπολίτης με τους συμμαθητές του: ''Βέβαια διδάξαμε για λίγο και οι ίδιοι, και απολαύσαμε τα μεγαλύτερα βραβεία. Τον Ιησού τον πρόδωσε ένας μαθητής από τους δώδεκα, εμάς από τους πέντε μας πρόδωσαν οι δύο, ο Κρατερός και ο Ρωμανός. Να λοιπόν δύο μαχαίρια, όχι του Ευαγγελίου, αλλά κακόβουλα και φονικά. Και αρκούν αυτά, γιατί αν συνεχίσω τότε θα βρεθεί και τρίτος προδότης και τέταρτος''. Η επιστολή έκλεινε με τη διαβεβαίωση του Βλεμμύδη ότι οποιοδήποτε καταναγκαστικό μέτρο δεν επρόκειτο να του αλλάξει γνώμη.
O Βατάτζης επιχείρησε να τον μεταπείσει αποστέλλοντάς του χρυσάφι, αλλά ο Βλεμμύδης το επέστρεψε πίσω αμέσως. Εκείνη την εποχή είναι πολύ πιθανό να αποπερατώθηκε και το σχολείο του Βλεμμύδη στην Έφεσο, το οποίο είχε αρχίσει να κτίζεται οκτώ χρόνια πριν. Μετά την επίμονη άρνηση του Βλεμμύδη, το σχέδιο ματαιώθηκε, και έτσι το κράτος των Λασκαριδών εξακολουθούσε να είναι χωρίς σχολή ανώτερης εκπαίδευσης.
Τα Σχολεία στη Νίκαια επί Ιωάννη Γ' Βατάτζη
Α. Τα Σχολεία του Θεόδωρου Εξαπτέρυγου και του Νικηφόρου Βλεμμύδη
Όπως είδαμε πιο πάνω, ένα σχολείο μέσης εκπαίδευσης λειτουργούσε στη Νίκαια και στεγαζόταν στο ανάκτορο του Θεόδωρου Α. Ωστόσο υπήρχε και ένα άλλο «άτυπο» σχολείο, εκείνο του Πρόδρομου, το οποίο λειτουργούσε (τουλάχιστον ως τα 1220) στα σύνορα του κράτους με τους Λατίνους στον ποταμό Σκάμανδρο (σε αυτό το δεύτερο «σχολείο» βέβαια δεν φοίτησαν πολλοί). Επί Ιωάννη Γ', όπως θα δούμε στη συνέχεια, τα σχολεία είναι περισσότερα. Οι πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτά είναι ελάχιστες και προέρχονται είτε από τους καθηγητές: Νικηφόρο Βλεμμύδη, Θεόδωρο Εξαπτέρυγο, Γεώργιο Βαβουσκωμίτη, είτε από τους μαθητές: Γεώργιο Ακροπολίτη, και Θεόδωρο Β'.
Το 1233, σε ηλικία 16 ετών, ο νεαρός Γεώργιος Ακροπολίτης άφηνε την γενέτειρά του την Κωνσταντινούπολη για να εγκατασταθεί στη Νίκαια. Ο ίδιος αναφέρει πως καταγόταν από αρκετά εύπορη οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ''καὶ τὸ πολλὴν ἔχειν περὶ αὐτὸν ὑπηρεσίαν τέκνά τε θεράποντάς τε καὶ θεραπενίδας''. Ο Ακροπολίτης επρόκειτο να γίνει ένας σημαντικός λόγιος και μεγάλος πολιτικός άνδρας της εξόριστης αυτοκρατορίας, φτάνοντας στο αξίωμα του λογοθέτη του γενικού. Υπήρξε δάσκαλος του Θεόδωρου Β', ενώ υπηρέτησε από διάφορες θέσεις στους Αυτοκράτορες Ιωάννη Γ' Βατάτζη, Θεόδωρο Β' και Μιχαήλ Η'.
Τον τελευταίο υπηρέτησε και μετά την αποκατάσταση του Βυζαντινού Αυτοκράτορα το 1261 στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης δεν μας άφησε κάποια αυτοβιογραφία, όπως ο Νικηφόρος Βλεμμύδης. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε γύρω από την προσωπικότητα του κατεξοχήν ιστορικού της Νίκαιας, προέρχονται από το έργο του, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χρονική Συγγραφή», και γράφτηκε μετά το 1261. Ο Ακροπολίτης γεννήθηκε το 1217 στην Κωνσταντινούπολη, όπου και παρακολούθησε τη βασική εκπαίδευση. Φαίνεται επομένως ότι στη Λατινική Κωνσταντινούπολη λειτουργούσαν και κάποια Ελληνικά σχολεία κατώτερης εκπαίδευσης.
Το 1233, σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο πατέρας του τον έστειλε στη Νίκαια για να παρακολουθήσει μαθήματα ανώτερων σπουδών, και κυρίως τη «Λογική» όπως ο ίδιος αναφέρει. Και ο πατέρας του είχε σκοπό να εγκατασταθεί στη Νίκαια, όμως ''ἡμιθανὴς γὰρ σχεδὸν καὶ ἡμίξερος γεγονὼς...ἀπέλιπε τὸ βιοῦν''. Πράγματι, ένα χρόνο μετά την άφιξή του στη Νίκαια, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Ακροπολίτης, ο Ιωάννης Γ' έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την εκπαίδευσή του καθώς και των άλλων αριστοκρατικών γόνων που θα μορφώνονταν μαζί του. Γι’ αυτό προέβη στην πρόσληψη κάποιου ιδιώτη δάσκαλου, ο οποίος θα παρέδιδε μαθήματα κατ’ οίκον.
Ο δάσκαλος που επελέγη για αυτόν τον σκοπό ήταν ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, παρόλο που πέρασαν 29 χρόνια από την ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, δεν φαίνεται να υπήρχε ακόμη μία ανώτερη σχολή. Ο Βατάτζης φαίνεται πως είχε ξεχωρίσει τον Ακροπολίτη από τα υπόλοιπα αρχοντόπουλα και μάλλον τον προόριζε για υψηλή διοικητική θέση. Λίγο πριν ο Ακροπολίτης αναχωρήσει για τον τόπο διδασκαλίας μαζί με τους συμμαθητές του, ο Βατάτζης του απηύθυνε τα παρακάτω λόγια:
''Αυτούς εδώ τους πήρα από τη Νίκαια και τους έστειλα στο σχολείο, εσένα όμως σε πήρα από το σπίτι μου και σε έστειλα να σπουδάσεις μαζί τους. Απόδειξε λοιπόν ότι πραγματικά από το δικό μου σπίτι προέρχεσαι και αφοσιώσου στα μαθήματα. Γιατί, αν ακολουθούσες το στρατιωτικό επάγγελμα, τόσα πολλά θα έπαιρνες ως μισθό από το βασιλικό ταμείο, ή ίσως και λίγο περισσότερα (απ’ ό,τι οι υπόλοιποι στρατιωτικοί) λόγω της επιφανούς καταγωγής σου. Αν όμως φανείς άξιος της φιλοσοφίας, τότε θα σου αξίζουν μεγάλες τιμές και μεγάλη δόξα. Γιατί οι πιο ονομαστοί από όλους τους ανθρώπους είναι ο Αυτοκράτορας και ο φιλόσοφος''.
Από τον παραπάνω λόγο μπορούμε να εξαγάγουμε πολλά και χρήσιμα συμπεράσματα. Κατ’ αρχάς φαίνεται ότι, ενώ μέχρι τότε η διδασκαλία των αρχοντόπουλων γινόταν στο παλάτι (όπως θυμόμαστε από την περίπτωση του Βλεμμύδη), τώρα η διδασκαλία γίνεται σε κάποιο ιδιαίτερο μέρος, και σίγουρα εκτός των ανακτόρων. Έτσι θα πρέπει να εννοήσουμε τη φράση ''σχολείο'' (''διδασκαλεῖον'' στο πρωτότυπο) που αναφέρει ο Βατάτζης. Ίσως να επρόκειτο για κάποιο θερινό ανάκτορο, το οποίο παραχωρήθηκε για να είναι οι μαθητές απερίσπαστοι κατά τη διδασκαλία, και όχι για κάποιο ανώτερο θεσμοθετημένο σχολείο.
Κατά δεύτερο λόγο αντιλαμβανόμαστε την μεγάλη ανάγκη που είχε η Αυτοκρατορία για μορφωμένα στελέχη, εφόσον ο Βατάτζης διαβεβαιώνει τον Ακροπολίτη ότι θα έχει μεγάλη ανέλιξη αν τελειώσει το εν λόγω σχολείο και εφόσον μορφωθεί στη φιλοσοφία. Μία τελευταία παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι η φιλοσοφία ήταν η επιστήμη που βασικά θα διδάσκονταν σ’ αυτό το ''σχολείο''. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος ήταν αυτός που επιλέχτηκε από τον Ιωάννη Γ' για να διδάξει τον Γεώργιο Ακροπολίτη. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τον Θεόδωρο Εξαπτέρυγο είναι λιγοστές. Είναι πιθανόν, ο Εξαπτέρυγος να γεννήθηκε γύρω στο 1180 στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί φαίνεται να παρακολούθησε τα μαθήματα που διδάσκονταν στην ''Πατριαρχική Ακαδημία'', από τον Γεώργιο Τορνίκη και Κωνσταντίνο Στίλβη αλλά μάλλον δεν πρόλαβε να τελειώσει τις σπουδές του, λόγω της Άλωσης του 1204. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη δράση και τον βίο του μέχρι το 1233, οπότε του ανατέθηκε η διδασκαλία από τον Ιωάννη Γ' Βατάτζη. Πράγματι το 1233 ο Ιωάννης Βατάτζης πήρε την απόφαση να προσλάβει τον Θεόδωρο Εξαπτέρυγο ως ιδιώτη δάσκαλο, ο οποίος θα παρέδιδε μαθήματα «κατ’ οίκον», με απώτερο σκοπό τη μόρφωση του Γεώργιου Ακροπολίτη, μετέπειτα ιστορικού και κρατικού αξιωματούχου, καθώς και των αριστοκρατικών γόνων που θα εκπαιδεύονταν μαζί με τον τελευταίο.
Έτσι το 1233 πληροφορούμαστε ότι ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος παρέδιδε μαθήματα στον Ακροπολίτη και σε άλλους τέσσερις μαθητές: στον Κρατερό, Ρωμανό,(οι οποίοι όπως θα δούμε παρακάτω κατηγόρησαν τον Βλεμμύδη), Σέργιο και Αγιοθεοδωρίτη. Ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος δεν μας άφησε κάποιο έργο στον γραπτό λόγο. Το μόνο που μας σώζεται στο όνομα του είναι έξι «διηγήματα» που έγραψε ο ίδιος ως ρητορικές ασκήσεις, μάλλον για να τις χρησιμοποιήσει κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας του. Για την ακρίβεια, τα διηγήματα αυτά σώζονται σε ένα μόνο χειρόγραφο, στον Vind. Έτσι στο πρώτο προγύμνασμα αναφέρει αρχικά για τη Μήδεια, έτσι όπως τη περιγράφει ο Απολλόδωρος, και στη συνέχεια μία υπόθεση για τη Μήδεια του Ευριπίδη.
Το περιεχόμενο της δεύτερης άσκησης περιλαμβάνει το μύθο της δημιουργίας της Κρήτης, ο οποίος σώζεται και στον Παυσανία. Στα προγυμνάσματα συμπεριλαμβάνονται και η ιστορία του Αρρίωνα, όπως την είχε διασκευάσει ο Λιβάνιος, η ιστορία του Οιδίποδος, η ιστορία του Δία και της Σεμέλης, για την οποία υπάρχουν δύο εκδοχές (ο Εξαπτέρυγος ακολούθησε την παράδοση του Νόννου), ενώ το έκτο προγύμνασμα περιέχει άγνωστο μύθο. Ο W. Hőrandner, ο οποίος εξέδωσε τα διηγήματα του Εξαπτέρυγου, εύστοχα παρατήρησε πως στα κείμενα αυτά υπάρχουν αρκετά γραμματικά και γλωσσικά λάθη, και σαν να μην έφτανε αυτό, στα κείμενα υπάρχουν πάρα πολλές λέξεις νεοελληνικές (π.χ. καὶ θέλει ξυνελθεῖν), κάτι που θεωρείται -αν όχι απαράδεκτο- σπάνιο για έναν ρήτορα του Βυζαντίου.
Ακόμη και ο Γεώργιος Ακροπολίτης πίστευε πως ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος δεν ήταν και ο καλύτερος: ''Δεν είχε βαθιά γνώση των διαφόρων επιστημών, ήταν όμως καλός ρήτορας, γιατί είχε ασχοληθεί πολύ με τη ρητορική, είχε ειδικευτεί στην απαγγελία και είχε αποκτήσει γι’ αυτόν τον λόγο μεγάλη φήμη''. Ο Εξαπτέρυγος δίδαξε στον Ακροπολίτη και στους υπόλοιπους τέσσερις μαθητές του τη ρητορική και τη ποιητική. Όμως η περίοδος της διδασκαλίας δεν κράτησε πολύ, (μόλις δύο χρόνια), γιατί ο καθηγητής απεβίωσε το 1236. Η πρόσληψη του Θεόδωρου Εξαπτέρυγου ως καθηγητή από τον Ιωάννη Βατάτζη μας δημιουργεί το ερώτημα, γιατί ο Αυτοκράτορας να θέλησε να προσλάβει έναν καθηγητή για τον οποίο αποδείχτηκε πως δεν ήταν και ο καλύτερος του είδους του;
Μήπως επειδή γνωρίζονταν αρκετά καλά και θεωρούνταν άτομο εμπιστοσύνης, ή μήπως δεν υπήρχε κάποιος καλύτερος καθηγητής εκείνη την εποχή, με αποτέλεσμα ο Εξαπτέρυγος να προσληφθεί ως εναλλακτική λύση; Παρόλο που είχαν περάσει τριάντα χρόνια από την ίδρυση της Αυτοκρατορίας, στο χώρο της παιδείας δεν υπήρχαν σπουδαίοι καθηγητές, όπως συνέβαινε την εποχή των Κομνηνών. Με τον θάνατο του Θεόδωρου Εξαπτέρυγου το 1236 ο Ιωάννης Γ' έπρεπε να βρει έναν νέο καθηγητή για τους νεαρούς υποτρόφους του, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν διδαχθεί μόνο ρητορική και ποιητική.
Ο Αυτοκράτορας τελικά επέλεξε τον Νικηφόρο Βλεμμύδη, ο οποίος μετά την επιτυχία του με τους Λατίνους στις συνομιλίες του 1234, είχε αποκτήσει φήμη εξαιρετικά μορφωμένου ανθρώπου. Είναι πιθανό ο Βλεμμύδης να δίδασκε τους πρώτους μοναχούς της μονής του, με δική του πρωτοβουλία, και έτσι η μονή του Βλεμμύδη να λειτουργούσε ήδη ως «άτυπο» σχολείο. Ο Βλεμμύδης εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του με δύο ακόμη μοναχούς: τον Κοσμά και τον Πέτρο. Ο πρώτος στην αρχή ήταν ''αλήτης και γεγυμνωμένος'' αλλά σύντομα ο Βλεμμύδης ''πρὸς τὸ κρεῖττον αὐτῷ διὰ τῆς ἡμετέρας ἐπιμελείας μετήμειπτο''. Αν υποθέσουμε ότι η επιμέλεια ήταν εκπαιδευτική, τότε οι δύο μοναχοί διδάσκονταν στο μοναστήρι από τον Βλεμμύδη.
Ο Ακροπολίτης αναφέρει για τον νέο του καθηγητή ότι ''ὃν τότε πάντες οἴδαμεν τῶν ἄλλων τελειώτερον ἐν ταῖς κατὰ φιλοσοφίαν ἐπιστήμαις''. Έτσι το 1236, ο Ακροπολίτης και οι συμμαθητές του μεταφέρθηκαν στην Έφεσο, στο μοναστήρι του Βλεμμύδη. Εκεί ο Βλεμμύδης τους δίδαξε φιλοσοφία, αστρονομία και θεολογία. Είναι όμως πολύ πιθανό να δίδαξε και τα μαθηματικά: την αριθμητική του Νικομάχου και τη γεωμετρία του Ευκλείδη, εφόσον κάποιοι από τους μαθητές του Ακροπολίτη όπως ο Θεόδωρος Λάσκαρις και ο Γεώργιος Κύπριος αναφέρουν ότι ο Ακροπολίτης δίδασκε μαθηματικά στη Νίκαια το 1247 και στην Κωνσταντινούπολη το 1267.
O Βλεμμύδης, ως αμοιβή για τη διδασκαλία του έλαβε αρκετά Αυτοκρατορικά προνόμια για το μοναστήρι του. Τα προνόμια αυτά καταγράφηκαν σε χρυσόβουλο λόγο (ή σε ''χάρτην'' όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παχυμέρης) από τον Ιωάννη Γ' Βατάτζη. Σύμφωνα με τον ''χάρτην''
α) Η μονή θα ήταν για πάντα ανεξάρτητη, και ποτέ και με κανέναν τρόπο δεν θα γινόταν ιερό μετόχι κάποιας άλλης μονής.
β) Η μονή θα λάμβανε κάθε χρόνο εκατό λίτρες χρυσού ως Αυτοκρατορική χορηγία.
γ) Η μονή θα υπαγόταν απευθείας στον Πατριάρχη, (επομένως υψωνόταν αυτόματα σε σταυροπηγιακή), και κανένας τοπικός επίσκοπος δεν θα μπορούσε να επέμβει στην εσωτερική της λειτουργία.
Ο Βλεμμύδης στην αυτοβιογραφία του αναφέρει ότι ο Βατάτζης του υποσχόταν τρόφιμα και χρυσά νομίσματα ετησίως. Ο ίδιος όμως δεν επιθυμούσε τα παραπάνω προνόμια, διότι έδινε περισσότερη σημασία στην ησυχία και στον λόγο. Μάλιστα σημειώνει πως δεν ήθελε ούτε τον Ακροπολίτη με τους υπόλοιπους μαθητές. Ο Βατάτζης όμως τον έπεισε χρησιμοποιώντας βία και πειθώ. Στο σημείο αυτό παρατηρούμε ότι υπάρχει μία μικρή διαφορά στη στάση του Αυτοκράτορα απέναντι στους δύο καθηγητές που προσέλαβε για να διδάξουν τον Ακροπολίτη και τους συμμαθητές του. Για τον Εξαπτέρυγο δεν αναφέρεται ότι έλαβε κάποια αυτοκρατορική χορηγία για το εκπαιδευτικό του έργο.
Αντίθετα, στην περίπτωση του Βλεμμύδη, ο Βατάτζης παρέχει σημαντικά προνόμια. Μήπως ο Αυτοκράτορας είχε στόχο τη δημιουργία κάποιου σχολείου στο πλαίσιο του μοναστηριακού συγκροτήματος, όπου έμενε ο Βλεμμύδης, ή μήπως πρόκειται για έναν ιδιώτη διδάσκαλο ο οποίος αναλάμβανε την επί χρήμασι εκπαίδευση των πέντε συγκεκριμένων υποτρόφων του Ιωάννη Βατάτζη; Όπως και να έχει, η εκπαίδευση αυτή είχε άδοξο τέλος, εφόσον δύο από τους μαθητές, ο Κρατερός και ο Ρωμανός, κατήγγειλαν τον καθηγητή τους. Πιο συγκεκριμένα, ο Κρατερός τον κατηγόρησε για κατάχρηση της περιουσίας του μοναστηριού, όπου έμενε ο Βλεμμύδης.
Κατά τον Κρατερό, ο μητροπολίτης Εφέσου έτυχε να περάσει από τη μονή, όπου και δώρισε την περιουσία του. Ο Βλεμμύδης καταχράστηκε την περιουσία αυτή. Μάλιστα ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του Βλεμμύδη ήταν και ''ὁ τῶν'' χρημάτων ταμίας της μονής. Από την άλλη, ο Ρωμανός έστελνε στον Βατάτζη συνεχώς επιστολές χαρακτηρίζοντας τον Βλεμμύδη ως αναρχικό στοιχείο, ενώ στον πατριάρχη έγραφε πως εξέφραζε απόψεις, οι οποίες δεν ήταν σύμφωνες με το ορθόδοξο δόγμα. Την υπόθεση αυτή έκρινε και ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης. Βέβαια, ο Βλεμμύδης όχι μόνο απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες των δύο μαθητών του, αλλά απέπεμψε όλους τους μαθητές του λέγοντας ότι δεν θα ξαναδεχόταν ποτέ στο μέλλον άλλους μαθητές από τον Αυτοκράτορα.
Πάντως ο Βλεμμύδης δεν χάνει την ευκαιρία να κακοχαρακτηρίσει τους δύο μαθητές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, και οι δύο είχαν επιλέξει να ζουν χωρίς λογική. Ο Ρωμανός και ο Κρατερός είχαν μία τάση προς το κακό, αλλά διορθώνονταν με τον έλεγχο και την καθοδήγηση του Βλεμμύδη. Αυτοί όμως το θεωρούσαν τόσο κακό να ελέγχονται, γι’ αυτό και σκέφτονταν συνεχώς συκοφαντίες και μηχανορραφίες για εκείνον που ήθελε να τους βάλει στον σωστό δρόμο. Τα αποτελέσματα της διδασκαλίας του Βλεμμύδη προς τους πέντε μαθητές του ήταν θετικά και δεν άργησαν να φανούν. Από τον Γεώργιο Ακροπολίτη πληροφορούμαστε ότι το 1239 συνέβη κάποια έκλειψη ηλίου.
Κατά τη διάρκεια της έκλειψης, όπως αναφέρει ο ιστορικός, ο Βατάτζης με τη σύζυγό του Ειρήνη, η οποία ''ἔχαιρε δὲ καὶ λόγοις καὶ σοφῶν ἠκροᾶτο μετὰ ἠδονῆς, ἐτίμα δὲ τούτους ὑπερβαλλόντως'', βρίσκονταν στην περιοχή Περίκλυστρα. Ήταν μεσημέρι , ενώ ο Ακροπολίτης κατευθυνόταν προς τα ανάκτορα. Εκεί η βασίλισσα τον συνάντησε και τον ρώτησε για την αιτία της έκλειψης. Τότε ο Ακροπολίτης θυμήθηκε όλα όσα του είχε διδάξει ο δάσκαλός του ο Βλεμμύδης, και της εξήγησε πως αιτία της έκλειψης του ηλίου είναι ότι μπαίνει μπροστά του η σελήνη. Ο ήλιος φαίνεται σαν να σβήνει, χωρίς αυτό να συμβαίνει, γιατί στην πραγματικότητα η σελήνη χάνει το φως της, όταν πέσει επάνω της η σκιά της γης, επειδή το φως της το παίρνει από τον ήλιο.
Η συζήτηση του Ακροπολίτη με τη βασίλισσα κράτησε αρκετή ώρα, πράγμα που δείχνει ότι η Ειρήνη δεν κατανοούσε φυσικά τις θεμελιώδεις έννοιες της αστρονομίας. Σ’ αυτή συμμετείχε και κάποιος Νικόλαος, ο οποίος ήταν εξαιρετικός γιατρός, δεν γνώριζε όμως αστρονομία. Ο Νικόλαος λοιπόν είχε πολλές απορίες και ο Ακροπολίτης φλυαρούσε, εφόσον αναγκαζόταν να απαντά με λεπτομέρειες. Σε κάποια στιγμή η βασίλισσα Ειρήνη αποκάλεσε ανόητο τον Ακροπολίτη, σύντομα όμως ανακάλεσε τον χαρακτηρισμό της, λέγοντας: ''οὐ χρεὼν τὸν φιλοσόφους λόγους προφέροντα οὐτωσί γε προσαγορευθῆναι παρ’ ἡμῶν''.
Β. Οι Καθηγητές του Θεόδωρου Β' (Νικηφόρος Βλεμμύδης - Γεώργιος Ακροπολίτης)
Ο Ιωάννης Βατάτζης ο οποίος είχε μεριμνήσει τα μέγιστα για την εκπαίδευση των αρχοντόπουλων (για τον Ακροπολίτη και τους συμμαθητές του) δεν θα μπορούσε να μην έβρισκε τον καλύτερο καθηγητή για τον γιο του Θεόδωρο Β'. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο οποίος είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη φήμη λόγω της πολυμάθειάς του, ανέλαβε το 1240 το σπουδαίο έργο, την εκπαίδευση του διαδόχου του θρόνου Θεόδωρου Β' Λάσκαρι ύστερα από την παρότρυνση του Αυτοκράτορα. Ο Θεόδωρος τότε βρισκόταν σε ηλικία δεκαοκτώ ετών (καθώς είχε γεννηθεί το 1222) και είχε εκ των προτέρων παρακολουθήσει την ''κατώτερη'' και ''μέση'' εκπαίδευση, πιθανότατα στο ανάκτορο.
Ο τρόπος διδασκαλίας ήταν λίγο διαφορετικός από τους συνήθεις, καθώς γινόταν εξ αποστάσεως. Ο Θεόδωρος έστελνε επιστολές στον δάσκαλό του, και εκείνος του απαντούσε στα ερωτήματα που του έθετε. Από τα μαθήματα αυτά που γίνονταν εξ αποστάσεως γνωρίζουμε 48 επιστολές του Θεόδωρου προς τον Βλεμμύδη, και 33 επιστολές του Βλεμμύδη προς τον Θεόδωρο. Από τις συγκεκριμένες επιστολές μπορούμε να αποκομίσουμε διάφορα στοιχεία σχετικά με τον τρόπο και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Βλεμμύδη. Πιο συγκεκριμένα από την 8η επιστολή μαθαίνουμε ότι ο Βλεμμύδης έθετε διάφορα επιστημονικά προβλήματα ή αινίγματα στο Θεόδωρο προσπαθώντας να τον κάνει να σκεφτεί με διάφορους τρόπους τις απαντήσεις.
Τα προβλήματα αφορούσαν θέματα φυσικής, μαθηματικών ή και φιλοσοφίας. Ο Θεόδωρος, ο οποίος έβρισκε αρκετά ενδιαφέρουσα και ταυτόχρονα και δύσκολη αυτήν τη μέθοδο διδασκαλίας που εφάρμοζε ο Βλεμμύδης, γράφει στον δάσκαλό του: ''Επειδή όλα είναι διατυπωμένα με αινίγματα, δύσκολα γίνονται αντιληπτά και κατανοητά από το φοιτητή σου. Αυτά όμως για τα οποία οι περισσότεροι μαθαίνουν πρώτα τα δευτερεύοντα και κατόπιν τα κύρια, γίνονται γνωστά στον πνευματικό γιο σου με τον αυτοσχεδιασμό, την καλοσύνη της φύσης και με την παροχή της καλύτερης διδασκαλίας, της δικής σου. Γιατί όπου ένας ικανός γεωργός σπείρει καλό σπόρο, ανάλογοι θα είναι και οι καρποί''.
Η βασική διδασκαλία του Βλεμμύδη προς τον Θεόδωρο Β' ήταν η φιλοσοφία. Σε μία επιστολή ο Θεόδωρος ευχαριστεί τον Βλεμμύδη επειδή του δίδαξε τόσο καλά την αρετή. Ακόμη διδάχτηκε τη ρητορική, και τη θεολογία, τη φυσική, τα μαθηματικά, και την ιατρική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το περιεχόμενο μιας επιστολής, όπου ο Θεόδωρος αναφέρει ότι συνάντησε τυχαία τον Ακροπολίτη σε ένα στρατόπεδο του πατέρα του, και εκεί ανέπτυξαν κάποια φιλοσοφική συζήτηση, μάλλον έναν φιλοσοφικό διαγωνισμό, στον οποίο ο νεαρός Θεόδωρος αντεπεξήλθε με επιτυχία. Αναγγέλλει το επεισόδιο αυτό στον Βλεμμύδη, για να του δείξει πόσο πολύ είχε προχωρήσει η φιλοσοφική του κατάρτιση.
Μολονότι ο Βλεμμύδης δηλώνει ότι ανέλαβε την διδασκαλία του Θεόδωρου Β' δωρεάν, φαίνεται ότι ο ίδιος ο Θεόδωρος βοηθούσε τον Βλεμμύδη στέλνοντάς του κατά καιρούς τρόφιμα, χρήματα ή άλλα αναγκαία. Σε μία επιστολή μάλιστα αναφέρει ότι έχει ήδη στείλει διακόσιους μεδίμνους κριθαριού για την εκτροφή των αλόγων του μοναστηριού του Βλεμμύδη, ενώ σε άλλο σημείο της επιστολής ζητεί συγγνώμη επειδή ένας ημίονος αρρώστησε και έτσι δεν μπόρεσε να στείλει κάποια ''αναγκαία'', που απ’ ό,τι εννοείται ο ίδιος ο Βλεμμύδης τα είχε ζητήσει. Σε τρίτη επιστολή αναγγέλλει πάλι με χαρά στον Βλεμμύδη ότι του έστειλε όλα όσα παρήγγειλε.
Το 1245, όταν ο Βλεμμύδης αρνήθηκε τη πρόταση του Βατάτζη να διευθύνει τη σχολή, όπως θα δούμε παρακάτω είναι πολύ πιθανό να παραιτήθηκε και από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα προς τον Θεόδωρο Β'. Τότε ο πατέρας του τελευταίου διόρισε ως νέο δάσκαλο για τον διάδοχο του θρόνου, τον δεύτερο μεγαλύτερο λόγιο της εποχής του, τον Γεώργιο Ακροπολίτη. Tον Δεκέμβριο του 1246 ή αρχές του 1247 ο Θεόδωρος Β' συνάντησε τον Ακροπολίτη, καθώς ο τελευταίος επέστρεφε με τον Ιωάννη Βατάτζη ύστερα από πολεμικές επιτυχίες που διεξήγαγαν στα Ευρωπαϊκά εδάφη της Αυτοκρατορίας.
Κατά τη συνάντησή τους ο Θεόδωρος ανέπτυξε συζήτηση φιλοσοφικού περιεχομένου με τον Ακροπολίτη και είναι πολύ πιθανό οι σπουδές του Θεόδωρου να ξεκίνησαν μετά την παραπάνω συζήτηση. Όπως στην περίπτωση του Βλεμμύδη, έτσι και στον Ακροπολίτη τα μαθήματα γίνονταν εξ αποστάσεως, καθώς ο τελευταίος εκείνη την εποχή κατείχε το αξίωμα του λογοθέτη του γενικού, γεγονός που τον ανάγκαζε να λείπει συχνά σε εκστρατείες ή σε διπλωματικές αποστολές για αρκετό χρονικό διάστημα. Αυτή ήταν και η κύρια αιτία που τα μαθήματα κράτησαν αρκετά χρόνια. Η διδασκαλία του Ακροπολίτη προς τον διάδοχο του θρόνου διήρκεσε από το 1247 έως το 1252. Κατά την πενταετία αυτή ο Θεόδωρος Β' ολοκλήρωσε τις ανώτατες σπουδές του.
Το 1252 εξέδωσε τις επιστολές του, τις οποίες προλόγισε ο Ακροπολίτης. Επίσης ο Θεόδωρος συνέταξε και ένα εγκώμιο για τον δάσκαλό του με τίτλο ''Τοῦ αὐτοῦ Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λάσκαρι τοῦ υἱοῦ τοῦ ὑψηλοτάτου βασιλέως κυροῦ Ἰωάννου τοῦ Δούκα ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν φιλόσοφον κυρὸν Γεώργιον τὸν Ἀκροπολίτην''. Το εγκώμιο του Θεόδωρου Β' είναι από τα καλύτερα του είδους του, όπως έχει παρατηρήσει ο E. Barker. O λόγος που έκανε τον Θεόδωρο να γράψει αυτό το εγκώμιο ήταν συναισθηματικός. Ένιωθε τεράστια υποχρέωση την οποία δεν θα κατάφερνε ποτέ να εκπληρώσει γι’ αυτό γράφει ''ἀντὶ τῶν πολλῶν τὸ εὐτελὲς τοῦτο λόγιον καὶ λύομεν τῇ λύσει αὐτοῦ πάντα ὅσα πρὶν συνεδέθησαν''.
Πάντως από τον πρόλογο του Ακροπολίτη για τις επιστολές του Λάσκαρι, και από το εγκώμιο του τελευταίου προς τον δάσκαλό του, συμπεραίνουμε ότι είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερη φιλική σχέση μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Θεόδωρος στο εγκώμιό του επαινεί τον δάσκαλό του για την μόρφωση του καθώς ''οἶδ’ ὅτι πρὸς ἄβυσσον ἐπιστήμης καὶ πρὸς ἄσχετον γνώσεως''. Επιπλέον γράφει πως ο ενθουσιασμός των μαθητών κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας ήταν πολύ μεγάλος, και αναρωτιέται ''Τίς γε ἄρα ἀκροώμενος τούτων οὐ γάννυται, οὐκ ἐνθουσιᾷ, οὐκ εἰς ὕψος πτεροκροτῶν εἵρεται ταῖς φρεσὶ καὶ ἀεροβατεῖ διὰ τὴν ἰσχὺν τῆς τοῦ λόγου γλυκύτητος;'' Ο Ακροπολίτης φαίνεται πως είχε τον τρόπο να αποδεικνύει τη μεγάλη του γνώση για τα Ομηρικά Έπη.
Υποστήριζε πως ο Όμηρος υμνούσε περισσότερο τον εαυτό του, παρά τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα της Ιλιάδας. Επιπλέον ο Θεόδωρος Β' γράφει για τον Ακροπολίτη πως ''ἄριστος γὰρ ὑπάρχει κατὰ φύσιν λόγου καὶ ἀπροσμάχητος''. Χρησιμοποιούσε πολλά καλολογικά στοιχεία στον λόγο του, ''όπως η μέλισσα, η οποία πρώτα μαζεύει εκλεκτά άνθη και κατόπιν φτιάχνει μ’ αυτά το καλύτερο μέλι. Με αυτό πότιζε τους φοιτητές, ενώ χτυπούσε τους εχθρούς με το κεντρί του λόγου''. Ο Ακροπολίτης δεν ήταν απλώς καλός ομιλητής, αλλά υπερείχε κατά πολύ και από τους ρήτορες της εποχής του. Γνώριζε πολύ καλά τη φιλοσοφία την οποία δίδαξε στον Θεόδωρο Β'.
Στο τέλος του λόγου του αναφέρεται για τον σεβασμό και τη μεγάλη ευγνωμοσύνη που του οφείλει. Επομένως, σχετικά με τη μαθητεία του Θεόδωρου Β' στον Ακροπολίτη, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως ο Ακροπολίτης παρέδιδε μαθήματα με τη μορφή διαλέξεων, και ότι ήταν ασυναγώνιστος ομιλητής. Τα μαθήματα είχαν συμπληρωματικό χαρακτήρα με κύριες θεματικές ενότητες τη φιλοσοφία, τη ρητορική και τα μαθηματικά. Όταν ο Θεόδωρος Λάσκαρις τελείωσε τις σπουδές ανώτατου επιπέδου, γνώριζε πολύ καλά και τις θετικές επιστήμες: φυσική, αστρονομία, γεωμετρία, Βυζαντινή μουσική, αλλά και τις θεωρητικές: ρητορική και φιλοσοφία. Ο ίδιος επαίρεται καθώς κατείχε σύμφωνα με την παράδοση και τη Χριστιανική και τη φιλοσοφική μόρφωση.
Γ. Το Σχολείο του Γεώργιου Βαβουσκωμίτη
Την περίοδο κατά την οποία ο Νικηφόρος Βλεμμύδης αρνήθηκε τη διεύθυνση του σχολείου που θα ίδρυαν ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης και ο πατριάρχης Μανουήλ, και ενώ ο Γεώργιος Ακροπολίτης ανελάμβανε τη διδασκαλία του γιου του Αυτοκράτορα Θεοδώρου Β', λειτουργούσε και κάποιο άλλο σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Ο Ιωάννης Γ' όπως στην περίπτωση με το σχολείο του Βλεμμύδη, έτσι και τώρα, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το σχολείο αυτό, το οποίο ανήκε σε κάποιον Βαβουσκωμίτη. Για τον συγκεκριμένο δάσκαλο δεν γνωρίζουμε πρακτικά τίποτε. Έχουν σωθεί όμως ένδεκα επιστολές, οι οποίες χρονολογούνται προ του 1250. Οι επτά από αυτές είναι γραμμένες από τον Βαβουσκωμίτη, καθηγητή της ρητορικής και της φιλοσοφίας.
Οι υπόλοιπες επιστολές είναι γραμμένες από διάφορους φίλους του και απευθύνονται στον ίδιο τον Βαβουσκωμίτη. Από την επιστολογραφία του παρατηρούμε ότι ο Βαβουσκωμίτης είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με άτομα της Αυτοκρατορικής διοίκησης όπως ήταν ο Μιχαήλ Θεοφιλόπουλος, ο Ιωάννης Μακρωτός και ο Νικόλαος Κοστομύρης και ο Ιωάννης Βέκκος, μετέπειτα οικουμενικός πατριάρχης (1275 - 1282). Ο Βαβουσκωμίτης σε επιστολή του προς τον Μακρωτό, αναφέρει πως έχει αναλάβει την αντιγραφή κάποιου Αριστοτελικού έργου. Ο Μακρωτός ήταν αυτός που βρήκε τον κώδικα και τον έστειλε στον Βαβουσκωμίτη, και είναι πολύ πιθανό ο ίδιος να ανέθεσε τη εύρεση του χειρόγραφου που περιλάμβανε το Αριστοτελικό έργο σε τρίτο πρόσωπο.
Η 5η επιστολή απευθύνεται στον Ιωάννη Βέκκο, μετέπειτα Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Ο τελευταίος, απ’ ό,τι φαίνεται, είχε αποφοιτήσει από το σχολείο μέσης εκπαίδευσης του Βαβουσκωμίτη, και πήγαινε από μέρος σε μέρος προσπαθώντας να βρει κάποιο εκπαιδευτήριο ανώτατης εκπαίδευσης. Είναι πολύ πιθανό να απογοητεύτηκε από την προσπάθεια αυτή γι’ αυτό και επέστρεψε στο σχολείο του Βαβουσκωμίτη να συνεχίσει τις σπουδές του. Επιπλέον, από την παραπάνω επιστολή πληροφορούμαστε ότι στο ίδιο σχολείο υπήρχαν και άλλοι καθηγητές, καλύτεροι από τον Βαβουσκωμίτη εφόσον ''καὶ τῶν οἷς σοφίας μέτεστι πλείονος'', ενώ στην 7η επιστολή γράφει πως ήταν αδαής για τις θετικές επιστήμες.
Στο σχολείο του οι μαθητές παρακολουθούσαν μαθήματα κοσμικής (θύραθεν παίδευσις) και εκκλησιαστικής εκπαίδευσης (ἡ καθ’ ἡμᾶς). Πάντως από το σύνολο των επιστολών εξάγουμε το συμπέρασμα ότι το σχολείο δεν βρισκόταν στη Νίκαια, εφόσον οι παραλήπτες των επιστολών βρίσκονταν μακριά από τον Βαβουσκωμίτη. Επίσης το γεγονός ότι τρεις από τους φίλους του Βαβουσκωμίτη υπηρετούσαν στην Αυτοκρατορική υπαλληλία, μπορεί να σημαίνει ότι ο Βαβουσκωμίτης είχε σχέσεις και με τον Αυτοκράτορα. Επομένως δεν αποκλείεται ο Ιωάννης Βατάτζης, ύστερα από την άρνηση του Βλεμμύδη το 1246, να ενίσχυε οικονομικά το συγκεκριμένο σχολείο, με απώτερο σκοπό τη στελέχωση της κρατικής μηχανής και της εκκλησιαστικής διοίκησης.
Το 1252, όταν ο Θεόδωρος τελείωσε τις σπουδές του έγραψε το εγκώμιο με τον τίτλο ''Τοῦ αὐτοῦ Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λάσκαρι ἐγκώμιον εἰς τὴν μεγαλόπολιν Νίκαιαν''. Στο έργο γίνεται αναφορά στην κατάσταση της Νίκαιας κατά το 1252. Μολονότι το κείμενο δεν είναι ιστοριογραφικό, θα ήταν αρκετά χρήσιμο να προσπαθήσουμε να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα για την πνευματική κατάσταση της Νίκαιας. Στο τμήμα όπου ο Θεόδωρος αναφέρεται στην παιδεία και τα γράμματα, παρομοιάζει την πόλη της Νίκαιας με την αρχαία Αθήνα. Αρχικά αναφέρει ότι η Νίκαια ανέπτυξε τη ρητορική, τη φιλοσοφία και την παιδεία τόσο όσο και η αρχαία Αθήνα, με μία όμως σημαντική για τον Θεόδωρο διαφορά.
Στην αρχαία Αθήνα τα πάντα ήταν μάταια, ενώ στην Νίκαια όλα υπηρετούσαν τη δόξα του Θεού και του Αυτοκράτορα. Παρακάτω γράφει ότι οι κάτοικοι της πόλης της Νίκαιας γνώριζαν πολύ καλά τη φιλοσοφία, τη ρητορική και μπορούσαν να αναπτύξουν και την κοσμική και τη θεολογική γραμματεία. Είναι πολύ πιθανό, κατά τη χρονική διάρκεια των σπουδών του Θεόδωρου Λάσκαρι να μην υπήρχε κάποια ανώτερη σχολή στη Νίκαια, όπου θα διδάσκονταν όλες οι επιστήμες. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η πόλη της Νίκαιας, αποτελούσε το μοναδικό μέρος της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που διέθετε ανθρώπους τόσο μορφωμένους, όσο περιγράφει ο Θεόδωρος.
Ο τελευταίος δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τη Νίκαια ''Σχολεῖον ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος'', όπως ακριβώς είχε χαρακτηρίσει ο Περικλής την Αθήνα στον Επιτάφιο λόγο του. Ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να σημειώσουμε ότι την περίοδο της βασιλείας του Ιωάννη Γ' Βατάτζη, υπήρχαν τέσσερις καθηγητές: ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο Γεώργιος Βαβουσκωμίτης. Τα μαθήματα παραδίδονταν είτε με τη χορηγία του Αυτοκράτορα είτε χωρίς, και απευθύνονταν σε περιορισμένο αριθμό μαθητών, δηλαδή στα αρχοντόπουλα. Όσον αφορά τον χώρο διδασκαλίας στην περίπτωση του Εξαπτέρυγου και του Βλεμμύδη μάλλον ήταν το ανάκτορο.
Ενώ μόνο το σχολείο του Βαβουσκωμίτη λειτουργούσε ανεξάρτητα και εκτός του παλατιού. Παρόλο που είχαν περάσει πενήντα χρόνια από τη ίδρυση της Αυτοκρατορίας, ο Ιωάννης Βατάτζης παρά τις επίμονες προσπάθειές του δεν κατάφερε να ιδρύσει σχολή ανωτάτων σπουδών, ενώ δεσπόζουσα προσωπικότητα καθ’ όλη τη διαρκεια της βασιλείας του Βατάτζη είναι ο Νικηφόρος Βλεμμύδης. Ο τελευταίος έλαβε όλη την ευθύνη να διαπραγματευτεί με τους απεσταλμένους του Πάπα το 1234 θέματα δογματικά, υπήρξε καθηγητής δύο σημαντικών ανδρών, του Ακροπολίτη και του Θεόδωρου Λάσκαρι που ξεχώρισαν για την πολυμάθεια και το εύρος των γνώσεων.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 1254 ΕΩΣ ΤΟ 1261
Ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρις και η Εκπαιδευτική του Πολιτική
Όταν ο Θεόδωρος έγραφε το εγκώμιο για τον δάσκαλό του τον Ακροπολίτη και το εγκώμιο για την πόλη της Νίκαιας, ολοκλήρωνε τις ανώτερες σπουδές του. Μετά από επτά χρόνια μαθητείας στον Νικηφόρο Βλεμμύδη και πέντε στον Γεώργιο Ακροπολίτη, ο Θεόδωρος εύλογα έφερε τον τίτλο του λογίου, εφόσον γνώριζε άριστα θεολογία, φιλοσοφία, φιλολογία, λογική, αστρονομία, γεωμετρία, φυσική και μαθηματικά. Μάλιστα η μεγάλη αγάπη του για τους αρχαίους φιλοσόφους τον έκανε να επισκεφτεί την Αθήνα. Επιπλέον ο Θεόδωρος Β' θεωρούσε τους υπηκόους του απογόνους των αρχαίων Ελλήνων και αισθανόταν μείωση μπροστά στα επιτεύγματα των προγόνων του.
Παράλληλα δεν μπορούσε να κρύψει ότι αγαπούσε περισσότερο την αρχαία Ελληνική γλώσσα από τη γλώσσα της εκκλησίας, αλλά και από την ίδια του την αναπνοή, ενώ η υπερβολική του λατρεία για τα ερείπια των αρχαιολογικών δείχνει παραγματικά, όπως παρατήρησε ο Α. Βακαλόπουλος ,έναν άνθρωπο όχι μόνο ρομαντικό, φιλόμουσο και πατριώτη, αλλά και κάποιον που ασχολείται με την αρχαιολογία με τη σημερινή έννοια του όρου. Στις 4 Νοεμβρίου 1254, ο Θεόδωρος διαδέχτηκε τον πατέρα του στον Αυτοκρατορικό θρόνο της Νίκαιας, καταλαμβάνοντας μία εξέχουσα θέση στην πνευματική κίνηση του Βυζαντινού πολιτισμού.
Αυτό που θα περίμενε κανείς από τον λόγιο Αυτοκράτορα Θεόδωρο, ήταν να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ακμή των τεχνών και των γραμμάτων στο κράτος του. Πράγματι, ο Θεόδωρος Β' κατάφερε να ιδρύσει στη Νίκαια το πρώτο πανεπιστήμιο. Χρειάστηκε να περάσουν πενήντα χρόνια από την ίδρυση της ''εξόριστης'' Αυτοκρατορίας, για να οργανωθεί η κρατική σχολή ανώτερης εκπαίδευσης, το εκπαιδευτικό ίδρυμα που δεν κατάφεραν να ιδρύσουν παρά τις προσπάθειες τους ούτε ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις ούτε ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης. Η κυριότερη πηγή που διαθέτουμε για τη σχολή, είναι μία επιστολή που συνέταξε ο Θεόδωρος Β' απευθυνόμενος σε δύο καθηγητές της.
Από την επιστολή αυτή, πληροφορούμαστε ότι έξι μαθητές της σχολής πήγαν στο τέλος της σχολικής χρονιάς στον ίδιο τον αυτοκράτορα, για να τους εξετάσει σχετικά με τα μαθήματά τους. Η πρόοδος των φοιτητών ήταν εξαιρετική, καθώς ο Θεόδωρος δηλώνει πολύ ικανοποιημένος. Πέντε από τους φοιτητές παρακολουθούσαν τα μαθήματα της γραμματικής, που εντάσσονταν στο πρόγραμμα της εγκυκλίου παιδείας, ενώ ο έκτος παρακολουθούσε μαθήματα ποιητικής και σύντομα θα προχωρούσε στη μελέτη της ρητορικής και στη συνέχεια στην οργανική του Αριστοτέλη. Από την ίδια επιστολή γνωρίζουμε ότι οι καθηγητές της σχολής ήταν δύο. Πρόκειται για τον Μιχαήλ Σεναχερείμ, καθηγητή της ποιητικής και της ρητορικής, και τον Ανδρόνικο Φραγγόπουλο, καθηγητή της γραμματικής.
Επίσης ο Θεόδωρος σημειώνει ότι η κρατική σχολή που είχε ιδρυθεί στη Νίκαια, έδρευε δίπλα από τον ναό του Αγίου Τρύφωνος. Ο Αυτοκράτορας που είχε ιδρύσει τη σχολή με πολύ ζήλο, περιγράφει το εκπαιδευτικό ίδρυμα σαν έναν κήπο, που ήθελε να τον δει να ανθίζει σιγά-σιγά. Παρομοιάζει τον εαυτό του με τον φυτευτή, ενώ τους μαθητές με τα άνθη. Μάλιστα είχε συντάξει και καταστατικό, το οποίο όριζε για τη σχολή την καταβολή μεγάλου χρηματικού βοηθήματος από το Αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι φοιτητές να παρακολουθούν δωρεάν τα μαθήματα. Επίσης οι φοιτητές που θα παρακολουθούσαν τα μαθήματα στη Σχολή του Αγίου Τρύφωνος, επιλέγονταν πάντοτε από τον Αυτοκράτορα.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι πρώτη φορά συναντούμε καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Ιστορίας, Αυτοκράτορα να εξετάζει προφορικά μαθητές, οι οποίοι σπούδαζαν στο κρατικό ίδρυμα. Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Σκουταριώτη ο Θεόδωρος Β' κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πήρε και άλλα μέτρα για την ανάπτυξη των γραμμάτων όχι μόνο για την πόλη της Νίκαιας αλλά για ολόκληρη την αυτοκρατορία. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παραγωγή και την αντιγραφή χειρογράφων, ενώ μερίμνησε για την ίδρυση βιβλιοθηκών σε αρκετές πόλεις που βρίσκονταν στα γεωγραφικά όρια της Αυτοκρατορίας και όπου η εκπαίδευση είχε παρακμάσει ήδη από την Άλωση του 1204.
Το αποτέλεσμα ήταν να ιδρυθούν δημόσια σχολεία στις περισσότερες περιοχές τις Αυτοκρατορίας. Μάλιστα σε κάθε πόλη υπήρχε και μία ομάδα διανουμένων, οι οποίοι δημόσια συζητούσαν επιστημονικά προβλήματα σε κεντρικό σημείο των πόλεων. Σίγουρα η ίδρυση βιβλιοθηκών ήταν εγχείρημα αρκετά δύσκολο, καθώς η Αυτοκρατορία εκείνη την περίοδο κατείχε εδάφη στη Μ. Ασία, στο Αιγαίο, στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Βόρεια Ήπειρο, περιοχές που βρίσκονταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση. Ο Θεόδωρος Β' όχι μόνο ενδιαφερόταν για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά φρόντιζε και να προσλαμβάνει στην κρατική διοικητική μηχανή άτομα με μεγάλη μόρφωση και παιδεία.
Ήδη από το 1240, όταν δηλαδή ο Θεόδωρος Β' ήταν δεκαοκτώ ετών και όντας ακόμη μαθητής του Νικηφόρου Βλεμμύδη, ρωτούσε όσους κατείχαν κρατικό αξίωμα σχετικά με τη μόρφωσή τους. Τις περισσότερες φορές ο Θεόδωρος δεν τους έβρισκε καλά καταρτισμένους, γι’ αυτό και τους έστελνε ξανά στο σχολείο, ώστε να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Για την περίπτωση των κρατικών γραμματικών γνωρίζουμε ότι τους ρώτησε με γραπτή επιστολή: ''Πῶς τὰ τῆς φιλοσοφίας διέρχεσθε; Μερικῶς, ἢ ὅλοις καθολικῶς;'' και πιο κάτω: ''Τί δὲ περὶ τὴν ῤητορικὴν διασκέπτεσθε; Πῶς δὲ τοὺς μακροϋφάντους λόγους ὑφαίνετε; πῶς τὰ περἰ τῆς ἀρετης τῆς ἀσκήσεως, τῆς ἐμπράκτου θεωρίας, τῆς θεωρικωτέρας πράξεως βιοτεύετε;''
Στην ίδια επιστολή έγραφε πως έπρεπε να γνωρίζουν πως ήταν πάρα δύσκολο να ανέβουν στα κρατικά αξιώματα, καθώς απαιτούνταν πολλές ικανότητες. Επιπλέον ο Θεόδωρος Β' είχε φροντίσει για τη επιμόρφωση των επιστολογράφων που απασχολούνταν με τις υποθέσεις των ανακτόρων. Ένας από αυτούς ήταν και ο Αγιοθεοδωρίτης, τον οποίο συναντήσαμε παραπάνω ως μαθητευόμενο του Βλεμμύδη. Για τον Κωνσταντίνο Κουβουκλάριο, ο Θεόδωρος Β΄ ζήτησε από τον Γεώργιο Ακροπολίτη να τον διδάξει τα τελευταία κεφάλαια της ρητορικής, ώστε να ολοκληρώσει τις σπουδές του (τις οποίες πιθανώς είχε διακόψει πρόωρα).
Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Β' ο Αγιοθεοδωρίτης γνώριζε πολύ καλά τη φιλοσοφία, και προτείνει στον Ακροπολίτη να τον χρησιμοποιήσει ως ''εξηγητή''. Ο Ιωάννης Φάιξ έτυχε επίσης ''επιμόρφωσης'' από τον Βλεμμύδη. Όλα αυτά τα παραδείγματα μαζί αποδεικνύουν πόσο μεγάλη σημασία απέδιδε ο λόγιος Αυτοκράτορας στη γνώση.
Η Πνευματική Δράση του Νικηφόρου Βλεμμύδη
Την χρονική περίοδο που ο Θεόδωρος Β' αναδιοργάνωνε το εκπαιδευτικό σύστημα στη Νίκαια, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης βρισκόταν απομονωμένος στην Έφεσο στο μοναστήρι του, διδάσκοντας στους μαθητές του. Η μόνη ανάμειξή του στα εκκλησιαστικό-πολιτικά πράγματα ήταν όταν διαφώνησε με την πρόθεση του Θεόδωρου Β' και του πατριάρχη Αρσένιου, να αφορίσουν τον ηγεμόνα του κράτους της Ηπείρου μαζί με όλους τους υπηκόους του. Κατά τα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού ο Βλεμμύδης εκτός από το να διδάσκει στο σχολείο του συνέγραφε και δύο εγχειρίδια. Τα εγχειρίδια αυτά μάλλον χρησιμοποιούσε κατά την παράδοση των μαθημάτων του στο σχολείο.
Πρόκειται για τα εγχειρίδια με τίτλο ''Ἐπιτομὴ Λογικῆς'' και ''Ἐπιτομὴ Φυσικῆς''. Το πρώτο είχε ξεκινήσει να γράφει πολύ πιο νωρίς όταν ο Βατάτζης προσπαθούσε να ιδρύσει κρατικές βιβλιοθήκες και να οργανώσει την ανώτερη εκπαίδευση. Τελικά εκδόθηκε κοντά στην άνοιξη του 1258, εφόσον περιγράφει την έκλειψη ηλίου που έγινε στις 18 Μαΐου 1258. Χωρίζεται σε σαράντα κεφάλαια με τους παρακάτω τίτλους:
Από τους τίτλους των κεφαλαίων παρατηρούμε ότι τα πρώτα είκοσι πέντε κεφάλαια αποσκοπούν στην κατανόηση του αναγνώστη για τις βασικές έννοιες της φιλοσοφίας, ενώ στα επόμενα αναλύονται ειδικά φιλοσοφικά θέματα, αλλά και γραμματικοσυντακτικοί κανόνες. Βασικά ολόκληρο το έργο εμπεριέχει περιληπτικά την ουσία της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη. Ο Βλεμμύδης αναλύει και σχολιάζει το περιεχόμενο του αριστοτελικού Οργάνου. Βέβαια, δεν αποκλείεται, ο Βλεμμύδης να δίδαξε στον Γεώργιο Ακροπολίτη και τον Θεόδωρο Β' τα παραπάνω κεφάλαια με τη ίδια αρίθμηση που έχουν και στο εγχειρίδιο.
Όταν ο Βλεμμύδης ολοκλήρωσε την ''Ἐπιτομὴ Λογικῆς'' συνέταξε αμέσως την ''Επιτομή Φυσικης'', δηλαδή στα τέλη του 1258 ή τις αρχές του 1259. Το δεύτερο εγχειρίδιο διδασκαλίας του Βλεμμύδη είναι σχετικά μικρότερο σε έκταση από το πρώτο και χωρίζεται στα εξής κεφάλαια:
Στο δεύτερο εγχειρίδιό του ο Βλεμμύδης καλύπτει τα βασικά θέματα της αριστοτελικής φυσικής. Επίσης γράφει και εξηγεί για την έννοια του χρόνου και του χώρου καθώς και για τα φυσικά φαινόμενα που παρατηρούνται. Ο ίδιος δείχνει να συμφωνεί με τη διάταξη της φυσικής ύλης όπως την είχε ορίσει ο Αριστοτέλης και όπως είχε καθιερωθεί και στην ύστερη αρχαιότητα, αλλά διαφωνούσε με τη θεωρία που έδινε ο Αριστοτέλης για το πρόβλημα του αιθέρα. Ο Βλεμμύδης φαίνεται πως είχε διαβάσει και μελετήσει αρκετά καλά τα Σχόλια για τις θεωρίες του Αριστοτέλη, του Σιμπλίκιου για τη Φυσική, του Φιλόπονου στο Περί γενέσεως και φθοράς, του Αλεξάνδρου Αφροδισιέως στα Μετεωρολογικά.
Επίσης στον Βλεμμύδη αποδίδεται το μικρότερο σε έκταση έργο''Ἱστορία περὶ τῆς γῆς ἐν συνόψει πρός τινα βασιλέα ὀρθόδοξον''. Το περιεχόμενο του τελευταίου συμπεριλαμβάνεται κατά ένα μέρος στα κεφάλαια κη' και κθ' της Επιτομής Φυσικής του Βλεμμύδη. Το έργο περιλαμβάνει μία συναγωγή των συνηθισμένων επιχειρημάτων για το σφαιρικό σχήμα της γης, στοιχεία για τις διαστάσεις της οικουμένης, μία απαρίθμηση των επτά κλιμάτων και μερικά πράγματα για τις εκλείψεις, δηλαδή τα απαραίτητα για τα στοιχειώδη μαθήματα της Γεωγραφίας. Τα δύο εγχειρίδια του Βλεμμύδη άσκησαν μεγάλη επιρροή όχι μόνο κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο αλλά κατά τα νεότερα χρόνια.
Το 1607 μεταφράστηκαν και στην Λατινική γλώσσα, και έκτοτε άσκησαν μεγάλη επίδραση και στη Δυτική Ευρώπη.
Ο Γρηγόριος Κύπριος και η Παρακμή της Σχολής του Αγίου Τρύφωνος
Γύρω στο 1259 ο Γεώργιος από την Κύπρο, ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Β' (1283 - 1289), ξεκίνησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, το δύσκολο ταξίδι από την μεγαλόνησο, για να μαθητεύσει κοντά στον Νικηφόρο Βλεμμύδη, γεγονός που καταδεικνύει πως τα τελευταία χρόνια της ''Εξόριστης Αυτοκρατορίας”, το εκπαιδευτήριο του Βλεμμύδη είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και εκτός των συνόρων του κράτους της Νίκαιας. Ο Γρηγόριος Κύπριος σημειώνει για τον Βλεμμύδη: ''ἀνὴρ ὡς ἐλέγετο οὐ μόνον Ἑλλήνων τῶν ἐφ’ ἡμῶν ἀλλὰ καὶ πάντων ἀνθρώπων σοφώτατος''.
Η αυτοβιογραφία του Γρηγορίου είναι αρκετά σημαντική, καθώς παρέχει πληροφορίες για την εκπαιδευτική κατάσταση των τριών τελευταίων χρόνων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ο Γρηγόριος αναφέρει πως γεννήθηκε σ’ ένα χωριό έξω από τη Λευκωσία, και ότι ήταν γόνος αρκετά εύπορης οικογένειας. Όμως κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας στο νησί, αναφέρει πως η οικογένεια του έγινε μέτρια και δεν κατατασσόνταν ούτε στους πένητας και τους ''ἀδόξους'' ούτε όμως και στους ἁδροὺς και βαθυπλούτους. Όταν ήταν ακόμη παιδί, οι γονείς του τον έστειλαν στον γραμματιστή της περιοχής και στη συνέχεια στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει μαθήματα στη μέση εκπαίδευση.
Στη αρχή φοίτησε σε Ελληνικό σχολείο και στη συνέχεια σε Λατινικό, όπου διδασκόταν την Λατινική γραμματική. Δεν μπορούσε όμως να μάθει τις κλήσεις των ονομάτων ούτε ήθελε να του τις εξηγήσουν επειδή αδυνατούσε να παρακολουθήσει τους καθηγητές, οι οποίοι μιλούσαν γρήγορα: ''ἥ τε τοῦ χρόνου βραχύτης καὶ ἡ τῶν διδασκάλων φωνή''. Επίσης αναφέρει πως στο ίδιο σχολείο οι μαθητές διδάσκονταν και την Λογική του Αριστοτέλη χωρίς να εμβαθύνουν. Σύντομα το εγκατέλειψε και αυτό, διότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τους καθηγητές, εφόσον χρησιμοποιούσαν τη Λατινική γλώσσα. Απογοητευμένος από την εκπαιδευτική κατάσταση του νησιού, ο Γρηγόριος συζητούσε με ηλικιωμένους για τους λόγιους που έδρασαν στην Κύπρο πριν από την Λατινοκρατία.
Έτσι πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη μεγαλόνησο, παρά τις αντιδράσεις των γονέων του, και ''παραπέμπειν ἐς τὰς ἐν Νικαίᾳ διατριβὰς ὅπου καὶ λόγος ἐκράτει γενομένῳ τινι αὐτὰς ἐξεῖναι δοκεῖν, τά γ’ ἐς σοφῶν ἀνδρῶν ἀφθoνίαν, τὰς παλαιὰς Ἀθήνας ὁρᾶν''. Αρχικά επιβιβάστηκε σε κάποιο καράβι, και μέσα σε τρεις μέρες έφτασε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης, απέναντι από την Κύπρο. Από εκεί συνέχισε το ταξίδι του πεζός μέχρι την Άναια της Μ. Ασίας και στη συνέχεια κατευθύνθηκε μέσω θαλάσσης προς την Έφεσο. Ύστερα από πολλές δυσκολίες και εμπόδια που συνάντησε στο ταξίδι του έφτασε στην Έφεσο με σκοπό να επισκεφτεί τον Νικηφόρο Βλεμμύδη, στο μοναστήρι όπου έμενε.
Πριν καλά-καλά γνωρίσει τον Βλεμμύδη, ο Γρηγόριος ένιωσε την πρώτη του απογοήτευση, εφόσον οι περιγραφές των κατοίκων της Εφέσου για τον δάσκαλο που αναζητούσε δεν ήταν και οι καλύτερες. Περιέγραφαν έναν άνθρωπο υπερβολικά ιδιότροπο, υπερόπτη και τελείως απροσπέλαστο. Επίσης του είπαν ότι δεν θα τον δεχόταν κοντά του σε καμία περίπτωση. Ακόμη και οι μαθητές του δεν θα του επέτρεπαν την είσοδό του στο μοναστήρι, εφόσον ήταν μικρός στην ηλικία, από μακρινή χώρα και φτωχός. Απογοητευμένος ο Γρηγόριος από τις παραπάνω περιγραφές των Εφεσίων ξεκίνησε για την πόλη της Νίκαιας. Το ταξίδι αυτό κράτησε, όπως ο ίδιος αναφέρει έξι μήνες, περνώντας πολλές κακουχίες και στερούμενος ακόμη και της τροφής.
Στην Νίκαια λοιπόν άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στη κρατική σχολή του Αγίου Τρύφωνος. Αλλά και από εκεί δήλωνε δυσαρεστημένος. Με πικρία αναφέρει πως διδασκόταν μόνο τα έπη του Ομήρου, τους τραγικούς ποιητές και την ποιητική, και ότι οι καθηγητές δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένοι, εφόσον γνώριζαν επιδερμικά μόνο τη γραμματική και τη ρητορική. Ο Γρηγόριος δεν κατονομάζει κανέναν από τους καθηγητές της Σχολής. Όμως είναι πολύ πιθανό να αναφέρεται στους δύο καθηγητές που είχε διορίσει ο Θεόδωρος Β', τον Μιχαήλ Σεναχερείμ και τον Ανδρόνικο Φραγγόπουλο. Από τις περιγραφές του Γρηγορίου εύκολα συμπεραίνουμε ότι η εκπαιδευτική λειτουργία στη Σχολή του Αγίου Τρύφωνος δεν ήταν και η καλύτερη.
Ίσως έτσι εξηγείται και η μεγάλη αγανάκτηση του Γρηγορίου, όταν αναφέρει πως αν είχε την οικονομική δυνατότητα θα επέστρεφε στην πατρίδα του, την Κύπρο. Μία άλλη μαρτυρία σχετικά με την εκπαιδευτική κατάσταση της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β' είναι αυτή του Μανουήλ-Μάξιμου Ολόβολου. Ο τελευταίος σε λόγο του προς τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει για την εκπαίδευσή του στη Νίκαια τα εξής:
''Γιατί σε όλους είναι φανερό, ακόμη και εμείς οι ίδιοι δεν το είπαμε, ότι τίποτε δεν υπήρξε γύρω από εμάς που να έχει σχέση με την λογιότητα, αλλά περισσότερο η γραμματική και η συγγενική της ποιητική, αλλά και αυτές δεν μεταδόθηκαν σε εμάς άφθονα, ούτε και με ακρίβεια, αλλά με τον συνηθισμένο τρόπο και όπως λένε σταγόνα-σταγόνα, και όχι απολύτως κατανοητά. Το λαμπρό φως της ρητορικής είχε σβηστεί, και σαν παλαιό καύχημα μόνο είχε απομείνει η φιλοσοφία, και μαρτυρούμε τα πράγματα αυτά χωρίς προσωποληψία, και δεν λέγω αυτά για να ελέγξω όλους, κανείς δεν μπορεί να με κατεβάσει.
Λοιπόν, γι’ αυτό και με αυτόν τον τρόπο δυστυχούσαμε, είτε γιατί η επιστήμη δεν ενδιέφερε τους κυβερνώντας, είτε γιατί αυτοί που κατείχαν την γνώση δεν ήθελαν να την μεταδώσουν, και αυτό που δεν ήταν αντικείμενο θαυμασμού -γιατί είναι επαινετό να δίνεις- περισσότερο όμως όταν αυτό που μεταδίδεται δεν είναι εύκολο, ούτε εύκολα ευρισκόμενο''.
Με βάση το παραπάνω εδάφιο μπορούμε να δεχτούμε ότι η σχολή του Αγίου Τρύφωνος υπολειτουργούσε. Ο Ολόβολος δεν κάνει μνεία καν σε μαθήματα ρητορικής και φιλοσοφίας, πράγμα που μπορεί να σημαίνει πως έπαψαν να διδάσκονται. Την ευθύνη, κατά τον Ολόβολο, έφερναν και οι κυβερνήτες και οι καθηγητές που αδιαφορούσαν. Από τα παραπάνω παρατηρούμε ότι και ο Γρηγόριος Κύπριος και ο Μανουήλ-Μάξιμος Ολόβολος περιγράφουν την ίδια δραματική εικόνα της σχολής του Αγίου Τρύφωνος. Ωστόσο, πρέπει να κρίνουμε αν οι δύο παραπάνω μαρτυρίες είναι αξιόπιστες. Δεν αποκλείεται και ο Γρηγόριος Κύπριος και ο Ολόβολος να αντιπροσωπεύουν την Αυτοκρατορική προπαγάνδα της εποχής τους, αμαυρώνοντας τα επιτεύγματα του Θεόδωρου Β'.
Με δεδομένο ότι η κρατική σχολή ιδρύθηκε και οργανώθηκε από τον Θεόδωρο Β', δεν αποκλείεται οι δύο λόγιοι να δυσφήμισαν το έργο του προκατόχου του Μιχαήλ Η'. Είναι όμως πιο πιθανό η κρατική σχολή της Νίκαιας όντως να βρισκόταν υπό διάλυση. Δεν αποκλείεται, μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β' και τις εσωτερικές αναταραχές που προκλήθηκαν από τον Μιχαήλ Η', εξοντώνοντας τον Γεώργιο Μουζάλωνα και παραγκωνίζοντας τον Ιωάννη Δ' Λάσκαρι, η σχολή να παρήκμασε. Επιπλέον ο Μιχαήλ Η' στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του διόρισε τον καθηγητή της ρητορικής και ποιητικής Μιχαήλ Σεναχερείμ αρχικά στο αξίωμα του ''πρωτασηκρῆτι'' και στη συνέχεια σ’ αυτό του μεσάζοντος.
Επομένως γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον ένας από τους καθηγητές να άφησε τη σχολή του Αγίου Τρύφωνος. Ο Μιχαήλ Η' είχε δώσει περισσότερη σημασία στην εξωτερική πολιτική και στην ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης παρά στην εσωτερική πολιτική. Η νίκη του αδελφού του Ιωάννη στη μάχη της Πελαγονίας το 1259 και η αποδυνάμωση του κράτους της Ηπείρου, ήταν δύο σημαντικά κατορθώματα για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μιχαήλ ήταν ο μοναδικός κυβερνήτης της Νίκαιας που κατάφερε αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει κανένας από τους εκπροσώπους της δυναστείας των Λασκάρεων, να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη.
Είναι σχεδόν σίγουρο πως όταν η κατάσταση στο εσωτερικό της Νίκαιας θα εξομαλυνόταν, θα αναλάμβανε πρωτοβουλίες και για τα εκπαιδευτικά θέματα μαζί με τον βασικό του συνεργάτη Γεώργιο Ακροπολίτη, εφόσον οι δύο άνδρες έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη παιδεία στην Κωνσταντινούπολη μετά το 1261. Ως γνωστό μετά το 1261 η ''Εξόριστη Αυτοκρατορία'' έπαψε να υπάρχει. Ωστόσο η αναγεννημένη Αυτοκρατορία των Παλαιολόγων στον εκπαιδευτικό τομέα σίγουρα θα είχε ακολουθήσει άλλη πορεία, αν δεν είχε προηγηθεί η μέριμνα για την παιδεία των Λασκάρεων και των λογίων της Νίκαιας. Μετά την επιστροφή των Ρωμαίων στην Βασιλεύουσα, ανασυστήθηκαν γρήγορα οι ανώτερες σχολές που υπήρχαν εκεί πριν από το 1204.
Αυτό δεν θα ήταν εφικτό, αν δεν είχαν τεθεί γερά θεμέλια από τους Νικαείς. Ο πρώτος καθηγητής της ανώτερης σχολής της Κωνσταντινούπολης, ήταν ο Γεώργιος Ακροπολίτης, ένα ''δημιούργημα'' της Νίκαιας. Στη σχολή αυτή βρήκε επιτέλους την εκπαίδευση που αναζητούσε και ο Γεώργιος Κύπριος, ο οποίος αργότερα αναδείχτηκε μεγάλος λόγιος, και έφτασε το 1283 στο υπέρτατο εκκλησιαστικό αξίωμα του οικουμενικού Πατριάρχη. Όμως ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο μεγαλύτερος λόγιος του 13ου αιώνα, προτίμησε να παραμείνει στο τόπο, όπου έζησε και έδρασε. Μολονότι ο Μιχαήλ Η' του είχε ζήτησε να γράψει τις ευχές που θα εκφωνούνταν κατά την είσοδό του στη Βασιλεύουσα ο Βλεμμύδης αρνήθηκε, είτε γιατί δεν ήθελε να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, είτε γιατί αντιμετώπιζε τον Μιχαήλ ως σφετεριστή.
Παρέμεινε στο μοναστήρι του στην Έφεσο, όπου και είχε την ευκαιρία να συγγράψει και τις δύο αυτοβιογραφίες του, οι οποίες όπως συμπεραίνεται από τα προοίμιά τους ολοκληρώθηκαν το 1263 και 1264 αντίστοιχα. Στο μοναστήρι του συνέχισε το εκπαιδευτικό του έργο μέχρι το θάνατό του, το 1269 ή το 1272 οπότε και η μονή σταμάτησε να λειτουργεί ως σχολείο. Ο Παχυμέρης αναφέρει ότι ο Πατριάρχης Ιωσήφ Α' ο Γαλησιώτης (α' 1267 - 1275, β' 1282 - 1283) κατάργησε τα Αυτοκρατορικά προνόμια που είχε αποκτήσει η μονή του Βλεμμύδη επί Ιωάννη Βατάτζη, υποβίβασε την μονή από ανεξάρτητη που ήταν πριν σε μετόχι της μονής Γαλησίου. Όλοι όσοι γνώρισαν το Βλεμμύδη, εκφράζονται γι’ αυτόν με μεγάλο θαυμασμό.
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει ότι ήταν ανώτερος από οποιονδήποτε άλλον στις επιστήμες. Ο Γρηγόριος Κύπριος τον ονομάζει πιο σοφό όχι μόνο ανάμεσα στους Έλληνες, αλλά ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους. Ο Παχυμέρης τον θαυμάζει επειδή «ζούσε τη ζωή του πραγματικού φιλοσόφου, και δεν τον απασχολούσαν καθόλου τα εγκόσμια». Ο Νικηφόρος Γρηγοράς τον θεωρεί ως τον πιο ενάρετο και σοφό άνθρωπο. Απ’ ό,τι φαίνεται υπήρξε και μία τάση αγιοποίησης του, που συνάγεται από ένα σημείωμα που προστέθηκε στο τέλος του «Λόγου περὶ Πίστεως»: «ὁ ἐν ἁγίοις Νικηφόρος ὁ Βλεμμύδης». Αυτό δεν έγινε, πιθανώς γιατί ο Βλεμμύδης είχε αναπτύξει μία ύποπτη φιλοδυτικίζουσα θεωρία στο ζήτημα της εκπόρευσης του αγίου Πνεύματος.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από ένα εδάφιο της Ιστορίας του Νικηφόρου Γρηγορά, όπου διαβάζουμε ότι ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος πριν από την Σύνοδο της Λυών (1274), ανέθεσε στον Ιωάννη Βέκκο να ψάξει στα χειρόγραφα του ''μακαριστoύ'' Βλεμμύδη, και να βρει επιχειρήματα υπέρ της Ενώσεως των Εκκλησιών, και αυτό γιατί «ο Βλεμμύδης συγκέντρωνε διάφορα αποσπάσματα από τις θείες γραφές, που συμφωνούν με τα δόγματα των Λατίνων, και έγραφε σχόλια πάνω σ’ αυτά. Το έκανε όμως κρυφά για να μην τον υποψιαστούν».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης την 13η Απριλίου 1204 από τους σταυροφόρους ανέτρεψε τελείως την κοσμοθεωρία των Βυζαντινών σχετικά με την μία οικουμενική Αυτοκρατορία. Για πολλούς μελετητές οι αιώνες που ακολούθησαν μετά την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας, χαρακτηρίζονται τελείως παρακμιακοί, καθώς το Βυζαντινό κράτος έχασε το παλαιό του μεγαλείο. Εδαφικά είχε συρρικνωθεί όσο ποτέ άλλοτε, οικονομικά δεν μπορούσε να ορθοποδήσει, οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι δυναστικές έριδες δεν έλεγαν να σταματήσουν, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε χάσει τελείως τη δύναμή του έναντι του Πάπα.
Παρόλα αυτά όμως παρατηρήθηκε μεγάλη άνθηση των τεχνών και των γραμμάτων, και το όνομα της τελευταίας Βυζαντινής δυναστείας συνδέθηκε με την Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Στην εξόριστη Αυτοκρατορία της Νίκαιας τέθηκαν τα θεμέλια του τελευταίου Βυζαντινού Ουμανισμού. Οι L. Reynolds και N. Wilson σημείωσαν ότι:
''Παρόλο που ο πλούτος και η δύναμη της Αυτοκρατορίας μειώθηκαν σημαντικά (μετά το 1204), η περίοδος αυτή της εξορίας στη Νίκαια δεν ήταν καθόλου από τις χειρότερες για τις φιλολογικές σπουδές. Οι Αυτοκράτορες Ιωάννης Βατάτζης και Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις έδειξαν ενδιαφέρον να ιδρύσουν σχολεία και βιβλιοθήκες, και τελικά δημιούργησαν μια αξιόλογη παράδοση στη μέση εκπαίδευση, λίγα χειρόγραφα είναι δυνατό να εξακριβωθεί ότι γράφτηκαν στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας, είναι όμως ολοφάνερο ότι μελετούσαν εκεί τους ποιητές και τους ρήτορες. Η σύντομη αυτή περίοδος είναι μία από τις λίγες που οι φιλολογικές σπουδές άνθησαν έξω από την πρωτεύουσα''.
Πράγματι είδαμε πως όταν ο Θεόδωρος Α' εγκαταστάθηκε στη Μ. Ασία ιδρύοντας και οργανώνοντας την ''Εξόριστη Αυτοκρατορία'', γρήγορα μερίμνησε και για το εκπαιδευτικό σύστημα. Έχοντας υπόψη του ο πρώτος Αυτοκράτορας της Νίκαιας το εκπαιδευτικό σύστημα της Κωνσταντινούπολης έθεσε σε επαναλειτουργία τα εκπαιδευτικά αξιώματα του διδασκάλου του Ψαλτήρος, του διδασκάλου του Ευαγγελίου, του διδασκάλου του Αποστόλου και το σημαντικότερο απ’ όλα εκείνου του ''ὑπάτου τῶν φιλοσόφων''. Για τα τρία πρώτα αξιώματα μπορεί να υποστηριχθεί με πειστικό τρόπο, αλλά όχι απόλυτα, ότι επανεργοποιήθηκαν το 1208 ή λίγο μετά, δεδομένου ότι τα άτομα που είχαν τα εν λόγω αξιώματα υπάγονταν απευθείας στον πατριάρχη.
Όπως γνωρίζουμε ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης στην ''Εξόριστη Αυτοκρατορία'' χειροτονήθηκε την άνοιξη του 1208. Το γεγονός ότι τα παραπάνω αξιώματα επανεργοποιήθηκαν σχετικά γρήγορα, δεν σημαίνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα που ήθελε να οργανώσει ο Θεόδωρος Α' λειτουργούσε κανονικά, δηλαδή όπως εκείνο της Κωνσταντινούπολης πριν από το 1204. Για τον πρώτο ύπατο των φιλοσόφων Θεόδωρο Ειρηνικό δεν διαθέτουμε κανένα στοιχείο για τις εκπαιδευτικές του δραστηριότητες. Για το αξίωμα του διδασκάλου του Ψαλτήρος γνωρίζουμε μόλις έναν που το κατείχε: τoν Σέργιο, ενώ για τον διδάσκαλο του Ευαγγελίου και διδάσκαλο του Αποστόλου εικάζουμε μόνον ότι υπήρχαν.
Πέρα από την προσπάθεια του Θεόδωρου Α' να θέσει σε λειτουργία τα εκπαιδευτικά αξιώματα στη Νίκαια, έκανε επίμονες προσπάθειες να συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό λογίων από την Λατινοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη και όχι μόνο. Αμέσως μετά την Άλωση του 1204 ένας μεγάλος αριθμός λογίων κατέφυγε στην ''Εξόριστη Αυτοκρατορία''. Μεταξύ αυτών ο μεγάλος ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, ο Νικόλαος Μεσαρίτης, ο Δημήτριος Καρύκης, οι πρώην μαΐστορες των φιλοσόφων Μανουήλ Καραντηνός (ή Σαραντηνός) και Νικόλαος Χρυσοβέργης.
Ο Θεόδωρος Α' έκανε επίμονες προσπάθειες χωρίς όμως επιτυχία να εγκαταστήσει στην επικράτειά του και έναν άλλο άνδρα που φημιζόταν για τη μόρφωσή του, τον Μιχαήλ Χωνιάτη με την συνοδεία του, τον οποίο οι Λατίνοι είχαν εκτοπίσει από την μητρόπολή του την Αθήνα και ζούσε στην Κέα και στην Εύβοια. Με το πρώτο κύμα φυγάδων από την Κωνσταντινούπολη προς την Μ. Ασία έφτασε και ο επτάχρονος Νικηφόρος Βλεμμύδης μαζί με την οικογένειά του στην επικράτεια του Θεόδωρου Α' Λάσκαρι. Στην Προύσα λοιπόν ο νεαρός Βλεμμύδης διδασκόταν επί τέσσερα χρόνια τα πρώτα γράμματα από τον γραμματιστή Μοναστηριώτη.
Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα της μέσης εκπαίδευσης στη Νίκαια. Ο ίδιος αναφέρει πως όταν έφτασε στην ηλικία των δεκαέξι, δεν υπήρχε καθηγητής στη Νίκαια που να παραδίδει μαθήματα ανώτερων σπουδών, δηλαδή πανεπιστημιακών. Έτσι αναγκάστηκε να μαθητεύσει στον Πρόδρομο που είχε το σχολείο του σε Λατινοκρατούμενο έδαφος κοντά στον ποταμό Σκάμανδρο. Ο Βλεμμύδης αναγκαζόταν να διασχίζει καθημερινά τα σύνορα για να παρακολουθεί τα μαθήματα του Πρόδρομου για τρία ολόκληρα χρόνια. Η μαρτυρία αυτή του Βλεμμύδη επιβεβαιώνει την θεωρία πως το εκπαιδευτικό σύστημα που οργάνωσε σχετικά γρήγορα ο Θεόδωρος Α' δεν λειτουργούσε όπως θα περιμέναμε.
Επομένως οι εκπαιδευτικοί τίτλοι που απένειμε ο πρώτος αυτοκράτορας της Νίκαιας ήταν περισσότερο εικονικοί παρά ουσιαστικοί. Στο πλαίσιο του μεγάλου ανταγωνισμού, όχι τόσο με το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών στον Πόντο, αλλά κυρίως με τους ηγεμόνες του κράτους της Ηπείρου, ο Θεόδωρος Α' έπρεπε να οργανώσει το κράτος του σύμφωνα με τα πρότυπα της πάλαι ποτέ Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Συνεπώς ο Θεόδωρος Α' προσπάθησε να οργανώσει το εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς όμως επιτυχία. Ας μη ξεχνούμε πως τα πρώτα χρόνια στην ''εξορία'' ήταν αρκετά κρίσιμα και για την Αυτοκρατορία.
Ο Θεόδωρος Α' είχε να αντιμετωπίσει πολλούς εξωτερικούς εχθρούς: τους αυτόνομους ηγεμονίσκους, τον σουλτάνο του Ικονίου, τους ηγεμόνες της Ηπείρου, και κυρίως τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων είχε έλθει από την Λατινοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη και τα πρώτα χρόνια έπρεπε να προσαρμοστεί στη νέα τάξη πραγμάτων. Μεγάλο ενδιαφέρον για το εκπαιδευτικό σύστημα έδωσε και ο διάδοχος του Θεόδωρου Α', Ιωάννης Γ' Βατάτζης. Δεν αποκλείεται ο τελευταίος να προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα από τον προκάτοχό του, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία να συγκεντρώσει βιβλία με απώτερο σκοπό την ίδρυση κρατικής βιβλιοθήκης.
Επί της βασιλείας του, ο Βλεμμύδης πέρασε δύο φορές τα σύνορα της Αυτοκρατορίας αναζητώντας με τη χρηματική χορήγηση του Αυτοκράτορα σπάνια χειρόγραφα. Επιπλέον, στα χρόνια της βασιλείας του Ιωάννη Γ' διατηρήθηκε το αξίωμα του υπάτου των φιλοσόφων. Ο Δημήτριος Καρύκης κατείχε το ανώτατο εκπαιδευτικό αξίωμα εξετάζοντας τον Βλεμμύδη το 1223 για τις γνώσεις του και συμμετέχοντας στις συνομιλίες με τους καθολικούς το 1234 στη Νίκαια. Ένας ακόμη μεγάλος λόγιος του 13ου αιώνα, ο Γεώργιος Ακροπολίτης έρχεται να ενισχύσει την άποψη πως ο Ιωάννης Γ' ενδιαφέρθηκε για την μόρφωση των υπηκόων του.
Ο Ακροπολίτης αναφέρει πως διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα σε κάποιο Ελληνικό σχολείο στην γενέτειρά του, την Κωνσταντινούπολη, και σε ηλικία 16 ετών εγκαταστάθηκε στην πόλη της Νίκαιας. Ο Βατάτζης έστειλε τον νεαρό Ακροπολίτη μαζί με άλλους αρχοντόπουλους στο σχολείο μέσης εκπαίδευσης, γεγονός που αποδεικνύει πως ο Αυτοκράτορας ενδιαφερόταν να επανδρώσει την κρατική μηχανή με μορφωμένα άτομα. Το σχολείο αυτό δεν ήταν κάποιο ανώτερο θεσμοθετημένο σχολείο όπως εκείνα της Κωνσταντινούπολης του 11ου και 12ου αιώνα, τα οποία διοικούνταν από τον μαΐστορα, που συνήθως ήταν και ο μοναδικός καθηγητής και ο οποίος επεβλεπόταν από τον ύπατο των φιλοσόφων.
Αλλά κάποιο κτίριο των ανακτόρων όπου δίδασκε ο διορισμένος από τον Αυτοκράτορα καθηγητής. Στην προκειμένη περίπτωση καθηγητής των αρχοντόπουλων ήταν ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος. Με τον θάνατο του τελευταίου καθηγητής των αρχοντόπουλων διορίστηκε ο Βλεμμύδης. Ο Ακροπολίτης και οι συμμαθητές του παρακολουθούσαν τα μαθήματα στο μοναστήρι του Βλεμμύδη. Μάλιστα, ο Βατάτζης για να ενισχύσει το μοναστήρι που λειτουργούσε και ως σχολείο, έδωσε αρκετά αυτοκρατορικά προνόμια,. Εκτός από το σχολείο του Βλεμμύδη, ο Βατάτζης στήριξε οικονομικά και εκείνο του Γεώργιου Βαβουσκωμίτη, άλλη μία πράξη που δείχνει ότι ο Αυτοκράτορας ενδιαφερόταν πραγματικά για την ανάπτυξη της παιδείας στην επικράτειά του.
Ο ίδιος Αυτοκράτορας μαζί με τον πατριάρχη Μανουήλ Β΄ είχαν οραματιστεί την δημιουργία ενός ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος όμοιο, με εκείνο της ''Πατριαρχικής Ακαδημίας'' στην Κωνσταντινούπολη, προτείνοντας την διεύθυνση της σχολής στον ξακουστό Βλεμμύδη. Ο τελευταίος αρνήθηκε και το σχέδιο του Βατάτζη ναυάγησε. Μπορεί βέβαια να μην είχε ιδρυθεί μέχρι το 1258 πανεπιστημιακό ίδρυμα, στα σχολεία όμως επί Ιωάννη Γ' δίδασκαν μεγάλοι λόγιοι. Μέσα από αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα μορφώθηκε ο Θεόδωρος Β' σπουδάζοντας όλες τις τότε γνωστές επιστήμες. Ο ίδιος στον πανηγυρικό του λόγο δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την Νίκαια ''σχολεῖον πάσης Ἑλλάδος''.
Μπορεί ο Θεόδωρος Β' να υπερβάλλει καθώς αναφέρει ότι πολλοί κάτοικοι γνώριζαν τη φιλοσοφία και τη θεολογία, σίγουρα όμως η Νίκαια διέθετε τους καλύτερους καθηγητές για όποιον ήθελε να σπουδάσει. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρεί και η περίπτωση του Γρηγορίου Κύπριου, ο οποίος σε μικρή ηλικία εγκατέλειψε την οικογένειά του, με σκοπό να σπουδάσει στο σχολείο του Βλεμμύδη. Μπορεί να μην κατάφερε ποτέ να γίνει μαθητής του μεγάλου ''ἐπὶ σοφίας'' Βλεμμύδη αλλά παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή του Αγίου Τρύφωνος, που είχε ιδρύσει το 1258 ο Θεόδωρος Β'. Ο Γρηγόριος αισθάνθηκε για δεύτερη φορά άτυχος, καθώς το εκπαιδευτικό ίδρυμα είχε παραμεληθεί μετά το θάνατο του ιδρυτή του.
Το 1260, δηλαδή όταν ο Γρηγόριος φοιτούσε στη σχολή του Αγίου Τρύφωνος, κυβερνήτης του κράτους ήταν ο Μιχαήλ Η'. Ο τελευταίος είχε δώσει μεγαλύτερη σημασία στην εξωτερική πολιτική παρά στην εσωτερική. Από τις περιγραφές του Γρηγορίου Κύπριου και του Μανουήλ-Μάξιμου Ολόβολου φαίνεται πως ό,τι οργάνωσε ο λόγιος Αυτοκράτορας Θεόδωρος Β' σχετικά με τα εκπαιδευτικά πράγματα στη βραχύβια βασιλεία του, κατέρρευσε πολύ γρήγορα επί Μιχαήλ Η'.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Επαγωγικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι και οι τρεις εκπρόσωποι της δυναστείας των Λασκαριδών μερίμνησαν για την παιδεία της Αυτοκρατορίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Ο καθένας πέτυχε σε διαφορετικό βαθμό την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Ο Θεόδωρος Α' επανασύστησε τα εκπαιδευτικά αξιώματα, ο Ιωάννης Γ' διόρισε καθηγητές για την εκπαίδευση των αρχοντόπουλων, ενίσχυσε οικονομικά τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης του Νικηφόρου Βλεμμύδη και του Βαβουσκωμίτη, ενώ ο Θεόδωρος Β' κατάφερε να ιδρύσει και να οργανώσει ο ίδιος αυτό που δεν κατάφεραν οι δύο προκάτοχοί του, την ίδρυση σχολής ανωτάτων σπουδών.
Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε μία διαφορά όσο αφορά τα κίνητρα: οι δύο πρώτοι αυτοκράτορες επιθυμούσαν επειγόντως τη δημιουργία εκπαιδευτικού συστήματος, διότι είχαν ανάγκη από μορφωμένους ανθρώπους, οι οποίοι θα εργάζονταν στην κρατική υπαλληλία, ενώ ο Θεόδωρος Β' ως πραγματικός ουμανιστής, άνδρας περισσότερο λόγιος και λιγότερο Αυτοκράτορας, όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο G. Ostrogorsky, ενδιαφερόταν για την καλλιέργεια των γραμμάτων στην επικράτειά του. Από τα παραπάνω μπορούμε να αναφέρουμε, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Κ. Κωνσταντινίδης, ότι η παιδεία παύει να βρίσκεται υπό την μέριμνα του πατριαρχείου.
Πράγματι, ενώ τον 12ο αιώνα η παιδεία βρίσκεται ύστερα από την πολιτική του Αλεξίου Α' υπό τη μέριμνα της εκκλησίας, στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας συμβαίνει το αντίθετο: Μολονότι ο Θεόδωρος Α' έθεσε σε λειτουργία εκπαιδευτικά αξιώματα που υπάγονταν απευθείας στον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην πορεία δεν φάνηκε πουθενά η ανάμιξη του Πατριάρχη και της εκκλησίας στα εκπαιδευτικά πράγματα. Οι Λασκαρίδες είχαν επωμιστεί εξολοκλήρου το βάρος για την οργάνωση και την επίβλεψη της παιδείας στο κράτος τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Θεόδωρου Β'. Ο τελευταίος όχι μόνο διόριζε τους καθηγητές στη σχολή του Αγίου Τρύφωνος, αλλά έπαιζε και τον ρόλο του εξεταστή, καθώς έλεγχε την πρόοδο των φοιτητών.
Όσο αφορά το περιεχόμενο και τον τρόπο διδασκαλίας, παρατηρούμε ότι έμειναν ίδιοι με εκείνους των προηγούμενων αιώνων. Ο Βλεμμύδης γνώρισε τον γραμματιστή του σε μία επαρχιακή πόλη, στην Προύσα. Εκεί έμαθε την γραμματική, ενώ στη Νίκαια διδάχτηκε τον Όμηρο, τα Προγυμνάσματα του Αφθονίου και την ρητορική του Ερμογένους, ενώ στις σπουδές ανώτατου επιπέδου διδασκόταν την αριθμητική του Νικομάχου , τη γεωμετρία, τη μελλοντολογία του Διόφαντου κ.α. Ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος δίδασκε στους μαθητές του επίσης γραμματική και ρητορική. Ο Βλεμμύδης παρέδιδε μαθήματα στον Ακροπολίτη και αργότερα στον Θεόδωρο Β' φιλοσοφία, αστρονομία, την θεολογία και τα μαθηματικά: την αριθμητική του Νικομάχου και τη γεωμετρία του Ευκλείδη.
Το μόνο που ίσως να μας προκαλεί εντύπωση είναι ο τρόπος διδασκαλίας του Θεόδωρου Β' με τον Βλεμμύδη και αργότερα με τον Ακροπολίτη καθώς γινόταν εξ αποστάσεως. Χάρη στη μέριμνα της προτελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου, οργανώθηκε, παρά τις δυσκολίες, το εκπαιδευτικό σύστημα της Νίκαιας, μέσα από το οποίο καλλιεργήθηκαν και μορφώθηκαν οι μεγαλύτεροι λόγιοι του 13ου αιώνα. Ορισμένοι από αυτούς συνέδραμαν στην προσπάθεια του Μιχαήλ Η' για την επανασύσταση του εκπαιδευτικού συστήματος στην Κωνσταντινούπολη μετά το 1261. Με αυτό τον τρόπο οι πεπαιδευμένοι της ''Εξόριστης Αυτοκρατορίας'' έθεσαν τα θεμέλια του δεύτερου Βυζαντινού Ουμανισμού.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η άλωση της Λατινοκρατούμενης (από το 1204) Κωνσταντινούπολης από το στρατό της λεγόμενης Αυτοκρατορίας της Νίκαιας το 1261 χαρακτηρίζεται γενικά στη βιβλιογραφία ως ανακατάληψη. Ο όρος προϋποθέτει την αποδοχή πως το κράτος της Νίκαιας αντιπροσωπεύει σε επαρκή βαθμό την πολιτική συνέχεια, στην εξορία, της προ του 1204 Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αντίθετα από τη Λατινική «Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης». Η είσοδος του Βυζαντινού στρατού στην Πόλη έγινε από κάποιο σημείο των τειχών στην περιοχή της πύλης της Πηγής, τη νύχτα της 24ης προς την 25η Ιουλίου 1261 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Μετά την άλωσή της το 1204 από τους σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας, η Κωνσταντινούπολη περιήλθε σε ένα καθεστώς συγκυριαρχίας του Λατίνου (Γάλλου) Αυτοκράτορα και του Κοινού των Βενετών. Στις περιοχές που δεν καταλήφθηκαν από τους σταυροφόρους, τα μέλη της Βυζαντινής αριστοκρατίας και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας συσπειρώθηκαν γύρω από δύο ηγεμονικές αυλές, οι οποίες διεκδικούσαν το ρόλο του συνεχιστή της Αυτοκρατορίας: την αυλή των Δουκών Κομνηνών στη δυτική Ελλάδα και εκείνη των Λασκαριδών στη Μικρά Ασία...
Το δεύτερο κρατίδιο, γνωστό ως Αυτοκρατορία της Νίκαιας, κατόρθωσε μέσα σε τέσσερις δεκαετίες να επιβληθεί ως η κυρίαρχη δύναμη στο χώρο της παλιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με διαρκείς εκστρατείες κατά την περίοδο 1242 - 1260, οι Αυτοκράτορες Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1221 - 1254), Θεόδωρος Β' Λάσκαρις (1254 - 1258) και Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1259 - 1282) κατέλαβαν τη Μακεδονία και τη Θράκη, εκτοπίζοντας τους βασικούς τους αντιδιεκδικητές, δηλαδή τους Δούκες Κομνηνούς της Ηπείρου και τους ηγεμόνες της Βουλγαρίας. Η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, στην οποία από το 1240 έως το 1261 βασίλευε ο Βαλδουίνος Β', απέμεινε απομονωμένη και χωρίς εδάφη.
Λόγω της έλλειψης πόρων, οικονομικών και ανθρώπινων, η άμυνά της ήταν εξαρτημένη πλέον μόνο από το Βενετικό στόλο και ενδεχόμενες ενισχύσεις από την καθολική Δύση. Από την άλλη, τα ισχυρά χερσαία τείχη και η ανωτερότητα των Βενετών στη θάλασσα καθιστούσαν οποιαδήποτε απόπειρα εναντίον της Κωνσταντινούπολης εξαιρετικά δύσκολη και εξηγούν την επιβίωση της Λατινικής κυριαρχίας επί τόσο μεγάλο διάστημα.
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΤΟ 1204 ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΜΟΡΦΩΜΑΤΑ
Η Κωνσταντινούπολη, η πλουσιότερη και πολυπληθέστερη πόλη του τότε Χριστιανικού κόσμου, υπέκυψε στην πολιορκία των σταυροφορικών στρατευμάτων της Δύσης στις 13 Απριλίου το 1204. Ξημερώματα της Δευτέρας 12 Απριλίου προς Τρίτη 13 Απριλίου 1204, ο άστεπτος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Λάσκαρις εγκαταλείπει τη Βασιλεύουσα. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντικαταστάθηκε από το Λατινικό βασίλειο της Κωνσταντινούπολης, ενώ τα άλλοτε Βυζαντινά εδάφη αντικαταστάθηκαν από μικρά κρατικά μορφώματα σύμφωνα με την Partitiο Romaniae. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα περίπλοκο σύστημα τιμαρίων, παρόμοιο με την φεουδαρχική οργάνωση της Μεσαιωνικής Δύσης.
Ο πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας και του Αινώ, ο οποίος στέφτηκε και χρίστηκε Αυτοκράτορας στον ναό της Αγίας Σοφίας στις 9 Μαΐου 1204, έλαβε τα πέντε όγδοα της πρωτεύουσας, τη Θράκη, το βορειοδυτικό τμήμα της Μ. Ασίας, την Λέσβο, την Χίο και την Σάμο. Δηλαδή το ένα τέταρτο από το σύνολο της Αυτοκρατορικής επικράτειας. Ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός ύστερα από διαμάχες ίδρυσε το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το οποίο περιλάμβανε περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Οι Βενετοί κατέλαβαν τα σημαντικότερα λιμάνια της Ρωμαϊκής επικράτειας.
Όπως τη Ραγούσα, το Δυρράχιο στην Αδριατική, την Κορώνη και την Μεθώνη στην Πελοπόννησο, την Καλλίπολη, την Ραιδεστό και την Ηράκλεια στη θάλασσα του Μαρμαρά, τα νησιά του Ιονίου πελάγους, την Κρήτη και τέλος, τα τρία όγδοα της Κωνσταντινούπολης. Έτσι ο Δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος ονομάστηκε « κύριος του τετάρτου και του μισού (από το τέταρτο) της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Στον νότιο Ελλαδικό χώρο δημιουργήθηκαν αυτόνομα πριγκιπάτα όπως του Όθωνα de la Roche στην Αττικο-Βοιωτία, και στην Πελοπόννησο το κρατίδιο του Γουλιέλμου Σαμπλίττη και του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, ανιψιού του χρονικογράφου της τέταρτης Σταυροφορίας Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου.
Στη Μ. Ασία ο αδελφός του Λατίνου Αυτοκράτορα Ερρίκος πήρε ως φέουδο εδάφη προς το Αδραμμύτιο, ο Πέτρος ( Pierre de Bracieux) τις περιοχές γύρω από το Ικόνιο, ο Λουδοβίκος ( Louis de Blois) το δουκάτο της Νίκαιας, και ο Στέφανος ( Stephane de Perche) το δουκάτο της Φιλαδέλφειας. Ο Βυζαντινός πληθυσμός, ο οποίος έβλεπε τους Λατίνους κατακτητές με πολύ μεγάλη αντιπάθεια, συσπειρώθηκε γύρω από σημαντικές προσωπικότητες παίρνοντας τον δρόμο της προσφυγιάς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέα ανεξάρτητα Ελληνικά κράτη, αντίπαλα μεταξύ τους, τα οποία έσωσαν το Βυζάντιο από τον πλήρη αφανισμό του.
Στην Δυτική Ελλάδα ο Μιχαήλ Δούκας (1204 - 1215), γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα εξάδελφος των Αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β' και Αλεξίου Γ', συγκρότησε την ηγεμονία της Ηπείρου. O Μιχαήλ Δούκας, ο οποίος ήταν δούκας και αναγραφεύς του θέματος Μελανουδίου της Μ. Ασίας (1190 - 1195), είχε ως έδρα του κράτους του την Άρτα ύστερα από πιθανό γάμο του με την κόρη ή την χήρα του διοικητή του θέματος Νικοπόλεως. Στη στενή λωρίδα των ακτών του Εύξεινου Πόντου της Μ. Ασίας είχε προηγηθεί η ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος από τον Αλέξιο και Δαβίδ, εγγονούς του Ανδρονίκου Α' Κομνηνού, τον Απρίλιο του 1204, όχι όμως ως επακόλουθο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους.
Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας , η οποία δεν επηρέασε σχεδόν καθόλου την εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας του ύστερου Βυζαντινού κράτους, έπεσε στους Οθωμανούς Τούρκους μόλις το 1461. Πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους, τρεις ανακηρυγμένοι Βυζαντινοί αριστοκράτες αφού συγκέντρωσαν στρατεύματα, εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Μ. Ασίας δημιουργώντας μικρές ηγεμονίες, Ο Θεόδωρος Μαγκαφάς κατέλαβε την Φιλαδέλφεια, ο Μανουήλ Μαυροζώμης την κοιλάδα του Μαιάνδρου, ενώ ο Σάββας Ασιδηνός εγκαταστάθηκε στην περιοχή μεταξύ της Μιλήτου και της Αμισού.
Στον Ελλαδικό χώρο, ο Λέων Σγουρός κατείχε το Ναύπλιο, το Άργος και την Κόρινθο, ενώ ο Λέων Χαμάρετος δημιούργησε τη δική του ηγεμονία στη Λακεδαίμονα.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ
Οι παραπάνω ηγεμονίες δεν είχαν μεγάλη χρονική διάρκεια. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις, γαμπρός του Αλεξίου Γ' Άγγελου, είχε καταφύγει στη Μ. Ασία κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί μετά τον Απρίλιο του 1204 κατάφερε να συγκεντρώσει Ελληνικά στρατεύματα και να συγκροτήσει στη δυτική Μ. Ασία το δικό του κράτος αρχικά με κέντρο την Προύσα και στη συνέχεια τη Νίκαια. Ο Θεόδωρος Α' κατέλυσε πολύ σύντομα (στο τέλος του 1205) το κρατίδιο του Μαυροζώμη, ενώ η ηγεμονία του Θεόδωρου Μαγκαφά κατέρρευσε επίσης το ίδιο έτος. Ίσως ο Θεόδωρος Μαγκαφάς να κατέφυγε στον σουλτάνο του Ικονίου Καϊχοσρόη (1192 - 1197 και 1204 / 1211).
Στα τέλη του 1206 καταλύεται και η αυτονομία του Σάββα Ασιδηνού στη Σαμψούντα, ο οποίος τελικά συμμαχεί με τον Θεόδωρο Α'. Ο τελευταίος του έδωσε το υψηλότατο αξίωμα του σεβαστοκράτορος. Ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις, πριν καλά-καλά εδραιώσει την ηγεμονία στη Μ. Ασία βρέθηκε αντιμέτωπος με τα στρατεύματα των Λατίνων. Ο αδελφός του Λατίνου Αυτοκράτορα Βαλδουίνου, Ερρίκος της Φλάνδρας, και οι σύμμαχοι ιππότες του Λουδοβίκου de Blois, οι οποίοι έπρεπε να καταλάβουν σύμφωνα με την partitio Romaniae εδάφη της Μ. Ασίας, νίκησαν τον Θεόδωρο Α' κοντά στο Ποιμαμηνό τον Δεκέμβριο του 1204. Όμως ο Βαλδουίνος και ο Λουδοβίκος de Blois είχαν άδοξο τέλος.
Στη μάχη που έδωσαν με τον Βούλγαρο Καλογιάννη την άνοιξη του 1205, ο μεν Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε στην Αδριανούπολη και στη συνέχεια θανατώθηκε, ο δε Λουδοβίκος de Blois έπεσε στο πεδίο της μάχης μαζί με άλλους επιφανείς ιππότες. Στην Νίκαια λοιπόν χάρη στους γρήγορους και ευφυείς χειρισμούς του Θεόδωρου Λάσκαρι, ιδρύθηκε μία νέα Ελληνική Αυτοκρατορία, η οποία έμελλε να αντικαταστήσει εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α' διαδέχτηκε τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης και ο εκάστοτε μητροπολίτης της Νίκαιας ήταν και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ο Θεόδωρος Α' δεν κατάφερε να φέρει στην επικράτειά του, παρά τις επίμονες προσπάθειες, τον νόμιμο πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη Καματηρό (1198 - 1206), ο οποίος αρνήθηκε να έλθει στη Νίκαια. Μετά την άλωση του 1204 αποσύρθηκε στο Διδυμότειχο, όπου και κατέληξε δύο χρόνια μετά. Ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης, ο οποίος εξελέγη μετά την άλωση της Πόλης του 1204 ήταν ο Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανός (1208 - 1214). Ο τελευταίος το Πάσχα του 1208, έστεψε και έχρισε με μύρο τον Θεόδωρο Α', ο οποίος το 1206 είχε αναγορευθεί Αυτοκράτορας. Έτσι ο Θεόδωρος Α' τιτλοφορούνταν ως « Θεόδωρος πιστός βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων».
Εκείνη τη χρονική στιγμή η επικράτεια του Θεόδωρου Α' με κέντρο την πόλη της Νίκαιας περιλάμβανε την Προύσα, τη Σμύρνη τη Φιλαδέλφεια, την Έφεσο, τα Νεόκαστρα και το Κιλβιανό πεδίο. Περιλάμβανε όλη την επαρχία της Βιθυνίας, δυτικά περιλάμβανε την Καρία και την κοιλάδα του Μαιάνδρου, ενώ ανατολικά επεκτεινόταν μέχρι τη Γαλατία και τη Καππαδοκία. Ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις δεν είχε εχθρό μόνο τον Λατίνο Αυτοκράτορα, αλλά και τον Σουλτάνο του Ικονίου. Οι δύο αυτοί εχθροί είχαν συνάψει συμμαχία, γι’ αυτό και ο Θεόδωρος Α' ήλθε σε επαφή με τον βασιλιά της Μικράς Αρμενίας Λέοντα Β'. Τον Ιούνιο του 1211 κοντά στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου ο Θεόδωρος Α' νίκησε τον Σουλτάνο, ο οποίος έπεσε στο πεδίο της μάχης.
Οι συνέπειες της νίκης του Θεόδωρου ήταν αρκετά επωφελείς για το κράτος του, καθώς συνέλαβε αιχμάλωτο τον πεθερό του Αλέξιο Γ'. Επίσης, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας αποτελούσε ολοένα και περισσότερο υπολογίσιμη δύναμη για τους γείτονές της. Οι Σελτζούκοι και οι Νικαείς έπαψαν να αψιμαχούν, ενώ οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της Μ. Ασίας οργανώθηκαν και συσπειρώθηκαν. Όμως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο Αυτοκράτορας της Νίκαιας ηττήθηκε στον ποταμό Ρυνδακό από τον Ερρίκο. Ο τελευταίος, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον αδελφό του Βαλδουίνο στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, προήλασε ως την Πέργαμο και το Νυμφαίο. Το 1214 οι δύο αντίπαλοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης καθορίζοντας τα σύνορά τους.
Οι Λατίνοι διατήρησαν τη βόρειο-δυτική γωνία της Μ. Ασίας ως το Αδραμμύτιο στα νότια, ενώ η υπόλοιπη περιοχή ως τα σύνορα του σουλτανάτου του Ικονίου έμεινε στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Συγχρόνως ο Θεόδωρος Α' καταφέρνει ν’ αποσπάσει την περιοχή της Παφλαγονίας από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, προσαρτώντας την τελευταία στο κράτος της Νίκαιας. Ο Θεόδωρος Α' για να διατηρήσει την ειρήνη με τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης νυμφεύτηκε το 1219 σε τρίτο γάμο την κόρη της αυτοκράτειρας Γιολάντας Κουρτεναί, Μαρία, η οποία ήταν ανιψιά των δύο πρώτων Λατίνων αυτοκρατόρων Βαλδουίνου και Ερρίκου.
Σημαντικό επακόλουθο της ειρήνης μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών ήταν η αποδυνάμωση του κράτους του Δαβίδ Κομνηνού στον Πόντο της Μ. Ασίας.. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις κατάφερε να προσαρτήσει σταδιακά έως το 1214 τις γύρω περιοχές της Ηράκλειας και της Σινώπης, οι οποίες υπάγονταν πριν στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Επίσης το 1219 συμφώνησε με το Βενετό podesta της Κωνσταντινούπολης να έχουν πλήρη ελευθερία οικονομικών συναλλαγών οι Βενετοί έμποροι μέσα στην επικράτεια του κράτους της Νίκαιας. Σχετικά με την πολιτική των επιγαμιών που εφάρμοσε ο Θεόδωρος Α' θα πρέπει να αναφέρουμε πως αποτελούσαν διπλωματικές κινήσεις, παρόλο που στα μάτια των Βυζαντινών φαίνονταν ως κινήσεις προδοσίας.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο D. Nicol ''Έφερναν την ειρήνη στην εξόριστη Αυτοκρατορία, ενθάρρυναν την οικονομική βιωσιμότητα, της παρείχαν χρόνο για να ενδυναμώσει τις βάσεις μιας διοικήσεως που θα μπορούσε μία μέρα να κληθεί στην Κωνσταντινούπολη''. Μέρος της εκκλησιαστικής πολιτικής του πρώτου Αυτοκράτορα της Νίκαιας ήταν και η προσέγγιση με τον Πάπα για την επίτευξη της ένωσης της Ανατολικής με την Δυτική Εκκλησία. Ο Θεόδωρος Α' προσπάθησε ανεπιτυχώς να συγκαλέσει σύνοδο στη Νίκαια, στην οποία θα συμμετείχαν αντιπρόσωποι από τα πατριαρχεία της Κωνσταντινούπολης, της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων.
Καθώς και της ιεραρχίας του κράτους της Ηπείρου, με σκοπό να σταλεί αντιπροσωπεία στη Ρώμη για τη σύνοδο του Λατερανού. Ο Θεόδωρος Α' απεβίωσε τον Αύγουστο του 1222, όμως «οὐδὲ γὰρ εἶχεν ἄῤῥενα παῖδα εἰς ἥβην ἐλθόντα», γι’ αυτό και τον διαδέχτηκε ο γαμπρός του από την θυγατέρα του Ειρήνη, Ιωάννης Γ' Βατάτζης, ένας από τους σημαντικότερους Αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Κατά τον G. Ostrogorsky o Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1222 - 1254) ''Είναι χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας της περιόδου της Νίκαιας''. Η περίοδος της βασιλείας του είναι γεμάτη από επιτυχίες και στην εξωτερική και στην εσωτερική πολιτική.
Το 1225 κοντά στο Ποιμανηνό, εκεί όπου πριν από είκοσι χρόνια ο Θεόδωρος Α' είχε γνωρίσει την ήττα από τους Λατίνους, ο Βατάτζης νίκησε τα Λατινικά στρατεύματα της Κωνσταντινούπολης. Έτσι ο Βατάτζης κατάφερε να προσαρτήσει στο κράτος του σχεδόν όλες τις Λατινικές κτήσεις στη Μ. Ασία με εξαίρεση τη Νικομήδεια. Παράλληλα, οι ναυτικές επιχειρήσεις της Νίκαιας στέφονταν η μία μετά την άλλη με επιτυχία, προσαρτώντας τα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, Ρόδο. Παράλληλα σε μεγάλη ακμή βρισκόταν και το κράτος της Ηπείρου, του οποίου ηγεμόνας ήταν ο Θεόδωρος Δούκας. Η εξουσία του τελευταίου εκτεινόταν από την Αδριατική έως το Αιγαίο Πέλαγος συμπεριλαμβάνοντας την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας μαζί με τη Θεσσαλονίκη.
Ήδη από το 1215 είχε προσαρτήσει στο κράτος του σημαντικά κέντρα όπως την Αχρίδα, τον Πρίλαπο, τα Σκόπια, τις Νέες Πάτρες, τη Λαμία, τα Γρεβενά, την Καστοριά, τη Βέροια, τα Σέρβια, τις Σέρρες κ.ά. Στην Θεσσαλονίκη ο Θεόδωρος Άγγελος εισήλθε στα τέλη του 1224 ύστερα από δύσκολη πολιορκία, το 1225 / 1226 αναγορεύτηκε Αυτοκράτορας, ενώ ένα χρόνο μετά έγινε η στέψη και η χρίση του από τον Δημήτριο Χωματηνό. Η ολοκληρωτική όμως καταστροφή για τον ηγεμόνα της Ηπείρου επήλθε το 1230 στη μεγάλη μάχη της Κλοκότνιτσας, κατά την οποία τα στρατεύματα του Θεόδωρου Δούκα κατατροπώθηκαν ολοκληρωτικά από τις δυνάμεις του Βούλγαρου Τσάρου Ιβάν Ασάν Β'.
Ο τελευταίος, ο οποίος αποσκοπούσε στην δημιουργία ενός Βουλγαρορρωμαϊκού κράτους με Αυτοκράτορα τον ίδιο και πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, συνέλαβε τον Θεόδωρο Άγγελο και στη συνέχεια τον τύφλωσε. Επακόλουθο της ήττας στην Κλοκότνιτσα ήταν η σημαντική εδαφική συρρίκνωση του κράτους της Ηπείρου, εφόσον τα εδάφη της Θράκης, της Μακεδονίας καθώς και ένα τμήμα της Βορείου Ηπείρου που είχε καταλάβει ο Θεόδωρος, περιήλθαν στο κράτος του Ιβάν Ασάν Β'. Μετά από αυτά η Αυτοκρατορία της Νίκαιας απαλλάχτηκε από τον αντίπαλό της για το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, το κράτος της δυτικής Ελλάδος. Η μόνη εχθρική υπολογίσιμη δύναμη για την Νίκαια ήταν το Βουλγαρικό κράτος.
Γι’ αυτό και την άνοιξη του 1235 υπογράφηκε στην Καλλίπολη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ του Έλληνα Αυτοκράτορα και του Βούλγαρου Τσάρου, οι οποίοι για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την φιλία τους πάντρεψαν τα παιδιά τους. Ο διάδοχος του Βατάτζη, Θεόδωρος Λάσκαρις, νυμφεύτηκε τη κόρη του Ιβάν Ασάν Β', Ελένη στην Λάμψακο. Οι δύο σύμμαχοι προχώρησαν στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, όμως εξαιτίας της διχόνοιας που προέκυψε στους δύο ηγεμόνες η πολιορκία λύθηκε. Ο Ιβάν Ασάν Β', ο οποίος είχε στρέψει τις δυνάμεις του εναντίον του Ιωάννη Βατάτζη αποχώρησε από το προσκήνιο υπογράφοντας συνθήκη ειρήνης στην Τζουρουλό στα τέλη του 1237 καθώς η επιδημία που είχε ξεσπάσει στο Τύρνοβο είχε προκαλέσει τον θάνατο της συζύγου του, και ενός από τους δύο γιους του.
Το 1246 ο Ιωάννης Γ' κατάφερε να καταλάβει όλα εκείνα τα εδάφη που είχε αποσπάσει ο Ιβάν Ασάν Β' (1218 - 1241). Ο ίδιος ο Ιβάν είχε πεθάνει ήδη από το 1241, και την διακυβέρνηση του Βουλγαρικού κράτους είχαν αναλάβει οι ανήλικοι γιοί του Καλομάν (1241 - 1246) και Μιχαήλ (1246 - 1256). Στη συνέχεια ο Βατάτζης στράφηκε κατά της Θεσσαλονίκης, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Ιωάννης Άγγελος Δούκας, γιος του Θεόδωρου Άγγελου Δούκα της Ηπείρου. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Δούκας αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την τοπική αντιπολίτευση και δεν έφερε καμία σχεδόν αντίσταση στα Αυτοκρατορικά στρατεύματα της Νίκαιας. Σύντομα, αναγκάστηκε να παραδώσει τα Αυτοκρατορικά σύμβολα και ν’ αναγνωρίσει την Αυτοκρατορική εξουσία του Ιωάννη Βατάτζη.
Ο τελευταίος απένειμε στον Ιωάννη Δούκα τον τίτλο του Δεσπότη. Με τον θάνατο του τελευταίου, ο αδελφός του Δημήτριος ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση της πόλεως, ζητώντας από τον Βατάτζη να του αναγνωρίσει τον τίτλο του δεσπότη. Σύντομα όμως ο Ιωάννης Γ΄ διόρισε διοικητή της Θεσσαλονίκης τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο, πατέρα του μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η'. Παράλληλα ο Ιωάννης Βατάτζης έδωσε τον τίτλο του δεσπότη στον Μιχαήλ Β' Δούκα και στον γιο του Νικηφόρο, ενώ κατέλαβε όλα τα εδάφη της Μακεδονίας που είχε αποσπάσει ο στρατός της Ηπείρου από τους Βούλγαρους.
Όπως ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις έτσι και ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένωση των Εκκλησιών, εφόσον θεωρούσε πως ο Πάπας μπορούσε να επηρεάσει την πορεία της Λατινικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Σε περίπτωση που το Σχίσμα των εκκλησιών έπαυε να ισχύει, ο Βατάτζης ήταν πρόθυμος ν’ αναγνωρίσει το πρωτείο του Πάπα, ενώ ο τελευταίος θα αναγνώριζε τον Βυζαντινό βασιλέα ως τον νόμιμο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια δεν είχαν αποτέλεσμα παρόλο που υπήρχε καλή πρόθεση και από τις δύο πλευρές. Ο Ιωάννης Γ' κατάφερε σπουδαία πράγματα και στον χώρο της εσωτερικής πολιτικής.
Την περίοδο της βασιλείας του δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην ανόρθωση της αγροτικής οικονομίας και κτηνοτροφίας. Η λειτουργία των Αυτοκρατορικών κτημάτων αποτέλεσε πρότυπο για όλες τις αγροτικές μονάδες καλλιέργειας. Παράλληλα απαγόρευσε στους υπηκόους του να αγοράζουν είδη πολυτελείας εκτός της Αυτοκρατορίας, με μοναδική εξαίρεση τα εισαγόμενα μέταλλα και τα πολυτελή υφάσματα που εισέρρεαν σε μεγάλες ποσότητες από το σουλτανάτο του Ικονίου. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να απαλλάξει το κράτος του από το μονοπώλιο των Βενετών. Συνέπεια όλων αυτών ήταν να καταστήσει την Αυτοκρατορία του αυτάρκη, και οικονομικά ισχυρή παρόλο που η αυτοκρατορία βρισκόταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση.
Επιπλέον, με την πρόοδο της οικονομίας, ο Βατάτζης κατάφερε να ενισχύσει τους οικονομικά ασθενέστερους, προστατεύοντάς τους από τις αυθαιρεσίες των δυνατών, ίδρυσε νοσοκομεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα, χρηματοδότησε την ανέγερση πολλών ναών, μερίμνησε για την φύλαξη και οχύρωση των πόλεων, και ακολούθησε την τακτική των Αυτοκρατόρων της Μέσης Βυζαντινής περιόδου κατά την οποία το κράτος παραχωρούσε κλήρους μικρής έκτασης σε γεωργούς - στρατιώτες. Βέβαια προσπάθησε να ενισχύσει την μεσαία στρατιωτική αριστοκρατία δημιουργώντας πολλά προνοιακά κτήματα μικρής εκτάσεως.
Παράλληλα εγκατέστησε στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Φρυγία Κουμάνους με τον όρο να καλλιεργούν εκτάσεις γης, αλλά σε περίπτωση πολέμου να μάχονται υπέρ του Αυτοκράτορα. Το γεγονός ότι υπήρχε εγχώριος στρατός, ο οποίος μαχόταν για την οικογένειά του αλλά και για την περιουσία του, δεν απέκλειε τον ύπαρξη του μισθοφορικού στρατού. Ο τελευταίος απαρτιζόταν κυρίως από τους Λατίνους μισθοφόρους, οι οποίοι ως επί το πλείστον είχαν εγκαταλείψει την Λατινική Αυτοκρατορία. O Ιωάννης Βατάτζης πέθανε το 1254 σε ηλικία 62 ετών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του κατάφερε να υπέρ διπλασιάσει το κράτος που είχε παραλάβει από τον προκάτοχό του Θεόδωρο Α' Λάσκαρι.
Δημιούργησε μία οικονομικά και στρατιωτικά ισχυρή Αυτοκρατορία, την οποία οι γείτονές της λάμβαναν σοβαρά υπόψη. Ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρις γράφει για τον πατέρα του: ''Ένωσε τη χώρα που είχε τεμαχισθεί από τους Λατίνους, Πέρσες, Βούλγαρους, Σκύθες και άλλους ξένους τύραννους. Τιμώρησε τους αρπάζοντας και προστάτευσε την χώρα του. Έκανε την χώρα μας απρόσιτη εις τους εχθρούς''. Η εικόνα του Ελεήμονος Αυτοκράτορα ρίζωσε βαθιά στις καρδιές των υπηκόων της Νίκαιας γι’ αυτό και η εκκλησία, πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του τον ανακήρυξε άγιο, ενώ παράλληλα συντάχτηκε και ο ''Βίος του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος''.
Τον Ιωάννη Γ' Βατάτζη διαδέχτηκε στον θρόνο ο γιος του Θεόδωρος Β' ο οποίος προτίμησε το πατρικό επώνυμο της μητέρας του και όχι εκείνο του πατέρα του. Στη σύντομη σε χρονική διάρκεια βασιλεία του (1254 - 1258), ο Θεόδωρος Β' δεν έφερε αλλαγές στη εξωτερική πολιτική της Αυτοκρατορίας, ούτε όμως έφερε τους Βυζαντινούς πιο κοντά στην ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Παρόλα αυτά ο Θεόδωρος Β' κατάφερε να διατηρήσει τη δύναμη και ισχύ της Αυτοκρατορίας παρά τους συνεχείς πολέμους στην Ανατολή και στη Δύση. Ο Θεόδωρος Β' είχε να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι προκαλούσαν προβλήματα καθώς ξεσηκώνονταν συχνά.
Από την άλλη, στη Δύση ο Βούλγαρος Μιχαήλ Ασάν κατέκτησε τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης, περιοχές δηλαδή που είχε προσαρτήσει παλαιότερα στην επικράτεια της Νίκαιας ο Ιωάννης Βατάτζης. Το 1256 μετά από δύο επιτυχημένες εκστρατείες ο Βούλγαροι υποχώρησαν, η δύναμη των οποίων μειώθηκε ακόμη περισσότερο με την πτώση του Μιχαήλ Ασάν και την άνοδο στο θρόνο του Κωνσταντίνου Tich (1257 - 1277). Ο τελευταίος έλαβε για σύζυγό του την Ειρήνη, κόρη του Θεόδωρου Β'. Αναταραχές στη Βαλκανική προκάλεσε και ο Νικηφόρος της Ηπείρου, γιος του Μιχαήλ Β', ο οποίος κατέλαβε το κάστρο των Σερβίων.
Παράλληλα στο κράτος της Νίκαιας ξέσπασε μεγάλη διαμάχη μεταξύ του Αυτοκράτορα και των εκπροσώπων της αριστοκρατίας, οι οποίοι είχαν καταλάβει υψηλά κρατικά αξιώματα. Ο Θεόδωρος Β' καθώς πίστευε πως οι εκπρόσωποι της αριστοκρατίας ήταν υπεύθυνοι για δυσκολίες που είχαν προκύψει στους πολέμους, που είχαν διεξαγάγει με τους Βούλγαρους και τους Ηπειρώτες, προέβη σε συνεχείς δίκες , σε φοβερές τιμωρίες, προκαλώντας μεγάλο μίσος στην αριστοκρατία. Αντίθετα προωθήθηκαν πρόσωπα της μεσαίας αριστοκρατίας, αλλά και άτομα ταπεινής καταγωγής, τα οποία έδειξαν ιδιαίτερη αφοσίωση και πίστη στον Θεόδωρο Β'. Όσο αφορά την προσωπικότητα του Θεοδώρου Β' μπορούμε να αναφέρουμε πως επρόκειτο για άτομο αρκετά μορφωμένο.
Ήταν μάλλον διανοούμενος και θεολόγος, παρά πολιτικός άνδρας και κυβερνήτης. Πρώτα-πρώτα υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μαθητές του Νικηφόρου Βλεμμύδη. Πριν ακόμη ανέβει στο θρόνο ο Θεόδωρος Β΄ ασχολήθηκε επισταμένως με τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Κατά τη βραχύβια βασιλεία του άνθησαν τα γράμματα και οι τέχνες. Σύμφωνα με τον G. Ostrogorsky ''Μεγάλος αριθμός λογίων συγκεντρώθηκε γύρω από τον φιλομαθή Αυτοκράτορα και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δοκίμασε τέτοια πολιτιστική άνθηση που θύμιζε την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου''. Ο Θεόδωρος Β', ο οποίος έπασχε από επιληψία πέθανε το 1258 σε ηλικία 36 ετών. Στον θρόνο τον διαδέχτηκε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης ο Δ'.
Ο ίδιος Αυτοκράτορας με τη διαθήκη του διόρισε ως αντιβασιλέα τον Γεώργιο Μουζάλωνα. Ο τελευταίος δεν ανήκε στην παραδοσιακή αριστοκρατία, και οι οικονομικά ισχυροί της Αυτοκρατορίας δεν μπορούσαν να δεχτούν με τίποτε έναν νεόπλουτο να ασκεί την αντιβασιλεία και να παραβλέπει τα συμφέροντά τους. ¨Έτσι εννέα ημέρες μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορα, Λατίνοι μισθοφόροι, των οποίων διοικητής ήταν ο Μέγας Κοντόσταβλος Μιχαήλ Παλαιολόγος, δολοφόνησαν τον Γεώργιο Μουζάλωνα και τους δύο αδελφούς του μπροστά στην αγία τράπεζα κατά την διάρκεια της επιμνημόσυνης δέησης του εκλιπόντος Θεόδωρου Β'. Νέος κηδεμόνας του οκτάχρονου Ιωάννη Δ' ορίστηκε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος.
Σύντομα ο Μιχαήλ πήρε το αξίωμα του Μεγάλου Δούκα, και αμέσως μετά αναγορεύτηκε Αυτοκράτορας. Στις αρχές του 1259 ο πατριάρχης Αρσένιος τέλεσε τη διπλή στέψη του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου και του Ιωάννη Δ' Λάσκαρι. Αρκετά νωρίς ο Μιχαήλ Παλαιολόγος απέκτησε το πρώτο του δημόσιο αξίωμα. Σε ηλικία είκοσι ενός ετών ο Μιχαήλ διορίστηκε διοικητής της Μακεδονίας το 1246 από τον Ιωάννη Βατάτζη. Το 1253 νυμφεύτηκε μία ανιψιά του Βατάτζη και διορίστηκε Μέγας Κοντόσταυλος. Σύντομα όμως κατέφυγε στο σουλτανάτο του Ικονίου φοβούμενος τη σύλληψή του για προδοσία από τον Θεόδωρο Β'.
Όμως ο Αυτοκράτορας αναγνωρίζοντας τις στρατιωτικές ικανότητες του Μιχαήλ, τον έστειλε στη Μακεδονία για να διεξαγάγει τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει με το κράτος της Ηπείρου. Όμως ο Θεόδωρος Β' δεν μπορούσε να καθησυχαστεί με την ιδέα ότι ο Μιχαήλ ήταν ελεύθερος. Έτσι λίγο πριν πεθάνει ο Αυτοκράτορας διέταξε τη σύλληψη και φυλάκισή του. Τις τελευταίες ώρες της ζωής του ο Θεόδωρος Β' τον αποφυλάκισε και τον υποχρέωσε να δώσει όρκο πίστης στο στέμμα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω το 1259 ο Μιχαήλ στέφτηκε Αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Αρσένιο. O Μιχαήλ ήταν από τους πιο διάσημους εκπροσώπους της αριστοκρατίας, ασκώντας με επιτυχία τη στρατιωτική διοίκηση.
Το ίδιο έτος που έγινε η στέψη του, οργάνωσε την εκστρατεία του κατά του κράτους της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ της Ηπείρου που στόχευε την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης είχε συμμαχήσει με τον Γουλιέλμο Β' της Αχαΐας και τον Μανφρέδο της Σικελίας. Το Μάρτιο του 1259 ο Μιχαήλ Η' συγκέντρωσε στη Θράκη στράτευμα, το οποίο ήταν μισθοφορικό και πολυεθνικό, καθώς περιλάμβανε Ούγγρους, Σέρβους, Βούλγαρους, Τούρκους και Κουμάνους. Αρχηγός ορίστηκε ο αδελφός του Μιχαήλ Παλαιολόγου Ιωάννης. Ο τελευταίος κατάφερε να διαλύσει τα στρατεύματα του Μιχαήλ της Ηπείρου έξω από την Καστοριά. Στη συνέχεια, οι σύμμαχοι της Ηπείρου συσπειρώθηκαν.
Ο Γουλιέλμος της Αχαΐας, ο Μανφρέδος της Σικελίας και ο Ιωάννης της Θεσσαλίας συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους έναντι των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων της Νίκαιας. Τον Ιούλιο του 1259 οι δύο δυνάμεις συγκρούστηκαν στην περιοχή της Πελαγονίας. Ο στρατηγός Ιωάννης Παλαιολόγος συνέτριψε τον συνασπισμό του Μιχαήλ της Ηπείρου, του οποίο το κράτος αποδυναμώθηκε τελείως. Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος προχώρησε ως στη Θεσσαλία και στη συνέχεια στην Ήπειρο εισβάλλοντας στην πρωτεύουσα του κράτους του Μιχαήλ, την Άρτα. Ένα άλλο θετικό αποτέλεσμα για τη Νίκαια από την μάχη της Πελαγονίας ήταν ότι η Λατινική Αυτοκρατορία της Κων/πολης αποκόπηκε τελείως από τον Δυτικό κόσμο.
Δύο χρόνια μετά τη μάχη της Πελαγονίας, ο Μιχαήλ Η' κατέλυσε την Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος εισήλθε στην Βασιλίδα των πόλεων στις 25 Ιουλίου 1261. Στις 15 Αυγούστου εισήλθε πανηγυρικά και ο Μιχαήλ Η' χωρίς τον Ιωάννη Δ'. Μία νέα εποχή για τους Βυζαντινούς μόλις είχε ξεκινήσει.
Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΝΕΩΝ ΚΡΑΤΩΝ
Η Δ' σταυροφορία που τέλειωσε με την κατάληψη και τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, οδήγησε στην αποσύνθεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και το σχηματισμό (στα εδάφη της) ενός μεγάλου αριθμού κρατών, Φράγκικων και Ελληνικών, από τα οποία τα πρώτα οργανώθηκαν με βάση τον φεουδαρχισμό της Δ. Ευρώπης. Οι Φράγκοι δημιούργησαν τα εξής κράτη: τη Λατινική Αυτοκρατορία (ή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης), το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το πριγκιπάτο της Αχαΐας στον Μορέα και το Δουκάτο των Αθηνών και των Θηβών στη Κεντρική Ελλάδα. Η κυριαρχία της Βενετίας εκτεινόταν στα νησιά του Βυζαντίου, του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους, στην Κρήτη και σε μερικά παραλιακά ή Μεσόγεια μέρη.
Παράλληλα με τις Λατινικές φεουδαλικές κτήσεις που δημιουργήθηκαν στην περιοχή της ανατολικής Αυτοκρατορίας, που είχε αποσυντεθεί, ιδρύθηκαν και τρία ανεξάρτητα Ελληνικά κέντρα: Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, στη Μικρά Ασία και το Δεσποτάτο της Ηπείρου, στη βόρεια Ελλάδα. Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος έγινε Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και κύριος του μεγαλύτερου μέρους της Θράκης, ο Βονιφάτιος Μομφερατικός έγινε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, εξουσιάζοντας τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτ (Champlitte) και μετά από αυτόν ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος έγιναν πρίγκιπες του Μορέως.
Ο Όθων de la Roche απέκτησε τον τίτλο του Δούκα ή (όπως τον ονόμαζαν οι Έλληνες) του «Μεγάλου Κυρίου» των Αθηνών και των Θηβών. Στα τρία Ελληνικά κράτη βασίλεψαν οι εξής πρίγκιπες: Ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρης στη Νίκαια, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός στην Τραπεζούντα και ο Μιχαήλ Α' Άγγελος στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Επιπλέον, τα δύο γειτονικά κράτη, η Β' Βουλγαρική Αυτοκρατορία με τις ενέργειες των βασιλέων της Καλογιάννη και Ιωάννη Ασάν Β' και το Σουλτανάτο του Ικονίου, στη Μικρά Ασία, έλαβαν ενεργό μέρος στην πολύπλοκη διεθνή ζωή που διαμορφώθηκε, μετά το 1204, πάνω στα ερείπια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό αφορά ιδιαίτερα τη Βουλγαρία.
Όλος ο 13ος αιώνας υπήρξε πλήρης από συνεχείς και ποικίλους διαπληκτισμούς και αγώνες αυτών των κρατών. Οι Έλληνες αγωνίζονταν κατά των Φράγκων, των Τούρκων και των Βουλγάρων, αλλά και κατά των Ελλήνων, δημιουργώντας νέες αιτίες διαφωνιών μέσα σε μια χώρα της οποίας η οργάνωση είχε ήδη διασπαστεί αρκετά. Οι Φράγκοι πάλι πολεμούσαν κατά των Βουλγάρων και όλες αυτές οι στρατιωτικές περιπλοκές οδηγούσαν στον σχηματισμό ποικίλων και, ως επί το πλείστον, πρόσκαιρων διεθνών συμμαχιών που εύκολα δημιουργούνταν και εύκολα διαλύονταν. Μετά την καταστροφή του 1204 το πρόβλημα του πού θα ετίθετο το πολιτικό, οικονομικό, εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο, καθώς και πού θα δημιουργείτο και θα ενισχυόταν η ιδέα της ενότητας και της τάξης, ήταν εξαιρετικά σημαντικό.
Τα φεουδαλικά κράτη που ιδρύθηκαν στην Ανατολή, με βάση δυτικά πρότυπα και η γενική κατάσταση, που σαν κύρια χαρακτηριστικά της παρουσίαζε την εξυπηρέτηση των ατομικών συμφερόντων και την αναρχία, οδήγησε σε μεγαλύτερη ανωμαλία, με δεδομένο μάλιστα ότι τα νέα κράτη δεν μπορούσαν καν να κατευθύνουν κατάλληλα εκείνο που κληρονόμησαν μετά την Δ' Σταυροφορία. Όπως γράφει ένας ιστορικός, όλες αυτές οι ενέργειες της Δύσης στην Ανατολή δεν απέδωσαν δημιουργικά αλλά καταστρεπτικά και συνεπώς οι Δυτικοί καταστράφηκαν μόνοι τους, ενώ η Ανατολή έμεινε κύρια της Ανατολής.
ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΑΣΚΑΡΙΔΕΣ
Στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας σχηματίστηκε και ενισχύθηκε η ιδέα της Ελληνικής εθνικής ενότητας και της ανασυγκρότησης του Βυζαντινού κράτους. Από αυτήν την Αυτοκρατορία προήλθε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος το 1261 κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη αποκαθιστώντας, αν και σε μικρότερη από την παλιά της έκταση, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Για ένα διάστημα μπορούσε να γίνει πιστευτό ότι η υπόθεση της αποκατάστασης της αυτοκρατορίας ήταν δυνατόν να αναληφθεί από ένα άλλο Ελληνικό κέντρο, το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Για πολλούς όμως λόγους, οι δεσπότες της Ηπείρου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στην αυξανόμενη σπουδαιότητα της Νίκαιας και να αφήσουν τον ηγετικό ρόλο στα χέρια της Χριστιανικής Ανατολής.
Το τρίτο Ελληνικό κέντρο, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, βρισκόταν πολύ μακριά και δεν μπορούσε να παίξει ηγετικό ρόλο στην υπόθεση της ενότητας των Ελλήνων. Η ιστορία της Τραπεζούντας, συνεπώς, αποτελεί θέμα ξεχωριστού ενδιαφέροντος με μια δική της πολιτική, πολιτιστική και οικονομική εξέλιξη και αξίζει να μελετηθεί και να ερευνηθεί ιδιαίτερα. Ιδρυτής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (μιας εξόριστης αυτοκρατορίας) υπήρξε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, 30 ετών περίπου, συγγενής του οίκου των Αγγέλων, μέσω της συζύγου του Άννας, κόρης του Αυτοκράτορα Αλέξιου Γ', και του οίκου των Κομνηνών μέσω του Αλέξιου Γ'. Η καταγωγή της οικογένειας και το όνομα της πόλης όπου γεννήθηκε ο Θεόδωρος δεν είναι γνωστά.
Υπό τον Αλέξιο Γ' ηγείτο του στρατού και πολέμησε δραστήρια κατά των Σταυροφόρων. Πολύ πιθανόν θεωρείτο από τον κλήρο της Κωνσταντινούπολης ως πιθανός Αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Τη στιγμή όμως που καταλαμβανόταν η πρωτεύουσα, διέφυγε στη Μικρά Ασία, όπου κατέφυγαν και πολλοί εκπρόσωποι των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών του Βυζαντίου, μερικά εκλεκτά μέλη της εκκλησίας, καθώς και άλλοι πρόσφυγες που δεν ήθελαν να υποταχθούν στον ξένο κατακτητή. Ο τελευταίος Έλληνας Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Ιωάννης Καματηρός εγκατέλειψε την πρωτεύουσα, πήγε στη Βουλγαρία και αρνήθηκε να αποδεχθεί την πρόσκληση του Θεόδωρου να πάει στη Νίκαια.
Ο Μητροπολίτης της Αθήνας Μιχαήλ Ακομινάτος, που είχε αποσυρθεί πριν από την εισβολή των Λατίνων, έγραψε ένα γράμμα με το οποίο συνιστούσε στον Θεόδωρο Λάσκαρη κάποιον από την Εύβοια. Στο γράμμα αυτό ο Μιχαήλ αναφέρει ότι ο άνθρωπος τον οποίο συνιστά διέφυγε κρυφά στη Νίκαια, προτιμώντας τη ζωή ενός εξόριστου, στο παλάτι ενός Ελληνικού κράτους, από την παραμονή στη χώρα του, κάτω από την πίεση των ξένων. Στο ίδιο γράμμα ο Μιχαήλ τονίζει το γεγονός ότι, αν ο άνθρωπος αυτός βρει καταφύγιο στη Νίκαια, το γεγονός αυτό θα κάνει μεγάλη εντύπωση σ’ όλο τον πληθυσμό της Ελλάδας που θα έβλεπε τον Θεόδωρο σαν τον μοναδικό ελευθερωτή, έναν ελευθερωτή, δηλαδή, όλως της Ρωμανίας.
Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Λάσκαρη, που βασίλεψε από το 1204 μέχρι το 1222, ανέβηκε στο θρόνο ο σύζυγος της κόρης του Ειρήνης, Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης (1222 - 1254), που είναι ο πιο ικανός και δραστήριος Αυτοκράτορας της Νίκαιας. Μετά τον θάνατό του, ο θρόνος ήρθε στην εξουσία πρώτον του γιου του Θεόδωρου Β' (1254 - 1258) και, μετά, του εγγονού του Ιωάννη Δ' (1258 - 1261) που ήταν ανήλικος στη διάρκεια της βασιλείας του. Ο τελευταίος εκθρονίστηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, που αποκατέστησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η κατάσταση του νέου κράτους στη Βιθυνία ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη.
Στην Ανατολή απειλείτο από τον ισχυρό Σουλτάνο του Ικονίου, που κατείχε όλο το εσωτερικό της Μ. Ασίας, έχοντας στην εξουσία του κι ένα τμήμα των ακτών της Μεσογείου, στο Νότο, και ένα τμήμα της Μαύρης Θάλασσας στο Βορρά. Στη Δύση, το κράτος της Νίκαιας πιεζόταν από τη Λατινική Αυτοκρατορία, που είχε θέσει σαν έναν από τους κύριους σκοπούς της την καταστροφή του νέου κράτους της Νίκαιας. Το έργο του Θεόδωρου Λάσκαρη, που βασίλεψε τα 4 πρώτα χρόνια με τον τίτλο του δεσπότη και όχι του Αυτοκράτορα, ήταν δύσκολο και πολύπλοκο. Στο εσωτερικό της χώρας επικρατούσε αναρχία. Σε διάφορα μέρη του κράτους παρουσιάστηκαν ανεξάρτητοι άρχοντες και η πόλη της Νίκαιας έκλεισε τις πύλες της στον Θεόδωρο.
Στο μεταξύ, οι Λατίνοι ιππότες, που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισαν, την ίδια χρονιά (1204), να κατακτήσουν τη Μ. Ασία και οι στρατιωτικές τους ενέργειες υπήρξαν πολύ επιτυχείς. Το κάθε τι φαινόταν να έχει χαθεί για τους Έλληνες της Μ. Ασίας. Όπως λέει ο Βιλεαρδουίνος, «ο λαός της χώρας πήρε το μέρος των Φράγκων και άρχισε να τους πληρώνει φόρους». Την κρίσιμη αυτή στιγμή, για το νέο κράτος, έγινε γνωστή η απροσδόκητη αγγελία ότι ο Λατίνος Αυτοκράτορας, Βαλδουίνος, συνελήφθηκε αιχμάλωτος από τους Βούλγαρους. Από το 1196 βρισκόταν στον Βουλγαρικό θρόνο ο Καλογιάννης, ο οποίος, την εποχή των Αγγέλων υπήρξε τρομερός εχθρός του Βυζαντίου.
Το Λατινικό κράτος που ιδρύθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο, περιέπλεξε πολύ την κατάσταση. Ήταν φανερό ότι οι Σταυροφόροι και οι Βούλγαροι θα διεκδικούσαν την κυριαρχία στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι μεταξύ τους σχέσεις οξύνθηκαν από την πρώτη στιγμή, επειδή οι Σταυροφόροι αντέδρασαν πολύ προσβλητικά στις φιλικές προτάσεις του Καλογιάννη, δίνοντάς του να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να θεωρεί τον Λατίνο Αυτοκράτορα ως ίσον του και ότι έπρεπε να τον βλέπει όπως ένας δούλος τον κύριό του. Επιπλέον, οι Λατίνοι απειλούσαν τον Καλογιάννη ότι αν δεν έδειχνε τον σεβασμό που έπρεπε, οι Σταυροφόροι θα καταλάμβαναν τη Βουλγαρία με τη βία, επαναφέροντάς την στην παλιά κατάσταση της υποτέλειας.
Προκαλώντας με τον τρόπο αυτόν τον θυμό του Αυτοκράτορα της Βουλγαρίας, οι Λατίνοι ερέθιζαν συγχρόνως τον Ελληνικό πληθυσμό της Θράκης και της Μακεδονίας, προσβάλλοντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και συνήθειες των Ελλήνων. Οι μυστικές σχέσεις των Ελλήνων με τον βασιλιά Καλογιάννη προετοίμαζαν στη Βαλκανική χερσόνησο μια επανάσταση προς όφελος των Βουλγάρων. Είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι ο πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, Ιωάννης Καματηρός, που όπως είναι γνωστό, έζησε στη Βουλγαρία, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον σχηματισμό της Βυζαντινο-Βουλγαρικής συμμαχίας του 1204 - 1205.
Η συμμαχία αυτή. Όπως λέει ο Θ. Ουσπένσκι, «έδωσε τέλος στους δισταγμούς του Καλογιάννη, σταθεροποιώντας το σχέδιο της μελλοντικής του δράσης. Κύρια αιτία των ενεργειών του Καλογιάννη εναντίον των Σταυροφόρων υπήρξε η διάθεσή του να εμφανιστεί ως προστάτης της Ορθοδοξίας και του Ελληνο-Βουλγαρικού πληθυσμού, εναντίον της κυριαρχίας των Καθολικών Λατίνων, και στη συνέχεια να αναλάβει τον αγώνα της αναζωογόνησης στο Βυζάντιο της εξασθενημένης αυτοκρατορικής δύναμης». Ο Τσάρος της Βουλγαρίας απέβλεπε στο στέμμα του βασιλιά του Βυζαντίου.
Η Ελληνο-Βουλγαρική επανάσταση, που ξέσπασε στη Βαλκανική χερσόνησο, εξανάγκασε τους Σταυροφόρους να ανακαλέσουν στην Ευρώπη τα στρατεύματα που είχαν σταλεί στη Μ. Ασία για να πολεμήσουν κατά του Θεόδωρου Λάσκαρη. Στη μάχη της Αδριανούπολης, στις 15 Απριλίου του 1205, ο Καλογιάννης, με την υποστήριξη του ιππικού των Κομάνων, έδωσε ένα αποφασιστικό χτύπημα στους Σταυροφόρους. Στη μάχη αυτή καταστράφηκε το άνθος του δυτικού ιπποτισμού, ενώ ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους. Η τύχη του αιχμάλωτου Αυτοκράτορα δεν είναι γνωστή. Είναι πολύ πιθανόν, ότι μετά από διαταγή του Βούλγαρου βασιλιά, ο Βαλδουίνος να δολοφονήθηκε με κάποιον τρόπο.
Λόγω έλλειψης ειδήσεων για το τέλος του Βαλδουίνου. Ο αδελφός του Ερρίκος εξελέγη αντιβασιλέας της Λατινικής Αυτοκρατορίας για το διάστημα της απουσίας του Βαλδουίνου. Πριν από 800 χρόνια περίπου, το 378, ένας άλλος Ρωμαίος Αυτοκράτορας, ο Ουάλης, είχε σκοτωθεί κοντά στην Αδριανούπολη, στη διάρκεια του αγώνα του με τους Γότθους. Ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, που πήρε μέρος στη μάχη, πέθανε λίγο μετά από την καταστροφή αυτή και θάφτηκε στην Αγία Σοφία. Όπως αναφέρει μια πολύ διαδεδομένη παράδοση, το σώμα του έμεινε εκεί μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β' διέταξε την καταστροφή του σώματος του Βενετού ήρωα.
Η ήττα της Αδριανούπολης έφερε τους Σταυροφόρους σε απελπιστική κατάσταση, επειδή αποτέλεσε για τη Λατινική Αυτοκρατορία ένα χτύπημα που υπέσκαψε, από την αρχή ακόμα της πολιτικής της ύπαρξης, όλο το μέλλον της. «Η κυριαρχία των Φράγκων επί της Ρωμανίας έληξε αυτή την τρομερή μέρα», λέει ο Gelzer, και είναι αλήθεια ότι «η τύχη της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, για ένα χρονικό διάστημα, βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια του Βούλγαρου βασιλιά». Η μάχη της Αδριανούπολης υπήρξε εξαιρετικά σημαντική τόσο για το Βασίλειο των Βουλγάρων όσο και για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας.
Οι Έλληνες της Μακεδονίας και της Θράκης, μη διαθέτοντας Εθνικό Κέντρο στην Ευρώπη και μη προβλέποντας σημαντική εξέλιξη της Νίκαιας, θεώρησαν σκόπιμο να έρθουν σε συνεννόηση με τους Βούλγαρους με κοινό σκοπό την επίθεση κατά των Λατίνων. Έτσι ο Καλογιάννης αποκτούσε την πιο ωραία ευκαιρία για την εκπλήρωση των φιλόδοξων σχεδίων του, δηλαδή την ίδρυση στη Βαλκανική χερσόνησο ενός μεγάλου Ελληνο-Σλαβικού κράτους, με κέντρο του την Κωνσταντινούπολη. Αλλά, όπως λέει ο V.G. Vasilievsky, οι Σλάβοι άρχοντες δεν μπορούσαν να παίξουν παγκόσμιο ηγετικό ρόλο. «Η φιλοδοξία του Καλογιάννη να δημιουργήσει ένα Ελληνο-Βουλγαρικό βασίλειο στη Βαλκανική χερσόνησο με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, παρέμεινε στον κόσμο των ονείρων».
Στο μεταξύ, η αφύσικη Ελληνο-Βουλγαρική φιλική επαφή, που οδήγησε στη νίκη της Αδριανούπολης, διασπάστηκε γρήγορα επειδή οι Έλληνες πατριώτες των Βαλκανίων είδαν στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα της Νίκαιας έναν πιθανό ελευθερωτή από τους Λατίνους κατακτητές, καθώς κι ένα συνήγορο των εθνικών προσδοκιών και ελπίδων. Στη Βαλκανική χερσόνησο παρουσιάστηκαν έκδηλες αντι-βουλγαρικές τάσεις, εναντίον των οποίων ο βασιλιάς Καλογιάννης εκδικείτο τα κακά που είχε κάνει στους Βούλγαρους ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β'. Ενώ ο τελευταίος είχε ονομαστεί Βουλγαροκτόνος, ο Καλογιάννης περήφανα ονόμαζε τον εαυτό του Ρωμαιοκτόνο.
Οι Έλληνες των ονόμαζαν Σκυλογιάννη, και ένας Λατίνος Αυτοκράτορας τον αποκαλεί, σε επιστολή του, «μεγάλο καταστροφέα της Ελλάδας» (magnus populator Graeciae). Όπως λέει ένας Βούλγαρος ιστορικός, στην περίπτωση αυτή εκδηλώθηκε «η καθαρά Βουλγαρική εθνική τάση, που οδηγούσε την ιμπεριαλιστική τακτική του βασιλιά Καλογιάννη εναντίον των Ελλήνων. Εναντίον δηλαδή των άσπονδων εχθρών της εθνικής ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας, που διατηρούσαν αυτά τα αισθήματα ακόμα και τη στιγμή της συμμαχίας με τις Ελληνικές πόλεις της Θράκης, εναντίον της Λατινικής αυτοκρατορίας». Η αιματηρή εκστρατεία του Ιωάννη στη Θράκη και τη Μακεδονία, είχε μοιραίο γι’ αυτόν τέλος.
Στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης (1207) πέθανε από βίαιο θάνατο. Ένας Ελληνικός θρύλος, καθώς αναφέρεται στα θαύματα του μάρτυρα Αγίου Δημητρίου, που υπάρχουν σε ελληνική και σλαβική μετάφραση, καθώς και στα Παλαιά Ρωσικά Χρονικά, μιλάει για τον Ιωάννη, τον οποίον χαρακτηρίζει εχθρό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που τον έπληξε ο προστάτης Άγιος της πόλης. Έτσι, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τις τόσο ευνοϊκές ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν μετά τη νίκη της Αδριανούπολης. Μετά το θάνατο του Ιωάννη, λέει ο Nikov, «εξαφανίστηκε από το ιστορικό προσκήνιο ένας από τους μεγαλύτερους διπλωμάτες που παρουσίασε ποτέ η ιστορία».
Αφετέρου, όμως, η μάχη της Αδριανούπολης, που κατέστρεψε τη δύναμη της κυριαρχίας των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη, έσωσε την Αυτοκρατορία της Νίκαιας από την καταστροφή, δίνοντας ελπίδες για μια νέα ζωή. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης, αφού διέφυγε τον κίνδυνο του δυτικού γείτονα, άρχισε με δραστηριότητα την οργάνωση του κράτους του. Πρώτα απ’ όλα, μόλις ο Θεόδωρος πέτυχε τη σταθερή του εγκατάσταση στη Νίκαια, προέκυψε το ζήτημα της ανακήρυξής του σε Αυτοκράτορα. Επειδή ο Έλληνας Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (που μετά την εισβολή των Φράγκων κατέφυγε στη Βουλγαρία) αρνήθηκε να έρθει στη Νίκαια, εξελέγη εκεί νέος Πατριάρχης, το 1208, ο Μιχαήλ Αιτωρειανός, που την ίδια χρονιά έστεψε τον Θεόδωρο Αυτοκράτορα.
Το γεγονός αυτό του 1208 είχε πολύ σπουδαίες συνέπειες για τη μεταγενέστερη ιστορία του κράτους της Νίκαιας, η οποία έγινε το κέντρο της Αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας. Συγχρόνως με τη Λατινική Αυτοκρατορία αναπτυσσόταν και μια δεύτερη Αυτοκρατορία, η οποία σιγά-σιγά απέκτησε μια μάλλον εκτεταμένη περιοχή στη Μ. Ασία, συγκεντρώνοντας λίγο-λίγο την προσοχή και τις ελπίδες των Ελλήνων της Ευρώπης. Στη συνθήκη που υπογράφηκε το 1220 μεταξύ του Θεόδωρου Λάσκαρη και του αντιπρόσωπου (στην Κωνσταντινούπολη) των Βενετών, ο Θεόδωρος εμφανίζεται με τον επίσημο τίτλο «Theodorus, in Christo Deo fidelis Imperator et moderator Romeorum et semper augustus, Comnenus Lascarus».
Ο σχηματισμός μιας νέας Αυτοκρατορίας προκάλεσε τη δυσμένεια της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Οι δυο Αυτοκρατορίες, που είχαν δημιουργηθεί πάνω στα ερείπια μιας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν μπορούσαν να ζουν μαζί ειρηνικά και φιλικά. Η Νίκαια, η οποία βρισκόταν 40 περίπου Αγγλικά ναυτικά μίλια μακριά από την Κωνσταντινούπολη, έγινε πρωτεύουσα της νέας Αυτοκρατορίας. Η τοποθέτησή της στη διασταύρωση 5 ή 6 δρόμων της έδωσε ειδική πολιτική σημασία. Η Νίκαια είναι γνωστή στη Βυζαντινή ιστορία ως τόπος όπου διεξήχθηκαν οι δυο Οικουμενικές Σύνοδοι και οι κάτοικοί της ήταν περήφανοι για τα ισχυρά της τείχη, τους πύργους και τις πύλες που κατασκευάστηκαν κατά τον Μεσαίωνα και που έχουν μέχρι σήμερα διασωθεί.
Λίγο πριν από την Α' Σταυροφορία, η Νίκαια υπέκυψε στους Σελτζουκίδες Τούρκους και οι Σταυροφόροι που επανέκτησαν την πόλη, υποχρεώθηκαν με μεγάλη δυσαρέσκεια να την επιστρέψουν στον Αλέξιο Κομνηνό. Επιβλητικά ανάκτορα και πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, από τα οποία δεν διασώθηκαν ούτε ίχνη, κοσμούσαν τη Μεσαιωνική Νίκαια. Μιλώντας για τη Νίκαια και αναφερόμενος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, ένας Άραβας ταξιδιώτης του 12ου αιώνα, ο al-Herewy, γράφει ότι στην «εκκλησία αυτής της πόλης μπορεί να δει κανείς την εικόνα του Μεσσία και τα πρόσωπα των Πατέρων, που κάθονται στους θρόνους τους. Η εκκλησία αυτή αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου σεβασμού».
Οι ιστορικοί του Βυζαντίου και της Δύσης (του 13ου αιώνα) τονίζουν τη μεγάλη έκταση και τον πλούτο της Νίκαιας. Ένας συγγραφέας του 13ου, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, τονίζει σ’ ένα του ποίημα ότι η Νίκαια είναι «μια πόλη με φαρδείς δρόμους γεμάτους από ανθρώπους, καλά οχυρωμένη, περήφανη για το περιεχόμενό της, το πιο εξαιρετικό αντικείμενο της Αυτοκρατορικής συμπάθειας». Τελικά, στη φιλολογία του 13ου και 14ου αιώνα διασώζονται δύο πανηγυρικοί της Νίκαιας. Ο συγγραφέας του ενός από αυτούς, ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος Β' Λάσκαρης, απευθυνόμενος στη Νίκαια λέει ότι η πόλη αυτή ξεπέρασε όλες τις πόλεις.
Ο δεύτερος πανηγυρικός γράφηκε από έναν πολύ γνωστό πολιτικό του 14ου αιώνα, έναν διπλωμάτη, πολιτικό, θεολόγο, αστρονόμο, ποιητή και καλλιτέχνη, τον Θεόδωρο Μετοχίτη, του οποίου το όνομα συνδέεται με τα περίφημα μωσαϊκά της μονής της χώρας, που είναι τώρα γνωστή ως Καχριέ τζαμί, τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Στα μνημεία του Μεσαίωνα, που βρίσκονταν στη σημερινή πόλη Isnik (διεστραμμένη ονομασία της Νίκαιας) πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούσε κανείς να παρατηρήσει, εκτός από τα τείχη της πόλης, τη σεμνή μικρή εκκλησία της Ανάληψης, που χρονολογούμενη από τον 9ο αιώνα, είχε εξαιρετικά και πολύ σπουδαία, για τη μελέτη της Βυζαντινής τέχνης, μωσαϊκά.
Στη διάρκεια, όμως, του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βομβαρδίστηκε η Νίκαια και κανένα σπίτι δεν έμεινε ανέπαφο. Η εκκλησία της Ανάληψης χτυπήθηκε ιδιαίτερα. Στη διάρκεια του βομβαρδισμού μόνο η δυτική αυλή της, κάτω από τον τρούλο, καθώς και το νότιο τμήμα του Νάρθηκα, διασώθηκαν. Η άλλη περίφημη εκκλησία της Νίκαιας, ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας βρίσκεται επίσης σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Ένα ενδιαφέρον κείμενο που έχει σωθεί, δείχνει κάπως τις σχετικές με την Αυτοκρατορική εξουσία απόψεις του Θεόδωρου Λάσκαρη.
Το κείμενο αυτό ονομάζεται Σελέντιον ή Σιλέντιον (Silentium), όπως ονομάζονταν την εποχή του Βυζαντίου οι δημόσιοι Αυτοκρατορικοί λόγοι, τους οποίους εκφωνούσαν οι Αυτοκράτορες, στα ανάκτορα, μπροστά στους ευγενείς της αυτοκρατορίας, στις αρχές της Τεσσαρακοστής. Το Σιλέντιον θεωρείτο σαν η ομιλία του Θεόδωρου Λάσκαρη με την ευκαιρία της ενθρόνισής του, που έγινε το 1208, αμέσως μετά τη στέψη του. Η ομιλία του Θεόδωρου γράφτηκε από τον σύγχρονό του, γνωστό ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, βρήκε ασφαλές καταφύγιο στη Νίκαια. Η ομιλία αυτή, γραμμένη σε ύφος ρητορικό, δείχνει ότι ο Θεόδωρος, σαν Βυζαντινός βασιλιάς, θεωρούσε ότι η εξουσία του προερχόταν από τον Θεό.
«Η αυτοκρατορική μου μεγαλειότητα έχει τοποθετηθεί άνωθεν ως πατέρας όλου του Ρωμαϊκού κράτους. Το θέλημα του Θεού μου έδωσε την εξουσία». Ο Θεός παραχώρησε στον Θεόδωρο, σαν αμοιβή του ζήλου του «το χρίσμα και τη δύναμη του Δαβίδ». Η ενότητα της Αυτοκρατορίας σήμαινε επίσης την ενότητα της Εκκλησίας. «Θα υπάρξει ένα ποίμνιο και ένας ποιμένας», τόνιζε ο Θεόδωρος στο τέλος του Σιλεντίου.
Είναι αλήθεια ότι η ομιλία αυτή δεν γράφτηκε από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, παρουσιάζει, όμως, τη γνώμη που επικρατούσε ανάμεσα στους εκλεκτούς και καλά μορφωμένους ανθρώπους της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, μια γνώμη που διέθετε σταθερή βάση, αφού έγινε στη Νίκαια «Ρωμαίος Βασιλιάς» ο Θεόδωρος Λάσκαρης, έχοντας πλήρη τη συναίσθηση ότι αποτελούσε συνέχεια της γραμμής των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΤΩΝ ΛΑΣΚΑΡΙΔΩΝ
Μετά την ήττα των Λατίνων στην Αδριανούπολη, η κατάσταση του Θεόδωρου έγινε για ένα διάστημα λίγο καλύτερη. Παρόλα αυτά, όμως, ο αδελφός και διάδοχος του Βαλδουίνου Ερρίκος (ικανός και δραστήριος ηγέτης) μετά τη στέψη του στην Αγία Σοφία, ανέλαβε κάπως από τις αποτυχίες που υπέστη το κράτος από τους Βούλγαρους και άρχισε τις εχθρικές του ενέργειες κατά του Θεόδωρου, με σκοπό την προσάρτηση των κτήσεων της Νίκαιας στη Λατινική Αυτοκρατορία. Ο Αυτοκράτορας της Νίκαιας δεν μπορούσε με τη δύναμη των όπλων να πετύχει στον αγώνα του με τους Λατίνους, αλλά ο κίνδυνος των Βουλγάρων, τον οποίον αντιμετώπιζε ο Ερρίκος και οι Σελτζουκίδες που απειλούσαν τον Θεόδωρο, ανάγκασε και τους δύο να συνάψουν συμφωνία με βάση την οποία ο Θεόδωρος αναγκάστηκε να καταστρέψει αρκετά οχυρά.
ΟΙ ΣΕΛΤΖΟΥΚΙΔΕΣ ΤΟΥΡΚΟΙ
Ο πόλεμος του Θεόδωρου Α' με τον Σελτζούκο Σουλτάνο, στον οποίον ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της Μ. Ασίας, είχε μεγάλη σημασία για τη νέα Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η εμφάνιση ενός νέου κράτους της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας ήταν φυσικά πολύ δυσάρεστη για το Τουρκικό Σουλτανάτο του Ικονίου, επειδή εμπόδιζε τους Τούρκους στην περαιτέρω προώθησή τους προς τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Στην κύρια αυτή αιτία της έντασης των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι ο πεθερός του Θεόδωρου Λάσκαρη. Αλέξιος Γ' Άγγελος, κατέφυγε στον Σουλτάνο ζητώντας του βοήθεια για να επανακτήσει τον χαμένο του θρόνο.
Επωφελούμενος της ευκαιρίας της άφιξης του Αλεξίου ο Σουλτάνος έστειλε στον Θεόδωρο απειλητικό μήνυμα απαιτώντας τον θρόνο και εκδηλώνοντας έτσι τον πραγματικό του σκοπό να κατακτήσει όλη τη Μ. Ασία, Οι εχθροπραξίες άρχισαν και έλαβαν κυρίως χώρα στην Αντιόχειας, στον ποταμό Μαίανδρο. Η κύρια δύναμη του Θεόδωρου συνίστατο από τους 800 επίλεκτους Δυτικούς μισθοφόρους του, οι οποίοι στον αγώνα τους με τους Τούρκους έδειξαν μεγάλο ηρωισμό προκαλώντας στον εχθρό τρομερές απώλειες. Σχεδόν όλοι τους έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Με το προσωπικό του όμως θάρρος και την αντίληψή του ο Θεόδωρος Λάσκαρης έγινε και πάλι κύριος της κατάστασης και στην επόμενη συμπλοκή ο Σουλτάνος σκοτώθηκε πιθανώς από τον ίδιο τον Θεόδωρο.
Όπως λέει μια σύγχρονη πηγή, ο Σουλτάνος «έπεσε σαν από ένα πύργο», από τη φοράδα, δηλαδή, πάνω στην οποία βρισκόταν. Στην ίδια μάχη συνελήφθηκε αιχμάλωτος ο πρώην Αυτοκράτορας Αλέξιος Γ', που είχε ζητήσει καταφύγιο στους Τούρκους και ο οποίος, αφού έγινε μοναχός, πέθανε σ’ ένα μοναστήρι της Νίκαιας. Ο πόλεμος αυτός δεν φαίνεται να είχε σαν αποτέλεσμα εδαφικές μεταβολές. Η ηθική όμως σημασία της νίκης του Έλληνα Χριστιανού Αυτοκράτορα της Νίκαιας επί των Μουσουλμάνων υπήρξε πολύ μεγάλη. Έδωσε κύρος στον νέο Αυτοκράτορα, ανανέωσε τις παλιές παραδόσεις των αγώνων εναντίον του Ισλάμ και γέμισε χαρά και θάρρος τις καρδιές των Ελλήνων.
Όχι μόνον της Μ. Ασίας, αλλά και της Ευρώπης, οι οποίοι για πρώτη φορά είδαν στη Νίκαια ένα πιθανό κέντρο της μελλοντικής τους ενότητας. Ο Νικήτας Χωνιάτης έγραψε εξυμνώντας τη νίκη του Θεόδωρου ένα μακρύ και στομφώδη πανηγυρικό. Ο αδελφός του Νικήτα Μιχαήλ Ακομινάτος (πρώην μητροπολίτης Αθηνών) έστειλε στον Θεόδωρο, από το νησί όπου περνούσε τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ένα συγχαρητήριο γράμμα με το οποίο εξέφραζε την ευχή του όπως ο Θεόδωρος αξιωθεί να αποκαταστήσει τον θρόνο του Μ. Κωνσταντίνου στη θέση που ο Κύριός μας είχε ανέκαθεν εκλέξει, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη.
Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Δεν ευχαριστήθηκαν όμως μόνον οι Έλληνες με τη νίκη του Θεόδωρου. Ο Λατίνος Αυτοκράτορας Ερρίκος ευχαριστήθηκε κι αυτός (έστω κι αν φαίνεται με μια πρώτη ματιά το γεγονός αυτό παράδοξο) επειδή οι γενναίοι δυτικοί μισθοφόροι του Θεόδωρου, τους οποίους φοβόταν ο Λατίνος Αυτοκράτορας, είχαν σκοτωθεί σχεδόν όλοι στη διάρκεια του αγώνα εναντίον των Τούρκων με αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη του Ερρίκου, την εξασθένηση του Αυτοκράτορα της Νίκαιας. Ένας ιστορικός της εποχής αυτής λέει ότι ο Ερρίκος δήλωσε ότι «ο Λάσκαρης δεν νίκησε, αλλά νικήθηκε». Ο Ερρίκος βέβαια δεν είχε δίκαιο επειδή λίγο μετά τον πόλεμο ο Θεόδωρος είχε και πάλι στη διάθεσή του αρκετούς Φράγκους και καλά οπλισμένους Έλληνες.
Η εναντίον των Τούρκων νίκη έδωσε στον Θεόδωρο τη δυνατότητα να κτυπήσει τον Ερρίκο. Την εποχή αυτή ο Θεόδωρος έθεσε σαν ειδικό σκοπό την επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης με την υποστήριξη του ήδη αξιόλογου στόλου του. Ένα πολύ ενδιαφέρον γράμμα που χαρακτηρίζεται από τον Gerland σαν «μανιφέστο» και που γράφτηκε από τον Ερρίκο στην Πέργαμο, στις αρχές του 1212, στάλθηκε σε όλους τους φίλους του που θα μπορούσαν να λάβουν γνώση του περιεχομένου του (universis amicis suis ad quos tenor presentium pervenerit). Το γράμμα αυτό αναφέρει ότι ο Ερρίκος θεωρεί τον Θεόδωρο σαν έναν πολύ επικίνδυνο εχθρό και τονίζει ότι «ο πρώτος και μεγαλύτερος εχθρός είναι ο Λάσκαρης που κατέχει όλη την πέρα από το στενό του Αγίου Γεωργίου χώρα.
Ο Λάσκαρης συνέλεξε έναν πολύ μεγάλο αριθμό από τριήρεις με σκοπό να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και συνεπώς η πόλη έρημη τρέμει και πολλοί από τους ανθρώπους μας σχεδιάζουν να διαφύγουν διαμέσου της θάλασσας, και αρκετοί έφτασαν στον Λάσκαρη υποσχόμενοι να τον βοηθήσουν εναντίον μας. Όλοι οι Έλληνες άρχισαν να παραπονούνται εναντίον μας και υποσχέθηκαν στον Λάσκαρη να τον υποστηρίξουν σε περίπτωση που θα χτυπούσε την Κωνσταντινούπολη». Το γράμμα τελειώνει με μια έκκληση προς τους Λατίνους να βοηθήσουν τον Ερρίκο.
«Για να πετύχουμε μια πλήρη νίκη», γράφει, «και για να είμαστε κυρίαρχοι της Αυτοκρατορίας μας έχουμε ανάγκη από πολλούς Λατίνους, στους οποίους θα δώσουμε τη χώρα που διαθέτουμε και που έχουμε αποκτήσει. Για μας, όπως ξέρετε, δεν αρκεί το ότι αποκτήσαμε τη γη, αλλά πρέπει να βρεθούν αυτοί που θα την συγκρατήσουν». Το γράμμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Ερρίκος ήταν πολύ ανήσυχος, λόγω των εχθροπραξιών του Θεόδωρου Λάσκαρη, καθώς και ότι το πνεύμα των νέων του υπηκόων δεν ήταν σταθερό. Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη αυτή προσπάθεια της Νίκαιας να επανακτήσει την παλιά πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας δεν πέτυχε, επειδή η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δεν ήταν ακόμα ούτε όσο έπρεπε ισχυρή ούτε προετοιμασμένη γι’ αυτό τον σκοπό.
Η επιτυχία ανήκε στον Ερρίκο, ο οποίος κατόρθωσε να εισχωρήσει μάλλον βαθιά στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Σ’ ένα γράμμα του, που χρονολογείται από το 1213, ο Ερρίκος δίνει μια σύντομη περιγραφή της νίκης του εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι «με τέτοια αυθάδεια και υβριστική διάθεση στράφηκαν κατά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας θεωρώντας όλα της τα τέκνα, δηλαδή τους αφοσιωμένους Λατίνους, σαν σκυλιά». Η ειρήνη που έγινε μεταξύ των δύο Αυτοκρατόρων καθόρισε ακριβώς τα σύνορα των δύο Αυτοκρατοριών στη Μ. Ασία και το βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου παρέμεινε στα χέρια της Λατινικής Αυτοκρατορίας.
Με άλλα λόγια, αν δεν λάβουμε υπόψη μερικές ασήμαντες προσαρτήσεις που έγιναν στη Λατινική Αυτοκρατορία, παρατηρούμε ότι οι Λατινικές κτήσεις της Μ. Ασίας, μετά από αυτήν την ειρήνη, διαφέρουν πολύ λίγο από τις κτήσεις που διέθετε η Αυτοκρατορία αμέσως μετά τη διανομή του 1204. Το 1216 πέθανε ο ικανός και δραστήριος Ερρίκος, που τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν ακόμα και οι Έλληνες. Ένα Βυζαντινό χρονικό, μάλιστα, του 14ου αιώνα αναφέρει ότι ο Ερρίκος υπήρξε «ένας πραγματικός Άρης». Αλλά και οι ιστορικοί του 20ου αιώνα εκτιμούν πολύ την προσωπικότητά του και τη δράση του. Όπως λέει ο Gerland «ο Ερρίκος υπήρξε ο πραγματικός ιδρυτής της (Λατινικής) Αυτοκρατορίας και οι αρχές του έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε η επικράτεια των Φράγκων».
«Ο θάνατος του Ερρίκου», γράφει ο A. Gardner «υπήρξε ασφαλώς μια συμφορά για τους Λατίνους (πιθανόν όμως και για τους Έλληνες) εφόσον η δυναμική αλλά και συμβιβαστική του πολιτική μπορούσε να πετύχει (αν κάποια πολιτική μπορούσε να το κατορθώσει) τη γεφύρωση του χάσματος που υπήρχε ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση». Με το θάνατο του Ερρίκου εξαφανίστηκε ο πιο επικίνδυνος εχθρός της Νίκαιας. Οι διάδοχοί του στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης δεν διακρίθηκαν ούτε για τις ικανότητές τους, ούτε για τη δραστηριότητά τους.
Το 1222 πέθανε ο ιδρυτής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, Θεόδωρος Α' Λάσκαρης, ο οποίος δημιούργησε ένα Ελληνικό κέντρο στη Μ. Ασία, ένωσε το κράτος του και έλκυσε προς αυτό την προσοχή των Ελλήνων της Ευρώπης. Έθεσε δηλαδή τις βάσεις πάνω στις οποίες ο διάδοχός του θα μπορούσε να οικοδομήσει ένα μεγάλο οικοδόμημα. Στις εγκωμιαστικές επιστολές που έστειλε στον Θεόδωρο Λάσκαρη, ο Μιχαήλ Ακομινάτος γράφει:
«Η πρωτεύουσα εκτοπισμένη από την πλημμύρα των βαρβάρων έξω από τα τείχη του Βυζαντίου στις ακτές της Μ. Ασίας, στη χειρότερή της μορφή έγινε δεκτή, καθοδηγήθηκε και διασώθηκε από εσένα. Εσύ θα πρέπει να ονομάζεσαι για πάντα ο ανακαινιστής και οικιστής της πόλης του Κωνσταντίνου… Αποβλέποντας μόνο σ’ εσένα και αποκαλώντας σε σωτήρα και ελευθερωτή του κόσμου, όσοι ναυάγησαν μέσα στον παγκόσμιο κατακλυσμό βρήκαν καταφύγιο στο κράτος σου σαν σ’ ένα ήρεμο λιμάνι. Δεν θεωρώ κανέναν από τους Αυτοκράτορες που βασίλεψαν στην Κωνσταντινούπολη ίσον μ’ εσένα. Εκτός από τον μεγάλο Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και τον (πιο παλαιό) ευγενή Ηράκλειο».
Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Α' Λάσκαρη, ο Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης, σύζυγος της κόρης του Θεόδωρου, Ειρήνης, ανέβηκε στον θρόνο και βασίλεψε από το 1222 μέχρι το 1254. Αν και ο προκάτοχός του θεμελίωσε κάπως την ανάπτυξη του κράτους της Νίκαιας, παρ’ όλα αυτά η διεθνής της θέση ήταν τέτοια που να απαιτεί επειγόντως τη διοίκηση ενός αποφασιστικού και δραστήριου ανθρώπου. Ο άνθρωπος αυτός παρουσιάστηκε στο πρόσωπο του Ιωάννη Βατάτζη. Την εποχή αυτή διεκδικούσαν την κυριαρχία στην Ανατολή 4 κράτη: Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, η Λατινική Αυτοκρατορία, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και το Βουλγαρικό βασίλειο του Ιωάννη Ασάν Β'.
Συνεπώς, στην εξωτερική του πολιτική ο Ιωάννης Βατάτζης ασχολήθηκε αφενός με πολέμους και αφετέρου με συμμαχίες με το ένα ή το άλλο κράτος. Χάρη στην καλή του τύχη οι 3 αντίπαλοί του στη Βαλκανική χερσόνησο ποτέ δεν έδρασαν ενωμένοι και αποφασιστικά, αλλά εξασκούσαν αδύνατη και ασταθή πολιτική εσωτερικών εχθροπραξιών ή μια πολιτική παροδικών συμμαχιών. Ο Ιωάννης Βατάτζης πέτυχε σταθερά να εκμεταλλευτεί την πολύπλοκη διεθνή κατάσταση.
ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΤΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ
Οι πρώτες επιθέσεις εναντίον της Κωνσταντινούπολης έγιναν από τον Ιωάννη Γ' σε συνεργασία με τους Βουλγάρους το 1235 και το 1236, αλλά απέτυχαν. Ο επόμενος Αυτοκράτορας που έθεσε σε προτεραιότητα την προσπάθεια ανακατάληψης της πόλης ήταν ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος. Τη δυνατότητα αυτή του την έδωσε η νίκη επί των συνασπισμένων αντιπάλων του στην Πελαγονία το 1259. Πρόσθετο κίνητρο για τον Αυτοκράτορα ενδεχομένως ήταν η επιθυμία του να παγιώσει τη θέση του στο θρόνο, η οποία το 1259 ήταν ακόμη επισφαλής, δεδομένου ότι τυπικά συμβασίλευε με το νόμιμο Αυτοκράτορα, τον ανήλικο Ιωάννη Δ'. Το 1260 ο Μιχαήλ αποπειράθηκε, χωρίς επιτυχία, να καταλάβει το Γαλατά, την οχυρωμένη συνοικία στην αντίπερα όχθη του Κεράτιου κόλπου.
Επίσης αναφέρεται ότι είχε προβεί σε συνεννοήσεις με κάποιο Λατίνο, εξάδελφό του, κατά τον Ακροπολίτη, ο οποίος κατοικούσε στην Πόλη, με σκοπό να ανοίξει κρυφά κάποια πύλη, αλλά ούτε αυτό το σχέδιο τελεσφόρησε. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για επίθεση στην Κωνσταντινούπολη εντάσσεται και η συνθήκη του Νυμφαίου (Μάρτιος 1261) ανάμεσα στο Μιχαήλ Η' και τη Γένουα, τη μόνη δύναμη που μπορούσε να ανταγωνιστεί το Βενετικό στόλο. Τελικά η κατάληψη της Πόλης επήλθε απρόσμενα, χωρίς να απαιτηθεί κάποια οργανωμένη εκστρατεία ή πολιορκία.
Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ (1261)
Το καλοκαίρι του 1261, κατ’ εντολήν του Αυτοκράτορα, ο καίσαρας Αλέξιος Στρατηγόπουλος διαπεραιώθηκε από τη Μικρά Ασία στην Καλλίπολη της Θράκης, επικεφαλής ενός σώματος περίπου 800 Ρωμαίων και Κουμάνων στρατιωτών. Αποστολή του σώματος ήταν να προλάβει ενδεχόμενη Βουλγαρική εισβολή στη Θράκη όσο ο κύριος όγκος του Βυζαντινού στρατού ήταν απασχολημένος σε επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Από την Καλλίπολη πήγε στη Σηλύβρια, με σκοπό να προσεγγίσει την Κωνσταντινούπολη και να συλλέξει πληροφορίες για την κατάσταση στην Πόλη. Οι πληροφοριοδότες του προέρχονταν από μία ομάδα ντόπιων, τους θεληματάριους, οι οποίοι κατοικούσαν στην αγροτική περιοχή στα περίχωρα της Πόλης.
Καλλιεργούσαν τη γη, αλλά φαίνεται πως παρείχαν και στρατιωτικές υπηρεσίες στο Λατίνο Αυτοκράτορα, αφού ένα μέρος τους ήταν οργανωμένο σε στρατιωτικό σώμα. Οι θεληματάριοι ενημέρωσαν το Στρατηγόπουλο πως ο Βενετικός στόλος είχε αναχωρήσει για να επιτεθεί στη Δαφνουσία, ένα μικρό νησί στον Εύξεινο Πόντο, και η Πόλη ήταν ουσιαστικά αφύλακτη. Προσφέρθηκαν να συμπράξουν ώστε να εισχωρήσει στην Πόλη ο στρατός του Στρατηγόπουλου. Ο Καίσαρας στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση από τα τείχη, στη μονή της Πηγής. Η συμφωνημένη επιχείρηση πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 24ης προς την 25η Ιουλίου.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, οι θεληματάριοι ανέβηκαν με σκάλες στα τείχη ενώ βρίσκονταν μέσα, σκότωσαν τους φρουρούς και στη συνέχεια άνοιξαν μία πύλη από την οποία εισήλθαν οι στρατιώτες. Σύμφωνα με μία άλλη, μία μικρή ομάδα στρατιωτών εισήλθε από ένα άνοιγμα, στη συνέχεια ανέβηκαν στα τείχη, όπου εξουδετέρωσαν τους φρουρούς. Μετά την είσοδο του στρατού του Στρατηγόπουλου στην πόλη, κάποιοι από τους Λατίνους στρατιώτες δοκίμασαν να αντισταθούν, ακολούθησαν αψιμαχίες, οι οποίες όμως δεν εμπόδισαν τους Βυζαντινούς να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης.
Ο Βαλδουίνος Β', ο οποίος βρισκόταν στο παλάτι των Βλαχερνών, πληροφορήθηκε τα συμβάντα και τράπηκε σε φυγή διασχίζοντας την πόλη έως το παλάτι του Βουκολέοντος, στις ακτές της Προποντίδας, όπου και επιβιβάστηκε σε πλοίο. Πίσω του εγκατέλειψε τα διάσημα της Αυτοκρατορικής εξουσίας, τα οποία στη συνέχεια απεστάλησαν στο Μιχαήλ Η'. Επειδή παρέμενε πάντα ο κίνδυνος της επιστροφής του Βενετικού στόλου από τη Δαφνουσία, ο Στρατηγόπουλος διέταξε την πυρπόληση των συνοικιών των Βενετών και των άλλων Δυτικών, οι οποίες βρίσκονταν κατά μήκος του Κεράτιου κόλπου. Ακολούθησαν σκηνές χάους.
Όταν επέστρεψε ο στόλος, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να διασώσει τις οικογένειες των Λατίνων της Πόλης και να τις μεταφέρει σε άλλες Λατινοκρατούμενες περιοχές ή στη Δύση. Η θριαμβευτική είσοδος του Μιχαήλ Η' στην Κωνσταντινούπολη έγινε με επίσημο τρόπο στις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους. Τόσο η επιλογή της ημέρας (γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου για τη Χριστιανική εκκλησία) όσο και ο έντονα θρησκευτικός χαρακτήρας της τελετής (ο Αυτοκράτορας εισήλθε στην Πόλη από τη Χρυσή Πύλη πεζός, ενώ προπορευόταν σε άμαξα η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας) δείχνουν την προσπάθεια του Μιχαήλ να παρουσιάσει την ανακατάληψη ως Θεία παραχώρηση, και τον εαυτό του ως φορέα Θείας εύνοιας.
Στην ίδια κατεύθυνση βρισκόταν και η κοπή χρυσών υπερπύρων με έναν εντελώς νέο εικονογραφικό τύπο. Στη μία όψη εικονίζεται η Θεοτόκος Βλαχερνίτισσα μέσα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, ενώ στην άλλη ο Αυτοκράτορας γονατιστός μπρος στο Χριστό. Η έδρα του Αυτοκράτορα και του Πατριαρχείου μεταφέρθηκε, αυτονόητα, στην ανακαταληφθείσα Κωνσταντινούπολη. Επίσης στην Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκαν τα μέλη της ανώτατης αριστοκρατίας και της κεντρικής διοίκησης. Ο Μιχαήλ Η' ακολούθησε μια συστηματική πολιτική εποικισμού για την ενίσχυση του πληθυσμού της Πόλης, ενώ προέβη και σε επισκευές ή ανακαινίσεις πολλών κτηρίων, θρησκευτικών και μη.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗΣ
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης δημιούργησε ευνόητη ευφορία στους Βυζαντινούς, καθώς παγίωνε τη θέση της Αυτοκρατορίας ως της κυρίαρχης δύναμης στο χώρο της Ρωμανίας και γεννούσε την ελπίδα για αποκατάστασή της στα σύνορα του 12ου αιώνα. Για τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η', ο οποίος πρόσθεσε στον τίτλο του το χαρακτηρισμό «Νέος Κωνσταντίνος», ήταν η ευκαιρία που ζητούσε για να ολοκληρώσει τη δυναστική αλλαγή του 1259: μετά την είσοδό του στην Πόλη στέφθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά μαζί με το γιο του Ανδρόνικο, ενώ ο Ιωάννης Δ' Λάσκαρις παραμερίστηκε και στη συνέχεια τυφλώθηκε.
Για την ίδια την Κωνσταντινούπολη ο εποικισμός, η επανασύνδεσή της με το γεωγραφικό της περίγυρο, η ενίσχυση του ρόλου της ως κέντρου του διεθνούς εμπορίου και η επανεγκατάσταση στην πόλη της Αυτοκρατορικής αυλής και της αριστοκρατίας σήμαναν μια βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη μετά την κρίση που είχε ακολουθήσει την άλωση του 1204, αν και δε φαίνεται να έφτασε ο πληθυσμός της ποτέ στα επίπεδα του 12ου αιώνα. Για τους Βενετούς, η απώλεια της Κωνσταντινούπολης ήταν σοβαρό πλήγμα, αφού προς στιγμήν τους εκτόπισε από το εμπόριο του Εύξεινου Πόντου προς όφελος των ανταγωνιστών τους Γενουατών, την ώρα που λόγω της Pax Mongolica ο συγκεκριμένος εμπορικός δρόμος αποκτούσε τεράστια σημασία.
Αν και οι Βενετοί επανήλθαν στην Πόλη το 1267, η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης σηματοδοτεί την αρχή της Γενουατικής ηγεμονίας στο εμπόριο της Ρωμανίας. Μακροπρόθεσμα, η ανακατάληψη είχε και αρνητικές συνέπειες. Οι εχθροί της Αυτοκρατορίας συσπειρώθηκαν γύρω από την προοπτική μιας νέας σταυροφορίας εναντίον των Βυζαντινών. Ο Μιχαήλ Η' υποχρεώθηκε να αναλώσει τεράστιους πόρους και διπλωματικές προσπάθειες στην αποτροπή των σχεδίων αυτών, με αποτέλεσμα την εξασθένιση της Αυτοκρατορίας. Η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών, μέρος των προσπαθειών αυτών, προκάλεσε βαθύ εσωτερικό διχασμό, ο οποίος προστέθηκε στη δυσαρέσκεια για το σφετερισμό του θρόνου από τους Παλαιολόγους.
Η μεταφορά του κέντρου βάρους στην Κωνσταντινούπολη και τη Δύση έπληξε κυρίως τη Βυζαντινή Μικρά Ασία, η οποία αντιμετώπισε την αδιαφορία ή και την εχθρότητα του Μιχαήλ Η', με αποτέλεσμα την κατάρρευση της άμυνάς της και εν τέλει την κατάκτησή της από τους Τούρκους στα τέλη του 13ου αιώνα.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤHΣ ΝΙΚΑΙΑΣ
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ ΕΠΙ ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α' (1204 - 1222)
Το Εκπαιδευτικό Σύστημα προ του 1204
Απ’ όσο γνωρίζουμε το εκπαιδευτικό σύστημα της πρώτης και μέσης εκπαίδευσης στο Βυζάντιο δεν διέφερε σχεδόν καθόλου από εκείνο της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής εποχής. Στόχος του παραπάνω συστήματος ήταν να διδάξει στους μαθητές να χρησιμοποιούν σωστά την Ελληνική γλώσσα (στην Κλασσική - Αττική της μορφή) είτε στον γραπτό είτε στον προφορικό λόγο. Λίγο πριν από το τέλος της εφηβικής τους ηλικίας οι μαθητές αποφάσιζαν (συνήθως με βάση την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν) για το αν θα συνέχιζαν τις σπουδές τους σε σχολές ανωτάτου επιπέδου. Το περιεχόμενο διδασκαλίας του ανωτάτου επιπέδου ποίκιλλε από σχολείο σε σχολείο.
Συνήθως όμως περιλάμβανε μαθήματα ρητορικής, φιλοσοφίας, γεωμετρίας και αστρονομίας δηλαδή ό,τι διδάσκονταν στα φημισμένα πανεπιστήμια της ύστερης αρχαιότητας όπως ήταν εκείνο της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα θεολογικά μαθήματα διδάσκονταν ιδιωτικά. Παρατηρήθηκε όμως πως το κράτος κατά τη μέση Βυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα από την εποχή του Βάρδα έως και τον Κωνσταντίνο Ζ', έδειξε ξαφνικά πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τα σχολεία, τους καθηγητές και εν γένει για το όλο εκπαιδευτικό σύστημα. Το κράτος αναγνωρίζοντας την σημασία της εκπαίδευσης, άρχισε να επεμβαίνει στα εκπαιδευτικά πράγματα, σε αντίθεση με το παρελθόν που δεν αναμειγνύονταν σχεδόν καθόλου, εκ νέου μετά τον 6ο αιώνα.
Παρόλα αυτά η εκπαίδευση βρισκόταν στα χέρια ιδιωτικών διδασκάλων. Όπως συμβαίνει στις μέρες μας , έτσι και στο Βυζάντιο, υπήρχαν τρία στάδια εκπαίδευσης. Στο πρώτο στάδιο ο γραμματιστής, ο οποίος ονομαζόταν αλλιώς παιδοτρίβης ή και παιδαγωγός, άτομο που προερχόταν από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις της εποχής , και χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις, δίδασκε το αλφάβητο, την ανάγνωση, την γραφή και την αριθμητική, αναγκάζοντας πολλές φορές τους μαθητές του, ακόμη και με τη βία, να αποστηθίζουν εδάφια από τον Όμηρο και τους Κλασσικούς συγγραφείς .
Ο Συνέσιος τον 5ο αιώνα αναφέρει πως ο ανιψιός του αποστήθιζε καθημερινά πενήντα στίχους από τον Όμηρο, ενώ ο Μιχαήλ Ψελλός τον 11ο αιώνα αναφέρει πως από την παιδική του ηλικία γνώριζε από στήθους ολόκληρη την Ιλιάδα. Τα μαθήματα του πρώτου επιπέδου απευθύνονταν σε παιδιά και των δύο φύλων στην ηλικία των έξι έως οκτώ χρόνων . Για ένα μεγάλο αριθμό μαθητών, οι οποίοι μπορούσαν να μάθουν τα πρώτα γράμματα σε οποιαδήποτε γωνιά της Αυτοκρατορίας, ακόμη και στις παραμεθόριες περιοχές του ανατολικού συνόρου, οι σπουδές σταματούσαν στο πρώτο στάδιο εκπαίδευσης.
Λιγότεροι ήταν αυτοί οι οποίοι παρέτειναν τις σπουδές τους παρακολουθώντας δύο δέσμες μαθημάτων, τα γνωστά Trivium (Τριάς) και Quadrivium (Μαθηματική Τετρακτύς). Το Trivium περιελάμβανε κυρίως φιλολογικά μαθήματα κατά τη διάρκεια των οποίων διδάσκονταν τα έργα του Ομήρου, του Πινδάρου, των τραγικών ποιητών, οι δημηγορίες κλασσικών ρητόρων και η φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Το Quadrivium περιλάμβανε τέσσερα μαθήματα θετικών επιστημών και ακριβέστερα την αριθμητική, τη γεωμετρία, την αστρονομία και τη μουσική. Το Trivium και το Quadrivium από κοινού ονομάζονται πολλές φορές στις Βυζαντινές πηγές με τον όρο ''Εγκύκλιος Παιδεία'' δηλαδή γενική εκπαίδευση.
Από τα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης αποφοιτούσαν μαθητές, οι οποίοι είχαν μάθει να χειρίζονται καλά στον γραπτό προφορικό τους λόγο την Αττική Ελληνική διάλεκτο και επίσης μπορούσαν να μιμηθούν τους αρχαίους ''Κλασσικούς'' συγγραφείς. Κατά την Μεσοβυζαντινή περίοδο οι μαθητές που φοιτούσαν στα ιδιωτικά σχολεία της πρωτεύουσας υπολογίζονται στους διακόσιους με τριακοσίους περίπου. Ο Μαΐστωρ, διευθυντής του σχολείου ήταν παράλληλα και ο δάσκαλος των μαθητών. Οι απόφοιτοι είχαν τη δυνατότητα να σταδιοδρομήσουν είτε στη δημόσια Αυτοκρατορική υπαλληλία είτε στον εκκλησιαστικό χώρο. Τον 11ο αιώνα η πνευματική κίνηση στο Βυζάντιο και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη λαμβάνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Μεγάλες προσωπικότητες έρχονται στο προσκήνιο όπως αυτή του Ιωάννη Μαυρόποδος, του Μιχαήλ Ψελλού, του Κωνσταντίνου Λειχούδη και του Ιωάννη Ξιφιλίνου. Ο τελευταίος υπήρξε διευθυντής της νομικής σχολής (Νομοφύλαξ), η οποία ιδρύθηκε γύρω στο 1047 από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ' Μονομάχο. Σκοπός του κράτους ήταν η κάλυψη των δικαστικών και άλλων θέσεων από τους απόφοιτους της παραπάνω σχολής Τον ίδιο αιώνα παρατηρείται σημαντική αύξηση -σε σχέση με τον 10ο αιώνα- του αριθμού των εκπαιδευτηρίων, είτε των ιδιωτικών είτε αυτών που ήταν προσαρτημένα στα εκκλησιαστικά οικοδομήματα και ελεγχόμενα από τον πατριάρχη.
Ευτυχώς είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την τοποθεσία όπου βρίσκονταν μερικές από αυτές τις σχολές μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι μία σχολή βρισκόταν στην συνοικία των Χαλκοπρατείων, άλλη στην περιοχή της μονής του Αγίου Θεόδωρου, της Διακονίσσης, του Αγίου Πέτρου κλπ. Μάλιστα ο Μαΐστωρ για τις δύο τελευταίες σχολές επιλεγόταν από τον πατριάρχη, γεγονός που αποδεικνύει την ανάμιξη της εκκλησίας στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η ανώτατη εκπαίδευση στο Μεσοβυζαντινό κράτος άκμασε στα μέσα του 9ου αιώνα, ύστερα από το έντονο ενδιαφέρον του Καίσαρος Βάρδα για την παιδεία, ο οποίος ίδρυσε στην πρωτεύουσα ένα περίφημο πανεπιστήμιο, που έδρευε στο ανάκτορο της Μαγναύρας, και το οποίο διέθετε τέσσερις έδρες: της φιλοσοφίας, της ρητορικής, της γραμματικής και της γεωμετρίας. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας έδειξε ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, διορίζοντας καθηγητές και αναλαμβάνοντας τη δωρεάν σίτιση των φοιτητών. Η ανώτατη εκπαίδευση στο Βυζάντιο δεν άλλαξε ουσιαστικά μορφή μετά το τέλος της ύστερης αρχαιότητας.
Τον 12ο αιώνα η ''Πατριαρχική Ακαδημία'' διοργανώθηκε και επεκτάθηκε με αποτέλεσμα να αποτελέσει έναν σημαντικό θεσμό, ο οποίος καλλιεργούσε και την κοσμική (θύραθεν) και την εκκλησιαστική εκπαίδευση. Εκτός όμως από την πατριαρχική ακαδημία είχαν καθιερωθεί και κάποια άλλα εκπαιδευτικά οφφίκια, οι κάτοχοι των οποίων επόπτευαν το εκπαιδευτικό σύστημα. Το πρώτο τη τάξει από αυτά τα οφφίκια είναι του υπάτου των φιλοσόφων. Το οφφίκιο αυτό δημιουργήθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ' Μονομάχο και ο πρώτος που έφερε τον τίτλο ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός. Καθήκον του υπάτου των φιλοσόφων ήταν να επιβλέπει τα κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το οφφίκιο του υπάτου των φιλοσόφων καταργήθηκε στα πρώτα χρόνια της δυναστείας των Κομνηνών από τον ίδιο τον Αλέξιο Α' Κομνηνό.
Παρόλα αυτά όμως ο ίδιος Αυτοκράτορας προσπάθησε να θέσει την εκπαίδευση υπό την εποπτεία του πατριαρχείου, δημιουργώντας τρία νέα εκπαιδευτικά οφφίκια: του ''Διδασκάλου του Ευαγγελίου'', του ''Διδασκάλου του Αποστόλου'' και του ''Διδασκάλου του Ψαλτήρος''. Η σύσταση των παραπάνω εκπαιδευτικών αξιωμάτων πιθανόν έγινε το 1107 ή λίγο νωρίτερα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Α. Kazhdan η αποστολή των νέων αυτών διδασκάλων εκτός από τη διδασκαλία βέβαια ήταν: ''Να καθοδηγούν και να προστατεύουν τους λογίους της πρωτεύουσας και να ενημερώνουν τον πατριάρχη για κάθε αιρετική ή ύποπτη ιδέα''. Oι τρεις αυτοί διδάσκαλοι ήταν κληρικοί, ανήκαν στον κλήρο της Αγίας Σοφίας, και υπάγονταν απ’ ευθείας στον πατριάρχη.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1160 επανασυστήθηκε και το οφφίκιο του υπάτου των φιλοσόφων, αλλά ο κάτοχος της θέσης ήταν έκτοτε κληρικός και υπαγόταν απευθείας στον Πατριάρχη, ενώ βασική του αποστολή ήταν να καταπολεμά τις ανατρεπτικές και αιρετικές ιδέες. Αυτήν λοιπόν ήταν η κατάσταση των εκπαιδευτικών θεσμών στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1204.
Η Εκπαιδευτική Πολιτική του Θεόδωρου Α'
Όταν οι Βυζαντινοί εγκαταστάθηκαν στην επικράτεια του Θεόδωρου Α' Λάσκαρι, η επαναλειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος βασίστηκε στην παραπάνω παράδοση. Πιο συγκεκριμένα σχετικά με τα παραπάνω εκπαιδευτικά αξιώματα μπορούμε να δεχτούμε ότι ο πρώτος Αυτοκράτορας της Νίκαιας φρόντισε αρκετά γρήγορα για την επαναφορά τους. Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ο Ι. Πολέμης δημοσίευσε μία μέχρι τότε ανέκδοτη πηγή. Το περιεχόμενο της πηγής ήταν το εναρκτήριο μάθημα ενός αγνώστου από άλλες πηγές διδασκάλου, του «Διδασκάλου του Ψαλτήρος» Σέργιου. Ο τελευταίος, ήταν και διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας.
Ο J. Darrouzès θεώρησε ότι ο παραπάνω λόγος εκφωνήθηκε προς τιμήν στον πατριάρχη Ιωάννη Ι' Καματηρό (1198 - 1206). Την άποψη του J. Darrouzès υιοθέτησαν ο Η. Hunger και η Μ. Λουκάκη. Ο Ι. Πολέμης εξέφρασε την άποψη πως το παραπάνω κείμενο δεν εκφωνήθηκε για τον ίδιο τον Ιωάννη Καματηρό (1198 - 1206) αλλά για τον διάδοχό του πατριάρχη Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανό (1208 - 1214). Κατά τον Ι. Πολέμη το κείμενο δεν μπορεί να χρονολογηθεί πριν από τον 13ο αιώνα διότι δεν το επιτρέπει η ίδια η γραφή του κειμένου. Επίσης διαβάζοντας κανείς το κείμενο μαθαίνει για μία μεγάλη καταστροφή (παρόμοια με εκείνη των Εβραίων στη Βαβυλώνα) που επήλθε στην Αυτοκρατορία, αναγκάζοντας πολλούς ανθρώπους να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.
Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας προσπαθεί συνεχώς να σώσει τους υπηκόους του από την καταστροφή. Κατά τον Ι. Πολέμη, η μόνη δοκιμασία που πέρασαν οι Βυζαντινοί και που φαίνεται να ομοιάζει με τις αναφορές του Σεργίου είναι η πτώση της Βασιλεύουσας το 1204 στους Σταυροφόρους. Επίσης το γεγονός ότι ο Σέργιος είναι «Διδάσκαλος του Ψαλτήρος» δείχνει ότι ο λόγος εκφωνήθηκε στη Νίκαια μετά το 1208, εφόσον από αυτό το έτος και μετά στη Νίκαια υπήρχε η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο οποίος διόριζε τους τρεις διδασκάλους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν αναφορές στο κείμενο που ενισχύουν την άποψη ότι το κείμενο απαγγέλθηκε για τον Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανό.
Πιο συγκεκριμένα ο Σέργιος γράφει για τον πατριάρχη που πρόκειται να πληρώσει τον κενό Πατριαρχικό θρόνο, αφότου πέρασε δύσκολες στιγμές πηγαίνοντας από το ένα μέρος στο άλλο, και κατέληξε στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου ζούσε ασκητικά. Επιπλέον οι δύο φράσεις που συναντάμε στο κείμενο ''ὡς φερώνυμος ἰσάγγελος'' και ''τὴν κλῆσιν ἀγγελικός'', κατά τον εκδότη του κειμένου, αν απευθύνονταν στον Ιωάννη Ι' Καματηρό δεν θα είχαν κανένα νόημα, εφόσον το όνομα «Ιωάννης» δεν είναι όνομα αρχαγγέλου όπως συμβαίνει με το «Μιχαήλ». Επίσης στο κείμενο υπάρχουν σημαντικές αναφορές που μάλλον έχουν να κάνουν με τον Θεόδωρο Α' Λάσκαρι όπως η φράση «ὁ θεόθεν αὔχων καὶ τὴν κλῆσιν καὶ τὰ τῆς κλήσεως».
Ακόμη περισσότερο όμως φαίνεται να ταιριάζει η φράση ''ἐντεῦθεν ὁ πάλαι διεῤῥωγὼς τῆς ἐκκλησίας πέπλος ἄρτι συνάγεται καὶ εἰς ἓν συνυφαίνεται διά σοῦ'', η οποία ομοιάζει κατά πολύ μ’ εκείνη του Νικόλαου Μεσαρίτη σε επιστολή του προς τον Θεόδωρο Α': ''Τὰ διεῤῥωγότα συνῆψας καὶ τὴν ἀπολλυμένην ἀνεκαλέσω δραχμὴν καὶ ἐξουσίας Ῥωμαϊκῆς συνούλωσας τραύματα''. Το κείμενο του Σέργιου δεν έχει καμία λογοτεχνική αξία, εφόσον πρόκειται για μία συρραφή από τους ψαλμούς και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Όμως χάρη στο κείμενο αυτό γνωρίζουμε ότι είχε επανασυσταθεί το αξίωμα του διδασκάλουυ του Ψαλτήρος ήδη από το 1208.
Επομένως μπορούμε να υποθέσουμε ότι λειτούργησαν και οι δύο άλλοι διδάσκαλοι: του Ευαγγελίου και του Αποστόλου την ίδια περίοδο. Ας μην ξεχνούμε ότι η θέση του υπάτου των φιλοσόφων και των τριών διδασκάλων συνδέονταν με το πατριαρχείο. Εφόσον τον Μάρτιο του 1208 υπήρχε πατριάρχης στη Νίκαια εύλογο είναι να πληρώθηκαν και οι παραπάνω θέσεις. Επίσης ο Θεόδωρος Α' προσπάθησε να προσελκύσει λόγιους, οι οποίοι μετά το 1204 είχαν διασκορπιστεί σε διάφορα σημεία της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πράγματι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους του 1204 ένας μεγάλος αριθμός λογίων και υψηλών αξιωματούχων της αυλής κατέφυγε στο κράτος του Θεόδωρου Α'.
Ο τελευταίος προτίμησε ορισμένους εξ αυτών διορίζοντάς τους σε σημαντικές θέσεις στην αυλή του. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Θεόδωρος Α' επιδίωκε να καταστήσει την αυλή του κέντρο της Αυτοκρατορικής διοίκησης και της πατριαρχικής γραμματείας. Έτσι με τον μεγάλο αριθμό λογίων που εγκαταστάθηκε στη Νίκαια, ήδη από τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την άλωση, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η λογοτεχνική παραγωγή. Από τους πρώτους λόγιους που εγκαταστάθηκαν στην αυλή του Θεόδωρου Α' ήταν ο πρώην μέγας λογοθέτης Νικήτας Χωνιάτης , ο οποίος έγινε ο επίσημος αυλικός ρήτορας της Νίκαιας. Ο Νικήτας Χωνιάτης, μόλις τέσσερις μέρες μετά την άλωση του 1204 εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη και κατευθύνεται προς τη Σηλυβρία.
Σύντομα όμως φεύγει από εκεί γιατί η πόλη ήταν ευάλωτη στις επιδρομές των Βουλγάρων. Ευθύς παίρνει την απόφαση να επιστρέψει πάλι στην Κωνσταντινούπολη, επειδή όμως δεν μπορούσε ν’ αντέξει την καταπίεση των Λατίνων την εγκατέλειψε οριστικά το 1206 καταφεύγοντας στην επικράτεια του Θεόδωρου Α'. Ο τελευταίος, γνώστης της μεγάλης μόρφωσης του Νικήτα, τον διόρισε σε υψηλό δικαστικό αξίωμα , το οποίο και κράτησε ως τον θάνατό του (1215 ca). Ένας άλλος λόγιος που έδρασε στην αυτοκρατορία της Νίκαιας και μάλιστα σε στενή σχέση με τον Θεόδωρο Α', ήταν ο Νικόλαος Μεσαρίτης. Για τον βίο του Νικόλαου Μεσαρίτη δεν έχουμε πολλές πληροφορίες παρά μόνο όσες ο ίδιος μας δίνει μέσα από το έργο του.
Γεννήθηκε γύρω στο 1163, προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια, ενώ ο πατέρας του έφερε ανώτατα δικαστικά αξιώματα. Γύρω στο 1200 είναι γνωστό ότι ήταν διάκονος, κατείχε τα αξιώματα του ἐπὶ τῶν κρίσεων στην Αγία Σοφία και του σκευοφύλακα στον ναό της Παναγίας του Φάρου. Ο Νικόλαος Μεσαρίτης και ο αδελφός του, Ιωάννης, ο οποίος ξεχώριζε για την μόρφωση του, την ευγλωττία αλλά και για το αξίωμα που κατείχε του διδασκάλου του Ψαλτήρος επί Ανδρονίκου Α' ( 1183 - 1185), παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη μετά την άλωσή της το 1204. Τα δύο αδέλφια πήραν μέρος στις διαπραγματεύσεις του Βυζαντινού κλήρου με τους εκπροσώπους του Δυτικής Εκκλησίας, κατά την διάρκεια των οποίων υποστήριξαν τα θρησκευτικά δικαιώματα του Λατινοκρατούμενου Ορθοδόξου λαού και κλήρου.
Ο Νικόλαος Μεσαρίτης ως εκπρόσωπος του Κωνσταντινοπολίτικου κλήρου, μετέφερε το «Δεητήριον», με το οποίο οι Κωνσταντινουπολίτες ανέθεταν στον Θεόδωρο Α' την ευθύνη για την εκλογή νέου πατριάρχη. Το 1208 βρέθηκε στη εκλογή του πατριάρχη Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανού και από τότε παρέμεινε στη Νίκαια. Εκεί έλαβε το αξίωμα του Ρεφερενδάριου από τον Πατριάρχη Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανού (1208 - 1214), και το 1213 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Εφέσου και έξαρχος πάσης Ασίας. Το 1214 Θεόδωρος Α' ανέθεσε στον Νικόλαο Μεσαρίτη τις διαπραγματεύσεις με τους απεσταλμένους του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' για την ένωση της Ανατολικής Εκκλησίας με την Δυτική.
Οι συνομιλίες έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη και στην Ηράκλεια του Πόντου. Στη Νίκαια ο Νικόλαος Μεσαρίτης συνέγραψε διάφορα κείμενα, από τα οποία πληροφορούμαστε για την πολιτική και εκκλησιαστική κατάσταση της Νίκαιας επί Θεοδώρου Α'. Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο συμπεριλαμβάνεται και μία ταξιδιωτική επιστολή προς τους μοναχούς της μονής Ευεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη, η οποία έχει σαφείς επιρροές από το έργο του Συνέσιου. Ένας τρίτος λόγιος, ο οποίος κατέφυγε στην επικράτεια του Θεόδωρου Α' μετά το 1204 ήταν ο Θεόδωρος Ειρηνικός, ο οποίος ήδη πριν εγκατασταθεί στη Νίκαια είχε την φήμη του δεινού ρήτορα.
Το 1198 ανέλαβε τα καθήκοντα του ''ἐπὶ τοῦ κανικλείου'' και κατόπιν απέκτησε τον τίτλο του ''Σεβαστοῦ''. Ο Θεόδωρος Ειρηνικός είχε λαμπρή καριέρα στο κράτος του Θεοδώρου Α' αφού το 1209 τον βρίσκουμε στο αξίωμα του χαρτοφύλακος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενώ λίγο πριν από την εκλογή του στο αξιώμα του πατριάρχη, κατείχε το υψηλό αξίωμα του ''ὑπάτου τῶν φιλοσόφων''. Μία εικόνα της ρητορικής δεινότητας και της παιδείας του Θεόδωρου Ειρηνικού παίρνουμε από ένα εγκύκλιο γράμμα του με τίτλο:
«Ἀφοριστικὸν γράμμα τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κυροῦ Θεοδώρου τοῦ Εἰρηνικοῦ πρὸς τε τοὺς ἐν Κωνσταντινουπόλει κατοικοῦντας Γραικοὺς καὶ τοὺς ἐκτὸς ταύτης, ὅτε ὁ παρὰ τοῦ πάπα πεμφθεὶς καρδινάλιος ἠνάγκασε πάντας ὑποταγῆναι τῷ πάπᾳ καὶ τῷ παρ’ αὐτοῦ ἀποσταλλέντι πατριάρχῃ τάχα Κωνσταντινουπόλεως, ἔτι δὲ καὶ μνείαν ποιεῖσθαι τοῦ ἐκείνων ὀνόματος», το οποίο βρίσκεται στον Ελληνικό κώδικα της μονής Διονυσίου. Ο αφοριστικός αυτός λόγος περιέχει πάμπολλες αναφορές σε χωρία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και σε λόγους του Ιωάννη Δαμασκηνού και είναι γραμμένος σε υψηλό ύφος. Το 1214 ανέβηκε στον Πατριαρχικό θρόνο μέχρι τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1216.
Μία άλλη σημαντική προσωπικότητα, ο Δημήτριος Καρύκης, διετέλεσε μέγας ''λογαριαστὴς'' επί Θεοδώρου Α' και ''ὕπατος τῶν φιλοσόφων'' επιβλέποντας την ανώτερη εκπαίδευση. Για τον τελευταίο δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε διορίστηκε ύπατος των φιλοσόφων. Το 1223, ένα έτος μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Α', γνωρίζουμε ότι ο Καρύκης ως ύπατος των φιλοσόφων εξέτασε προφορικά τον νεαρό Νικηφόρο Βλεμμύδη. Επίσης ο Μανουήλ Α' Καραντηνός ή Σαραντηνός (1217 - 1222), υπήρξε ο τελευταίος εκλεγμένος πατριάρχης επί Θεοδώρου Α'. Πριν από το 1204 δίδασκε στην «Πατριαρχική Ακαδημία» κατέχοντας τη θέση του Μαΐστωρος των φιλοσόφων.
Επίσης, εκτός από τους παραπάνω λόγιους γνωρίζουμε έναν εκπαιδευτικό της Πατριαρχικής σχολής της Κωνσταντινούπολης ο οποίος αναρριχήθηκε σύντομα σε υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα στο κράτος της Νίκαιας. Πρόκειται για τον Νικόλαο Χρυσοβέργη πρώην Μαΐστωρα των ρητόρων και μετέπειτα επίσκοπο Σάρδεων (1213). Ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις πρότεινε και σ’ έναν άλλο λόγιο της εποχής να εγκατασταθεί στη Νίκαια. Πρόκειται για τον Μιχαήλ Χωνιάτη, μητροπολίτη Αθηνών και αδελφό του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη. Με την πτώση των Αθηνών στους Λατίνους, το 1205, ο Μιχαήλ Χωνιάτης αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη μητρόπολή του.
Κατευθύνεται αρχικά προς τη Θεσσαλονίκη και την Εύβοια, την Κέω ή Τζιά (όπως αναφέρεται στις πηγές) και στο τέλος καταλήγει στη μονή του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου κοντά στις Θερμοπύλες. Είχε γεννηθεί το 1138 στις Χώνες της Φρυγίας, όπου και διδάχτηκε τη στοιχειώδη παιδεία. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και παρακολούθησε μαθήματα από τον Ευστάθιο, τον κατοπινό μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, στην «Πατριαρχική Σχολή». Μολονότι ο Μιχαήλ δέχτηκε πολλές προτάσεις από τον Θεόδωρο Α', τελικά δεν πήγε ποτέ στη Νίκαια.
Πιο συγκεκριμένα, από την επιστολή του Μιχαήλ Χωνιάτη: «Τῷ βασιλεῖ τῆς Ἀνατολῆς τῷ Λάσκαρι», την οποία έγραψε το 1208 στη Κέα, δεν πληροφορούμαστε βέβαια για την εκπαιδευτική κατάσταση της Νίκαιας αλλά συμπεραίνουμε ότι ο Θεόδωρος Α' είχε πολύ μεγάλη αγωνία και εμμονή για να οργανώσει την εκπαίδευση στην επικράτειά του. Από την ίδια επιστολή μαθαίνουμε ότι ο Θεόδωρος Α' είχε καλέσει τον Μιχαήλ στη Νίκαια ήδη δύο φορές λέγοντας πως αν ο τελευταίος εγκαθίστατο στη Νίκαια θα «αναπαυόταν ιδιαίτερα». Στην ίδια επιστολή ο Μιχαήλ επαινεί τον Θεόδωρο Α' για τις οργανωμένες προσπάθειες που κατέβαλλε, ώστε να προσελκύσει όλα τα τέκνα της εκκλησίας στο κράτος του, και τον παρομοιάζει με την όρνιθα που μαζεύει τους νεοσσούς.
Ενώ παρακάτω τον χαρακτηρίζει «ἀνορθωτὴν καὶ κληρονόμον αὐτοῦ καὶ διάδοχον γνήσιον καὶ τῶν ἐκείνου πολιτῶν αὐτοκράτορα ἔννομον». Από μία άλλη επιστολή μαθαίνουμε ότι ο Μιχαήλ περνάει δύσκολες στιγμές και ότι σκέφτεται ν’ ανταποκριθεί στις προσκλήσεις του Θεοδώρου και να εγκατασταθεί στη Νίκαια, αλλά όπως λέει και ο ίδιος το προχωρημένο της ηλικίας του τον κάνει να αναβάλλει συνεχώς την αναχώρησή του για τη Νίκαια μολονότι του είχαν προτείνει ν’ αφήσει την Εύβοια, τον τόπο όπου διέμενε, ώστε ν’ αναλάβει επισκοπικά καθήκοντα στην Άνδρο και στη Νάξο. Επίσης, μέσω της επιστολής (ρλζ΄ 137) ο Μιχαήλ Χωνιάτης ζητεί από κάποιον Ιωαννίκιο και τον πατριάρχη Μιχαήλ να μεσολαβήσουν ώστε ο Θεόδωρος να δεχτεί κάποιον Χαλκούτζη, αριστοκράτη της Εύβοιας, ο οποίος ήθελε να εγκατασταθεί στη Νίκαια.
Στην επιστολή (ϰζ΄ 97) ο Μιχαήλ Χωνιάτης αναφέρει πως ο Θεόδωρος Α' έστειλε τον Ιωάννη Στειριόνη στην Κέα, στη νήσο όπου διέμενε ο εξόριστος Μιχαήλ, μόνο και μόνο για να μεσολαβήσει ο τελευταίος ώστε ο Ευθύμιος Τορνίκης να μεταβεί στη Νίκαια. Στην επιστολή (ρβ΄ 102) προς τον Ευθύμιο Τορνίκη, ο Μιχαήλ Χωνιάτης αναφέρει πως του έστειλαν δύο βιβλία του Γαληνού, το «Περὶ Μεθόδων ἀνατομικῶν» και το «Περὶ καθ’ Ἱπποκράτην καὶ Πλάτωνα δογμάτων» από τη Νίκαια. Αφού μελέτησε τα παραπάνω βιβλία άνοιξε συζήτηση με τον ανιψιό του. Ο ίδιος ανέλυσε καλύτερα τον Πλάτωνα, ενώ ο ανιψιός του τον Γαληνό. Λίγο πιο κάτω αναφέρει ότι «δεν είχαμε ακούσει τα πάντα για τον Αριστοτέλη, γιατί δεν γνωρίζαμε πολλά από των ζώων και μορίων» τα οποία μπορούσε να εξηγήσει ο ανιψιός του.
Σε μία άλλη επιστολή γράφει στον Ευθύμιο Τορνίκη, στον Νικόλαο Πιστόφιλο και στον Μανουήλ Βεριβόη: « Ορκίζομαι σε εσάς γιατί είμαστε από την ίδια πατρίδα και βγήκαμε από το ίδιο εκπαιδευτικό σύστημα». Τέλος σε επιστολή του προς τον Θεόδωρο Α' περιγράφει πως έχει πια εγκαταλείψει τη Κέα, όπου έμενε τόσο καιρό, και πως εγκαταστάθηκε κοντά στις Θερμοπύλες στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Στην ίδια επιστολή ζητάει από τον Θεόδωρο Α' να στείλει κάποιον για να του δώσει Θηραϊκή γη, η οποία θα λειτουργούσε ως αντιβιοτικό για την ασθένειά του, χωρίς ωστόσο να κατονομάζει ποια ήταν η ασθένειά του.
Επίσης ο Θεόδωρος Α' φαίνεται πως από πολύ νωρίς είχε προσκαλέσει αρκετούς ακόμη λογίους και κάποιους κληρικούς, οι οποίοι μετά την άλωση του 1204 είχαν καταφύγει στην Εύβοια. Οι τελευταίοι όμως ακολούθησαν την στάση του Μιχαήλ Χωνιάτη, παραμένοντας στην Εύβοια, αν και ο τελευταίος, ο οποίος είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις και αλληλογραφία μαζί τους, τους παρότρυνε να μεταβούν στην Νίκαια, καθώς εκεί θα ήταν ασφαλείς και με περισσότερες ανέσεις. Πρόκειται για τον Ευθύμιο Τορνίκη, γιο του Δημήτριου Τορνίκη, τον Νικόλαο Πιστόφιλο και τον Μανουήλ Βεριβόη, ο οποίοι ήσαν κληρικοί και απόφοιτοι της «Πατριαρχικής Ακαδημίας».
Βέβαια, μπορεί ο Ευθύμιος Τορνίκης να μην εγκαταστάθηκε στη Νίκαια, όμως ο συνονόματος ανιψιός του προτίμησε το κράτος του Θεόδωρου Α', όπου και αναρριχήθηκε γρήγορα στα αυλικά αξιώματα φθάνοντας μέχρι του αξιώματος του μεσάζοντος. Το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας έκανε επίμονες προσπάθειες για να φέρει τον Μιχαήλ Χωνιάτη στην αυλή του, καταδεικνύει κατά τη γνώμη μας πως ο Θεόδωρος Α' μερίμνησε αρκετά για την οργάνωση της εκπαίδευσης του κράτους του, εφόσον ο Μιχαήλ Χωνιάτης είχε τη φήμη του άξιου εκκλησιαστικού ποιμένα και του μεγάλου λόγιου.
Επίσης, το γεγονός ότι ο πατριάρχης και οι προαναφερθέντες εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι διατηρούσαν αλληλογραφία με τον πρώην μητροπολίτη Αθηνών δηλώνει πως οι τελευταίοι είχαν σχέσεις μαζί του, παρά την μεγάλη απόσταση που τους χώριζε.
Τα σχολεία της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας επί Θεόδωρου Α'
Η μοναδική πηγή που αναφέρεται στην εκπαίδευση κατά τα πρώτα έτη της περιόδου του Θεόδωρου Α', είναι η διπλή αυτοβιογραφία του περίφημου Νικηφόρου Βλεμμύδη. Ο Βλεμμύδης υπήρξε εξέχουσα πνευματική φυσιογνωμία του κράτους της Νίκαιας. Για τον βίο του Νικηφόρου διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες. Κάποιες από αυτές προέρχονται από τη «Χρονική Συγγραφή» του Γεώργιου Ακροπολίτη, κάποιες άλλες από τις επιστολές του μαθητή του Θεοδώρου Β' προς τον ίδιο, ενώ οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε, προέρχονται από τον ίδιο το Νικηφόρο. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1197, ο Νικηφόρος κατέφυγε το 1204 μαζί με τους γονείς του στην Προύσα.
Εκεί έζησε μέχρι το 1208, και κατόπιν πήγε στη Νίκαια. Αργότερα εγκαταστάθηκε έξω από την Έφεσο, όπου και παρέμεινε έως το τέλος της ζωής του, χωρίς ποτέ να επισκεφτεί την γενέτειρά του, ακόμη και όταν αυτή ανακαταλήφτηκε από την ιδρυτή της Παλαιολόγειας δυναστείας, αφενός διότι δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον τόπο όπου έζησε επί 60 έτη, αφετέρου διότι διαφωνούσε με το τρόπο και τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Μιχαήλ Η' (1259 - 1282) για να καταλάβει την εξουσία. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης σε ηλικία εξήντα έξι ετών θέλησε να συντάξει την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο:«Νικηφόρου Μοναστοῦ καὶ Πρεσβυτέρου περὶ τῶν κατ’ αὐτὸν Διήγησις Μερική».
Η πρώτη αυτή αυτοβιογραφία συντάχτηκε λοιπόν το 1264 και αποτελείται από 90 κεφάλαια. Ένα χρόνο αργότερα συνέταξε και μία δεύτερη αυτοβιογραφία με τον ίδιο τίτλο. Η διπλή αυτοβιογραφία του λόγιου αυτού άνδρα προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την εκπαιδευτική κατάσταση στο κράτος της Νίκαιας. Ο ίδιος αναφέρει στο πρώτο κεφάλαιο τους λόγους που τον ώθησαν να γράψει την αυτοβιογραφία του: «Εξήντα έξι έτη από τη γέννησή μου, αποφάσισα να θυμηθώ μερικά από εκείνα που συνέβησαν στο βίο μου και να στήσω μία στήλη ομολογίας στον βοηθό και σωτήρα, τον κηδεμόνα και κτίστη, τον κραταιό, τον σοφό, τον αγαθό, για όσα προηγουμένως απήλαυσα και για όσα υπέστην αργότερα, όταν διασώθηκα από την τρικυμία και τον καταποντισμό και από το χάος της απώλειας, της φαινομένης και της νοουμένης».
Η δεύτερη αυτοβιογραφία χωρισμένη σε 85 κεφάλαια, χρονολογείται το 1265 και είναι , όπως αναφέρει και ο ίδιος, συμπληρωματική της πρώτης. Και οι δύο Διηγήσεις συνδέονται με τη μονή του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού στα Ημάθεια κοντά στην Έφεσο που ίδρυσε ο Βλεμμύδης και η οποία αποπερατώθηκε το 1248. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Βλεμμύδης μέσω των αυτοβιογραφιών του απευθύνεται στους μοναχούς του και όχι προς το «ευρύ κοινό». Η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι ο Βλεμμύδης θεωρούσε εαυτόν Άγιο και έτσι ήθελε να μη λησμονηθεί ο βίος του, αλλά να γίνει γνωστός μέσα από τη μονή του και επιπροσθέτως ήθελε να διασφαλίσει ότι οι όποιες αρετές του δεν θα μείνουν άγνωστες.
Ο πρώτος εκδότης της αυτοβιογραφίας του λόγιου άνδρα, A. Heisenberg, θεώρησε ότι η αυτοβιογραφία του Βλεμμύδη θα έπρεπε να ενταχτεί στην κατηγορία των Αγιολογικών κειμένων, ενώ ο Κ. Krumbacher χαρακτήρισε το παραπάνω έργο ως αυτοπανηγυρικό. O G. Misch θεωρεί ότι υπάρχει μία αντίφαση στις δύο αυτοβιογραφίες: από τη μία ο Βλεμμύδης είναι τόσο προσωπικός και ιδιόρρυθμος, από την άλλη η ''κοφτερή'' κριτική σκέψη του συμπλέκεται με πεπερασμένα Βυζαντινά μοτίβα, βίους αγίων και πίστη στους δαίμονες. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ο Βλεμμύδης δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος της παιδείας.
Από τον ίδιο πληροφορούμαστε ότι το 1204 κατευθύνθηκε μαζί με την οικογένειά του στην Προύσα, όπου για τέσσερα χρόνια διδασκόταν την γραμματική από τον Μοναστηριώτη, ο οποίος αργότερα χειροτονήθηκε μητροπολίτης Εφέσου. Κατά το 1208 (έτος της στέψης του Θεοδώρου Α') κατευθύνθηκε στην Νίκαια όπου διδάχτηκε τον Όμηρο και άλλους ποιητές, τα προγυμνάσματα του Αφθονίου, την ρητορική του Ερμογένους και τη λογική. Φθάνοντας όμως στην ηλικία των δεκαέξι ετών, ο νεαρός Νικηφόρος, διψώντας συνεχώς για μάθηση απογοητεύεται όταν ανακαλύπτει πως δεν υπάρχει κάποιος άξιος διδάσκαλος για να τον καθοδηγήσει στα μονοπάτια της γνώσης. Γι’ αυτό τον λόγο αποφασίζει να εξασκήσει την ιατρική καθώς ο πατέρας του ήταν στο επάγγελμα ιατρός.
Από την αυτοβιογραφία του Νικηφόρου Βλεμμύδη εμμέσως πληροφορούμαστε ότι το 1213 (όταν δηλαδή ο Βλεμμύδης ήταν στην ηλικία των 16 ετών) δεν υπήρχε στη Νίκαια δάσκαλος «ανώτερης εκπαίδευσης», ούτε πολύ λιγότερο κάποια ανώτερη σχολή. Επομένως η ανασύσταση των εκπαιδευτικών οφφικίων που είδαμε ότι πραγματοποιήθηκε από τον Θεόδωρο Α' δεν επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την εκπαιδευτική κατάσταση της Αυτοκρατορίας, μολονότι είχαν ήδη περάσει εννέα χρόνια από την δημιουργία της και τουλάχιστον πέντε από την επανενεργοποίηση των εκπαιδευτικών οφφικίων (εφόσον δεχτούμε ότι αυτό συνέβη το 1208).
Έτσι ο Νικηφόρος Βλεμμύδης από το 1213 και μετά περνάει κάποιο χρονικό διάστημα στη βασιλική αυλή, λαμβάνοντας, σύμφωνα με τον ίδιο, κάποια εκπαίδευση, η οποία μάλλον δεν τον ικανοποιούσε, εφόσον δεν αναφέρει κάτι συγκεκριμένο γι’ αυτήν. Είναι πολύ πιθανόν ο Βλεμμύδης να αναφέρεται στη συνήθεια της εποχής κατά την οποία οι Αυτοκράτορες συγκέντρωναν στ’ ανάκτορα τους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών, οι οποίοι ονομάζονταν «αρχοντόπουλα», με απώτερο σκοπό να εκπαιδεύονται και μορφώνονται μαζί με τον διάδοχο και τους άλλους πρίγκιπες. Ο ίδιος όμως δεν ήταν ευχαριστημένος καθώς “ἀγνῶτες ὦμεν καὶ ἀδαεῖς”.
Γρήγορα παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τη Νίκαια για να συναντήσει κάποιον Πρόδρομο, ο οποίος ζούσε ερημικά στον Σκάμανδρο. Οι πληροφορίες που έχουμε για τον Πρόδρομο που δίδασκε στον Σκάμανδρο είναι ελάχιστες. Κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής ο Πρόδρομος υπήρξε μαθητής του Ιωάννη Καλοήθη, καθηγητή της «Πατριαρχικής Ακαδημίας» επί πατριάρχη Ιωάννη Ι' Καματηρού (1198 - 1206). Πολύ πιθανό είναι ο Πρόδρομος να εγκατέλειψε την πατρίδα του, όταν αυτή έπεσε στους Σταυροφόρους σε όχι πολύ μεγάλη ηλικία. Ο Καλοήθης έγινε επίσκοπος Μαδύτου το 1209, και ίσως τότε ο Πρόδρομος να εγκαταστάθηκε στην περιοχή. Τo γεγονός ότι ο Βλεμμύδης αποφασίζει να μαθητεύσει κοντά στον Πρόδρομο σημαίνει πως ο τελευταίος φημιζόταν για τις γνώσεις του.
Πράγματι στον Σκάμανδρο ο οποίος ''Οὐ γὰρ ὑπὸ τὰ τῶν Ἑλλήνων τὤτοτε σκῆπτρα'' ο Νικηφόρος ''έμαθε'' την αριθμητική του Νικομάχου, τη μελλοντολογία με βάση τον Διόφαντο (για την οποία δεν υπήρχε κανένας άλλος καθηγητής στην περιοχή για να την διδάξει), την γεωμετρία των επιπέδων, των στερεών, των δεδομένων, των σφαιρικών, των οπτικών, και των κατοπτρικών (δηλαδή τη φυσική), έμαθε την αστρονομία, όχι αυτήν που υποτιμά το μυαλό και υποβιβάζει αυτούς που την πιστεύουν εύκολα και η οποία οδηγεί το μυαλό σε γεγονότα και γεννήσεις και προσπάθειες να προβλεφθεί ο καιρός και άλλα ψέματα, αλλά έμαθε την αστρονομία που είναι εκλεπτυσμένη και ανεβάζει το μυαλό.
Δηλαδή την αστρονομία που αποσαφηνίζει πώς γίνεται η περιφορά του ουρανού ολόκληρου και κατά μέρος, πώς κινούνται τ’ αστέρια και ποια μέρη από τ’ αστέρια κινούνται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο και όσα από τ’ αστέρια έχουν δική τους περιφορά. Η αστρονομία που διδάχτηκε μας γνωστοποιεί την ανατολή και τη δύση των αστεριών, και πότε φαίνονται τ’ αστέρια σ’ εμάς και πότε δεν φαίνονται και προσπαθεί να παραστήσει τις σχέσεις και τις αποστάσεις που έχουν τ’ αστέρια μεταξύ τους και αυτά που είναι πραγματικά και αυτά που φαίνονται και πώς αυξάνονται και μειώνονται οι μέρες και οι νύκτες όχι όλες παντού με τον ίδιο τρόπο.
Και ακόμη πώς κάθε φορά αλλού αλλάζει η ώρα και παραδίδει σ’ εμάς η αστρονομία την πλήρη ή μερική ομοιότητα που έχουν τ’ αστέρια μεταξύ τους και άλλα πολλά που είναι σχετικά μ’ αυτά και μας κάνει γνωστό τον λόγο για τον οποίο γίνονται όλα αυτά, και όλα αυτά τα αποδεικνύει μέσα από τη γραμμική απόδειξη, γιατί δεν γίνεται να αποδειχτούν αυτά ούτε με την ρητορική ούτε με την γραμματική. Επίσης ο Βλεμμύδης στην αυτοβιογραφία του αναφέρει πώς αφού έμαθε όσο καλύτερα γινόταν την επιστήμη της αστρονομίας, άρχισε να ασχολείται με τη συλλογιστική, για την οποία ο δάσκαλός του γνώριζε πάρα πολλά πράγματα. Στη συνέχεια μελέτησε τη φυσική και ασχολήθηκε και μ’ αυτήν, όχι όμως όσο θα έπρεπε γιατί ήδη είχε περάσει καιρός.
Έτσι αναγκάστηκε να διαβάζει μόνος του, χωρίς κάποια βοήθεια, τα εγχειρίδια φυσικής. Στη συνέχεια ο Νικηφόρος Βλεμμύδης γράφει χαρακτηριστικά: ''Και αφού ευχαρίστησα αυτόν που με ευεργέτησε για τις χαρές όλης αυτής της καλοσύνης που έτυχα, άρχισα να πηγαίνω σε ομιλίες ιατρικής” και πιο κάτω αναφέρει για την αφοσίωση που έδειξε στις θεολογικές μελέτες :
''Έσκυψα πάνω στα βιβλία της Γραφής με εντατικότερους ρυθμούς, γιατί και παλαιότερα είχα αρχίσει να διαβάζω μερικούς θεολόγους και ποτέ δεν έπαψα να ασχολούμαι μ’ αυτούς, περισσότερο βέβαια το βράδυ όταν ήμουν κουρασμένος από τις καθημερινές φροντίδες και επίσης, όταν με είχε καταλάβει η αγάπη για τις γραφές, τις είχα συντρόφους στα εσωτερικά και στα εξωτερικά πράγματα, γιατί γνωρίζουν οι γραφές μέσα από τη θεολογία τους και να καθαρίζουν και να φωτίζουν το μυαλό και να καθοδηγούν το ύφος με υποθήκες και παραδείγματα''.
Δυστυχώς ο Βλεμμύδης δεν αναφέρει αν ο Πρόδρομος χρησιμοποιούσε κάποια εγχειρίδια κατά τη διδασκαλία και ποια ήταν αυτά. Οι «ανώτερες σπουδές» του Βλεμμύδη κοντά στον Πρόδρομο διήρκεσαν τρία χρόνια. Ο νεαρός Νικηφόρος όλα αυτά τα χρόνια ήταν αναγκασμένος να περνά με αρκετές δυσκολίες το σύνορο που χώριζε τον Λατινοκρατούμενο Σκάμανδρο από την επικράτεια του Θεοδώρου Α'. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του, περνούσε από το ένα κράτος σ’ ένα άλλο εχθρικό και ενώ τα σύνορα υποτίθεται ότι φρουρούνταν και από τις δύο πλευρές, για να μη μπορεί να περάσει κανείς από τα Λατινοκρατούμενα μέρη προς τα Βυζαντινά και το αντίστροφα.
Έτσι περνούσε από μέρη απάτητα, τέτοια που είναι άγνωστα , και έφτανε στο προορισμό του κοιτάζοντας ψηλά παρακαλώντας για την καθοδήγηση και προάσπιση από το Θεό. Με τη βοήθειά Εκείνου που κατευθύνει και Αυτού που σώζει υπερκέρασε κάθε κίνδυνο και κάθε συνοριακή φρουρά. Όπως παρατηρούμε, παρόλο που δεν ήταν εύκολη η πρόσβασή του στο ερημητήριο του Προδρόμου στον Σκάμανδρο, ο Βλεμμύδης μάλλον αφήνει να εννοηθεί ότι επιθυμούσε να παραμείνει για περισσότερο χρονικό διάστημα με τον δάσκαλό του, αλλά έπρεπε να επιστρέψει, για να αναλάβει κάποια θέση ή αξίωμα στη πόλη της Νίκαιας. Ας μην ξεχνάμε πως ο Βλεμμύδης σταμάτησε τις «ανώτερες σπουδές» του το 1223, επομένως ήταν 26 ετών.
Επομένως το 1223 δεν υπάρχει ακόμη κάποια ανώτερη σχολή στο κράτος της Νίκαιας. Το πιθανότερο είναι να υπάρχουν οι λεγόμενοι γραμματιστές στις διάφορες πόλεις. Όπως συνέβαινε και στα χρόνια προ του 1204 οι γραμματισταί, οι δάσκαλοι που δίδασκαν τα ''ἱερὰ'' γράμματα στους μικρούς μαθητές ήταν διάσπαρτοι σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει και στην Προύσα, στην πόλη όπου ο Βλεμμύδης έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Στην συνέχεια κατευθύνθηκε στην πόλη της Νίκαιας, για να παρακολουθήσει μαθήματα της μέσης εκπαίδευσης. Μάλλον ο Θεόδωρος Α' προσέλαβε εκπαιδευτικούς, για τους οποίους δεν διαθέτουμε κανένα στοιχείο.
Ο ίδιος ο Βλεμμύδης δεν δήλωνε ικανοποιημένος. Γι’ αυτό αναγκαζόταν να επισκέπτεται καθημερινά τον Πρόδρομο στον Σκάμανδρο, πράγμα που σημαίνει πως στην πόλη της Νίκαιας δεν υπήρχαν καθηγητές εγνωσμένης επιστημοσύνης και εκπαιδευτικής ικανότητας. Αν και τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν είναι επαρκή, μπορούμε να πούμε κλείνοντας ότι ο Θεόδωρος Α' πολύ σύντομα έδειξε ενδιαφέρον για τα εκπαιδευτικά πράγματα, φροντίζοντας για τη συνέχεια των εκπαιδευτικών θεσμών, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί στην περίοδο πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204, αλλά και προσπαθώντας να προσελκύσει επιτυχώς ένα μεγάλο αριθμό λογίων, οι οποίοι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους είχαν καταφύγει σε διάφορα σημεία της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Επίσης, ο πρώτος Αυτοκράτορας της Νίκαιας δεν φαίνεται να προέβη στη ίδρυση κάποιου ανώτερου κρατικού εκπαιδευτικού ιδρύματος, ούτε στη δημιουργία κρατικών βιβλιοθηκών, ούτε στη συγκέντρωση βιβλίων και χειρογράφων, είτε επειδή δεν του το επέτρεπαν οι συνθήκες, είτε επειδή δεν μπορούσε να φέρει στο κράτος της Νίκαιας εκείνα τα πρόσωπα που θα διοργάνωναν το εκπαιδευτικό σύστημα. Το βάρος αυτό έμελλε να αναλάβει ο διάδοχος του Θεοδώρου Α', Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης.
Δύο Αιώνιοι Αντίπαλοι (Δημήτριος Καρύκης και Νικηφόρος Βλεμμύδης)
Ο διάδοχος του Θεόδωρου Α', Ιωάννης Γ' Βατάτζης, έδειξε και αυτός μεγάλο ενδιαφέρον για την παιδεία από πολύ νωρίς. Τουλάχιστον αυτό μαρτυρεί ένα περιστατικό που έλαβε χώρα το 1223. Όπως προαναφέρθηκε, όταν ο Βλεμμύδης βρισκόταν στην ηλικία των είκοσι έξι ετών, αποφάσισε να σταματήσει τις σπουδές του και επέστρεψε στη Νίκαια. Εκεί ο Ιωάννης Γ' επιθυμώντας να ελέγξει τις γνώσεις του Βλεμμύδη, ζήτησε από τον τότε ''ὕπατο τῶν φιλοσόφων'' Δημήτριο Καρύκη να τον εξετάσει. Κατά τον Βλεμμύδη, ο ''Γηραιός και πολυμαθής'' Δημήτριος Καρύκης είχε πάρει πάρα πολλά αξιώματα εξαιτίας της γνώσης, και όταν ο ίδιος ήταν πολύ μικρός, τον είχε καθοδηγήσει στη γνώση.
Ο Αυτοκράτορας λοιπόν έδωσε εντολή στον Καρύκη να ψάξει και να δώσει αναφορά για τον αν υπήρχε στον Νικηφόρο κάποια έμφυτη διάθεση προς τη γνώση. Ο Καρύκης πράττοντας χωρίς καμία σοφία, αλλά με πανουργία, ήθελε να αποδείξει ότι ο Νικηφόρος δεν γνώριζε τίποτε. Ο ύπατος των φιλοσόφων αφού εσκεμμένα άλλαξε τον πρώτο στίχο από τον πρώτο ψαλμό του Δαβίδ λέγοντας: «Ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν, μακάριός ἐστιν», ζήτησε από τον Βλεμμύδη να τον σχολιάσει. Ο τελευταίος, ο οποίος είχε καταλάβει ότι ο Καρύκης είχε αντιδιαστρέψει την πρόταση, άρχισε να τον κατακρίνει μπροστά στο πλήθος λέγοντας τα εξής:
«Ακούστε όλοι την θαυμάσια φράση, τον λόγο που δεν δέχεται αντίρρηση που είπε ο ύπατος των φιλοσόφων. Γιατί; τι είναι αυτό που παρουσίασε ως δόγμα; ότι κάθε άλογο, επίσης και κάθε όρνιθα και κάθε ιχθύς, αλλά ακόμη περισσότερο και το σφουγγάρι και το κρύσταλλο και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε είναι ευτυχισμένο; Έχεις καταλάβει ύπατε των φιλοσόφων τι είπες; Εσύ ήθελες να μας πιάσεις στο μεγαλύτερο, εμείς σου δίνουμε το μικρότερο, το βόδι δεν ακολούθησε τη γνώμη των ασεβών, γιατί δεν είχε μυαλό και εσύ όμως είπες «όποιος δεν ακολούθησε τη γνώμη των ασεβών είναι ευτυχισμένος». Με ποιον τρόπο λοιπόν το βόδι είναι ευτυχισμένο; Δεν έχεις τίποτε άλλο να μας πεις; ή πιστεύεις ότι το βόδι είναι ευτυχισμένο; μήπως μπορείς να βεβαιώσεις το ίδιο και για τα υπόλοιπα ζώα; Αλλοίμονο! πόσους ευτυχισμένους θα εισαγάγεις στο ανθρώπινο είδος, όλους όσοι είναι άμυαλοι, αναίσθητοι και ακίνητοι;».
Εδώ παρατηρούμε ότι ο Καρύκης προσπάθησε να παραπλανήσει τον Βλεμμύδη παραφράζοντας ένα στίχο του Δαβίδ. Ο Βλεμμύδης, ο οποίος γνώριζε καλά το ψαλτήρι, ειρωνεύτηκε τον Καρύκη ενώπιον του ακροατηρίου χρησιμοποιώντας τα ίδια λογικά τεχνάσματα με εκείνα του υπάτου των φιλοσόφων. Έτσι ο Νικηφόρος απέδειξε την ικανότητά του στην ρητορική και στη θεολογία, εφόσον ο Καρύκης είχε προσπαθήσει να τον παγιδεύσει χρησιμοποιώντας έναν στίχο από τους Ψαλμούς. Με το πέρας της εξέτασης ο Δημήτριος Καρύκης έμεινε «αχανής». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ζητήσει ο Αυτοκράτορας από τον Βλεμμύδη να εξετάσει τον ύπατο των φιλοσόφων.
Στη συνέχεια ακολούθησε αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ανδρών για τα τρία σχήματα που εμπεριέχει το Όργανον του Αριστοτέλη, ενώ ακολούθησε και συζήτηση κατά την οποία ο Βλεμμύδης κατάφερε να παγιδέψει τον Καρύκη: « Και ενώ μιλούσαμε με αυτόν τον καθηγητή, πρώτα τον ρωτήσαμε για τα σημαντικότερα, μετά για τα λιγότερο σημαντικά και ανάμεσα σ’ αυτά του είπαμε και κάτι το οποίο ήταν φαινομενικά ασήμαντο ερώτημα για να συνδέσουμε τι προτάσεις μεταξύ τους και μ’ αυτόν τον τρόπο παγιδέψαμε αυτόν που ήθελε να μας παγιδέψει. Τον ρωτήσαμε λοιπόν: άραγε κάθε φιλόσοφος γνωρίζει την πραγματικότητα ή αυτό που φαίνεται ως πραγματικότητα ή είναι ασύλληπτη; Ο Καρύκης απάντησε θετικά και εμείς τον ξαναρωτήσαμε: πόσες φορές;
Και ο Καρύκης απάντησε δέκα. Και τον ρωτήσαμε λοιπόν, κάθε φιλόσοφος είναι άνθρωπος; και εκείνος απάντησε πάλι θετικά. Κάθε άνθρωπος λοιπόν γνωρίζει την πραγματικότητα είτε είναι γιδοβοσκός, είτε γεωργός, είτε βουρδουνάρης, είτε εκτρέφει χοίρους; Και ο Καρύκης απαντά: Ο συλλογισμός είναι σωστός, πού βρίσκεται το λάθος; Παρατηρούμε ότι ο Βλεμμύδης χρησιμοποίησε το φιλοσοφικό τέχνασμα με τη διαλογική μέθοδο, κατά την οποία οι προκείμενες έχουν λογικό περιεχόμενο, το συμπέρασμα όμως είναι παράλογο. Ο Καρύκης κατάλαβε το λάθος, και έφερε την απλή δικαιολογία ότι εξαιτίας της οχλαγωγίας δεν άκουσε καλά τον συλλογισμό του Βλεμμύδη.
Βέβαια δεν μπορούμε τα πάρουμε όλα τα παραπάνω τοις μετρητοίς. Σε περίπτωση όμως που τα παραπάνω γεγονότα έχουν μία δόση αλήθειας, μπορούμε να διαπιστώσουμε δύο πράγματα:
α) Ότι ο Βλεμμύδης διδάχτηκε πάρα πολλά στο σχολείο του Προδρόμου στον Σκάμανδρο και
β) Ότι ο ύπατος των φιλοσόφων Δημήτριος Καρύκης, ο οποίος ήταν 50 ετών περίπου, ήταν λιγότερο ευφυής από τον μόλις 26 ετών συνομιλητή του.
Εφόσον συνέβη το ατυχές περιστατικό της εξέτασης για τον Καρύκη, αντί να αντικατασταθεί από κάποιον καλύτερο, παρέμεινε στο εκπαιδευτικό αξίωμά του για τα επόμενα 11 χρόνια. Εύλογα γεννάται το ερώτημα: Άραγε ο Καρύκης ήταν ό,τι καλύτερο διέθετε η κοινωνία της Νίκαιας για το εκπαιδευτικό αξίωμα του υπάτου των φιλοσόφων; Έτσι είχε δοθεί στον Νικηφόρο Βλεμμύδη η ευκαιρία να δείξει τις γνώσεις του ενώπιον και άλλων αξιωματούχων, οι οποίοι παρακολουθούσαν τον διάλογο των δύο ανδρών που είχε πάρει την μορφή εξέτασης. Το παραπάνω γεγονός είχε επιδράσει θετικά για την μετέπειτα πορεία του Νικηφόρου.
Όπως αναφέρει και ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, χειροθετείται από τον πατριάρχη Γερμανό Β' το 1223 αναγνώστης της εκκλησίας και ''μετὰ χρόνον βραχὺν ἐν τοῖς Χριστοῦ Γενεθλίοις διάκονον αὐτουργεῖ'' ενώ ανήμερα της γιορτής των Θεοφανείων του δίδεται το αξίωμα του λογοθέτη. Ένδεκα χρόνια μετά το παραπάνω περιστατικό έφτασαν στη Νίκαια οι αντιπρόσωποι του πάπα Γρηγορίου Θ' (1227 - 1241), για να διεξαγάγουν με τους Ορθόδοξους της Ανατολής συνομιλίες για την Ένωση των δύο Εκκλησιών. Οι αντιπρόσωποι του πάπα ήταν δύο Δομινικανοί και δύο Φραγκισκανοί μοναχοί, άριστα κατηρτισμένοι στην σχολαστική θεολογία.
Από την πλευρά των Ορθοδόξων, εκπρόσωπος ήταν ο τότε ύπατος των φιλοσόφων Δημήτριος Καρύκης μαζί με άλλους επιφανείς κληρικούς του Πατριαρχείου. Μάλιστα ο Καρύκης είχε ζητήσει από τους υπόλοιπους Ορθοδόξους αντιπροσώπους να μη συμμετάσχουν στη συζήτηση, γιατί σε θέματα θεολογικά δεν τους είχε εμπιστοσύνη. Ο Βλεμμύδης, ο οποίος παρευρισκόταν στις συνομιλίες, αναφέρει πως ο Καρύκης είχε απαγορεύσει ακόμη και στον αυτοκράτορα να μιλήσει Οι συνομιλίες ξεκίνησαν στη Νίκαια στις 15 Ιανουαρίου 1234 και ο πρώτος γύρος των συνομιλιών αφορούσε το Filioque και τη χρήση του άζυμου άρτου στη θεία Ευχαριστία.
Ήδη από την αρχή οι Λατίνοι έφεραν σε δύσκολη θέση τον Καρύκη, ο οποίος δυσκολευόταν να αντικρούσει τα επιχειρήματά τους καθώς ''Οὐκ εἶχεν οὐθέν, καὶ ἦν ἀμηχανῶν τε καὶ σιωπῶν''. Μετά από λίγο μάλιστα ο Καρύκης ζήτησε τη διακοπή των διαπραγματεύσεων, επειδή οι Λατίνοι κόντευαν να τον κάνουν να παραδεχτεί τα δικά τους δόγματα. Μετά τη διακοπή της συνεδρίασης ο Καρύκης εξαφανίστηκε. Ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση, εφόσον είχαν χάσει τον μοναδικό διαπραγματευτή, ο οποίος απ’ ό,τι φάνηκε δεν ήταν και τόσο καλός θεολόγος, όσο νόμιζε. Εκείνη τη δύσκολη στιγμή εμφανίστηκε ο Βλεμμύδης, ο οποίος αυτοπροτάθηκε για να αντικαταστήσει τον Καρύκη.
Ο Πατριάρχης δέχτηκε και ο Βλεμμύδης σημειώνει ότι αντεπεξήλθε πλήρως στο ρόλο του, αναλύοντας με επιτυχία τη διδασκαλία για την εκπόρευση του Πνεύματος ''ἐκ τοῦ Πατρὸς διὰ τοῦ Υἱοῦ'', αποστομώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους Λατίνους θεολόγους και αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά την πολυμάθειά του. Οι συνομιλίες τελείωσαν στο Νυμφαίο τον Απρίλιο του 1234 χωρίς να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα. Διαβάζοντας κανείς τα αντίστοιχα εδάφια, παρατηρεί πως οι τέσσερις Λατίνοι θεολόγοι στήριζαν τις απόψεις τους με σχολαστικιστικό τρόπο, δηλαδή στήριζαν τις απόψεις και τις θεωρίες τους με επάλληλα λογικά επιχειρήματα. Γι’ αυτό και έπεισαν τον Καρύκη με τις απόψεις τους.
Αντίθετα ο Βλεμμύδης, για να υποστηρίξει τα επιχειρήματά του, χρησιμοποίησε την αποφατική Ορθόδοξη θεολογία, δηλαδή στήριξε τις απόψεις του επάνω σε αξιώματα και κοινούς τόπους της χριστιανικής θεολογικής σκέψης. Ξεκινά με τη θέση των Λατίνων, όπως αυτή διατυπώνεται στην παράγραφο 28 του πρώτου μέρους της αυτοβιογραφίας του Βλεμμύδη, και καταλήγει ν’ αποδείξει το αντίστροφο, χρησιμοποιώντας συνεχώς εδάφια από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Επομένως ο τρόπος που επιχειρηματολογεί την άποψή του είναι καθαρά φιλοσοφικός και είναι δείγμα της παιδείας του. Αμέσως μετά ο Βλεμμύδης έκανε ένα προσκυνηματικό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα και κατόπιν επέστρεψε στο μοναστήρι του.
Από το παραπάνω περιστατικό παρατηρούμε την πολυμάθεια του σοφού Βλεμμύδη αλλά και τον φιλοσοφικό τρόπο με τον οποίο στήριξε τις απόψεις του. Επιπλέον παρατηρούμε πως ο Δημήτριος Καρύκης, ο τότε ύπατος των φιλοσόφων δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις συνομιλίες με τους απεσταλμένους του πάπα. Δεν αποκλείεται το αξίωμα του υπάτου των φιλοσόφων να μην ανταποκρινόταν στις γνώσεις και τα καθήκοντα του Καρύκη. Όπως στην περίπτωση του Θεόδωρου Ειρηνικού, έτσι και στην περίπτωση του Καρύκη δεν έχουμε στη διάθεσή μας στοιχεία για την εκπαιδευτική του δράση. Επομένως είναι πολύ πιθανό στη Νίκαια ο ύπατος των φιλοσόφων να μην είχε ουσιαστικές αρμοδιότητες.
Η επανασύσταση του θεσμού ίσως να οφείλεται στο γόητρο που ήθελαν να δώσουν οι αυτοκράτορες της Νίκαιας έναντι του κράτους της Ηπείρου και της Τραπεζούντας. Το 1250 στάλθηκε από την Ρώμη δεύτερη αντιπροσωπεία στη Νίκαια. Και σ’ αυτήν την περίπτωση οι ομιλητές των Ορθοδόξων παρουσίασαν αδυναμίες στον λόγο τους, γι’ αυτό ο Αυτοκράτορας και ο πατριάρχης ζήτησαν ξανά την συμμετοχή του Βλεμμύδη στις συνομιλίες με τους Ρωμαιοκαθολικούς.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΠΙ ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΤΑΤΖΗ Γ' (1222 - 1254)
Η Εκπαιδευτική Πολιτική του Ιωάννη Γ' Βατάτζη
Όπως αναφέρθηκε το περιστατικό του Καρύκη με τον Βλεμμύδη εξελίχτηκε τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Ιωάννη Γ', ύστερα από επιθυμία του τελευταίου. Ο Βατάτζης, φαίνεται πως έδειξε και αυτός ενδιαφέρον για τα εκπαιδευτικά πράγματα του κράτους, προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα από τον προκάτοχό του Θεόδωρο Α'. Από τον Νικηφόρο Βλεμμύδη είχε ζητήσει να συντάξει ένα εγχειρίδιο φιλοσοφίας, ενώ τουλάχιστον δύο φορές, το 1233 και 1239 ο ίδιος λόγιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κράτος της Νίκαιας με σκοπό την εύρεση βιβλίων.
Δεν έχουμε καμία πληροφορία για τα βιβλία του έψαχνε, αλλά το πιο πιθανό είναι να συγκέντρωνε κείμενα κλασικών και σχόλια παλαιότερων φιλοσόφων εφόσον τότε είχε κάνει την πρώτη απόπειρα συγγραφής του έργου του'' Ἐπιτομὴ λογικῆς''. Το φθινόπωρο του 1233 ο Νικηφόρος Βλεμμύδης βρέθηκε στη Ρόδο μαζί με άλλους μορφωμένους άνδρες της Νίκαιας, τους οποίους δεν κατονομάζει. Ο Βλεμμύδης και η συνοδεία του αρχικά είχαν περάσει από την Έφεσο, όπου συνάντησαν τον Μανασσή, μητροπολίτη της πόλης. Ο Μανασσής ήταν ''λόγῳ καὶ ἀσκήσει κεκοσμημένος ἀνήρ, καὶ διαφόροις ἀρετῶν ἰδέαις διαπρεπής''.
Μάλιστα ο τελευταίος φαίνεται να τους είχε προτείνει να επισκεφτούν και τους Αγίους Τόπους, καθώς η Ιερουσαλήμ είχε παραχωρηθεί από τους μουσουλμάνους (1227 / 1228) στον Φρειδερίκο Β' κατά τη διάρκεια της ΣΤ' Σταυροφορίας. Ο Βλεμμύδης και ο κύκλος των διανοούμενων που τον συνόδευαν ξεκίνησαν το ταξίδι τους για τα Ιεροσόλυμα, λόγω όμως μεγάλης τρικυμίας σταμάτησαν στη Ρόδο. Εκεί ο τοπικός άρχοντας Λέων Γαβαλάς φιλοξένησε με τιμές τον Βλεμμύδη και τη συνοδεία του μέχρι το φθινόπωρο του 1233. Στη Ρόδο ο Βλεμμύδης και η συνοδεία του επισκέφτηκαν κάποια μονή στο όρος Αρταμύτη (ή Ρόδιον), η οποία ήταν πολύ φημισμένη.
Η μονή αυτή είχε ιδρυθεί από Βυζαντινούς μοναχούς τον 10ο αιώνα και περιλάμβανε μία πλούσια βιβλιοθήκη με πάπυρους και χειρόγραφα. Την συγκεκριμένη μονή είχαν επισκεφτεί και άλλοι μελετητές από τον 10ο έως τον 13ο αιώνα. ''Σ’ εκείνη τη μονή λοιπόν ανακάλυψαν πολλά βιβλία, τα οποία ήταν γι’ αυτούς παντελώς άγνωστα. Τα βρήκαν τόσο πολύ ενδιαφέροντα, ώστε πέρασαν όλη τη νύχτα διαβάζοντάς τα. Πληροφορίες για τα βιβλία τους παρείχαν και οι μοναχοί. Εκτός από τη Ρόδο ο Νικηφόρος επισκέφτηκε το 1239 και πιο απόμακρα μέρη από το κράτος της Νίκαιας.
Ο ίδιος αναφέρει επίσης στην αυτοβιογραφία του πως του ζητήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Γ' Βατάτζη να επισκεφτεί περιοχές της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με μοναδικό σκοπό την εύρεση χειρογράφων. Επισκέφτηκε περιοχές της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και ίσως και της Ηπείρου. Αρχικά κατευθύνθηκε με την καθοδήγηση των τοπικών αρχόντων στον Άθω, όπου έμεινε για ένα χρόνο ψάχνοντας για κώδικες. Στη συνέχεια κινήθηκε προς την Θεσσαλονίκη, όπου συνάντησε κάποιους μοναχούς με τους οποίους βρήκε την ευκαιρία να συζητήσει. Μετά την Θεσσαλονίκη επισκέφτηκε τη Λάρισα κάνοντας επίμονα την ίδια δουλειά. Επειδή όμως τον πίεζε ο χρόνος επιτείνει την προσπάθειά του.
Είναι πολύ πιθανό, ο Βλεμμύδης να προχώρησε και στο κράτος της Ηπείρου. Μεγάλη εντύπωση έκανε στον Βλεμμύδη το γεγονός πως δεχόταν τη βοήθεια των αρχόντων από τις περιοχές που περνούσε καθώς του παρείχαν χωρίς φειδώ όλα όσα χρειάζονταν. Τη βοήθεια αυτή την απέδιδε στον Θεό, εφόσον οι κατά τόπους κυβερνήτες ''Δεν είχαν την υποχρέωση ή την ανάγκη να υπακούν στις εντολές στον Αυτοκράτορα Ιωάννη Γ' προς όφελός του αλλά είχαν την εξουσία από μόνοι τους και αυθαίρετα''. Και αφού έμεινε για αρκετό καιρό στα «δυτικά μέρη» και αφού κουράστηκε αρκετά από την μελέτη των βιβλίων που ανακάλυψε, διότι τα βιβλία ήταν δύσκολο να μετρηθούν και ακόμη πιο δύσκολο να βρεθούν, εφόσον ο ίδιος αγνοούσε ακόμη και τους τίτλους.
Το ενδιαφέρον του ο Βατάτζης για την αναζήτηση βιβλίων έδειχνε και κατά τη διάρκεια της αποστολής του Βλεμμύδη. Ο τελευταίος αναφέρει πως ο Ιωάννης Βατάτζης του έστελνε επιστολές στις οποίες υπήρχαν τόσα δείγματα καθαρής αγάπης, πλήθος χορηγιών και τιμών ακόμη και για την αρχιεπισκοπή Αχρίδος, η οποία πρόσφατα έτυχε να έχει χάσει τον ποιμένα της. Η μεγάλη νοσταλγία του Βλεμμύδη για τα μέρη όπου μεγάλωσε, που μόνασε, τον ανάγκασε να κινηθεί προς τα βόρεια, παίρνοντας τον δρόμο για την πατρίδα του, χωρίς όμως να χάσει την ευκαιρία να ψάχνει βιβλία με τη βοήθεια των τοπικών αρχόντων. Ο Βλεμμύδης εκτός από την Ρόδο και την ηπειρωτική Ελλάδα είχε επισκεφτεί γύρω στο 1227 τη Λέσβο και το 1238 τη Σάμο, χωρίς όμως να γνωρίζουμε περαιτέρω στοιχεία.
Πέρα από την προσπάθεια δημιουργίας κρατικής βιβλιοθήκης, ο Βατάτζης προχώρησε και σε ένα άλλο εγχείρημα, στην ίδρυση σχολής ανωτέρων σπουδών. Γι’ αυτό και το 1244 ή 1245 ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης πήρε την απόφαση να δημιουργήσει μία ανώτερη σχολή στη Νίκαια. Ο ίδιος θεώρησε πως ο Βλεμμύδης θα ήταν ο καταλληλότερος για να τεθεί επικεφαλής στο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Την πρόσκληση προς τον Βλεμμύδη απηύθυνε ο πατριάρχης Μανουήλ Β' (1243 - 1254). Εφόσον στο εγχείρημα συμμετείχε και ο πατριάρχης Μανουήλ, ίσως ο Βατάτζης να είχε στο μυαλό του ένα ίδρυμα σαν την ''Πατριαρχική Σχολή'' της Κωνσταντινούπολης. Ο Βλεμμύδης απάντησε αρνητικά στον Πατριάρχη Μανουήλ αποστέλλοντάς του μία μακροσκελή επιστολή εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους απέρριψε την παραπάνω πρόταση.
Αρχικά στην επιστολή του προς τον πατριάρχη έγραφε ότι είναι μοναχός και επομένως απάδει προς τους μοναχικούς του όρκους να εγκαταλείψει το μοναστήρι του και να επιστρέψει στα εγκόσμια. Επιπλέον υποστήριζε πως θα ήταν καλύτερα να αναλάμβαναν το εκπαιδευτικό έργο κοσμικοί καθηγητές παρά εκκλησιαστικοί. Στη συνέχεια προέτρεπε τον πατριάρχη να ψάξει να βρει άλλους λογίους για αυτή τη δουλειά προσθέτοντας: ''Και εάν βρεθούν ικανοί, ας διδάξουν όλοι, και ο πιο ικανός να προΐσταται των υπολοίπων. Εάν πάλι, είναι όλοι ανίκανοι, τότε δεν επιθυμώ να είμαι επικεφαλής τους''. Από την άλλη έγραφε πως αν δεχόταν τη θέση αυτή, θα έπρεπε να παίρνει χρήματα, πράγμα που δεν επιθυμούσε.
Υπενθύμιζε ακόμη την πικρή εμπειρία του από την προηγούμενη φορά που δίδαξε για λογαριασμό του αυτοκράτορα, όταν δηλαδή του εστάλησαν ο Ακροπολίτης με τους συμμαθητές του: ''Βέβαια διδάξαμε για λίγο και οι ίδιοι, και απολαύσαμε τα μεγαλύτερα βραβεία. Τον Ιησού τον πρόδωσε ένας μαθητής από τους δώδεκα, εμάς από τους πέντε μας πρόδωσαν οι δύο, ο Κρατερός και ο Ρωμανός. Να λοιπόν δύο μαχαίρια, όχι του Ευαγγελίου, αλλά κακόβουλα και φονικά. Και αρκούν αυτά, γιατί αν συνεχίσω τότε θα βρεθεί και τρίτος προδότης και τέταρτος''. Η επιστολή έκλεινε με τη διαβεβαίωση του Βλεμμύδη ότι οποιοδήποτε καταναγκαστικό μέτρο δεν επρόκειτο να του αλλάξει γνώμη.
O Βατάτζης επιχείρησε να τον μεταπείσει αποστέλλοντάς του χρυσάφι, αλλά ο Βλεμμύδης το επέστρεψε πίσω αμέσως. Εκείνη την εποχή είναι πολύ πιθανό να αποπερατώθηκε και το σχολείο του Βλεμμύδη στην Έφεσο, το οποίο είχε αρχίσει να κτίζεται οκτώ χρόνια πριν. Μετά την επίμονη άρνηση του Βλεμμύδη, το σχέδιο ματαιώθηκε, και έτσι το κράτος των Λασκαριδών εξακολουθούσε να είναι χωρίς σχολή ανώτερης εκπαίδευσης.
Τα Σχολεία στη Νίκαια επί Ιωάννη Γ' Βατάτζη
Α. Τα Σχολεία του Θεόδωρου Εξαπτέρυγου και του Νικηφόρου Βλεμμύδη
Όπως είδαμε πιο πάνω, ένα σχολείο μέσης εκπαίδευσης λειτουργούσε στη Νίκαια και στεγαζόταν στο ανάκτορο του Θεόδωρου Α. Ωστόσο υπήρχε και ένα άλλο «άτυπο» σχολείο, εκείνο του Πρόδρομου, το οποίο λειτουργούσε (τουλάχιστον ως τα 1220) στα σύνορα του κράτους με τους Λατίνους στον ποταμό Σκάμανδρο (σε αυτό το δεύτερο «σχολείο» βέβαια δεν φοίτησαν πολλοί). Επί Ιωάννη Γ', όπως θα δούμε στη συνέχεια, τα σχολεία είναι περισσότερα. Οι πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτά είναι ελάχιστες και προέρχονται είτε από τους καθηγητές: Νικηφόρο Βλεμμύδη, Θεόδωρο Εξαπτέρυγο, Γεώργιο Βαβουσκωμίτη, είτε από τους μαθητές: Γεώργιο Ακροπολίτη, και Θεόδωρο Β'.
Το 1233, σε ηλικία 16 ετών, ο νεαρός Γεώργιος Ακροπολίτης άφηνε την γενέτειρά του την Κωνσταντινούπολη για να εγκατασταθεί στη Νίκαια. Ο ίδιος αναφέρει πως καταγόταν από αρκετά εύπορη οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ''καὶ τὸ πολλὴν ἔχειν περὶ αὐτὸν ὑπηρεσίαν τέκνά τε θεράποντάς τε καὶ θεραπενίδας''. Ο Ακροπολίτης επρόκειτο να γίνει ένας σημαντικός λόγιος και μεγάλος πολιτικός άνδρας της εξόριστης αυτοκρατορίας, φτάνοντας στο αξίωμα του λογοθέτη του γενικού. Υπήρξε δάσκαλος του Θεόδωρου Β', ενώ υπηρέτησε από διάφορες θέσεις στους Αυτοκράτορες Ιωάννη Γ' Βατάτζη, Θεόδωρο Β' και Μιχαήλ Η'.
Τον τελευταίο υπηρέτησε και μετά την αποκατάσταση του Βυζαντινού Αυτοκράτορα το 1261 στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης δεν μας άφησε κάποια αυτοβιογραφία, όπως ο Νικηφόρος Βλεμμύδης. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε γύρω από την προσωπικότητα του κατεξοχήν ιστορικού της Νίκαιας, προέρχονται από το έργο του, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χρονική Συγγραφή», και γράφτηκε μετά το 1261. Ο Ακροπολίτης γεννήθηκε το 1217 στην Κωνσταντινούπολη, όπου και παρακολούθησε τη βασική εκπαίδευση. Φαίνεται επομένως ότι στη Λατινική Κωνσταντινούπολη λειτουργούσαν και κάποια Ελληνικά σχολεία κατώτερης εκπαίδευσης.
Το 1233, σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο πατέρας του τον έστειλε στη Νίκαια για να παρακολουθήσει μαθήματα ανώτερων σπουδών, και κυρίως τη «Λογική» όπως ο ίδιος αναφέρει. Και ο πατέρας του είχε σκοπό να εγκατασταθεί στη Νίκαια, όμως ''ἡμιθανὴς γὰρ σχεδὸν καὶ ἡμίξερος γεγονὼς...ἀπέλιπε τὸ βιοῦν''. Πράγματι, ένα χρόνο μετά την άφιξή του στη Νίκαια, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Ακροπολίτης, ο Ιωάννης Γ' έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την εκπαίδευσή του καθώς και των άλλων αριστοκρατικών γόνων που θα μορφώνονταν μαζί του. Γι’ αυτό προέβη στην πρόσληψη κάποιου ιδιώτη δάσκαλου, ο οποίος θα παρέδιδε μαθήματα κατ’ οίκον.
Ο δάσκαλος που επελέγη για αυτόν τον σκοπό ήταν ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, παρόλο που πέρασαν 29 χρόνια από την ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, δεν φαίνεται να υπήρχε ακόμη μία ανώτερη σχολή. Ο Βατάτζης φαίνεται πως είχε ξεχωρίσει τον Ακροπολίτη από τα υπόλοιπα αρχοντόπουλα και μάλλον τον προόριζε για υψηλή διοικητική θέση. Λίγο πριν ο Ακροπολίτης αναχωρήσει για τον τόπο διδασκαλίας μαζί με τους συμμαθητές του, ο Βατάτζης του απηύθυνε τα παρακάτω λόγια:
''Αυτούς εδώ τους πήρα από τη Νίκαια και τους έστειλα στο σχολείο, εσένα όμως σε πήρα από το σπίτι μου και σε έστειλα να σπουδάσεις μαζί τους. Απόδειξε λοιπόν ότι πραγματικά από το δικό μου σπίτι προέρχεσαι και αφοσιώσου στα μαθήματα. Γιατί, αν ακολουθούσες το στρατιωτικό επάγγελμα, τόσα πολλά θα έπαιρνες ως μισθό από το βασιλικό ταμείο, ή ίσως και λίγο περισσότερα (απ’ ό,τι οι υπόλοιποι στρατιωτικοί) λόγω της επιφανούς καταγωγής σου. Αν όμως φανείς άξιος της φιλοσοφίας, τότε θα σου αξίζουν μεγάλες τιμές και μεγάλη δόξα. Γιατί οι πιο ονομαστοί από όλους τους ανθρώπους είναι ο Αυτοκράτορας και ο φιλόσοφος''.
Από τον παραπάνω λόγο μπορούμε να εξαγάγουμε πολλά και χρήσιμα συμπεράσματα. Κατ’ αρχάς φαίνεται ότι, ενώ μέχρι τότε η διδασκαλία των αρχοντόπουλων γινόταν στο παλάτι (όπως θυμόμαστε από την περίπτωση του Βλεμμύδη), τώρα η διδασκαλία γίνεται σε κάποιο ιδιαίτερο μέρος, και σίγουρα εκτός των ανακτόρων. Έτσι θα πρέπει να εννοήσουμε τη φράση ''σχολείο'' (''διδασκαλεῖον'' στο πρωτότυπο) που αναφέρει ο Βατάτζης. Ίσως να επρόκειτο για κάποιο θερινό ανάκτορο, το οποίο παραχωρήθηκε για να είναι οι μαθητές απερίσπαστοι κατά τη διδασκαλία, και όχι για κάποιο ανώτερο θεσμοθετημένο σχολείο.
Κατά δεύτερο λόγο αντιλαμβανόμαστε την μεγάλη ανάγκη που είχε η Αυτοκρατορία για μορφωμένα στελέχη, εφόσον ο Βατάτζης διαβεβαιώνει τον Ακροπολίτη ότι θα έχει μεγάλη ανέλιξη αν τελειώσει το εν λόγω σχολείο και εφόσον μορφωθεί στη φιλοσοφία. Μία τελευταία παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι η φιλοσοφία ήταν η επιστήμη που βασικά θα διδάσκονταν σ’ αυτό το ''σχολείο''. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος ήταν αυτός που επιλέχτηκε από τον Ιωάννη Γ' για να διδάξει τον Γεώργιο Ακροπολίτη. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τον Θεόδωρο Εξαπτέρυγο είναι λιγοστές. Είναι πιθανόν, ο Εξαπτέρυγος να γεννήθηκε γύρω στο 1180 στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί φαίνεται να παρακολούθησε τα μαθήματα που διδάσκονταν στην ''Πατριαρχική Ακαδημία'', από τον Γεώργιο Τορνίκη και Κωνσταντίνο Στίλβη αλλά μάλλον δεν πρόλαβε να τελειώσει τις σπουδές του, λόγω της Άλωσης του 1204. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη δράση και τον βίο του μέχρι το 1233, οπότε του ανατέθηκε η διδασκαλία από τον Ιωάννη Γ' Βατάτζη. Πράγματι το 1233 ο Ιωάννης Βατάτζης πήρε την απόφαση να προσλάβει τον Θεόδωρο Εξαπτέρυγο ως ιδιώτη δάσκαλο, ο οποίος θα παρέδιδε μαθήματα «κατ’ οίκον», με απώτερο σκοπό τη μόρφωση του Γεώργιου Ακροπολίτη, μετέπειτα ιστορικού και κρατικού αξιωματούχου, καθώς και των αριστοκρατικών γόνων που θα εκπαιδεύονταν μαζί με τον τελευταίο.
Έτσι το 1233 πληροφορούμαστε ότι ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος παρέδιδε μαθήματα στον Ακροπολίτη και σε άλλους τέσσερις μαθητές: στον Κρατερό, Ρωμανό,(οι οποίοι όπως θα δούμε παρακάτω κατηγόρησαν τον Βλεμμύδη), Σέργιο και Αγιοθεοδωρίτη. Ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος δεν μας άφησε κάποιο έργο στον γραπτό λόγο. Το μόνο που μας σώζεται στο όνομα του είναι έξι «διηγήματα» που έγραψε ο ίδιος ως ρητορικές ασκήσεις, μάλλον για να τις χρησιμοποιήσει κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας του. Για την ακρίβεια, τα διηγήματα αυτά σώζονται σε ένα μόνο χειρόγραφο, στον Vind. Έτσι στο πρώτο προγύμνασμα αναφέρει αρχικά για τη Μήδεια, έτσι όπως τη περιγράφει ο Απολλόδωρος, και στη συνέχεια μία υπόθεση για τη Μήδεια του Ευριπίδη.
Το περιεχόμενο της δεύτερης άσκησης περιλαμβάνει το μύθο της δημιουργίας της Κρήτης, ο οποίος σώζεται και στον Παυσανία. Στα προγυμνάσματα συμπεριλαμβάνονται και η ιστορία του Αρρίωνα, όπως την είχε διασκευάσει ο Λιβάνιος, η ιστορία του Οιδίποδος, η ιστορία του Δία και της Σεμέλης, για την οποία υπάρχουν δύο εκδοχές (ο Εξαπτέρυγος ακολούθησε την παράδοση του Νόννου), ενώ το έκτο προγύμνασμα περιέχει άγνωστο μύθο. Ο W. Hőrandner, ο οποίος εξέδωσε τα διηγήματα του Εξαπτέρυγου, εύστοχα παρατήρησε πως στα κείμενα αυτά υπάρχουν αρκετά γραμματικά και γλωσσικά λάθη, και σαν να μην έφτανε αυτό, στα κείμενα υπάρχουν πάρα πολλές λέξεις νεοελληνικές (π.χ. καὶ θέλει ξυνελθεῖν), κάτι που θεωρείται -αν όχι απαράδεκτο- σπάνιο για έναν ρήτορα του Βυζαντίου.
Ακόμη και ο Γεώργιος Ακροπολίτης πίστευε πως ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος δεν ήταν και ο καλύτερος: ''Δεν είχε βαθιά γνώση των διαφόρων επιστημών, ήταν όμως καλός ρήτορας, γιατί είχε ασχοληθεί πολύ με τη ρητορική, είχε ειδικευτεί στην απαγγελία και είχε αποκτήσει γι’ αυτόν τον λόγο μεγάλη φήμη''. Ο Εξαπτέρυγος δίδαξε στον Ακροπολίτη και στους υπόλοιπους τέσσερις μαθητές του τη ρητορική και τη ποιητική. Όμως η περίοδος της διδασκαλίας δεν κράτησε πολύ, (μόλις δύο χρόνια), γιατί ο καθηγητής απεβίωσε το 1236. Η πρόσληψη του Θεόδωρου Εξαπτέρυγου ως καθηγητή από τον Ιωάννη Βατάτζη μας δημιουργεί το ερώτημα, γιατί ο Αυτοκράτορας να θέλησε να προσλάβει έναν καθηγητή για τον οποίο αποδείχτηκε πως δεν ήταν και ο καλύτερος του είδους του;
Μήπως επειδή γνωρίζονταν αρκετά καλά και θεωρούνταν άτομο εμπιστοσύνης, ή μήπως δεν υπήρχε κάποιος καλύτερος καθηγητής εκείνη την εποχή, με αποτέλεσμα ο Εξαπτέρυγος να προσληφθεί ως εναλλακτική λύση; Παρόλο που είχαν περάσει τριάντα χρόνια από την ίδρυση της Αυτοκρατορίας, στο χώρο της παιδείας δεν υπήρχαν σπουδαίοι καθηγητές, όπως συνέβαινε την εποχή των Κομνηνών. Με τον θάνατο του Θεόδωρου Εξαπτέρυγου το 1236 ο Ιωάννης Γ' έπρεπε να βρει έναν νέο καθηγητή για τους νεαρούς υποτρόφους του, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν διδαχθεί μόνο ρητορική και ποιητική.
Ο Αυτοκράτορας τελικά επέλεξε τον Νικηφόρο Βλεμμύδη, ο οποίος μετά την επιτυχία του με τους Λατίνους στις συνομιλίες του 1234, είχε αποκτήσει φήμη εξαιρετικά μορφωμένου ανθρώπου. Είναι πιθανό ο Βλεμμύδης να δίδασκε τους πρώτους μοναχούς της μονής του, με δική του πρωτοβουλία, και έτσι η μονή του Βλεμμύδη να λειτουργούσε ήδη ως «άτυπο» σχολείο. Ο Βλεμμύδης εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του με δύο ακόμη μοναχούς: τον Κοσμά και τον Πέτρο. Ο πρώτος στην αρχή ήταν ''αλήτης και γεγυμνωμένος'' αλλά σύντομα ο Βλεμμύδης ''πρὸς τὸ κρεῖττον αὐτῷ διὰ τῆς ἡμετέρας ἐπιμελείας μετήμειπτο''. Αν υποθέσουμε ότι η επιμέλεια ήταν εκπαιδευτική, τότε οι δύο μοναχοί διδάσκονταν στο μοναστήρι από τον Βλεμμύδη.
Ο Ακροπολίτης αναφέρει για τον νέο του καθηγητή ότι ''ὃν τότε πάντες οἴδαμεν τῶν ἄλλων τελειώτερον ἐν ταῖς κατὰ φιλοσοφίαν ἐπιστήμαις''. Έτσι το 1236, ο Ακροπολίτης και οι συμμαθητές του μεταφέρθηκαν στην Έφεσο, στο μοναστήρι του Βλεμμύδη. Εκεί ο Βλεμμύδης τους δίδαξε φιλοσοφία, αστρονομία και θεολογία. Είναι όμως πολύ πιθανό να δίδαξε και τα μαθηματικά: την αριθμητική του Νικομάχου και τη γεωμετρία του Ευκλείδη, εφόσον κάποιοι από τους μαθητές του Ακροπολίτη όπως ο Θεόδωρος Λάσκαρις και ο Γεώργιος Κύπριος αναφέρουν ότι ο Ακροπολίτης δίδασκε μαθηματικά στη Νίκαια το 1247 και στην Κωνσταντινούπολη το 1267.
O Βλεμμύδης, ως αμοιβή για τη διδασκαλία του έλαβε αρκετά Αυτοκρατορικά προνόμια για το μοναστήρι του. Τα προνόμια αυτά καταγράφηκαν σε χρυσόβουλο λόγο (ή σε ''χάρτην'' όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παχυμέρης) από τον Ιωάννη Γ' Βατάτζη. Σύμφωνα με τον ''χάρτην''
α) Η μονή θα ήταν για πάντα ανεξάρτητη, και ποτέ και με κανέναν τρόπο δεν θα γινόταν ιερό μετόχι κάποιας άλλης μονής.
β) Η μονή θα λάμβανε κάθε χρόνο εκατό λίτρες χρυσού ως Αυτοκρατορική χορηγία.
γ) Η μονή θα υπαγόταν απευθείας στον Πατριάρχη, (επομένως υψωνόταν αυτόματα σε σταυροπηγιακή), και κανένας τοπικός επίσκοπος δεν θα μπορούσε να επέμβει στην εσωτερική της λειτουργία.
Ο Βλεμμύδης στην αυτοβιογραφία του αναφέρει ότι ο Βατάτζης του υποσχόταν τρόφιμα και χρυσά νομίσματα ετησίως. Ο ίδιος όμως δεν επιθυμούσε τα παραπάνω προνόμια, διότι έδινε περισσότερη σημασία στην ησυχία και στον λόγο. Μάλιστα σημειώνει πως δεν ήθελε ούτε τον Ακροπολίτη με τους υπόλοιπους μαθητές. Ο Βατάτζης όμως τον έπεισε χρησιμοποιώντας βία και πειθώ. Στο σημείο αυτό παρατηρούμε ότι υπάρχει μία μικρή διαφορά στη στάση του Αυτοκράτορα απέναντι στους δύο καθηγητές που προσέλαβε για να διδάξουν τον Ακροπολίτη και τους συμμαθητές του. Για τον Εξαπτέρυγο δεν αναφέρεται ότι έλαβε κάποια αυτοκρατορική χορηγία για το εκπαιδευτικό του έργο.
Αντίθετα, στην περίπτωση του Βλεμμύδη, ο Βατάτζης παρέχει σημαντικά προνόμια. Μήπως ο Αυτοκράτορας είχε στόχο τη δημιουργία κάποιου σχολείου στο πλαίσιο του μοναστηριακού συγκροτήματος, όπου έμενε ο Βλεμμύδης, ή μήπως πρόκειται για έναν ιδιώτη διδάσκαλο ο οποίος αναλάμβανε την επί χρήμασι εκπαίδευση των πέντε συγκεκριμένων υποτρόφων του Ιωάννη Βατάτζη; Όπως και να έχει, η εκπαίδευση αυτή είχε άδοξο τέλος, εφόσον δύο από τους μαθητές, ο Κρατερός και ο Ρωμανός, κατήγγειλαν τον καθηγητή τους. Πιο συγκεκριμένα, ο Κρατερός τον κατηγόρησε για κατάχρηση της περιουσίας του μοναστηριού, όπου έμενε ο Βλεμμύδης.
Κατά τον Κρατερό, ο μητροπολίτης Εφέσου έτυχε να περάσει από τη μονή, όπου και δώρισε την περιουσία του. Ο Βλεμμύδης καταχράστηκε την περιουσία αυτή. Μάλιστα ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του Βλεμμύδη ήταν και ''ὁ τῶν'' χρημάτων ταμίας της μονής. Από την άλλη, ο Ρωμανός έστελνε στον Βατάτζη συνεχώς επιστολές χαρακτηρίζοντας τον Βλεμμύδη ως αναρχικό στοιχείο, ενώ στον πατριάρχη έγραφε πως εξέφραζε απόψεις, οι οποίες δεν ήταν σύμφωνες με το ορθόδοξο δόγμα. Την υπόθεση αυτή έκρινε και ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης. Βέβαια, ο Βλεμμύδης όχι μόνο απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες των δύο μαθητών του, αλλά απέπεμψε όλους τους μαθητές του λέγοντας ότι δεν θα ξαναδεχόταν ποτέ στο μέλλον άλλους μαθητές από τον Αυτοκράτορα.
Πάντως ο Βλεμμύδης δεν χάνει την ευκαιρία να κακοχαρακτηρίσει τους δύο μαθητές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, και οι δύο είχαν επιλέξει να ζουν χωρίς λογική. Ο Ρωμανός και ο Κρατερός είχαν μία τάση προς το κακό, αλλά διορθώνονταν με τον έλεγχο και την καθοδήγηση του Βλεμμύδη. Αυτοί όμως το θεωρούσαν τόσο κακό να ελέγχονται, γι’ αυτό και σκέφτονταν συνεχώς συκοφαντίες και μηχανορραφίες για εκείνον που ήθελε να τους βάλει στον σωστό δρόμο. Τα αποτελέσματα της διδασκαλίας του Βλεμμύδη προς τους πέντε μαθητές του ήταν θετικά και δεν άργησαν να φανούν. Από τον Γεώργιο Ακροπολίτη πληροφορούμαστε ότι το 1239 συνέβη κάποια έκλειψη ηλίου.
Κατά τη διάρκεια της έκλειψης, όπως αναφέρει ο ιστορικός, ο Βατάτζης με τη σύζυγό του Ειρήνη, η οποία ''ἔχαιρε δὲ καὶ λόγοις καὶ σοφῶν ἠκροᾶτο μετὰ ἠδονῆς, ἐτίμα δὲ τούτους ὑπερβαλλόντως'', βρίσκονταν στην περιοχή Περίκλυστρα. Ήταν μεσημέρι , ενώ ο Ακροπολίτης κατευθυνόταν προς τα ανάκτορα. Εκεί η βασίλισσα τον συνάντησε και τον ρώτησε για την αιτία της έκλειψης. Τότε ο Ακροπολίτης θυμήθηκε όλα όσα του είχε διδάξει ο δάσκαλός του ο Βλεμμύδης, και της εξήγησε πως αιτία της έκλειψης του ηλίου είναι ότι μπαίνει μπροστά του η σελήνη. Ο ήλιος φαίνεται σαν να σβήνει, χωρίς αυτό να συμβαίνει, γιατί στην πραγματικότητα η σελήνη χάνει το φως της, όταν πέσει επάνω της η σκιά της γης, επειδή το φως της το παίρνει από τον ήλιο.
Η συζήτηση του Ακροπολίτη με τη βασίλισσα κράτησε αρκετή ώρα, πράγμα που δείχνει ότι η Ειρήνη δεν κατανοούσε φυσικά τις θεμελιώδεις έννοιες της αστρονομίας. Σ’ αυτή συμμετείχε και κάποιος Νικόλαος, ο οποίος ήταν εξαιρετικός γιατρός, δεν γνώριζε όμως αστρονομία. Ο Νικόλαος λοιπόν είχε πολλές απορίες και ο Ακροπολίτης φλυαρούσε, εφόσον αναγκαζόταν να απαντά με λεπτομέρειες. Σε κάποια στιγμή η βασίλισσα Ειρήνη αποκάλεσε ανόητο τον Ακροπολίτη, σύντομα όμως ανακάλεσε τον χαρακτηρισμό της, λέγοντας: ''οὐ χρεὼν τὸν φιλοσόφους λόγους προφέροντα οὐτωσί γε προσαγορευθῆναι παρ’ ἡμῶν''.
Β. Οι Καθηγητές του Θεόδωρου Β' (Νικηφόρος Βλεμμύδης - Γεώργιος Ακροπολίτης)
Ο Ιωάννης Βατάτζης ο οποίος είχε μεριμνήσει τα μέγιστα για την εκπαίδευση των αρχοντόπουλων (για τον Ακροπολίτη και τους συμμαθητές του) δεν θα μπορούσε να μην έβρισκε τον καλύτερο καθηγητή για τον γιο του Θεόδωρο Β'. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο οποίος είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη φήμη λόγω της πολυμάθειάς του, ανέλαβε το 1240 το σπουδαίο έργο, την εκπαίδευση του διαδόχου του θρόνου Θεόδωρου Β' Λάσκαρι ύστερα από την παρότρυνση του Αυτοκράτορα. Ο Θεόδωρος τότε βρισκόταν σε ηλικία δεκαοκτώ ετών (καθώς είχε γεννηθεί το 1222) και είχε εκ των προτέρων παρακολουθήσει την ''κατώτερη'' και ''μέση'' εκπαίδευση, πιθανότατα στο ανάκτορο.
Ο τρόπος διδασκαλίας ήταν λίγο διαφορετικός από τους συνήθεις, καθώς γινόταν εξ αποστάσεως. Ο Θεόδωρος έστελνε επιστολές στον δάσκαλό του, και εκείνος του απαντούσε στα ερωτήματα που του έθετε. Από τα μαθήματα αυτά που γίνονταν εξ αποστάσεως γνωρίζουμε 48 επιστολές του Θεόδωρου προς τον Βλεμμύδη, και 33 επιστολές του Βλεμμύδη προς τον Θεόδωρο. Από τις συγκεκριμένες επιστολές μπορούμε να αποκομίσουμε διάφορα στοιχεία σχετικά με τον τρόπο και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Βλεμμύδη. Πιο συγκεκριμένα από την 8η επιστολή μαθαίνουμε ότι ο Βλεμμύδης έθετε διάφορα επιστημονικά προβλήματα ή αινίγματα στο Θεόδωρο προσπαθώντας να τον κάνει να σκεφτεί με διάφορους τρόπους τις απαντήσεις.
Τα προβλήματα αφορούσαν θέματα φυσικής, μαθηματικών ή και φιλοσοφίας. Ο Θεόδωρος, ο οποίος έβρισκε αρκετά ενδιαφέρουσα και ταυτόχρονα και δύσκολη αυτήν τη μέθοδο διδασκαλίας που εφάρμοζε ο Βλεμμύδης, γράφει στον δάσκαλό του: ''Επειδή όλα είναι διατυπωμένα με αινίγματα, δύσκολα γίνονται αντιληπτά και κατανοητά από το φοιτητή σου. Αυτά όμως για τα οποία οι περισσότεροι μαθαίνουν πρώτα τα δευτερεύοντα και κατόπιν τα κύρια, γίνονται γνωστά στον πνευματικό γιο σου με τον αυτοσχεδιασμό, την καλοσύνη της φύσης και με την παροχή της καλύτερης διδασκαλίας, της δικής σου. Γιατί όπου ένας ικανός γεωργός σπείρει καλό σπόρο, ανάλογοι θα είναι και οι καρποί''.
Η βασική διδασκαλία του Βλεμμύδη προς τον Θεόδωρο Β' ήταν η φιλοσοφία. Σε μία επιστολή ο Θεόδωρος ευχαριστεί τον Βλεμμύδη επειδή του δίδαξε τόσο καλά την αρετή. Ακόμη διδάχτηκε τη ρητορική, και τη θεολογία, τη φυσική, τα μαθηματικά, και την ιατρική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το περιεχόμενο μιας επιστολής, όπου ο Θεόδωρος αναφέρει ότι συνάντησε τυχαία τον Ακροπολίτη σε ένα στρατόπεδο του πατέρα του, και εκεί ανέπτυξαν κάποια φιλοσοφική συζήτηση, μάλλον έναν φιλοσοφικό διαγωνισμό, στον οποίο ο νεαρός Θεόδωρος αντεπεξήλθε με επιτυχία. Αναγγέλλει το επεισόδιο αυτό στον Βλεμμύδη, για να του δείξει πόσο πολύ είχε προχωρήσει η φιλοσοφική του κατάρτιση.
Μολονότι ο Βλεμμύδης δηλώνει ότι ανέλαβε την διδασκαλία του Θεόδωρου Β' δωρεάν, φαίνεται ότι ο ίδιος ο Θεόδωρος βοηθούσε τον Βλεμμύδη στέλνοντάς του κατά καιρούς τρόφιμα, χρήματα ή άλλα αναγκαία. Σε μία επιστολή μάλιστα αναφέρει ότι έχει ήδη στείλει διακόσιους μεδίμνους κριθαριού για την εκτροφή των αλόγων του μοναστηριού του Βλεμμύδη, ενώ σε άλλο σημείο της επιστολής ζητεί συγγνώμη επειδή ένας ημίονος αρρώστησε και έτσι δεν μπόρεσε να στείλει κάποια ''αναγκαία'', που απ’ ό,τι εννοείται ο ίδιος ο Βλεμμύδης τα είχε ζητήσει. Σε τρίτη επιστολή αναγγέλλει πάλι με χαρά στον Βλεμμύδη ότι του έστειλε όλα όσα παρήγγειλε.
Το 1245, όταν ο Βλεμμύδης αρνήθηκε τη πρόταση του Βατάτζη να διευθύνει τη σχολή, όπως θα δούμε παρακάτω είναι πολύ πιθανό να παραιτήθηκε και από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα προς τον Θεόδωρο Β'. Τότε ο πατέρας του τελευταίου διόρισε ως νέο δάσκαλο για τον διάδοχο του θρόνου, τον δεύτερο μεγαλύτερο λόγιο της εποχής του, τον Γεώργιο Ακροπολίτη. Tον Δεκέμβριο του 1246 ή αρχές του 1247 ο Θεόδωρος Β' συνάντησε τον Ακροπολίτη, καθώς ο τελευταίος επέστρεφε με τον Ιωάννη Βατάτζη ύστερα από πολεμικές επιτυχίες που διεξήγαγαν στα Ευρωπαϊκά εδάφη της Αυτοκρατορίας.
Κατά τη συνάντησή τους ο Θεόδωρος ανέπτυξε συζήτηση φιλοσοφικού περιεχομένου με τον Ακροπολίτη και είναι πολύ πιθανό οι σπουδές του Θεόδωρου να ξεκίνησαν μετά την παραπάνω συζήτηση. Όπως στην περίπτωση του Βλεμμύδη, έτσι και στον Ακροπολίτη τα μαθήματα γίνονταν εξ αποστάσεως, καθώς ο τελευταίος εκείνη την εποχή κατείχε το αξίωμα του λογοθέτη του γενικού, γεγονός που τον ανάγκαζε να λείπει συχνά σε εκστρατείες ή σε διπλωματικές αποστολές για αρκετό χρονικό διάστημα. Αυτή ήταν και η κύρια αιτία που τα μαθήματα κράτησαν αρκετά χρόνια. Η διδασκαλία του Ακροπολίτη προς τον διάδοχο του θρόνου διήρκεσε από το 1247 έως το 1252. Κατά την πενταετία αυτή ο Θεόδωρος Β' ολοκλήρωσε τις ανώτατες σπουδές του.
Το 1252 εξέδωσε τις επιστολές του, τις οποίες προλόγισε ο Ακροπολίτης. Επίσης ο Θεόδωρος συνέταξε και ένα εγκώμιο για τον δάσκαλό του με τίτλο ''Τοῦ αὐτοῦ Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λάσκαρι τοῦ υἱοῦ τοῦ ὑψηλοτάτου βασιλέως κυροῦ Ἰωάννου τοῦ Δούκα ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν φιλόσοφον κυρὸν Γεώργιον τὸν Ἀκροπολίτην''. Το εγκώμιο του Θεόδωρου Β' είναι από τα καλύτερα του είδους του, όπως έχει παρατηρήσει ο E. Barker. O λόγος που έκανε τον Θεόδωρο να γράψει αυτό το εγκώμιο ήταν συναισθηματικός. Ένιωθε τεράστια υποχρέωση την οποία δεν θα κατάφερνε ποτέ να εκπληρώσει γι’ αυτό γράφει ''ἀντὶ τῶν πολλῶν τὸ εὐτελὲς τοῦτο λόγιον καὶ λύομεν τῇ λύσει αὐτοῦ πάντα ὅσα πρὶν συνεδέθησαν''.
Πάντως από τον πρόλογο του Ακροπολίτη για τις επιστολές του Λάσκαρι, και από το εγκώμιο του τελευταίου προς τον δάσκαλό του, συμπεραίνουμε ότι είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερη φιλική σχέση μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Θεόδωρος στο εγκώμιό του επαινεί τον δάσκαλό του για την μόρφωση του καθώς ''οἶδ’ ὅτι πρὸς ἄβυσσον ἐπιστήμης καὶ πρὸς ἄσχετον γνώσεως''. Επιπλέον γράφει πως ο ενθουσιασμός των μαθητών κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας ήταν πολύ μεγάλος, και αναρωτιέται ''Τίς γε ἄρα ἀκροώμενος τούτων οὐ γάννυται, οὐκ ἐνθουσιᾷ, οὐκ εἰς ὕψος πτεροκροτῶν εἵρεται ταῖς φρεσὶ καὶ ἀεροβατεῖ διὰ τὴν ἰσχὺν τῆς τοῦ λόγου γλυκύτητος;'' Ο Ακροπολίτης φαίνεται πως είχε τον τρόπο να αποδεικνύει τη μεγάλη του γνώση για τα Ομηρικά Έπη.
Υποστήριζε πως ο Όμηρος υμνούσε περισσότερο τον εαυτό του, παρά τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα της Ιλιάδας. Επιπλέον ο Θεόδωρος Β' γράφει για τον Ακροπολίτη πως ''ἄριστος γὰρ ὑπάρχει κατὰ φύσιν λόγου καὶ ἀπροσμάχητος''. Χρησιμοποιούσε πολλά καλολογικά στοιχεία στον λόγο του, ''όπως η μέλισσα, η οποία πρώτα μαζεύει εκλεκτά άνθη και κατόπιν φτιάχνει μ’ αυτά το καλύτερο μέλι. Με αυτό πότιζε τους φοιτητές, ενώ χτυπούσε τους εχθρούς με το κεντρί του λόγου''. Ο Ακροπολίτης δεν ήταν απλώς καλός ομιλητής, αλλά υπερείχε κατά πολύ και από τους ρήτορες της εποχής του. Γνώριζε πολύ καλά τη φιλοσοφία την οποία δίδαξε στον Θεόδωρο Β'.
Στο τέλος του λόγου του αναφέρεται για τον σεβασμό και τη μεγάλη ευγνωμοσύνη που του οφείλει. Επομένως, σχετικά με τη μαθητεία του Θεόδωρου Β' στον Ακροπολίτη, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως ο Ακροπολίτης παρέδιδε μαθήματα με τη μορφή διαλέξεων, και ότι ήταν ασυναγώνιστος ομιλητής. Τα μαθήματα είχαν συμπληρωματικό χαρακτήρα με κύριες θεματικές ενότητες τη φιλοσοφία, τη ρητορική και τα μαθηματικά. Όταν ο Θεόδωρος Λάσκαρις τελείωσε τις σπουδές ανώτατου επιπέδου, γνώριζε πολύ καλά και τις θετικές επιστήμες: φυσική, αστρονομία, γεωμετρία, Βυζαντινή μουσική, αλλά και τις θεωρητικές: ρητορική και φιλοσοφία. Ο ίδιος επαίρεται καθώς κατείχε σύμφωνα με την παράδοση και τη Χριστιανική και τη φιλοσοφική μόρφωση.
Γ. Το Σχολείο του Γεώργιου Βαβουσκωμίτη
Την περίοδο κατά την οποία ο Νικηφόρος Βλεμμύδης αρνήθηκε τη διεύθυνση του σχολείου που θα ίδρυαν ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης και ο πατριάρχης Μανουήλ, και ενώ ο Γεώργιος Ακροπολίτης ανελάμβανε τη διδασκαλία του γιου του Αυτοκράτορα Θεοδώρου Β', λειτουργούσε και κάποιο άλλο σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Ο Ιωάννης Γ' όπως στην περίπτωση με το σχολείο του Βλεμμύδη, έτσι και τώρα, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το σχολείο αυτό, το οποίο ανήκε σε κάποιον Βαβουσκωμίτη. Για τον συγκεκριμένο δάσκαλο δεν γνωρίζουμε πρακτικά τίποτε. Έχουν σωθεί όμως ένδεκα επιστολές, οι οποίες χρονολογούνται προ του 1250. Οι επτά από αυτές είναι γραμμένες από τον Βαβουσκωμίτη, καθηγητή της ρητορικής και της φιλοσοφίας.
Οι υπόλοιπες επιστολές είναι γραμμένες από διάφορους φίλους του και απευθύνονται στον ίδιο τον Βαβουσκωμίτη. Από την επιστολογραφία του παρατηρούμε ότι ο Βαβουσκωμίτης είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με άτομα της Αυτοκρατορικής διοίκησης όπως ήταν ο Μιχαήλ Θεοφιλόπουλος, ο Ιωάννης Μακρωτός και ο Νικόλαος Κοστομύρης και ο Ιωάννης Βέκκος, μετέπειτα οικουμενικός πατριάρχης (1275 - 1282). Ο Βαβουσκωμίτης σε επιστολή του προς τον Μακρωτό, αναφέρει πως έχει αναλάβει την αντιγραφή κάποιου Αριστοτελικού έργου. Ο Μακρωτός ήταν αυτός που βρήκε τον κώδικα και τον έστειλε στον Βαβουσκωμίτη, και είναι πολύ πιθανό ο ίδιος να ανέθεσε τη εύρεση του χειρόγραφου που περιλάμβανε το Αριστοτελικό έργο σε τρίτο πρόσωπο.
Η 5η επιστολή απευθύνεται στον Ιωάννη Βέκκο, μετέπειτα Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Ο τελευταίος, απ’ ό,τι φαίνεται, είχε αποφοιτήσει από το σχολείο μέσης εκπαίδευσης του Βαβουσκωμίτη, και πήγαινε από μέρος σε μέρος προσπαθώντας να βρει κάποιο εκπαιδευτήριο ανώτατης εκπαίδευσης. Είναι πολύ πιθανό να απογοητεύτηκε από την προσπάθεια αυτή γι’ αυτό και επέστρεψε στο σχολείο του Βαβουσκωμίτη να συνεχίσει τις σπουδές του. Επιπλέον, από την παραπάνω επιστολή πληροφορούμαστε ότι στο ίδιο σχολείο υπήρχαν και άλλοι καθηγητές, καλύτεροι από τον Βαβουσκωμίτη εφόσον ''καὶ τῶν οἷς σοφίας μέτεστι πλείονος'', ενώ στην 7η επιστολή γράφει πως ήταν αδαής για τις θετικές επιστήμες.
Στο σχολείο του οι μαθητές παρακολουθούσαν μαθήματα κοσμικής (θύραθεν παίδευσις) και εκκλησιαστικής εκπαίδευσης (ἡ καθ’ ἡμᾶς). Πάντως από το σύνολο των επιστολών εξάγουμε το συμπέρασμα ότι το σχολείο δεν βρισκόταν στη Νίκαια, εφόσον οι παραλήπτες των επιστολών βρίσκονταν μακριά από τον Βαβουσκωμίτη. Επίσης το γεγονός ότι τρεις από τους φίλους του Βαβουσκωμίτη υπηρετούσαν στην Αυτοκρατορική υπαλληλία, μπορεί να σημαίνει ότι ο Βαβουσκωμίτης είχε σχέσεις και με τον Αυτοκράτορα. Επομένως δεν αποκλείεται ο Ιωάννης Βατάτζης, ύστερα από την άρνηση του Βλεμμύδη το 1246, να ενίσχυε οικονομικά το συγκεκριμένο σχολείο, με απώτερο σκοπό τη στελέχωση της κρατικής μηχανής και της εκκλησιαστικής διοίκησης.
Το 1252, όταν ο Θεόδωρος τελείωσε τις σπουδές του έγραψε το εγκώμιο με τον τίτλο ''Τοῦ αὐτοῦ Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λάσκαρι ἐγκώμιον εἰς τὴν μεγαλόπολιν Νίκαιαν''. Στο έργο γίνεται αναφορά στην κατάσταση της Νίκαιας κατά το 1252. Μολονότι το κείμενο δεν είναι ιστοριογραφικό, θα ήταν αρκετά χρήσιμο να προσπαθήσουμε να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα για την πνευματική κατάσταση της Νίκαιας. Στο τμήμα όπου ο Θεόδωρος αναφέρεται στην παιδεία και τα γράμματα, παρομοιάζει την πόλη της Νίκαιας με την αρχαία Αθήνα. Αρχικά αναφέρει ότι η Νίκαια ανέπτυξε τη ρητορική, τη φιλοσοφία και την παιδεία τόσο όσο και η αρχαία Αθήνα, με μία όμως σημαντική για τον Θεόδωρο διαφορά.
Στην αρχαία Αθήνα τα πάντα ήταν μάταια, ενώ στην Νίκαια όλα υπηρετούσαν τη δόξα του Θεού και του Αυτοκράτορα. Παρακάτω γράφει ότι οι κάτοικοι της πόλης της Νίκαιας γνώριζαν πολύ καλά τη φιλοσοφία, τη ρητορική και μπορούσαν να αναπτύξουν και την κοσμική και τη θεολογική γραμματεία. Είναι πολύ πιθανό, κατά τη χρονική διάρκεια των σπουδών του Θεόδωρου Λάσκαρι να μην υπήρχε κάποια ανώτερη σχολή στη Νίκαια, όπου θα διδάσκονταν όλες οι επιστήμες. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η πόλη της Νίκαιας, αποτελούσε το μοναδικό μέρος της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που διέθετε ανθρώπους τόσο μορφωμένους, όσο περιγράφει ο Θεόδωρος.
Ο τελευταίος δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τη Νίκαια ''Σχολεῖον ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος'', όπως ακριβώς είχε χαρακτηρίσει ο Περικλής την Αθήνα στον Επιτάφιο λόγο του. Ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να σημειώσουμε ότι την περίοδο της βασιλείας του Ιωάννη Γ' Βατάτζη, υπήρχαν τέσσερις καθηγητές: ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο Γεώργιος Βαβουσκωμίτης. Τα μαθήματα παραδίδονταν είτε με τη χορηγία του Αυτοκράτορα είτε χωρίς, και απευθύνονταν σε περιορισμένο αριθμό μαθητών, δηλαδή στα αρχοντόπουλα. Όσον αφορά τον χώρο διδασκαλίας στην περίπτωση του Εξαπτέρυγου και του Βλεμμύδη μάλλον ήταν το ανάκτορο.
Ενώ μόνο το σχολείο του Βαβουσκωμίτη λειτουργούσε ανεξάρτητα και εκτός του παλατιού. Παρόλο που είχαν περάσει πενήντα χρόνια από τη ίδρυση της Αυτοκρατορίας, ο Ιωάννης Βατάτζης παρά τις επίμονες προσπάθειές του δεν κατάφερε να ιδρύσει σχολή ανωτάτων σπουδών, ενώ δεσπόζουσα προσωπικότητα καθ’ όλη τη διαρκεια της βασιλείας του Βατάτζη είναι ο Νικηφόρος Βλεμμύδης. Ο τελευταίος έλαβε όλη την ευθύνη να διαπραγματευτεί με τους απεσταλμένους του Πάπα το 1234 θέματα δογματικά, υπήρξε καθηγητής δύο σημαντικών ανδρών, του Ακροπολίτη και του Θεόδωρου Λάσκαρι που ξεχώρισαν για την πολυμάθεια και το εύρος των γνώσεων.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 1254 ΕΩΣ ΤΟ 1261
Ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρις και η Εκπαιδευτική του Πολιτική
Όταν ο Θεόδωρος έγραφε το εγκώμιο για τον δάσκαλό του τον Ακροπολίτη και το εγκώμιο για την πόλη της Νίκαιας, ολοκλήρωνε τις ανώτερες σπουδές του. Μετά από επτά χρόνια μαθητείας στον Νικηφόρο Βλεμμύδη και πέντε στον Γεώργιο Ακροπολίτη, ο Θεόδωρος εύλογα έφερε τον τίτλο του λογίου, εφόσον γνώριζε άριστα θεολογία, φιλοσοφία, φιλολογία, λογική, αστρονομία, γεωμετρία, φυσική και μαθηματικά. Μάλιστα η μεγάλη αγάπη του για τους αρχαίους φιλοσόφους τον έκανε να επισκεφτεί την Αθήνα. Επιπλέον ο Θεόδωρος Β' θεωρούσε τους υπηκόους του απογόνους των αρχαίων Ελλήνων και αισθανόταν μείωση μπροστά στα επιτεύγματα των προγόνων του.
Παράλληλα δεν μπορούσε να κρύψει ότι αγαπούσε περισσότερο την αρχαία Ελληνική γλώσσα από τη γλώσσα της εκκλησίας, αλλά και από την ίδια του την αναπνοή, ενώ η υπερβολική του λατρεία για τα ερείπια των αρχαιολογικών δείχνει παραγματικά, όπως παρατήρησε ο Α. Βακαλόπουλος ,έναν άνθρωπο όχι μόνο ρομαντικό, φιλόμουσο και πατριώτη, αλλά και κάποιον που ασχολείται με την αρχαιολογία με τη σημερινή έννοια του όρου. Στις 4 Νοεμβρίου 1254, ο Θεόδωρος διαδέχτηκε τον πατέρα του στον Αυτοκρατορικό θρόνο της Νίκαιας, καταλαμβάνοντας μία εξέχουσα θέση στην πνευματική κίνηση του Βυζαντινού πολιτισμού.
Αυτό που θα περίμενε κανείς από τον λόγιο Αυτοκράτορα Θεόδωρο, ήταν να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ακμή των τεχνών και των γραμμάτων στο κράτος του. Πράγματι, ο Θεόδωρος Β' κατάφερε να ιδρύσει στη Νίκαια το πρώτο πανεπιστήμιο. Χρειάστηκε να περάσουν πενήντα χρόνια από την ίδρυση της ''εξόριστης'' Αυτοκρατορίας, για να οργανωθεί η κρατική σχολή ανώτερης εκπαίδευσης, το εκπαιδευτικό ίδρυμα που δεν κατάφεραν να ιδρύσουν παρά τις προσπάθειες τους ούτε ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις ούτε ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης. Η κυριότερη πηγή που διαθέτουμε για τη σχολή, είναι μία επιστολή που συνέταξε ο Θεόδωρος Β' απευθυνόμενος σε δύο καθηγητές της.
Από την επιστολή αυτή, πληροφορούμαστε ότι έξι μαθητές της σχολής πήγαν στο τέλος της σχολικής χρονιάς στον ίδιο τον αυτοκράτορα, για να τους εξετάσει σχετικά με τα μαθήματά τους. Η πρόοδος των φοιτητών ήταν εξαιρετική, καθώς ο Θεόδωρος δηλώνει πολύ ικανοποιημένος. Πέντε από τους φοιτητές παρακολουθούσαν τα μαθήματα της γραμματικής, που εντάσσονταν στο πρόγραμμα της εγκυκλίου παιδείας, ενώ ο έκτος παρακολουθούσε μαθήματα ποιητικής και σύντομα θα προχωρούσε στη μελέτη της ρητορικής και στη συνέχεια στην οργανική του Αριστοτέλη. Από την ίδια επιστολή γνωρίζουμε ότι οι καθηγητές της σχολής ήταν δύο. Πρόκειται για τον Μιχαήλ Σεναχερείμ, καθηγητή της ποιητικής και της ρητορικής, και τον Ανδρόνικο Φραγγόπουλο, καθηγητή της γραμματικής.
Επίσης ο Θεόδωρος σημειώνει ότι η κρατική σχολή που είχε ιδρυθεί στη Νίκαια, έδρευε δίπλα από τον ναό του Αγίου Τρύφωνος. Ο Αυτοκράτορας που είχε ιδρύσει τη σχολή με πολύ ζήλο, περιγράφει το εκπαιδευτικό ίδρυμα σαν έναν κήπο, που ήθελε να τον δει να ανθίζει σιγά-σιγά. Παρομοιάζει τον εαυτό του με τον φυτευτή, ενώ τους μαθητές με τα άνθη. Μάλιστα είχε συντάξει και καταστατικό, το οποίο όριζε για τη σχολή την καταβολή μεγάλου χρηματικού βοηθήματος από το Αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι φοιτητές να παρακολουθούν δωρεάν τα μαθήματα. Επίσης οι φοιτητές που θα παρακολουθούσαν τα μαθήματα στη Σχολή του Αγίου Τρύφωνος, επιλέγονταν πάντοτε από τον Αυτοκράτορα.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι πρώτη φορά συναντούμε καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Ιστορίας, Αυτοκράτορα να εξετάζει προφορικά μαθητές, οι οποίοι σπούδαζαν στο κρατικό ίδρυμα. Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Σκουταριώτη ο Θεόδωρος Β' κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πήρε και άλλα μέτρα για την ανάπτυξη των γραμμάτων όχι μόνο για την πόλη της Νίκαιας αλλά για ολόκληρη την αυτοκρατορία. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παραγωγή και την αντιγραφή χειρογράφων, ενώ μερίμνησε για την ίδρυση βιβλιοθηκών σε αρκετές πόλεις που βρίσκονταν στα γεωγραφικά όρια της Αυτοκρατορίας και όπου η εκπαίδευση είχε παρακμάσει ήδη από την Άλωση του 1204.
Το αποτέλεσμα ήταν να ιδρυθούν δημόσια σχολεία στις περισσότερες περιοχές τις Αυτοκρατορίας. Μάλιστα σε κάθε πόλη υπήρχε και μία ομάδα διανουμένων, οι οποίοι δημόσια συζητούσαν επιστημονικά προβλήματα σε κεντρικό σημείο των πόλεων. Σίγουρα η ίδρυση βιβλιοθηκών ήταν εγχείρημα αρκετά δύσκολο, καθώς η Αυτοκρατορία εκείνη την περίοδο κατείχε εδάφη στη Μ. Ασία, στο Αιγαίο, στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Βόρεια Ήπειρο, περιοχές που βρίσκονταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση. Ο Θεόδωρος Β' όχι μόνο ενδιαφερόταν για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά φρόντιζε και να προσλαμβάνει στην κρατική διοικητική μηχανή άτομα με μεγάλη μόρφωση και παιδεία.
Ήδη από το 1240, όταν δηλαδή ο Θεόδωρος Β' ήταν δεκαοκτώ ετών και όντας ακόμη μαθητής του Νικηφόρου Βλεμμύδη, ρωτούσε όσους κατείχαν κρατικό αξίωμα σχετικά με τη μόρφωσή τους. Τις περισσότερες φορές ο Θεόδωρος δεν τους έβρισκε καλά καταρτισμένους, γι’ αυτό και τους έστελνε ξανά στο σχολείο, ώστε να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Για την περίπτωση των κρατικών γραμματικών γνωρίζουμε ότι τους ρώτησε με γραπτή επιστολή: ''Πῶς τὰ τῆς φιλοσοφίας διέρχεσθε; Μερικῶς, ἢ ὅλοις καθολικῶς;'' και πιο κάτω: ''Τί δὲ περὶ τὴν ῤητορικὴν διασκέπτεσθε; Πῶς δὲ τοὺς μακροϋφάντους λόγους ὑφαίνετε; πῶς τὰ περἰ τῆς ἀρετης τῆς ἀσκήσεως, τῆς ἐμπράκτου θεωρίας, τῆς θεωρικωτέρας πράξεως βιοτεύετε;''
Στην ίδια επιστολή έγραφε πως έπρεπε να γνωρίζουν πως ήταν πάρα δύσκολο να ανέβουν στα κρατικά αξιώματα, καθώς απαιτούνταν πολλές ικανότητες. Επιπλέον ο Θεόδωρος Β' είχε φροντίσει για τη επιμόρφωση των επιστολογράφων που απασχολούνταν με τις υποθέσεις των ανακτόρων. Ένας από αυτούς ήταν και ο Αγιοθεοδωρίτης, τον οποίο συναντήσαμε παραπάνω ως μαθητευόμενο του Βλεμμύδη. Για τον Κωνσταντίνο Κουβουκλάριο, ο Θεόδωρος Β΄ ζήτησε από τον Γεώργιο Ακροπολίτη να τον διδάξει τα τελευταία κεφάλαια της ρητορικής, ώστε να ολοκληρώσει τις σπουδές του (τις οποίες πιθανώς είχε διακόψει πρόωρα).
Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Β' ο Αγιοθεοδωρίτης γνώριζε πολύ καλά τη φιλοσοφία, και προτείνει στον Ακροπολίτη να τον χρησιμοποιήσει ως ''εξηγητή''. Ο Ιωάννης Φάιξ έτυχε επίσης ''επιμόρφωσης'' από τον Βλεμμύδη. Όλα αυτά τα παραδείγματα μαζί αποδεικνύουν πόσο μεγάλη σημασία απέδιδε ο λόγιος Αυτοκράτορας στη γνώση.
Η Πνευματική Δράση του Νικηφόρου Βλεμμύδη
Την χρονική περίοδο που ο Θεόδωρος Β' αναδιοργάνωνε το εκπαιδευτικό σύστημα στη Νίκαια, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης βρισκόταν απομονωμένος στην Έφεσο στο μοναστήρι του, διδάσκοντας στους μαθητές του. Η μόνη ανάμειξή του στα εκκλησιαστικό-πολιτικά πράγματα ήταν όταν διαφώνησε με την πρόθεση του Θεόδωρου Β' και του πατριάρχη Αρσένιου, να αφορίσουν τον ηγεμόνα του κράτους της Ηπείρου μαζί με όλους τους υπηκόους του. Κατά τα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού ο Βλεμμύδης εκτός από το να διδάσκει στο σχολείο του συνέγραφε και δύο εγχειρίδια. Τα εγχειρίδια αυτά μάλλον χρησιμοποιούσε κατά την παράδοση των μαθημάτων του στο σχολείο.
Πρόκειται για τα εγχειρίδια με τίτλο ''Ἐπιτομὴ Λογικῆς'' και ''Ἐπιτομὴ Φυσικῆς''. Το πρώτο είχε ξεκινήσει να γράφει πολύ πιο νωρίς όταν ο Βατάτζης προσπαθούσε να ιδρύσει κρατικές βιβλιοθήκες και να οργανώσει την ανώτερη εκπαίδευση. Τελικά εκδόθηκε κοντά στην άνοιξη του 1258, εφόσον περιγράφει την έκλειψη ηλίου που έγινε στις 18 Μαΐου 1258. Χωρίζεται σε σαράντα κεφάλαια με τους παρακάτω τίτλους:
- α) Περὶ ὅρου,
- β) Περὶ διαιρέσεως,
- γ) Περὶ πείρας, ἐμπειρίας, τέχνης καὶ ἐπιστήμης, ἐν ᾧ περὶ τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς,
- δ) Τίνες εἰσὶν οἱ τῆς φιλοσοφίας ὁρισμοί,
- ε) Περὶ ἐπινοίας,
- στ) Περὶ αἱρέσεως, τίς ἡ κατὰ τὴν φιλοσοφίαν αἵρεσις,
- ζ) Τίς ἡ κατὰ τῆς φιλοσοφίας διαίρεσις,
- η) Περὶ συνωνύμων, ἑτερωνύμων, ἑτέρων ὁμωνύμων τε καὶ πολυωνύμων καὶ παρωνύμων,
- θ) Περὶ τῶν πέντε φωνῶν,
- ι) Περὶ γένους καὶ εἴδους, ἐν ᾧ καὶ περὶ σχέσεως,
- ια) Περὶ γενῶν καὶ εἰδῶν ἐν ᾧ καὶ περὶ ἀτόμων,
- ιβ) Περὶ διαφορᾶς καὶ συμβεβηκότος,
- ιγ) Περὶ ἰδίου, ἐν ᾧ καὶ περὶ κοινοῦ,
- ιδ) Περὶ κατηγοριῶν,
- ιε) Ἔτι περὶ κατηγοριῶν,
- ιστ) Περὶ τῶν κατηγορουμένων, ἐν ᾧ καὶ περὶ ὑποστάσεως,
- ιζ) Περὶ ἑνός, ταὐτοῦ καὶ ἑτέρου, ἐν ᾧ καὶ περὶ ὑποστάσεως,
- ιη) Περὶ προτέρου καὶ ὑστέρου καὶ περὶ τοῦ ἅμα,
- ιθ) Περὶ οὐσίας,
- κ) Ἔτι περὶ οὐσίας,
- κα) Περὶ ποσοῦ˙ ἐν ᾧ καὶ περὶ κινήσεως,
- κβ) Περὶ ποιοῦ καὶ ποιότητος,
- κγ) Περὶ τῶν πρὸς τί,
- κδ) Περὶ τοῦ ποιεῖν καὶ πάσχειν καὶ ἔχειν,
- κε) Περὶ τῶν ἀντικειμένων,
- κστ) Περὶ ὀνόματος καὶ ῥήματος,
- κζ) Περὶ λόγου καὶ προτάσεως,
- κη) Περὶ τῶν ἐν ταῖς προτάσεσι θεωρουμένων ὑλῶν, καὶ περὶ προσδιορισμῶν,
- κθ) Περὶ ἀπροσδιορίστων προτάσεων,
- λ) Περὶ καταφάσεως καὶ ἀποφάσεως,
- λα) Περὶ συλλογισμοῦ καὶ ἀντιστροφῆς,
- λβ) Περὶ τῶν τριῶν σχημάτων,
- λγ) Περὶ τοῦ πρώτου σχήματος,
- λδ) Περὶ τοῦ δευτέρου σχήματος καὶ τρίτου,
- λε) Περὶ τῆς τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου σχήματος ἀναγωγῆς εἰς τὸ πρῶτον σχῆμα, καὶ περὶ τῆς εἰς ἀδύνατον ἀπαγωγῆς,
- λστ) Περὶ τῶν ὑποθετικῶν συλλογισμῶν,
- λζ) Περὶ τῶν παρὰ τὴν λέξιν σοφισμάτων,
- λη) Περὶ τῶν ἐκτὸς τῆς λέξεως σοφισμάτων,
- λθ) Περὶ ἐλέγχου, καὶ ὅτι πάντες οἱ παραλογισμοὶ εἰς τὴν τοῦ ἐλέγχου ἄγνοιαν ἀνάγονται,
- μ) Περὶ προτάσεων καὶ συλλογισμῶν.
Από τους τίτλους των κεφαλαίων παρατηρούμε ότι τα πρώτα είκοσι πέντε κεφάλαια αποσκοπούν στην κατανόηση του αναγνώστη για τις βασικές έννοιες της φιλοσοφίας, ενώ στα επόμενα αναλύονται ειδικά φιλοσοφικά θέματα, αλλά και γραμματικοσυντακτικοί κανόνες. Βασικά ολόκληρο το έργο εμπεριέχει περιληπτικά την ουσία της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη. Ο Βλεμμύδης αναλύει και σχολιάζει το περιεχόμενο του αριστοτελικού Οργάνου. Βέβαια, δεν αποκλείεται, ο Βλεμμύδης να δίδαξε στον Γεώργιο Ακροπολίτη και τον Θεόδωρο Β' τα παραπάνω κεφάλαια με τη ίδια αρίθμηση που έχουν και στο εγχειρίδιο.
Όταν ο Βλεμμύδης ολοκλήρωσε την ''Ἐπιτομὴ Λογικῆς'' συνέταξε αμέσως την ''Επιτομή Φυσικης'', δηλαδή στα τέλη του 1258 ή τις αρχές του 1259. Το δεύτερο εγχειρίδιο διδασκαλίας του Βλεμμύδη είναι σχετικά μικρότερο σε έκταση από το πρώτο και χωρίζεται στα εξής κεφάλαια:
- α) Περὶ φυσικῶν ἀρχῶν καὶ αἰτίων,
- β) Περὶ τῆς ὕλης καὶ τοῦ εἴδους καὶ τῆς στερήσεως,
- γ) Περὶ αἰτίων καὶ αἰτιατῶν, ἐν ᾧ καὶ περὶ τύχης καὶ αὐτομάτου,
- δ) Περὶ κινήσεως καὶ ἠρεμίας ἐν ᾧ καὶ περὶ ἐντελεχείας καὶ τοῦ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ,
- ε) Περὶ κινήσεως καὶ ἠρεμίας,
- στ) Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς,
- ζ) Περὶ φύσεως,
- η) Ἔτι περὶ φύσεως,
- θ) Περὶ τόπου καὶ χρόνου,
- ι) Περὶ ἀπείρου,
- ια) Περὶ στοιχείων,
- ιβ) Περὶ τῶν φαινομένων φλογῶν καιομένων περὶ τὸν οὐρανόν, καὶ τῶν καλουμένων αἰγῶν καὶ δᾳδῶν καὶ διαθεόντων ἀστέρων,
- ιγ) Περὶ κομητῶν καὶ τοῦ γαλαξίου κύκλου,
- ιδ) Περὶ ὄμβρου, χαλάζης, χιόνος, δρόσου καὶ πάχνης,
- ιε) Περὶ πηγῶν καὶ ποταμῶν,
- ιστ) Περὶ θαλάσσης,
- ιζ) Περὶ ἀνέμων καὶ τῶν λοιπῶν πνευμάτων,
- ιη) Περὶ σεισμοῦ,
- ιθ) Περὶ βροντῆς καὶ ἀστραπῆς, ἐκνεφίου τε καὶ τυφῶνος καὶ πρηστῆρος καὶ κεραυνοῦ,
- κ) Περὶ τῶν ἐν τῷ οὐρανῷ φαινομένων φασμάτων,
- κα) Περὶ ἅλω, καὶ πρῶτον περὶ ὁράσεως,
- κβ) Περὶ ἴριδος,
- κγ) Περὶ ῥάβδων καὶ παρηλίων, ἔτι δὲ καὶ περὶ τῶν ἐν τῇ γῇ μεταλλευτῶν καὶ ὀρυκτῶν,
- κδ) Περὶ οὐρανοῦ, καὶ ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀΐδιος,
- κε) Περὶ αἰθέρος καὶ ἀστέρων,
- κστ) Περὶ ἡλίου,
- κζ) Περὶ σελήνης,
- κη) Περὶ γῆς καὶ τῶν ταύτης ζωνῶν, ὅτι ἡ γῆ κέντρου λόγον ἀπέχει πρὸς τὴν οὐράνιον σφαῖραν, ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν ἡλιακήν,
- κθ) Περὶ ἡμερῶν καὶ νυκτῶν καὶ τῶν τεσσάρων τοῦ ἔτους ὡρῶν,
- λ) Περὶ οἰκήσεως,
- λα) Περὶ κενοῦ.
Στο δεύτερο εγχειρίδιό του ο Βλεμμύδης καλύπτει τα βασικά θέματα της αριστοτελικής φυσικής. Επίσης γράφει και εξηγεί για την έννοια του χρόνου και του χώρου καθώς και για τα φυσικά φαινόμενα που παρατηρούνται. Ο ίδιος δείχνει να συμφωνεί με τη διάταξη της φυσικής ύλης όπως την είχε ορίσει ο Αριστοτέλης και όπως είχε καθιερωθεί και στην ύστερη αρχαιότητα, αλλά διαφωνούσε με τη θεωρία που έδινε ο Αριστοτέλης για το πρόβλημα του αιθέρα. Ο Βλεμμύδης φαίνεται πως είχε διαβάσει και μελετήσει αρκετά καλά τα Σχόλια για τις θεωρίες του Αριστοτέλη, του Σιμπλίκιου για τη Φυσική, του Φιλόπονου στο Περί γενέσεως και φθοράς, του Αλεξάνδρου Αφροδισιέως στα Μετεωρολογικά.
Επίσης στον Βλεμμύδη αποδίδεται το μικρότερο σε έκταση έργο''Ἱστορία περὶ τῆς γῆς ἐν συνόψει πρός τινα βασιλέα ὀρθόδοξον''. Το περιεχόμενο του τελευταίου συμπεριλαμβάνεται κατά ένα μέρος στα κεφάλαια κη' και κθ' της Επιτομής Φυσικής του Βλεμμύδη. Το έργο περιλαμβάνει μία συναγωγή των συνηθισμένων επιχειρημάτων για το σφαιρικό σχήμα της γης, στοιχεία για τις διαστάσεις της οικουμένης, μία απαρίθμηση των επτά κλιμάτων και μερικά πράγματα για τις εκλείψεις, δηλαδή τα απαραίτητα για τα στοιχειώδη μαθήματα της Γεωγραφίας. Τα δύο εγχειρίδια του Βλεμμύδη άσκησαν μεγάλη επιρροή όχι μόνο κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο αλλά κατά τα νεότερα χρόνια.
Το 1607 μεταφράστηκαν και στην Λατινική γλώσσα, και έκτοτε άσκησαν μεγάλη επίδραση και στη Δυτική Ευρώπη.
Ο Γρηγόριος Κύπριος και η Παρακμή της Σχολής του Αγίου Τρύφωνος
Γύρω στο 1259 ο Γεώργιος από την Κύπρο, ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Β' (1283 - 1289), ξεκίνησε, όπως ο ίδιος αναφέρει, το δύσκολο ταξίδι από την μεγαλόνησο, για να μαθητεύσει κοντά στον Νικηφόρο Βλεμμύδη, γεγονός που καταδεικνύει πως τα τελευταία χρόνια της ''Εξόριστης Αυτοκρατορίας”, το εκπαιδευτήριο του Βλεμμύδη είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και εκτός των συνόρων του κράτους της Νίκαιας. Ο Γρηγόριος Κύπριος σημειώνει για τον Βλεμμύδη: ''ἀνὴρ ὡς ἐλέγετο οὐ μόνον Ἑλλήνων τῶν ἐφ’ ἡμῶν ἀλλὰ καὶ πάντων ἀνθρώπων σοφώτατος''.
Η αυτοβιογραφία του Γρηγορίου είναι αρκετά σημαντική, καθώς παρέχει πληροφορίες για την εκπαιδευτική κατάσταση των τριών τελευταίων χρόνων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ο Γρηγόριος αναφέρει πως γεννήθηκε σ’ ένα χωριό έξω από τη Λευκωσία, και ότι ήταν γόνος αρκετά εύπορης οικογένειας. Όμως κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας στο νησί, αναφέρει πως η οικογένεια του έγινε μέτρια και δεν κατατασσόνταν ούτε στους πένητας και τους ''ἀδόξους'' ούτε όμως και στους ἁδροὺς και βαθυπλούτους. Όταν ήταν ακόμη παιδί, οι γονείς του τον έστειλαν στον γραμματιστή της περιοχής και στη συνέχεια στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει μαθήματα στη μέση εκπαίδευση.
Στη αρχή φοίτησε σε Ελληνικό σχολείο και στη συνέχεια σε Λατινικό, όπου διδασκόταν την Λατινική γραμματική. Δεν μπορούσε όμως να μάθει τις κλήσεις των ονομάτων ούτε ήθελε να του τις εξηγήσουν επειδή αδυνατούσε να παρακολουθήσει τους καθηγητές, οι οποίοι μιλούσαν γρήγορα: ''ἥ τε τοῦ χρόνου βραχύτης καὶ ἡ τῶν διδασκάλων φωνή''. Επίσης αναφέρει πως στο ίδιο σχολείο οι μαθητές διδάσκονταν και την Λογική του Αριστοτέλη χωρίς να εμβαθύνουν. Σύντομα το εγκατέλειψε και αυτό, διότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τους καθηγητές, εφόσον χρησιμοποιούσαν τη Λατινική γλώσσα. Απογοητευμένος από την εκπαιδευτική κατάσταση του νησιού, ο Γρηγόριος συζητούσε με ηλικιωμένους για τους λόγιους που έδρασαν στην Κύπρο πριν από την Λατινοκρατία.
Έτσι πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη μεγαλόνησο, παρά τις αντιδράσεις των γονέων του, και ''παραπέμπειν ἐς τὰς ἐν Νικαίᾳ διατριβὰς ὅπου καὶ λόγος ἐκράτει γενομένῳ τινι αὐτὰς ἐξεῖναι δοκεῖν, τά γ’ ἐς σοφῶν ἀνδρῶν ἀφθoνίαν, τὰς παλαιὰς Ἀθήνας ὁρᾶν''. Αρχικά επιβιβάστηκε σε κάποιο καράβι, και μέσα σε τρεις μέρες έφτασε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης, απέναντι από την Κύπρο. Από εκεί συνέχισε το ταξίδι του πεζός μέχρι την Άναια της Μ. Ασίας και στη συνέχεια κατευθύνθηκε μέσω θαλάσσης προς την Έφεσο. Ύστερα από πολλές δυσκολίες και εμπόδια που συνάντησε στο ταξίδι του έφτασε στην Έφεσο με σκοπό να επισκεφτεί τον Νικηφόρο Βλεμμύδη, στο μοναστήρι όπου έμενε.
Πριν καλά-καλά γνωρίσει τον Βλεμμύδη, ο Γρηγόριος ένιωσε την πρώτη του απογοήτευση, εφόσον οι περιγραφές των κατοίκων της Εφέσου για τον δάσκαλο που αναζητούσε δεν ήταν και οι καλύτερες. Περιέγραφαν έναν άνθρωπο υπερβολικά ιδιότροπο, υπερόπτη και τελείως απροσπέλαστο. Επίσης του είπαν ότι δεν θα τον δεχόταν κοντά του σε καμία περίπτωση. Ακόμη και οι μαθητές του δεν θα του επέτρεπαν την είσοδό του στο μοναστήρι, εφόσον ήταν μικρός στην ηλικία, από μακρινή χώρα και φτωχός. Απογοητευμένος ο Γρηγόριος από τις παραπάνω περιγραφές των Εφεσίων ξεκίνησε για την πόλη της Νίκαιας. Το ταξίδι αυτό κράτησε, όπως ο ίδιος αναφέρει έξι μήνες, περνώντας πολλές κακουχίες και στερούμενος ακόμη και της τροφής.
Στην Νίκαια λοιπόν άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στη κρατική σχολή του Αγίου Τρύφωνος. Αλλά και από εκεί δήλωνε δυσαρεστημένος. Με πικρία αναφέρει πως διδασκόταν μόνο τα έπη του Ομήρου, τους τραγικούς ποιητές και την ποιητική, και ότι οι καθηγητές δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένοι, εφόσον γνώριζαν επιδερμικά μόνο τη γραμματική και τη ρητορική. Ο Γρηγόριος δεν κατονομάζει κανέναν από τους καθηγητές της Σχολής. Όμως είναι πολύ πιθανό να αναφέρεται στους δύο καθηγητές που είχε διορίσει ο Θεόδωρος Β', τον Μιχαήλ Σεναχερείμ και τον Ανδρόνικο Φραγγόπουλο. Από τις περιγραφές του Γρηγορίου εύκολα συμπεραίνουμε ότι η εκπαιδευτική λειτουργία στη Σχολή του Αγίου Τρύφωνος δεν ήταν και η καλύτερη.
Ίσως έτσι εξηγείται και η μεγάλη αγανάκτηση του Γρηγορίου, όταν αναφέρει πως αν είχε την οικονομική δυνατότητα θα επέστρεφε στην πατρίδα του, την Κύπρο. Μία άλλη μαρτυρία σχετικά με την εκπαιδευτική κατάσταση της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β' είναι αυτή του Μανουήλ-Μάξιμου Ολόβολου. Ο τελευταίος σε λόγο του προς τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει για την εκπαίδευσή του στη Νίκαια τα εξής:
''Γιατί σε όλους είναι φανερό, ακόμη και εμείς οι ίδιοι δεν το είπαμε, ότι τίποτε δεν υπήρξε γύρω από εμάς που να έχει σχέση με την λογιότητα, αλλά περισσότερο η γραμματική και η συγγενική της ποιητική, αλλά και αυτές δεν μεταδόθηκαν σε εμάς άφθονα, ούτε και με ακρίβεια, αλλά με τον συνηθισμένο τρόπο και όπως λένε σταγόνα-σταγόνα, και όχι απολύτως κατανοητά. Το λαμπρό φως της ρητορικής είχε σβηστεί, και σαν παλαιό καύχημα μόνο είχε απομείνει η φιλοσοφία, και μαρτυρούμε τα πράγματα αυτά χωρίς προσωποληψία, και δεν λέγω αυτά για να ελέγξω όλους, κανείς δεν μπορεί να με κατεβάσει.
Λοιπόν, γι’ αυτό και με αυτόν τον τρόπο δυστυχούσαμε, είτε γιατί η επιστήμη δεν ενδιέφερε τους κυβερνώντας, είτε γιατί αυτοί που κατείχαν την γνώση δεν ήθελαν να την μεταδώσουν, και αυτό που δεν ήταν αντικείμενο θαυμασμού -γιατί είναι επαινετό να δίνεις- περισσότερο όμως όταν αυτό που μεταδίδεται δεν είναι εύκολο, ούτε εύκολα ευρισκόμενο''.
Με βάση το παραπάνω εδάφιο μπορούμε να δεχτούμε ότι η σχολή του Αγίου Τρύφωνος υπολειτουργούσε. Ο Ολόβολος δεν κάνει μνεία καν σε μαθήματα ρητορικής και φιλοσοφίας, πράγμα που μπορεί να σημαίνει πως έπαψαν να διδάσκονται. Την ευθύνη, κατά τον Ολόβολο, έφερναν και οι κυβερνήτες και οι καθηγητές που αδιαφορούσαν. Από τα παραπάνω παρατηρούμε ότι και ο Γρηγόριος Κύπριος και ο Μανουήλ-Μάξιμος Ολόβολος περιγράφουν την ίδια δραματική εικόνα της σχολής του Αγίου Τρύφωνος. Ωστόσο, πρέπει να κρίνουμε αν οι δύο παραπάνω μαρτυρίες είναι αξιόπιστες. Δεν αποκλείεται και ο Γρηγόριος Κύπριος και ο Ολόβολος να αντιπροσωπεύουν την Αυτοκρατορική προπαγάνδα της εποχής τους, αμαυρώνοντας τα επιτεύγματα του Θεόδωρου Β'.
Με δεδομένο ότι η κρατική σχολή ιδρύθηκε και οργανώθηκε από τον Θεόδωρο Β', δεν αποκλείεται οι δύο λόγιοι να δυσφήμισαν το έργο του προκατόχου του Μιχαήλ Η'. Είναι όμως πιο πιθανό η κρατική σχολή της Νίκαιας όντως να βρισκόταν υπό διάλυση. Δεν αποκλείεται, μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β' και τις εσωτερικές αναταραχές που προκλήθηκαν από τον Μιχαήλ Η', εξοντώνοντας τον Γεώργιο Μουζάλωνα και παραγκωνίζοντας τον Ιωάννη Δ' Λάσκαρι, η σχολή να παρήκμασε. Επιπλέον ο Μιχαήλ Η' στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του διόρισε τον καθηγητή της ρητορικής και ποιητικής Μιχαήλ Σεναχερείμ αρχικά στο αξίωμα του ''πρωτασηκρῆτι'' και στη συνέχεια σ’ αυτό του μεσάζοντος.
Επομένως γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον ένας από τους καθηγητές να άφησε τη σχολή του Αγίου Τρύφωνος. Ο Μιχαήλ Η' είχε δώσει περισσότερη σημασία στην εξωτερική πολιτική και στην ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης παρά στην εσωτερική πολιτική. Η νίκη του αδελφού του Ιωάννη στη μάχη της Πελαγονίας το 1259 και η αποδυνάμωση του κράτους της Ηπείρου, ήταν δύο σημαντικά κατορθώματα για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μιχαήλ ήταν ο μοναδικός κυβερνήτης της Νίκαιας που κατάφερε αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει κανένας από τους εκπροσώπους της δυναστείας των Λασκάρεων, να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη.
Είναι σχεδόν σίγουρο πως όταν η κατάσταση στο εσωτερικό της Νίκαιας θα εξομαλυνόταν, θα αναλάμβανε πρωτοβουλίες και για τα εκπαιδευτικά θέματα μαζί με τον βασικό του συνεργάτη Γεώργιο Ακροπολίτη, εφόσον οι δύο άνδρες έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη παιδεία στην Κωνσταντινούπολη μετά το 1261. Ως γνωστό μετά το 1261 η ''Εξόριστη Αυτοκρατορία'' έπαψε να υπάρχει. Ωστόσο η αναγεννημένη Αυτοκρατορία των Παλαιολόγων στον εκπαιδευτικό τομέα σίγουρα θα είχε ακολουθήσει άλλη πορεία, αν δεν είχε προηγηθεί η μέριμνα για την παιδεία των Λασκάρεων και των λογίων της Νίκαιας. Μετά την επιστροφή των Ρωμαίων στην Βασιλεύουσα, ανασυστήθηκαν γρήγορα οι ανώτερες σχολές που υπήρχαν εκεί πριν από το 1204.
Αυτό δεν θα ήταν εφικτό, αν δεν είχαν τεθεί γερά θεμέλια από τους Νικαείς. Ο πρώτος καθηγητής της ανώτερης σχολής της Κωνσταντινούπολης, ήταν ο Γεώργιος Ακροπολίτης, ένα ''δημιούργημα'' της Νίκαιας. Στη σχολή αυτή βρήκε επιτέλους την εκπαίδευση που αναζητούσε και ο Γεώργιος Κύπριος, ο οποίος αργότερα αναδείχτηκε μεγάλος λόγιος, και έφτασε το 1283 στο υπέρτατο εκκλησιαστικό αξίωμα του οικουμενικού Πατριάρχη. Όμως ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο μεγαλύτερος λόγιος του 13ου αιώνα, προτίμησε να παραμείνει στο τόπο, όπου έζησε και έδρασε. Μολονότι ο Μιχαήλ Η' του είχε ζήτησε να γράψει τις ευχές που θα εκφωνούνταν κατά την είσοδό του στη Βασιλεύουσα ο Βλεμμύδης αρνήθηκε, είτε γιατί δεν ήθελε να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, είτε γιατί αντιμετώπιζε τον Μιχαήλ ως σφετεριστή.
Παρέμεινε στο μοναστήρι του στην Έφεσο, όπου και είχε την ευκαιρία να συγγράψει και τις δύο αυτοβιογραφίες του, οι οποίες όπως συμπεραίνεται από τα προοίμιά τους ολοκληρώθηκαν το 1263 και 1264 αντίστοιχα. Στο μοναστήρι του συνέχισε το εκπαιδευτικό του έργο μέχρι το θάνατό του, το 1269 ή το 1272 οπότε και η μονή σταμάτησε να λειτουργεί ως σχολείο. Ο Παχυμέρης αναφέρει ότι ο Πατριάρχης Ιωσήφ Α' ο Γαλησιώτης (α' 1267 - 1275, β' 1282 - 1283) κατάργησε τα Αυτοκρατορικά προνόμια που είχε αποκτήσει η μονή του Βλεμμύδη επί Ιωάννη Βατάτζη, υποβίβασε την μονή από ανεξάρτητη που ήταν πριν σε μετόχι της μονής Γαλησίου. Όλοι όσοι γνώρισαν το Βλεμμύδη, εκφράζονται γι’ αυτόν με μεγάλο θαυμασμό.
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει ότι ήταν ανώτερος από οποιονδήποτε άλλον στις επιστήμες. Ο Γρηγόριος Κύπριος τον ονομάζει πιο σοφό όχι μόνο ανάμεσα στους Έλληνες, αλλά ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους. Ο Παχυμέρης τον θαυμάζει επειδή «ζούσε τη ζωή του πραγματικού φιλοσόφου, και δεν τον απασχολούσαν καθόλου τα εγκόσμια». Ο Νικηφόρος Γρηγοράς τον θεωρεί ως τον πιο ενάρετο και σοφό άνθρωπο. Απ’ ό,τι φαίνεται υπήρξε και μία τάση αγιοποίησης του, που συνάγεται από ένα σημείωμα που προστέθηκε στο τέλος του «Λόγου περὶ Πίστεως»: «ὁ ἐν ἁγίοις Νικηφόρος ὁ Βλεμμύδης». Αυτό δεν έγινε, πιθανώς γιατί ο Βλεμμύδης είχε αναπτύξει μία ύποπτη φιλοδυτικίζουσα θεωρία στο ζήτημα της εκπόρευσης του αγίου Πνεύματος.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από ένα εδάφιο της Ιστορίας του Νικηφόρου Γρηγορά, όπου διαβάζουμε ότι ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος πριν από την Σύνοδο της Λυών (1274), ανέθεσε στον Ιωάννη Βέκκο να ψάξει στα χειρόγραφα του ''μακαριστoύ'' Βλεμμύδη, και να βρει επιχειρήματα υπέρ της Ενώσεως των Εκκλησιών, και αυτό γιατί «ο Βλεμμύδης συγκέντρωνε διάφορα αποσπάσματα από τις θείες γραφές, που συμφωνούν με τα δόγματα των Λατίνων, και έγραφε σχόλια πάνω σ’ αυτά. Το έκανε όμως κρυφά για να μην τον υποψιαστούν».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης την 13η Απριλίου 1204 από τους σταυροφόρους ανέτρεψε τελείως την κοσμοθεωρία των Βυζαντινών σχετικά με την μία οικουμενική Αυτοκρατορία. Για πολλούς μελετητές οι αιώνες που ακολούθησαν μετά την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας, χαρακτηρίζονται τελείως παρακμιακοί, καθώς το Βυζαντινό κράτος έχασε το παλαιό του μεγαλείο. Εδαφικά είχε συρρικνωθεί όσο ποτέ άλλοτε, οικονομικά δεν μπορούσε να ορθοποδήσει, οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι δυναστικές έριδες δεν έλεγαν να σταματήσουν, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε χάσει τελείως τη δύναμή του έναντι του Πάπα.
Παρόλα αυτά όμως παρατηρήθηκε μεγάλη άνθηση των τεχνών και των γραμμάτων, και το όνομα της τελευταίας Βυζαντινής δυναστείας συνδέθηκε με την Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Στην εξόριστη Αυτοκρατορία της Νίκαιας τέθηκαν τα θεμέλια του τελευταίου Βυζαντινού Ουμανισμού. Οι L. Reynolds και N. Wilson σημείωσαν ότι:
''Παρόλο που ο πλούτος και η δύναμη της Αυτοκρατορίας μειώθηκαν σημαντικά (μετά το 1204), η περίοδος αυτή της εξορίας στη Νίκαια δεν ήταν καθόλου από τις χειρότερες για τις φιλολογικές σπουδές. Οι Αυτοκράτορες Ιωάννης Βατάτζης και Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις έδειξαν ενδιαφέρον να ιδρύσουν σχολεία και βιβλιοθήκες, και τελικά δημιούργησαν μια αξιόλογη παράδοση στη μέση εκπαίδευση, λίγα χειρόγραφα είναι δυνατό να εξακριβωθεί ότι γράφτηκαν στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας, είναι όμως ολοφάνερο ότι μελετούσαν εκεί τους ποιητές και τους ρήτορες. Η σύντομη αυτή περίοδος είναι μία από τις λίγες που οι φιλολογικές σπουδές άνθησαν έξω από την πρωτεύουσα''.
Πράγματι είδαμε πως όταν ο Θεόδωρος Α' εγκαταστάθηκε στη Μ. Ασία ιδρύοντας και οργανώνοντας την ''Εξόριστη Αυτοκρατορία'', γρήγορα μερίμνησε και για το εκπαιδευτικό σύστημα. Έχοντας υπόψη του ο πρώτος Αυτοκράτορας της Νίκαιας το εκπαιδευτικό σύστημα της Κωνσταντινούπολης έθεσε σε επαναλειτουργία τα εκπαιδευτικά αξιώματα του διδασκάλου του Ψαλτήρος, του διδασκάλου του Ευαγγελίου, του διδασκάλου του Αποστόλου και το σημαντικότερο απ’ όλα εκείνου του ''ὑπάτου τῶν φιλοσόφων''. Για τα τρία πρώτα αξιώματα μπορεί να υποστηριχθεί με πειστικό τρόπο, αλλά όχι απόλυτα, ότι επανεργοποιήθηκαν το 1208 ή λίγο μετά, δεδομένου ότι τα άτομα που είχαν τα εν λόγω αξιώματα υπάγονταν απευθείας στον πατριάρχη.
Όπως γνωρίζουμε ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης στην ''Εξόριστη Αυτοκρατορία'' χειροτονήθηκε την άνοιξη του 1208. Το γεγονός ότι τα παραπάνω αξιώματα επανεργοποιήθηκαν σχετικά γρήγορα, δεν σημαίνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα που ήθελε να οργανώσει ο Θεόδωρος Α' λειτουργούσε κανονικά, δηλαδή όπως εκείνο της Κωνσταντινούπολης πριν από το 1204. Για τον πρώτο ύπατο των φιλοσόφων Θεόδωρο Ειρηνικό δεν διαθέτουμε κανένα στοιχείο για τις εκπαιδευτικές του δραστηριότητες. Για το αξίωμα του διδασκάλου του Ψαλτήρος γνωρίζουμε μόλις έναν που το κατείχε: τoν Σέργιο, ενώ για τον διδάσκαλο του Ευαγγελίου και διδάσκαλο του Αποστόλου εικάζουμε μόνον ότι υπήρχαν.
Πέρα από την προσπάθεια του Θεόδωρου Α' να θέσει σε λειτουργία τα εκπαιδευτικά αξιώματα στη Νίκαια, έκανε επίμονες προσπάθειες να συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό λογίων από την Λατινοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη και όχι μόνο. Αμέσως μετά την Άλωση του 1204 ένας μεγάλος αριθμός λογίων κατέφυγε στην ''Εξόριστη Αυτοκρατορία''. Μεταξύ αυτών ο μεγάλος ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, ο Νικόλαος Μεσαρίτης, ο Δημήτριος Καρύκης, οι πρώην μαΐστορες των φιλοσόφων Μανουήλ Καραντηνός (ή Σαραντηνός) και Νικόλαος Χρυσοβέργης.
Ο Θεόδωρος Α' έκανε επίμονες προσπάθειες χωρίς όμως επιτυχία να εγκαταστήσει στην επικράτειά του και έναν άλλο άνδρα που φημιζόταν για τη μόρφωσή του, τον Μιχαήλ Χωνιάτη με την συνοδεία του, τον οποίο οι Λατίνοι είχαν εκτοπίσει από την μητρόπολή του την Αθήνα και ζούσε στην Κέα και στην Εύβοια. Με το πρώτο κύμα φυγάδων από την Κωνσταντινούπολη προς την Μ. Ασία έφτασε και ο επτάχρονος Νικηφόρος Βλεμμύδης μαζί με την οικογένειά του στην επικράτεια του Θεόδωρου Α' Λάσκαρι. Στην Προύσα λοιπόν ο νεαρός Βλεμμύδης διδασκόταν επί τέσσερα χρόνια τα πρώτα γράμματα από τον γραμματιστή Μοναστηριώτη.
Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα της μέσης εκπαίδευσης στη Νίκαια. Ο ίδιος αναφέρει πως όταν έφτασε στην ηλικία των δεκαέξι, δεν υπήρχε καθηγητής στη Νίκαια που να παραδίδει μαθήματα ανώτερων σπουδών, δηλαδή πανεπιστημιακών. Έτσι αναγκάστηκε να μαθητεύσει στον Πρόδρομο που είχε το σχολείο του σε Λατινοκρατούμενο έδαφος κοντά στον ποταμό Σκάμανδρο. Ο Βλεμμύδης αναγκαζόταν να διασχίζει καθημερινά τα σύνορα για να παρακολουθεί τα μαθήματα του Πρόδρομου για τρία ολόκληρα χρόνια. Η μαρτυρία αυτή του Βλεμμύδη επιβεβαιώνει την θεωρία πως το εκπαιδευτικό σύστημα που οργάνωσε σχετικά γρήγορα ο Θεόδωρος Α' δεν λειτουργούσε όπως θα περιμέναμε.
Επομένως οι εκπαιδευτικοί τίτλοι που απένειμε ο πρώτος αυτοκράτορας της Νίκαιας ήταν περισσότερο εικονικοί παρά ουσιαστικοί. Στο πλαίσιο του μεγάλου ανταγωνισμού, όχι τόσο με το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών στον Πόντο, αλλά κυρίως με τους ηγεμόνες του κράτους της Ηπείρου, ο Θεόδωρος Α' έπρεπε να οργανώσει το κράτος του σύμφωνα με τα πρότυπα της πάλαι ποτέ Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Συνεπώς ο Θεόδωρος Α' προσπάθησε να οργανώσει το εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς όμως επιτυχία. Ας μη ξεχνούμε πως τα πρώτα χρόνια στην ''εξορία'' ήταν αρκετά κρίσιμα και για την Αυτοκρατορία.
Ο Θεόδωρος Α' είχε να αντιμετωπίσει πολλούς εξωτερικούς εχθρούς: τους αυτόνομους ηγεμονίσκους, τον σουλτάνο του Ικονίου, τους ηγεμόνες της Ηπείρου, και κυρίως τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων είχε έλθει από την Λατινοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη και τα πρώτα χρόνια έπρεπε να προσαρμοστεί στη νέα τάξη πραγμάτων. Μεγάλο ενδιαφέρον για το εκπαιδευτικό σύστημα έδωσε και ο διάδοχος του Θεόδωρου Α', Ιωάννης Γ' Βατάτζης. Δεν αποκλείεται ο τελευταίος να προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα από τον προκάτοχό του, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία να συγκεντρώσει βιβλία με απώτερο σκοπό την ίδρυση κρατικής βιβλιοθήκης.
Επί της βασιλείας του, ο Βλεμμύδης πέρασε δύο φορές τα σύνορα της Αυτοκρατορίας αναζητώντας με τη χρηματική χορήγηση του Αυτοκράτορα σπάνια χειρόγραφα. Επιπλέον, στα χρόνια της βασιλείας του Ιωάννη Γ' διατηρήθηκε το αξίωμα του υπάτου των φιλοσόφων. Ο Δημήτριος Καρύκης κατείχε το ανώτατο εκπαιδευτικό αξίωμα εξετάζοντας τον Βλεμμύδη το 1223 για τις γνώσεις του και συμμετέχοντας στις συνομιλίες με τους καθολικούς το 1234 στη Νίκαια. Ένας ακόμη μεγάλος λόγιος του 13ου αιώνα, ο Γεώργιος Ακροπολίτης έρχεται να ενισχύσει την άποψη πως ο Ιωάννης Γ' ενδιαφέρθηκε για την μόρφωση των υπηκόων του.
Ο Ακροπολίτης αναφέρει πως διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα σε κάποιο Ελληνικό σχολείο στην γενέτειρά του, την Κωνσταντινούπολη, και σε ηλικία 16 ετών εγκαταστάθηκε στην πόλη της Νίκαιας. Ο Βατάτζης έστειλε τον νεαρό Ακροπολίτη μαζί με άλλους αρχοντόπουλους στο σχολείο μέσης εκπαίδευσης, γεγονός που αποδεικνύει πως ο Αυτοκράτορας ενδιαφερόταν να επανδρώσει την κρατική μηχανή με μορφωμένα άτομα. Το σχολείο αυτό δεν ήταν κάποιο ανώτερο θεσμοθετημένο σχολείο όπως εκείνα της Κωνσταντινούπολης του 11ου και 12ου αιώνα, τα οποία διοικούνταν από τον μαΐστορα, που συνήθως ήταν και ο μοναδικός καθηγητής και ο οποίος επεβλεπόταν από τον ύπατο των φιλοσόφων.
Αλλά κάποιο κτίριο των ανακτόρων όπου δίδασκε ο διορισμένος από τον Αυτοκράτορα καθηγητής. Στην προκειμένη περίπτωση καθηγητής των αρχοντόπουλων ήταν ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος. Με τον θάνατο του τελευταίου καθηγητής των αρχοντόπουλων διορίστηκε ο Βλεμμύδης. Ο Ακροπολίτης και οι συμμαθητές του παρακολουθούσαν τα μαθήματα στο μοναστήρι του Βλεμμύδη. Μάλιστα, ο Βατάτζης για να ενισχύσει το μοναστήρι που λειτουργούσε και ως σχολείο, έδωσε αρκετά αυτοκρατορικά προνόμια,. Εκτός από το σχολείο του Βλεμμύδη, ο Βατάτζης στήριξε οικονομικά και εκείνο του Γεώργιου Βαβουσκωμίτη, άλλη μία πράξη που δείχνει ότι ο Αυτοκράτορας ενδιαφερόταν πραγματικά για την ανάπτυξη της παιδείας στην επικράτειά του.
Ο ίδιος Αυτοκράτορας μαζί με τον πατριάρχη Μανουήλ Β΄ είχαν οραματιστεί την δημιουργία ενός ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος όμοιο, με εκείνο της ''Πατριαρχικής Ακαδημίας'' στην Κωνσταντινούπολη, προτείνοντας την διεύθυνση της σχολής στον ξακουστό Βλεμμύδη. Ο τελευταίος αρνήθηκε και το σχέδιο του Βατάτζη ναυάγησε. Μπορεί βέβαια να μην είχε ιδρυθεί μέχρι το 1258 πανεπιστημιακό ίδρυμα, στα σχολεία όμως επί Ιωάννη Γ' δίδασκαν μεγάλοι λόγιοι. Μέσα από αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα μορφώθηκε ο Θεόδωρος Β' σπουδάζοντας όλες τις τότε γνωστές επιστήμες. Ο ίδιος στον πανηγυρικό του λόγο δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την Νίκαια ''σχολεῖον πάσης Ἑλλάδος''.
Μπορεί ο Θεόδωρος Β' να υπερβάλλει καθώς αναφέρει ότι πολλοί κάτοικοι γνώριζαν τη φιλοσοφία και τη θεολογία, σίγουρα όμως η Νίκαια διέθετε τους καλύτερους καθηγητές για όποιον ήθελε να σπουδάσει. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρεί και η περίπτωση του Γρηγορίου Κύπριου, ο οποίος σε μικρή ηλικία εγκατέλειψε την οικογένειά του, με σκοπό να σπουδάσει στο σχολείο του Βλεμμύδη. Μπορεί να μην κατάφερε ποτέ να γίνει μαθητής του μεγάλου ''ἐπὶ σοφίας'' Βλεμμύδη αλλά παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή του Αγίου Τρύφωνος, που είχε ιδρύσει το 1258 ο Θεόδωρος Β'. Ο Γρηγόριος αισθάνθηκε για δεύτερη φορά άτυχος, καθώς το εκπαιδευτικό ίδρυμα είχε παραμεληθεί μετά το θάνατο του ιδρυτή του.
Το 1260, δηλαδή όταν ο Γρηγόριος φοιτούσε στη σχολή του Αγίου Τρύφωνος, κυβερνήτης του κράτους ήταν ο Μιχαήλ Η'. Ο τελευταίος είχε δώσει μεγαλύτερη σημασία στην εξωτερική πολιτική παρά στην εσωτερική. Από τις περιγραφές του Γρηγορίου Κύπριου και του Μανουήλ-Μάξιμου Ολόβολου φαίνεται πως ό,τι οργάνωσε ο λόγιος Αυτοκράτορας Θεόδωρος Β' σχετικά με τα εκπαιδευτικά πράγματα στη βραχύβια βασιλεία του, κατέρρευσε πολύ γρήγορα επί Μιχαήλ Η'.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Επαγωγικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι και οι τρεις εκπρόσωποι της δυναστείας των Λασκαριδών μερίμνησαν για την παιδεία της Αυτοκρατορίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Ο καθένας πέτυχε σε διαφορετικό βαθμό την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Ο Θεόδωρος Α' επανασύστησε τα εκπαιδευτικά αξιώματα, ο Ιωάννης Γ' διόρισε καθηγητές για την εκπαίδευση των αρχοντόπουλων, ενίσχυσε οικονομικά τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης του Νικηφόρου Βλεμμύδη και του Βαβουσκωμίτη, ενώ ο Θεόδωρος Β' κατάφερε να ιδρύσει και να οργανώσει ο ίδιος αυτό που δεν κατάφεραν οι δύο προκάτοχοί του, την ίδρυση σχολής ανωτάτων σπουδών.
Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε μία διαφορά όσο αφορά τα κίνητρα: οι δύο πρώτοι αυτοκράτορες επιθυμούσαν επειγόντως τη δημιουργία εκπαιδευτικού συστήματος, διότι είχαν ανάγκη από μορφωμένους ανθρώπους, οι οποίοι θα εργάζονταν στην κρατική υπαλληλία, ενώ ο Θεόδωρος Β' ως πραγματικός ουμανιστής, άνδρας περισσότερο λόγιος και λιγότερο Αυτοκράτορας, όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο G. Ostrogorsky, ενδιαφερόταν για την καλλιέργεια των γραμμάτων στην επικράτειά του. Από τα παραπάνω μπορούμε να αναφέρουμε, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Κ. Κωνσταντινίδης, ότι η παιδεία παύει να βρίσκεται υπό την μέριμνα του πατριαρχείου.
Πράγματι, ενώ τον 12ο αιώνα η παιδεία βρίσκεται ύστερα από την πολιτική του Αλεξίου Α' υπό τη μέριμνα της εκκλησίας, στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας συμβαίνει το αντίθετο: Μολονότι ο Θεόδωρος Α' έθεσε σε λειτουργία εκπαιδευτικά αξιώματα που υπάγονταν απευθείας στον Οικουμενικό Πατριάρχη, στην πορεία δεν φάνηκε πουθενά η ανάμιξη του Πατριάρχη και της εκκλησίας στα εκπαιδευτικά πράγματα. Οι Λασκαρίδες είχαν επωμιστεί εξολοκλήρου το βάρος για την οργάνωση και την επίβλεψη της παιδείας στο κράτος τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Θεόδωρου Β'. Ο τελευταίος όχι μόνο διόριζε τους καθηγητές στη σχολή του Αγίου Τρύφωνος, αλλά έπαιζε και τον ρόλο του εξεταστή, καθώς έλεγχε την πρόοδο των φοιτητών.
Όσο αφορά το περιεχόμενο και τον τρόπο διδασκαλίας, παρατηρούμε ότι έμειναν ίδιοι με εκείνους των προηγούμενων αιώνων. Ο Βλεμμύδης γνώρισε τον γραμματιστή του σε μία επαρχιακή πόλη, στην Προύσα. Εκεί έμαθε την γραμματική, ενώ στη Νίκαια διδάχτηκε τον Όμηρο, τα Προγυμνάσματα του Αφθονίου και την ρητορική του Ερμογένους, ενώ στις σπουδές ανώτατου επιπέδου διδασκόταν την αριθμητική του Νικομάχου , τη γεωμετρία, τη μελλοντολογία του Διόφαντου κ.α. Ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος δίδασκε στους μαθητές του επίσης γραμματική και ρητορική. Ο Βλεμμύδης παρέδιδε μαθήματα στον Ακροπολίτη και αργότερα στον Θεόδωρο Β' φιλοσοφία, αστρονομία, την θεολογία και τα μαθηματικά: την αριθμητική του Νικομάχου και τη γεωμετρία του Ευκλείδη.
Το μόνο που ίσως να μας προκαλεί εντύπωση είναι ο τρόπος διδασκαλίας του Θεόδωρου Β' με τον Βλεμμύδη και αργότερα με τον Ακροπολίτη καθώς γινόταν εξ αποστάσεως. Χάρη στη μέριμνα της προτελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου, οργανώθηκε, παρά τις δυσκολίες, το εκπαιδευτικό σύστημα της Νίκαιας, μέσα από το οποίο καλλιεργήθηκαν και μορφώθηκαν οι μεγαλύτεροι λόγιοι του 13ου αιώνα. Ορισμένοι από αυτούς συνέδραμαν στην προσπάθεια του Μιχαήλ Η' για την επανασύσταση του εκπαιδευτικού συστήματος στην Κωνσταντινούπολη μετά το 1261. Με αυτό τον τρόπο οι πεπαιδευμένοι της ''Εξόριστης Αυτοκρατορίας'' έθεσαν τα θεμέλια του δεύτερου Βυζαντινού Ουμανισμού.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου